ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

8 Φεβρουαρίου , Κυριακή του Ασώτου και μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου

 

Η παραβολή του ασώτου υιού.



Α' ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Εκκλησία μας διαβάζει την παραβολή του ασώτου γιου τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. Η σημερινή παραβολή θέλει να μας διδάξει την άπειρη αγάπη, που έχει ο Θεός για κάθε άνθρωπο και μάλιστα για τον αμαρτωλό. Όταν ο άνθρωπος δεχτεί μέσα του την αγάπη του Θεού, τότε ο δρόμος της αληθινής μετάνοιας είναι εύκολος. Ο Ουράνιος Πατέρας μας περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά να γυρίσουμε στην αγάπη του πατρικού μας σπιτιού, δηλαδή στον Παράδεισο, όπου ο άνθρωπος ζει αιώνια μαζί με το Θεό.
«Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· άνθρωπός τις είχε δύο υιούς. Και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δός μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. Και διείλεν αυτοίς τον βίον. Και μετ' ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως. Δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. Και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οί χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. Εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι; αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησαν με ως ένα των μισθίων σου.
Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε αυτώ ο υιός- πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν.
ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας εριφον, ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ. Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφα γών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. ο δε είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι εδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην Και ευρέθη». 
Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ένας άνθρωπος είχε δυο γιους. Και είπε ο πιο μικρός από αυτούς στον πατέρα του· πατέρα, δώσ’ μου, το μερίδιο που μου ανήκει από την περιουσία. Και τους μοίρασε την περιουσία. Και ύστερα από λίγες μέρες τα μάζεψε όλα ο μικρότερος γιος και έφυγε σε μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Και όταν αυτός τα ξόδεψε όλα, έπεσε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα· και αυτός άρχισε να στερείται. Τότε πήγε και προσκολλήθηκε σ' έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας και εκείνος τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει χοίρους. Και λαχταρούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανένας δεν του έδινε. Τότε ήρθε στον εαυτόν του και είπε. Πόσοι υπηρέτες του πατέρα μου τρώνε ψωμί και τους περισσεύει και εγώ πεθαίνω της πείνας; Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω· Πατέρα' ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου· κάνε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου.
Και σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον πόνεσε η ψυχή του και έτρεξε και έπεσε στο λαιμό του και τον φίλησε καλά καλά. Τότε του είπε ο γιος· Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου. Και ο πατέρας είπε στους υπηρέτες του· βγάλτε και φέρτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον και βάλτε δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια· και φέρτε και σφάξτε το θρεμμένο μοσχάρι, και ας φάμε και ας χαρούμε· γιατί τούτο το παιδί μου ήταν πεθαμένο και ξανάζησε και ήταν χαμένο και βρέθηκε. Και άρχισαν να διασκεδάζουν.
Και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του στο χωράφι' και όπως ερχόταν και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια, και κάλεσε έναν από τους υπηρέτες και ζητούσε να μάθει τι τάχα να ήσαν τούτα. Και ο υπηρέτης του είπε πως ήρθε Ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, γιατί τον είδε και ήρθε πίσω γερός. Τότε Οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι.
Βγήκε λοιπόν ο πατέρας του και τον παρακαλούσε. Και εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα· τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτέ δεν παραμέλησα εντολή σου, και ποτέ δεν έδωκες σε μένα ένα κατσίκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου· αλλά όταν ήρθε τούτος ο γιος σου, που σου έφαγε όλο το βίος με τις αμαρτωλές, έσφαξες για χάρη του το θρεμμένο μοσχάρι. Τότε Ο πατέρας του είπε· παιδί μου, συ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου· αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε. 

Γ. ΑΝΑΛΥΣΗ-ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
1. Η αμαρτία που έκανε ο νεότερος γιος της παραβολής είναι ότι έφυγε μακριά από το σπίτι του πατέρα του. Βέβαια αυτό δείχνει πως δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εγωισμό της ηλικίας του. Νόμιζε πως μόνος του μπορεί να τα καταφέρει και επομένως δε χρειαζόταν την κηδεμονία του πατέρα του. Άλλωστε είχε και ένα σωρό χρήματα, που πήρε από το μερίδιο της πατρικής περιουσίας. Ο άσωτος γιος στη μακρινή χώρα ξόδεψε όλα τα χρήματα του «ζών ασώτως». Ύστερα όμως βρέθηκε σε μια φοβερή πείνα και το χειρότερο πως αισθανόταν μονάχος του στην ξενιτιά. Προσπαθούσε να χορτάσει την πείνα του με τα ξυλοκέρατα των χοίρων. Μα και αυτά δεν του τα έδιναν τα αφεντικά που δούλευε ως χοιροβοσκός. Αυτό που έπαθε ο άσωτος γιος είναι κατάντημα κάθε ανθρώπου, που ξεμακραίνει από το Θεό και την Εκκλησία. Νιώθει πραγματική πείνα και γύμνια πνευματική. Όλοι οι άλλοι αρχίζουν να τον εγκαταλείπουν και να τον περιφρονούν, όταν μάλιστα αντιληφθούν πως τέλειωσαν τα χρήματα και η περιουσία του.
2. Ο άσωτος γιος μέσα στη συμφορά του θυμήθηκε αμέσως το πατρικό σπίτι. Ξαναγύρισε στον εαυτό του, λέγει το Ευαγγέλιο. Άρχισε να ξαναζεί την αγάπη του πατέρα του, που την σκορπούσε στα παιδιά του και σ' όλους τους υπηρέτες του. Τώρα λαχταράει να ξαναζήσει στην αγάπη του πατέρα του. Γι' αυτό και παίρνει την απόφαση της επιστροφής. Η συνάντηση του πατέρα με τον άσωτο γιο είναι πολύ ανθρώπινη και συγκινητική. Ο πατέρας που τον περίμενε πάντα να ξαναγυρίσει, έτρεξε πρώτος και μόλις τον συνάντησε, άρχισε να τον φιλάει καλά - καλά. Μέσα σ' αυτό τον ωκεανό της πατρικής αγάπης ο άσωτος πρόλαβε μόνο να πει: «Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με λες παιδί σου». Ο πατέρας έδωσε εντολή να αρχίσει το πανηγύρι της χαράς και της ευτυχίας, με την ετοιμασία του τραπεζιού, που θα στολιζόταν με το θρεμμένο μοσχάρι.
3. Μέσα στη χαρά όμως αυτή υπάρχει και η παραφωνία στη διαγωγή του μεγαλύτερου γιου. Ήταν ο φρόνιμος και ο υπάκουος. Όλες τις αρετές τις είχε, αλλά δεν είχε στην καρδιά του καθόλου αγάπη. Γι' αυτό και διαφώνησε και φιλονίκησε με το στοργικό πατέρα του. Δεν μπόρεσε σ' όλη τη ζωή του να καταλάβει αυτό που του είπε ο πατέρας του: «Παιδί μου, όλα τα δικά μου είναι δικά σου, γιατί συ πάντα είσαι μαζί μου».
4. Η σημερινή παραβολή μας είναι από τα ωραιότερα κείμενα του Ευαγγελίου. Είναι πολύ σωστό αυτό, που είπαν: « Αν είχε χαθεί ολόκληρο το Ευαγγέλιο, αλλά είχαμε στα χέρια μας μόνο την παραβολή του ασώτου γιου, θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είναι ο Θεός και η Εκκλησία, γιατί η παραβολή έχει μέσα της τα πάντα». Ο κάθε άνθρωπος παίρνει θάρρος από τη μετάνοια του ασώτου γιου. Ξέρουμε πως ο Θεός-Πατέρας μας περιμένει κάθε μέρα να γυρίσουμε κοντά του. Χρειάζεται να απορρίπτουμε την αμαρτία που μας χωρίζει από το Θεό και να επιστρέφουμε με τη μετάνοια μας στην αγάπη του Θεού. Ο Κύριος μας βεβαιώνει, πως με την επιστροφή του αμαρτωλού στο Θεό, οι άγγελοι πανηγυρίζουν στον ουρανό και χαίρονται για τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου.



Ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου

Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Ρωμαίου
264294_451224044916464_1500174510_n[1]Ἡ παραβολή αὐτή εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πιό μεγάλης καί τῆς πιό ὁλοκληρωμένης καμπύλης πού διαγράφει ἡ ἀνθρώπινη ἀσωτεία.
Μέσα σ’ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος μᾶς δίνει νά κατανοήσουμε ὅλες τίς συντεταγμένες τῆς ἀνθρώπινης ἀσωτείας. Καί ὁ πρῶτος υἱός ὁ νεώτερος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό σύμβολο τῆς ὁρατῆς, τῆς ἐμφανοῦς ἀσωτείας, ἐνῶ ὁ πρεσβύτερος υἱός εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀφανοῦς ἀσωτείας.
Τό 15ον κεφάλαιον τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, περιλαμβάνει καί ἄλλες παρα βολές, ὅπως τοῦ «ἀπολωλότος προβάτου», «τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς», τήν ὁποία ἀκολουθεῖ αὐτή τοῦ ‘Ασώτου υἱοῦ. Μέ αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος ἀπαντοῦσε στούς ἐπικριτές Του, γιατί ἦταν «φίλος τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν».
Ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά:
Ὁ Πατέρας ἔχει δυό παιδιά. Εἶναι χαρακτηριστικό σύμβολο ὅτι τή θέση τοῦ Πατέρα παίρνει ὁ Θεός. Τά δυό παιδιά εἶναι οἱ δύο βασικές κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων: Αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν χωρίς τό Θεό καί αὐτοί πού θέλουν νά ζοῦν «ἐν Θεῷ». Στήν παραβολή βέβαια ἔχουμε τό προβάδισμα τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ζητάει ἀπό τόν Πατέρα τήν περιουσίαν πού τοῦ ἀνήκει. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Πατέρας «διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Δέν λέει ὅτι ἔδωσε στό μικρό Υἱό αὐτό πού τοῦ ἀνῆκε, ἀλλά λέει ὅτι ἔδωσε καί στά δυό παιδιά, αὐτό πού τούς ἀνῆκε.
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔχουμε τή θεολογική τοποθέτηση ὅτι, ὁ Πανάγαθος Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων προικίζει μέ τά ἴδια προσόντα ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δίνει σέ ὅλους τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία, δίνει τά ψυχικά, τά σωματικά καί τά πνευματικά χαρίσματα, δίνει τίς δυνατότητες -πάντοτε μέσα σέ κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σέ κάποια χωροχρο νική συντεταγμένη- δίνει τίς προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο νά ὑπάρξει καί νά λειτουρ γήσει τήν ὕπαρξή του, τήν προσωπικότητά του, μέ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία.
Ὁ ἕνας λοιπόν Υἱός παίρνει τήν περιουσία του καί φεύγει μακριά καί ἐκεῖ τήν διασκορπίζει μέ ζωή ἄσωτη, σπάταλη, ἁμαρτωλή.
Δέν μᾶς λέει ἡ παραβολή τί ἔκανε ὁ Πρεσβύτερος, ἀλλά ἀπό τήν ἐξέληξι τῆς διη γήσεως εἶναι σαφές ὅτι, ἐφόσον τοῦ ἐδόθη ἡ περιουσία τήν πῆρε, ἀλλά δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Κράτησε ὁ δεύ τερος Υἱός τήν θέση πού εἶχε στήν οἰκογένεια καί νομιμόφρων, ὑποτατεταγμέ νος, ἐργατι κός καί ἐπιμελής συνέχισε νά ζεῖ μέ τόν Πατέρα στό ἴδιο σπιτικό.
‘Ενῶ ὅμως φαίνεται ἀπό τήν παραβολή ὅτι ὁ νεώτερος Υἱός φεύγει καί χωρίζεται ἀπό τόν Πατέρα, ὁ Πρεσβύτερος Υἱός δημιουργεῖ ἕναν ἄλλο χωρισμό πού δέν φαίνεται.
Ὁ Πατέρας παράλληλα δείχνει πώς ζεῖ τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ τοῦ νεώτερου Υἱοῦ, πώς πονάει, ἐνδιαφέρεται καί προσδοκᾶ τήν ἐπιστροφή του.
Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός, ὅπως διαφαίνεται στή συμπεριφορά του στό τέλος τῆς παρα βολῆς, ἀπορρίπτει τόν νεώτερο Υἱό. Ἀπορρί πτει τόν ἀδελφό του, τόν ξεχνάει. Ἀρχίζει νά διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά του ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ του. Δέν συμβαδίζει μέ τόν Πατέρα στά αἰσθήματα, στό σεβασμό τῆς προσωπικό τητας, στήν ἀγάπη. Κι αὐτός ὁ χωρισμός δέν φαίνεται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῆς κρυφῆς ἀσωτείας.
Εἶναι ἀσωτεία τό ὅτι ὁ πρεσβύτερος Υἱός δέν τρέφει τά αἰσθήματα, τή σκέψη, τά φρονήματα, τή λαχτάρα, τήν ἀγωνία, τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του. Ὅλα αὐτά δηλαδή πού τρέφει ὁ Πατέρας γιά τό νεώτερο παιδί Του.
Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό ἀρχίζει νά ζεῖ τή ζωή του, νά ὑπάρχει γιά τήν ἡδονή, νά τρυγᾶ τόν καρπό της μέχρι τό τέλος καί νά ἐξανντλεῖ τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ’ αὐτό τό κηνυγητό τῆς ἡδονῆς. ‘Εξαχρειώνεται καί βάζει τόν ἑαυτό του στήν κατάσταση τοῦ ὑποβαθμισμένου ὄντος, ἀκόμα πιό κάτω καί ἀπό τά ζῶα. Δέν ἔχει τή δυνατότητα νά φάει οὔτε τήν τροφή τῶν ζώων πού βόσκει.
Ὅλα αὐτά εἶναι συμβολικά καί φανερώνουν ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού κυνηγάει τήν ἡδονή εὐτελίζεται, μειώνεται διαρκῶς μέχρι πού ἄν δέν μετανοήσει καταστρέφεται.
«Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ τά πάντα… οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ…». Μέχρι ἐδῶ διαγράφε ται σ’ αὐτούς τούς στίχους ὅλη ἡ ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία θέλει νά ζήσει μακριά ἀπό τό Θεό, μέ τήν σπατάλη τῶν χαρισμάτων, σέ μιά «φιλία» μέ τούς ἀνθρώπους. Φιλία πού δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά παράχρηση ἤ κατάκριση τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ φιλία δέν εἶναι βοηθητική, εὐφρόσυνη. Προκαλεῖ εὐχαρίστηση στά αἰσθητήρια, ἀλλά δέν εὐφραίνει πνευματικά, δέν παραμένει μετά ἀπό αὐτές τίς παραχρήσεις καί καταχρήσεις, δέν ἀφήνει τίποτα πού νά γεμίζει τόν ἄνθρωπο.
Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός φαίνεται -ἀπό τήν εἰκόνα πού μᾶς δίδεται στό τέλος- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ μόχθου, τῆς νομιμότητας, τῆς ὑποταγῆς στό Θεό. Διατηρεῖ ἐπίσης μέσα του τήν ἐπιθυμία τῆς ἀπολαύσεως, τὴς εὐφροσύ νης, ἀλλά δέν τήν φανερώνει. Δέν τήν ἀνακοι νώνει. Δέν τήν διεκδικεῖ. Δέν ζητάει τίποτα ἀπό τόν Πατέρα. Τήν στερεῖτε φαινομενκά ἑκουσίως. ἀλλά μέσα του τήν κρατάει ὁλοζώ ντανη. Εἶναι κάτι πού τό ζῆ ἔξω ἀπό τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα.’Εδῶ διαφαίνεται μιά ἄλ λη πλευρά τῆς ἀσωτείας.
Εἶναι «ἀσωτεία» τό νά κρατᾶμε ἐπιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, πού δέν τολμᾶμε νά ἀνακοινώσουμε στό Θεό Πατέρα, πού δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε προσευχή.
Κι αὐτή ἡ ἀσωτεία εἶναι πολύ βαθιά μέσα μας, πού μᾶς ἐξαχρειώνει χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἐνῶ ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νεώτερου Υἱοῦ εἶναι τόσο φανερή καί κραυγαλέα.
Ὁ Πρεσβύτερος Υἱός ζῆ ἔντονα αὐτή τήν κατάσταση, «τοσαῦτα χρόνια δουλεύω σοι…» κι αὐτό φανερώνεται μέ τό λόγο του.
Ὄχι μόνον λοιπόν ἔχει ζωντανή αὐτή τήν ἐπιθυμία, ἀλλά μέσα στήν ἀπομόνωσή του, μέσα στήν αὐτονόμησή του τήν κρυφή, κάνει αὐτή τήν ἐπιθυμία κριτήριο γιά νά ἀναπτύξει τήν ἐπιθετικότητα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅταν ἀργότερα ‘Εκεῖνος θά δείξει τή στοργή Του στόν νεώτερο Ἄσωτο Υἱό πού ἐπιστρέφει.


Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης


Ο βίος του
Νεανική ηλικία
Το πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν είναι γνωστό, όμως η γέννηση του τοποθετείται στα τέλη του 3ου αιώνα. Γεννήθηκε στη πόλη Ευχαΐτα της Γαλατίας. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στην πόλη Ηράκλεια του Πόντου. Από νεαρός διακρινόταν για την εξωτερική του εμφάνιση αλλά και την ρητορική του ικανότητα. Η παιδεία που είχε αποκτήσει ήταν Χριστιανική, αλλά και Ελληνική, μελετώντας τους Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Όπως μαθαίνουμε από το βιογράφο του, ήταν ηγετικός χαρακτήρας και ξεχώριζε για την ηθική του, με αποτέλεσμα οι συνομήλικοί του να αναζητούν τη φιλία του. Από νεαρή ηλικία ακολούθησε τον δρόμο του στρατιωτικού. Ήταν κάτι που τον γοήτευε, ενώ γνωρίζουμε ότι υπήρξε και αθλητής κάτι που συνέβαλε περαιτέρω σε αυτή την απόφαση του. Λόγω των αρετών που ανέπτυξε και των χαρισμάτων που διέθετε, γρήγορα ανήλθε στην στρατιωτική ιεραρχία του ρωμαϊκού στρατού, λαμβάνοντας το βαθμό του στρατηλάτη, κάτι σαν το σημερινό στρατηγό. Η φήμη του, για όλους αυτούς τους λόγους έφτασε γρήγορα και στα αυτιά του αυτοκράτορα Λικινίου ο οποίος τον κάλεσε, για να τον γνωρίσει από κοντά.
Γνωριμία με τον Λικίνιο
Ο Λικίνιος μαθαίνοντας πως είναι χριστιανός, πίστεψε πως θα είναι μια καλή ευκαιρία να προσηλυτίσει τον Θεόδωρο στην δική του θρησκεία, και με επιστολή που του έστειλε τον παρότρυνε να θυσιάσουν από κοινού στους Θεούς. Ο διπλωμάτης Θεόδωρος, αρνήθηκε ευγενικά, επικαλούμενος λόγους σταθερότητος της περιοχής, εξαιτίας των πιστών της, που είχαν εγκαταλείψει τα είδωλα και πίστευαν Χριστό. Του απήντησε πως θα ήταν καλύτερα να τον επισκεπτόταν σε κάποιο του ταξίδι στην Ηράκλεια, φέρνοντας μαζί του και τα είδωλα για να δείξουν ενώπιον του λαού δείγμα ενότητος και μιμήσεως. Ο Λικίνιος εξέλαβε θετικά την πρόταση του Θεοδώρου. Έτσι και επισκέφτηκε την Ηράκλεια.
Ο άγιος όμως είχε στο μυαλό του άλλο σχέδιο. Αφού τον υπεδέχθη με μια λαμπρή τελετή, του ζήτησε τα είδωλα με σκοπό να αποδώσει ο ίδιος τιμές σε αυτά. Όταν όμως τα πήρε, τα κατακερμάτισε και τα έδωσε σε φτωχούς ώστε να τα πουλήσουν. Όταν αντιλήφθηκε ο Λικίνιος τι έπραξε ο Θεόδωρος, διέταξε τη σύλληψη του και την ενώπιόν του μεταφορά. Κατά το μεταξύ τους διάλογο ο Θεόδωρος εμφανίζεται σταθερός της πίστεως του, παρά την πίεση του αυτοκράτορα να θυσιάσει στα είδωλα και παρά την απειλή του για βασανιστήρια. Δεν υποκύπτει με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην φυλακή. Ο Λικίνιος ήταν πραγματικά εξοργισμένος από την συμπεριφορά του Θεόδωρου καθότι θεώρησε εαυτόν προσβεβλημένο.
Το μαρτύριο και το τέλος της ζωής του
Ο Θεόδωρος μένοντας αμετακίνητος ουσιαστικά έθετε τη ζωή του στο τέλος της. Έτσι καθαιρείται άμεσα. Αρχικά τον γδύνουν και εν συνεχεία τον ραβδίζουν με βούνευρα, που στην άκρη τους είχαν μολυβένια σφαιρίδια. Ο Θεόδωρος πάλι δεν μετανόησε και όπως μας πληροφορεί ο Αύγαρος έτριψαν κεραμίδα πάνω στις κομματιασμένες σάρκες του και τον έριξαν στη φυλακή ασφαλίζοντας τα πόδια του, με το Κολαστήριο ξύλο. Μετά από επτά ημέρες ο Αυτοκράτορας, και αφού δεν ενέδωσε ο Θεόδωρος, διέταξε να τον σταυρώσουν. Του κάρφωσαν χέρια και πόδια και προέβηκαν σε βανδαλιστικές πράξεις πάνω στο κορμί του. Έτσι τον παράτησαν μέχρι την επόμενη, όπου και θα μάζευαν τη σωρό του. Ο Αύγαρος όμως τότε αναφέρει ένα μεγάλο θαύμα. Οτι ενώ το απόσπασμα πήγε να τον πάρει, τον είδαν πάνω στο σταυρό αρτιμελή. Οι στρατιώτες το ανέφεραν στον αυτοκράτορα και αυτός ζήτησε την εκτέλεση του. Οι ίδιοι αρνήθηκαν και εκτελέστηκαν. Δεύτερο απόσπασμα τότε πήγε να εκτελέσει τη θέληση του Αυτοκράτορα. Ο κόσμος όμως μαθαίνοντας το θαύμα, είχε σπεύσει στο σημείο, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται από τις αντιδράσεις του κόσμου οι στρατιώτες. Ο Θεόδωρος τους είπε ότι είναι καιρός να πάει να βρει τον Κύριο. Έτσι οι στρατιώτες τον εκτέλεσαν κόβοντας το κεφάλι του. Το τέλος της ζωής ήρθε στις 8 Φεβρουαρίου του 319.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου