ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

6 Δεκεμβρίου Κυριακή Ι΄ Λουκά και μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Νικολάου Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του θαυματουργού

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι' ΛΟΥΚΑ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. 13, 10-17

    
 
Ρένος Κωνσταντίνου, θεολόγος 

Πρωτότυπο Κείμενο
 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ  Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ  Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δέ, θυγατέρα  Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ένα Σάββατο, δίδασκε ο Ιησούς σε κάποια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από ώθηκε και δόξαζε τον Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπτην αρρώστια σου». Έβαλε  πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς˙ μέσα σ’ αυτές, λοίπον, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δεν λύνει το βόδι του ή το γαιδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;» Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοι του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.


Σχολιασμός

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από το 13ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν ιερού Ευαγγελίου. Μέσα από τους στίχους αυτούς γίνεται η περιγραφή του θαύματος της θεραπείας μιας συγκύπτουσας γυναίκας από το Χριστό. Μέσα από το θαύμα αυτό προβάλλεται ακόμη μια φορά η θεϊκή καταγωγή του Ιησού (τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος) και αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αυτός που απαλάσσει το ανθρώπινο γένος από τη φθορά και το θάνατο.
Η γυναίκα του ευαγγελίου  για δεκαοκτώ χρόνια ήταν κυρτωμένη χωρίς να μπορεί καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Παρόλη όμως την κατάσταση της υγείας της βρισκόταν στη συναγωγή για τη λατρεία του Θεού και τη μελέτη του Νόμου χωρίς να προβάλει την ασθένεια της ως αιτία για να μην παρίσταται στη συναγωγή. Ο Χριστός ως καρδιογνώστης, γνώριζε την αγαθή προαίρεση και πίστη της γυναίκας αυτής. Γι’ αυτό και της λέει: «Γυναίκα απαλάσσεσαι από την αρρώστια σου». Όταν έβαλε και τα χέρια του πάνω της αυτή αμέσως ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο Χριστός ως Θεός, απαλάσσει τη γυναίκα από τη φθορά και τα δεσμά του αλλοτρίου και της χαρίζει και πάλι την υγεία της.
Ο διάβολος όμως που για δεκαοκτώ χρόνια είχε δεμένη τη γυναίκα, δένει τώρα με τα δεσμά της ζήλειας τον άρχοντα της συναγωγής. Ο αρχισυνάγωγος λοιπόν, ο οποίος βρισκόταν εκεί όταν το είδε αυτό αγανάκτησε, γιατί ο Ιησούς θεράπευσε τη γυναίκα αυτή ημέρα Σάββατο, και είπε στο πλήθος που βρισκόταν εκεί: «Υπάρχουν έξι μέρες που είναι για εργασία, μέσα σ’ αυτές να έρχεστε να θεραπέυεσθε και όχι το Σάββατο». Ο άνθρωπος αυτός είναι υποκριτής και πνευματικά τυφλός. Μόλις έγινε μπροστά του ένα μεγάλο θαύμα, ένα σημείο και αυτός διαμαρτύρεται, διότι θεωρεί ότι δήθεν παραβιάστηκε η αργία του Σαββάτου!
Ο Κύριος βλέποντας τη στάση του αρχισυναγώγου, του απαντά ότι είναι υποκριτής. Και συνεχίζει λέγοντάς του οτι οι άνθρωποι που έχουν ζώα τα λύνουν για να τα ποτίσουν το Σάββατο και η γυναίκα αυτή που είναι απόγονος του Αβραάμ και ήταν δεμένη για δεκαοκτώ χρόνια από το σατανά δεν έπρεπε να λυθεί από αυτά τα δεσμά γιατί ήταν Σάββατο; Κάπου αλλού ο Κύριος λέει ότι η αργία του Σαββάτου έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο. Οι Ιουδαίοι, παρόλο που τηρούσαν τη θρησκευτική αργία του Σαββάτου, έβρισκαν τρόπο και χρόνο για να ποτίζουν τα ζώα τους, ώστε αυτά να μην πεθάνουν. Αν λοιπόν το Σάββατο οι άνθρωποι φροντίζουν τα ζώα τους, δεν πρέπει να φροντίσουν τον συνάνθρωπό τους;
Μέσα στο χώρο του Ιουδαϊκού κόσμου βλέπουμε την ζωή των ανθρώπων να κινείται γύρω από το Μωσαϊκό Νόμο και τις Γραφές. Οι άνθρωποι όμως δεν γνώριζαν πραγματικά τον Νόμο, είχαν άγνοια του αληθινού πνεύματος του Νόμου και των Γραφών. Αυτό έδινε το δικαίωμα στους Αρχιερείς, τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους που γνώριζαν το Νόμο και τις Γραφές, να προβαίνουν σε αυθαίρετες ερμηνείες, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις αντιλήψεις τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να οδηγηθούν σε μια θρησκευτική τρομοκρατία, μια πνευματική δουλεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης αποτελεί η αντίδραση στις ευεργεσίες που πρόσφερε ο Χριστός στους ανθρώπους κατά την ημέρα του Σαββάτου, την οποία θεωρούσαν απόλυτη αργία. Ενδιαφέρονταν να διαφυλάξουν τον τύπο και το γράμμα του Νόμου, παρά να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τα διάφορα προβλήματά τους.
Ο Χριστός έρχεται για να ελευθερώσει τους ανθρώπους, έκτος από την τυραννία των δαιμόνων και από την τυραννία του τύπου και των αχρείαστων διατάξεων που προστέθηκαν αργότερα κατά την ερμηνεία του Νόμου. Ο Ίδιος καθ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας παρουσίας του βλέπουμε ότι εφαρμόζει τις διατάξεις του Νόμου και τηρεί τις παραδόσεις του λαού του. Τον βλέπουμε να ερμηνεύει άριστα το Νόμο στις συναγωγές, ανταποκρινόμενος έτσι στις πνευματικές ανάγκες του λαού. Προσπαθούσε να ωφελέσει τους ανθρώπους με το Νόμο δίνοντας τους το πραγματικό νόημα του Νόμου που δεν είναι η καταδυνάστευση της ζωής των ανθρώπων αλλά η ελευθερία τους. Αυτό το αντιλήφθηκαν οι άνθρωποι, όταν ήρθαν σε επαφή με τον Χριστό γι’ αυτό τον ακολουθούσαν κατά πλήθη όπου πήγαινε.
Ο αρχισυνάγωγος, ως πιστός γνώστης όλων αυτών των διατάξεων του Νόμου, αντιδρά έντονα στη θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας, γιατί την θεώρησε ως παράβαση της αργίας του Σαββάτου. Έτσι στρέφεται άμεσα κατά του πλήθους λέγοντας τους να πηγαίνουν τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας για να θεραπεύονται, έτσι ώστε να μην καταλύουν την αργία του Σαββάτου. Στρέφεται όμως και έμμεσα κατά του Ιησού, τον οποίο θεώρει υπεύθυνο για τη θεραπεία και κατ’ επέκταση της κατάλυσης της αργίας του Σαββάτου. Ως καλός γνώστης των διατάξεων του Νόμου υπενθυμίζει με αγανάκτηση την εντολή που υπάρχει στα βιβλία του Δευτερονομίου (5,13) και της Εξόδου (20, 9-10), ότι «εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω το Θεώ σου. Ου ποιήσεις εν αυτή παν έργον». Δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει, μέσα από το θαύμα που είχε συντελεστεί πριν από λίγο, την παρουσία του Θεού, το θέλημα του Θεού που εκπλήρωνε ο Χριστός και τη θεραπεία του ανθρωπίνου πόνου που βάσταζε η γυναίκα για δεκαόκτω ολόκληρα χρόνια. Το μόνο που κατάλαβε ήταν η κατάργηση του τύπου του Νόμου δηλ. της αργίας της ημέρας του Σαββάτου.
Ο Χριστός απαντά κατευθείαν και άμεσα στον αρχισυνάγωγο και όχι στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο εκεί. Τον λέει υποκριτή και του λέει ότι όλοι οι άνθρωποι λύνουν και παίρνουν το βόδι ή το γαϊδούρι τους για να πιει νερό το Σάββατο. Αφού αυτό το κάνουν για τα ζώα τους, τότε γιατί απαγορεύεται να το κάνουν για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα γι’ αυτή τη γυναίκα την οποία είχε δεμένη ο σατανάς για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια; Ήθελε με αυτή του την αναφορά να τονίσει στον αρχισυνάγωγο και στους υπόλοιπους νομοδιδασκαλούς που βρίσκονταν εκεί, ότι ο Νόμος δεν φθάνει σε παράλογα επίπεδα, ώστε να απαγορεύει στους ανθρώπους και στα ζώα την κάλυψη των φυσικών τους αναγκών.
Συνεχίζοντας ο Ιησούς αποκαλεί τη συγκύπτουσα γυναίκα θυγατέρα του Αβραάμ. Με την ονομασία αυτή την εξυψώνει, πάρα την κατώτερη θέση που είχε η γυναίκα την εποχή εκείνη, δίνοντας της αυτή την τιμητική ταυτότητα. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας πληροφορεί ότι όταν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι καυχόντουσαν οτι είναι απόγονοι του Αβραάμ, ο Χριστός τους είπε οτι αν θέλουν να λέγονται παιδιά του Αβραάμ πρέπει να κάνουν όπως έκανε και εκείνος  (Ιω. 8,39).
Το θαύμα αυτό, όπως και όλα τα θαύματα που τέλεσε ο Ιησούς, φανερώνουν το σκοπό για τον οποίο ήρθε στη γη, που δεν είναι άλλος από το να μας προσφέρει την ελευθερία από τα ψυχικά και σωματικά δεσμά. Για να γίνουμε όμως δεκτικοί αυτής της χάριτος που μας προσφέρει πρέπει να αποδεσμευθούμε από την τυπική τήρηση των εντολών του Θεού, η οποία δεν μας προσφέρει τίποτα και να πρυτανεύσει στην καρδιά μας η αγάπη προς τον πλησίον, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη από τις εντολές του. 
Μέσα από την περικοπή αυτή μπορούμε να αντλήσουμε κάποια διαχρονικά μηνύματα, τα οποία είναι σημαντικά για τη σωτηρία μας. Ένα τέτοιο μήνυμα αποτελεί η ανάγκη του τακτικού εκκλησιασμού, το οποίο συχνά παραμελούμε προφασιζόμενοι διάφορες δικαιολογίες όπως: ο Θεός βρίσκεται παντού και δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε Εκκλησία για να τον λατρέψουμε ή δεν κατανοούμε αυτά που λέγονται στις ιερές ακολουθίες, είμαστε λίγο αδιάθετοι, θέλουμε να ξεκουραστούμε, να κοιμηθούμε κ.λπ. Η συγκύπτουσα γυναίκα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής αποτελεί για μας παράδειγμα πρός μίμηση, γιατί ενώ για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάσταση της ασθένειας της και υπέφερε. Όμως δεν παρέλειπε να παρευρίσκεται στη συναγωγή για την καθιερωμένη λατρεία του Θεού και τη μελέτη του Νόμου που γινόταν κάθε Σάββατο. Δεν προφασίζεται την ασθένεια και τον πόνο της ως δικαιόλογια για να μην παρίσταται.
Ένα άλλο μήνυμα που απορρέει είναι η σωστή τήρηση της αργίας της Κυριακής. Οι Εβραίοι είχαν από το Νόμο την τέταρτη εντολή που έλεγε: «Πρόσεξε να αφιερώνεις στον Θεό την ήμερα του Σαββάτου, όπως σε διέταξε Κύριος ο Θεός σου. Έξι ημέρες να εργάζεσαι και να κάνεις όλα τα έργα σου, την δε εβδόμη ημέρα θα έχεις Σάββατα», δηλαδή ανάπαυση αφιερωμένη στον Κύριο και Θεό σου. Την εντολή αυτή την είχαν παρερμηνεύσει οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι και την ερμήνευσαν σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις αντιλήψεις τους. Με τον ερχομό του Χριστού, για εμάς τους Χριστιανούς, μεταφέρεται η αργία από το Σάββατο στην Κυριακή, που είναι η ημέρα της λαμπροφόρου Αναστάσεως και της νίκης του Χριστού κατά της φθοράς, του θανάτου και του διαβόλου.
Έχοντας υπόψη μας τη σημερινή Ευαγγελική περικοπή ας προσπαθήσουμε ο καθένας όσο μπορούμε να αγωνιστούμε σωστά σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου μας. Να βγάλουμε από τη ζωή μας τον τύπο και να βάλουμε το πραγματικό νόημα των εντολών που μας δίδαξε ο Χριστός, χωρίς να ξεχνάμε τη μεγαλύτερη από αυτές που είναι η αγάπη προς τον πλησίον.
 
 





ΒΙΟΣ  ΑΓΙΟΥ  ΝΙΚΟΛΑΟΥ   ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ  ΜΥΡΩΝ



Η ζωή του
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας, που είναι στη Μ. Ασία, γύρω στα 250 μ.Χ. Ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και καλής οικονομικής
καταστάσεως. Ακολούθησε τον σκληρό, αλλά άγιο δρόμο της ασκήσεως, από μικρός. Σαν έγινε παιδί του Σχολείου, ήταν επιμελής. Έφευγε μακριά από συζητήσεις απρεπείς.
Δεν ήθελε ποτέ του άτακτες παρέες. Προτιμούσε, αντί των παιγνιδιών, τις συναναστροφές των ηλικιωμένων. Κοντά στους μεγάλους και στους γέροντες άκουε συμβουλές και
παραδείγματα, πού τον ωφελούσαν ψυχικά. Άκουε για τους εχθρούς, πού απειλούν την ψυχή και το χαρακτήρα του ανθρώπου. Μάθαινε για τις παγίδες, πού στήνει ο σατανάς
στη ζωή των εναρέτων κι έβγαζε πολύτιμα συμπεράσματα.
Όταν όμως ήταν αρκετά μικρός, ο ένας μετά τον άλλο πέθαναν οι ευσεβείς γονείς του, αφήνοντάς του αρκετή περιουσία. Μπορούσε τώρα με αυτή να ζήσει και να καλοπεράσει
ο Νικόλαος. Μπορούσε να διασκεδάσει και να χαρεί τη ζωή του. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα το δεχόταν ποτέ. Ποτέ δεν έβαζε τον εαυτό του μπροστά. Αυτός σκεπτόταν τους άλλους.
Ο νους του έτρεχε στους δυστυχείς, στους ασθενείς, στους φτωχούς, στους αδικημένους και τους πεινασμένους, που ήταν παιδιά του Θεού και αδέλφια δικά του. Πώλησε,
λοιπόν, την περιουσία του και την διέθεσε όλη για τις ανάγκες των φτωχών και αδυνάτων. Έθρεψε, με το αντίτιμο της περιουσίας, ορφανά και χήρες. Έντυσε γυμνούς,
δυστυχισμένους. Ανακούφισε απελπισμένους.


                      Σώζει τρεις αγνές νέες
Στην εποχή του Αγίου Νικολάου, ζούσε στα Πάταρα της Λυκίας, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, που είχε τρεις ωραίες θυγατέρες. Ήρθε όμως κάποια ημέρα, που έχασε τα
πλούτη του. Η φτώχεια του έγινε μεγάλη και ανυπόφορη. Στην απελπισία του σκέφτηκε να κλείσει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να εξοικονομεί χρήματα αρκετά, ώστε να
περνούν και πάλι μια ζωή άνετη! Την ίδια ημέρα όμως, το πληροφορήθηκε κι ο Άγιος Νικόλαος. Έδεσε τότε σ' ένα μαντήλι τρακόσια χρυσά νομίσματα, τρακόσιες σημερινές
λίρες, σαν να πούμε, και μόλις νύχτωσε πλησίασε το σπίτι του άλλοτε πλουσίου, κι από ένα ανοιχτό παραθυράκι πέταξε το μαντήλι με τα νομίσματα μέσα στο δωμάτιο.
Το πρωί που ξύπνησε ο πτωχεύσας πλούσιος κακόκεφος, βρήκε στη μέση του δωματίου το μαντήλι με τα χρήματα. Γεμάτος τότε χαρά και αγαλλίαση, την ίδια κιόλας ημέρα
πάντρεψε την πιο μεγάλη του κόρη με έναν πλούσιο της πόλεως, που την ήθελε. Τους έδωσε για προίκα όλα τα νομίσματα. Ο Θεός, σκέφτηκε, θα βρει τον τρόπο και για την
ευτυχία των άλλων κοριτσιών μου...

Ο Άγιος, αφού είδε, ότι τα χρήματά του εκείνα πιάσανε τόπο, όπως ήθελε ο Θεός, και έγινε ο γάμος, μια άλλη νύχτα έβαλε άλλα τρακόσια νομίσματα σ' ένα μαντήλι και τα πέταξε
από το ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας. Ο πατέρας με τα χρήματα αυτά πάντρεψε και την δεύτερη θυγατέρα του. Ο Θεός, έλεγε, που τα
εξοικονόμησε, για τις δύο μου κόρες, θα φροντίσει και για την τρίτη. Από την ημέρα όμως εκείνη πρόσεχε πάντοτε τη νύχτα αν ξανάρθει ο άγνωστος ευεργέτης, να τρέξει να τον
δει ποιος είναι. Και το κατόρθωσε. Ο Άγιος βλέποντας, ότι πάντρεψε και την δεύτερη κόρη έβαλε πάλι σ' ένα μαντήλι άλλα τρακόσια χρυσά νομίσματα και πήγε κρυφά και
προσεκτικά και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι.
Ο πατέρας των κοριτσιών είχε όμως τον νου του κι αγρυπνούσε. Μόλις άκουσε τον κτύπο, άνοιξε αμέσως την πόρτα και έτρεξε πίσω από τον Άγιο. Ο Νικόλαος μόλις κατάλαβε,
ότι τον αντελήφθησαν άρχισε να τρέχει, θέλοντας να ξεφύγει από τα μάτια του ευεργετουμένου και να μείνει άγνωστος. Εκείνος όμως, που τόσο ευεργετήθηκε από τον άγνωστο
σωτήρα του, έτρεξε πιο πολύ και τον έφτασε. Μόλις τον είδε τον γνώρισε. Έπεσε στα πόδια του και τον ευχαρίστησε θερμά. Την άλλη ημέρα πάντρεψε και την μικρότερή του
κόρη. Τρεις γάμοι ευτυχισμένοι πήραν την θέση τους, εκεί που άλλοτε απειλούσε ο ξεπεσμός και η διαφθορά. Και ο ευτυχής πλέον πατέρας των κοριτσιών, πέρασε με ευτυχία
τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Κι ο Άγιος περνούσε τις ημέρες του με ελεημοσύνες, με προσευχή και νηστεία.


Σταματάει την τρικυμία - Ανασταίνει τον ναύτη

Κάποτε ο Άγιος ανεχώρησε με ένα Αιγυπτιακό καράβι, για τα Ιεροσόλυμα. Μαζί του ήταν και πολλοί Χριστιανοί, που πήγαιναν να προσκυνήσουν τους Αγίους τόπους. Τη νύκτα
βλέπει ο Άγιος στον ύπνο του, ότι ο διάβολος έκοβε τα σχοινιά του καταρτιού στο καράβι. Μόλις ξύπνησε το πρωί είπε στους ναύτες:
- Σήμερα θα μας βρει μεγάλη τρικυμία και θα υποφέρουμε πολύ. Προσευχηθείτε στο Θεό και θα μας φυλάξει από τα κύματα.
Σε λίγο φύσηξε ισχυρός άνεμος και έγινε θαλασσοταραχή μεγάλη. Τα χάσανε όλοι και περίμεναν τον θάνατο. Ο Άγιος προσευχήθηκε τότε θερμά στον Κύριο και ο άνεμος
σταμάτησε. Γαλήνεψε η θάλασσα και όσοι ήταν στο πλοίο ανακουφίστηκαν.

Ο διάβολος, όμως, που δεν του άρεσε το ότι ματαιώθηκε το σχέδιο του για βύθιση του πλοίου, προκάλεσε νέα δοκιμασία: Ένας ναύτης είχε ανεβεί ψηλά στο μεσαίο κατάρτι για
να δέσει κάποιο σχοινί. Όταν τελείωσε την αποστολή του, ενώ κατέβαινε, γλίστρησε και πέφτοντας στο κατάστρωμα χτύπησε θανάσιμα. Ο Νικόλαος έσπευσε κοντά του,
προσευχήθηκε θερμά στο Θεό και ανέστησε το νεκρό ναύτη, προς μεγάλη χαρά των συνταξιδιωτών και του πληρώματος, που δόξασαν απ' την καρδιά τους τον Κύριο για το
θαύμα κι ευχαρίστησαν τον άγιο. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, πλήθος ασθενών προσέρχονταν στον άνθρωπο του Θεού και θεραπεύονταν από τις αρρώστιες.
Νέα δοκιμασία του επεφύλασσε ο διάβολος και στο ταξίδι της επιστροφής. Ο καπετάνιος και οι ναύτες του πλοίου με τους οποίους είχε συμφωνήσει να τον μεταφέρουν στην
πατρίδα του, αθέτησαν τη συμφωνία. Και επειδή τους ευνοούσαν οι άνεμοι κατευθύνθηκαν προς τη δική τους πατρίδα. Η θεία Δίκη, όμως, τους τιμώρησε: Σφοδρή ξαφνική
καταιγίδα μετατόπισε το πηδάλιο, άλλαξε την κατεύθυνση της πορείας του πλοίου, απείλησε το πλήρωμα με καταποντισμό και τελικά οδήγησε το καράβι στο λιμάνι - προορισμό
του αγίου Νικολάου. Παρά την κακή συμπεριφορά τού πληρώματος ο Νικόλαος, όντας πράος και φιλάνθρωπος, προσευχήθηκε στο Θεό και Εκείνος έδωσε να επιστρέψουν
γρήγορα και χωρίς περιπέτειες στην πατρίδα τους, ενώ ο άγιος επανήλθε στη Μονή της Αγίας Σιών, που είχε ιδρύσει ο θειος του, και στην οποία τον υποδέχτηκαν όλοι με χαρά.


Εκλέγεται Αρχιερεύς
Κοντά στα Πάταρα ήταν μια πόλη, που την έλεγαν Μύρα. Όταν πέθανε ο Αρχιερεύς της πόλεως εκείνης, ζητούσαν να βρουν ένα καλό και άξιο Αρχιερέα. Συνάχθηκαν λοιπόν οι
επίσκοποι και κληρικοί της Επαρχίας των Μύρων, για να εκλέξουν Αρχιερέα. Σαν τέτοιο ομόφωνα εξέλεξαν τον Νικόλαο που ήταν ήδη ιερεύς, φημισμένος για την αγιότητα του
βίου του. Ο Άγιος για να φροντίζει την ψυχή του, κοπίαζε τώρα ως αρχιερεύς πολύ. Πονούσε, αγρυπνούσε, νήστευε, προσευχόταν. Η φιλανθρωπική δράσις του Αγίου μεγάλωσε
πολύ όταν έγινε αρχιερεύς. Έκανε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες πάντοτε αθόρυβα. Προσπαθούσε να μη τις ξέρουν ούτε οι κοντινότεροί του. Ίδρυσε πτωχοκομείο, ξενώνα,
νοσοκομείο και άλλα Ιδρύματα. Ήταν πράος, ταπεινός και αγαθός, αλλά έδειχνε, όταν έπρεπε, και την επιβαλλόμενη αυστηρότητα. Στους θρασείς και τους αδίκους ήξερε να
χρησιμοποιεί σαν ποιμένας, τη ράβδο. Πολλές φορές έλεγχε και φοβέριζε αδίκους πλουσίους, προκειμένου να υπερασπίσει χήρες, ορφανά και αδυνάτους.

Διωγμός και φυλάκιση
Ο φθονερός, όμως, διάβολος, που σκοπό έχει να βλάπτει αμυχές και να πολεμάει την Εκκλησία του Θεού, προκάλεσε νέο σφοδρό διωγμό κατά των χριστιανών. Όπως ήταν
φυσικό ο Νικόλαος, ο γνωστός και στους ειδωλολάτρες αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, συνελήφθη μεταξύ των πρώτων. Αλυσοδέθηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε μαζί με
άλλους χριστιανούς. Αν και φυλακισμένος, κατά το χρονικό αυτό διάστημα που δεν ήταν και μικρό, δεν έπαψε να ενισχύει το ποίμνιο του, να στηρίζει τους χριστιανούς στην
πίστη του Χριστού, να χαλυβδώνει τους γενναίους αγωνιστές.
Και ο θρίαμβος της Πίστεως δεν βράδυνε να έρθει. Με την εμφάνιση του σημείου του Σταυρού στον ουρανό, με την προτροπή «εν τούτω νίκα», ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος,
έπαυσε τους τρομερούς διωγμούς. Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων αναγνώρισε το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας. Οι χριστιανοί ήταν πλέον ελεύθεροι να λατρεύουν το Θεό τους.
Αποφυλακίστηκαν οι κρατούμενοι σ' όλη την αυτοκρατορία. Και ο Νικόλαος, φυσικά, επέστρεψε ελεύθερος στην Εκκλησία του.


Στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ραπίζει τον Άρειο

Την εποχή εκείνη παρουσιάστηκε στην Αλεξάνδρεια ένας άνθρωπος μορφωμένος, που τον έλεγαν Άρειο. Αυτόν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο άγιος Πέτρος ο μάρτυς, τον
χειροτόνησε Διάκονο. Εκείνος όμως άρχισε μετά την χειροτονία του να λέγει πράγματα αιρετικά. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός αλλά κτίσμα του Θεού. «Ην καιρός,
ότε ουκ ην ο Υιός...». Όταν το έμαθε ο Αρχιερεύς, τον έδιωξε από διάκονο. Μετά τον θάνατο όμως του Αγίου Πέτρου, ανέλαβε Πατριάρχης, ο Αχιλλάς. Αυτός έφερε τον Άρειο σε
θεογνωσία και τον χειροτόνησε Πρωτοπρεσβύτερο Αλεξανδρείας. Και όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλάς, ορθοφρονούσε ο ασεβέστατος Άρειος. Μόλις όμως πέθανε ο Αχιλλάς, κι έγινε
Πατριάρχης ο Άγιος Αλέξανδρος πάλιν άρχισε να κηρύττει τις αιρετικές του δοξασίες.

Ο Πατριάρχης τότε τον καθήρεσε και τον αναθεμάτισε. Αυτός όμως, εξακολουθούσε να διαδίδει την αίρεσή του. Παρέσυρε μάλιστα με τη μόρφωσή του και την πονηράδα του και
μερικούς Αρχιερείς: τον Ευσέβιο Νικομηδείας, τον Παυλίνο Τύρου, τον Ευσέβιο Καισαρείας και πολλούς άλλους κληρικούς. Η αίρεση πλάτυνε σαν κολλητική αρρώστια από την
Αλεξάνδρεια σ' όλη την Αίγυπτο και την Αφρική, στην Παλαιστίνη, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Άγιος Κωνσταντίνος για να σταματήσει το
σάλο και το κακό, συνεκάλεσε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Εκεί μαζεύτηκαν 318 άγιοι Πατέρες.

Ακούστηκαν ακαταμάχητα επιχειρήματα και φλογεροί λόγοι, που απογύμνωσαν την πλάνη και την αίρεση του Άρειου. Εκείνος όμως δεν παραδεχόταν τίποτε. Αντίθετα
προσπαθούσε με τη ρητορική του δεινότητα να μπερδέψει και να αποστομώσει τους Αγίους Πατέρες. Τότε τον Άγιο Νικόλαο κατέλαβε ιερά αγανάκτησις. Σηκώθηκε από τη θέση
του πλησίασε τον Άρειο και από θείο ζήλο πλημμυρισμένος, του έδωσε ένα δυνατό ράπισμα. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή προς τον αυτοκράτορα και τους άλλους αρχιερείς γι'
αυτό και αφού του αφαίρεσαν το ωμοφόριον, τον έριξαν στη φυλακή. Την νύκτα όμως μέσα στην φυλακή, φάνηκε ο Χριστός και η Θεοτόκος που του πρόσφεραν ένα Ευαγγέλιο
και ένα ωμοφόριο. Την άλλη ημέρα, πήγαν μερικοί και του μετάφεραν φαγητό. Τον βρήκαν όμως λυμένο από τα δεσμά. Φορούσε μάλιστα το ωμοφόριόν του και διάβαζε το
Ευαγγέλιον που κρατούσε στα χέρια του.

-Πού τα βρήκες αυτά; Τον ρώτησαν.
Και ο Άγιος τους είπε όλη την αλήθεια. Αυτό το έμαθε ο βασιλεύς και τον έβγαλε από την φυλακή. Του ζήτησε συγχώρεση, καθώς και οι λοιποί Πατέρες. Η φυλάκισή του, ίσως,
ήταν η αιτία για την οποία δεν αναφέρεται τ' όνομά του και η υπογραφή του στα Πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Μετά τη Σύνοδο, επέστρεψαν όλοι οι Αρχιερείς στις
επαρχίες τους και ο Άγιος Νικόλαος στα Μύρα. Παρ' όλο το βάρος των ετών εξακολουθούσε να εργάζεται εντατικά για την Χριστιανική προκοπή του ποιμνίου του και για τα έργα
της φιλανθρωπίας.

Ο άγιος σώζει τρεις στρατηγούς από άδικο θάνατο

Τρεις γενναίοι στρατηγοί, αφοσιωμένοι στον αυτοκράτορα άγιο Κωνσταντίνο, οι Νεποτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων, συκοφαντήθηκαν στον αυτοκράτορα και τον επίτροπό του
Αβλάβιο ως στασιαστές. Ρίχτηκαν γι' αυτό το λόγο στη φυλακή. Το βράδυ πριν από την ημέρα της εκτέλεσής τους, παρουσιάζεται ο άγιος Νικόλαος στο όνειρο τόσο του
αυτοκράτορα όσο και του επιτρόπου του και απειλώντας τους με τιμωρία αν σκότωναν τους αθώους, πέτυχε την απελευθέρωσή τους. Ήταν ακόμα εν ζωή ο άγιος Νικόλαος.
Το περιστατικό αυτό περιγράφεται σε ένα στιχηρό της ακολουθίας του εσπερινού του αγίου:
«Ὤφθης Κωνσταντίνω βασιλεῖ, σύν τῷ Ἀβλαβίω κατ' ὄναρ καί τούτους φόβω βαλῶν, οὕτως αὐτοῖς εἴρηκας. Λύσατε δή ἐν σπουδή τῆς εἱρκτῆς οὖς κατέχετε δεσμίους ἀδίκως,
ἀθώους τυγχάνοντας τῆς παρανόμου σφαγῆς. Ὅμως ἀλλ' ἐάν παρακούσης, ἔντευξιν ποιήσομαι ἄναξ, κατά σου πρός Κύριον δεόμενος».



Η κοίμησίς του
Η εσωτερική αγιότης του Αγίου Νικολάου ξεχυνόταν στη μορφή του. Μπορούσε κανείς να τον αναγνωρίσει, μέσα σε πολλούς ανθρώπους έστω και αν πρώτη φορά τον έβλεπε,
από την Αγία του μορφή. Τόσο δε το πρόσωπό του έλαμπε και ήταν σοβαρό, στοχαστικό, και επιβλητικό, που πολλές φορές μερικοί, που τον συναντούσαν στο δρόμο
επέστρεφαν στη θεογνωσία, χωρίς να τους διδάξει. Η παρουσία του τούς έπειθε. Λυπημένοι, που πήγαιναν να πουν το παράπονό τους σ' αυτόν, μόνο που τον έβλεπαν, τους
έφευγε η λύπη και τους ερχόταν η χαρά. Αλλά ήταν κι αυτός άνθρωπος κι έπρεπε να φύγει από τον κόσμο αυτό. Το 330 μ.Χ. αρρώστησε για λίγο και κοιμήθηκε εν ειρήνη.
Προτού όμως πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που ήρχοντο να παραλάβουν την αγιασμένη του ψυχή. Τότε είπε τον
ψαλμό του Δαβίδ: «Κύριε, επί σοι ήλπισα». Όταν έφθασε στο «εις χείρας Σου, Κύριε, παρατίθημι το πνεύμα μου» έκλεισε τα μάτια του. Ήταν η 6η Δεκεμβρίου του 330 μ.Χ.

Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη. Τα δάκρυα χύθηκαν άφθονα. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός στα Μύρα, η δε κηδεία του έγινε πάνδημη και
μεγαλοπρεπής. Κάτω στη γη θρηνούσαν γιατί έχασαν τέτοιο ποιμένα και διδάσκαλο. Επάνω στον ουρανό πανηγύριζαν άγγελοι και αρχάγγελοι, όσιοι, μάρτυρες και διδάσκαλοι,
γιατί δέχθηκαν τέτοιον Άγιο. Η Εκκλησία στη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο κατέταξε τον Άγιο Νικόλαο μεταξύ των μεγαλυτέρων και επισημοτέρων Αγίων, ως ισαπόστολον.
Γι' αυτό κάθε Πέμπτη συνεορτάζεται με τους Αποστόλους. Και οι άνθρωποι με τα τροπάρια που έχει η Εκκλησία μας, την ημέρα αυτή του ζητούν τη βοήθεια.



Το Άγιο λείψανό του

Το χαριτόβρυτο σώμα του, εναπετέθη στα Μύρα. Οι χριστιανοί έκτισαν εκεί μεγάλο ναό επ' ονόματι του Αγίου Νικολάου του θαυματουργού. Από δε το σώμα του ανάβλυζε
ιαματικό μύρο. Γι' αυτό τον λένε και Μυροβλήτη. Το 1118, επί Αλεξίου Κομνηνού, οι Άραβες ερήμωσαν πολλές πόλεις και μαζί μ' αυτές και τα Μύρα. Έμεινε μόνο η Επισκοπή
και ο ναός του Αγίου που παρέμειναν ως μοναστήρι μέχρι το 1460.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ένας παπικός ιερέας, από την πόλη Μπάρι της Ιταλίας, μετέφερε το λείψανο του αγίου εκεί. Στο Μπάρι έκτισαν αργότερα και ναό του
Αγίου Νικολάου, ο οποίος και σώζεται. Τα λείψανα του Αγίου τα πούλησε αργότερα ο πάπας στους Ρώσους. Κατόπιν στο Κίεβο, οι Ρώσοι το μοίρασαν σε πολλά τεμάχια.
Λείψανα του Αγίου Νικολάου, πήραν και οι Άγγλοι οι οποίοι τον θαύμαζαν για τα θαύματα, που έκανε. Ο πάπας είχε κρατήσει το δεξί του χέρι, αλλά αργότερα, το 1520, το
πούλησε και αυτό στον ηγεμόνα της Βλαχίας. Σώζεται στο Βουκουρέστι, μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου.
Η μνήμη του Αγίου Νικολάου τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου. Στις 20 Μαΐου γιορτάζεται και η ανακομιδή των λειψάνων του.

Προστάτης των ναυτιλλομένων
Όχι μόνον όταν ο άγιος ζούσε στον παρόντα κόσμο, αλλά και μετά θάνατον εδραίωσε στη χριστιανική συνείδηση την πεποίθηση ότι είναι προστάτης ιδιαίτερα των ναυτιλλομένων,
«ταχύς εἰς βοήθειαν καί θερμός εἰς ἀντίληψιν». Κατά τον υμνωδό του «πρέσβυς ὧν ἐν τή γῆ μέγας, καί γής ἀποστᾶς εἰς τό πρεσβεύειν ζέει».
Σήμερα, ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, δεν υπάρχει βραχονησίδα, νησάκι, μεγαλύτερο νησί, παραθαλάσσια τοποθεσία, αλλά και μακρύτερα από τη θάλασσα, που να μην έχει
ανεγερθεί εικονοστάσι η ναΐδριο, ενοριακός ή μοναστηριακός ναός προς τιμήν του αγίου Νικολάου. Και φυσικά, τόσο το εμπορικό όσο και το πολεμικό Ναυτικό μας έχουν ως
προστάτη τους τον αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας, το εικόνισμα του οποίου γεμίζει με την παρουσία και τη χάρη του τις γέφυρες των πλοίων, τις καμπίνες των ναυτικών, τα
σπίτια των οικογενειών τους, διότι ο άγιος «διασώζει τούς αὐτῶ προστρέχοντας ἐκ κινδύνων χαλεπῶν καί θανάτου πικροῦ».




Στίχος

Ὁ Νικόλαος, πρέσβυς ὢν ἐν γῇ μέγας, καὶ γῆς ἀποστὰς εἰς τὸ πρεσβεύειν ζέει. Ἕκτῃ Νικόλεώ γε φάνη βιότοιο τελευτή.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄

Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας Διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ
τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὡς κρήνη ἀκένωτος, τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, πηγάζεις Νικόλαε, τῇ οἰκουμένῃ ἀεί, θαυμάτων τὰ ῥεύματα· παύεις τῶν πολυπλόκων, πειρασμῶν τὰς ἐφόδους, σώζεις τοὺς ἐν
κινδύνοις, ὡς θερμὸς ἀντιλήπτωρ· διό σου τὴν προστασίαν, πάντες κηρύττομεν.

Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον

Ἐν τοῖς Μύροις Ἅγιε, ἱερουργὸς ἀνεδείχθης· τοῦ Χριστοῦ γὰρ Ὅσιε, τὸ Εὐαγγέλιον πληρώσας, ἔθηκας τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ λαοῦ σου, ἔσωσας τοὺς ἀθώους ἐκ τοῦ θανάτου·
διὰ τοῦτο ἡγιάσθης, ὡς μέγας μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.

Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον

Ποταμὸν ἰαμάτων ὑπερχειλῆ, καὶ πηγήν σε θαυμάτων ἀνελλιπῆ, ἔδειξε Νικόλαε, τοῦ ἐλέους ἡ ἄβυσσος· οἱ γὰρ βαρείαις νόσοις, πικρῶς πιεζόμενοι, καὶ συμφοραῖς τοῦ βίου,
δεινῶς ἐταζόμενοι, πάσης ἀθυμίας, ἀκεσώδυνον ὄντως, εὑρίσκουσι φάρμακον, τὴν θερμήν σου ἀντίληψιν· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων
ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος

Ἀνυμνήσωμεν νῦν τὸν Ἱεράρχην ᾄσμασι, τὸν ἐν Μύροις λαοὶ ποιμένα καὶ διδάσκαλον, ἵνα ταῖς πρεσβείαις αὐτοῦ ἐλλαμφθῶμεν· ἰδοὺ γὰρ ὤφθη ὅλος καθάρσιος, ἀκήρατος
πνεύματι, Χριστῷ προσάγων θυσίαν ἄμωμον, τὴν εἰλικρινῆ καὶ Θεῷ εὐπρόσδεκτον, ὡς ἱερεὺς κεκαθαρμένος τῇ ψυχῇ καὶ τῇ σαρκί· ὅθεν ὑπάρχει ἀληθῶς, τῆς Ἐκκλησίας
προστάτης, καὶ ὑπέρμαχος ταύτης, ὡς μέγας μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον
Ὀρφανῶν προστάτην σε καὶ χηρῶν, πεινώντων τροφέα, πενομένων τε πλουτιστήν, αἰχμαλώτων ῥύστην, πλεόντων τε σωτῆρα, κεκτήμεθα παμμάκαρ, σοφέ Νικόλαε.
 
 
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου