ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

14 Νοεμβρίου μνήμη του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου , εκ των Δώδεκα , του εν Αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου , αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά και του Αγίου νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου

Βίος και πολιτεία του Αγίου Ενδόξου Αποστόλου Φιλίππου 

του Πρωτοπρεσβυτέρου Αθανασίου Α. Αττάρτ, Λυκειάρχη.


Α. «Η κλήσις» του Αποστόλου Φιλίππου.  
Ο
ένδοξος απόστολος Φίλιππος είναι ο πέμπτος εκ της χορείας των δώδεκα μαθητών του Κυρίου μας∙ πρώτος ο Ανδρέας, δεύτερος ο Πέτρος, τρίτος ο Ιάκωβος, τέταρτος ο Ιωάννης και πέμπτος ο Φίλιππος. Κατάγεται από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και είναι συμπολίτης των αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου «ην δε Φίλιππος από Βηθσαϊδά, εκ της πόλεως Ανδρέου και Πέτρου» (Ιωαν. 1, 45).
Από μικρό παιδάκι διεκρίνετο για την αγάπην του προς τον Θεόν και γι’ αυτό από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια, που εδιδάσκετο την θύραθεν γνώσιν των Ιουδαίων αλλά και την θρησκευτικήν και δη την γνώσιν «του Νόμου», κρατούσε με πολλήν επιμέλειαν μέσα στην καρδιά του «τας ρήσεις του Νόμου και όλης της Παλαιάς Διαθήκης δια τον Μεσσία».
Ο Κύριός μας τον συναντά αμέσως μετά την βάπτισίν του και γνωρίζοντας, ως Θεός, τον πόθον του για τον Μεσσίαν, που περίμεναν οι αιώνες∙ «τη επαύριον ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις την Γαλιλαίαν, και ευρίσκει Φίλιππον και λέγει αυτώ∙ ακολούθει μοι» (Ιωαν. 1, 44).
Συμπαρασύρει σ’ αυτήν την ακολουθίαν και τον φίλον του Ναθαναήλ∙ «ευρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αυτώ, ον έγραψε Μωσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ιωαν. 1, 46), «Έρχου και ίδε» (Ιωαν. 1, 47).
Θεωρείται ένας εκ των σπουδαιοτέρων μαθητών του Κυρίου μας και τούτο ένεκα της παιδείας που είχε. Απολαμβάνει της μεγάλης αγάπης, εμπιστοσύνης και οικειότητος του Κυρίου μας και ίσως ένεκα όλων αυτών να ζητά – ο Φίλιππος – από τον Κύριόν μας να δείξη σ’ αυτόν και στους λοιπούς ένδεκα μαθητάς τον Πατέρα: «Λέγει αυτώ Φίλιππος∙ Κύριε, δείξον ημίν τον Πατέρα και αρκεί ημίν» (Ιωαν. 14, 8). Και βεβαίως ο Κύριος του δίνει την απάντησιν∙ «τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; Ο εωρακώς εμέ εώρακε και τον Πατέρα∙ και πως σύ λέγεις, δείξον ημίν τον Πατέρα; Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί; Τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ’ εμαυτού ου λαλώ∙ ο δε Πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα» (Ιωαν. 14, 9 -10).
Ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος έζησε τον Κύριόν μας από πολύ κοντά σε όλες τις φάσεις της τριετούς επίγειας ζωής του, ως τούτο καταμαρτυρείται από τους ιερούς ευαγγελιστάς. Είναι «αυτόπτης και αυτήκοος» μάρτυρας των κόπων του Κυρίου μας, της Σταυρώσεώς του και της Ταφής του. Απήλαυσε την ένδοξον Ανάστασιν και Ανάληψιν του Κυρίου μας και τέλος έγινε απόλυτος μέτοχος της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής.
Β. Ο «κλήρος» του Αποστόλου Φιλίππου.
Οι
 Δώδεκα απόστολοι για να δουν που είναι το θέλημα του Θεού για να πάνε να κηρύξουν το Ευαγγέλιον, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου μας «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέυματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν…» (Ματθ. 28, 19 -20), έβαλαν «κλήρους» (Πραξ. 1, 26). Του αποστόλου Φιλίππου «έλαχε» (Πραξ. 1, 17) ο κλήρος να πάη στην Ασίαν να κηρύξη Ιησούν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ των νεκρών.
Ο ένδοξος απόστολος υπάκουσε και ανεχώρησεν και επήγε στον τόπο της κληρώσεώς του και άρχισε να κηρύσση σ’ όλα τα κράτη – των Πάρθων, των Μήδων, των Κανδάκων κ.λπ. – και σ’ όλες τις πόλεις – Λυδία, Λυκαονία, Μυσία, Καρίαν κ.λπ. – της Ασίας τον Κύριόν μας. Μαζί με το θείον κήρυγμά του τελούσε «σημεία και τέρατα μεγάλα εν τω λαώ» (Πραξ. 6, 8). Έκτισε εκκλησίες, γκρέμισε τα είδωλα, χειροτόνησε Διακόνους, Πρεσβυτέρους και Επισκόπους, θεράπευσε αρρώστους και πολλοί των ανθρώπων επίστευσαν στον Κύριόν μας. Συνεργάτες του είχε τον απόστολον Βαρθολομαίον και την σαρκικήν αδελφήν του Μαριάμνην. Κατά την Ιεραποστολικήν του περιοδείαν στην Ασίαν υπέστη από τους ειδωλολάτρες και τους Ιουδαίους πολλούς διωγμούς – μαστιγώσεις –ραβδισμούς –λιθοβολισμούς –θλίψεις – κακοπάθειες…, ώστε να αναγκασθή να εγκαταλείψη προσωρινώς την Ασίαν.
undefined
Γ. Ο Απόστολος Φίλιππος στην Αθήνα.
Κ
ατά τους τρομερούς διωγμούς στην Ασίαν ήλθεν ο ένδοξος απόστολος στην πόλιν του Σωκράτους, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, στην Αθήνα, και παρέμεινεν επί δύο έτη περί το 55 ή 59 μ.Χ. Ο απόστολος Παύλος είχεν επισκεφθεί την πόλιν των Αθηνών περί το 50 μ.Χ.
Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον αναφέρεται η σχέσις του αποστόλου Φιλίππου με τους Έλληνες: «Ήσαν δέ τινες Έλληνες εκ των αναβαινόντων, ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. Ούτοι ουν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και ηρώτων αυτόν λέγοντες∙ Κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. Έρχεται Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι τω Ιησού∙ Ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων∙ Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου» (Ιωαν. 12, 20 – 23).
Αμέσως χωρίς καθυστέρησιν άρχισε το σωτήριον κήρυγμά του. Κάποια ταλαίπωρη γυναίκα βλέποντας το ουράνιον πρόσωπό του και ακούοντας την αγία διδασκαλία του τον πλησίασε μετά δακρύων για τον υιόν της, που πέθανε και του ζητούσε βοήθεια. Ο θείος απόστολος Φίλιππος «ευσπλαχνίσθη aυτή και απλώσας την δεξιάν του προς τον νεκρόν είπεν ταύτα∙ Ο Ιησούς Χριστός, ον κηρύττω, σε προστάζει να εγερθής». Και ω! του θαύματος ο νεκρός ανεστήθη και οι πάντες εξεπλάγησαν. Περισσότερον από όλους εξεπλάγη η μητέρα του ποτέ νεκρού και ήλθεν και προσκύνησε τον Άγιον απόστολον και είπε τα εξής: «αναγέννησον δι’ ύδατος και πνεύματος εμέ και το τέκνον μου το οποίον συ ανέστησας». Και όντως ο ένδοξος απόστολος εβάπτισεν αυτήν και το τέκνο της. Αυτή δε η γυναίκα «εκήρυσσε τον Κύριόν μας και κατήγγειλε τοις πάσιν την ανάστασιν του υιού της».
Οι σοφοί Αθηναίοι τον αμφισβήτησαν για την απλότητα των λόγων του, τον υπελόγισαν και μάλιστα πάρα πολύ για την σοβαρότητα των έργων του και δη του θαύματος της αναστάσεως του νεκρού, που με τα ίδια τους τα μάτια εγνώρισαν. Ο εγωϊσμός όμως δεν τους άφηνε να ταπεινωθούν προ του Μεγάλου Θεού, που εκήρυσσε ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος και μεταξύ τους έλεγαν “πώς να κάμωμεν ημείς, οίτινες έχομεν τόσην σπουδήν εις τα γράμματα και μας νικά ένα ιδιώτης και αγροίκος, όστις εις τα έργα φαίνεται περιφανείς και λαμπρότατος;”.
Στα απόκρυφα Ευαγγέλια αναφέρεται διήγησις υπερβολική και μυθώδης, εν τούτοις πρέπει να υπάρχη ιστορικός πυρήνας και γι’ αυτό παραθέτω το σχετικό κείμενο κατωτέρω: «Η έλευσις του αποστόλου Φιλίππου εν Αθήναις εγένετο πρόξενος μεγάλης ταραχής και σημαντικών συμβάντων. Ούτως, όταν πρωΐαν τινά εφάνη ανά τας οδούς των Αθηνών ανήρ ξένος, φέρων επενδύτην μόνον και λένειον, περί ου διεδίδετο ότι ήτο μέγας Ασιανός φιλόσοφος. Τριακόσοι των Αθηναίων φιλόσοφοι φοβηθέντες μη νικήση και αισχύνη (ντροπιάση) αυτούς ο ξένος, είπον αυτώ: Ημείς έχομεν τα μαθήματα των πατέρων ημών, εν οις αρκούμεθα φιλοσοφούντες∙ ει δε τι καινότερον έχης, ω ξένε, επίδειξον ημίν αφθόνως μετά παρρησίας ουδενός γαρ άλλου έχομεν ή μόνον ακούειν τι καινότερον. Και ο Φίλιππος δια μακρόν εξηγήσατο αυτοίς τα περί του νέου δόγματος, όπερ και δια θαυμάτων υπεστήριξεν. Οι φιλόσοφοι ούτοι έκθαμβοι ηναγκάσθησαν να γράψωσιν επιστολήν εις τον μέγαν Αρχιερέαν των Ιεροσολύμων, Ανανίαν».
Δ. Ο αρχιερέας των Ιουδαίων Ανανίας στην Αθήνα.
Έ
τσι σκεπτόμενοι «οι απόγονοι» των σοφών – του Σωκράτους του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους – Αθηναίοι έστειλαν επιστολήν δι’ ενός λογίου στον Αρχιερέα των Ιουδαίων Ανανία ονόματι. Ο λόγιος έδωσε την επιστολήν αλλά και προφορικώς είπε τα εξής: «άνθρωπος τις ήλθεν από εδώ προς ημάς, ονομαζόμενος Φίλιππος, όστις εις μεν τα λόγια είναι αγροίκος, αλλά εις τα έργα δεικνύεται θαυμάσιος και ταράσσει πολύν την πατρίδα μας, κηρύσσων Θεόν νεώτερον, Ιησούν ονομαζόμενον, με το όνομα του οποίου διώκει τους δαίμονας και πάσαν άλλην ασθένειαν. Εξόχως δε έκαμε το εξής τεράστιον θαύμα δια το οποίον εθαυμάσαμεν άπαντες, ήτοι ανέστησε νεκρόν, επικαλούμενος το όνομα του Ιησού. Όθεν κινδυνεύουν να καταφρονηθώσι και να παύσωσι τελείως τα ιδικά μας σεβάσματα και να αυξάνη τούτο το νεώτερον, εάν δεν έλθη προς ημάς ταχέως τις από υμάς».
Όταν τα άκουσε αυτά ο Αρχιερέας Ανανίας γεμάτος οργή ανεχώρησε και έφθασεν από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα «Με φαντασίαν υπερήφανον και μήτε άρτον ούτε άλλο τι βρώσιμον έφαγεν, αλλ’ ενδυθείς την μεγαλόπρεπη ενδυμασίαν της αρχιερωσύνης, εκάθησεν εις θρόνον υψηλόν και υπερήφανον. Παρίσταντο δε αυτώ όλοι οι σοφοί των Αθηνών τριακόσιοι τον αριθμόν και όσοι Ιουδαίοι είχον έλθει εις την συνοδείαν του, πεντακόσιοι τον αριθμόν».
Ε. Ο Απόστολος Φίλιππος προ του δικαστικού βήματος του Αρχιερέως Ανανίου στην Αθήνα.
Δ
ιέταξεν ο Αρχιερέας Ανανίας να φέρουν προ αυτού κατηγορούμενον τον ένδοξον απόστολον Φίλιππον. Μόλις ήλθε ο μαθητής του κυρίου μας και εκάθησεν στο εδώλιον του κατηγορουμένου, ο Αρχιερέας Ανανίας του είπε με πολλήν οργήν τα εξής: «Δεν σου φθάνει ότι επλάνησες όσους απλουστέρους ευρίσκοντο στην Ιουδαίαν, Γαλιλαίαν και Σαμάρειαν, αλλά έβαλες στο μυαλό σου να πλανήσης και τους σοφούς Αθηναίους, πάντων ανθρώπων αθλιώτατε; Πλήν εγώ, σε μεν ως ηπατημένον και άφρονα καταφρονώ και δεν καταδέχομαι να σου ομιλήσω. Μόνον προς τους σοφούς Αθηναίους θέλω κάμει τον λόγον μου και να τους διδάξω την υπόθεσιν. Ο διδάσκαλος τούτου, ω! άνδρες Αθηναίοι, ως παραβάτης του Μωσαϊκού Νόμου κατεκρίθη από ημάς ευλόγως και δικαίως εις τον σταυρικόν θάνατον. Έμεινε δε γυμνός εις το ξύλον κρεμμάμενος και τις πλούσιος, Ιωσήφ καλούμενος, παρεκάλεσε τον Πιλάτον και επέτρεψεν ο Πιλάτος να τον ενταφιάσουν. Οι δε μαθητές αυτού δια χάριν φιλίας, απελθόντες την νύχτα έκλεψαν το σώμα του , δια να πλανήσουν πολλούς και ούτως έσπειραν πανταχού τον λόγον, φημίζοντες τον διδάσκαλόν των, ότι Ανεστήθη. Εις εξ’ αυτών είναι και ούτος, ο Φίλιππος, τον οποίον επιθυμεί να βάλλη εις τας χείρας του ο βασιλεύς των Ιουδαίων Αρχέλαος και να τον θανατώση εις εκδίκησιν πολλών».
ΣΤ. Η απολογία του Αποστόλου Φιλίππου στο κατηγορητήριο του Αρχιερέως Ανανία.
Ο
ένδοξος απόστολος Φίλιππος ταπεινά και ήσυχα απελογήθη ειπών τα εξής: «Υιέ ανθρώπου, γιατί αγαπάς την ματαιότητα και ομιλείς ψευδά; Σύ δεν επλήρωσες με χρυσόν τους φύλακας να συκοφαντήσουν την Ανάστασιν; Σύ δεν ηξεύρεις τας σφραγίδας, τας οποίας έβαλες εις τον τάφον του παράνομε;».
Ο Αρχιερέας Ανανίας θύμωσε πάρα πολύ και σηκωθείς από τον περίλαμπρον θρόνον του ώρμησε γεμάτος οργήν να θανατώση τον απόστολον Φίλιππον. Αλλ’ ω! του θαύματος, αμέσως έμεινε ακίνητος και τυφλώθηκε. Οι συνοδεύοντες τον Αρχιερέα Ανανία, Ιουδαίοι και οι παριστάμενοι Αθηναίοι νομίζοντες ότι με μαγική δύναμι τελεί αυτά ο Φίλιππος, ώρμησαν γεμάτοι οργή εναντίον του. Αλλά και αυτοί ετιμωρήθησαν υπό του Αγίου Θεού δια της ακινησίας και της τυφλώσεως.
Ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος τους λυπήθηκεν και παρεκάλεσεν τον Κύριον δια της προσευχής και είπεν τα εξής: «Κύριε θεράπευσον τας ασθενείας της ψυχής και του σώματος αυτών, δια την πολλήν σου ευσπλαχνίαν και αγαθότητα∙ και μετάβαλε την γνώμην των εις την σην επίγνωσιν και ευσέβειαν». Και ω! του θαύματος και εκινήθησαν από την ακινησίαν και θεραπεύθηκαν από την τύφλωσιν και όλοι μαζί ζητούσαν να τους βαπτίση. Και ενώ εγένοντο αυτά μέγας σεισμός συγκλόνισε την πόλιν των Αθηνών και καταγκρεμνίσθηκαν όλα τα είδωλα μέσα στα οποία εφώλευαν οι δαίμονες. Πάντες δε κατέφυγαν στον ένδοξον απόστολον Φίλιππον έντρομοι και μεγαλοφώνως εκραύγαζον «δυνατός είναι ο Θεός τον οποίον σύ κηρύττεις θαυμάσιε. Σ’ αυτόν αδιστάκτως και χωρίς αμφιβολίαν τινα πιστεύομεν και ημείς».
Ζ. Η γη σχίζεται και καταπίνει ζώντα τον Αρχιερέα Ανανία.
Ο
ένδοξος απόστολος Φίλιππος αμέσως τους εβάπτισεν όλους και μόνον ο Αρχιερέας Ανανίας έμεινε στο σκοτάδι. Βλέποντας δε ο Αρχιερέας Ανανίας ότι όλοι επίστευσαν στον Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό του αποστόλου Φιλίππου στο όνομα της Αγίας Τριάδος, άρχισε να βλασφημά ο αναίσχυντος λέγων κατά του Κυρίου μας λόγια δύσφημα «του οποίου την ανοησίαν και την παρανομίαν η γη μη υποφέρουσα, εσχίσθη και κατέπιεν αυτόν ζώντα, ώσπερ ποτέ τον Δαθάν και τον Αβειρών, υιούς του Ελιάβ εκ της φυλής Ρουβήμ, οι οποίοι εστασίασαν κατά Μωϋσέως και Ααρών, ότι εξαπατούν τον λαόν και τον οδηγούν στην καταστροφήν.» (Δευτ. 11, 6, Αριθμ, κεφ. 16 και 26, 7 -10, Ψαλμ. 95, 17 και Σοφ. Σειράχ 45, 18).
Η. Ο Ιερός Ναός του Αγίου Φιλίππου.
Ο
ι απόκρυφες πράξεις του Αγίου Φιλίππου αναφέρουν ότι «ο απόστολος Φίλιππος παρέμεινε στην Αθήνα επί δύο έτη ευαγγελιζόμενος τον Λόγον του Θεού και μάλιστα βύθισε ζώντα τον Αρχιερέα των Ιουδαίων Ανανία, επειδή αντέλεγε αυτώ». Στο σημείο αυτό της βυθίσεως του Αρχιερέως των Ιουδαίων Ανανίου εκτίσθη ο Ιερός Ναός του Αγίου Φιλίππου, υπό των πρώτων Χριστιανών Αθηναίων, μετά την αναχώρησιν του Αγίου αποστόλου για την Ασίαν.
Άλλη παράδοσις σχετίζεται με την φράσιν ενός ανωνύμου παραδοξογραφήματος: «Κατ’ άρκτον δε τούτου, του βωμού ( έτσι χαρακτηρίζεται το Θησείον) υπήρχεν η αγορά της πόλεως, εις ην ο απόστολος Φίλιππος τον γραμματέα των Ιουδαίων εβύθισεν».
Υπάρχει και άλλη εκδοχή, ότι ο απόστολος Φίλιππος ανέστησε τον υιόν της χήρας των Αθηνών, η οποία από ευγνωμοσύνη πολλή τον εφιλοξένησε στο σπίτι της και το μετέτρεψε σε εκκλησία του Αγίου Φιλίππου «κάτωθι της πύλης της Αγοράς ένθα ο Ναός σώζεται μέχρι σήμερον».
Και τέλος ανώνυμος συγγραφέας περιηγηθείς την Ελλάδα κατά τα μέσα του 15ου αιώνος μ.Χ. αναφέρει και αυτός «ότι στο σημείο αυτό, που εβυθίσθη ο Αρχιερέας των Ιουδαίων Ανανίας, εκτίσθη ο Ιερός Ναός του Αγίου Φιλίππου».
Θ. Ο σημερινός Ναός του Αγίου Φιλίππου.
Ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος αναφέρει τα εξής: «Ο Ναός του Αγίου Φιλίππου δεικνύει τον τόπον, όπου ο Άγιος απόστολος Φίλιππος υπέστη το μαρτύριόν του». Δηλαδή στο σημείο που είναι ο σημερινός Ναός του Αγίου Φιλίππου, Αδριανού 19. Κατά δε τους αρχαιολόγους κάτω του δαπέδου αυτού του Ιερού Ναού υπάρχει η αρχαία τρίκλητος Βασιλική τιμωμένη επ’ ονόματι του Αγίου ενδόξου αποστόλου Φιλίππου. Πιθανώς όμως αυτή η μαρτυρία να μην αναφέρεται στον απόστολον Φίλιππον, αλλά στον Επίσκοπον Αθηνών Φίλιππον τον μαρτυρήσαντα κατά το έτος 981 μ.Χ.
Ι. Ο Άγιος Νάρκισσος επίσκοπος Αθηνών.
Μ
ετά την βύθισιν του Αρχιερέως Ανανίου ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος εκήρυξε στους Αθηναίους, και εβάπτισεν αυτούς και τους τριακοσίους φιλοσόφους, όπως και τους πεντακοσίους Ιουδαίους τους συνοδεύοντας τον Αρχιερέαν Ανανίαν και χειροτόνησε τον Άγιον Νάρκισσον, τον οποίον αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην προς τους Ρωμαίους επιστολή του «ασπάσασθε τους εκ των Ναρκίσσου τους όντας εν Κυρίω» (Ρωμ. 16, 11), επίσκοπον Αθηνών και ο οποίος εορτάζει στις 31 Οκτωβρίου.
ΙΑ. Ο ένδοξος Απόστολος Φίλιππος επιστρέφει στην Ασίαν.
Μ
ετά τα ανωτέρω γεγονότα των Αθηνών ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος επιστρέφει στην Ασίαν και έρχεται στους Πάρθους. Εκεί γονατιστός προσεύχεται και παρακαλεί τον Κύριον να κατευθύνη τα βήματά του στον δρόμο του Ευαγγελίου. Δι’ οράματος βλέπει έναν αετό με χρυσές φτερούγες, που εικόνιζε τον εστυαρωμένον Κύριόν μας και γεμάτος θάρρος και δύναμιν πορεύεται στη χώρα των Κανδάκων. Ανεβαίνει σ’ ένα πλοίον με προορισμόν την πόλιν Άζωτον. Κατά την νύχτα αυτήν έγινε μεγάλη τρικυμία καθώς ταξίδευαν και κινδύνευσαν μέσα στο σκοτάδι να ναυαγήσουν. Τότε εφάνη ο Τίμιος Σταυρός στον ουρανό, που εφώτισε το σκοτάδι της νύχτας και εσώθηκαν πάντες και έφθασαν στην Αζώτιδα γην.
ΙΒ. Η θεραπεία του οφθαλμού της Αγίας Χαριτίνης.
Σ
την Αζώτιδα γην ο Άγιος απόστολος Φίλιππος κατέλυσε σε σπίτι, του οποίου οι ένοικοι είχαν μια κόρη, ονόματι Χαριτίνη, που κινδύνευε να χάση το φως του ενός οφθαλμού της. Ακούσαντες το κήρυγμα του Αγίου ενδόξου αποστόλου Φιλίππου επίστευσαν και εβαπτίσθησαν. Ο πατέρας της κόρης παρεκάλεσε τον άγιον απόστολον Φίλιππον να θεραπεύση το μάτι της κόρης του, Χαριτίνης.
Ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος, όμως είπε στην πάσχουσα Χαριτίνη τα εξής: «Μόνη σου θέλω να θεραπεύσης το πάθος σου, Χαριτίνη. Και χαρίζω δύναμιν ου μόνον εις εσέ, αλλά και εις όσους έλαβον το Άγιον Βάπτισμα να τελείτε θαύματα. Το πρωί λοιπόν βάλε την δεξιάν σου χείρα εις τον οφθαλμόν σου, επικαλουμένη του Δεσπότου Χριστού το σωτήριον όνομά του, για να λάβης την ίασίν σου». Και έτσι και έγινε. Η θεραπευθείσα, Χαριτίνη, από τότε έγινε ακόλουθος του αποστόλου Φιλίππου. Οι κάτοικοι όμως του Αζώτου ήθελαν να φονεύσουν τον απόστολον Φίλιππον με την κατηγορίαν του απατεώνα και με την πρόφασιν να μη φύγουν από κοντά τους οι γυναίκες τους, όπως η Χαριτίνη έφυγε από τους γονείς της. Αλλά οι σατανικοί σκοποί των δεν επέτυχαν καθότι ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος δεν είχε ολοκληρώσει το έργον, που του είχε αναθέσει ο Κύριός μας.
ΙΓ. Η βάπτισις του άρχοντος και της συζύγου του Μαρκέλλας.
Ο
άρχοντας της πόλεως του Αζώτου έσωσε τον ένδοξον απόστολον Φίλιππον από τον λιθοβολισμόν, που ήθελαν οι κάτοικοι της πόλεως αυτής μετά την προσκόλησιν της Χαριτίνης εις αυτόν. Τον έσωσε λέγοντας στους συντοπίτες του τα εξής: «αδερφοί, ακούσατε την συμβουλήν μου, μη κάμετε τινά αδικίαν τούτου του ξένου, αλλά ας δοκιμάσωμεν την διδασκαλίαν του, εάν είναι δια ψυχικήν σωτηρίαν ημών».
Έτσι όλοι υπάκουσαν στα λόγια του άρχοντος, αυτός δε έπεσεν στα πόδια του αποστόλου και τον παρεκάλεσε να τον φιλοξενήση στο σπίτι του. Ο απόστολος Φίλιππος δέχθηκε να φιλοξενηθή στο σπίτι του άρχοντος, πλήν όμως η γυναίκα του άρχοντος, Μαρκέλλα, εσκανδαλίσθη, δεν ήθελεν να φιλοξενηθή ο θείος Φίλιππος και γι’ αυτό διεπληκτίσθη με τον σύζυγόν της και ζήτησε διαζύγιον και να της επιστρέψη όλην της την περιουσίαν –«προίκα» – εάν δεν διώξη αμέσως τον φιλοξενούμενον απόστολον. Ο άρχοντας εστεναχωρήθη και ο Άγιος Φίλιππος φωτισθείς υπό του Αγίου Πνεύματος έμαθε την αιτία της στεναχώριας του και αμέσως προσευχήθηκε για την Μαρκέλλα. Οι καρποί της ουρανίας αυτής προσευχής δεν άργησαν να φανούν. Η Μαρκέλλα άλλαξε αμέσως συναισθήματα και από εκεί που απαιτούσε την δίωξιν του αποστόλου Φιλίππου, τον φιλοξένησε και έλεγε στον άνδρα της «από πού ήλθεν αυτός ο θαυμάσιος άνθρωπος; Ω! πόσον οι λόγοι του είναι γλυκύτατοι…». Ο σύζυγός της και άρχοντας της πόλεως της είπε: «Γυναίκα, ο άνθρωπος αυτός είναι μεγάλου Θεού κήρυξ και της αιωνίου Βασιλείας πρόξενος και ας πιστεύσωμεν εις αυτόν». Και όντως επίστευσαν και εβαπτίσθησαν και ο άρχοντας της πόλεως του Αζώτου και η γυναίκα του Μαρκέλλα και όλοι (τα παιδιά τους, δούλοι, συγγενείς και πολλοί εκ της πόλεως του Αζώτου).
ΙΔ. Ο Απόστολος Φίλιππος προ του επάρχου Αριστάρχου.
Ο
διάβολος βλέπων νικημένον τον εαυτόν του, παρεκίνησε μερικούς από τους πιστούς του να βάλουν φωτιά και να καύσουν το σπίτι του άρχοντος και να καούν ζωντανοί μέσα σ’ αυτό ο άρχοντας, η γυναίκα του Μαρκέλλα, τα παιδιά τους και όποιος άλλος εργαζόταν και κατοικούσε μέσα σ’ αυτό. Ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος γνωρίσας όλα αυτά, εκ Πνεύματος Αγίου, βγήκε και παραδόθηκε στους εχθρούς του και εχθρούς του Κυρίου μας, οι οποίοι τον συνέλαβαν σαν θηρία ανήμερα και πήγαν και τον παρέδωσαν στον έπαρχον της πόλεως, που ελέγετο Αρίσταρχος. Ο Αρίσταρχος σταθείς απέναντι του Αγίου αποστόλου Φιλίππου με πολύ θυμό του είπε τα εξής: «ηξεύρω ότι καυχάσαι για τις μαγείες σου. Αλλά εάν δεν τας ρίξεις από επάνω σου, θέλω σε θανατώσει με λιθασμόν πικρότατον. Περί δε του σταυρωθέντος Θεού σου θέλομεν εξετάσει με τον καιρόν ύστερα». Και αυτά λέγων άρπαξε από τις τρίχες της κεφαλής του τον πανεύφημον απόστολον Φίλιππον και τον περιγελούσε και τον έσερνε από το ένα μέρος στο άλλο… βασανίζοντάς τον.
Με καρτερικότητα ο θείος απόστολος Φίλιππος υπέμεινε τα μαρτύρια αυτά, αλλά για να σωφρονίση τον εγωϊστήν έπαρχον Αρίσταρχον και να γνωρίση όλος ο λαός, που παρακολουθούσε τα μαρτύριά του, ότι είναι υπηρέτης του παντοδύναμου θεού με όλην την δύναμιν της ψυχής, έκανε την εξής προσευχή εις επήκοον πάντων: «Κύριε, σύ ο οποίος έπλασες τας καρδίας μας και γνωρίζεις τας κινήσεις και τα διανοήματα αυτών, πλήρωσόν μου τον λόγον αυτόν, ο οποίος εξέρχεται χωρίς οργήν από την καρδίαν μου∙ και ας γίνη προς σωφρονισμό όλων των παρευρισκομένων “παράλυτος” η άτακτος χειρ αύτη, ήτις ετόλμησε να απλώση επί της κεφαλής την οποίαν σύ ηγίασες». Και ω! του θαύματος έτσι και έγινε. Όχι μόνον παρέλυσε «εξηράνθη» το χέρι του Αριστάρχου, αλλά και το ένα του μάτι ετυφλώθηκε, και την ακοήν του έχασε και από τα δύο του αυτιά και τέλος έμεινεν άλαλος.
ΙΕ. Ο Απόστολος Φίλιππος ανιστά τον Θεόφιλον.
Β
λέποντας οι παρακολουθούντες τα γεγονότα που ακολούθησαν παρεκάλεσαν τον ένδοξον απόστολον Φίλιππον, να συγχωρέση τον πταίσαντα έπαρχον Αρίσταρχον και να τον κάνη καλά, όπως ήταν πριν. Ο απόστολος Φίλιππος όμως με κατηγορηματικό τρόπο τους είπε τα εξής: «αι διαστροφαί των μελών δεν δύνανται να βοηθηθούν από άνθρωπον, διότι ένας είναι ο διορθωτής αυτού, ο Δημιουργός, όστις εξ αρχής συνήρμοσεν εκ της γης τον άνθρωπον. Και εάν δεν πιστεύσητε εις εκείνον μαζί με αυτόν, ο οποίος έπαθε, δεν λαμβάνει την θεραπείαν του».
Εκείνη δε την ώραν συνέβη να πηγαίνουν να ενταφιάσουν κάποιον νεκρόν. Οι οπαδοί του έπαρχου Αριστάρχου έλαβαν την αφορμήν να κοροϊδέψουν τον ένδοξον Φίλιππον και του έλεγαν σκωπτικά: «Εάν αυτόν τον νεκρόν αναστήσεις, όλοι θα προσκυνήσουμε τον Θεόν σου και μαζί μας και ο Αρίσταρχος».
Ο Άγιος Φίλιππος ατενίσας τον ουρανόν προσευχήθηκε και με πραείαν φωνήν είπε στο νεκρό τα εξής: «Θεόφιλε, ο Χριστός σε προστάσσει, έγειρε και λάλει ό, τι θέλεις χωρίς εμπόδιο». Και ο νεκρός, ω! του θαύματος, σηκώθηκε και έπεσε γονατιστός στα πόδια του αποστόλου Φιλίππου λέγοντάς του: «Ευχαριστώ σοι, Άγιε του Θεού, ότι την ώραν ταύτην από πολλά κακά μ’ ελύτρωσες. Γιατί μ’ έσυρον δικαστικώς τινές μαύροι και άσχημοι, για να με ρίξουν στον ολέθριον τάρταρον, το οποίον και θα εγίνετο, εάν σύ δεν ήθελες προφθάσει και να με λυτρώσης τον άθλιον». Αυτό το γεγονός έκανε τους πάντας να τρομάξουν και να θαυμάσουν την δύναμιν του Θεού, που ενεργεί δια των αποστόλων Του και εν προκειμένω δια του αποστόλου Φιλίππου.
ΙΣΤ. Ο Απόστολος Φίλιππος θεραπεύει και βαπτίζει τον Αρίσταρχον, τον Πρέφευκτον και πολλούς άλλους της πόλεως του Αζώτου.
Β
λέποντας οι άνθρωποι τα θαυμάσια αυτά γεγονότα απέρριψαν κάθε αμφιβολίαν και δισταγμόν και επίστευσαν εις τον Κύριόν μας, δια του αποστόλου Φιλίππου, και είπαν εις αυτόν τα εξής: «Απόστολε Φίλιππε, αυτός τον οποίον σύ κηρύττεις είναι ο μόνος αληθής και παντοδύναμος Θεός, όστις τελεί τοιαύτα παράδοξα. Εις αυτόν τον Θεόν προσέχομεν άπαντες, ω! θαυμασιώτατε, και αδιστάκτως πιστεύομεν».
Και ο θείος Φίλιππος καταπαύσας με το χέρι του τον θόρυβον που εγίνετο, διέταξε τον άρχοντα της πόλεως –τον σύζυγον της Μαρκέλλας –να κάνη το σημείον του Τίμιου και Ζωοποιού Σταυρού επί του σώματος του Επάρχου Αριστάρχου, επικαλούμενος την Αγίαν Τριάδα. Ο άρχοντας έκανε όλα όσα του είπε ο ένδοξος Φίλιππος και ο έπαρχος Αρίσταρχος έγινε τελείως καλά. Αμέσως βαπτίστηκε ο Αρίσταρχος, ως και όλοι οι κάτοικοι της πόλεως του Αζώτου. Μεταξύ των βαπτισθέντων ήταν και ο Πρέφευκτος, ο πατέρας του αναστάντος εκ των νεκρών και ο αναστηθείς εκ των νεκρών, Θεόφιλος. Μάλιστα ο Πρέφευκτος έδωσε στον θείον Φίλιππον τους δώδεκα χρυσούς θεούς τους οποίους είχε και ελάτρευε, όπως και όλα τα υπάρχοντά του, να τα διαμοιράση στους πτωχούς. Ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος καταρτίσας και στερεώσας όλους τους κατοίκους της Αζώτου γης εις την εν Χριστώ πίστιν, και χειροτονήσας εις επίσκοπον της πόλεως αυτής τον άρχοντα, ήτοι τον άνδρα της Μαρκέλλας, και ακόμη χειροτονήσας διακόνους και πρεσβυτέρους και διατάξας να κτίσουν εκκλησίες, όπου να λατρεύεται ο Άγιος και Τριαδικός Θεός, ανεχώρησεν για την Φρυγίαν. Το μεγάλο πνευματικό έργο του αποστόλου Φιλίππου φανερώνεται από την θέσιν του επισκόπου της πόλεως του Αζώτου. Η επισκοπή της πόλεως του Αζώτου είναι σημαντική και τούτο μαρτυρείται από τα πρακτικά των διαφόρων συνόδων όπου μέχρι του 6ου μ.Χ. αιώνος ο ποιμήν αυτής υπογράφει ως: «ο Επίσκοπος Αζώτου».
ΙΖ. Ο Απόστολος Φίλιππος στην Φρυγία.
Ε
λθών εις την πολυάνθρωπον χώραν της Φρυγίας ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος συνήντησε εκεί τον απόστολον και Ευαγγελιστήν Ιωάννην, που και αυτός εκήρυσσε Ιησούν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ των νεκρών και μαζί έφθασαν εις την Ιεράπολιν. Εκεί έμεινε και ελυπήθηκε σφόδρα, γιατί οι κατοικούντες σ’ αυτήν προσκυνούσαν «για Θεόν μίαν έχιδναν μεγάλη και φοβεράν στην οποίαν πρόσφεραν θυσίαν, οι απάνθρωποι, ανθρώπους». Μέσα σ’ αυτό το θηρίο κατοικούσε ο διάβολος. Πλησιάσας το θηρίον αυτό ο πανεύφημος απόστολος Φίλιππος προσευχηθείς εις τον Κύριόν μας και επικαλεσθείς «το όνομα του Δεσπότου Χριστού το φοβερόν και άστεκτον τοις δαίμοσιν εθανάτωσε την έχιδναν ταύτην…παρέχων τοις κατοικούσιν τη πόλει ταύτη θέαμα φοβερόν». Στη συνέχεια τους εδίδαξε ότι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μέλλει να έλθη και πάλιν το δεύτερον. Και τότε θα αναστήση όλο το γένος των ανθρώπων και θα αποδώσει εκάστω κατά τα έργα του. Όσοι δε είναι βαπτισμένοι και τηρούν το Νόμον του «θα κληρονομήσουν τον αιώνιον Παράδεισον» (Ματθ. 25, 34) ∙ και όσοι βαπτισμένοι δεν τηρούν τον Νόμον του, θα έχουν θέσιν εις την αιώνιαν κόλασιν μαζί «με τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. 25, 41). Πολλοί δε άκουσαν τα λόγια του αποστόλου Φιλίππου και επίστευσαν. Αυτούς ο Άγιος Φίλιππος τους εβάπτισεν και εξ αυτών εχειροτόνησε διακόνους –πρεσβυτέρους και επισκόπους.
ΙΗ. Το μαρτύριον του Αποστόλου Φιλίππου.
Ο
διάβολος όμως εκίνησε τα όργανά του κατά του θείου Φιλίππου και τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε ραβδισμούς και σ’ άλλα πολλά μαρτύρια. Το φοβερότερον μαρτύριον είναι ότι του ετρύπησαν τους αστραγάλους από όπου και τον εκρέμασαν κατακέφλα σε Σταυρό χιαστί. Μαζί του εκρέμασαν και τον απόστολον Βαρθολομαίον. Η Μαριάμνη, η κατά σάρκα αδερφή του αποστόλου Φιλίππου, δεν υπέστη κανένα μαρτύριον, παρά το ψυχικό μαρτύριον να βλέπη τον αδελφό της κρεμασμένον ως κακούργον μαζί με τον Βαρθολομαίον «οίτινες πολλά εκοπίασαν στον αμπελώνα του Κυρίου». Ο Κύριος βλέπων το μαρτύριον των δύο μαθητών του συνεκλόνισε τον κλώνον της γης με πολλά ρίχτερ, ώστε πολλά σπίτια να γκρεμινσθούν και πλείστοι των ανθρώπων να βρουν οικτρόν θάνατον κάτω από τα ερείπια. Κάτω από αυτόν τον σεισμόν οι Φρύγες «τύπτοντες εαυτών τα στήθη» (Λουκ. 23, 48) και προσελθόντες μετά δακρύων τω Σταυρώ του ενδόξου αποστόλου Φιλίππου, τον παρακαλούσαν να τους συγχωρέση δια την μεγάλην τους αμαρτίαν.
ΙΘ. Το τέλος του αποστόλου Φιλίππου.
Ο
Κύριος αφ’ ενός δέχθηκε την μετάνοιαν των ανθρώπων της πόλεως αυτής και σταμάτησε τον σεισμόν και εγλύτωσαν όλοι τους από επώδυνον θάνατον, αφ΄ετέρου δε τους έδειξε «οπτασίαν θαυμασίαν, σημείου θειοτέρας δυνάμεως και είδον κλίμακα από την γην έως τα ουράνια και τους εδείκνυε την άνοδον». Αυτό έγινε οδός σωτηρίας για τους απίστους, οι οποίοι ωμολόγησαν τον Κύριόν μας «ότι είναι ο αληθινός και μόνος Θεός ημών» και κατέβασαν τον απόστολον Βαρθολομαίον από τον Σταυρόν όπου εκρέματο.
Όταν δε ήλθαν να ξεκρεμάσουν από τον χιαστή Σταυρόν και τον ένδοξον απόστολον Φίλιππον, αυτός δεν ηθέλησεν, γνωρίζων ότι μετά από λίγη ώρα θα πήγαινε «να συναντήση τον Μεσσίαν». Πάνω δε από τον Σταυρόν του συνέχισε να διδάσκη τον λαόν να φυλάσση τον Νόμον του Θεού. Και ενώ έλεγε αυτά προσευχήθηκε στον Κύριόν μας και «απήλθεν η μακαρία του ψυχή προς Κύριον τη 14η Νοεμβρίου του 80 ή 87 μ.Χ.» Και τούτο βλέπων ο υμνογράφος τονίζει: «Αρθείς Φίλιππος εκ ποδών επί ξύλου, τα των ποδών σοι νίπτρα, Σώτερ, εκτίει. Ήρθης κακκεφαλής δεκάτη Φίλιππε Τετάρτη».
Κ. Το ιερόν λείψανο του Αγίου Φιλίππου.
Τ
ο δε άγιον και ιερόν του λείψανον ενταφίασαν με πολλήν ευλάβειαν ο απόστολος Βαρθολομαίος και η αδερφή του Μαριάμνη και πλήθος πιστών ψάλλοντες «ωδάς κατά την τάξιν και ύμνους προς τον Θεόν». Τεμαχίδιον δε εκ του Ιερού αυτού λειψάνου έχει αποθησαυριστεί εις το μικρόν και φιλόξενον Eκκλησάκι του, στο Μοναστηράκι και δη επί της οδού Αδριανού αριθμό 19. Απεκτήθη δε αυτό το τεμαχίδιον του Ιερού λειψάνου τη πρωτοβουλία του εφημερεύοντος από τον Ιούλιον του 1989 Πρωτοπρεσβυτέρου και Λυκειάρχου Αιδεσιμολογιωτάτου Ιερέως π. Αθανασίου Α. Αττάρτ εκ της Ιεράς Μονής AGOSTINIANE S. LUCIA –ROMA, όπως και σ’ άλλη λειψανοθήκη υπάρχουν τεμαχίδια εκ των λειψάνων των ενδόξων αποστόλων του πρωτοκορυφαίου Πέτρου και του δυσπίστου Θωμά, τα οποία και αυτά απεκτήθησαν τη πρωτοβουλία του π. Αθανασίου.
ΚΑ. Η λειψανοθήκη του Αγίου Φιλίππου.
Τ
ο τεμαχίδιον αυτό του Ιερού Λειψάνου του Αγίου ενδόξου αποστόλου Φιλίππου φυλάσσεται εις ιδιαιτέραν χειροποίητον ασημένια λειψανοθήκη 925ο βαθμών με διαστάσεις α) ύψος 27 cm, β) μήκος 31,5 cm και γ) πλάτος 16 cm. Το δε βάρος της είναι 3,600 kg. Γύρωθεν είναι χαραγμένες οι εξής παραστάσεις: 1. Ο Ραβδισμός του Αγίου Φιλίππου, 2. Η Χιαστή σταύρωσίς του, 3. Η Ταφή του, 4. Ο Άγιος Φίλιππος ελέγχει τον Αρχιερέα των Ιουδαίων Ανανία, 5. Η Ανάστασις του υιού της χήρας, 6. Η βάπτισις των πρώτων Αθηναίων, 7. Ο απόστολος Φίλιππος οδηγεί τον φίλον του Ναθαναήλ στον Μεσσίαν και 8. Η χειροτονία, υπό του Αγίου Φιλίππου, του Ναρκίσσου επισκόπου Αθηνών.
Η ως άνω λειψανοθήκη ανοίγει και εσωτερικά στο άνω κάλυμμα, το οποίο συγκρατείται δι’ αλύσεως, είναι χαραγμένος ο ένδοξος απόστολος Φίλιππος ευλογών και αγιάζων όλους εμάς. Εξωτερικά δε, έχει πέντε ασημένιους τρούλους, τέσσερις μικρούς και ένα μεγάλο, που κοσμούνται με τέσσερα μικρά ζαφείρια και ένα μεγαλύτερο, αντιστοίχως. Επί δε της βάσεως της λειψανοθήκης είναι τοποθετημένον «το τεμαχίδιον εκ του Ιερού Λειψάνου του Αγίου ενδόξου αποστόλου Φιλίππου» και γύρωθεν υπάρχει η εξής ιστορική περιγραφή: ΙΕΡΟΝ ΛΕΙΨΑΝΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΔΩΡΗΘΕΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ “AGOSTINIANE S. LUCIA –ROMA” ΤΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ (Mr. PHILIPPE REGAMEY –ΕΛΒΕΤΙΑ) ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΙΔΕΣΙΜΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΝ ΙΕΡΕΑ π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ Α. ΑΤΤΑΡΤ ΤΗ 18η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1998.
ΚΒ. Τα απολυτίκια, το μεγαλυνάριο και το κοντάκιον του Αποστόλου Φιλίππου.
Κ
ατά εκατοντάδες συρρέουν οι πιστοί να λατρεύσουν τον Άγιον και Τριαδικόν Θεόν μας και να τιμήσουν τον ένδοξον απόστολο Φίλιππο καθημερινώς και δη κατά τας Κυριακάς ψάλλοντες όλοι μαζί α) τα Απολυτίκιά του εις ήχον γ’: «Άγιε Απόστολε Φίλιππε, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν παράσχη ταις ψυχαίς ημών». Και «Θείαν έλλαμψιν, του Παρακλήτου, εισδεξάμενος πυρός εν είδει, παγκοσμίως ως αστήρ ανατέταλκας, και της αγνοίας τον ζόφον διέλυσας, τη θεία αίγλη Απόστολε Φίλιππε. Όθεν πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ δεόμεθα, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος» ∙ β) το Μεγαλυνάριό του «Φίλος και Απόστολος ευκλεής, του μέχρι και δούλου, κενωθέντος αναδειχθείς, Φίλιππε θεόπτα, εκήρυξας εν κόσμω, την τούτου υπέρ λόγον, άρρητον κένωσιν» ∙ και γ) το κοντάκιον «Ο μαθητής και φίλος Σου, και μιμητής του πάθους Σου, τη οικουμένη Θεόν Σε εκήρυξεν, ο θεηγόρος Φίλιππος. Ταις αυτού ικεσίαις, εξ εχθρών παρανόμων, την Εκκλησίαν Σου, δια της Θεοτόκου συντήρησον πολυέλεε».
ΚΓ. Εγκωμιαστικοί λόγοι προς τον Άγιον Απόστολον Φίλιππον.
Σ
τον ένδοξον απόστολο Φίλιππον ο Νικήτας ο ρήτωρ πλέκει εγκωμιαστικόν λόγον, του οποίου η αρχή είναι η εξής: «Αντλήσατε ύδωρ μετ’ ευφροσύνης…». Ο λόγος αυτός σώζεται στα μοναστήρια του Αγίου Όρους: Μεγίστης Λαύρας, Διονυσίου και Βατοπεδίου.
Επίσης στην Ιερά Μονή των Ιβήρων του Αγίου Όρους σώζεται εγκωμιαστικός λόγος, του οποίου η αρχή είναι η εξής: «Ο του Θεού Θεός λόγος…». Επίσης στην Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας σώζεται έτερος εγκωμιαστικός λόγος, του οποίου η αρχή είναι η εξής: «Αποστολικώς μνησθήναι ηξιωμένος Χάριτος…».
ΚΔ. «Υμείς φίλοι μου εστέ» (Ιωανν. 15, 14).
Κ
λείνοντας την παρούσαν εργασία για την ζωήν και το έργο του ενδόξου αποστόλου Φιλίππου ας τον παρακαλέσωμεν να πρεσβεύη υπέρ ημών των υπηρετούντων εις το φιλόξενον μικρό και ιστορικό Εκκλησάκι του επί της οδού Αδριανού 19, υπέρ των εκκλησιαζομένων εις αυτό, υπέρ των συντηρησάντων αυτό εκ του φοβερού σεισμού της 7ης Σεπτεμβρίου του 1999∙ και υπέρ κάθε ψυχής, ίνα «ως φίλους του και εμάς να μας βοηθά εν τη παρούση ζωή και να μας προσαγάγη εν τη μελλούση τω μοναδικώ Φίλω του και Φίλω μας τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ, Ω! η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Η/Υ επιμέλεια Κωνσταντίνας Κυριακούλη.
***
Υμνολογική εκλογή.
Απολυτίκια :
Ήχος γ. , το αρχαίον 
Απόστολε Άγιε Φίλιππε, πρέσβευε τω ελεήμονι θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν παράσχη ταις ψυχαίς ημών.
Απόστολε άγιε Φίλιππε, πρέσβευε στον ελεήμονα Θεό να χαρίσει άφεση των αμαρτιών στις ψυχές μας.
  
 Έτερον. Ήχος γ’. θείας πίστεως. Γερασίμου.
Θείαν έλλαμψιν, του Παρακλήτου, εισδεξάμενος, πυρός εν είδει, παγκοσμίως ως αστήρ ανατέταλκας, και της αγνοίας τον ζόφον διέλυσας, τη θεία αίγλη Απόστολε Φίλιππε. Όθεν πρέσβευε, Χριστώ τω θεώ δεόμεθα, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Δέχθηκες την Θεία έλλαμψη του Παρακλήτου Αγίου Πνεύματος, και ανέτειλες σε όλον τον κόσμο σαν αστέρι που διαλύει της αγνοίας το σκοτεινό σύννεφο με τη θεική φωτεινή λαμπρότητα, απόστολε Φίλιππε. Σε παρακαλούμε λοιπόν να πρεσβεύεις στον Χριστό και Θεό να μας δωρίζει το μέγα Του έλεος.

Άγιος Γρηγόριος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Παλαμάς (1296-1359) 


Ag. Gregorios Palamas 

































 Ποιος, αγαπητοί, ήταν ο μέγας και θείος Γρηγόριος το πληροφορούμεθα με σαφήνεια και πληρότητα και μόνον από το απολυτίκιό του. 
      
"Ορθοδοξίας ο φωστήρ, Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλε, των μοναστών η καλλονή, των θεολόγων υπέρμαχος απροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης το καύχημα, κήρυξ της χάριτος, ικέτευε δια παντός, σωθήναι τας ψυχάς ημών."

 Η καταγωγή του Αγίου Γρηγορίου ήταν η Κωνσταντινούπολις. Γεννήθηκε το 1296 από γονείς εναρέτους και ενδόξους, τον Κωνσταντίνον και την Καλλονήν. Ο πατέρας του ήταν συγκλητικός, και έγινε κατόπιν και μοναχός. Εμπιστεύθηκε τα παιδιά του στην δυνατή προστασία της Θεοτόκου την οποία και άφησε Επίτροπόν τους. Ήταν επτά ετών όταν εκοιμήθη ο ενάρετος πατέρας του.
 Εκτός από το θεϊκό χάρισμα της ευφυΐας έδειξε και σπάνια επιμέλεια, ώστε σε μικρό διάστημα να έχη συγκεντρώση στον εαυτό του κάθε λογής επιστήμη και γνώση. Σε ηλικία 20 ετών έγινε θαυμαστός και από μεγάλους και σοφούς της εποχής του.
 Για τη όλη του αξιοζήλευτη προκοπή ζητήθηκε και από τον αυτοκράτορα στα βασίλεια, αλλά ο ευλογημένος Γρηγόριος, σαν συνετός, τον νου του εγύρισε σε υψηλότερα και εζητούσε να ανέβη στον Θεό, και για αυτό τον λόγον αφιερώνει τον εαυτό του στον Θεό και ζη στο εξής βίον ασκητικόν και ισάγγελον.
 Τον σκοπό του φανερώνει στην μητέρα του και εκείνη η ευλογημένη εδόξασε τον Θεό και κάλεσε και τα άλλα τέσσαρα παιδιά της για να πληροφορηθούν από τον μεγαλύτερο αδελφό τα σχετικά με την αφιέρωσί του στην λατρεία του Θεού. Τους κατέπεισε όλους και φάνηκαν και αυτοί πρόθυμοι στον ίδιο πόθο και την αφιέρωσί τους στον Θεό.
 Εμοίρασαν με τρόπο ευαγγελικό τα υπάρχοντά τους στους πτωχούς και αφίνοντας τις ματαιότητες του κόσμου με προθυμία ακολούθησαν τον Χριστό.
 Την μητέρα με τις δύο αδελφές έβαλαν σε γυναικείο μοναστήρι, τα δε δύο άλλα αδέλφια του επήρε μαζί του στο Άγιον Όρος.
 Στο Άγιον Όρος εμπήκε στην υποταγή του θαυμασίου Γέροντος Νικηφόρου, ο οποίος ζούσε ησυχαστική ζωή κοντά στο Μοναστήρι του Βατοπαιδίου. Από τον Γέροντα Νικηφόρο διδάχθηκε κάθε αρετή με τα έργα, με ταπείνωσι ψυχής. Με την υπακοή, την ταπείνωσι και την άσκησι εγνώρισε έμπρακτα τις αρετές και εμόρφωσε στην καρδιά του τον Χριστό. Εκεί αξιώθηκε να δεχθή, με μυστική αποκάλυψι, την αντίληψι της Υπεραγίας Θεοτόκου.
 Μετά την κοίμησι του Γέροντός του έρχεται στην περίφημη Μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου έμεινε λίγα χρόνια ασκούμενος με μεγάλη σπουδή στα πνευματικά αγωνίσματα. Από την Μονή επήγε σε πιο ερημικό τόπο και παρέδωσε τον εαυτό του σε κάθε κατά Χριστόν σκληραγωγία. Τις αισθήσεις του με προσοχή συμμάζεψε, την δε ζωή του άριστα παιδαγώγησε και με την βοήθεια του Θεού ενίκησε κατά κράτος τους πολέμους του διαβόλου. Με αγρυπνίες και πηγές δακρύων καθάρισε την ψυχή του και έγινε σκεύος εκλεκτό του Παναγίου Πνεύματος και αξιώθηκε πολλές θεοφανείες.
 Λόγω όμως των πολλών επιδρομών των Τούρκων αναγκάστηκε να αφήση την ησυχία του και να έλθη στην Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως να βγή από την ακρίβεια της αγίας του ζωής.
 Αφού καθάρισε, με την βοήθεια του Θεού και με πολλούς ασκητικούς κόπους, το σώμα και την ψυχή, δέχθηκε κατόπιν από θεϊκή πληροφορία και το μέγα της ιερωσύνης χάρισμα. Ετελούσε δε την ιερά Μυσταγωγία σαν ένας άλλος άγγελος, ώστε και μόνον όσοι τον έβλεπαν έπαιρναν κατάνυξι στις ψυχές τους. Αναδείχθηκε πνευματοφόρος πατήρ και έλαβε εξουσία κατά των δαιμόνων, το χάρισμα των θαυμάτων, και προέλεγε τα μέλλοντα. Με ένα λόγο ήταν στολισμένος με τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
 Το να αγωνιζόμαστε, αγαπητοί, για την αρετή είναι στην δική μας εξουσία, το δε να πέσουμε σε πειρασμούς δεν εξαρτάται από εμάς. Γι΄αυτό και χωρίς τους πειρασμούς τέλειοι δεν μπορούμε να γίνουμε, ούτε και φανερώνεται η πίστις μας προς τον Θεόν. Γι' αυτό πολύ ορθά λένε οι σοφοί τα θεία, μόνον όταν καλώς ανταμωθούν η πράξις και το πάθος, τότε τελειούται ο κατά Θεόν άνθρωπος. Επέτρεψε η πάνσοφος του Θεού Πρόνοια και ο μέγας και άγιος Γρηγόριος να πέση σε πολλούς πειρασμούς για να φανή στ' αλήθεια με όλους τους πειρασμούς τέλειος.
 Η πορεία του Αγίου προς τα άνω Βασίλεια ήταν ουρανομήκης. Με υπακοή, ταπείνωσι και άσκησι εγνώρισε έμπρακτα τις αρετές. Εμόρφωσε δηλαδή τον Χριστό στην καρδιά του. Στην έρημο όλον τον καιρό είχε ασχολία προσευχής και μέσα από την καρδιά του εκραύγαζε προς τον Χριστό «φώτισόν μου το σκότος». Δια μέσου του θεοδιδάκτου δρόμου, της νηστείας, της αγρυπνίας και της προσευχής και των ευαγγελικών αρετών έλαβε ουράνια χαρίσματα...
 Πολύ σωστά στο απολυτίκιο του Αγίου η Εκκλησία μας ομολογεί τον θείον Γρηγόριον «φωστήρα Ορθοδοξίας, Εκκλησίας στήριγμα και διδάσκαλον, κήρυκα της χάριτος».
 Για 23 ολόκληρα χρόνια δέχθηκε ο Άγιος πιστός δούλος του Θεού Γρηγόριος πολλές συκοφαντίες και την λύσσα του Σατανά...
 Αφού πείστηκε περισσότερο στην θεία ψήφο, ωδηγήθηκε στον αρχιερατικό θρόνο και άξιος έγινε ποιμένας της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων. Σαν αρχιερέας πρόσθεσε περισσότερους κόπους για τον Χριστόν, το Ευαγγέλιον και την Εκκλησία Του.
 Οι δυτικοί, Βαρλαάμ, Ακίνδυνος και λοιποί πολέμιοι του Αγίου Γρηγορίου έλεγαν ότι η θεία Χάρις είναι κτιστή, οπότε μένει ο άνθρωπος και ο κόσμος αμέτοχος στην θεία ζωή και χάρι.
 Πρέπει να αισθανώμεθα τον Άγιο Γρηγόριο μαζί με την Εκκλησία μας σαν κανόνα της Ορθοδόξου Θεολογίας και της χριστιανικής ζωής.
 Επί της βασιλείας Ανδρονίκου Δ' του Παλαιολόγου, που ήταν θερμός προστάτης της ευσεβείας, συγκροτήθηκε ιερά Σύνοδος στην οποία ήλθε και ο Βαρλαάμ και με κομπασμό και έπαρσι ανέφερε τα κακόδοξα του δόγματα και τις κατηγορίες του εναντίον των ευσεβών. Με θείο, όμως, Πνεύμα, αφού ενισχύθηκε ο μέγας Γρηγόριος και παίρνοντας δύναμι Θεού, εταπείνωσε το βλάσφημο και υπερήφανο στόμα του Βαρλαάμ, και με λόγους και συγγράμματα πύρινα τις κακοδοξίες του εχάλασε... Επίσης και τον διάδοχο του Βαρλαάμ Ακίνδυνον τον παρουσίασε στην Σύνοδο σαν Βαρλααμίτην...
 Μπροστά σε τρεις αυτοκράτορες και τρεις πατριάρχας και συνόδους ανέτρεψε, με λόγους και συγγράμματα θεόπνευστα, τις πλάνες και αιρετικές διδασκαλίες του Βαρλαάμ, Ακινδύνου και ομοφρόνων τους...
 Εκτός όλων αυτών ο Θεός, κατά τις ανεξιχνίαστες Του βουλές, τον έστειλε διδάσκαλο στην Ανατολή. Σαν υπέρμαχος της ευσεβείας, προσκλήθηκε στην Κων/πολι και σαν πρέσβυς για να ειρηνεύσει την Εκκλησίαν από τις συκοφαντίες του ασεβούς Βαρλαάμ...
 Ενώ όμως επήγαινε πιάστηκε από τους αγαρηνούς (Τούρκους) και ωδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Ανατολή. Εκεί τον εκράτησαν ένα χρόνο, και τον έσερναν από τόπο σε τόπο και από πόλι σε πόλι, και σαν τέλειος αθλητής και διδάσκαλος του Χριστού εδίδασκε το Ευαγγέλιο του Χριστού άφοβα.
 Όσοι στέκονταν καλά στην πίστι τους στερέωνε περισσότερο και τους παρακινούσε να μένουν ακλόνητοι στην πίστι, τους δε κλονιζομένους τους εστερέωνε κατά σοφό τρόπο. Με όσους πάλι είχαν προδώσει την πίστι και περιέπαιζαν τα χριστιανικά δόγματα διαλεγόταν με θάρρος για την ένσαρκο οικονομία, την προσκύνησι του Τιμίου Σταυρού, των σεβασμίων εικόνων και για τον Μωάμεθ και άλλων πολλών ζητημάτων. Και άλλοι από τους παρόντας, οι καλοπροαίρετοι, τον εθαύμαζαν, άλλοι εμαίνονταν εναντίον του, οι οποίοι και ήθελαν να τον σκοτώσουν, αν δεν τους εμπόδιζε η ελπίδα της εξαγοράς του, οικονομία και αυτό της θείας Προνοίας, για την μεγάλη ωφέλεια της Εκκλησίας, όπως και έγινε. Τον ελευθέρωσαν κάποιοι φιλόχριστοι και επανήλθε στην ποίμνη του μάρτυς αναίμακτος με τα στίγματα του Χριστού στολισμένος...
 Μέσα μόνο στην αγία του Χριστού Ορθόδοξον Εκκλησία μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό, όχι με την διάνοια η το συναίσθημα, αλλά με αγιοπνευματική εμπειρία μπορεί ο ζωντανός χριστιανός να έχη μετοχή στο φως, την ζωή και την δόξα της Αγίας Τριάδος. Εμείς οι άνθρωποι κοινωνούμε και ενωνόμαστε με τον Θεό δια μέσου των θείων ενεργειών του Θεού που είναι άκτιστες, ενώ η θεϊκή ουσία του Θεού είναι ακοινώνητος.
 Στην χρυσή αλυσίδα των μεγάλων διδασκάλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας συναριθμήθηκε και ο μέγας Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος και αναδείχθηκε ισάξιος των Αγίων Αθανασίου, Βασιλείου, Γρηγορίου, Χρυσοστόμου, Κυρίλλων, Μαξίμου, Δαμασκηνού, Φωτίου και Θεοδώρου Στουδίτου.
 Σπάνια έγινε τόσος αγώνας, τόση προπαγάνδα, τόση δυσφήμησι και κατασυκοφάντησι προσώπου, όσον εναντίον του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Και μέχρι σήμερα οι Δυτικοί διατηρούν στο Παρίσι αντιπαλαμική Σχολή δυσφημούντες τον Άγιο και την διδασκαλία του.
 Ο αυτοκράτωρ, ο πατριάρχης και οι συνοδικοί χαρακτήρισαν στο τέλος της Συνόδου τον Άγιον Γρηγόριον «Διδάσκαλον ευσεβείας, και κανόνα δογμάτων ιερών και στύλον της ορθής δόξης και πρόμαχον Εκκλησίας και βασιλείας ευσεβούς καύχημα».
 Οι απόψεις του, αποτελούν σύνοψι και έκφρασι της εμπειρίας και της παραδόσεως της Εκκλησίας. Το κλειδί της θεολογίας το κατείχε στ' αλήθεια ο θείος Γρηγόριος, επειδή είχαν διανοιγεί τα μάτια του από το Άγιο Πνεύμα.
 Εδίδασκε ότι ο Θεός δεν είναι μόνον αμέθεκτος αλλά και μεθεκτός. Την ουσία του Θεού ουδείς και ουδέποτε ούτε στον παρόντα ούτε στον μέλλοντα αιώνα θα ιδούμε, τις άκτιστες όμως ενέργειες του Θεού μπορούμε να κοινωνήσουμε, ημών θεουμένων, κάτω από κατάλληλες πνευματικές προϋποθέσεις. Αυτές δηλαδή αποτελούν το μέσον και την γέφυρα που συνδέει τον άκτιστο Θεό με τα κτίσματα. Άλλο είναι η ουσία του Θεού και άλλο οι θείες ενέργειές του.
Σύντομη μνημόνευσις των αρετών του.
α) Ήταν υπερβολικά πράος, αλλά γινόταν και γενναίος μαχητής όταν ο λόγος ήταν για τον Θεό και τα θεία.
β) Ήταν αρνητής της κακίας και ανεξίκακος.
γ) Είχε μεγάλη προθυμία στο να ανταμείβη, όσον ήταν δυνατό, με αγαθά όσους φάνηκαν προς αυτόν κακοί.  
Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία  - Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"



Ο Άγιος νεομάρτυς και μεγαλομάρτυς Κωνσταντίνος ο Υδραίος


αγιος Κωνσταντίνος υδραίος
Μαρτύρησε στη Ρόδο στις 14 Νοεμβρίου 1800
Ο Άγιος Κωνσταντίνος καταγόταν από την νήσο Ύδρα. Οι γονείς του ονομάζονταν Μιχαλάκης και Μαρίνα . Η Ύδρα είναι άγονο νησί γι’ αυτό και οι κάτοικοί της ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία. Έτσι ο άγιος σε ηλικία δεκαοχτώ ετών βρέθηκε στη Ρόδο. Εκεί συναναστρεφόταν τον πασά της Ρόδου Χασάν, ένα εξωμότη Γεωργιανό. Ο πασάς πρόσεξε την εξυπνάδα και τον καλό χαρακτήρα του νεαρού Υδραίου και έβαλε όλη του την τέχνη να τον εξισλαμίσει .Τελικά τον κατάφερε ο μιαρός με κολακείες και πολλά δώρα. Για τρία χρόνια έμεινε στο Ισλάμ, στην υπηρεσία του πασά, με πολλές δόξες και τιμές, όμως δοκίμαζε την απόρριψη από τους άλλους Χριστιανούς και το σπουδαιότερο της μητέρας του , η οποία όταν κάποτε ο Κωνσταντίνος επισκέφτηκε την Ύδρα δεν του άνοιξε καν την πόρτα του σπιτιού λέγοντάς του ότι δεν τον αναγνωρίζει για παιδί της.
Άρχισε όμως η συνείδησή του να τον ελέγχει ακατάπαυστα με αποτέλεσμα να θρηνεί για το μεγάλο κακό που είχε πάθει. Τελικά πήγε σε κάποιο πνευματικό και εξομολογήθηκε. Όσα χρήματα έπαιρνε τα μοίραζε στους φτωχούς. Ποθούσε δε να παρουσιαστεί και να ομολογήσει τον Χριστό μπροστά στον πασά αλλά ο πνευματικός του τον απέτρεπε επειδή φοβόταν μήπως δειλιάσει λόγω της νεαρής του ηλικίας. Έτσι τον συμβούλεψε να φύγει και να πάει σε άλλο τόπο ώσπου να ανδρωθεί , να σκληραγωγηθεί και τότε να παρουσιαστεί για ομολογία. Υπακούοντας στον πνευματικό έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Αναζήτησε έμπειρο πνευματικό στο Πατριαρχείο όπου με συντετριμμένη καρδιά και θερμή κατάνυξη εξομολογήθηκε την άρνησή του και τον πόθο του για μαρτύριο. Ο πνευματικός τον παρουσίασε στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ ο οποίος τον νουθέτησε πατρικά και τον έστειλε στο Άγιο Όρος για να αρματωθεί πνευματικά με τις ευχές των αγιορειτών Πατέρων Στη Μονή Ιβήρων συνδέθηκε με τον περίφημο και κοινό πνευματικό του Όρους παπα Σέργιο της Σκήτης των Ιβήρων. Είχε δε μεγάλη ευλάβεια στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου την Πορταΐτισσα, την οποία παρακαλούσε να τον ενισχύσει για να υπομείνει το μαρτύριο για χάρη του Υιού της. Οι Πατέρες της Μονής προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν εκείνος όμως είχε τόσο μεγάλο πόθο για το μαρτύριο που κυριολεκτικά φλεγόταν. Τελικά με τις ευχές των Πατέρων αναχώρησε για τη Ρόδο όπου είχε εξωμόσει. Φθάνοντας στη Ρόδο και πάλι εξομολογήθηκε σε ένα πνευματικό τον σκοπό του. Εκείνος προσπάθησε να τον εμποδίσει φοβούμενος την έκβαση. Το ίδιο έκαναν και άλλοι Χριστιανοί. Εκείνος όμως όσο εμποδιζόταν τόσα περισσότερο ποθούσε να μαρτυρήσει. Έτσι μετά από προσευχή ξεκίνησε για τον αγώνα του.
Πήγε μόνος του και παρουσιάστηκε στον πασά και τον χαιρέτησε. Ο πασάς αρχικά δεν τον γνώρισε διότι ο άγιος φορούσε ράσο και αγιορείτικο σκούφο. Ο άγιος του θύμισε :
Εγώ είμαι εκείνος ο Κωνσταντίνος που τον έπεισες να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστέψει στον Μωάμεθ.
Ο πασάς του απάντησε :
Εγώ δεν σε γνωρίζω ποιος είσαι, γιατί είσαι καλόγερος. Αλλά εάν είσαι δικός μου γιατί φοράς αυτό το μαύρο ρούχο που δεν είναι της θρησκείας μας ; Ο δικός μας νόμος λέει να φοράμε άσπρα ενδύματα και λαμπρά, για να ξεχωρίζουμε από τους Χριστιανούς . Βγάλτα λοιπόν αυτά τα καταφρονεμένα μαύρα που φοράς κι εγώ θα σε ντύσω με άσπρα και λαμπρά και θα σου δώσω κι όσα χρήματα χρειάζεσαι για να απολαμβάνεις τον κόσμο και να χαίρεσαι μαζί μου και οι Χριστιανοί να σε φοβούνται και να σε προσκυνούν.
Ο Άγιος τότε με πολύ θάρρος του αποκρίθηκε :
Έλα κι εσύ, ηγεμόνα, να πιστέψεις και να ομολογήσεις τον Χριστό Θεό αληθινό , να σε φωτίσει να δεις το αληθινό φως, να κερδίσεις την Βασιλεία των Ουρανών. Να δεις τα καλά του Παραδείσου, να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι μ’ όλους τους αγγέλους και τους αγίους.
Ποιος σου έμαθε όλες τις φλυαρίες αυτές , του λέγει ο πασάς. Εγώ σ’ έκαμα γιο μου , να σε παντρέψω, να με κληρονομήσεις κι εσύ τα περιφρόνησες όλα αυτά κι έγινες καλόγερος ;
Τότε ο πασάς διέταξε να ρίξουν τον Άγιο στη φυλακή και αγανακτισμένος κλείστηκε στο χαρέμι του από το κακό του και μετά τρεις ημέρες ,πυρ και μανία κατά του μάρτυρος ,ζήτησε να τον φέρουν μπροστά του .Τον ρώτησε :
Τι ήταν αυτά τα λόγια που τόλμησες προχτές να πεις εναντίον μου ;
Σου είπα, του απάντησε ο μάρτυς , να πιστέψεις στον Χριστό , γιατί η δική σας πίστη είναι βρώμικη και ψεύτικη. Πιστεύετε σ’ ένα ψεύτη που δεν έκανε κανένα θαύμα ούτε δίδαξε καμιά αλήθεια και κανένα καλό παρά μόνο μυθολογίες , κακίες και διαφθορά. Κι εσείς τον ακολουθείτε ως προφήτη γι’ αυτό θα πάτε μαζί του στην κόλαση και θα κατακαίεστε μαζί με τους αδελφούς σας τους δαίμονες. Έλα λοιπόν να γίνεις Χριστιανός, για να χαίρεσαι αιώνια στον Παράδεισο.
Τότε διέταξε ο πασάς να τον δείρουν, να του ξεριζώσουν τις τρίχες της κεφαλής του , να του ξεσκίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και να του σπάσουν τα σαγόνια με πέτρες για να μάθει να μιλάει καλύτερα στους ηγεμόνες. Οι στρατιώτες τον άρπαξαν και με πολύ μίσος εκτελούσαν την εντολή του κυρίου τους, φτύνοντάς τον στο πρόσωπο και βρίζοντάς τον ενώ συγχρόνως τον ειρωνεύονταν : Ας έλθει ο Χριστός σου, να σε σώσει από τα χέρια μας.
Ο άγιος τα υπέμεινε όλα αυτά λέγοντας Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου. Τέλος μισοπεθαμένο τον έριξαν στη φυλακή δεμένο με βαριές αλυσίδες στα πόδια και το λαιμό.
Την άλλη μέρα τον έφεραν πάλι μπροστά στον δικαστή.
Μετανόησες για τις χτεσινές σου φλυαρίες , Χασάνη ; τον ρώτησε ο πασάς.
Εγώ δεν είμαι Χασάνης αλλά είμαι Χριστιανός, Κωνσταντίνος το όνομά μου και δεν λέω φλυαρίες αλλά πιστεύω και ομολογώ Πατέρα Υιό και Άγιο Πνεύμα, τρία Πρόσωπα ,ένα Θεό αληθινό. Τούτον προσκυνώ, τούτον δοξάζω , την δε θρησκεία σας αναθεματίζω.
Τότε οι στρατιώτες, με διαταγή του πασά, του έδωσαν πεντακόσιους ραβδισμούς στη ράχη και πεντακόσιους στα πόδια, τόσο που έπεσαν τα νύχια των ποδιών του και το αίμα έτρεχε ποτάμι.
Νομίζοντας ότι πέθανε τον σήκωσαν αναίσθητο και τον πέταξαν στη φυλακή. Εκεί ο τρισμακάριστος αξιώθηκε θείας αντιλήψεως. Ο ίδιος ο Χριστός παρουσιάστηκε και θεράπευσε τις πληγές του και τον απεκατέστησε υγιή. Μετά από τρεις ημέρες τον οδήγησαν πάλι στον πασά .
Σου άρεσε , Χασάνη, αυτό που σου έκανα ; τον ρώτησε ο πασάς. Έλα το γρηγορότερο στην πίστη μας, για να σου χαρίσω όσα σου έταξα.
Ξέρεις πολύ καλά , πασά, πριν από λίγες μέρες τι βασανιστήρια μου έκανες. Που είναι τώρα εκείνες οι πληγές ; βλέπεις κανένα σημάδι ; Κοίταξε, λείπει κανένα μου νύχι ; Ο Δεσπότης μου Χριστός με επισκέφτηκε στη φυλακή και με θεράπευσε ως αληθινός Θεός που είναι .Αυτόν προσκυνώ και λατρεύω, τον δε δικό σας Μωάμεθ αποστρέφομαι γιατί είναι διεφθαρμένος και όποιος τον ακολουθεί πάει μαζί του στην κόλαση. Πίστεψε λοιπόν στον Χριστό, όπως πιστεύουν μέχρι τώρα και οι δικοί σου γονείς.
Ο πασάς διέταξε να τον βάλουν πάλι στη φυλακή και τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο , το λεγόμενο τουμπρούκι. Εκείνες τις ημέρες φυλάκισαν δύο ιερείς από το χωριό Σορόνι , κάποιους Χριστιανούς και Τούρκους. Μια νύχτα, θέλοντας ο Χριστός να δοξάσει τον μάρτυρά Του και προ του τέλους , έστειλε μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας και έλαμψε φως μέγα και ο Άγιος λύθηκε θαυματουργικά από τις αλυσίδες και το τουμπρούκι. Στάθηκε δε και προσευχόταν προς την Ανατολή. Το ίδιο έκαναν και οι ιερείς και οι Χριστιανοί , οι δε Τούρκοι φώναζαν αλλάχ αλλάχ, διότι όλοι έβλεπαν το εξαίσιο εκείνο φως. Το ουράνιο αυτό φως είδαν και έξω από τη φυλακή οι φρουροί και έτρεξαν νομίζοντας πως η φυλακή έπιασε φωτιά. Όταν οι φρουροί πληροφορήθηκαν το γεγονός , το ανέφεραν στον πασά. Εκείνος τους είπε να μη το ανακοινώσουν γιατί είναι εις βάρος της θρησκείας τους. Παρομοίως φοβέρισε και τους αυτόπτες φυλακισμένους.
Από τότε δεν τον έφερε μπροστά του πάλι ο πασάς αλλά τον βασάνιζαν οι υπηρέτες της πλάνης μέσα στη φυλακή. Ένας ιμάμης μια μέρα σήκωσε το μιαρό του χέρι να τον χαστουκίσει και αμέσως το χέρι του έγινε κατάμαυρο. Από τότε κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει. Έμεινε στη φυλακή πέντε μήνες ταλαιπωρούμενος από την πείνα, την δίψα, τη βρωμιά, τις ψείρες και την όλη δυστυχία της φυλακής. Μόνο ένας ευλαβής Χριστιανός τον επισκεπτόταν και του έφερνε την Θεία Κοινωνία. Ο πασάς φοβόταν να εκτελέσει τον Άγιο εξαιτίας της μεγάλης επιρροής των Υδραίων στον αρχιναύαρχο του στόλου του Αιγαίου.
Έγραψε σε κάποιον επιφανή Υδραίο ζητώντας τη γνώμη του για την υπόθεση. Ο Άγιος, μαθαίνοντάς το μέσα από τη φυλακή, του έγραψε κι εκείνος ζητώντας να μη τον υποστηρίξει αλλά ,αν αγαπάει τον συμπατριώτη του ,να τον αφήσει να πεθάνει για την αγάπη του Χριστού. Έτσι ο καπετάν Γιώργης απάντησε στον πασά να τον κάνει ό,τι θέλει .
Κάποια μέρα ο πασάς τον έβγαλε από τη φυλακή και τον διέταξε να μεταφέρει πέτρες. Σε μια στιγμή ο Άγιος προσποιήθηκε πως δραπετεύει για να τον αναγκάσει να τον θανατώσει. Ένας χριστιανομάχος παραστεκόμενος του πασά τον έπιασε και τον χτυπούσε με μανία με τη μαχαίρα του σε όλο του το σώμα .Και πάλι τον έκλεισαν στη φυλακή.
Αφού απηύδησε ο ηγεμόνας να παιδεύει μάταια τον αθλητή του Χριστού, τον έφερε μπροστά του ,τελευταία φορά ,και τον ρώτησε αν αρνείται τον Χριστό .Ο Άγιος του απάντησε :
Σου είπα ότι Χριστιανός είμαι και τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι ακόμη κι αν κατακόψεις σε μύρια κομμάτια. Κάμε λοιπόν ό,τι θέλεις μια ώρα αρχύτερα γιατί ο Κύριος με προσμένει.
Προγνωρίζοντας ο Άγιος τον θάνατό του ζήτησε από εκείνον τον ευλογημένο Χριστιανό να του φέρει τα Άχραντα Μυστήρια. Πράγματι, χαράματα της Τετάρτης , 14 Νοεμβρίου, τον στραγγάλισαν μέσα στη φυλακή. Μετά το μαρτύριο του Αγίου, ο Τούρκος που τον έπνιξε βρήκε κακό θάνατο. Χτυπήθηκε εκεί που κοιμόταν από αστροπελέκι , το οποίο κατέκαυσε αυτόν ενώ οι άλλοι που ήσαν δίπλα του έμειναν αβλαβείς.
Το πρωί έδωσε την άδεια ο πασάς στους Χριστιανούς να τον θάψουν. Το άγιο λείψανό του ενταφιάστηκε στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Βαρούσι.
Πλήθος θαύματα ακολούθησαν. Όποιος πήγαινε και προσκυνούσε τον τάφο του μάρτυρος θεραπευόταν δι’ αυτού ,με την χάρη του Θεού, από οποιοδήποτε νόσημα ασθενούσε.
Η μητέρα του , η οποία ζούσε και έμαθε για το μαρτύριο του γιου της και δόξαζε τον Θεό, πήγε η ίδια στη Ρόδο , όπου έκανε την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων , τα οποία μετέφερε στην Ύδρα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου