ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

2 Φεβρουαρίου η εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού

                         Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ  





Από το ιστολόγιον της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Καρέα της Ιεράς Μητροπόλεως Καοσαριανής , Βύρωνος και Υμμητού


Untitled-22Τεσσαράκοντα ἡμέρες μετὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Θεοτόκος ἀνέβηκαν εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων, διὰ νὰ ἐκπληρώσουν δύο ἀπαιτήσεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ἡ μία ἦτο ὁ ἁγιασμὸς τοῦ Παιδίου καὶ ἡ ἄλλη ὁ καθαρισμὸς τῆς Θεοτόκου.
Ὅπως εἶναι γνωστόν, ἡ δεκάτη πληγή τοῦ Φαραώ, πού ἤναγκασε τούς Αἰγυπτίους νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερους τούς Ἰσραηλίτες, ἦτο ἡ σφαγὴ τῶν πρωτοτόκων «ἀπὸ πρωτοτόκου Φαραὼ… ἕως πρωτοτόκου παντὸς κτήνους». (Ἐξ. 12, 29). Τὰ πρωτότοκα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐσώθησαν τότε μὲ τίς ὁδηγίες καὶ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ.
Διὰ νὰ μὴ λησμονήσουν οἱ Ἰσραηλίτες τὴν εὐεργεσίαν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε νὰ ἁγιάζουν τὰ πρωτότοκα, δηλαδὴ νὰ τὰ θεωροῦν ὡς ἀφιερωμένα εἰς τὸν Θεόν, διότι ἀνήκαν εἰς Αὐτόν. «Ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους· ἐμοί ἐστιν» (Ἐξ 13, 2. Λουκ. 2, 23). Ὅταν λοιπὸν ἐγεννᾶτο τὸ πρῶτον ἄρρεν τέκνον τῆς οἰκογενείας, οἱ γονεῖς του τεσσαράκοντα ἡμέρες μετὰ τὴν γέννησίν του ἔπρεπε νὰ τὸ παρουσιάσουν εἰς τὸν Ναόν, δηλαδὴ νὰ τὸ προσφέρουν εἰς τὸν Θεόν. Μόνον μὲ τὴν καταβολὴν ἑνός χρηματικοῦ ποσοῦ ἠμποροῦσαν νὰ τὸ ἐξαγοράσουν.
Ἡ δευτέρα ὑποχρέωσις ἦτο ὁ καθαρισμὸς τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ προσφορὰ τῆς σχετικῆς θυσίας. Ἐπειδὴ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Θεοτόκος ἦσαν πτωχοί, προσέφερον ἕνα ζεῦγος τρυγόνων ἤ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν, πού ἦτο ὡρισμένον ἀπὸ τὸν Νόμον διὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς τάξεώς των.
Ἡ ἀνάβασις τῆς Ἁγίας Οἰκογένειας εἰς τὸν Ναὸν καὶ ἡ ὑποταγὴ τοῦ Κυρίου εἰς ὅσα ὁ Νόμος διέτασσε διὰ κάθε Ἰσραηλίτην (ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἤδη δεχθῆ τὴν περιτομήν), ἐπιβεβαιώνουν ἐκεῖνο, πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διὰ τὴν συγκατάβασιν καὶ ταπείνωσιν τοῦ Κυρίου: «ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γάλ. 4, 4-5). Δηλαδή: Ὁ Θεὸς ἐξαπέστειλε τὸν Υἱόν Του εἰς τὸν κόσμον, ὁ Ὁποῖος ἔγινεν ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα καὶ συνεμορφώθη πρὸς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, διὰ νὰ ἐξαγοράση ἐκείνους, πού ἦσαν ὑπὸ τὴν κατάραν τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, διὰ νὰ λὰβωμεν τὴν υἱοθεσίαν πού ὁ Θεὸς μᾶς εἶχεν ὑποσχεθῆ. Ὅπως λέγει ἕνα τροπάριον τοῦ Ἐσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς (2 Φεβρουαρίου), ὁ Νομοθέτης, τόν Ὁποῖον ὁ Μωϋσῆς εἶδεν εἰς τὸ Σινᾶ, γίνεται βρέφος καὶ ὑποτάσσεται εἰς τὸν Νόμον. («…ὅν ὑπὸ τὸν γνόφον Μωςῆς νομοθετοῦντα προεώρα ἐν Σινᾶ, βρέφος γενόμενον, νόμω ὑποταττόμενον» (β’ Στιχηρόν).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐξιστορεῖ τί συνέβη εἰς τὸν Ναὸν κατὰ τὴν παρουσίασιν τοῦ Θεανθρώπου εἰς αὐτόν.
«Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν ῾Ιεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου. καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον ᾿Ιησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ. Καὶ ἦν ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. Καὶ ἦν ῎Αννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς ᾿Ασήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς, καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν·» (Λουκ. 2, 25-38).
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνος
Ὁ ἁγιογράφος τῆς εἰκόνος τῆς Ὑπαπαντῆς μὲ βάσιν τὸ ἀνωτέρω ὑλικόν τοποθετεῖ τὴν σκηνὴν τῆς ὑποδοχῆς τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν Συμεὼν εἰς τὸν Ναὸν ἔμπροσθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, σκεπασμένης μὲ κουβούκλιον, διὰ νὰ παρουσιὰση τὸ ἱερόν, ὅπου ἔγινεν ἡ Ὑπαπαντή. Ἡ Θεοτόκος «λυγερόσωμος ὡς νεαρὰ κυπάρισσος» ἁπλώνει τὴν δεξιὰν χεῖρὰ της εἰς στάσιν προσφορᾶς. Ἔχει παραδώσει τὸ τέκνον της εἰς τὸν θεοδόχον Συμεών. Ἐκεῖνος, κυρτωμένος ἀπὸ τὰ χρόνια, κρατεῖ τὸν Χριστὸν μὲ τὰς δύο του χεῖρας, πού εἶναι σκεπασμένοι μὲ τὸ ἱμάτιόν του. Ἡ κάλυψις τῶν χειρῶν εἶναι δεῖγμα σεβασμοῦ. «Ἡ κεφαλὴ του εἶναι μακρόμαλλη καὶ ἀναμαλλιασμένη, μὲ τοὺς πλοκάμους συνεστραμμένους ὡς ὀφίδια, τὸ γένειόν του ἀναταραγμένον, τὸ πρόσωπόν του σεβάσμιον κατὰ πολλὰ καὶ πατριαρχικόν, οἱ πόδες του λυγισμένοι, πατοῦν ἐπάνω εἰς τὸ ὑποπόδιον κλονιζόμενοι. Τὰ ὄμματά του εἶναι ὡσὰν δακρυσμένα, καὶ φαίνεται ὡς νὰ λέγη· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα» (Φ. Κὸντογλου).
Ἄξιον παρατηρήσεως εἶναι, ὅτι ἐνῶ ἡ εἰκὼν παρουσιάζει σκηνὴν τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀπὸ τὴν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ, δὲν εἰκονίζει τοῦτον ὡς νήπιον ἐσπαργανωμένον. Τοῦτο δὲν γίνεται ἄνευ λόγου. Τὸ Παιδίον εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός, ὁ Θεάνθρωπος. Εἶναι «ὁ ἄναρχος Λόγος τοῦ Πατρός, ἀρχὴν λαβών χρονικήν, μὴ ἐκστάς τῆς αὐτοῦ Θεότητος», «ὅ ὀχούμενος ἐν ἅρμασι Χερουβὶμ καὶ ὑμνούμενος ἐν ἄσμασι Σεραφίμ», ὅπως λέγουν τὰ τροπάρια τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.
Ὄπισθεν τῆς Θεοτόκου ἵσταται ἡ προφήτις Ἄννα. Ἡ στάσις της ἐκφράζει τὴν προφητικήν της ἔμπνευσιν. Τό εἰλητάριον πού κρατεῖ, γράφει: «Τοῦτο τὸ βρέφος οὐρανὸν καὶ γῆν ἐστερέωσεν».
Εἰς τὸ ἄκρον ἀριστερὰ ὁ Ἰωσὴφ μεταφέρει κρατῶν ἐπάνω εἰς τὴν πτυχὴν τοῦ ἐνδύματός του (εἰς ἄλλας εἰκόνας μέσα εἰς κλουβὶ) τὰς δύο τρυγόνας ἤ τὰ δύο περιστεράκια. Τὰ πουλιὰ αὐτά, ὅπως λέγει τὸ κατωτέρω ἀπόσπασμα ἀπὸ ὕμνον τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, συνεβόλιζαν τοὺς ἐξ Ἰουδαίων καὶ ἐξ ἐθνικῶν Χριστιανούς, καθὼς καί τὰς δύο Διαθήκας, τὴν Παλαιὰν καὶ τὴν Καινήν, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ, σήμερον τῷ θεὶῳ ἱερῷ κατὰ νόμον προσφερόμενος, πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις· καὶ ὑπὸ Ἰωσὴφ εἰσδέχεται δῶρα θεοπρεπῶς, ὡς ζεῦγος τρυγόνων τὴν ἀμίαντον Ἐκκλησίαν καὶ τῶν ἐθνῶν τὸν νεόλεκτον (=νεοσύλεκτον) λαὸν περιστερῶν δὲ δύο νεοσσούς, ὡς ἀρχηγός Παλαιᾶς τε καὶ Καινῆς…» (Δοξαστικὸν Στιχηρῶν).
Χρήστου Γκότση:“Ὁ Μυστικός Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων”,Ἔκδόσεις Α.Δ


Απάνθισμα Πατερικής Σοφίας για τη μεγάλη εορτή της Υπαπαντής 





«Νοιῶσε μεγάλη χαρά, θυγατέρα Σιών, διαλάλησε τὴ χαρά σου, θυγατέρα Ἱερουσαλὴμ». Χόρευε, λαὲ τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ. Σκιρτᾶτε οἱ πύλες καὶ τὰ τείχη τῆς Σιών καὶ ὁλόκληρη ἡ γῆ. Φωνάξτε σεῖς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ σκιρτήσατε πολύ. Τὰ ποτάμια, χειροκροτεῖστε καὶ τὰ πλήθη περικυκλῶστε τήν Σιών, βλέποντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα σ’ αὐτήν.
Ἂς ὁμονοήσουν σήμερα τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια καὶ ἂς ἀναπέμπει ὕμνους ἡ ἄνω μαζὶ μὲ τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ, γιὰ τὸν Χριστὸ πού βρίσκεται σʼ αὐτήν, τὸν οὐράνιο καὶ τὸν ἐπίγειο. Γύρω ἀπὸ τὸν οὐράνιο χορέψτε οἱ νοερὲς δυνάμεις, καὶ τὸν ἐπίγειο ἀνυμνεῖστε τον οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους.
Διότι σήμερα ἐμφανίστηκε ὁ Θεὸς τῶν θεῶν στὴ Σιών. Σήμερα εἰπώθηκαν λόγια δόξης γιὰ σένα, πόλη τοῦ Θεοῦ Ἱερουσαλήμ, πόλη τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ. Ἄνοιξε τὶς πύλες πρὸς τιμὴν αὐτοῦ πού ἄνοιξε σὲ ὅλους τὶς πύλες τοῦ παραδείσου, καὶ ἐπίσης ἄνοιξε τὶς πύλες τῶν τάφων πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρό, συνέτριψε τὶς πύλες τοῦ ἅδη πού ἦταν γιὰ αἰῶνες κλειστές, καὶ ἔκλεισε κατὰ τρόπο παράδοξο τὶς πύλες τῆς παρθενίας.
Σὴμερα, ἐκεῖνος πού τὰ παλιὰ χρόνια μίλησε μὲ τὸν Μωυςῆ πάνω στὺ ὄρος Σινᾶ κατὰ τρόπον θεοπρεπῆ, ἐκπληρώνει τὸν νόμο, ὑποτασσόμενος στὸν νόμο σὰν δοῦλος. Σήμερα ἔρχεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ θαιμάν στὴ Σιών. Σήμερα ὁ οὐράνιος Νυμφίος, μαζὶ μὲ τὴ Θεομήτορα παστάδα, ἔρχεται στὸν ναό. Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, βγεῖτε πρὸς προϋπάντησή του. Ἀνᾶψτε γεμάτες χαρὰ τὶς λαμπάδες στὸ ἀληθινὸ φῶς. Περιποιηθεῖτε τοὺς χιτῶνες τῶν ψυχῶν σας γιὰ χάρη τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.
Μαζὶ μὲ τὴ Σιών καὶ οἱ λαοὶ τῶν ἐθνῶν, κρατώντας λαμπάδες, ἂς τὸν προϋπαντήσουμε. Ἂς μποῦμε στὸν ναὸ μαζὶ μὲ τὸν ναὸ καὶ Θεὸ καὶ Χριστό. Μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ἂς ψάλουμε δυνατὰ τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων, «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος ὁ Κύριος Σαβαώθ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ εἶναι γεμάτα ἀπὸ τὴ δόξα του». Εἶναι γεμάτα τὰ πέρατα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν καλωσύνη του. Εἶναι γεμάτη ὅλη ἡ κτίση ἀπὸ τὴ δοξολογία του. Εἶναι γεμάτη ἡ ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴ συγκατάβασή του. Τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ καταχθόνια εἶναι γεμάτα ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνία του, γεμάτα ἀπὸ τὰ ἐλέη του, γεμάτα ἀπὸ τὶς δωρεές του, γεμάτα ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες του.
«Ὅλα λοιπὸν τὰ ἔθνη χειροκροτεῖστε»· ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς, «ἐλᾶτε καὶ δές τε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ»· καθετί πού ἀναπνέει ἂς αἰνέσει τὸν Κύριο»· «ὅλη ἡ γῆ ἂς προσκυνήσει»· κάθε γλώσσα ἂς τραγουδήσει· κάθε γλώσσα ἂς ψάλλει· κάθε γλώσσα ἂς δοξολογήσει παιδὶ-Θεόν, σαράντα ἡμερῶν καὶ προαιώνιο· παιδὶ μικρὸ καὶ ἡλικιωμένο· παιδὶ πού θηλάζει, καὶ δημιουργὸ τῶν ὅλων.
Βλέπω βρέφος, καὶ ἀναγνωρίζω τὸν Θεό μου· βρέφος πού θηλάζει καὶ διατρέφει τὸν κόσμο· βρέφος πού κλαίει, καὶ χαρίζει στὸν κόσμο ζωὴ καὶ χαρὰ· βρέφος πού σπαργανώνεται, καὶ μὲ λυτρώνει ἀπὸ τὰ σπάργανα τῆς ἁμαρτίας· βρέφος στὴν ἀγκαλιά τῆς μητέρας, μὲ σάρκα πραγματικὰ μέ συνεχή παρουσία πάνω στὴ γῆ, καὶ ταυτόχρονα ὁ ἴδιος καὶ στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, πραγματικὰ καὶ συνεχῶς στοὺς οὐρανούς.
Βλέπω βρέφος πού ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ μπαίνει στὴν Ἱερουσαλήμ, χωρὶς ὅμως νʼ ἀποχωρίζεται καθόλου ἀπὸ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Βλέπω βρέφος πού προσφέρει σύμφωνα μὲ τὸν νόμο στὸ ναὸ θυσία πάνω στὴ γῆ, ἀλλά καὶ τὸ ἴδιο νὰ δέχεται τὶς εὐσεβεῖς θυσίες ὅλων στοὺς οὐρανούς.
Τὸν Ἴδιο νὰ κρατιέται στὶς ἀγκάλες τοῦ γέροντα κατ’ οἰκονομίαν, καὶ τὸν Ἴδιο νὰ κάθεται σὲ θρόνους χερουβικούς, ὅπως ταιριάζει σὲ Θεό.
Τὸν Ἴδιο νὰ προσφέρεται καὶ νὰ ἐξαγνίζεται, καὶ τὸν Ἴδιο νὰ ἐξαγνίζει καὶ νὰ καθαρίζει τὰ πάντα. Νὰ εἶναι ὁ ἴδιος τὸ δῶρο, καὶ ὁ ἴδιος ὁ ναός.
Ὁ Ἴδιος ἀρχιερεύς, καὶ ὁ ἴδιος τὸ θυσιατήριο, ὁ ἴδιος τὸ ἱλαστήριο.
Ὁ ἴδιος νὰ εἶναι αὐτὸς πού προσφέρει θυσὶα, καὶ ὁ ἴδιος νὰ προσφέρεται θυσία ὑπὲρ τοῦ κόσμου, καὶ ὁ ἴδιος νὰ προσκομίζει τὰ ξύλα τῆς ζωῆς καὶ τῆς γνώσεως.
Νὰ εἶναι ὁ ἴδιος τὸ ἀρνί, καὶ ὁ Ἴδιος ἡ φωτιά. Ὁ ἴδιος νὰ εἶναι τὸ ὁλοκαύτωμα, καὶ ὁ ἴδιος ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος. Ὁ ἴδιος ὁ ποιμένας, καὶ ὁ ἴδιος τὸ ἀρνί.
Ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ θύτης, καὶ ὁ ἴδιος τὸ θῦμα. Αὐτός Ἐκεῖνος πού προσφέρεται, καὶ ὁ Ἴδιος Ἐκεῖνος πού δέχεται τὴ θυσία. Αὐτός νὰ εἶναι ὁ νόμος καὶ ὁ Ἴδιος τώρα νὰ ὑποτάσσεται στὸν νόμο.
Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων
Λέγει ὁ Συμεὼν πρός τήν Παρθένο: «Ὅσο γιὰ σένα ὁ πόνος γιὰ τὸ παιδί σου θὰ διαπεράσει τὴν καρδιά σου σὰν δίκοπο μαχαίρι».
Ὅταν λέει δίκοπο μαχαίρι νομίζω πώς ἐννοεῖ τὴ λύπη τῆς ἁγίας Παρθένου, πού προῆλθε ἀπὸ τὴ δοκιμασία της γιὰ τὴ σταύρωση τοῦ Κυρίου. Τὴν διαπέρασε πρόσκαιρα χωρὶς νὰ τὴν βλάψει, χωρὶς νὰ τὴν πλήξει. «Γιὰ νὰ φανερωθοῦν οἱ πραγματικὲς διαθέσεις πολλῶν». Γιατί τὸ σωτήριο πάθος τοῦ Κυρίου δοκιμάζοντάς τους ἀποκάλυψε τοὺς λογισμοὺς ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὅσοι ἦταν γερὰ στερεωμένοι στὴν πίστη, παρόλο πού σὰν ἄνθρωποι κλονίστηκαν, δὲν ἀπελπίστηκαν ὅμως τελείως, γιατί περίμεναν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ γυναῖκες πού πῆγαν στὸν τάφο του καὶ ὅπως οἱ θεσπέσιοι μαθητές του. Αὐτοί πού ἔχουν πλανεμένη πίστη μοιάζουν μὲ τὸν σπόρο πού ἔπεσε σὲ πετρῶδες ἔδαφος, οἱ ὁποῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ ὑποφέρουν τὸν καύσωνα τῶν πειρασμῶν· καὶ ὅποιο μικρὸ ἀπομεινάρι πίστης εἶχαν τὸ ἔχασαν ἐξαιτίας τῆς μικροψυχίας τους.
Συνεχίζει ἡ Γραφὴ: «Ἐκείνη τὴ στιγμὴ παρουσιάστηκε  σώφρων προφήτης Ἄννα,  ποία ἔμενε καὶ λάτρευε τὸν Θεὸ στὸν Ναὸ μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές», πού ἦταν γριὰ στὸ σῶμα, ἀλλά νέα στὴν πίστη.
«Δοξολογοῦσε τὸν Θεό», δηλαδὴ τὸν εὐχαριστοῦσε κι’ αὐτή, γιατί ἀξιώθηκε τέτοιας καὶ τόσο μεγάλης χάρης νὰ δεῖ κι αὐτή τὸν Χριστὸ τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἄννα κι ἄλλους παρότρυνε σ’ αὐτό. Λέει ἡ Γραφή: «Μιλοῦσε γιὰ τὸ παιδὶ σὲ ὅλους, ὅσοι στὴν Ἱερουσαλὴμ περίμεναν τὴ λὺτρωση». Περίμεναν τὴ λύτρωση, τὴν ὁποία ὁ θεῖος Δαβὶδ διακήρυττε πρὶν ἀπὸ πολὺ χρόνο μὲ τοὺς ψαλμούς του, λέγοντας: «Λύτρωση ἔστειλε ὁ Κύριος στὸν λαό του», καὶ ἀλλοῦ: «Τὸν ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, γιὰ νὰ εἶναι σὰν βασιλικὴ ράβδος τῆς κληρονομιᾶς σου». Ποιὸς εἶναι αὐτός πού μᾶς λύτρωσε καὶ ποιὰ εἶναι ἡ λύτρωση; Εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, διὰ τοῦ Ὁποίου ὅλοι μας λυτρωθήκαμε ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὴ φθορά.
Λεόντιος Νεαπόλεως, Λόγος Α’



Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


(†)Αντωνίου Bloom
Untitled-1gΝῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ» (Λκ. 2. 29 32)
 Tὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Συμεών σημειώνουν τὸ τέλος μιᾶς μακρᾶς περιόδου, χιλιάδων χρόνων κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν χωρὶς τὸν Θεό· εἶχαν περάσει χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἀδὰμ εἶχε χύσει τὸ πρῶτο του δάκρυ, ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε θρηνήσει γιὰ πρώτη φορὰ πάνω στὴ γῆ ἐκείνη στὴν ὁποία δὲν εὕρισκες πιὰ τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στὰ πλάσματά Του.
Ὁλόκληρη ἡ γῆ, ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ποθοῦσε τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ ἐπιτέλους θὰ συναντοῦσε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸν Θεό του πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Νά λοιπὸν ποὺ ἡ μέρα ἐκείνη εἶχε φτάσει: ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος μέσα σὲ μιὰ φάτνη στὴ Βηθλεέμ· ὁ Αἰώνιος μπῆκε μέσα στὸ χρόνο· ὁ Ἀπεριχώρητος καὶ Ἀτελεύτητος ὑπάχθηκε στοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστῆς μας κατάστασης.
Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἁγιότητα μπῆκε στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας τὴ μέρα τοῦ βαπτίσματός Του μὲ τὸ νὰ βυθιστεῖ στὰ φοβερὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη μέσα στὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποπλύνει τὰ ἁμαρτήματά τους· βυθίστηκε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ σὰν μέσα στὰ νεκρὰ νερὰ τῆς μυθολογίας καὶ τῶν παραμυθιῶν καὶ βγῆκε φορτισμένος μὲ τὴ νέκρα καὶ τὴ θνητότητα τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους εἶχε ἔλθει νὰ σώσει.
Σήμερα θυμόμαστε τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου, τὴ συνάντησή Του μὲ τὸ πρῶτο πρόσωπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Μητέρα Του, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Τὸν εἶχε διαισθανθεῖ ὡς Θεό. Ἡ τραγωδία τῆς ἀποστέρησης τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία βρίσκουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο ἔχει τελειώσει· ὁ Κύριος εἶναι μαζὶ μὲ τὸ λαό Του· ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας κατοικεῖ πάνω στὴ γῆ αὐτή.
Μιὰ νέα ὅμως τραγωδία ἀρχίζει, ἡ πορεία τοῦ Θεανθρώπου πρὸς τὸ Σταυρό. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὴ χώρα τοῦ θανάτου καὶ μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει. Γεννήθηκε μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει γιὰ χάρη μας. Ἂν προσέξατε τὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὰ ὁποῖα διαβάζονται γιὰ τὴ γιορτὴ αὐτὴ εἶναι πιθανὸ νὰ καταλάβατε τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους θεσπίστηκε.
Στὸ δέκατο τρίτο κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς ζήτησε ἀπὸ τὸ Μωυσῆ τὴν καθιέρωση τοῦ κάθε πρωτότοκου ἀγοριοῦ, τὴν προσφορὰ τοῦ παιδιοῦ σὰν μιὰ θυσία σὲ μνήμη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Ἰσραὴλ σώθηκε ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων μέσῳ τοῦ θανάτου ὅλων τῶν πρωτοτόκων τῆς Αἰγύπτου.
Ἡ παρουσίαση αὐτὴ τοῦ κάθε πρωτότοκου βρέφους στὸ Ναὸ δὲ σήμαινε μιὰ πλήρη ἀφιέρωση στὸν Θεό: τὰ παιδιὰ αὐτὰ ἐπέστρεφαν στὴ συνέχεια πίσω στὴν καθημερινὴ κοσμικὴ ζωή. Ἡ παρουσία σήμαινε τὴν ἄφεσή τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σήμαινε ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε πάνω τους δικαίωμα ζωῆς καὶ θανάτου καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναγνωριζόταν ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ γονεῖς πλήρωναν γιὰ τὸ παιδὶ σὰν λύτρα ἕνα ἀμνὸ ἢ ἕνα ζεῦγος περιστεριῶν.
Ὁ πρωτότοκος ἦταν πραγματικὰ μιὰ αἱματηρὴ θυσία ἡ ὁποία ἀναβαλλόταν ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα μέχρι τὴ μέρα ποὺ ὁδηγήθηκε στὸ ναὸ ὁ Μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε γίνει Γιὸς τῆς Παρθένου, ὁ «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἡ αἱματηρὴ αὐτὴ θυσία ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀντικατάστατο τῆς θυσίας εἶχε προσφερθεῖ, αὐτὴ τὴ μοναδικὴ φορὰ ὁ Θεὸς Πατέρας δέχτηκε καὶ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο τοῦ Βρέφους.
Ἡ θυσία ἔπρεπε νὰ περιμένει τὸν καιρό της· πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴν παρουσίαση τοῦ βρέφους μέχρι τὸ θάνατο τοῦ ὥριμου Ἰησοῦ· ἡ θυσία ὅμως εἶχε γίνει δεκτὴ καί, ὅταν ἦλθε ὁ καιρός, τὸ βρέφος ποὺ εἶχε προσφερθεῖ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία πέθανε στὸ Γολγοθὰ πάνω σ’ ἕνα σταυρό.
Ἐνῷ ὁ Ἅγιος Συμεὼν διακήρυττε τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔδινε ταυτόχρονα καὶ στὴ Θεομήτορα τὴ φοβερὴ προειδοποίηση ὅτι μιὰ ρομφαία θὰ διαπερνοῦσε καὶ τὴ δική της τὴν καρδιά, ὅτι ἡ θυσία ποὺ ἀναστελλόταν γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη θὰ φανερωνόταν κάποια μέρα σὰν θεϊκὴ βουλὴ καὶ θὰ ἀποτελοῦσε ἕνα τραγικὸ μονοπάτι γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ ἐκείνη (Λκ. 2. 34, 35).
Ὁ Χριστὸς ἀκολούθησε πραγματικὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ μονοπάτι, τὸ μονοπάτι τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς Θείας ἐγκατάλειψης, τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ θάνατός Του ἦταν μιὰ καταπάτηση τοῦ θανάτου ἐφ’ ὅσον ἀναστήθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τὸ μνῆμα. Ἔπειτα ἀναλήφθηκε μὲ δόξα καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ Ἅγιό Του Πνεῦμα καὶ ὅμως οὔτε καὶ τότε δὲν ἐξαλείφεται τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ τραγωδία τοῦ κόσμου δὲ φτάνει στὸ τέλος της.
Ὁ ἐγερθεὶς Χριστὸς ἔχει στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά, στὴν πλευρὰ τὴν οὐλὴ ἀπὸ τὴ λόγχη καὶ στὸ μέτωπό Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὴν κορώνα τὴν ὁποία Τοῦ εἶχαν φορέσει κοροϊδευτικά, τὸ στεφάνι ποὺ ἀντὶ νὰ εἶναι βασιλικὸ εἶχε γίνει ἀπὸ ἀγκάθια.
Γινόμαστε κι ἐμεῖς μέτοχοι τῆς σταυρικῆς αὐτῆς ὁδοῦ: ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς παρουσιάστηκε στὴν ἐκκλησία ὕστερα ἀπὸ τὸ Βάπτισμά του· τότε διαβάστηκαν προσευχὲς γιὰ τὶς μητέρες μας καὶ γιὰ μᾶς καὶ ἡ ἐκκλησία ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, τὸν Προστάτη τῶν νηπίων ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος κρατηθεῖ στὶς ἀγκάλες τοῦ Ἁγ. Συμεών, ζητώντας ἔλεος καὶ συμπαράσταση.
Αὐτὸ ἔγινε κατ’ εἰκόνα τῆς παρουσίασης τοῦ Χριστοῦ· πρὶν ἀπὸ αὐτὸ εἴχαμε βαπτιστεῖ καὶ τὸ Βάπτισμα σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπ. Παῦλο (Ρωμ. 6. 3 11) καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιὰ καταβύθιση στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὥστε νὰ τὸν κάνει δικό μας θάνατο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἡ Ἀνάστασή Του γίνεται δική μας ἀνάσταση.
Ἐμεῖς λοιπὸν ποὺ ἔχουμε πεθάνει μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐγερθεῖ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁδηγούμαστε στὸ ναὸ ὅπως εἶχε ὁδηγηθεῖ κι Ἐκεῖνος, αἰώνιοι καὶ ἐν τούτοις ὑποκείμενοι στὴν τραγωδία τοῦ χρόνου, ζωντανοὶ ἀλλὰ προορισμένοι γιὰ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς στὴν αἰώνια θεότητά Του καὶ τὴν ἀθάνατη ἀνθρώπινη σάρκα Του, ὅμως δέχτηκε τὸ θάνατο τῆς σάρκας Του γιὰ νὰ κοινωνήσει σὲ ὅλα μὲ τὴ δική μας ἁμαρτωλὴ σάρκα. Μὲ παρόμοιο τρόπο ὕστερα ἀπὸ τὴ συνανάστασή μας μαζί Του ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποστέλλει –ὅπως προηγουμένως ὁ Πατέρας εἶχε στείλει Ἐκεῖνον– στὴ σφαίρα τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ σηκώσουμε στὰ σώματα, τὶς ψυχὲς καὶ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας τὸ σταυρὸ τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἔχει πέσει καὶ ἐξαγοραστεῖ ἀλλὰ ποὺ δὲν ἔχει ἀπολυτρωθεῖ ἀκόμα.
Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου καλούμαστε νὰ ἀνταναπληρώσουμε στὰ σώματά μας τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ (Κολ. 1. 24)  κι ἐπειδὴ εἴμαστε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἕνα μαζί Του, ἡ τραγωδία τὴν ὁποία ὁ ἐρχομός Του ἀπάλειψε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν κόσμο τῆς ἀρχαιότητας καὶ ἡ ὁποία ἔγινε κατόπιν ἡ δική Του τραγωδία συνεχίζεται μέσα σ’ ἐμᾶς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ὁ Πατριάρχης Ἀλέξιος (1877 1970. Ἔγινε Πατριάρχης Μόσχας τὸ 1945) εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο, ἐνῷ συνεχῶς οἱ ἄνθρωποι ἀπορρίπτουν, σταυρώνεται κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μας ὁ δρόμος, αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο μᾶς φέρνει ἡ ἔνδοξη μὰ τρομακτικὴ αὐτὴ γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸ δίκαιο Συμεών.
Πλησιάζουμε στὶς ἑβδομάδες ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες μᾶς προπαρασκευάζουν γιὰ τὴν Τεσσαρακοστή, τὴν Ἁγία Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση· εἴμαστε ἤδη κοινωνοὶ τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅμως ὀφείλουμε ξανὰ καὶ ξανὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ μονοπάτι·αὐτὸ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὸ κάνουμε τρόπο ζωῆς μας πάντοτε, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου καὶ ἂν συμβεῖ νὰ βρεθοῦμε: εἴμαστε τὸ σταυρωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο προσφέρεται ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ ὁποῖο πέρα κι ἀπ’ αὐτό, καθ’ ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ, προσφέρει τὸ ἴδιο τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡμέρα Κυρίου», ἐκδ. Ἀκρίτας

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου