ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

3 Αυγούστου Κυριακή Η΄Ματθαίου και μνήμη των Οσίων Φαύστου , Ισαακίου και Δαλμάτου , της Οσίας Θεοκλητούς , της Αγίας Σαλώμης της Μυροφόρου και της Οσίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη

 Κυριακή  Η' Ματθαίου


Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς.


Κατά Ματθαίον Εὐαγγέλιο Κεφ.14, χωρίο 14 ἕως 22
 
«14 Καὶ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. 15 ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. 16 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. 17 οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. 18 ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. 19 καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. 20 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. 21 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. 22Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.»
 
 
ΑΠΟΔΟΣΗ
 
Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς είδε πλήθος λάου, τους λυπήθηκε και θεράπευσε τους αρρώστους των. Και όταν βράδιασε τον πλησίασαν οι μαθητές του και του λέγουν ό τόπος είναι έρημος και πέρασε πια η ώρα· απόλυσε το λαό για να πάνε στα χωριά, ώστε να αγοράσουν για λόγου τους τρό­φιμα.
Και ο Ιησούς τους είπε· δεν έχουν ανάγκη να πάνε στα χωριά, να τους δώσετε εσείς να φάγουν. Και εκείνοι του λέγουν δεν έχου­με εδώ παρά μόνο πέντε ψωμιά και δυο ψάρια. Και ο Ιησούς είπε· φέρτε μου τα εδώ.
Και αφού έδω­σε εντολή να καθίσουν τα πλήθη πάνω στα χόρτα, πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δυο ψάρια, και αφού σήκωσε τα μάτια του στον ουρα­νό, ευλόγησε και αφού κομμάτια­σε τα ψωμιά τα έδωσε στους μα­θητές και οι μαθητές με τη σειρά τους στο λαό.
Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν και από τα κομμάτια πού περίσσευαν γέμισαν δώδεκα κοφίνια. Και εκείνοι πού έφαγαν ήσαν γύρω στους πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά.
Και  αμέσως  ο  Ιησούς ανάγκασε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο και να πηγαίνουν μπρο­στά   από   αυτόν   στην   απέναντι όχθη, μέχρις ότου φροντίσει αυ­τός  για  την   απομάκρυνση   του λαού .
 
 
 
 
 
  «Έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν»
 
 
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή ξεδιπλώνει μπροστά μας ένα άλλο θαυμαστό γεγονός που επιτέλεσε ο Κύριός μας, το οποίο έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία ως προς τα βαθύτερα μηνύματα που μπορούμε να αντλήσουμε από το περιεχόμενό του. Το θαύμα τού πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων είναι από τα πιο γνωστά απ’ εκείνα που τόσο γλαφυρά αποτυπώνει η γραφίδα των ευαγγελιστών. 
 Αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού προσφέρεται ως απόδειξη ότι ο Χριστός ενδιαφέρεται για τα υλικά προβλήματα των ανθρώπων, για την πείνα τους, αλλά και γιατί παραπέμπει σαφώς στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, σύμφωνα με την ερμηνευτική προσέγγιση της πατερικής σκέψης. Το ότι ο Χριστός επιτελούσε θαύματα με τη δική τους ξεχωριστή σημασία το καθένα, φαίνεται από πλειάδα περιγραφών στο ευαγγέλιο. Μια ενδιαφέρουσα οπωσδήποτε πτυχή που μπορεί να εξετάσει κάποιος από τη συγκεκριμένη περικοπή του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων είναι η στάση των ανθρώπων τότε και σήμερα.


Οι άνθρωποι τότε ακολουθούσαν τον Χριστό για να ακούσουν το λόγο  Του, αλλά και προκειμένου να καταστούν δέκτες των θαυματουργικών ενεργειών του ως κατ’ εξοχήν αυθεντική έκφραση της αγάπης Του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί απ’ εκείνους που πίστεψαν να γιατρευθούν από διάφορες ασθένειες που τους πρόσβαλλαν στη ζωή τους. 

Ο ιερός Ευαγγελιστής γράφει: «καί ακούσαντες οι όχλοι ηκολούθησαν αυτώ πεζή από τών πόλεων» (Ματθ. ιδ', 13). Δηλαδή, όταν οι άνθρωποι άκουσαν ότι ο Χριστός είναι κοντά, βγήκαν από τα σπίτια τους από τις πόλεις όπου διέμεναν και Τον ακολούθησαν. Μάλιστα, σύμφωνα πάντα με την περιγραφή, ο τόπος ήταν έρημος, δεν είχαν μαζί τους τρόφιμα και τους προλάβαινε το βράδυ. Και τα τρία αυτά στοιχεία (έρημος, απουσία τροφίμων, βράδυ) δείχνουν ότι οι άνθρωποι προτίμησαν να ακούσουν τον Χριστό, αψηφώντας τις τόσες δυσκολίες πού αντιμετώπιζαν και τις οποίες μπορούσαν εύκολα να προφασιστούν για να αρνηθούν να Τον ακολουθήσουν. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ήταν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να υπολογίζεται ο αριθμός των γυναικών και των παιδιών. Το πλήθος επομένως ήταν πολύ πιο μεγάλο στον αριθμό.

Οι προτεραιότητες στη ζωή μας.

Είναι ακριβώς εδώ που μπορεί να γεννηθεί μέσα μας ο προβληματισμός ως προς τις προτεραιότητες που βάζουμε στη ζωή μας. Είναι ένα θέμα πολύ καθοριστικό και επομένως σοβαρό που θα πρέπει να μας απασχολεί σε κάθε ώρα και στιγμή. Είναι ακριβώς πολύ σημαντικό γιατί αποβαίνει ισχυρός δείκτης στη ζωή μας που παραπέμπει στο πώς ζούμε, πώς συμπεριφερόμαστε, ποιες είναι οι στοχεύσεις μας. Υπάρχουν λογής ανάγκες στη ζωή μας. Οι υλικές ανάγκες πού συνδέονται με τις επιθυμίες μας, οι βιολογικές ανάγκες πού αφορούν το σώμα μας, οι ψυχολογικές ανάγκες, που συνδέονται με την αναζήτηση της αγάπης, της πληρότητας και της ολοκλήρωσης ως πρόσωπα, κατ’ εικόνα Θεού πλασμένα. Υπάρχουν ακόμα και πνευματικές ανάγκες, που συνδέονται με την έμφυτη τάση του ανθρώπου ν’ αναζητεί το Δημιουργό του και να βιώνει την κοινωνία αγάπης που του προσφέρει η φιλανθρωπία Του.

Ακόμα και η επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων έρχεται σήμερα να επικυρώσει την θέση ότι οι βασικές ανάγκες κάθε ανθρώπου δεν είναι μόνο οι υλικές, αλλά κυρίως η δυνατότητα να αγαπά και να τον αγαπούν. Μόνο σ’ αυτήν ακριβώς την προοπτική μπορεί να κατοχυρώνεται η ανεκτίμητη αξία του ανθρώπου που τον αναδεικνύει ως πρόσωπο. Όταν, λοιπόν, δεν ικανοποιούνται αυτές οι βασικές ψυχικές ανάγκες, τότε ο άνθρωπος αισθάνεται οδύνη, δυσφορία και κυρίως στενοχώρια (δεν υπάρχει χώρος για να μπορεί να αγαπά ο ίδιος και να τον αγαπούν οι συνάνθρωποί του), έστω κι αν ζει μέσα στην ευμάρεια, την χλιδή και τον υλικό πλούτο.

Βαθύτερα αίτια της κρίσης


Η παραγνώριση της βασικής ανάγκης ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μόνο στην προοπτική της σύνδεσής του με τον Θεό, δηλαδή η αίσθηση ότι αυτό που μπορεί να του προσφέρει τη μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι να βιώνει στη ζωή του την παρουσία του Θεού και να είναι προσανατολισμένος προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η βασική αιτία του γεγονότος ότι σήμερα οδηγείται από αδιέξοδο σε αδιέξοδο, με τις λογής κρίσεις να τον συνθλίβουν και να τον καταβαραθρώνουν ως ύπαρξη. Από αυτήν τη βασική αναγκαιότητα είναι που γεννιούνται διάφορα σημαντικά ερωτήματα στη ζωή μας, όπως: ποιός μάς δημιούργησε, γιατί ήλθαμε στην ζωή, πού πηγαίνουμε, γιατί πεθαίνουμε, τί γίνεται η ψυχή μετά τον θάνατο; Δεν υπάρχει άνθρωπος πού δεν απασχολήθηκε ποτέ με τέτοια υπαρξιακά ερωτήματα. Από αυτήν την βασική ανάγκη δημιουργήθηκε η φιλοσοφία και οι αναζητήσεις τού ανθρώπου για τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος δεν ικανοποιεί αυτήν την θεολογική ανάγκη του, αισθάνεται τότε ανικανοποίητος και αποτυχημένος στην ζωή.

Η κρίση την οποία βιώνουμε σήμερα δεν έχει να κάνει μόνο με οικονομικούς δείκτες, αλλά πρωτίστως με πνευματικούς και υπαρξιακούς. Είναι αποτέλεσμα της μή ικανοποίησης των ψυχικών και θεολογικών αναγκών. Μεγάλοι επιστήμονες έρχονται τώρα να αρθρώσουν λόγο προς την κατεύθυνση ότι ο άνθρωπος δεν πεθαίνει από την έλλειψη υλικών αγαθών και τροφίμων, αλλά κυρίως από την απόγνωση και την απελπισία, ως καταστάσεις που βιώνει λόγω των πνευματικών και υπαρξιακών αδιεξόδων του.

Αγαπητοί αδελφοί, από την σημερινή περικοπή φαίνεται ότι οι άνθρωποι της εποχής εκείνης προτίμησαν να ακούσουν τον Χριστό, χωρίς να τους προβληματίζει η έλλειψη των τροφίμων και το ερημικό τοπίο, με τη δική τους βέβαια αλληγορική σημασία στη ζωή μας. Τελικά η στάση τους αυτή, που είναι και για το σήμερα το μεγάλο ζητούμενο, τούς οδήγησε να καρπωθούν και τα πνευματικά και τα υλικά αγαθά. Επιβάλλεται επομένως και εμείς να αναζητάμε την ικανοποίηση κυρίως των πνευματικών αναγκών μας, να συναντήσουμε τον Χριστό και να εγκολπωθούμε την κοινωνία μαζί Του. Αδιάψευστοι δείκτες στην πορεία μας αυτοί οι άγιες μορφές που προβάλλει η Εκκλησία, μεταξύ των οποίων ο Ισαάκιος, ο Ολύμπιος, η Σαλώμη η μυροφόρα, η Θεοδώρα εν Θεσσαλονίκη κ.α., τη μνήμη των οποίων τιμούμε σήμερα και επικαλούμαστε τις πρεσβείες τους.



Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.
 
 
 

Οι όσιοι Δαλμάτιος, Φαύστος , Ισαάκιος 

και η αγία Σαλώμη η μυροφόρος 

Όσιος Φαύστος
Ο Όσιος Δαλμάτιος ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κύριο και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει τον μοναχό Ισαάκιο , η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες.

Ο Δαλμάτιος διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ' Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε το 431 μ.Χ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη.

Τον δρόμο του Δαλμάτιου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του.

Όσον αφορά στον όσιο Ισαάκιο , έμεινε ξακουστός για τη στάση, την οποία υπέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ούλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
 
Τὴν τρίστιχον χορείαν τῶν Ὅσιων τιμήσωμεν, Φαῦστον Ἰσαάκιον ἅμα, καὶ Δαλμάτιον τὸν ἔνδοξον ὡς τρίφωτος λαμπὰς γὰρ ἀρετῶν, σκεδάζουσι τὴν νύκτα τῶν παθῶν, καὶ ταὶς θείαις καταυγάζουσι δωρεαίς, τοὺς πόθω ἀνακράζοντας, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν, πάσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’.Τὴν ἐν πρεσβείαις.
 
Τοὺς ἐν ἀσκήσει ἐκλάμψαντας ἐν τῶ κόσμῳ, καὶ τὰς αἰρέσεις ἀνατρέψαντας τῇ πίστει, ὕμνοις, Ἰσαάκιον εὐφημήσωμεν, σὺν τῷ Δαλμάτῳ Φαῦστον, ὡς τοῦ Χριστοῦ θεράποντας, αὐτὸν δυσωποῦντας ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Η Αγία Σαλώμη η Μυροφόρος ήταν πρώτη εξαδέλφη της Παναγίας, μητέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Είχε σύζυγο τον Ζεβεδαίο και γιους τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Προικισμένη και η ίδια με ένθερμη ευσέβεια, ήταν από τις γυναίκες που ακολουθούσαν τον Χριστό, και συνεισέφεραν στο ταμείο της αποστολικής αδελφότητας.

Η Σαλώμη ήταν εκείνη, παρακινούμενη από μητρική φιλοστοργία, που παρακάλεσε τον Κύριο όταν Αυτός πήγαινε για τελευταία φορά στην Ιερουσαλήμ, να τιμηθούν οι γιοί της με πρωτεύοντα αξιώματα. Διότι είχε την ιδέα, ότι ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ έμελλε να αναστήσει το θρόνο του Δαβίδ. Όμως η Σαλώμη, τις στιγμές του φρικτού πάθους του Κυρίου, και ενώ μαθητές και φίλοι από φόβο είχαν διασκορπιστεί, αυτή, μαζί με μερικές άλλες πιστές γυναίκες ήταν εκεί και κτυπούσαν από λύπη τα στήθη τους. Επίσης η Σαλώμη, αξιώθηκε να είναι μια από τις μυροφόρες, στις όποιες ο άγγελος γνωστοποίησε την ανάσταση του Ιησού.

Μετά την ίδρυση της χριστιανικής Εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ, η Σαλώμη εξακολούθησε να διακρίνεται για το ζήλο και τις ελεημοσύνες της. Ο διωγμός εναντίον της εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ, προξένησε μεγάλη λύπη στη Σαλώμη. Η καρδιά της υπέστη μεγάλο σπαραγμό την ήμερα, που ο Ηρώδης αποκεφάλισε τον πρωτότοκο γιο της Ιάκωβο. Αλλά η ελπίδα στον Χριστό την ενίσχυσε και με την προσδοκία των αιωνίων αγαθών παρέδωσε την ψυχή της ειρηνικά.
 
Πηγή www.saint.gr
 
 

Η Μήτηρ της Ελεημοσύνης, Οσία Θεοκλητώ η Θαυματουργός

 

 Η Μήτηρ της Ελεημοσύνης, Οσία Θεοκλητώ η Θαυματουργός

 

 « Η αγία Θεοκλητώ (829 μ.Χ. ) ήταν παντρεμένη με τον Ζαχαρία. Μετά τον γάμο της , επιδόθηκε στην ανάγνωση και μελέτη των Αγίων Γραφών. Όλη τη μέρα εργαζόταν , υπηρετούσε τους φτωχούς και τις ανάγκες της οικογενείας της. Προσείδε την ημέρα του θανάτου της και μετά την κοίμησή της , το σώμα της έμεινε αδιάφθορο. Οι συγγενείς της, κάθε χρόνο έβγαζαν το σώμα από την λειψανοθήκη , άλλαζαν τα ενδύματά της, την χτένιζαν και έκοβαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών της, διότι αυτά μεγάλωναν, όπως και όταν ήταν ζωντανή» ( Συναξάρι, 3 Αυγούστου) .
Η αφθαρσία του σώματος δεν είναι χάρισμα μόνο των μοναχών. Το λείψανο της αγίας Θεοκλητούς δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Αυτό φανερώνει ότι η αφθαρσία του σώματος δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά χάρισμα του Θεού. Η αφθαρσία του σώματος των Μοναχών δεν ήταν συνέπεια των ασκητικών κατορθωμάτων τους, αλλά συνέπεια της κοινωνίας τους με τον Θεό. Η αφθαρσία του σώματος ήταν έκφραση της εν Χριστώ ζωής τους, της σχέσης δηλαδή της ψυχοσωματικής ύπαρξής τους με τον Θεό. Εάν δεχθούμε ότι η αφθαρσία του σώματος είναι συνέπεια μόνο της άσκησης, τότε θα πρέπει να την αναζητήσουμε και στα σώματα των Ινδουιστών και Βουδδιστών μοναχών που εφαρμόζουν ποικίλες ασκητικές μεθόδους (γιόγκα, κάθισμα επάνω σε μυτερά καρφιά κ.α. ) .
Οι άγιοι Μοναχοί της Εκκλησίας δεν είχαν ως σκοπό των ασκητικών αγώνων τους την αφθαρσία του σώματος , αλλά την κοινωνία και ένωσή τους με τον Θεό. Οι Άγιοι δεν μοιάζουν με τους θαυματοποιούς, που εξουθενώνουν το σώμα τους με διάφορα τεχνάσματα (καταπίνουν φλόγες, μαχαίρια, διατρυπούν το σώμα τους με σπαθιά κλπ. ) και εν τούτοις διατηρούν το σώμα τους ανέπαφο. Ο σκοπός των Αγίων δεν είναι η διατήρηση ή αφθαρσία του σώματος, αλλά ο εξαγιασμός της ύπαρξής τους και η κοινωνία τους με τον Θεό.
Εξ άλλου, η αφθαρσία του σώματος μερικών Αγίων είναι μαρτυρία για την ακατάλυτη σχέση ψυχής και σώματος της ανθρώπινης φύσης. Ο θάνατος δεν καταργεί απόλυτα τη σχέση της ψυχής και του σώματος. Στους πολλούς βέβαια ανθρώπους, μετά θάνατον, η σχέση αυτή περιορίζεται στο ελάχιστο. Σε μερικούς όμως Αγίους, η σχέση αυτή διατηρείται ανέπαφη σε εκπληκτικό βαθμό, ώστε το σώμα να παραμένει άφθαρτο και ορισμένες μάλιστα σωματικές λειτουργίες να εξακολουθούν υποτυπωδώς να λειτουργούν , όπως συνέβη με την αγία Θεοκλητώ. Για το λείψανο του αγίου Σπυρίδωνος λέγεται ότι τα υποδήματά του αλλοιώνονται γι’ αυτό και κάθε χρόνο τα αλλάζουν…
Η κοινωνία του ανθρώπου με τον αιώνιο Θεό, όταν επιτυγχάνεται σε υψηλό βαθμό, επηρεάζει άμεσα και το φθαρτό και θνητό σώμα του ανθρώπου. Μπορούμε εδώ να παρατηρήσουμε μια κλιμακωτή εφαρμογή της αλήθειας αυτής: πολλοί Άγιοι της Εκκλησίας μας ήσαν μακρόβιοι, έζησαν μέχρι 100 χρόνια και πάνω, άλλων Αγίων τα σώματα έμειναν άφθαρτα και μερικοί Άγιοι μετετέθησαν στον Ουρανό μαζί με το σώμα τους ( ο Ενώχ, ο Σημ, ο προφήτης Ηλίας και η Θεοτόκος ) . Ο Μωυσής έζησε 120 χρόνια και στο διάστημα αυτό ούτε οι ψυχοσωματικές του δυνάμεις αλλοιώθηκαν, αλλά και αυτά τα ενδύματά του παρέμειναν άφθαρτα ( Δευτ. λδ΄7 ) .


Από το βιβλίο: «+ Μητροπολίτου Αχελώου ΕΥΘΥΜΙΟΥ (Κ. ΣΤΥΛΙΟΥ) ΟΙ ΑΕΤΟΙ Ορθόδοξο Θεολογικό Αγιολόγιο» ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΤΕΓΗ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ – ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ ΘΕΟΥ

 

 

 

Η οσία Θεοδώρα εν Θεσσαλονίκη και η θυγατέρα της Θεοπίστη


                                                        Η όσια Θεοδώρα γεννήθηκε περί το 812 στήν Αίγινα. Η μητέρα της απεβίωσε λίγο μετά τον τοκετό καί ο πατέρας της, που ήταν πρεσβύτερος, εμπιστεύθηκε την κόρη του στήν ανάδοχο της για να τήν αναθρέψει και έκάρη μοναχός. Ή Θεοδώρα μεγάλωσε με σοφία και φόβο Θεού, και ήδη από τήν παιδική της ηλικία αρραβωνιάστηκε με έναν από τους πλέον περιζήτητους νέους του νησιού. Κατά τήν διάρκεια μιας έπιδρομής Σαρακηνών πειρατών σφαγιάστηκε ο αδελφός της και ή Θεοδώρα κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη μαζί με όλη την οικογένεια της.Μόλις έφθασε σέ νόμιμο ηλικία, τελέστηκαν ά γάμοι και λίγο αργότερα έφερε στον κόσμο μια κόρη, κατόπιν δέ και άλλα δύο παιδιά που πέθαναν σέ βρεφική ηλικία. Ή Θεοδώρα δεν υπέκυψε στην θλίψη, παρηγόρησε τον σύζυγο της και του πρότεινε νά αφιερώσουν την εξάχρονη πρωτότοκη κόρη τους, Θεοπίστη, στον Κύριο, σάν απαρχή, στήν Μονή του Άγιου Λουκά.

“Οταν απεβίωσε ο σύζυγος της, εγκατέλειψε και εκείνη τά εγκόσμια και ζήτησε νά γίνει δεκτή στήν Μονή του Αγίου Στεφάνου, ηγουμένη της οποίας ήταν μιά συγγενής της, ή Άννα, πού είχε υποστεί βασανιστήρια ώς υπέρμαχος της τιμής των σεπτών εικόνων. Φοβούμενη ότι ή νεαρά χήρα θά υπαναχωρούσε στήν απόφαση της και θά επέστρεφε στον κόσμο ήδη μετά τις πρώτες μοναχικές δοκιμασίες, ή Άννα ήταν κατ’ αρχάς διστακτική. Τελικά όμως ενέδωσε στο αίτημα της Θεοδώρας, τήν δέχθηκε στήν αδελφότητα και τήν υπέβαλε σέ κάθε λογής δοκιμασία γιά νά πιστοποιήσει τό ακλόνητο της απόφασης της. Ή Θεοδώρα επέδειξε αξιόλογο ζήλο στήν απόκτηση τών αρετών και διακρινόταν ιδίως γιά τήν πλήρη και δίχως ενδοιασμούς υπακοή της προς τήν ηγουμένη και προς τις άλλες αδελφές, τίς όποιες υπηρετούσε άγόγγυστα, αναλαμβάνοντας τά πιο ταπεινά διακονήματα. Διά της άμεσης εξομολόγησης απωθούσε όλους τους λογισμούς πού τίς υπέβαλλε ό μισόκαλος γιά νά τήν φέρει πίσω στον κόσμο, και στοχαζόμενη τίς τιμωρίες τής κολάσεως θεωρούσε ότι ήταν ή πλέον άχρηστη όλης τής άδελφότητος.
Όταν έκοιμήθη ή ηγουμένη τής Μονής του Αγίου Λουκά πού τήν είχε δεχθεί στήν αδελφότητα, ή Θεοπίστη έγινε δεκτή στήν Μονή του Αγίου Στεφάνου και μοιραζόταν τό κελλί με τήν κατά σάρκα μητέρα της. “Αρπαξε τότε τήν ευκαιρία ό μισόκαλος και αναζωπύρωσε στήν καρδία τής Θεοδώρας τά μητρικά συναισθήματα. Ή ηγουμένη Αννα αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο γιά πειρασμό ό όποιος ήταν ικανός νά αποπλανήσει τίς δύο μοναχές άπό τήν ιερή τους κλήση, και μία ημέρα πού βρήκε τήν Θεοδώρα νά συμμαζεύει τά ενδύματα τής κόρης της, είπε αυστηρά: «Θεοδώρα, τί σοι έστι ή κορασίς αύτη;» και υπενθυμίζοντας τον λόγο του Κυρίου: ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος• και ό φιλών νίόν ή ϋνγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος! (Ματϋ. 10, 37), τους απαγόρευσε κάθε συναναστροφή και κάθε συνομιλία. Έπί δεκαπέντε χρόνια, ή Θεοδώρα και ή κόρη της τηρούσαν πιστά τήν εντολή, ένώ εξακολουθούσαν να έγκαταβιώνουν στο ίδιο κελλί, να εργάζονται και να γευματίζουν μαζί.
Αργότερα, ή Θεοδώρα ασθένησε σοβαρά- ή ηγουμένη ενέδωσε τότε στίς εκκλήσεις των άλλων μοναζουσών, ήρε τήν απαγόρευση καί ή Θεοδώρα μπορούσε πλέον νά συνομιλεί μέ τήν κόρη της. Μητέρα καί κόρη διαπίστωσαν τότε δτι δεν αισθάνονταν πλέον κάποια ιδιαίτερη στοργή εξαιτίας των δεσμών της σαρκικής συγγενείας καί ότι έβλεπε ή μία τήν άλλη ως έν Χριστώ αδελφή, δίχως κανένα πάθος, ακριβώς όπως οι άλλες μοναχές της αδελφότητας.
“Οταν ή Θεοδώρα έφθασε σέ ηλικία πενήντα εξι ετών, ή κόρη της Θεοπίστη ορίσθηκε άπό τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης νά διαδεχθεί στήν ήγουμενία τήν “Αννα, που ήταν πολύ ηλικιωμένη καί έπασχε άπό νοητική ανεπάρκεια. Ή Θεοδώρα, πνευματική κόρη της ίδιας της της θυγατέρας, επέδειξε προς αυτήν τήν ίδια υπακοή καί άγόγγυστα ανέλαβε νά γηροκομήσει τήν Αννα, πού ή αρρώστια τήν είχε κάνει δύστροπη.
Σέ ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, ή Θεοδώρα απαλλάχθηκε άπό κάθε διακόνημα, εξακολούθησε ωστόσο νά υπηρετεί τις αδελφές, φέρνοντας κρυφά στάμνες γεμάτες νερό κάτω άπό τον μανδύα της ή πλέκοντας σχοινιά άπό τά ξέφτια του λιναριού πού άφηναν οί άλλες μοναχές, γιατί θυμόταν μέ φόβο τον λόγο του Αποστόλου: Ει τις ού θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω (Β’ Θεσσ. 3, 1θ).
“Οταν έκοιμήθη έν ειρήνη τό 892, παρουσία όλης της άδελφότητος, τό γερασμένο καί ρυτιδιασμένο πρόσωπο της έλαμψε αίφνης μέ τήν λάμψη της νεότητος, ενώ ουράνια εύωδία γέμισε τό κελλί. Λίγο κατόπιν, τό λάδι της κανδήλας πού είχαν κρεμάσει στον τάφο της άρχισε νά ξεχειλίζει καί νά ρέει άφθονο, επιτελώντας θαύματα σέ όσους πιστούς χρίονταν μέ αυτό. Καί ή εικόνα της οσίας άνέβλυζε επίσης μύρο εύωδιάζον, καί γιά τον λόγο αυτό, ή όσια Θεοδώρα έλαβε τήν προσωνυμία «μυροβλύτις», όπως ό πολιούχος άγιος Δημήτριος.
Κατά τήν άλωση της Θεσσαλονίκης (1430), οί Όθωμανοί παραβίασαν τήν πολύτιμη σαρκοφάγο καί κομμάτιασαν τό ιερό λείψανο, τό όποιο είχε παραμείνει άφθορο. Οί χριστιανοί μπόρεσαν ωστόσο νά συναρμόσουν τά κομμάτια, καί τό τίμιο λείψανο τιμάται μέχρι τίς ήμερες μας στήν μονή τής Οσίας, ή όποια αφιερώθηκε πλέον στήν μνήμη της.
 
 
Διηγούνται επίσης γιά τήν όσία Θεοδώρα —έκτος αν πρόκειται γιά άλλη συνώνυμη άγια— ότι όταν άνοιξαν τον τάφο της γιά νά καταθέσουν τήν σορό τής ηγουμένης, πού έκοιμήθη λίγο μετά τήν όσία, τό λείψανο τής μοναχής έκανε υπακοή ακόμη καί μετά θάνατον καί στριμώχθηκε σέ μιά γωνιά γιά νά χωρέσει τό σκήνωμα τής ηγουμένης.

Πηγή: Νέος Συναξαριστήςτης Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδόσεις Ίνδικτος
 
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου