ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

25 Μαΐου η ανάμνηση της Τρίτης ευρέσεως της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου

Η εύρεση της κεφαλής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.




Όταν ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη, η Τιμία Κεφαλή του τοποθετήθηκε μέσα σε αγγείο από όστρακο όπου και το έκρυψαν στην κατοικία του Ηρώδη. Μετά από πολλά χρόνια, ο Αγιος Ιωάννης φανερώθηκε στο όνειρο δύο μοναχών, (οι οποίοι είχαν φύγει για τα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσουν το τάφο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού), λέγοντάς τους το σημείο όπου βρίσκεται η Τιμία Κεφαλή του.
Οι μοναχοί αυτοί αφού την βρήκαν, την παρέδωσαν σε κάποιον για να την μεταφέρει στην πόλη των Εμεσηνών. Όταν αυτός όμως πέθανε την κληροδότησε στην αδελφή του. Και από τότε διαδοχικά περιήλθε σε πολλούς, και κατέληξε στα χέρια κάποιου ιερομονάχου αρειανού που ονομαζόταν Ευστάθιος όπου έκρυψε την Τιμία Κεφαλή σε ένα σπήλαιο. Από εκεί, μεταφέρθηκε επί Ουάλεντος, στο Παντείχιον της Βιθυνίας ώσπου ο Θεοδόσιος ο Μέγας την ανεκόμισε στο Έβδομο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου έχτισε μεγαλόπρεπη Ναό.
Η τρίτη εύρεση της κεφαλής του Προδρόμου (25 Μαϊου)
“Ως θείον θησαύρισμα, έγκεκρυμμένον τη γη, Χριστός απεκάλυψε, την Κεφαλήν σου ημίν, Προφήτα και Πρόδρομε· πάντες ουν συνελθόντες, εν τη ταύτη εύρέσει, άσμασι θεηγόροις, τον Σωτήρα ύμνούμεν, τον σώζοντα ημάς εκ φθοράς, ταις ίκεσίαις σου”.
Ακολούθησε και τρίτη έυρεση της τιμίας κεφαλής του Βαπτιστή Ιωάννη, ενώ ήταν πολλά χρόνια κρυμμένη, τώρα φάνηκε μέσα στη γη, όπως διακρίνεται ό χρυσός από τα άλλα κοινά μέταλλα. Όμως, δεν ήταν κλεισμένη μέσα σε ειδική στάμνα όπως πρώτα, αλλά βρισκόταν μέσα σε άργυρό αγγείο και σε τόπο Ιερό. Ή εύρεση αυτή έγινε από τους ιερείς στα Κόμανα της Καππαδοκίας.
Από εκεί μετακόμισαν το Ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, όπου ή υποδοχή έγινε με μεγάλη επισημότητα. Ό τότε πιστότατος βασιλιάς και ό Πατριάρχης με όλο τον ορθόδοξο λαό, υποδέχθηκαν με πολλή χαρά την τιμία κεφαλή του Προδρόμου. Έπειτα, με ευλάβεια την προσκύνησαν και την τοποθέτησαν σε τόπο Ιερό. Έτσι, επαληθεύεται ό λόγος του ψαλμωδού Δαυίδ: “Φυλάσσει Κύριος πάντα τα οστά αυτών, εν εξ αυτών ου συντριβήσεται”. Ό Κύριος, δηλαδή, φυλάσσει όλα τα οστά των δικαίων, και ούτε ένα από αυτά δε θα συντριβεί. (1. Ψαλμός λγ’ 21).
Οι άλλες παραδόσεις για την εύρεση της Τιμίας κεφαλής του Προδρόμου
Βέβαια περί της ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου υπάρχουν και άλλες αντιφατικές παραδόσεις. Κατά άλλη εκδοχή η τίμια κάρα ευρέθηκε στην Έμεσα το έτος 458 μ.Χ., επί βασιλέως Λέοντος Α (457-474 μ.Χ.), ενώ άλλοι δέχονται ότι αυτή ευρέθηκε το έτος 760 μ.Χ. και μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Έμεσα. Από εκεί μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Μιχαήλ Γ (842-867 μ.Χ.) και πατριαρχίας Ιγνατίου.
Για τα ιερά λείψανα του Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε ειδήσεις και σε διάφορους χρονογράφους. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι το έτος 968 μ.Χ. ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας «βόστρυχον του Βαπτιστού Ιωάννου αίματι περφυμένον», που μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Πέντε δε χρόνια νωρίτερα, κόμισε στην Κωνσταντινούπολη από τη Βέροια της Συρίας, περί τον Απρίλιο του έτους 963 μ.Χ., μέρος του ιματίου του Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Κρήτη «το ένδυμα του Προφήτου εκ τριχών καμήλου τυγχάνον και περί τον τράχηλον ημαγμένον». Η Σύναξη της ευρέσεως της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ετελείτο στο Προφητείο του, που βρισκόταν στην τοποθεσία την ονομαζόμενη Φωρακίου.

Πηγή: http://www.pyles.tv




Άγιος Μελέτιος ο Στρατηλάτης


Και οι συν αυτώ Ιωάννης, Στέφανος, Σεραπίωνας, ο Αιγύπτιος, Καλλίνικος ο μάγος, και οι δώδεκα Τριβούνοι, οι τρείς γυναίκες Μαρκιανή, Παλλαδία, Σωσάννη, δύο νήπια Κυριάκος και Χριστιανός και το λοιπό πλήθος.

Ό στρατηγός Μελέτιος διοικούσε τον ρωμαϊκό στρατό που είχε στρατοπεδεύσει στις Τάβες της Γαλατίας, κατά τους χρόνους της βασιλείας του Άντωνίνου (138-161). Διαπιστώνοντας τήν ευλάβεια του και φοβούμενοι τον εκμηδενισμό της εξουσίας τους, οι δαίμονες πού κατοικούσαν στα είδωλα της περιοχής πήραν τήν μορφή σκύλων για νά επιτεθούν στους χριστιανούς. Παίρνοντας μαζί του στρατιώτες πού συμμερίζονταν τήν πίστη του και με τήν βοήθεια αγγέλων, ό Μελέτιος θανάτωσε τα ζώα καί κομματιάζοντας τα έξεδίωξε τους δαίμονες. Μετέβη κατόπιν στον ειδωλολατρικό ναό καί με τήν προσευχή του έκανε σκόνη τα άγάλματα των θεών. Οί γενναίοι όμολογητές συνελήφθησαν μέ διαταγή του διοικητή Μαξι[λίνου πού είχε έλθει από τήν Αίγυπτο για να εξαναγκάσει τους χριστιανούς να θυσιάσουν στους θεούς. ‘Αφού τούς εράβδισαν, τρύπησαν τους αστραγάλους τους με καρφιά, εκείνοι, όμως, παρέμειναν αναίσθητοι στον πόνο, γιατί ή ψυχή τους ήταν όλη στραμμένη στον Κύριο και στα αγαθά πού επαγγέλλεται στους πιστούς μάρτυρες του. Έν συνεχεία έσκαψαν τα πλευρά τους με σιδερένια άγκιστρα και σημάδεψαν τό μέτωπο τους με τό σημείο του σταυρού. ‘Αφοΰ ύπέμειναν και άλλα πολλά βασανιστήρια, υπό τήν σκέπη τής θείας χάριτος, ο άγιος Μελέτιος έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου κρεμασθείς από ένα πεύκο, ενώ οί συναθλητές του, Στέφανος και Ιωάννης, αποκεφαλίσθηκαν. Ό Σεραπίων, ο φύλακας τους, καταγόμενος άπό τήν Αίγυπτο, πού είχε μεταστραφεί βλέποντας τήν προστασία πού ο Θεός χορηγούσε στους μάρτυρες, βαπτίσθηκε άπό τον επίσκοπο τής πόλης, παραδόθηκε στους βασανιστές και κατόπιν απο-κεφαλίσθηκε μαζί με τον Καλλίνικο, έναν μάγο πού μεταστράφηκε κι αυτός διαπιστώνοντας ότι τά φίλτρα του ήσαν ατελέσφορα κατά τών χριστιανών. Οί άλλοι συναθλητές του Μελετίου, Τριβούνοι, αξιωματικοί και άνθρωποι υψηλόβαθμοι, πέθαναν στήν πυρά. Τά ονόματα τους ήσαν: Φαύστος, Φήστος, Μάρκελλος, Θεόδωρος, Μελέτιος, Σέργιος, Μαρκελλίνος, Φήλιξ, Φωτεινός, Θεοδωρίσκος, Μερκούριος, Δίδυμος. Οί γυναίκες του Στέφανου, του Ιωάννη και του Σεραπίωνα, Σωσάννη, Μαρκιανή και Παλλάδια, παραδόθηκαν κι αυτές ανελέητα στά βασανιστήρια μαζί με τά βρέφη τους, Κυριάκο και Χριστιανό. Όταν ο διοικητής ρώτησε τά δύο νήπια ποιος είναι Θεός μεγαλύτερος, ο Ζεύς ή ο Χριστός, εκείνα ψέλλισαν: «Ό Χριστός!» και αποκεφαλίσθηκαν. Διηγούνται ότι οί δήμιοι, συνειδητοποιώντας έντρομοι τήν πράξη τους, πέθαναν παρευθύς.

Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου