ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

5 Ιουλίου Κυριακή Ε' Ματθαίου , μνήμη των Οσίων πατέρων ημών Αθανασίου του εν τω Άθω και Οσιομάρτυρος Κυπριανού του Νέου του εκ της Ι.Μ.Κουτλουμουσίου


 Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Κυριακὴ Ε' Ματθαίου (Θεραπεία δύο δαιμονιζομένων)


 

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Η´ 28 - 34
28 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. 29 καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; 30 ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. 31 οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. 32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. 33 οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. 34 καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 1 - 1
1 Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.


             ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ  ΑΠΟΔΟΣΙΣ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Η´ 28 - 34
28 Οταν δε ήλθε εις την απέναντι παραλίαν, εις την χώραν των Γεργεσηνών, τον απάντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, που έβγαιναν από τα μνημεία και οι οποίοι ήσαν άγριοι και επιθετικοί, ώστε να μη ημπορή να περάση κανείς από τον δρόμον εκείνον. 29 Και ιδού, όταν τον αντίκρυσαν, έκραξαν με φωνήν μεγάλην και είπαν· “τι κοινόν υπάρχει μεταξύ ημών και σου, Ιησού Υιέ του Θεού; Ηλθες εδώ να μας βασανίσης, πριν έλθη ο προκαθωρισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;” 30 Ευρίσκετο δε μακρυά από αυτούς ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους, που έβοσκαν. 31 Οι δε δαίμονες τον παρακαλούσαν και έλεγαν· “εάν θα μας διώξης από τους δύο αυτούς ανθρώπους, δος μας την άδειαν να πάμε στο κοπάδι των χοίρων”. 32 Και είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε”. Και αυτοί εβγήκαν από τους ανθρώπους και επήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και ιδού με μανίαν και γρυλλισμούς ώρμησε όλο το καπάδι των χοίρων από το μέρος του κρημνού εις την θάλασσαν και επνίγησαν εις τα νερά. (Επέτρεψε δε ο Κυριος αυτό, δια να τιμωρηθούν έτσι οι ιδιοκτήται της αγγέλης, διότι παρά τον μωσαϊκόν νόμον αυτοί έτρεφαν χοίρους). 33 Οι χοιροβοσκοί έφυγαν κατατρομαγμένοι, επήγαν εις την πόλιν και εγνωστοποίησαν όλα όσα συνέβησαν και μάλιστα τα της θεραπείας των δαιμονιζομένων. 34 Και ιδού όλη η πόλις εβγήκε, δια να συναντήση τον Ιησούν· και όταν τον είδαν, τον παρεκάλεσαν να φύγη από τα όρια της περιοχής των· (και τούτο, διότι εφοβήθησαν, μήπως δια τας παραβάσεις των υποστούν και άλλην τιμωρίαν).
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 1 - 1
1 Αφού εμπήκε στο πλοίον ο Ιησούς, επέρασε την λίμνην και ήλθε εις την πόλιν του, δηλαδή την Καπερναούμ.



Κυριακή Ε' Ματθαίου: η θεραπεία των δαιμονισμένων

img3_4 
 
Η ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΗΡΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ
 
            Τα περισσότερα θαύματα που επιτέλεσε ο Χριστός προέρχονταν κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων αφού προηγουμένως είχε διερευνήσει την πίστη τους. Υπήρξαν όμως και θαύματα τα οποία επεδίωξε να πραγματοποιήσει ο ίδιος. Λ. χ. η ανάσταση του υιού της χήρας της Ναίν έγινε από τον Κύριο χωρίς να το ζητήσει η ίδια η μητέρα του νέου. Έκανε το θαύμα επειδή την σπλαχνίσθηκε. « και ιδών αυτήν εσπλαχνίσθη επ΄ αυτή». Το ίδιο συνέβη και με το θαύμα των δύο δαιμονισμένων. « Ήλθε εις την χώραν των Γεργεσηνών», επειδή οι δαιμονιζόμενοι ήταν εγκαταλελειμμένοι απ΄ όλους τους ανθρώπους, συγγενείς και μη, γι΄ αυτό και ο Κύριος ο ίδιος ενδιαφέρθηκε γι΄αυτούς και τους λύτρωσε από τη δυναστεία των πονηρών πνευμάτων.
.
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας λέγει πως δύο ήσαν οι δαιμονιζόμενοι που συνάντησε ο Χριστός, ενώ ο Μάρκος  και ο Λουκάς μας αναφέρουν έναν. Προφανώς επέλεξαν να περιγράψουν τον ευρισκόμενο στη χαλεπότερη κατάσταση. « Τον γαρ χαλεπώτερον επιλεξάμενοι διηγούνται διηγούνται περί αυτού», τονίζει ο ερμηνευτής άγ. Θεοφύλακτος. Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ακούσαμε πως και οι δύο ήσαν «χαλεποί λίαν». Από τη στιγμή που οι δαίμονες έκαναν κατοικία τους δύο αυτούς ταλαίπωρους ανθρώπους, αυτοί επέλεξαν για κατάλυμα τους τα μνήματα. Ήταν γυμνοί και είχαν γίνει οφόβος και ο τρόμος της περιοχής. Όταν ενεργούσε μέσα τους το πονηρό πνεύμα , τους έσπρωχνε να τρέχουν στις ερημιές, έκοβαν με πέτρες το σώμα τους και φώναζαν δυνατά.
.
 Ο διάβολος τον Αδάμ που ήταν ντυμένος με τη χάρη του Θεού, τον έντυσε με τα ρούχα της αισχύνης  κι αυτούς που ήταν ντυμένοι με ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τους γύμνωσε. Μάλιστα στον ένα ρώτησε ο Κύριος ποιο είναι το όνομα του κι αυτός απάντησε «λεγεών όνομα μοι, ότι πολλοί έσμεν». Η ρωμαϊκή λεγεώνα ήταν επίλεκτο σώμα στρατιωτών. Το ίδιο ήταν και οι δαίμονες που κρυβόντουσαν μέσα στον δαιμονόπληκτο άνδρα. Ήταν οι απηνέστεροι των πονηρών πνευμάτων και πολλοί πονηροί.. Μέσα λοιπόν στους ανθρώπους αυτούς υπήρχε τεράστια δαιμονική δύναμη που τους ταλαιπωρούσε πολύ.
.
Οι δαίμονες πρώτα ομολόγησαν την έχθρα τους εναντίον του Χριστού, « τι εμοί και σοι, υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;». Ο λόγος αυτός δείχνει την απροσμέτρητη διαφορά μεταξύ των δαιμόνων και του Κυρίου. Ακόμη είναι μία διακήρυξη της θείας εξουσίας του Ιησού και ταυτόχρονα το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Αυτού και ων δαιμόνων. Η παράκληση να μην τους βασανίσει, προέρχεται από τρόμο ενός πανίσχυρου αντιπάλου, του οποίου δεν αγνοούν την τιμωρό δικαιοδοσία. Η πανίσχυρη χάρη του Κυρίου τους έκανε να φλογίζονται και να μην αντέχουν την παρουσία Του. Μετά οι δαίμονες ζήτησαν να μπουν μέσα στο κοπάδι των χοίρων. Ο Κύριος άκουσε το αίτημα τους και το επέτρεψε, με αποτέλεσμα να κρημνιστούν στη λίμνη και να πνιγούν οι χοίροι σε λίγο χρονικό διάστημα.
.
 Οι πατέρες λένε πως επέτρεψε στους δαίμονες  ο Κύριος να εισέλθουν στους χοίρους για πολλούς λόγους: για να διδάξει τους ανθρώπους πόσο κακοποιά ήταν τα πνεύματα που είχαν μέσα τους οι δύο αυτοί άνθρωποι. Για να πληροφορηθούμε πως παρ’ όλη την  κακουργία του ο πονηρός δεν έχει δικαιώματα ούτε στους χοίρους, εάν δεν το επιτρέψει ο Θεός. Ακόμη να μάθουμε πως , εάν δεν συγκρατούσε  τους δαίμονες η δύναμη του Χριστού, θα μας έκαναν χειρότερα απ’ ό,τι μας κάνουν. Τέλος, ο θάνατος των χοίρων φανερώνει πως εξήλθαν οι δαίμονες από τους ανθρώπους  και ότι θεραπεύτηκαν.
.
Στην « Κυριακή προσευχή» παρακαλούμε το Θεό να μας απαλλάξει από την ενέργεια του διαβόλου. Επίσης με το να συμπεριλάβει η Εκκλησία μας και τις περικοπές των δαιμονιζόμενων στα κυριακάτικα αναγνώσματα, δείχνει τον κίνδυνο που διατρέχουμε από τα πονηρά πνεύματα, που δεν είναι αφηρημένες ιδέες του κακού, αλλά παμπόνηρα πνεύματα που απεργάζονται την καταστροφή του ανθρώπου.
.
Μπορεί οι περισσότεροι να μην έχουμε  καταληφθεί από πονηρή ενέργεια, αλλά τα διάφορα πάθη μας καλλιεργούμενα υπό του πονηρού μας ταλαιπωρούν πάρα πολύ και μας κάνουν να έχουμε « δαιμονώσα» ψυχή. Ο ακόλαστος, ο φιλάργυρος, ο θυμώδης, ο αιρετικός, ο υπερήφανος πειράζονται υπό του πονηρού.
.
Αφού ο Χριστός ήλθε να καταλύσει το κράτος του διαβόλου, αξίζει να Τον αγαπήσουμε και να δημιουργήσουμε στενές σχέσεις μαζί Του, για να γλυτώσουμε από τις παγίδες του πονηρού.
( ΙΩΗΛ, Μητροπολίτη Εδδέσης και Πέλλης) πηγή

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΩΝΙΤΗΣ






Την εν σαρκί ζωήν σου κατεπλάγησαν, Αγγέλων τάγματα, πώς μετά σώματος, προς αοράτους συμπλοκάς, έχώρησας άοίδιμε, και κατετραυμάτισας, των δαιμόνων τάς φάλαγγας. Όθεν Αθανάσιε, ό Χριστός σε ήμείψατο πλουσίαις δωρεαίς. Διό Πάτερ πρέσβευε, σωθήναι τάς ψυχάς ημών.

Αναμφισβήτητα ο πραγματικός διοργανωτής των μοναστικών κοινοβίων στον Άθω υπήρξε ο Όσιος Αθανάσιος. Με μελανά χρώματα περιγράφεται στον βίο του ή κατάσταση των ασκητών στο Άγιον Όρος, όταν έφθασε εκεί ο όσιος. Δεν ασχολούνταν οι μοναχοί με την καλλιέργεια της γης, ούτε είχαν αχθοφόρα ζώα αλλά «καλύβας εκ μικρών πηξάμενοι ξύλων και οροφήν αυταίς εκ χόρτων συμφορηθείσαν επισχεδιάσαντες...». Μοναδική τροφή των ασκητών ήταν οι άγριοι καρποί των δέντρων. Ο Αθανάσιος όμως πίστευε ότι μέσα στους διαρκείς κινδύνους από τους Σαρακηνούς πειρατές του Χάνδακα και την ανασφάλεια, που αισθάνονταν oι αναχωρητές στους υποτυπώδεις οικισμούς τους μέσα σε ψαθοκαλύβες, δεν ήταν δυνατό να μεθοδευτεί η σκληρή συστηματική άσκηση των κοινοβίων της Ανατολής, την οποία είχε ο ίδιος διδαχθεί από τον πνευματικό του πατέρα Μιχαήλ Μαλέινο στο όρος του Κυμινά της Βιθυνίας.
Ο Όσιος Αθανάσιος, κατά κόσμον Αβραάμιος, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα από εύπορους γονείς. Όταν γεννήθηκε είχε πεθάνει ο πατέρας του και γρήγορα έφυγε από τη ζωή και η μητέρα του. Την ανατροφή του ανέλαβε μια συγγενής της μητέρας του. Ο Αβραάμιος προοριζόταν για το διδασκαλικό στάδιο. Όταν όμως, σε μια επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Βυζαντινός στρατηγός Ζεφινεζέρ τον παρουσίασε στον φημισμένο για τις αρετές του ηγούμενο της Μονής του Κυμινά Μιχαήλ Μαλέινο, ο Αβραάμιος αισθάνθηκε πως ο προορισμός του ήταν άλλος. Τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά και με τον ανιψιό του Μιχαήλ, τον στρατηγό των Ανατολικών Νικηφόρο Φώκα (Ρ. Lemerle, La vie ancienne de S. Athanase l'Athonite, composee du debut du Χle siecle par Athanase de Lavra, Le Millenaire du Mont Athos). Ο Μιχαήλ Μαλέινος είχε γεννηθεί τo 894 και είχε καρεί μοναχός το 912. Τη Μονή του Κυμινά, στα βουνά της Βιθυνίας, είχε ιδρύσει το 925 (L. Petit, Vie et office de Michel de Μαleinote, Bibliotheque Hagiographique orientale 1903). Ο Αβραάμιος ακολούθησε τον Μιχαήλ Μαλέινο στο όρος του Κυμινά, όπου και έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Αθανάσιος. Μέσα στα τέσσερα χρόνια της παραμονής του στα βουνά της Βιθυνίας φθάνει στην κορυφή της μοναχικής άσκησης «προς το μέγα της ησυχίας στάδιον» και καταφεύγει τελικά «εν ιδιαζοντί τίνι και ησυχαστικώ τόπω», όχι μακριά από τη Μονή Κυκλησή. Την εποχή αυτή επισκέπτεται τον θείο του Μιχαήλ ο στρατηγός των Ανατολικών Νικηφόρος Φωκάς, μαζί με τον αδελφό του μάγιστρο Λέοντα, που αργότερα έλαβε τον τίτλο του «κουροπαλάτη». H ομολογία του Μιχαήλ Μαλέινου, σύμφωνα με την οποία έδωσε στον Αθανάσιο «την της χάριτος διαδοχήν», έχει προκαλέσει διαταραχή (ανάμεσα στους μοναχούς, στη σκήτη της μετανοίας του. Ο Αθανάσιος φεύγει για το Όρος, όπου ασκητεύει άγνωστος και μόνος. Εκεί πληροφορείται ότι ο μάγιστρος Λέων έχει λάβει τον τίτλο του «Μαγίστρου των Σχολών της Δύσεως». Φοβάται μήπως αποκαλυφθεί, γι' αύτο αλλάζει όνομα από Αθανάσιος σε Βαρνάβας και πηγαίνει να κρυφτεί στην περιοχή του Ζυγού, κοντά σε γέροντα ασκητή, προσποιούμενος τον αγράμματο δόκιμο. Ο Νικηφορος Φωκάς, που στο μεταξύ έχει πάρει «την αρχήν απάσης Ανατολής», προσπαθεί να ανακαλύψει τον Αθανάσιο. Υποπτεύεται ότι κρύβεται στον Άθω και γράφει στον «Κριτή του Θέματος της Θεσσαλονίκης». Αυτός, με τη σειρά του, απευθύνεται στον Πρώτο του Αγίου Όρους Στέφανο, ο οποίος, ύστερα από περιπέτειες, ανακαλύπτει τον Αθανάσιο-Βαρνάβα κατά την ετήσια σύναξη στο Πρωτάτο.
Ο μάγιστρος Λέων Φωκάς, μετά τη νίκη του εναντίον των Σκυθών νομάδων (Ούγγρων), το 958/959, πηγαίνει στον Άθω για να συναντήσει τον Αθανάσιο. Οι Αθωνίτες, που έχουν πληροφορηθεί πια για την πνευματική προσωπικότητα του Αθανασίου, αρχίζουν να συγκεντρώνονται γύρω του. Ο Αθανάσιος καταφεύγει στην άκρη του Άθω, στο ακρωτήριο Μελανά. Δεν έχει περάσει ένας χρόνος και φθάνει μήνυμα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά από την Κρήτη, όπου είχε εκστρατεύσει για να καταστρέψει το ορμητήριο των Αγαρηνών πειρατών. Οι Αθωνίτες συμβουλεύουν έντονα τον Αθανάσιο να βοηθήσει τον Νικηφόρο Φωκά και να φροντίσει για την απελευθέρωση τόσων αιχμαλώτων συνασκητών τους. Όταν φθάνει στην Κρήτη ο Αθανάσιος, οι Σαρακηνοί έχουν στο μεταξύ νικηθεί από τον ένδοξο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά. Κατά το ετήσιο διάστημα της παραμονής του στο νησί, ο Νικηφόρος επαναλαμβάνει στον Αθανάσιο την επιθυμία του να μονάσει, και το παραχωρεί κάθε διευκόλυνση για να ιδρύσει ένα κατάλληλο προς της μοναχικές του πεποιθήσεις κοινόβιο.
Ο Αθανάσιος αρχίζει με μεγάλους κόπους την ανίδρυση του μοναστηρίου της Λαύρας, του τόπου της μετάνοιας του Νικηφόρου, το 961, τον χρόνο που κοιμήθηκε ο πνευματικός του πατέρας, ο μεγάλος ασκητής Μιχαήλ Μαλέινος. Στις 16 Αυγούστου 963 ο Νικηφόρος Φωκάς στέφεται αυτοκράτορας. Ο Αθανάσιος εγκαταλείπει την ανίδρυση της Λαύρας και φεύγει για την Κύπρο. Οι ικεσίες του αυτοκράτορα, η ανανέωση της ομολογίας του για την αμετάθετη απόφαση του να μονάσει και μια γενναία οικονομική βοήθεια τον πείθουν να επιστρέψει και να συνεχίσει το έργο του. Χτίζει λοιπόν γύρω από το καθολικό κελιά, μαγειρίο, τράπεζα, νοσοκομεία, ξενώνες, υδραγωγείο, μύλο. Από παντού έρχονται μοναχοί για να επανδρώσουν τη μεγάλη μονή που χτίζει ο Αθανάσιος, με επιχορήγηση του αυτοκράτορα, ο οποίος θα είναι αύριο συμμοναστής τους. Στο τυπικό της ανίδρυσης της Λαύρας ο Αθανάσιος περιγράφει τους αγώνες του για να εξημερώσει τον άγριο τόπο: «όσους δε κόπους και συντριβάς πεπόνθαμεν και πειρασμούς και ταλαιπωρίας υπομεμενήκαμεν και δόσεις εξόδων καταβεβλήμεθα εις τε λατομίας και κατορύξεις και χωμάτων και λίθων εκφόρησιν και φυτών και θάμνων και δένδρων εκτομήν και έκσπασιν, προς το δείμασθαι τον άγιον της υπεραγίας Θεοτόκου ναού, την τε της Λαύρας άπασαν κατασκήνωσιν...».
Ο θάνατος του Νικηφόρου Φωκά (11.12.969) δίνει την ευκαιρία στους εχθρούς του Αθανασίου, που σκανδαλίστηκαν από την οικοδομική του δραστηριότητα, να τον κατηγορήσουν στον νέο αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή πως αλλοιώνει τον χαρακτήρα του Όρους: «οικοδομάς γαρ ανήγειρε πολυτελείς και πύργους και λιμένας ενήργησεν, επιρροάς τε υδάτων κατήγαγε και ζεύγη βοών ωνήσατο και εις κόσμον ήδη το Όρος μετεποίησεν, αγρούς και καρπούς γεννήματος εποίησεν... ότι τε τους αρχαίους νόμους παρακινεί και μεταποιείται τα παλαιά έθη και όρους». Και μόνο από το περιεχόμενο της κατηγορίας διαβλέπει κανείς τις τάσεις που υπήρχαν πάντα στο Όρος. Από τη μια μεριά ο ανοργάνωτος ασκητισμός, ο αναχωρητισμός, με επικεφαλής τον περίφημο Παύλο τον Ξηροποταμηνό, και από την άλλη οι προϋποθέσεις για ένα οργονωμένο και πειθαρχημένο κοινοβιακό σύστημα.
Ο αυτοκράτορας στέλνει στο Όρος τον ηγούμενο της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Στουδίου Ευθύμιο, ο οποίος συγκεντρώνει στον ναό του Πρωτάτου τους ηγούμενους και βάζει τις βάσεις ενός νέου τυπικού (971 ή 972) που κυρώθηκε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, του περίφημου Τράγου. Η περγαμηνή αυτή, που έχει κατασκευαστεί από δέρμα τράγου και φυλάσσεται στα αρχεία της Ιεράς Κοινότητος στις Καρυές, έχει διαστάσεις 0,3165 / 0,485 και είναι το παλαιότερο έγγραφο που σώζεται με αυτοκρατορική υπογραφή. Ο Αθανάσιος στηρίχθηκε στους κανόνες του Θεοδώρου του Στουδίτη και συνέταξε το τυπικό της Λαύρας, πού υπήρξε κατόπιν το υπόδειγμα της διοργανώσεως και των άλλων μονών («του οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών και ομολογητού Θεοδώρου, ηγουμένου του Στουδίου». Ο Άγιος Αθανάσιος συμπλήρωσε το «τυπικόν» με τη «διατύπωσιν» και την «υποτύπωσιν», όπου καθορίζονται οι λειτουργίες, τα γεύματα και κάθε λεπτομέρεια λειτουργίας του κοινοβίου.
Ο Νικηφόρος Φωκάς είχε προικίσει τη Μονή της Λαύρας με μέρος από τις κρατικές προσόδους και της είχε δωρήσει πολλά μετόχια, άγια λείψανα και έργα τέχνης. Μετά τη δολοφονία όμως του αυτοκράτορα από τους ανθρώπους του Ιωάννη Τσιμισκή, ο Αθανάσιος δεν θέλησε πια να ξαναπάει στην Κωνσταντινούπολη, μπόρεσε όμως να εξασφαλίσει προστασία για τη Λαύρα του, στέλνοντας τον μαθητή του Ιωάννη τον Ίβηρα στον πατριώτη του νέο αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή. Με αυτό τον τρόπο κατόρθωσε να διπλασιάσει τα εισοδήματα του μοναστηριού και να αποκτήσει αργότερα πολλά κτήματα στη Χαλκιδική και στον Άθω από τον Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο. Tα κτήματα της μονής πολλαπλασιάστηκαν κατά τους επόμενους αιώνες είτε με αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, είτε με αφιερωτήρια ιδιωτών.
Η ίδρυση και λειτουργία της Λαύρας αποτελεί σταθμό, γιατί από τότε τα ψαθοκάλυβα των αναχωρητών αντικαθιστούν οι «ευκτήριοι οίκοι». Ο όσιος Αθανάσιος επέβλεπε προσωπικά κάθε λεπτομέρεια οργανωτική της μονής και παρακολουθούσε κάθε οικοδομική δραστηριότητα. Η υπερβολική κόπωση υπήρξε μοιραία για τη ζωή του. Ανεβασμένος «επί της τεκτονικής κλίμακος» για να παρακολουθήσει την πρόοδο των εργασιών ανοικοδομήσεως του καθολικού, έπεσε μαζί με τους μαΐστορες και «εκοιμήθη» στις 5 Ιουλίου του 1000 ή 1001.

Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή

Ο Άγιος Αθανάσιος, όπως αναφέρεται στον κατά πλάτος βίο του, κατήγετο από τα μέρη της Ανατολής, από την Τραπεζούντα. Μόλις τελείωσε την έξωθεν παιδεία - ήτο φιλόλογος - ελκυσθείς υπό της Θείας Χάριτος, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και προσεχώρησε στο μοναχισμό από νεαράς ηλικίας, υπό την πρόνοια του κατά σάρκα θείου του, του οσιωτάτου πατρός Μιχαήλ του Μαλεήνου.
Όταν κάποτε, επεσκέφθησαν οι νεαροί στρατηγοί Νικηφόρος και Λέων, οι διαδραματίσαντες μετέπειτα σπουδαίο ρόλο στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τον όσιο Μιχαήλ το Μαλεήνο, τον πνευματικό πατέρα του Αγίου Αθανασίου, για να εξομολογηθούν, ο Όσιος Μιχαήλ τους οδήγησε στο μέρος όπου ησύχαζε ο Άγιος Αθανάσιος, τριακοντούτης τότε, λέγοντας τους ότι θέλει να τους επιδείξει ένα θησαυρό. Και μετά την συνάντηση και συνομιλία πού είχαν μαζί του, εθαύμασαν, διότι πραγματικά επρόκειτο περί ενός μεγάλου θησαυρού.
Από τότε έλαβαν εντολή «αυτώ τούτω τω μοναχώ αναθέσθαι τους λογισμούς δια βίου παντός». Έκτοτε συνέχισαν οι, δύο μεγάλοι άνδρες να έχουν ως πνευματικό οδηγό τον Όσιο Αθανάσιο, έως τέλους του βίου τους.
Με τον Νικηφόρο δε τόσο συνεδέθησαν, ώστε έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση να ζήσουν πάντοτε μαζί σαν μοναχοί. Η υπόσχεση εκ μέρους του Νικηφόρου παρέμεινε ατελής, διότι ως στρατηγός εκλήθη να απελευθέρωση την Κρήτη από τους πειρατές, υστέρα όμως εβασίλευσε δια της βίας και εδολοφονήθη, χωρίς να κατορθώσει να φυλάξει την υπόσχεσή του. Δεν έπαυσε όμως να προνοεί της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου.
Ο Όσιος Αθανάσιος, φεύγοντας από τα μέρη της Βιθυνίας, έρχεται στον Άθωνα. Επισκεφθείς τις Καρυές, κέντρο της τότε μοναστικής ζωής, δεν απεκάλυψε ποίος ήτο, αλλά προσεποιήθη τον αγράμματο και τον αγροίκο. Πολλές φορές ο Γέροντας του προσπαθούσε να του μάθη το αλφάβητο, για να διαβάζει την ακολουθία του. Αυτός όμως προσεποιείτο ότι δεν έχει τέτοια ικανότητα προς μάθηση. Στους γέροντες του Πρωτάτου πού παρακινούσαν τον γέροντα να μάθη τον υποτακτικό του γράμματα, απαντούσε με απλότητα, ότι είναι στενοκέφαλος και δεν μπορεί να μάθη.
Τέλος όμως, απεκαλύφθη ποιος ήτο, από αυτούς που τον εγνώριζαν και ηναγκάσθη να ομολογήσει ότι ήτο περιβόητος Αθανάσιος. Εφ' όσον πλέον έγινε γνωστός και δεν ημπορούσε να συνεχίσει στην αφάνεια που τόσο αγαπούσε, εξεκίνησε περιερχόμενος το Άγιο Όρος, αναζητώντας κατάλληλο τόπο. Έφθασε μέχρι τα ανατολικότερα μέρη του Όρους, στα λεγόμενα Μελανά, όπου στην αρχή έμεινε για λίγο διάστημα εις ένα σπήλαιο για ησυχαστική ζωή. Μετά όμως, επιμόνως παρακινούμενος από τον Νικηφόρο, άρχισε την ανέγερση της Λαύρας. Πριν όμως καλά-καλά τελειώσει η ανοικοδόμηση της Μονής, ήλθε είδηση στον Άγιο, ότι ο Νικηφόρος έγινε αυτοκράτωρ. Με πολλή λύπη τότε ο Άγιος, διότι αυτό σήμαινε την εκ μέρους του Νικηφόρου αθέτηση της υποσχέσεως του πού είχε δώσει στον Θεό να γίνει μοναχός, αλλά και από ταπείνωση, μισοδοξία και αγάπη προς την ησυχία, εγκαταλείπει την Λαύρα, στέλλει στον Νικηφόρο μια ελεγκτική επιστολή και με ένα μαθητή του, τον Αντώνιο, αναχωρεί για την Κύπρο. Ευρισκόμενος όμως στην Κύπρο λαμβάνει πληροφορία από τον Θεό να γυρίσει πίσω, να αποτελειώσει το έργο του. Γυρίζει λοιπόν πάλι πίσω και συνεχίζει το προηγούμενο του έργο. Και οικοδομώντας την Λαύρα ο Άγιος, έγινε στυλοβάτης της Αθωνικής μοναστικής ζωής.
Κατόρθωσε να φέρει τα διάφορα μονήδρια, Σκήτας, και ησυχαστήρια πού ήσαν σε μια κατάσταση απομονώσεως, σε κοινωνία μεταξύ τους, αλλά και με τους ιδικούς του μαθητάς, πού ευρίσκοντο εντός της Μονής. Έτσι σιγά-σιγά ήρχοντο και υπετάσσοντο εις αυτόν. Έμεναν φυσικά στα ησυχαστήρια τους, αλλά πνευματικά εξηρτώντο από αυτόν. Και τότε πραγματικά προεκάλεσε την μεγάλη αυτή ισορροπία, επάνω στην οποία συνίσταται, εάν θέλωμε να είμεθα ειλικρινείς, η μακροβιότης του Αθωνικού μοναχισμού. Γι' αυτό και δικαίως πρέπει να ονομάζεται ο αναντικατάστατος, τρόπον τινά, ρυθμιστής, ηγούμενος και κυβερνήτης του Αθωνικού μοναχισμού. Επέτυχε, όπως είπα, το απρόσιτο, το διχασμένο και το μεμενωμένο των Πατέρων μέσα στον Άθωνα, να το ενώση υπό μίαν γνώμη, να αποδώσει την ελευθερία στην προσωπικότητα, να πείσει τον καθένα ότι μπορεί να γίνει μοναχός τηρώντας κατά δύναμη την Πατερική φιλοσοφία.
Και εφήρμοσε πραγματικά το παρεμφερές ρήμα του Παύλου: «ο διακονών εν τη διακονία, ο προϊστάμενος εν σπουδή» και τρόπον τινά, «ο ησυχάζων εν τη νήψει». Γι'αυτό για μας τους αγιορείτας μοναχούς, ο Όσιος Αθανάσιος, δεν είναι ένας απλός Άγιος, από τους τόσους πολλούς, αλλά είναι κατ' εξαίρεση ο πνευματικός Πατήρ πάντων. Στην προσωπικότητα του, στην πατρική του στοργή και πρόνοια, στην πεφωτισμένη του διάνοια, στην διακριτικότητα του, ευρίσκει ο κάθε ένας από μας, εις όλας τάς γενεάς, αυτό πού του αναλογεί και μπορεί κάλλιστα και απρόσκοπτα να συνεχίζει την πορεία του με την μακαριά ελπίδα ότι επιτυγχάνει στην μοναστική ζωή.
Δύο πράγματα χαρακτηρίζουν κατ' εξαίρεση τον μεγάλο αυτό φωστήρα. Το μεν ένα είναι η άκρα φιλοπονία, η συνεχής άρση του σταυρού, την οποία θεωρεί ως το πλέον απαραίτητο στοιχείο, ως την σπονδυλική στήλη της μοναστικής αγωγής. Μέσον ως επί το πλείστον, της ησυχαστικής αγωγής, την οποία συνέχιζε από την αρχή πριν να αναλάβει τις μεγάλες του ευθύνες. Τόσο δε εθέλγετο από την ασκητική διάθεση πού πολλάκις παρεπονείτο ότι, χωρίς να είναι ο πόθος του αυτός, εμβήκε σε τόσες κοινωνικές μέριμνες, του μοναστικού φυσικά ιδιώματος. Και επιθυμούσε διακαώς να ευρεθεί πάλι χωρίς μέριμνες, και να συνεχίσει κατά τον πόθο του, κατά μονάς την ησυχαστική ζωή, την οποία πολλές φορές εφήρμοζε στο σπήλαιο του, πού ευρίσκεται έξωθεν προς τα νοτιοανατολικά μέρη της Λαύρας, στην λεγομένη Βίγλαν.
Το δεύτερο είναι το στοιχείο της αγάπης, τη κοινωνικότητας και της αλληλεγγύης. Αν και ευρίσκετο ως προς τον εαυτό του αυστηρότατος ασκητής και φιλοπονώτατος, ως προς τον πλησίον του ήτο πάντοτε φιλόστοργος και πλήρης αγάπης. Και η πολλή του αγάπη και στοργή, πραγματικά συνέδεσε και συνεχίζει να συνδέει τον Αθωνικό μοναχισμό και αυτό πιστεύομε θα συνεχιστή έως της συντέλειας, από όσα αποδεκνύει η θεία πρόνοια, μέσω της ακοιμήτου πρεσβείας του μεγάλου τούτου φωστήρος. Φυσικά αν επιχειρήσωμε εμείς να τον περιγράψωμε, θά τον μειώσωμε. Άλλα τα ελάχιστα τούτα, σαν ένα χρέος απαραίτητο τα αναφέραμε, για να αφυπνίσωμε ο καθένας τον εαυτό μας και να μιμηθούμε κάτι από τις ποικίλες και πολλαπλές του αρετές. Τόση ήτο η πρόνοία του στο να στηρίζη το ποίμνιό του ούτως ώστε εκάθητο στο αριστερό μέρος του Αγίου Βήματος και κατά την ώρα της ακολουθίας ακόμη, εδέχετο εκεί προς εξομολόγηση τους αδελφούς, όχι μόνο της μονής του, αλλά και πολλούς άλλους.
Μέσα στο πανελεύθερο πνεύμα της πατρικής του στοργής, για να αναπαύσει όλες τις φυσιογνωμίες και να αυταρκέση εις όλους τους χαρακτήρες, και στους πλέον αδυνάτους και στους πλέον ισχυρούς, δεν παραμέλησε να χρησιμοποιήσει και την ανθρώπινη γνώση, μέσα στην εφευρετικότητα, στο να μεταβάλει και να κάνη ανετότερη την ζωή, ούτος ώστε και οι ασθενέστεροι και αδύνατοι στο χαρακτήρα να καυχώνται για την μοναστική τους ιδιότητα, και να μην αποθαρρύνονται. Εδημιούργησε, μέσα στην ευρύτητα της πατρικής του προνοίας, ένα πρόγραμμα, πού τότε όχι μόνο δεν υπήρχε, αλλά και κατά τα έθιμα του απομονωμένου τρόπου της μοναστικής ζωής στον Άθωνα, εθεωρείτο ως κατακριτέο. Κατεσκεύασε λιμάνια, δρόμους, αποθήκες, αμπελώνες, κήπους και ό,τιδήποτε άλλο μπορούσε να προκαλέσει μέσα στα επιτρεπτά μέσα, την στοιχειώδη άνεση εις όλους τους ανθρώπους, πού ημπορούσαν και ήθελαν να γίνουν μοναχοί. Αλλά τούτο εδημιούργησε παρεξηγήσεις και όπως αναφέρεται στον βίο του, εθεωρήθη ως «εισάγων καινά δαιμόνια»· εν συνεχεία εσυκοφαντήθη και εκινήθη ενάντιο του η διοικητική αρχή του Αγίου Όρους. Επρόκειτο δε να τον δικάσουν, διότι δήθεν παρεβίασε τα προγράμματα και τον τύπο της ησυχίας των Πατέρων.
Τότε ακριβώς επενέβη προσωπικά η Δέσποινα μας Θεοτόκος και αυτούς μεν καθησύχασε, αυτόν δε ενεθάρρυνε να συνέχιση και να μην ολιγοψυχήση και εγκατάλειψη το έργο του. Στις παρουσιαζόμενες μάλιστα δυσχέρειες, όταν οικονομικώς δεν ημπορούσε να φέρει εις πέρας το τεράστιο έργο το οποίο εξεκίνησε, τότε παρίστατο η Δέσποινα μας, και του έδιδε θάρρος. Τόσο δε οι υποσχέσεις Της ήταν ζωντανές, αισθητές και βέβαιες, ώστε κάποτε, όταν δεν υπήρχε πλέον τίποτε μέσα στην αποθήκη και μέσα στο οικονομεΐο, επαρουσιάσθη μόνη Της και είπεν ότι, «εγώ θα είμαι η Οικονόμος της Μονής πλέον, για να μην έχετε μέριμνα». Και πράγματι, πολλές φορές έδωσε την ευλογία Της και εγέμισαν πάλι οι αποθήκες τρόφιμα, σε μια δυσχέρεια όπου οι πολλοί εργάτες και το πλήθος και οι μοναχοί δεν μπορούσαν να αυταρκέσουν. Και έκτοτε η Αγιωτάτη αυτή Μονή δεν έχει ποτέ οικονόμο, όπως είναι το σύστημα των Μονών, αλλά παραοικονόμο. Και μία των εικόνων της, η οποία ευρίσκετο τότε στο οικονομείο και έδειξε το θαύμα, η λεγομένη Οικονόμισσα, υπάρχει ακόμα εκεί και μπροστά εις αύτη την εικόνα και θαύματα πολλά έχουν γίνει και με ιδιαιτέρα ευλάβεια οι μοναχοί απευθύνουν τις ευχαριστίες τους· πολλές φορές εφάνη να ευλογεί και να πληθύνει τα υποστατικά και τις διάφορες ύλες και ανάγκες της Μονής.
Για όλους μας και για ένα έκαστον, ο μέγας Γέρων και προστάτης και ηγούμενος και πνευματικός πατήρ, είναι ο οσιώτατος πατήρ ημών Αθανάσιος, ο οποίος είναι ο συνεχιστής, προνοητής του Αγίου Όρους, για να μην ειπούμε και όλου του ανατολικού μοναχισμού.




῾Ο ἅγιος ἱερομάρτυς Κυπριανός 


Ο μάρτυς γεννήθηκε στό χωριό Κλειστό ἤ Κλειτσός τοῦ τέως δήμου Κτημενίων.
Οἱ γονεῖς του τόν ἀνέθρεψαν καλῶς, τόν ἔμαθαν γράμματα, τόσον τά ἑλληνικά ὅσον καί τά ἱερά. ᾿Ενωρίς ἔγινε μοναχός καί ἀξιώθηκε τῆς ἱερωσύνης. Πῆγε ἀκολούθως στόν ῞Αγιο ῎Ορος καί ἔμεινε στό κελλί τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου κοντά στό μοναστήρι Κουτλουμουσίου.
᾿Εκεῖ ἐργαζόμενος τίς ἀρετές, ἔγινε τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλους τούς ἁγιορεῖτες μοναχούς. Φλεγόταν ὅμως ἡ καρδιά του ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί διψοῦσε τό μαρτύριο. Οἱ πατέρες, στούς ὁποίους φανέρωσε τόν σκοπό καί τόν πόθο του, τόν ἐμπόδιζαν. Φοβοῦνταν τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, μήπως δειλιάσει καί δέν τά βγάλει πέρα, ἐκεῖνος ὅμως δέν ἔλεγε νά ἀλλάξει στόχο.
῎Εφυγε λοιπόν ἀπ’ τό ῞Αγιο ῎Ορος καί ἐπῆγε στήν Θεσσαλονίκη. ᾿Εκεῖ παρουσιάσθηκε στόν τοῦρκο δικαστή κι ὁμολόγησε τήν πίστη του στό Χριστό καί τόνισε τό πλάνον καί τήν ἀπάτη τοῦ μωαμεθανισμοῦ. ῾Ο δικαστής τόν θεώρησε τρελό καί τόν ἐξεδίωξε.
Μετά τήν ἀποτυχία του νά ὁδηγηθεῖ στό μαρτύριο, ἔρχεται στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ἐπιτύχει ἐκεῖ τό ποθούμενο. ᾿Εκεῖ ἀντιμετώπισε πάλι δυσκολίες στήν προσέγγιση τοῦ στόχου του. Τελικά ὅμως ἔφτασε στόν βεζίρη ἀπ’ τόν ὁποῖον κατέληξε στόν μουφτή γιά νά καταδικασθεῖ μετά ἀπό ἐπάλληλες θαρραλέες ὁμολογίες στόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατον.
῎Ελαμπε ἀπό χαρά τό πρόσωπό του καί ἔδειχνε ὅτι πήγαινε σέ γάμο ἤ σέ πανηγύρι κι ὄχι πρός τό θάνατο. Περνώντας ἀπ’ τήν ἐκκλησία τοῦ Πατριαρχείου ἔκανε τό σταυρό του κι εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τόν ἀξίωσε νά συγκαταριθμηθεῖ μέ τούς μάρτυρες.
῏Ηταν Σάββατο, 5 ᾿Ιουλίου τοῦ 1679, ὅταν ὁ ἅγιος Κυπριανός ἔφυγε χαίρων γιά τόν οὐρανό.
᾿Απολυτίκιον
Εἰς ἦχον γ´ «Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν...»
Τὸν θεῖον ἔρωτα τὸν τοῦ Κυρίου σου καὶ τὴν ἐκζήτησιν τοῦ μαρτυρίου σου ᾿Αγγέλων δῆμοι καὶ πιστοὶ ἐθαύμασαν, πανεύφημε· διά τῆς ἀσκήσεως καὶ πολλῆς παῤῥησίας σου ἐν ὁμολογίᾳ τε καὶ φοινίξει αἱμάτων σου, Κυπριανὲ ἀθλοφόρε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Τέκνον τῆς Κορίτσης τὸ ἐκλεκτόν, σχολῶν τῶν ᾿Αγράφων θρέμμα τίμιον καὶ σεπτόν, μονῆς Κουτλουμουσίου σέμνωμα τὸ θεῖον, Κυπριανὸν τὸν νέον, ἀεὶ γεραίρομεν.
Κοντάκιον
Τῆς Κορίτσης βλάστημα Εὐρυτανίας τὸ θεῖον, τοῦ Κλειστοῦ τὸ στήριγμα, Κουτλουμουσίου τὸ κλέος, Κυπριανὸν μακαρίσωμεν, Μαρτύρων νέων καὶ νέον ἀγλάϊσμα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου