ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

13 Σεπτεμβρίου , Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού , προεόρτια Αυτού , μνήμη του Αγίου Κορνηλίου του Εκατοντάρχου και του Αγίου Αριστείδου του Απολογητού και μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων των εν τη Μικρασιατική Καταστροφή , ήτοι Χρυσοστόμου Σμύρνης , Γρηγορίου Κυδωνιών , Προκοπίου Ικονίου , Αμβροσίου Μοσχονησίων και Ευθυμίου Ζήλων

Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού - Το χάλκινο φίδι 

 




Ευαγγέλιο: Ιω. γ΄ 13-17 
 
 
          Oὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ.
    καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου                   ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
 οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον . 
οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ.
 
 Νεοελληνική Απόδοσις
 
 Κανείς δε δεν ανέβηκε στον ουρανόν, δια να μάθη εκεί και διδάξη εις σας αυτάς τας αληθείας, παρά μόνον αυτός που κατέβηκε από τον ουρανόν και έγινε δια της ενανθρωπήσεως υιός του ανθρώπου και ο όποιος εξακολουθεί, καθ' ον χρόνον ζη εις την γην, να είναι και στον ουρανόν ως Θεός.
 Οπως δε ο Μωϋσής εκρέμεσε υψηλά το χάλκινι φίδι εις την έρημον, δια να το αντικρύζουν με πίστιν οι Ισραηλίται και να σώζωνται από το θανατηφόρον δηλητήριον των φιδιών της ερήμου, έτσι, σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, πρέπει να κρεμασθή και ο υιός του ανθρώπου επάνω στον σταυρόν.
 Και τούτο, δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κανένας από εκείνους, που θα πιστεύσουν εις αυτόν, αλλά να κερδήση και να έχη την αιώνιον ζωήν.
  Διότι τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον βυθισμένον εις τας αμαρτίας κόσμον, ώστε παρέδωκεν εις σταυρικόν θάνατον τον μονογενή του Υιόν· δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κάθε ένας που θα πιστεύη εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.
 Διότι δεν έστειλεν ο Θεός τον Υιόν του στον κόσμον δια να κρίνη και καταδικάση τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος με την θυσίαν αυτού.
 
 
 
 
 Η Κυριακή πριν από την εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μας προετοιμάζει πνευματικά για να συναισθανθούμε το μέγα μυστήριο της σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα μας μεταφέρει σε μία ιερή συζήτηση μέσα στη νύχτα, όπου ο Κύριος απεκάλυψε στον κρυφό μαθητή του Νικόδημο το μέγα μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Κανείς από τους ανθρώπους, είπε, δεν έχει ανεβεί στον ουρανό, παρά μόνο εγώ που κατέβηκα από τον ουρανό και έγινα άνθρωπος. Κι ενώ τώρα είμαι στη γη, εξακολουθώ να είμαι και στον ουρανό. Και όπως κάποτε ο Μωυσής κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται μ’ αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών της ερήμου, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να υψωθώ εγώ ψηλά πάνω στο σταυρό.
Ποια όμως είναι η βαθύτερη σχέση ανάμεσα στο γεγονός αυτό της Παλαιάς Διαθήκης με τη σταύρωση του Κυρίου μας; Εκεί στην έρημο συνέβαινε κάτι το συνταρακτικό. Είχαν παρουσιαστεί φίδια φαρμακερά και τρύπωναν στις σκηνές των Ισραηλιτών. Φίδια αμέτρητα δάγκωναν όσους έβρισκαν μπροστά τους. Κι αυτοί με πόνους δυνατούς και κραυγές απελπιστικές σε λίγη ώρα έπεφταν νεκροί! Οι Ισραηλίτες τρομοκρατημένοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι τιμωρούνται για τις πολλές τους αμαρτίες. Σκέφτηκαν ότι μόνον ο Θεός μπορούσε να τους σώσει. Έτρεξαν λοιπόν στον Μωυσή κι εκείνος με όλη του την ψυχή παρακαλούσε τον Θεό να τους σώσει. Και ο Θεός, σαν αγαθός πατέρας, επειδή είδε ότι μετανόησε ο λαός, άκουσε την προσευχή του Μωυσή και του λέει: Φτιάξε ένα φίδι χάλκινο και κρέμασέ το σε ένα ξύλο. Και πες στους Ισραηλίτες: «Καθένας που θα τον δαγκώσει φίδι, να κοιτάζει το χάλκινο αυτό φίδι και θα σώζεται από το θάνατο». Και το θανατικό σταμάτησε, οι Ισραηλίτες σώθηκαν.
Γιατί όμως ο Κύριος συσχετίζει το γεγονός αυτό με τη δική του σταύρωση; Το χάλκινο φίδι το ύψωσε ο Μωυσής καρφωμένο σε ξύλο. Στο τίμιο ξύλο του σταυρού υψώθηκε κρεμασμένος κι ο Χριστός μας. Τα φαρμακερά φίδια σκορπούσαν το θάνατο. Ο σατανάς, ο όφις ο αρχαίος, με τα φαρμακερά τσιμπήματά του νεκρώνει την ψυχή του ανθρώπου. Στην έρημο ο Μωυσής κρέμασε πάνω στο ξύλο ένα χάλκινο φίδι, που ήταν το ομοίωμα των φαρμακερών φιδιών. Στο σταυρό κρεμάστηκε ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος θεωρήθηκε το ομοίωμα της αμαρτίας, καθώς σήκωσε επάνω του όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Στην έρημο οι Ιουδαίοι ατενίζοντας το χάλκινο φίδι διέφυγαν τον πρόσκαιρο θάνατο, εμείς οι πιστοί ατενίζοντας τον Σταυρό του Χριστού λυτρωνόμαστε από τη σκλαβιά της αμαρτίας, από τον αιώνιο θάνατο, μπορούμε να εισέλθουμε όχι στη γη της επαγγελίας, αλλά στη Βασιλεία του Θεού.
Ο Κύριος στη συνέχεια εξηγεί στον Νικόδημο το νόημα της δικής του υψώσεως πάνω στο ξύλο του Σταυρού: Ο υιός του ανθρώπου, λέει, θα υψωθεί πάνω στο Σταυρό, για να μη χαθεί κανένας από όσους θα πιστεύουν σ’ Αυτόν στον αιώνιο θάνατο, αλλά να έχει ζωή αιώνια. Διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονάκριβο Υιό του, για να μη χαθεί στον αιώνιο θάνατο κανένας πιστός, άλλα να έχει ζωή αιώνια. Διότι δεν απέστειλε ο Θεός τον Υιό του στο αμαρτωλό γένος των ανθρώπων για να κατακρίνει και να καταδικάσει το γένος αυτό, αλλά για να σωθεί ολόκληρος ο κόσμος.
Εμείς κατανοούμε άραγε το ύψους αυτό της αγάπης του; Αντιλαμβανόμαστε την άπειρη αυτή και ύψιστη ευεργεσία του; Γι’ αυτό ας παρακαλούμε Αυτόν που τόσο πολύ μας αγάπησε, να μας φωτίζει να κατανοούμε όσο μπορούμε το ύψος της αγάπης του. Και να ζούμε πλέον μόνο για τον Θεό και με τον Θεό.
Μ.Φ.Ν.Θ
 
«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός  τον κόσμον…»

Η σύνδεση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του κόσμου με την πληρότητα της αγάπης, αναδεικνύει και την αυθεντικότητα της σχέσης που σφυρηλατείται στο χώρο της Εκκλησίας. Στους ορίζοντες αυτούς, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, αποκαλύπτει το απύθμενο βάθος αλλά και το δυσθεώρητο ύψος της θεϊκής αγάπης: «εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν υμίν, ότι τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ Αυτού» (Α΄Ιω. δ΄9).
Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή συνιστά το απόσταγμα της συνομιλίας του Χριστού με το Νικόδημο. Ο Νικόδημος παρόλο που είχε εξέχουσα θέση στην κοινωνία, αφού ήταν μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου και ανήκε ακόμα στην τάξη των φαρισαίων, ωστόσο αποκαλύπτεται ως άνθρωπος με καλή και αγαθή ψυχή. Με τέτοιες λοιπόν αγαθές διαθέσεις όχι μόνο γνώρισε αλλά και συνομιλούσε με τον Χριστό για μεγάλες και αιώνιες αλήθειες. Έτσι, ενώ οι φαρισαίοι συνέδεαν τη σωτηρία με την τυπολατρία, ενδεδυμένη με την υποκριτική τήρηση κάποιων διατάξεων του Νόμου, ο Χριστός έρχεται να αποκαλύψει ότι για να σωθεί ο άνθρωπος πρέπει να αναγεννηθεί πνευματικά, να καταστεί καινούργια ύπαρξη, όχι πλέον με νομικές διατάξεις, αλλά με τη χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Ρωμ. ε΄5).

Η καινούργια ζωή
Η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου δεν έχει να κάνει με οποιεσδήποτε πιέσεις και συμπιέσεις, με φάσεις και αντιφάσεις του κόσμου τούτου, αλλά με το άνοιγμα σε μια νέα ζωή που κινείται πάντοτε στην τροχιά της αιωνιότητας. Τη ζωή εκείνη που υπερβαίνει τη φθορά και τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Στην υπέρβαση αυτή, η όποια απόγνωση μεταβάλλεται σε αναστάσιμη ελπίδα και η όποια λύπη και στεναχώρια σε χαρά και αγαλλίαση. Η ζωή αυτή δεν συνδέεται σε καμιά περίπτωση με αφηρημένα σχήματα και θεωρίες, αλλά αποκαλύπτεται ως η πιο ισχυρή πραγματικότητα με τη μετοχή στη ζωή του Χριστού. Τότε ακριβώς ολόκληρος ο χρόνος γίνεται καιρός μετοχής στις θείες δωρεές. Μόνο σ’ αυτή τη διάσταση ο άνθρωπος απελευθερώνεται  από το φόβο της φθοράς και του θανάτου και μπορεί να ατενίζει πλέον δημιουργικά τη ζωή του μέσα στον χρόνο. Και όπως ο φυσικός θάνατος μέσα από την φωτοχυσία της ανάστασης μετατρέπεται σε γέφυρα προς τη ζωή, έτσι και ο χρόνος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, μεταβάλλεται σε παράγοντα πνευματικής προκοπής και τελείωσης.
Μόνο μέσα στις αγκάλες της θεϊκής αγάπης μπορεί ο άνθρωπος να εισέλθει σε τροχιές πνευματικής αναγέννησης. Η αγάπη αυτή σαρκώνεται στις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό, το συνάνθρωπο αλλά και με την κτίση ολόκληρη. Είναι εναρμονισμένη με τον τρόπο ύπαρξης του Τριαδικού Θεού, όπως αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός όχι μόνο στο Νικόδημο αλλά στον κάθε άνθρωπο που ανοίγει καλοδιάθετα την καρδιά του, φανερώνει το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Μέσα απ’ αυτό αποκρυπτογραφείται η κοινωνία της αγάπης που προσφέρεται αδιάκοπα στον άνθρωπο, ως «εικόνα του Θεού». Και η σκάλα βέβαια που ο Χριστός ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό είναι η φανέρωση της άπειρης αγάπης του μέσα από τον Σταυρό.

Αγαπητοί αδελφοί, μέσα από το μυστήριο του Σταυρού αναδύεται η θεϊκή αγάπη στην πιο αυθεντική της μορφή. Έτσι, ο Σταυρός γίνεται κρίση για τον κόσμο. Ο Κύριος έχει μόνιμα ανοικτές τις αγκάλες του και μας προσκαλεί να δεχθούμε την κοινωνία της αγάπης του. Αν ο άνθρωπος ελεύθερα ανταποκριθεί, τότε μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. ε΄24). Αν όμως αρνηθεί,  εγκλωβισμένος στον εγωισμό και την φιλαυτία του, αφήνει τον εαυτό του να οδηγηθεί σε αυτοκατάκριση και αυτοτιμωρία. Η αγάπη που ξεπηδάει από το ξύλο του Σταυρού είναι η πιο αυθεντική και η πιο αληθινή. Γιατί νικά ακόμα και το θάνατο. Αυτή την εμπειρία μάς προσκαλεί η Εκκλησία να γευθούμε. «Γεύσασθε και οίδατε».

http://www.churchofcyprus.org.cy/article.php?articleID=4611
 
 

Πώς βρέθηκε και υψώθηκε ο Τίμιος Σταυρός -Πότε υψώνεται αληθινά ο Τίμιος Σταυρός

 




Του κ. Π. Μ. ΣΩΤΗΡΧΟΥ
Από την εφημερίδα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», Τετάρτη 31 Αυγούστου 2005

Δυο φορές τον χρόνο εορτάζει πανηγυρικά η Εκκλησία μας τον Τίμιον Σταυρόν. Μια για την ανεύρεση του την 6ην Μαρτίου του 326 μ.Χ. και μία κατά την Ύψωση του την 14ην Σεπτεμβρίου, στα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Το σημαντικόν, και όχι πολύ γνωστόν, στον διπλόν αυτόν έορτασμόν είναι το γεγονός ότι αποκαλύπτεται άλλο ένα μέγα μυστήριον της απερίγραπτης αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και μάλιστα κατά την θεία λατρεία, που ενώνει την γη με τον ουρανό.
Το γεγονός αυτό εκφράζει επιγραμματικά την σωτηρία του εκπεσμένου ανθρώπου, τον όποιον παίρνει από την Κόλαση της πτώσεως του και τον θρονιάζει πάλι μέσα στο Παράδεισο της αιώνιας αγάπης. Πιο συγκεκριμένα, παίρνει με την σταυρική του θυσία τον προδότη Ιούδα τον Ισκαριώτη, πού αντιπροσωπεύει όλην την προδοσία του ανθρωπίνου γένους και την αμέτρητη αγνωμοσύνη του έναντι του Σωτήρος Χριστού, και οδηγεί σε άλλον Ιούδα, επίσης Εβραίον, που έγινε οδηγός στην ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού και φανερώνει την μεταστροφή και την μετάνοια του ανθρώπου και την πορεία του στην αγιότητα. Όπως ακριβώς έγινε και με τον δεύτερον αυτόν Ιούδα, που πίστεψε, μετανόησε και έγινε Χριστιανός με το όνομα Κυριάκος. Αργότερα έγινε κληρικός και Επίσκοπος Ιεροσολύμων, μετά τον Πατριάρχην Μακάριον, και αφού μαρτύρησε, μαζί με την μητέρα του Άννα, μπήκε στο Αγιολόγιον της Εκκλησίας και η ετήσια μνήμη του εορτάζεται την 28ην Οκτωβρίου.
Το «Συναξάρι» της ημέρας αυτής αναφέρει: «Τη αύτη ήμερα Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυριακού του φανερώσαντος τον Τίμιον Σταυρόν, επί της Βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου και Ελένης της αυτού μητρός». Και για την μητέρα του Άννα, που γιορτάζει την ίδια μέρα: «Τη αύτη ημέρα, η μήτηρ του Άγιου Κυριακού  Άννα, λαμπάσι φλεχθεΐσα και ξεσθεΐσα ετελειώθη». Και λίγα για τον βίον του:
«Ο Άγιος Κυριάκος, πρώην Ιούδας, μετά την φανέρωση του Τιμίου Σταυρού επίστευσε, εβαπτίσθη Χριστιανός και έγινε, όπως προαναφέραμε, Επίσκοπος Ιεροσολύμων και έζησε ως τις ήμερες του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη. Αυτός όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, μετά την εκστρατεία του κατά των Περσών, έμαθε για τον Άγιον Κυριακόν τι ήταν και τι έγινε και τον διέταξε αυστηρά να θυσιάση στα είδωλα. Ό Άγιος, όμως, αρνήθηκε απο¬φασιστικά και ήλεγξε με τόλμην την ειδωλολατρία του Ιουλια¬νού. Τότε εκείνος διέταξε να του κόψουν το δεξί του χέρι, διότι καθώς είπε: «Πολλές επιστολές έχει γράψει το χέρι αυτό, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν πολλοί από τα είδωλα του Δωδε¬καθέου». Ύστερα διέταξε να ρί¬ξουν λιωμένο μολύβι μέσα στο στόμα του Αγίου, που ομολο¬γούσε και δοξολογούσε τον Χριστόν και στη συνέχεια τον έβα¬λαν οι δήμιοι μπρούμυτα σε πυ¬ρακτωμένη σιδερένια κλίνη, που ήταν ένα από τα όργανα βασανι¬σμού των Χριστιανών.
Όταν ήλθε η μητέρα του, που είχε γίνει και αυτή πιστή Χριστια¬νή, στον τόπον του μαρτυρίου του παιδιού της, ο Ιουλιανός διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να σκίζουν το κορμί της με σιδερένια νύχια, που ήταν κι αυτό άλλο ένα εργαλείο βασανισμού των Χριστιανών, και αφού την έκαιγαν με αναμμένες λα¬μπάδες, παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριον. Ύστερα έρριξαν τον Άγιον Κυριακόν, σε ένα μεγάλο καμίνι, τον εθανάτωσαν με ξίφος, κόβοντας το κεφάλι του».
Η ανεύρεση και ύψωση του Τι¬μίου Σταυ¬ρού, που είναι η ση¬μαία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, έγινε με τρόπον θαυμαστόν και υπερθαύμαστον από την Αγίαν Ελένην την Ισαπόστολον, που είχε μεταβή για προσκύνηση στους Άγιους Τό¬πους και με την ρητήν εντολήν του γιου της αυτοκράτορας Κων¬σταντίνου να βρή τον Τίμιον Σταυρόν, τον οποίον είχαν εξα¬φανίσει οι αντίχριστοι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες. Είχαν ρίξει και τους τρείς σταυρούς σε έναν βαθύ λάκκον και τον σκέπασαν με χώματα και πέτρες και πολλά σκουπίδια. Εκεί έμεινε ο Τίμιος Σταυρός για περισσότερα από τριακόσια χρόνια.
Όταν η Αγία Ελένη με τους συνοδούς της άρχισε τις έρευ¬νες, μια νεαρή Εβραιοπούλα οδήγησε την Βασιλομήτορα στον Ιούδα, πού έμενε στα Ιερο¬σόλυμα, διότι εκείνος εγνώριζε από τους παλαιοτέρους την το¬ποθεσία, όπου είχαν ρίξει τους τρεις σταυρούς. Εκεί μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του και το ευωδιαστό «βασιλικό χόρ¬το», αυτό, που λέγεται και σήμε¬ρα βασιλικός. Πήγε, λοιπόν, η Αγ. Ελένη στην τοποθεσία αυτή και πριν δώση εντολή να αρχί¬σουν οι ανασκαφές, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Χριστόν. Μόλις όμως σηκώθηκε στα πόδια της και πριν να πει μια λέ¬ξη, έγινε μέγας σεισμός, μόνον στο σημείον αυτό, και το έδαφος σχίστηκε σε μεγάλο βάθος. Τότε άρχισαν αμέσως οι ανασκαφές και σε λίγη ώρα βρέθηκαν και οι τρεις σταυροί, προς γενικήν κατάπληξιν όλων των παρισταμέ¬νων.
Όλοι έκλαιγαν από χαρά και άλλοι δόξαζαν τον Θεόν και προσεύχονταν. Η στιγμή ήταν μονα¬δική και πανίερη. Κα¬θάρισαν τους τρεις σταυρούς από τα χώματα, μολο¬νότι, βρέθηκαν σε ένα κοίλωμα της γης και ήταν καλά προστατευμένοι. Δεν ήξεραν όμως ποι¬ος από τους τρεις ήταν ο Σταυρός επάνω στον όποιον σταυρώθηκε ο Χριστός. Εκεί κοντά βρι¬σκόταν σε μια καλύβα μια ετοιμο¬θάνατη γυναίκα, που έπασχε από χρόνια ασθένεια. Η  Αγ. Ελένη σκέφθηκε αμέσως ότι ο πραγμα¬τικός Τίμιος Σταυρός θα θερά¬πευε αμέσως την γυναίκα, εάν της έβαζαν πάνω της τον Σταυρόν του Κυρίου. Έτσι έβαλαν διαδοχικά τους δύο πρώτους σταυρούς, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μόλις όμως έβα¬λαν στο σώμα της τον τρίτον Σταυρόν, η ετοιμοθάνατη γυναίκα έγινε αμέσως καλά και ση¬κώθηκε στα πόδια της. Έτσι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός. Και όπως γράφει και ο Ευθύμιος Ζυγαβηνός στον Σταυρόν του Κυρίου υπήρχε και η μικρή σανίδα με την επιγραφή «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ιη¬σούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιου¬δαίων), πού είχε βάλει ο Πόντιος Πιλάτος.
Αμέσως μετά την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού η Αγ. Ελένη, έχτισε (στον Γολγοθά τον Ναόν της Αναστάσεως και στην συνέ¬χεια τον Ναόν της Γεννήσεως στο Σπήλαιον της Βηθλεέμ και τον Ναόν του Όρους των Ελαίων. Και όταν ο Πατριάρχης Μακάριος έστησε τον Τίμιον Σταυρόν στον ναόν του Πα¬τριαρχείου για προσκύνηση από τον πιστόν λαόν, ήταν η 14η Σεπτεμβρίου του 326 και γι’ αυτό καθιερώθηκε από τότε να εορτά¬ζεται το γεγονός της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού από την Εκκλησίαν την ημέραν αυτήν. Την ίδιαν ήμερα εορ¬τάζεται και η δεύτερη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που έγινε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειον (628 μ.Χ.), όταν ενίκησε τους Πέρσες, οι οποίοι είχαν κλέψει τον Τίμιον Σταυρόν άπο τα Ιεροσόλυμα. Σήμερα το μεγαλύτερον τεμάχιον του Τιμίου Σταυρού δια¬σώζεται στον Άγιον Όρος, στην Ί. Μονή Ξηροποτάμου.
Η ανεύρεση και η ύψωση του Τιμίου Σταυρού είναι ασφαλώς μέγα γεγονός της παγκοσμίας ιστορίας, διότι αφορά στο σύνο¬λον της ανθρωπότητας, ανεξαρ¬τήτως αν δεν έχουν ακόμα αποδεχθή την Χριστιανική Πίστη και δεν γνωρίζουν όλοι την αλλαγή πορείας της ιστορίας. Ιδιαίτερα, όμως, είναι κορυφαίον γεγονός στην Ιστορία της Εκκλησίας, διό¬τι επιβεβαιώνει και επισφραγίζει την δωρεάν της σωτηρίας σε όλον τον κόσμον και καλεί αδιαλείπτως κάθε άνθρωπον να επιστρέψη στην αληθινήν πατρίδα του Παραδείσου. Δεν είναι απλώς συμβολική και ενδεικτική η μεταστροφή του Ιούδα, που έγινε Χριστιανός και Άγιος Μάρ¬τυς της Εκκλησίας, ωσάν να αποπλύνη την προδοσία του άλλου Ιούδα του Ισκαριώτη, που παρέδωσε τον Θεάνθρωπον στους σταυρωτές του. Και είναι τούτο μέγα δίδαγμα για κάθε άνθρωπο, που όσον και αν έχει πέσει στο έσχατον άκρον της αμαρτίας, όπως ο Ισκαριώτης, μπορεί και πρέπει να διανύση την απόσταση μεταξύ αμαρτίας και σωτηρίας, μεταξύ προδοσίας και μετανοίας, πού δεν έκανε ο πρώτος Ιούδας, αλλά αγχονίσθηκε μέσα στην απελπισία του. Αυτή η μέγιστη μεταστροφή του δεύτερου Ιούδα είναι ο αιώνιος και εμπράγματος αντίλαλος της προσευχής του Θεανθρώπου την ώρα της θυσίας του, όταν παρεκαλεσε τον Θεόν Πατέρα και είπε για τους σταυρωτές του τον λόγον της ύψιστης συγνώμης για όλους τους άρνητές του, άρα και του Ιούδα:
— «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. ΚΓ’ 34).
Κλείνοντας τις λίγες αυτές γραμμές για τον εορτασμόν του Τιμίου Σταυρού, θα θέλαμε να αναφέρουμε τον σχετικόν λόγον ενός μακαριστού Γέροντος, που έλεγε:
— «Η ύψωση του Τιμίου Σταυρού, παιδιά μου, δεν γίνεται μόνον κατά την εορτήν της 14ης Σεπτεμβρίου, αλλά κάθε φορά, πού μετανοεί μια ψυχή και πηγαίνει κοντά στον Χριστόν. Μας το είπε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος: «Λέγω δε υμίν ότι ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ’ 7). Γιατί η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού φανερώνει τον θρίαμβον της θυσιαστικής αγάπης και αυτός ο θρίαμβος αποτελεί μεγάλη χαρά στον ουρανόν του Θεού και γίνεται κάθε φορά, που μετανοεί αληθινά ένας άνθρωπος. Γι’ αυτό ας μετανοούμε όλοι μας συνεχώς και αληθινά, για να κυρίαρχη πάντοτε η χαρά και στην γη και στον ουρανόν. Αμήν».

πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας


Άρον άρον,σταύρωσον Αυτόν…!


Η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού αποτελεί για όλους μας μία ευκαιρία εντρύφησης στο ίδιο το γεγονός της σταύρωσης του Κυρίου, αλλά και στην σημασία που έχει ο Σταυρός Του για τη ζωή μας.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης καταγράφει την στάση των Ιουδαίων έναντι του Χριστού, όταν ο Πιλάτος Τον παρουσιάζει ενώπιον τους ταπεινωμένο, πονεμένο και σιωπηλό: «άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν.19, 15). Ο σταυρός για τους Ιουδαίους αποτελεί σημείο τιμωρίας και απαλλαγής από τον έλεγχο που ο Χριστός πραγματοποιούσε στους ίδιους και τη ζωή τους. Αποτελεί το όργανο του θανάτου, δια του οποίου εκείνοι Τον διέγραφαν από την πραγματικότητα της ζωής, αδιαφορώντας για τον πόνο, τον εξευτελισμό, την συντριβή της ανθρωπιάς. Ταυτόχρονα, ο Σταυρός ήταν η ανταμοιβή για όσες ευεργεσίες ο Χριστός προσέφερε στον κόσμο και σ’ εκείνους, αλλά και η έκφραση του μίσους τους για Εκείνον.
Η Εκκλησία μας όμως υψώνει τον Τίμιο Σταυρό για να δείξει έναντι του Χριστού τα ακριβώς αντίθετα. Δηλώνει ότι επιζητεί τον έλεγχο από το Χριστό μέσα από το Ευαγγέλιο και τη ζωή της πίστης. Φανερώνει ότι πιστεύει στην Ανάσταση, η οποία έρχεται μετά το Σταυρό και δεν περιορίζεται μόνο στο Θεάνθρωπο, αλλά δίδεται ως δωρεά στον καθέναν από εμάς που πιστεύει σ’ Αυτόν. Ζητά δια της Υψώσεως από όλους σεβασμό στον άνθρωπο, αξιοπρέπεια, αγάπη. Και παράλληλα, διδάσκεται από την συγχώρεση την οποία ο Χριστός παρείχε στους εκφραστές του μίσους προς Εκείνον και προτείνει την συγχώρεση ως στάση αιώνιας ζωής προς όλους όσους Τον αποδέχονται.
Στην εποχή μας οι άνθρωποι ζούνε τον σταυρό της δοκιμασίας εξαιτίας της κρίσης. Και είναι η κρίση έκφραση του τρόπου των Ιουδαίων, αλλά και όλων εκείνων που τους μιμούνται.
Οι Ιουδαίοι αισθάνονταν δυνατοί να επιβάλλουν το θάνατο. Οι ισχυροί του κόσμου αισθάνονται δυνατοί να επιβάλλουν τον θάνατο της αξιοπρέπειας, των αισθημάτων, της χαράς των ανθρώπων για περισσότερο κέρδος.
Οι Ιουδαίοι μίσησαν Εκείνον που τους ευεργέτησε σωματικά, αλλά και καταλάγιασε τις καρδιές τους δείχνοντας τι σημαίνει αγάπη, εμπιστοσύνη στο Θεό και καλώντας τους σε μία ζωή δικαιοσύνης, φωτισμού και αιωνιότητας. Οι ισχυροί του σύγχρονου κόσμου σκορπίζουν το φόβο στους ανθρώπους ότι δεν θα επιβιώσουν υλικά και δείχνουν ότι στην πράξη μισούνε το Θεό, γιατί γι’ αυτούς δεν υπάρχει αιωνιότητα, δικαιοσύνη και φωτισμός, αλλά μόνο συμφέρον, άνεση και αυτάρκεια στην παρούσα ζωή.
Οι Ιουδαίοι αρνήθηκαν το Χριστό γιατί η διδασκαλία Του τους ξεβόλευε από την στείρα προσκόλληση στο γράμμα του νόμου, από τον εγκλωβισμό στο εγώ τους, από την παράδοση σε μία θρησκευτική πίστη που δεν ανοιγόταν στον συνάνθρωπο, αλλά τους έκανε να θεωρούν τους εαυτούς τους το κέντρο του κόσμου. Οι ισχυροί του σύγχρονου κόσμου πιστεύουν στη θρησκεία του χρήματος, αλλά και κόβουν και ράβουν το Θεό στα μέτρα τους, για να δικαιολογούν τη σκληρότητά τους, την δυνατότητα να επιβάλλονται, θεωρώντας τους εαυτούς τους ότι δικαιούνται να είναι το κέντρο του κόσμου.
Οι Ιουδαίοι δεν ένιωθαν ότι το μίσος και η κακία και τα άλλα πάθη που είχαν διέγραφαν την ανθρωπιά, αλλά και την σχέση με το Θεό που δίνει αιώνια ζωή. Οι ισχυροί του κόσμου δεν βλέπουν τα πάθη τους και την αντίθεση των έργων τους προς το Ευαγγέλιο, αλλά μένουν στην πρόσκαιρη ευχαρίστηση του να καταδυναστεύουν τους ανθρώπους χάριν της ιδιοτελούς απόλαυσης, είτε σωματικής είτε ιδεολογικής, είτε πολιτισμικής.
Οι σύγχρονοι ισχυροί του κόσμου δεν είναι μόνο οι πολιτικοί κυβερνήτες του. Ούτε μόνο οι οικονομικοί πυλώνες που κρύβονται πίσω από την έννοια των αγορών. Είναι και όλοι εκείνοι που εμπορεύονται τον πολιτισμό, τις ιδέες, τα τεχνολογικά μέσα, τα καταναλωτικά αγαθά και σταυρώνουν τους ανθρώπους και τους λαούς. Και το χειρότερο είναι ότι οι άνθρωποι και οι λαοί αισθανόμαστε ανήμποροι να κάνουμε κάτι άλλο. Παραδίδουμε έτσι τους εαυτούς μας στην εξουσία τους και αναφωνούμε είτε με το λόγο είτε με τη σιωπή μας το «σταύρωσον».
Γιατί στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου που υποφέρει σταυρώνεται ο Χριστός. Και η Εκκλησία μας, χωρίς να αρνείται την προσωπική ευθύνη του καθενός για την αμαρτία και το κακό, δεν θα πάψει να επισημαίνει ότι η ελπίδα έγκειται στο να μοιάσουμε εκείνη την μικρή μερίδα που ακολούθησε το Χριστό στο Γολγοθά. Πόνεσε και συνέπαθε μαζί Του. Τον είδε συντετριμμένο και ηττημένο στο Σταυρό. Τον κήδεψε στον τάφο. Αλλά δεν έπαψε να Τον πιστεύει και να Τον αγαπά. Και Τον είδε τελικά Αναστημένο. Έλαβε από Αυτόν το Σταυρό ως ευλογία και αντιστροφή του «άρον άρον, σταύρωσον».
Ως την αρχή της πορείας για μιαν άλλη ζωή. Αναστημένη. Δοτική και αγαπητική. Ζωή ελευθερίας από τα δεσμά της ανάγκης και του θανάτου. Ζωή αντίστασης στο κοσμικό πνεύμα. Ζωή αγώνα εναντίον των παθών και αλληλεγγύης στον καθένα που σταυρώνεται. Και, ταυτόχρονα, ζωή που ξέρει πού είναι το κέντρο και ο στόχος. Και δεν εγκλωβίζεται ακόμη και στην έλλειψη των υλικών, ίνα Χριστόν κερδήση.
Ας μας δίνει ο Χριστός έτσι να βλέπουμε το Σταυρό Του. Και να υψώνεται στις καρδιές μας το ήθος της ανακαίνισης του κόσμου. Ακόμη κι αν περνά μέσα από τον θάνατο του εγώ, των παθών μας, του βολέματός μας, της συνταύτισής μας με το πλήθος που αναφωνεί το «σταύρωσον». Η συγχώρεση που δόθηκε στο Σταυρό είναι για όλους. Ας την ζήσουμε στο μυστήριο της Εκκλησίας.
πρωτοπρεσβύτερου π.Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Πηγή: http://proskynitis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_13.html

 

Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος


Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος
Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος


Βιογραφία

Για τον Άγιο Κορνήλιο αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων (Ι, 1-13). Ήταν θεοσεβούμενος Ρωμαίος Εκατόνταρχος. Άγγελος Κυρίου του υπέδειξε να συναντήσει τον Απόστολο Πέτρο. Ο Κορνήλιος μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό και δίδαξε την διδασκαλία του Χριστού στην Φοινίκη, την Κύπρο, την Αντιόχεια και την Έφεσο. Εξελέγη Επίσκοπος Σκήψης της Μυσίας. Ο ιεραποστολικός του ζήλος απέφερε πλούσιους καρπούς και πολλοί ήσαν οι ειδωλολάτρες που πίστεψαν στο Ευαγγέλιο. Κάποιοι κατήγγειλαν τον Κορνήλιο στον Έπαρχο Δημήτριο, ο οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό ενώπιον πλήθους, προκειμένου να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Κορνήλιος όχι μόνο έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του αλλά κατάφερε με την ομολογία του να κάνει να πιστέψουν στη διδασκαλία του Ευαγγελίου η σύζυγος και ο υιός του Επάρχου. Είπε μάλιστα στο Δημήτριο ότι η οικογένειά του δεν θα πάθει κανένα κακό. Ο Έπαρχος κατάλαβε λίγο αργότερα το νόημα των λόγων αυτών, όταν έγινε μεγάλος σεισμός που ισοπέδωσε το ναό και η σύζυγος με τον υιό του βγήκαν ανέπαφοι από τα ερείπια.

Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος
Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Δικαιοσύνης διαπρέπων τοῖς ἔργοις, τὸν φωτισμὸν τῆς εὐσεβείας ἐδέξω καὶ ἀποστόλων σύμπονος ἐδείχθης ἀληθῶς· τούτοις κοινωνήσας γάρ, δι’ ἐνθέων καμάτων τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν ἀνέκραξας πᾶσι· μεθ’ ὧν δυσώπει σῴζεσθαι ἡμᾶς τοὺς σὲ τιμῶντας, παμμάκαρ Κορνήλιε.

Ζωῆς ἀπίστου Κορνήλιον ἐξάγεις,
Πιστῶν ἀπαρχὴν τῶν ἐθνῶν Χριστέ μου.



Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος

 

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ 

Ο συγγράψας την αρχαιότερη απολογία διαπρεπής Αθηναίος φιλόσοφος και πανεύφημος μάρτυς Χριστού


Μέσα στο πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και στη μακρόχρονη πορεία της ενδόξου εκκλησιαστικής ιστορίας της περιωνύμου και αγιοτόκου πόλεως των Αθηνών προβάλλει ως φωταυγής αστέρας ένας ένθεος και ευκλεής Αθηναίος φιλόσοφος, ένας διαπρύσιος κήρυκας του λόγου του Θεού, ένας θαρραλέος ομολογητής της χριστιανικής πίστεως, ένας εύψυχος και καρτερότατος μάρτυς Χριστού, ο οποίος ήθλησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα στο « κλεινόν άστυ» των Αθηνών με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν, όπου όμως μετά την άφιξη του θεηγόρου Αποστόλου των Εθνών Παύλου το 51 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε η κοσμοϊστορική συνάντηση της ειδωλολατρίας με τη χριστιανική αλήθεια.
Ο λόγος για τον τιμώμενο από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 13 Σεπτεμβρίου Άγιο Αριστείδη, ο οποίος αναδείχθηκε μετά από τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό σε γενναίο κήρυκα της πίστεως και σε ένθερμο υπερασπιστή των διωκομένων χριστιανών, συγγράφοντας την περίφημη απολογία «Περί θεοσεβείας». Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι η αρχαιότερη αυτή σωζόμενη απολογία τον κατέστησε ευρύτερα γνωστό στην Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατρολογία, αλλά και τον ανέδειξε σε εγκαλλώπισμα και θησαύρισμα μέσα στην ευλογημένη χορεία των απολογητών της χριστιανικής πίστεως. 

 

Ο Άγιος Αριστείδης γεννήθηκε στην ένδοξη και μέχρι πρότινος «κατείδωλον» πόλη των Αθηνών και έδρασε σε αυτή κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Ο υμνηθείς ως «ωράισμα» της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών Άγιος Αριστείδης υπήρξε διαπρεπής φιλόσοφος, αφού είχε σπουδάσει κλασική φιλοσοφία στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή της πόλεως των Αθηνών. Όμως η φωταυγής παρουσία και το πύρινο χριστοκεντρικό κήρυγμα των εν Αθήναις διαλαμψάντων επιφανών ιεραρχών της περιωνύμου πόλεως των Αθηνών, Αγίου Ιεροθέου και Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, παρακίνησαν τον φιλόσοφο Αριστείδη, ο οποίος υπήρξε περίδοξος και ευπειθέστατος μαθητής τους, στο να μεταστραφεί στον χριστιανισμό, να ενεδυθεί τον Ιησού Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό και να αναδειχθεί σύντομα σε φλογερό κήρυκα του λόγου του Θεού και σε ένθερμο υπερασπιστή του χριστιανισμού και της εναρέτου βιοτής των πρώτων χριστιανών της Αθήνας, οι οποίοι αποτελούσαν την εποχή εκείνη μία ολιγάριθμη χριστιανική κοινότητα. Ο Άγιος Αριστείδης συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση και διάδοση του μηνύματος της χριστιανικής αλήθειας, η οποία ήταν πλέον γι’ αυτόν η αληθινή φιλοσοφία. Η ευεργετική του πνευματική δράση και η πύρινη διδασκαλία του για την ορθότητα και ανωτερότητα της ακραιφνούς χριστιανικής πίστεως τον ανέδειξαν σε θεόπνευστο διδάσκαλο, σε καύχημα σοφίας, σε υπόδειγμα ευψυχίας και σε ένθερμο υπέρμαχο της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και ο σοφός και ευγλωττότατος Αθηναίος χριστιανός φιλόσοφος ανέλαβε με παρρησία την υπεράσπιση των διωκομένων χριστιανών, συγγράφοντας την αρχαιότερη σωζόμενη απολογία, η οποία έχει τον τίτλο «Περί θεοσεβείας». Σκοπός της περίφημης αυτής απολογίας, η οποία επιδόθηκε στον αυτοκράτορα Αδριανό (117 - 138) σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο ή στον διάδοχό του, Αντωνίνο τον Ευσεβή (138 - 161) σύμφωνα με τη συριακή μετάφραση της απολογίας, ήταν να αποκρούσει τις άδικες και αήθεις κατηγορίες που εκτοξεύονταν εναντίον των χριστιανών, αλλά και να τονίσει την υπεροχή του χριστιανισμού και του ήθους των χριστιανών σε σύγκριση με τις άλλες θρησκείες. Ο μεταστραφείς στον χριστιανισμό επιφανής Αθηναίος φιλόσοφος Αριστείδης έχοντας βαθιά γνώση τόσο της Αγίας Γραφής όσο και των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του, καταπολέμησε με τον απολογητικό του λόγο την πλάνη των ειδώλων και στηλίτευσε με πειστική επιχειρηματολογία τη λατρεία των ψεύτικων θεών, αλλά και τον έκλυτο βίο των ειδωλολατρών, γεγονός που τον ανέδειξε σε «εἰδώλων λατρῶν μέγα ἥττημα». Παράλληλα κάλεσε αυτούς που αμφισβητούν την ορθότητα της χριστιανικής αλήθειας, να μελετήσουν τον λόγο του Θεού μέσα από τα θεόπνευστα κείμενα της Αγίας Γραφής και να σταματήσουν τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι διδάσκουν με το απαράμιλλο ήθος και την ενάρετη πολιτεία τους, γεγονός που τους αναδεικνύει σε ολόλαμπρα παραδείγματα προς μίμηση. 


Η συγγραφείσα από τον Άγιο Αριστείδη αρχαιότερη σωζόμενη απολογία υπέρ των διωκομένων χριστιανών αποτέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης και για το περίφημο απολογητικό έργο του Αγίου μάρτυρος Ιουστίνου του φιλοσόφου και απολογητού, πολλά δε στοιχεία της απολογίας του διαπρεπούς Αθηναίου φιλοσόφου χρησιμοποιήθηκαν από τους μεταγενέστερους. Γι’ αυτό και αποτέλεσε τη σταθερή βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η μετέπειτα απολογητική. Επιπλέον η πνευματική της βαρύτητα είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού με τον εύστοχο και πειστικό απολογητικό λόγο του Αγίου έγινε μία συνειδητή προσπάθεια προκειμένου να απαλλαγεί ο χριστιανισμός και οι χριστιανοί από τις άδικες και αήθεις κατηγορίες. Παράλληλα η απολογία του Αγίου Αριστείδου εμφανίζεται στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή μας περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Η αξία της βρίσκεται στο ότι οι πνευματικά ανήσυχοι και ευάλωτοι άνθρωποι αναζητούν απεγνωσμένα την αλήθεια και το φως συχνά μέσα από φιλοσοφικές περιπλανήσεις, αποκρυφιστικές θεωρίες και παγανιστικές τελετές και αγνοούν τον πνευματικό θησαυρό του χριστιανισμού, ο οποίος σύμφωνα με τον Άγιο Αριστείδη είναι η μόνη αληθινή θρησκεία που έχει διαμορφώσει μία ξεκάθαρη ιδέα για τον Θεό ως δημιουργό του σύμπαντος και επιδιώκει την ηθική αγνότητα και τελείωση του ανθρώπου. Αξιοσημείωτη είναι η διατύπωση του Αγίου για την κοσμολογική απόδειξη της υπάρξεως του Θεού. Έτσι στην απολογία του ο επιφανής Αθηναίος φιλόσοφος αναφέρεται εκτενώς στον Θεό, ο Οποίος εκ της φύσεως Του είναι ασύλληπτος, αυτογενές είδος, άναρχος, ατελεύτητος, αναλλοίωτος, αθάνατος, απόλυτος, αμετακίνητος, απεριόριστος, άρρητος, είναι δε νους και σοφία και Εκείνος που δεν έχει ανάγκη από θυσίες και σπονδές, αλλά όλοι και όλα Τον έχουν απόλυτη ανάγκη. Σημαντική είναι και η αναφορά του Αγίου στους χριστιανούς, οι οποίοι «γενεαλογούνται από του Κυρίου Ιησού Χριστού», έχουν αληθινή θεογνωσία, λατρεύουν τον Θεό με τον προσήκοντα τρόπο και διακρίνονται για το ήθος, την αγάπη, τη σεμνότητα και την αλληλεγγύη τους, γεγονός που τους καθιστά δίκαιους και αγίους. Γι’ αυτό και αυτό που λέγεται από το στόμα των χριστιανών είναι θείο και η διδασκαλία τους είναι πύλη φωτός. 


Ο αγώνας του Αγίου Αριστείδου, του γενναίου αυτού κήρυκος της χριστιανικής πίστεως, για την υπεράσπιση των χριστιανών υπήρξε επίπονος και διαρκής. Την υπομονή και τη δύναμη για τη συνέχιση του κοπιώδους έργου του για την εδραίωση και διάδοση της χριστιανικής αλήθειας λάμβανε από τον Θεό και από την αδιάλειπτη προσευχή του σε Αυτόν. Γι’ αυτό και σύμφωνα με ευσεβή προφορική παράδοση, διασωθείσα από τον αείμνηστο Αθηναίο ζωγράφο Αριστείδη Περιστέρη, ο διαπρεπής Αθηναίος φιλόσοφος και απολογητής κατέφευγε για να προσευχηθεί και να αντλήσει τη χάρη του Θεού σε απομονωμένο σπήλαιο στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου του Λυκαβηττού, το οποίο αποτέλεσε το ασφαλές πνευματικό του καταφύγιο. Το σωζόμενο μέχρι σήμερα ιερό και κατανυκτικό αυτό σπήλαιο φέρει το όνομα του Αγίου για να θυμίζει στον φιλίστορα και φιλάγιο επισκέπτη τη φωταυγή του παρουσία στον ευλογημένο αυτό χώρο. 

 

Η ακλόνητη πίστη του Αγίου στο πάντιμο όνομα του σταυρωθέντος και αναστάντος Κυρίου μας και ο διαρκής αγώνας του υπέρ των διωκομένων χριστιανών δημιούργησαν έντονη δυσφορία και αγανάκτηση στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος αποφάσισε τη δίωξή του. Ο Άγιος μετέβη στη Ρώμη για να απολογηθεί, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου συνέχισε να κηρύττει σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό, παρά το πλήθος των βασανιστηρίων, στα οποία υπεβλήθη. Αψηφώντας και τον ίδιο ακόμη τον θάνατο, οδηγήθηκε από τους Ρωμαίους στην κοίλη της αγοράς των Αθηνών, όπου αφού τον κρέμασαν, υπέστη τον δι’ αγχόνης μαρτυρικό θάνατο στις 13 Σεπτεμβρίου του 120 ή 134μ.Χ. που είναι και η ημέρα, κατά την οποία τιμάται και εορτάζεται η πανίερη μνήμη του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι με τη δι’ αγχόνης μαρτυρική του τελείωση, η οποία συνέβαλε στην εδραίωση της χριστιανικής πίστεως στην περιώνυμη πόλη των Αθηνών, έλαβε τον αμάραντο στέφανο της Ουρανίου Βασιλείας για να συνευφραίνεται μαζί και με τους υπόλοιπους μάρτυρες και ομολογητές του ονόματος του Κυρίου μέσα στην ανεκλάλητη και αιώνια χαρά του πνευματικού στερεώματος της Εκκλησίας μας. 

 

Η διάδοση του αρχαιοελληνικού ονόματος του ενδόξου Αθηναίου Αγίου σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια σε συνδυασμό και με την ευσέβεια του ορθόδοξου ελληνικού λαού συντέλεσε στην ανέγερση ιερών ναών επ’ ονόματί του στην Κρήτη (Ζερβιανά Κισάμου, Ανώγεια Μυλοποτάμου, Στύλος Αποκορώνου ), τις Κυκλάδες (Σαντορίνη, Τήνος) και τη Ρούμελη (Αρκίτσα Λοκρίδος, Καρπενήσι), αλλά και στην ιστόρηση της μορφής του σε ναούς και μοναστήρια της πατρίδος μας με αξιομνημόνευτη τη φιλοτεχνηθείσα αγιογραφία από τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου το 1962 στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων (οδού Αχαρνών) Αθηνών, καθώς και στη σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας, Παρακλητικού Κανόνος και Χαιρετιστήριων Οίκων προς τιμήν του από τον Μέγα Υμνογράφο της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπη Μ. Μπούσια. 

 

Στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς μας, κατά τους οποίους περιθωριοποιείται και αποδυναμώνεται η χριστιανική πίστη, προβάλλει ο Άγιος Αριστείδης, ο κλεινός αυτός γόνος των Αθηνών και σεπτός φιλόσοφος, ο ευγλωττότατος διδάσκαλος και σοφός απολογητής, ο ταχύς αντιλήπτωρ και ακλόνητος στύλος των διωκομένων χριστιανών, ο «τῷ Χριστῷ προσηνέχθης θυσία ἄμωμος καί ὁλοκάρπωμα θεῖον αἰωρηθείς ἀπηνῶς ἐν ἀγχόνῃ» ηγλαϊσμένος και στεφανηφόρος μάρτυς, για να μας διδάξει και να μας αφυπνίσει πνευματικά. Παράλληλα μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τον Χριστό και την Εκκλησία Του, ώστε να καταστούμε γνήσιοι και αληθινοί χριστιανοί, μιμούμενοι το ήθος και την ενάρετη πολιτεία των πρώτων χριστιανών της πόλεως των Αθηνών, αλλά και διαφυλάσσοντας ακραιφνή την πίστη μας στον Ιησού Χριστό, αφού για την αγάπη Εκείνου με τόσο σθένος αγωνίσθηκε και με τόση γενναιότητα και καρτερία οδηγήθηκε στον τόπο της μαρτυρικής του τελειώσεως ο Άγιος Αριστείδης, ο διαπρεπής αυτός Αθηναίος φιλόσοφος και πανεύφημος μάρτυς του 2ου μ.Χ. αιώνα.

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός 

Βιβλιογραφία

· Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Αριστείδης, Εκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, Α΄ Έκδοση, Αθήνα 2008.

[1] Φορητή εικόνα του Αγίου δια χειρός Παναγιώτου Μαρκόπουλου. Φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης οδού Αιόλου Αθηνών.

[2] Φορητή εικόνα του Αγίου Αριστείδου δια χειρός Κ. Πετράκη. Ανήκει στην ιδιωτική συλλογή του εκπαιδευτικού-συγγραφέως κ. Αριστείδου Θεοδωρόπουλου.

[3] Το σωζόμενο μέχρι σήμερα ιστορικό σπήλαιο του Αγίου Αριστείδου στον λόφο του Λυκαβηττού.

[4] Ο πρώτος στην Ορθοδοξία Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου θεμελιώθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1985 στα Ζερβιανά Κισάμου Κρήτης. Ο ναός ανεγέρθηκε με δαπάνη του αειμνήστου ιερέως π. Αριστείδου Μιχελουδάκη, εφημερίου του Ιερού Ναού Αγίου Αντωνίου Μάλεμε Χανίων. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1986 τελέσθηκε η πρώτη πανήγυρη προς τιμήν του Αγίου, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου 1994 τελέσθηκαν τα εγκαίνια του ναού από τον αοίδιμο Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου κυρό Ειρηναίο (+30 Απριλίου 2013).

[5] Φορητή εικόνα του Αγίου Αριστείδου στον ομώνυμο Ιερό Ναό Ζερβιανών Κισάμου Κρήτης. Έργο Αδελφότητος Ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσοπηγής Χανίων.

[6] Ο θεμελιωθείς στις 19 Ιουνίου 1997 και εγκαινιασθείς στις 11 Σεπτεμβρίου 1999 περικαλλής Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου Φηρών Σαντορίνης.

[7] Ο Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου της περιοχής Τσικνιάς στην Ιερά Νήσο Τήνο. Βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από το χωριό Στενή.

[8] Ο περικαλλής Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου Αρκίτσας.

[9] Στην ετήσια λαμπρά πανήγυρη του Ιερού Ναού Αγίου Αριστείδου Φηρών Σαντορίνης προσέρχονται πολυάριθμοι πιστοί και λαμβάνουν χώρα λαμπρές εορταστικές εκδηλώσεις.

[10] Τοιχογραφία του Αγίου δια χειρός Γεωργίου Μποζά στον Ιερό Ναό Αγίας Μαρίνης Καραβά Πειραιώς.

[11] Φορητή εικόνα του Αγίου Αριστείδου δια χειρός Μαρίας Νασιώκα - Αποστολάκη. Φυλάσσεται στον ομώνυμο Ιερό Ναό της περιοχής Τσικνιάς της Τήνου.

[12] Τοιχογραφία του Αγίου Αριστείδου δια χειρός Ιωάννου Θεοδώρου στον ομώνυμο Ιερό Ναό της Αρκίτσας.

[13] Φορητή εικόνα του Αγίου, έργον Αδελφότητος Ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης.

[14] Τοιχογραφία του Αγίου Αριστείδου δια χειρός Γ. Παπασταματίου στον Ιερό Ναό Ευαγγελισμού Θεοτόκου Χαλκίδος.

[15] Τοιχογραφία του Αγίου δια χειρός Εμμανουήλ Τζιρτζιλάκη σύμφωνα με το εικονογραφικό πρότυπο του Φωτίου Κόντογλου. Ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.

[16] Ο Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου στην πόλη του Καρπενησίου. Αποτελεί ιδιοκτησία του Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Αριστείδου Πεσλή.

[17] Τοιχογραφία του Αγίου δια χειρός Παύλου Σιδέρη στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Πετρουπόλεως Αττικής.

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την απαραίτητη προϋπόθεση της αναφοράς του συγγραφέα και του ιστολογίου πρώτης δημοσίευσης (Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)

 

Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και οι συν αυτώ Άγιοι Αρχιερείς : 

Γρηγόριος Κυδωνιών, 

Αμβρόσιος Μοσχονησίων, 

Προκόπιος Ικονίου, 

Ευθύμιος Ζήλων 

καθώς και οι κληρικοί και λαϊκοί που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή . 

 

 

Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Εορτάζει την Κυριακή μεταξύ 7 και 13 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.

Συμφώνως με την υπ’ αριθμ. 2556/5-7-1993 εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, η εορτή αυτών των Αγίων θα τιμάται κάθε έτος την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.

Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Ο εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στην Τριγλία της Προποντίδας το 1867 μ.Χ. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ’ αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865 μ.Χ.) και ο Χρυσόστομος. Ο Ευγένιος συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ’ όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο. Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι’ αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868 μ.Χ., όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας. Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική.

Ο Χρυσόστομος σπούδασε στη θεολογική Σχολή Χάλκης (1884 – 1891 μ.Χ.) και υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ο όποιος αναδείχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης ως Κωνσταντίνος Ε’ (1897 μ.Χ.). Χρημάτισε πρωτοσύγκελος της Μεγάλης Εκκλησίας και το 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ μητροπολίτης Δράμας (1902 – 1910 μ.Χ.). Οι αγώνες του εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας και για την τόνωση του εθνικού φρονήματος ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη, η οποία αξίωσε από το Πατριαρχείο την άμεση ανάκληση του (1907 μ.Χ.). Αποχωρίστηκε με πικρία το ποίμνιό του και αποσύρθηκε στην Τριγλία με την ελπίδα της επιστροφής στην μητρόπολη Δράμας, η οποία κατέστη δυνατή το 1908 μ.Χ. με την ψήφιση του νέου τουρκικού συντάγματος. Η ενθουσιώδης υποδοχή που του επιφύλαξε ο λαός της Δράμας συνδέθηκε με την έξαρση του εθνικού αγώνα, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε από την Υψηλή Πύλη επικίνδυνος για την δημόσια τάξη. Ανακλήθηκε εκ νέου από την μητρόπολη Δράμας (20 Ιανουαρίου 1909 μ.Χ.) και αποσύρθηκε πάλι στην Τριγλία μέχρι την μετάθεση του στην μητρόπολη Σμύρνης (11 Μαρτίου 1910 μ.Χ.).

Στην Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τους εθνικούς του αγώνες, οργάνωσε δε πάνδημο συλλαλητήριο για να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα και τις γενικότερες καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης εναντίον του Ελληνισμού του Οθωμανικού κράτους. Οι τουρκικές αρχές της περιοχής θορυβήθηκαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του από την μητρόπολη Σμύρνης (1914 μ.Χ.), στην οποία επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούνδρου (1918 μ.Χ.). Κατά την περίοδο της ελληνικής διοίκησης της Σμύρνης (1919 – 1922 μ.Χ.), λειτουργούσε ως αναμφισβήτητος εθνάρχης του μικρασιάτικου Ελληνισμού και ως ο εμπνευσμένος ηγέτης της «Μικρασιατικής Άμυνας» για την δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση όμως του μικρασιάτικου μετώπου (Αύγουστος 1922 μ.Χ.) απογοήτευσε τον μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία. Η εισβολή των Τούρκων στην Σμύρνη υπήρξε η δοκιμασία των εθνικών του οραμάτων. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον λαό του, παρά την πίεση των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις 27 Αυγούστου 1922 μ.Χ. συνελήφθη από τον Τούρκο φρούραρχο της πόλης Νουρεντίν πασά, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Φωτεινής, και παραδόθηκε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο. Έπειτα από φρικτά βασανιστήρια βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο εκφραστής των εθνικών πόθων κατέστη πλέον το σύμβολο των τραγικών πεπραγμένων του Γένους. Το δίτομο έργο του Περί Εκκλησίας, τα άρθρα του στα περιοδικά Εκκλησιαστική Αλήθεια και Ιερός Πολύκαρπος και η όλη κηρυκτική του δράση αναδεικνύουν την υπέροχη πνευματική μορφή του εθνομάρτυρα Ιεράρχη.

Στο μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ.
Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ’ έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»

Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ’ τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα». (Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης», Αθήνα 1992, σσ. 57-58).
Άγιοι Αρχιερείς Προκόπιος Ικονίου, Γρηγόριος Κυδωνιών, Αμβρόσιος Μοσχονησίων, Ευθύμιος Ζήλων
Άγιοι Αρχιερείς Προκόπιος Ικονίου, Γρηγόριος Κυδωνιών, Αμβρόσιος Μοσχονησίων, Ευθύμιος Ζήλων

Άγιος Αμβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων
Άγιος Αμβρόσιος Μοσχονησίων
Άγιος Αμβρόσιος Μοσχονησίων
Ο Άγιος Αμβρόσιος σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Ιεροσολύμων και στη θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Υπήρξε δε εφημέριος σε πολλές ελληνικές κοινότητες της Κριμαίας (Θεοδοσίας, Συμφεροπόλεως, Σεβαστουπόλεως). Το 1913 μ.Χ. χειροτονήθηκε βοηθός επίσκοπος της Μητροπόλεως Σμύρνης με τον τίτλο Ξανθουπόλεως, αναπλήρωσε δε τον εξόριστο μητροπολίτη κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Το 1919 μ.Χ. χρησιμοποιήθηκε ως πατριαρχικός έξαρχος στα Μοσχονήσια, το δε 1922 μ.Χ. έγινε Μητροπολίτης Μοσχονησίων. Κατά τη Μικρασιατική καταστροφή τάφηκε ζωντανός, από τους Τούρκους μαζί με άλλους εννέα Ιερείς σε λάκκο έξω από την πόλη των Κυδωνιών (15 Σεπτεμβρίου 1922 μ.Χ.).

Άγιος Προκόπιος Λαζαρίδης Μητροπολίτης Ικονίου (1911 – 1923 μ.Χ.)
Άγιος Προκόπιος Ικονίου (έργο Αναστασίου Δρακόπουλου - Ιερός Ναός Αγίου Κοσμά Αιτωλού Ν.Φιλαδελφείας)
Άγιος Προκόπιος Ικονίου (έργο Αναστασίου Δρακόπουλου – Ιερός Ναός Αγίου Κοσμά Αιτωλού Ν.Φιλαδελφείας)
Προηγουμένως επίσκοπος Αμφιπόλεως (1894 – 1899 μ.Χ.) και Μητροπολίτης Δυρραχείου (1899 – 1906 μ.Χ.) και Φιλαδέλφειας (1906 – 1911 μ.Χ.). Ήταν και αυτός μεταξύ των εθνοϊερομαρτύρων εκείνων των χρόνων.

Οι συνθήκες γι’ αυτόν ήταν ιδιαίτερες. Οι νεότουρκοι προσπαθούσαν να οργανώσουν τουρκορθόδοξη Εκκλησία, ανεξάρτητη απ’ το Πατριαρχείο, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τη τουρκική γλώσσα. Για το σκοπό αυτό πίεζαν ιερείς να προσχωρήσουν σ’ αυτή τη προσπάθεια. Αλλά απέτυχαν. Ιδιαίτερα στην Ανατολία – τα βάθη της Μικράς Ασίας – είχαν εγκλωβίσει τους ορθοδόξους και τους υπέβαλλαν σε φοβερές κακώσεις μέχρι να αποσκιρτήσουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τρείς μάλιστα αρχιερείς, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Ικονίου Προκόπιο, τους ανάγκαζαν να προβούν σε αυθαίρετη και αντικανονική χειροτονία επισκόπου, έτσι ώστε να διαρρηχτούν οι σχέσεις τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να χειραφετηθούν αυθαίρετα ως αυτοτελής τουρκορθόδοξη Σύνοδος. Εν μέσω αυτής της καταδυναστεύσεως του ποιμνίου και των ποιμένων του, αλλά και των απελπισμένων κλαυθμών του λαού, ο Μητροπολίτης Προκόπιος παρέδωσε το πνεύμα του στον Μέγα Αρχιερέα και Σωτήρα Χριστό, προμαχώντας και συμπάσχοντας με τους στενάζοντες Έλληνες χριστιανούς της Ανατολίας.

Άγιος Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιών (22 Ιουλίου 1908 – 3 Οκτωβρίου 1922)
Άγιος Γρηγόριος Κυδωνιών
Άγιος Γρηγόριος Κυδωνιών
Προηγουμένως διετέλεσε και μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης (12 Οκτωβρίου 1902 μ.Χ. – 22 Ιουλίου 1908 μ.Χ.). Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Αντωνιάδης ή Σαατσόγλου και, κατά μεταγλώττιση δική του, Ωρολογάς. Γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 1864 μ.Χ. Ως Ιεροκήρυκας ανήκει στους πρώτους που στο κήρυγμα χρησιμοποίησαν τη δημοτική γλώσσα. Και στις τρεις μητροπόλεις που υπηρέτησε εργάστηκε με ζήλο και επιτυχία για την προάσπιση των εθνικών ελληνικών δικαίων και ιδιαίτερα συνεργάστηκε γι’ αυτά με τον μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902 – 1910 μ.Χ.), τον κατόπιν εθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης (1910 – 1922 μ.Χ.). Στις 12 Οκτωβρίου 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε μητροπολίτης στη σπουδαία από εθνικής απόψεως επαρχία Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης στην οποία αγωνίστηκε όχι μόνο κατά των τούρκων αλλά ιδιαίτερα εναντίον του βουλγαρικού κομιτάτου, μέλη του οποίου προσπάθησαν, πολλές φορές, να τον δολοφονήσουν (1905 μ.Χ.). Η τουρκική κυβέρνηση, όταν πληροφορήθηκε την εθνική δράση του Γρηγορίου, ανάγκασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να απομακρύνει τον Γρηγόριο, μεταθέτοντας τον στη νεοσύστατη μητρόπολη Κυδωνιών στις 22 Ιουνίου 1908 μ.Χ., όπου ο Γρηγόριος συνέχισε την εθνική του δράση. Το 1918 μ.Χ. κατηγορήθηκε από τους Τούρκους για εσχάτη προδοσία, δικάστηκε δύο φορές στο Στρατοδικείο της Σμύρνης, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκιση του (16 Οκτωβρίου 1918 μ.Χ.) και την κατάληψη των Κυδωνιών από τον ελληνικό στρατό (19 Μαΐου 1919 μ.Χ.), ο Γρηγόριος δεν απομακρύνθηκε από την επαρχία του, για υποθέσεις της οποίας πολλές φορές ήλθε σε αντίθεση με τον ύπατο αρμοστή στη Σμύρνη Αριστείδη Στεργιάδη. Μετά την αποχώρηση των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών από τις Κυδωνιές, ο Γρηγόριος, σε σύσκεψη με τη δημογεροντία, εισηγήθηκε την αναχώρηση των κατοίκων των Κυδωνιών και τη μεταφορά τους στη Μυτιλήνη, για να αποφύγουν τη σφαγή από τους Τούρκους, αλλά δυστυχώς οι υποδείξεις του δεν έγιναν αποδεκτές. Έτσι το δράμα των κατοίκων των Κυδωνιών άρχισε στις 22 Αυγούστου 1922 μ.Χ., όταν άτακτος τουρκικός στρατός κατέσφαξε κοντά στην κωμόπολη Φράνελι του Αδραμυττηνού Κόλπου 4.000 Έλληνες κατοίκους των Κυδωνιών. Ο μητροπολίτης Γρηγόριος, παρά τους εξευτελισμούς που υφίστατο από τις τουρκικές αρχές, τις επισκεπτόταν και αγωνιζόταν να σώσει και να θρέψει το ποίμνιο του. Όταν δε στις 15 Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε τη σφαγή του μητροπολίτη Μοσχονησίων Αμβροσίου και των 6.000 κατοίκων τους από τους Τούρκους, ο Γρηγόριος αγωνίστηκε υπεράνθρωπα και κατόρθωσε να συγκατατεθούν οι Τούρκοι να έλθουν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη με αμερικανική σημαία και με την εγγύηση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και να παραλάβουν 20.000 Έλληνες από τις 35.000 που κατοικούσαν τις Κυδωνιές. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε να αναχωρήσει και στις 30 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Στη φυλακή βασανίστηκε φρικτά και στις 3 Οκτωβρίου, μαζί με άλλους Ιερείς και προκρίτους των Κυδωνιών που είχαν επίσης συλληφθεί θανατώθηκε.

Άγιος Ευθύμιος Μητροπολίτης Ζήλων
Άγιος Ευθύμιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων
Άγιος Ευθύμιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων
Ο Ευθύμιος Αγριτέλης, υπήρξε επίσκοπος Ζήλων από το 1912 μ.Χ. έως το 1921 μ.Χ. Μοναχός της Ιεράς Μονής Λειμώνας, σπούδασε στη Θεολογική σχολή της Χάλκης και κατόπιν έκανε διδάσκαλος και Ιεροκήρυκας στη Λέσβο και πρωτοσύγκελος στη μητρόπολη Μηθύμνης. Στις 12 Ιουνίου 1912 μ.Χ. χειροτονήθηκε επίσκοπος Ζήλων. Ως επίσκοπος ανέπτυξε μεγάλη θρησκευτική και εθνική δράση. Όταν η δράση του έγινε γνωστή στους Κεμαλιστές Τούρκους, συνελήφθη και φυλακίστηκε μαζί με άλλους πρόκριτους της επαρχίας Αμασείας στις 21 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. Με αίτηση του, ζήτησε από την κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας να θεωρηθεί μόνο αυτός ένοχος και να απαλλαγούν οι υπόλοιποι συλληφθέντες. Μάλιστα δε μπροστά στο δικαστήριο απολογήθηκε με θαυμάσια αγόρευση. Στη φυλακή υπέστη πολλά βασανιστήρια, από τα όποια και πέθανε στις 29 Μαΐου 1921 μ.Χ. Μετά δε τον θάνατο του ήλθε και η καταδικαστική απόφαση του τούρκικου δικαστηρίου!

Άγιος Ευθύμιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων
Άγιος Ευθύμιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Μέγαν μάρτυρα ἡ Ἐκκλησία, μέγαν ἥρωα τὸ ἔθνος σύμπαν, τὸν τῆς Σμύρνης ὑμνοῦμεν Χρυσόστομον. Καὶ γὰρ γενναίως ἀθλήσας ὑπέμεινεν ὑπὲρ πατρίδος καὶ πίστεως θάνατον. Ἱεράρχου τε ὑπόδειγμα ἑαυτὸν ἀνέδειξε, τὸν στέφανον λαβὼν τὸν ἀμαράντινον.

Τιθεὶς ψυχὴν Χρυσόστομος ὁμοῦ συμμύσταις,
λαοῦ καὶ στρατοῦ τε ἀπαρχὴ προσηνέχθη.

Πρωτομάρτυς Χρυσόστομος ἀποφράδι ἐτύθη,
Συνάθλων πληθύος ἑπομένης τῷ πότμῳ.

Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Εικόνα του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης σε φυσική κλίμακα απο τον Ι. Ν. Παναγίας Παντοβασίλισσας Νέας Τριγλίας Χαλικιδικής που φέρει το αυθεντικό επιτραχήλιο του Αγίου
Εικόνα του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης σε φυσική κλίμακα απο τον Ι. Ν. Παναγίας Παντοβασίλισσας Νέας Τριγλίας Χαλικιδικής που φέρει το αυθεντικό επιτραχήλιο του Αγίου

Η μίτρα του Χρυσοστόμου Σμύρνης. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
Η μίτρα του Χρυσοστόμου Σμύρνης. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Η Μικρασιατική Καταστροφή
Η Μικρασιατική Καταστροφή
Πηγή: saint.gr

 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου