ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

20 Σεπτεμβρίου , Κυριακή μετά την 'Υψωσιν και μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου και της οικογενείας αυτού και του εν Αγίοις Πατρός ημών Ευσταθίου , Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης .

Κυριακή μετά την Ύψωσιν , 

Ευαγγ. ανάγνωσμα: Μρκ. η΄, 34- θ΄ 1 (21-9-2014)

 



Ιεροδιακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου

Πρωτότυπο κείμενο

  Εἶπεν ὁ Κύριος · ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι.
Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;
Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει .


Νεοελληνική Απόδοση

Είπε ο Κύριος: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει τη ζωή του; Τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα για τη ζωή του; Όποιος, ζώντας μέσα σ΄ αυτή τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι΄ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους αγίους αγγέλους». Τους έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ΄ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού». 

Ερμηνεία


 «Αράτω τον σταυρόν αυτού»
 Η σημερινή Κυριακή καλείται Κυριακή «μετά την Ύψωσιν» και αποτελεί τον απόηχο της μεγάλης εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, που η Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά με λαμπρότητα στις 14 Σεπτεμβρίου. Η ορθόδοξη Εκκλησία, σε κάθε ακολουθία κάνει λόγο για τον Τίμιο Σταυρό, προβάλλοντας τον ως φωτεινό σημείο και όπλο κατά των δαιμόνων. Το ίδιο ευαγγελικό ανάγνωσμα, που ακούμε να διαβάζεται και την Γ’ Κυριακή των Νηστειών, αποτελεί ένα απόσπασμα από την όλη διδασκαλία και δραστηριότητα του Χριστού στη περιοχή της Καισαρείας του Φιλίππου.
Ο ευαγγελιστής Μάρκος, με τρόπο λιτό αλλά και δυναμικό, μας παρουσιάζει το κεντρικό σημείο της πνευματικής ζωής, γύρω από το οποίο πρέπει να στρέφεται η όλη προσπάθεια και ο αγώνας μας. Ο Τίμιος Σταυρός είναι παντοτινά υψωμένος, ώστε να οδηγεί τον κάθε πιστό στην οδό της σωτηρίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Ευαγγελιστή, ο Ιησούς Χριστός, μετά το θαύμα που πραγματοποίησε και χόρτασε το πλήθος των ανθρώπων που τον ακολουθούσαν, συνομιλώντας με τους Μαθητές του, μίλησε για το πάθος και την Ανάστασή του. Ταυτόχρονα, απευθυνόμενος κυρίως προς τους Μαθητές του, παρουσία και πολλών άλλων, τους εξήγησε τι σημαίνει ν’ ακολουθεί κάποιος τον Ιησού Χριστό. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί» (στ. 34). Καταναγκασμός δεν υπάρχει στη διδασκαλία του Χριστού. Μπορεί κανείς ελεύθερα να αποφασίσει το δρόμο του σταυρού αφού αναλογισθεί πρώτα τις δυσκολίες και αναλάβει αποφασιστικά τις ευθύνες του: Η απάρνηση του εαυτού μας και η άρση του σταυρού επί των ώμων είναι οι βασικές προϋ­ποθέσεις για να ακολουθήσουμε τον Χριστό. Αρνούμαι τον εαυτό μου, σημαίνει: εγκαταλείπω ακόμη και τις νόμιμες και δίκαιες απαιτήσεις, τις φυσιολογικές και δικαιολογημένες επιθυμίες που έχει το εγώ μου μέσα στη ζωή, αρνούμαι την ασφάλεια μιας καλοβολεμένης ζωής, για να αποδυθώ στην κατά τα κριτήρια του κόσμου άβεβαιότητα και ανα­σφάλεια που συνεπάγεται το να ακολουθώ τον Χριστό στο δρόμο του πάθους. Ο εμπειρικός άνθρωπος, όπως τον γνωρίζουμε όλοι μας, ζητά την τακτοποίηση και την ασφάλεια, την αποφυγή της σκέψης του θανάτου, την παράταση της ζωής του με κάθε τρόπο. Με μια παράξενη όμως επιχειρηματολογία για την ανθρώπινη λογική ο Χρι­στός διδάσκει ότι η ζωή κερδίζεται μόνον όταν χαθεί. Η θυσία της ζωής οδηγεί στην κατ’ εξοχή ζωή.
Όπως ο Λόγος του Θεού εθελούσια σαρκώθηκε και θυσιάστηκε, έτσι κι οι πιστοί προσφέρουμε θεληματικά στον Χριστό τη θυσία του εγώ μας. Ο θεμελιώδης σκοπός μας ως χριστιανών, είναι η κατάκτηση της βασιλείας του Θεού. «Ζητείται πρώτον την βασιλεία του Θεού…» (Μτθ στ΄, 33). Όταν ο Χριστός μέσα από το κήρυγμα του, μας καλεί να τον ακολουθήσουμε, συγχρόνως μας βοηθά ν’ ανακαλύψουμε στη ύπαρξη μας τη δική του παρουσία - τη σφραγίδα της εικόνας του Θεού, μια ύψιστη δωρεά, προσφορά της αγάπης του Θεού που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο. Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζεται από τους λόγους αυτούς του Χριστού, το οποίο σκανδάλισε πολλούς την εποχή εκείνη και εξακολουθεί και σήμερα, είναι το ερώτημα γιατί ο μαθητής του Χριστού να πρέπει να περάσει μέσα από το σταυρό και την άρνηση του ίδιου του εαυτού του. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Πολλές φορές θέλουμε το χριστιανισμό στα μέτρα μας, για να διευκολύνουμε την είσοδο μας στη αιώνια ζωή, και να επιβραβεύσουμε τον τρόπο της εγκόσμιας καλοπέρασης μας. Ο Θεός της αγάπης, «ο ελευθερών ημάς εκ της φθοράς», «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι, και εις επίγνωση αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. β΄, 4). Οι πιστοί έχουμε εξαγορασθεί με βαρύ τίμημα, το ατίμητο αίμα του Χριστού, και με αυτό γίναμε «απελεύθεροι Χριστού» (Α΄ Κορ. στ΄, 20)
 «Η σωτηρία της ψυχής, ασύγκριτο έπαθλο»
Όπως τονίσαμε προηγουμένως, ο Κύριος εξηγεί τη σημασία της αυταπάρνησης του εγώ, λέγοντας ότι όποιος φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, τελικά δεν καταφέρνει να σώσει την ψυχή του. Αντίθετα, όποιος θυσιάσει την ζωή του για τον Χριστό και για το Ευαγγέλιο, εκείνος θα σώσει την ψυχή του. Διότι δεν υπάρχει κανένα όφελος να κερδίσει κανείς όλο τον κόσμο, και όμως να χάσει ή να καταστρέψει την ψυχή του, και δεν υπάρχει μεγαλύτερο και ανταξιότερο αντάλλαγμα από την αυταπάρνηση, προκειμένου να κερδίσουμε την ψυχή μας.
Ψυχή κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι ένα από τα δυο συστατικά που συνθέτουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Στα κείμενα των Πατέρων, διακρίνουμε μέσα από πολλά παραδείγματα ότι η ψυχή χρησιμοποιείται από τον Κύριο και τους αγίους Αποστόλους, ως ζωή.  Ο άγγελος Κυρίου είπε στον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου: «εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ∙ τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου» (Μτθ. β΄ 20). Ο Κύριος, περιγράφοντας τον εαυτό του ως καλόν ποιμένα, λέει: «εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός, ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων...» (Ιω. ι΄, 11). Επίσης, ο Απόστολος Παύλος γράφοντας για την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα λέγει: «οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτόν τράχηλον υπέθηκαν» (Ρωμ. ιστ΄, 4). Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις ο όρος ψυχή σημαίνει την ζωή.
Ο άνθρωπος κατά τον Μέγα Βασίλειο είναι «σύνθετος εκ ψυχής και σώματος» (MG 30,140). Το σώμα λήφθηκε «από της γης», ενώ η ψυχή είναι «ουρανία». Αλλά και κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο Θεός «εξ ορατής τε και αοράτου φύσεως δημιουργεί τον άνθρωπο, εκ γης μεν το σώμα διαπλάσας, ψυχήν δε λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος δους αυτώ» (Έκδοσις Ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως 2,12). Ο Κύριος στην παραβολή του άφρονος πλουσίου παρουσιάζει τον Θεό να λέει στον άφρονα πλούσιο: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου∙ α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. Ιβ΄, 20). Η υλιστική νοοτροπία είναι ένα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά που δεσπόζουν σήμερα. Ο πλούτος, τα υλικά αγαθά, η ευμάρεια και οι ανέσεις αποτελούν την πρώτιστη επιδίωξη των περισσοτέρων από τους συνανθρώπους μας. Αν μπορούσαμε, θα θέλαμε να κατακτήσουμε τον κόσμο ολόκληρο. Ο υλισμός, επιστρατεύει πάντοτε ως σύμμαχο του την απληστία. Για την πλεονεξία του ανθρώπου διαβάζουμε στο βιβλίο των Παροιμιών: «Άδης και απώλεια ουκ εμπίπλανται, ωσαύτως και οι οφθαλμοί των ανθρώπων άπληστοι» (27,20). Δηλαδή, ο Άδης και ο θάνατος δεν χορταίνουν να δέχονται νεκρούς. Έτσι και τα μάτια των ανθρώπων είναι αχόρταγα. Κυριαρχούμενοι από αυτή την υλιστική αντίληψη και τη σύμφυτη απληστία, λησμονούμε τι είναι ο άνθρωπος. Λησμονούμε την ασύγκριτη αξία του ανθρώπου σε σχέση με τα υλικά αγαθά, τα πλούτη και τις απολαύσεις του παρόντος κόσμου.    
Ο Σταυρός του Χριστού, φανερώνει την έλευση της Βασιλείας του Θεού. Στη Βασιλεία του Θεού δεν χωρούν εγωιστές, δεν χωρούν όσοι ενδιαφέρονται και ασχολούνται μόνο με το δικό τους ατομικό συμφέρον. Για να μπορέσουμε να ακολουθήσουμε την οδό της σωτηρίας είναι ανάγκη να απαγκιστρωθούμε από το εγώ μας, να αρνηθούμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Ας μη δειλιάσουμε, ας μην καταβληθούμε από τους κόπους, γιατί όπως ο ίδιος βεβαιώνει στο τέλος της περικοπής, αν δειλιάσουμε και ντραπούμε και τον αρνηθούμε, τότε και ο ίδιος θα μας αρνηθεί κατά την ημέρα της Κρίσεως, ενώπιον του Θεού και των αγίων Αγγέλων. Αν δειλιάσουμε και ρίξουμε το σταυρό μας ή χειρότερα, αν ακούσουμε τον πειρασμό και κατέβουμε από τον σταυρό, τότε θα τα έχουμε χάσει όλα. Ο Χριστός όμως πάλι μάς ενθαρρύνει λέγοντας ότι όποιος δεν πτοηθεί και Τον ακολουθήσει με πίστη και με υπομονή, θα νικήσει τελικά τον ίδιο το θάνατο και θα ζει αιώνια με τον Αρχηγό της Ζωής, τον Χριστό, όχι μόνο στην αιωνιότητα αλλά και από την παρούσα ζωή. Αμήν.

Οι Αγιοι Ευστάθιος,Θεοπίστη,Αγάπιος και Θεόπιστος ,  Οικογένεια μαρτύρων

 


Στις 20 Σεπτεμβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη μιας αγίας οικογενείας. Μιας οικογενείας μαρτύρων πού την αποτελούσαν ο άγιος Ευστάθιος, η σύζυγος του αγία Θεοπίστη και τα δύο παιδιά τους, οι άγιοι Αγάπιος και Θεόπιστος. 

Στα 98 μ. Χ. ο Πλακίδας, αυτό ήταν το πρώτο όνομα του αγίου Ευσταθίου, διαπρέπει σαν στρατηλάτης ενδοξότατος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν είναι μόνο η ευγενής καταγωγή και ο πλούτος, πού τον κάνουν να ξεχωρίζη, αλλά και οι εξοχές νίκες και τα ανδραγαθήματα του. Κι από κοντά ο ψυχικός του πλούτος. Συνετός, εγκρατής και σώφρων, δίκαιος και ελεήμων, αποτελεί αν και ειδωλολάτρης ακόμα μια εκλεκτή ψυχή. Σ' αυτές του τις αρετές του μοιάζουν και η σύζυγος και οι δύο γιοι του. 

Ένα τέτοιο ευγενικό θήραμα ήταν αδύνατο να ξεφύγη από τα δίχτυα της αγάπης του θείου Κυνηγού. Έτσι λοιπόν κάποια μέρα πού ο Πλακίδας γύμναζε το στρατό στο κυνήγι, τράβηξε την προσοχή του κάποιο ελάφι, πού ενώ έτρεχε, στρεφόταν και τον κοίταζε στα μάτια. Όρμησε να το κυνηγήση, αλλ' εκείνο βρέθηκε μ' ένα πήδημα στο χείλος ενός μεγάλου χάσματος, αφήνοντας αντίκρυ τον έφιππο Πλακίδα. Και ξαφνικά βλέπει ο στρατηλάτης ανάμεσα στα κέρατα του ελαφιού έναν υπέρλαμπρο σταυρό με τον Εσταυρωμένο. Ακούει και μια φωνή, πού του αποκαλύπτει ότι Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, και τον καλεί να πιστέψη και να βαπτιστή. 

Το ελάφι εξαφανίζεται και ο Πλακίδας επιστρέφει στο σπίτι του. Πριν προλάβη όμως να εξιστόρηση το συνταρακτικό γεγονός στη σύζυγο του, εκείνη του φανερώνει ότι ο Θεός των χριστιανών αποκαλύφθηκε και σ' αυτήν καλώντας την να πιστέψη με όλη την οικογένεια της. Την ίδια νύχτα δέχεται ή οικογένεια το άγιο βάπτισμα από τον επίσκοπο της Ρώμης. 

Το άλλο πρωί ο άγιος Ευστάθιος πηγαίνει πάλι στο μέρος όπου του είχε αποκαλυφθή το όραμα του ελαφιού. Κι εκεί ακούει νέα συνταρακτική αποκάλυψη: 

Θα πάθης όσα έπαθε και ο Ιώβ τον παλαιό καιρό, αλλά στο τέλος θα νικήσης τον διάβολο... Ανδρίζου, Ευστάθιε, και αγωνίζου στον δρόμο της αρετής. 

Το θέλημα του Κυρίου ας γίνη, απάντησε ο Ευστάθιος. 

Το ίδιο είπε και η αγία Θεοπίστη, όταν της φανέρωσε την πρόρρηση.




Δεν περνούν λίγες μέρες και ο στίβος του αγώνα για τον νεοφώτιστο στρατηλάτη ανοίγεται. Από λοιμώδη ασθένεια πεθαίνουν όλοι οι υπηρέτες και οι άνθρωποι του σπιτιού του. Αρρωσταίνουν και ψοφούν τα άλογα και τα άλλα ζώα του. Κι ενώ κάποια μέρα απουσιάζουν από το σπίτι, μπαίνουν σ' αυτό κλέφτες και τους παίρνουν ό,τι έχουν. Μένουν μόνο με τα ρούχα πού φορούν. Οι μέχρι πριν λίγο πλουσιώτατοι και ενδοξότατοι άρχοντες κατάντησαν φτωχοί και αξιολύπητοι. 

Αποφασίζουν τότε να εγκαταλείψουν τη Ρώμη και να πάνε σε τόπο άγνωστο. Σαν τον πιο κατάλληλο βρίσκουν τα Ιεροσόλυμα, και ξεκινούν για κει. Κανείς τους βέβαια δεν μπορεί να φανταστή αυτά πού θα ακολουθήσουν. 

Στο τέλος του θαλασσινού ταξιδιού τους ο βάρβαρος και άνομος πλοίαρχος, ζητώντας υπέρογκα ναύλα, κρατάει τη Θεοπίστη στο πλοίο του αποχωρίζοντας την έτσι από την οικογένεια της. 

Με οδύνη αβάσταχτη ο πονεμένος σύζυγος συνεχίζει τον δρόμο του με τα δύο παιδιά του ως την όχθη ενός μεγάλου ποταμού. 'Εκεί αναγκάζεται ν' αφήση το μεγαλύτερο παιδί, για να πέραση πρώτα το μικρότερο απέναντι. Καθώς όμως επιστρέφει να πάρη και το άλλο, βλέπει ότι το έχει αρπάξει ένα λιοντάρι. Γυρίζει τότε και βλέπει πώς και το μικρότερο το άρπαξε ένας λύκος. 

Μέσα στα δάκρυα του θυμάται ο άγιος την πρόρρηση του Κυρίου, ότι θα πέραση όσα και ο Ιώβ. Ίσως και περισσότερα, θα έλεγε κανείς. Γιατί ενώ ο Ιώβ είχε ένα κομμάτι γης για ν' αναπαύεται, έστω και πάνω στην κοπριά, αυτός περιφέρεται ξένος σε ξένη χώρα. Εκείνος είχε κοντά του τουλάχιστον τους φίλους και τη γυναίκα του, ενώ ο άγιος απέμεινε έρημος από ανθρώπους.


Είναι φυσικό να συγκλονίζεται η ψυχή πού χτυπιέται από τέτοια και τόσα κύματα. Μα όταν αυτή είναι γαντζωμένη γερά στην αγάπη του Χριστού, δεν λυγίζει, δεν σαλεύει από την πίστη της. Υπερισχύει η εμπιστοσύνη στην πρόνοια Εκείνου, πού αγρυπνεί διαρκώς πάνω μας. Εκείνου, πού ξέρει γιατί στέλνει τα πικρά ποτήρια, και πού γνωρίζει να δίνη και την «έκβασιν» του πειρασμού. 

Με αφάνταστη υπομονή και γενναιότητα σήκωσε τον σταυρό του ο άγιος, εκτελώντας αγροτικές εργασίες επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, εκεί, στην ξένη γη της Ανατολής. 

Κάποτε ο Κύριος έκρινε πώς πλησίαζε η ώρα να λαβή το στεφάνι της υπομονής του. Στέλνοντας ανθρώπους σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας ο αυτοκράτωρ Τραϊανός κατορθώνει να τον ανακάλυψη. Γιατί ο γενναίος στρατηλάτης είναι ο μόνος πού μπορεί να σώση το κράτος από τους εχθρούς πού το απειλούν. Ο αυτοκράτωρ του ξαναδίνει τα πρώτα αξιώματα και του αναθέτει την αρχιστρατηγεία. 

Ο άγιος Ευστάθιος, για ν' αύξηση το στράτευμα, στρατολογεί πολλούς νέους από όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια. Ανάμεσα τους, χωρίς να το ξέρη, στρατολογήθηκαν και τα δύο παιδιά του. Είχαν και τα δύο σωθή από τα στόματα των θηρίων με την επέμβαση γεωργών και βοσκών της περιοχής. 

Δεν τα γνώρισε, αλλά καθώς τα είδε ευγενικά και ευπαρουσίαστα, τα κράτησε για να τον υπηρετούν στο τραπέζι. 

Η εκστρατεία άρχισε και συνεχίστηκε μέχρι την πόλη πού έμενε η αγία Θεοπίστη. Ο Θεός τη διαφύλαξε και αυτή σώα και άβλαβη από τις ανήθικες προθέσεις του πλοιάρχου, τιμωρώντας τον με ξαφνική ασθένεια. 

Ο στρατηγός έστησε τυχαία τη σκηνή του στον κήπο του σπιτιού πού έμενε η αγία.

Μια μέρα τα δύο παιδιά μπήκαν στο σπίτι και έδωσαν στην οικοδέσποινα ορισμένα τρόφιμα για να τα μαγειρέψη. Μέχρι να ετοιμαστή το φαγητό έπιασαν συζήτηση για την καταγωγή τους.
Ο μεγαλύτερος διηγήθηκε στον μικρότερο για τους γονείς και τον αδελφό του, για το ταξίδι τους με το πλοίο, για το επεισόδιο στο ποτάμι με το λιοντάρι και το λύκο.

Ο μικρότερος συγκλονίστηκε. 

Είσαι ο αδελφός μου, φώναξε και έπεσε στην αγκαλιά του. 

Η αγία Θεοπίστη άκουγε από το μαγειρείο τη συζήτηση και συγκινημένη αναγνώρισε τα παιδιά της. Συγκρατήθηκε όμως και δεν εκδηλώθηκε αμέσως. Αργότερα πήγε στη σκηνή του στρατηγού να τα ζήτηση. Εκείνα έλειπαν. Βρήκε όμως τον άγιο να κάθεται στη σκιά ενός δένδρου. Καθώς τον παρατήρησε διέκρινε τα χαρακτηριστικά του συζύγου της. Τον πλησίασε και του διηγήθηκε την ιστορία της. Οι σύζυγοι αναγνωρίστηκαν. Η χαρά και η συγκίνηση τους δεν περιγράφεται. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και δόξασαν τον Θεό. 

Τα παιδιά μας, που είναι; ρώτησε σε λίγο η αγία. 

Τα παιδιά μας, τα έφαγαν τα θηρία, απάντησε με συντριβή ο άγιος και διηγήθηκε το επεισόδιο στο ποτάμι.


Ας δοξάσουμε πάλι τον Θεό, είπε τότε η αγία. Τα παιδιά μας ζουν και βρίσκονται κοντά μας! Άκουσα να λένε τα ίδια, όσα μου διηγείσαι εσύ τώρα. 

Έκπληκτος ο στρατηλάτης καλεί τους δύο νέους και βεβαιώνεται πώς είναι τα παιδιά του. 

Η χαρά όλων δεν έχει όρια. Έπειτα από δεκαεξάχρονη δοκιμασία η οικογένεια, πού χωρίστηκε με θλιβερό και φρικτό τρόπο, ξαναενώνεται. Μαζί της πανηγυρίζει και όλο το στράτευμα. 

Ο Θεός αμείβει έτσι την αγία οικογένεια για την υπομονή σε τόσα δεινά πού δοκίμασε, αλλά της ετοιμάζει και ένα άλλο μεγαλύτερο στεφάνι υπομονής και καρτερίας. 

Νικητής και τροπαιούχος επιστρέφει με την οικογένεια του στη Ρώμη ο ένδοξος αρχιστράτηγος. Ο αυτοκράτορας Αδριανός, πού διαδέχθηκε τον Τραϊανό, ετοιμάζεται να προσφέρη μεγάλη θυσία στα είδωλα, τόσο για τη νίκη του, όσο και για την ανεύρεση ιών προσφιλών του προσώπων. Μα ο άγιος με παρρησία δηλώνει: 

- Βασιλιά, εγώ τον Χριστό λατρεύω. Αυτόν δοξάζω και Αυτόν ευχαριστώ. Γιατί σ' Αυτόν χρεωστώ τη ζωή μου και την ψυχή μου. Αυτός μου έδωσε δύναμη και νίκησα τους εχθρούς. Αυτός ευδόκησε και είδα και τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Άλλον Θεό ούτε γνωρίζω ούτε πιστεύω, παρά μόνον Αυτόν, πού δημιούργησε τον ουρανό και τη γη. 

Συγκλονιστική εντύπωση έκανε η δήλωση αυτή. Το πανηγυρικό σκηνικό αλλάζει. Οι ειδωλολάτρες ιερείς και οι αξιωματικοί σκυθρώπιασαν. 

Εξοργισμένος ο Αδριανός διατάζει τον άγιο να βγάλη τη στρατιωτική ζώνη και να στέκεται μπροστά του σαν κατάδικος. Παρ' όλες τις προσπάθειες του, τις υποσχέσεις και απειλές, δεν κατορθώνει να τον μεταπείση. Και ο ένδοξος στρατηλάτης, ο σωτήρας της αυτοκρατορίας, καταδικάζεται σε θάνατο μαζί με όλη την οικογένεια του. 

Τους εκθέτουν σε μια πεδιάδα και εξαπολύουν ένα πεινασμένο λιοντάρι, για να τους κατασπάραξη. Αλλά αυτό, όταν τους πλησίασε, έσκυψε το κεφάλι σαν να τους προσκυνούσε και γύρισε πίσω. Κατασκευάζουν τότε ένα χάλκινο ομοίωμα βοδιού, το όποιο πυρώνουν στη φωτιά και ρίχνουν μέσα τους αγίους. 

Όταν μετά τρεις μέρες το άνοιξαν, είδαν ότι οι ψυχές τους είχαν πετάξει στον ουρανό, χωρίς όμως να πειραχθή ούτε μια τρίχα της κεφαλής τους. Το θαύμα αυτό έκανε το πλήθος πού είχε συναχθή να κραυγάση: 

Μέγας ο Θεός των χριστιανών! Αυτός μόνο είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος. 

(«Λυχνάρια της Επταλόφου», φ. 117) 

Απολυτίκιον. 'Ηχος α'. Της ερήμου πολίτης. 
Αγρευθείς ουρανόθεν προς ευσέβειαν ένδοξε, τη του σοι οφθέντος δυνάμει, δι' ελάφου Ευστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, και ήστραψας εν άθλοις ιεροίς, συν τη θεία σου συμβίω και τοις υιοίς, φαιδρύνων τους βοώντας σοι' Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω δείξαντί σε εν παντί, Ιώβ παμμάκαρ δεύτερον. 

(από το βιβλίο «Χαρίσματα και Χαρισματούχοι», εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού)




Άγιος Ευστάθιος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης



Ο άγιος Ευστάθιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1115 και 1135. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στην σχολή, ή οποία λειτουργούσε στην μονή της αγίας Ευφημίας, οπου και νωρίς έκάρη μοναχός. Έν συνεχεία όλοκλήρωσε τις φιλοσοφικές και θεολογικές του γνώσεις στην περιβόητη πατριαρχική σχολή. Το 1150 χειροτονήθηκε διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας (Αγίας Σοφίας) στην μονή του αγίου Φλώρου, από δπου έλαβε και την προσωνυμία Κατάφλωρος. Ήδη γνωστός όμως για την μεγάλη του μόρφωσι και την ρητορική του δεινότητα, αναγορεύθηκε δημόσιος διδάσκαλος της πατριαρχικής σχολής με τον τίτλο του μαγίστορος των ρητόρων. Στην διδασκαλία του άπεδείκνυε ότι ή ελληνική φιλοσοφία έγινε θεραπαινίς της χριστιανικής αληθείας. Λέγεται ότι τόσο εξαιρετικό ήταν το διδασκαλικό του χάρισμα, ώστε «πάσα ή φιλόλογος νεολαία της Πόλεως» συνωστιζόταν με ακόρεστη επιθυμία στην άκρόασι των μαθημάτων του, όταν δε έφευγε έμοιαζε με σμήνη μελισσών πού βγαίνουν μέσα από το κοίλωμα του βράχου.

Έχοντας αποσπάσει την ιδιαίτερη εκτίμηση του βασιλέως Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180) για την πολυμάθεια του και τον θαυμασμό της Εκκλησίας για τον άμεμπτο βίο του, το 1174 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Μύρων της Λυκίας. Ευθύς αμέσως δμως μετά την εκλογή του επανεξελέγη αρχιεπίσκοπος του χηρεύοντος θρόνου της Θεσσαλονίκης.
 http://2.bp.blogspot.com/-eyLy3138WZU/Twhs0eNHchI/AAAAAAAAOcU/VcU1D3foEh8/s1600/eustathius_bishop_amathus.jpg

Αληθινός μοναχός ο ίδιος, ως πρώτιστο μέλημα του θεώρησε την άνόρθωσι του καταπεσμένου ηθικά και πνευματικά λαου και κλήρου και την βελτίωσι και έξύψωσι του μοναχικού βίου. Ό αυστηρός έλεγχος και η ανυποχώρητη στάσις του στις παρεκτροπές λαϊκών και μοναχών ερέθιζε τους παρεκτρεπομένους, οι όποιοι τον κατηγορούσαν, δημοσίως και επεβουλεύοντο την ζωή του. Οι καταγγελίες τους έφθασαν ώς την Κωνσταντινούπολι και ό άγιος αναγκάσθηκε προσωρινά να απομακρυνθή στην Φιλιππούπολη (1191). Έκεί συναντήθηκε με τον βασιλέα Τσαάκιο Άγγελο (1185-1195), ο οποίος τον εδικαίωσε χωρίς να τοΰ ζητήση απολογία. Επιστρέφοντας στον θρόνο του (1193) ο Ευστάθιος συνέχισε τις προσπάθειες του για την βελτίωσι της ηθικής καταστάσεως του ποιμνίου του, στηλίτευε κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, ενώ με πατρικό ενδιαφέρον περιέθαλπε τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους, πού κατέφευγαν για βοήθεια στην μητρόπολη από πολύ πρωί μέχρις αργά το βράδυ, διαμοιράζοντας τους ο ίδιος όλα του τα υπάρχοντα.

Κατά την άλωσι της Θεσσαλονίκης άπό τους Νορμανδούς (Αύγ. 1185), ενώ θα μπορούσε να σωθή διά της φυγής, παρέμεινε στην πόλι συγκακουχούμενος με το ποίμνιο του και δεν έδίστασε να καταγγείλη δημοσίως την αδιαφορία και την αμέλεια του διοικητού της Δαβίδ Κομνηνού. Με σπαρασσόμενη καρδιά έβλεπε τις φοβερές σκηνές σφαγής και λεηλασίας του λαού και τις πρωτοφανείς βαρβαρότητες των Λατίνων εισβολέων. Ο ίδιος συνελήφθη από τους πρώτους. Με ύβρεις και κτυπήματα σύρθηκε δέσμιος ώς τα καράβια, περνώντας ανάμεσα άπό τα πτώματα των συμπολιτών του. Άντί να δειλιάση μπροστά στον βάρβαρο αρχηγό, τον κόμη Άλδουίνο, ο αδάμαστος ιεράρχης τόλμησε να του ζητήση ηπιώτερη μεταχείρηση του λαού, απαίτησε την κατάπαυσι των βιαιοπραγιών και πέτυχε την διατήρησι της λατρείας κατά το ορθόδοξο δόγμα. Επειδή οι εχθροί του διέδωσαν φήμες ότι ό άγιος έκρυβε πλούτο στην αρχιεπισκοπή, οι Νορμανδοί του ζήτησαν πολλά λύτρα. Μετά όμως άπό αυστηρή έρευνα αποδείχθηκε πώς ήταν πάμπτωχος και αφέθηκε ελεύθερος.

Όταν επανήλθε στην αρχιεπισκοπή, την βρήκε κατειλημμένη από Λατίνους και αναγκάσθηκε να έγκατασταθή στον κήπο, όπου παρέμεινε με συνεχή στέρησι των αναγκαίων ως την άπελευθέρωσι της πόλεως από τους Νορμανδούς (Νοέμ. 1185).

Ό άγιος Ευστάθιος έκοιμήθη εν ειρήνη το 1194. “Ολη ή πόλις έκλαυσε την απώλεια τοΰ ίεράρχου της, ό οποίος είχε αποβή για το ποίμνιο του «λαμπτήρ του βίου, πυρσός του λόγου και ήλιος της ιερωσύνης».

Ώς μάγιστρος της πατριαρχικής σχολής έγραψε σχόλια σε πολλούς κλασσικούς συγγραφείς και ποιητάς, ενώ το συγγραφικό θεολογικό έργο πού άφησε ώς άρχιερεύς αποτελείται κυρίως από εγκωμιαστικούς λόγους σε αγίους και πραγματείες ηθικού περιεχομένου, γραμμένες σε ύφος περίτεχνο.
 

Πηγή:  “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος – Σεπτέμβριος, σ. 205-206)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου