ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

25 Οκτωβρίου , Κυριακή ΣΤ΄Λουκά και μνήμη της Αγίας Ταβιθάς της Ελεήμονος και των Αγίων μαρτύρων Μαρκιανού και Μαρτυρίου .




ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ’ ΛΟΥΚΑ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. 8:26-39


 
 
      Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· Καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.



Νεοελληνική Απόδοση


Κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από τη Γαλιλαία. Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Αυτός ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή έπεσε στα πόδια του και με δυνατή φωνή του είπε: « Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν σιδερένια δεσμά στα πόδια. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»∙ γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τον παρακαλούσαν λοιπόν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο.
Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού  να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Βγήκαν, λοιπόν, τα δαιμόνια από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμνό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει τους είπαν για το πως ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους έπιασε μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: « Γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε για εσένα ο Θεός». Κι έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς.



Σχολιασμός

                            Ηλιάνα Κάουρα, θεολόγος 
                                                                          Από την Ι.Μ. Κωνσταντίας και Αμμοχώστου


Ο ευαγγελιστής Λουκάς στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή κάνει αναφορά στη θαυματουργική θεραπεία του δαιμονιζομένου από τα Γάδαρα. Το θαύμα αυτό το διηγούνται, με κάποιες παραλλαγές, και οι ευαγγελιστές Μάρκος και Ματθαίος πρόκειται όμως για το ίδιο θαύμα.

Ο Ιησούς, κατά τη δημόσια δράση του τέλεσε πάμπολλα θαύματα τα οποία ήταν αναστάσεις νεκρών , θεραπείες ασθενειών και απαλλαγής από τα δαιμόνια. Η ευαγγελική περικοπή που θα αναλύσουμε αφορά στην απαλλαγή από τα δαιμόνια, αφού έχουμε τη θεραπεία του δαιμονιζομένου από την πόλη Γάδαρα. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η κατηγορία αυτή των θαυμάτων γιατί εκτός από την ελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του διαβόλου, δηλαδή τη θεραπεία του από ένα ειδικό είδος «ασθένειας», πρόκειται και για τον αγώνα του Ιησού εναντίον του διαβόλου και της κυριαρχίας του πάνω στον άνθρωπο.

Αρχικά να πούμε ότι το θαύμα έγινε σε περιοχή εκτός του Ισραήλ και το καταλαβαίνουμε από δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι η εκτροφή χοίρων. Τα ζώα αυτά θεωρούνταν μολυσμένα για τους Εβραίους γι αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να ασχοληθούν με την εκτροφή τους. Ένα δεύτερο σημείο που μας επιβεβαιώνει τον τόπο του θαύματος είναι το ότι ο Ιησούς δεν απαγόρευσε στον άντρα μετά από τη θεραπεία του να μιλήσει γι αυτό, όπως συνέβαινε σε Ιουδαϊκό έδαφος, αλλά αντίθετα, τον παρότρυνε να διηγηθεί τα όσα θαυμαστά έκανε ο Θεός γι’ αυτόν, δηλαδή τον καθιστά απόστολό του.

Βλέποντας τον δαιμονισμένο οι υπόλοιποι άνθρωποι ήταν τρομοκρατημένοι γιατί δεν μπορούσε να ηρεμήσει με κανένα τρόπο αφού όπως αναφέρεται στην ευαγγελική περικοπή τον έδεναν με αλυσίδες και κατάφερνε να τις σπάζει και να ξεφεύγει πάντα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν γυμνός και ως κατοικία του είχε τα μνήματα.  Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε καταντήσει πλέον νεκρός εξαιτίας των δαιμόνων που τον είχαν κυριεύσει.

Ο δαιμονισμένος όταν είδε το Χριστό όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά τον προσκύνησε και τον παρακάλεσε να μην το βασανίσει «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Γνωρίζουμε και από άλλες περιπτώσεις ότι ο δαίμονας γνωρίζει και αναγνωρίζει τη θεϊκή δύναμη και εξουσία του Χριστού, όπως και στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή, όπου ομολογεί ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του Υψίστου. Αντί λοιπόν να προκαλέσει τρόμο, τρομάζει ο ίδιος με την παρουσία του Χριστού και τον παρακαλεί να μην το βασανίσει. Φυσικά μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτός που μιλούσε στον Ιησού ήταν ο δαίμονας που ήταν μέσα στον άνθρωπο αυτό. Τρέμουν μπροστά στο Χριστό τα δαιμόνια παρόλο που με την παρουσία του ηρέμησαν και δεν έδειχναν επιθετικότητα αλλά ικεσία.

Ο Ιησούς αρχίζει διάλογο τότε με τα δαιμόνια ρωτώντας το όνομά τους  και με το στόμα του ανθρώπου απαντά «λεγεών» λόγω του ότι τα δαιμόνια ήταν πάρα πολλά, αφού η λέξη «λεγεών» είναι στρατιωτικός όρος και σημαίνει αριθμό 6000 ανδρών. Η χρησιμοποίηση του όρου αυτού γίνεται για να φανεί η μεγάλη δύναμη του δαιμονίου και επίσης για να αποφευχθεί η αποκάλυψη του ονόματός του.

Στη συνέχεια τα δαιμόνια παρακαλούν τον Ιησού να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο αλλά να μπουν μέσα στην αγέλη των χοίρων που έβοσκαν εκεί κοντά. Με τον τρόπο αυτό πίστευαν ότι αν έμεναν μέσα στους χοίρους θα είχαν ακόμα τη δυνατότητα δραστηριότητάς τους πάνω στη γη. Ο Ιησούς στην αρχή μπορούμε να πούμε ότι έκανε δεκτό το αίτημα των δαιμόνων αφού εισήλθαν μέσα στους χοίρους, όμως ο πνιγμός τους στα νερά της λίμνης είναι συμβολισμός ότι οι δαίμονες πήγαν στην άβυσσο, γιατί στην αντίληψη των ανθρώπων της εποχής, η άβυσσος βρισκόταν μέσα στα βαθιά νερά.

Περίεργη όμως είναι η συμπεριφορά των πολιτών των Γαδάρων αμέσως μετά τη θεραπεία του δαιμονισμένου αυτού ανθρώπου. Αντί να εκφράσουν τη χαρά τους που τον είδαν «ιματισμένον και σωφρονούντα» και να νοιώσουν ανακούφιση που πλέον δε θα τους δημιουργεί φόβο και τρόμο, παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από την πόλη τους. Αυτό σίγουρα μας προκαλεί μεγάλη περιέργεια και απογοήτευση, αυτή η αντίδραση των κατοίκων μας κάνει να διερωτόμαστε αν όντως αυτοί οι άνθρωποι τελικά ήθελαν να σωθούν από την παρουσία των δαιμόνων. Είχαν συμβιβαστεί με την παρουσία και το φόβο του διαβόλου και δεν ήθελαν να δεχτούν και την παρουσία του Χριστού γιατί έθιγε τα κερδοσκοπικά υλικά θεμέλια που είχαν βάλει.

Ενώ βλέπουμε τον διάβολο να παρακαλεί το Χριστό να μη το βασανίσει, οι πολίτες των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από την πόλη τους. Αντί οι άνθρωποι να χαρούν με τη θεραπεία του δαιμονισμένου και να θαυμάσουν τη δύναμη του Ιησού επί των πονηρών πνευμάτων, έχουμε την αντίδρασή τους διώχνοντας τον Ιησού, αυτό φυσικά μας προκαλεί μεγάλη απορία. Η αντίδρασή τους αυτή φανερώνει την ηθελημένη τους υποταγή στην εξουσία του δαίμονα και της ύλης. Είχαν συνηθίσει στον τρόμο του δαιμονιζομένου και η αλλαγή του κατεστημένου τους προκαλούσε φόβο. Ακόμα και το ότι χρειάστηκε να πληρώσουν το τίμημα της απώλειας των χοίρων οι Γαδαρηνοί δυσαρεστήθηκαν, εδώ βρίσκεται και η ειρωνεία της υποθέσεως. Η ανθρώπινη τιμή και αξιοπρέπεια είναι πάνω από οποιαδήποτε τιμή και δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε, πολύ περισσότερο με τους χοίρους.

Δεν μπορούμε να πούμε ότι το θέμα αυτό δεν άπτεται των σύγχρονων δεδομένων. Η εποχή μας έχει ως στόχο το υλικό συμφέρον σε βάρος της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της πνευματικής του ελευθερίας. Γίνεται λόγος για σατανικά σύμβολα, σατανικές τελετές και τόσα άλλα που είναι ενδεικτικά πως και ο σημερινός άνθρωπος επιδιώκει να γίνει ένας «υπεράνθρωπος» αλλά μέσα από τη λανθασμένη οδό, αφού μόνο με την πίστη μας στον Χριστό ως σωτήρα και νικητή του διαβόλου θα καταφέρουμε να κερδίσουμε τη να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών.
 Βίος Αγίας Ταβιθάς
«Αὐτὴ ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν, ὧν ἐποίει». Έτσι πλέκει το εγκώμιο της Αγίας Ταβιθά ο ευαγγελιστής Λουκάς. Η λέξη Ταβιθά είναι συριακή και ερμηνεύεται Δορκάς (ζαρκάδι). Το όνομα αυτό έφερε ή ευσεβέστατη αυτή και φιλάνθρωπη χριστιανή, που κατοικούσε στην Ιόππη.

Από τίς Πράξεις των Αποστόλων (θ' 36-40) πληροφορούμαστε ότι η Δορκάς, ήταν εξειδικευμένη υφάντρια πού κατασκεύαζε χιτώνες και ιμάτια, τα όποια πωλούσε και από τα έσοδα συντηρούσε φτωχούς, χήρες και ορφανά. Όταν ο απόστολος Πέτρος, στα πλαίσια της διάδοσης του Ευαγγελίου, έφτασε στη Λύδδα της Παλαιστίνης, συνέβη ν' ασθενήσει η Δορκάς και να πεθάνει. Και ενώ είχαν ετοιμαστεί όλα για την κηδεία της, έγινε γνωστό ότι ο Πέτρος ήταν στη Λύδδα. Τότε δύο απεσταλμένοι, παρακάλεσαν τον Πέτρο να έλθει στην Ιόππη. Όταν έφτασε, τον ανέβασαν στο υπερώο, όπου ήταν νεκρή η Δορκάς. Συγκινημένος ο Πέτρος, χωρίς να πει τίποτα, έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά. Έπειτα είπε: «Ταβιθᾶ ἀνάστηθι». Και πράγματι η νεκρή αναστήθηκε! Αυτό χαροποίησε αφάνταστα τους παρευρισκόμενους, και το γεγονός διαδόθηκε σ' όλη την Ιόππη με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί στον Χριστό.

Από τότε η Ταβιθά έζησε αρκετά χρόνια, γεμάτα αγαθά έργα και ελεημοσύνες. Ο θάνατος τη βρήκε σε βαθιά γεράματα. Και έτσι η φιλάγαθη αυτή γυναίκα, έφυγε ειρηνικά και με αγαλλίαση διότι την αξίωσε ο Θεός να περάσει τη ζωή της ωφέλιμα γεμάτη πνευματικούς καρπούς.



    

 

 Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος                               οι νοτάριοι



 


Οι Άγιοι αυτοί ήταν νοτάριοι και γραμματικοί του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλου του ομολογητή (βλέπε 6 Νοεμβρίου), στα χρόνια του Αρειανού βασιλέως Κωνσταντίου (337 - 349 μ.Χ.). Άριστα σπουδαγμένοι και οι δύο, υπήρξαν συνήγοροι θαρραλέοι της ορθόδοξης αλήθειας.
Όταν ο Πατριάρχης Παύλος δεν δέχθηκε να συμφωνήσει με τους Αρειανούς, εξορίστηκε από το βασιλιά στην Αρμενία και πνίγηκε από τους εκεί Αρειανούς. Τότε οι δύο Άγιοι έμειναν πιστοί στον ποιμένα τους και σταθεροί στο ορθόδοξο δόγμα. Διότι πάντα στο μυαλό τους κυριαρχούσε ο λόγος του Κυρίου: «ἐὰν ὐμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἔστε» (Ευαγγέλιο Ιωάννη, η' 31). Αν, δηλαδή, εσείς, μείνετε στερεοί στη διδασκαλία μου, λέει ο Κύριος, τότε πράγματι είσθε και αληθινοί μαθητές μου. Ο Μαρκιανός και ο Μαρτύριος το απέδειξαν περίτρανα αυτό, όταν συνελήφθησαν από τον αυτοκράτορα. Ομολόγησαν με θάρρος μπροστά του την αληθινή πίστη και ήλεγξαν αυτόν για τις παρανομίες του. Τότε, διατάχθηκε και τους σκότωσαν με μαχαίρι.





Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Ζῆλον ἔνθεον ἀναλαβόντες, ἠμαυρώσατε Ἀρείου πλάνην ὁμοούσιον Τριάδα κηρύττοντες, Μαρκιανὲ καὶ θέοφρων Μαρτύριε, ὀρθοδοξίας οἱ ἄσειστοι πρόβολοι, θεῖοι μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.

Ἀγωvισάμενοι καλῶς ἀπὸ βρέφους, Μαρκιανὲ σὺv τῷ σοφῷ Μαρτυρίῳ, τὸv ἀποστάτηv Ἄρειοv καθείλετε, ἄτρωτον τηρήσαντες, τὴν ὀρθόδοξοv πίστιν, Παύλῳ ἐφεπόμενοι, τῷ σοφῷ διδασκάλῳ, ὅθεν σὺv τούτῳ εὔρατε ζωήv, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.


Ὁ Οἶκος
Ὡς ὑπηρέται εὐσεβῶς Θεοῦ τοῦ φιλανθρώπου, Δυὰς εὐλογημένη, προφθάσατέ με τάχος, λυτρούμενοί με τῶν δεινῶν, λόγον μοι σοφίας χορηγοῦντες, τὴν ὑμῶν ἀνευφημοῦντι ἄθλησιν, ἣν ὑπὲρ τῆς πίστεως Ἅγιοι, γνώμῃ αδιστάκτῳ ὑποστάντες, τῶν στεφάνων ἐτύχετε τῶν ἐπουρανίων, χοροῖς τε τῶν Ἀθλητῶν καὶ Ἀποστόλων, Διδασκάλων καὶ σεπτῶν Ἀρχιερέων συγχαίρετε ἀεί, ὡς κήρυκες Θεοῦ Λόγου, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου