ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

2 Φεβρουαρίου η εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου


Η Υπαπαντή του Κυρίου (2 Φεβρουαρίου)


Ο “ΤΥΠΟΣ” ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: Στην Παλαιά Διαθήκη ((Εξ. ιγ', 9,Λευιτ. ιβ', 1-6), διαβάζουμε ότι ο Θεὸς ζήτησε απὸ το Μωυσή την καθιέρωση-προσφρορά κάθε πρωτότοκου αγοριού με τη συμπλήρωση των σαράντα ημερών, σαν μιὰ θυσία σε μνήμη του γεγονότος ότι ο Ισραὴλ σώθηκε απὸ τη δουλεία των Αιγυπτίων μέσω του θανάτου όλων των πρωτοτόκων της Αιγύπτου.
Η παρουσίαση αυτὴ του κάθε πρωτότοκου βρέφους στο Ναὸ σήμαινε την άφεσή τους στο Θείο θέλημα, σήμαινε ότι ο Θεὸς είχε πάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου και το γεγονὸς αυτὸ αναγνωριζόταν απὸ το ότι οι γονείς πλήρωναν για το παιδὶ σαν λύτρα ένα αμνὸ ή ένα ζεύγος περιστεριών.
Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Η Υπαπαντή μπορεί να χαρακτηρισθεί και Δεσποτική εορτή, αφού αφορά τον Κύριο, αλλά και Θεομητορική, αφού αφορά και στη Θεοτόκο. Υπαπαντή θά πεί προϋπάντηση, (από τό ρήμα υπαπαντώ, υπό + απαντώ) καί έχει σχέση μέ δυό περιστατικά, πού βρίσκουν τήν εκπλήρωσή τους τήν μέρα αυτή. Μόλις πέρασαν σαράντα ημέρες από την γέννηση του Θεανθρώπου, προσεφέρθη ο Κύριος στο ιερό από τη μητέρα Του τη Θεοτόκο, και υπεδέχθη Αυτόν ο πρεσβύτης Συμεών. Όταν πήρε αυτός στα χέρια του τον Κύριο της δόξης είπε το «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη…». Τώρα, δηλαδή, “Κύριε, ας πεθάνω, αφού είδα το Σωτήρα του κόσμου”. Διότι αυτό περίμενε χρόνια ο δίκαιος Συμεών˙ να δει με τα μάτια του τον Κύριο και Θεό του. Και πλέον ευτυχισμένος μπορούσε να αναχωρήσει για το ουράνιο ταξίδι του. Ο σαραντισμός, ενώ είναι μια πανάρχαια λειτουργική πράξη της εκκλησίας μας κι έχει τις ρίζες της στον Μωσαϊκό νόμο, αυτός γίνεται σήμερα ως μίμηση της Υπαπαντής του Κυρίου.

Οι γυναίκες συμβολίζουν την Παναγία1, η οποία έφερε στις αγκάλες της τον Υιόν της και τον πρόσφερε στον ναό ως θυσίαν «ευπρόσδεκτη». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σχολιάζοντας την φράση «Αι ημέραι του καθαρισμού αυτών», λέγει ότι «ο λόγος του νόμου αφορά τους γονείς και τα παιδιά που γεννιούνται από την συζυγική ένωση τους, διότι χρειάζονται καθαρισμό. Στην περίπτωση όμως του Χριστού, όπου δεν υπήρχαν γεννήτορες, αλλά μόνο Μητέρα και αυτή Παρθένος, όπου συνέβη γέννηση παιδιού με άσπορη σύλληψη, οπωσδήποτε δεν υπήρχε ανάγκη καθαρισμού. Ήταν όμως και αυτό έργο υπακοής». Με την υπακοή Του στον νόμο του Θεού και Πατρός Του ο Κύριος, θεράπευσε τον άνθρωπο από την αρρώστια που προκάλεσε η ανυπακοή των πρωτοπλάστων. “Βέβαια, ή υπακοή έχει την έννοια της υπακοής στον νόμο του Θεού, αλλά και της υπακοής του νέου Αδάμ, εν αντιθέσει με την ανυπακοή του παλαιού Αδάμ.
Και εάν ή ανυπακοή του πρώτου Αδάμ είχε συνέπεια την πτώση και την φθορά, ή υπακοή του νέου Αδάμ, του Χριστού, επανέφερε την παρακούσασα ανθρώπινη φύση στον Θεό και θεράπευσε τον άνθρωπο από την ευθύνη της παρακοής.2”
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ: Και είναι πρωτότοκος με τρείς έννοιες: “Κατά την γέννηση Του από την Παναγία Μητέρα Του, κατά το άγιο Βάπτισμα που εγκαινίασε ο Ίδιος με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος και κατά την λαμπροφόρο Ανάσταση Του. Και με τους τρεις τρόπους που ζωοποιείται η ανθρώπινη φύση, δηλαδή την κατά σάρκα Γέννηση, το άγιο Βάπτισμα και την Ανάσταση, υπήρξε πρωτότοκος ο Χριστός, ώστε να ζωοποιηθεί η δική μας φύση.” (Γρηγόριος Νύσσης). Ό όρος πρωτότοκος αναφέρεται και στις δύο γεννήσεις του Χριστού, δηλαδή “στην προαιώνια από Παρθένο Πατέρα, χωρίς μητέρα, και την εν χρόνω γέννηση από Παρθένο Μητέρα, χωρίς πατέρα” (Γρηγόριος Παλαμάς). Ό Χριστός λέγεται ακόμη πρωτότοκος κατά τρεις τρόπους. Πρώτον, γιατί γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων «ος (ο Κύριος) εστίν εικών του θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α' 15). Δεύτερον, λέγεται πρωτότοκος κατά την ανθρώπινη γέννηση, «και έτεκεν τον Υιόν αυτής τον πρωτότοκον» (Λουκ. β', 7). Και τρίτον, λέγεται πρωτότοκος εκ των νεκρών [«ος εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. α', 18)], γιατί πρώτος Αυτός αναστήθηκε, δίνοντας έτσι την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να αναστηθεί στον κατάλληλο καιρό. Ο χαρακτηρισμός «γέννηση» λέγεται και για την ανάσταση, γιατί η ανάσταση θεωρείται γέννηση.
Η ΠΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει ότι οι γονείς του Χριστού τον οδήγησαν στον Ναό «του δούναι θυσίαν κατά το ειρημένον εν νόμω Κυρίου, ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών» (Λουκ. β' 24). Οι γονείς του Χριστού δεν πρόσφεραν αμνό, όπως έδινε την δυνατότητα ο νόμος, επειδή ήταν πτωχοί. “Οι πλούσιοι προσέφεραν άμωμο αμνό, ενώ οι πτωχότερες τάξεις ένα ζευγάρι τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών” (Προκόπιος). Πραγματικά, ό Χριστός γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια και μεγάλωσε ως φτωχός. Τελικά, όμως, ή φτώχεια του Χριστού δεν έγκειται μόνο στο ότι γεννήθηκε και έζησε φτωχός, αλλά, κυρίως, στο ότι προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, “ενώ ήταν πλούσιος, επτώχευσε για να πλουτίσουμε εμείς με την θεότητα Του”.
Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ ΣΥΜΕΩΝ: Ένας “πρωταγωνιστής της Υπαπαντής είναι και ο Συμεών. Η Ορθόδοξη Παράδοση (όπως διασώζει ο Μέγας Φώτιος) λέει ότι ο δίκαιος Συμεών αρκετά χρόνια πρίν από τήν γέννηση τού Χριστού, επιστρέφοντας στά Ιεροσόλυμα μέ άλλους νομοδιδασκάλους από κάποια αποστολή, έκανε μαζί τους συζήτηση πάνω σε κάποια προφητικά κείμενα. Μεταξύ αυτών συζητήθηκε και η προφητεία του Ησαϊα: "Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει καί τέξεται Υιόν, καί καλέσεις τό όνομα αυτού Εμμανουήλ" (στ΄ 14). Ο Συμεών, αν καί άνθρωπος με πολλή ευλάβεια δυσπίστησε, και πρόβαλλε αντιρρήσεις γιά το αδύνατο της γεννήσεως από παρθένο. Ο Συμεών λίγο αργότερα, γινόμενος μάρτυς κάποιου θαύματος, δοξολόγησε το Θεό γι' αυτό που του φανέρωσε, και πεπεισμένος πια επέστρεψε στά Ιεροσόλυμα με την απόφαση της παραμονής, για το υπόλοιπο της ζωής του, στον ιερό χώρο του Ναού αναμένοντας να δεί “ιδίοις όμμασιν” την εκπλήρωση της προφητείας. Σε υπερεκατονταετή ηλικία αξιώθηκε να κρατήσει στην αγκαλιά του το Βρέφος Ιησού ζητώντας μετά απ' αυτό τήν "απόλυσή" του από την ζωή.
Η ΔΙΠΛΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ: Ο ευαγγελιστής διασώζει μια διπλή προφητική αποστροφή προς την Παναγία Μητέρα Του: "ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον, και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία" (Λουκ. β΄ 32-35), προφητεύοντας μ' αυτόν τον τρόπο και την αντιμετώπιση του Κυρίου από τους Ιουδαίους, αλλά και τη Σταυρική Θυσία Του.
Ό Θεάνθρωπος Χριστός είναι πτώση των απίστων, των μη πιστευόντων σε Αυτόν, και ανάσταση αυτών πού πιστεύουν σε Αυτόν. Ό ένας ληστής στο Γολγοθά πιστεύει και σώζεται, ο άλλος αμφισβητεί και καταδικάζεται. Επίσης, αυτό μπορεί να εννοηθή ότι “πρόκειται ο Χριστός να πάθη και να πέσει στον θάνατο, αλλά και να αναστηθούν πολλοί με την δική του πτώση, και τον δικό του θάνατο” (Θεοφύλακτος).
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ». Η λέξη «σημείον» μπορεί να εννοηθή με πολλούς τρόπους και πολλές έννοιες. Κατ' αρχάς σημείο είναι ή σάρκωση Του, η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Κατά την ενανθρώπηση έγιναν πολλά παράδοξα και παράξενα πράγματα. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, η Παρθένος μητέρα. Ακριβώς δε αυτό το σημείο αντιλέγεται και αμφισβητείται από πολλούς ανθρώπους.
“Άλλοι θεωρούν ότι ο Χριστός ως Θεός έχει προαιώνια ύπαρξη και άλλοι νομίζουν ότι έλαβε αρχή της υπάρξεως του από την παρθένο και άχραντη Μαρία” (Κύριλλος Αλεξ.). Ό Νικόδημος Αγιορείτης, λέγει, εξηγώντας τα προηγούμενα, ότι ο αιρετικός που βλέπει τα έργα του Χριστού, ο οποίος έχει διπλές ενέργειες, την θεία και την ανθρώπινη, και άλλοτε ως άνθρωπος πεινά, διψά, δέχεται το μαρτύριο, σταυρώνεται, πάσχει (τα λεγόμενα “αδιάβλητα πάθη”), και άλλοτε ως Θεός κάνει θαύματα, εκδιώκει δαίμονες, ανίσταται κλπ., αμφιταλαντεύεται αν ό Χριστός είναι Θεός ή άνθρωπος. Ομως ό Χριστιανός δεν έχει τέτοιες αμφιβολίες, γιατί γνωρίζει ότι καιτοι ό Χριστός είχε δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, εν τούτοις είναι ένας κατά την υπόσταση (υποστατική ένωση των δύο φύσεων) και το πρόσωπο, και έτσι ό ένας και Αυτός Χριστός ενεργεί άλλοτε τα θεοπρεπή και άλλοτε τα άνθρωποπρεπή. Έπειτα, σημείο αντιλεγόμενο είναι και ο Σταυρός του Χριστού. Άλλοι δέχονται τον Σταυρό και την σταύρωση του Χριστού θεωρούντες αυτήν ως σωτηρία, ότι στον Σταυρό νίκησε τις αρχές και εξουσίες του σκότους, και άλλοι αρνούνται τον Σταυρό. Δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς ό Χριστός σταυρώθηκε. “ό Σταυρός είναι για τους Ιουδαίους σκάνδαλο, για τους Έλληνες μωρία. Για μας όμως τους πιστούς ό Σταυρός είναι «Θεού δύναμις και θεού σοφία» (Α' Κορ. α', 23-24). Η δεύτερη προφητεία του αγίου Συμεών, πού αναφερόταν στην Παναγία, είναι η εξής: «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» (Λουκ. β', 35). Προφανώς ή προφητεία αυτή αναφέρεται στον πόνο και την θλίψη της Θεοτόκου πάνω στον Σταυρό, όταν θα έβλεπε τον Υιό της, που είναι ταυτόχρονα Υιός του Θεού, να πάσχει και να υποφέρει. Η Παναγία δεν υπέφερε ούτε πόνεσε κατά την γέννηση του Χριστού, ακριβώς γιατί τον συνέλαβε ασπόρως και τον γέννησε αφθόρως (ανήδονος σύλληψη – ανώδυνος γέννεση). Θα πόνεσει, όμως, πολύ κατά τον καιρό της εξόδου. Ακριβώς αυτή η ρομφαία, που θα διαπεράσει την ψυχή της Θεοτόκου κατά τον σταυρικό θάνατο του Χριστού, θα αποκάλυψει τους διαλογισμούς πολλών ανθρώπων, που βρίσκονταν κρυμμένοι στην καρδιά τους.
Αυτοί αμφιβάλλουν αν είναι γνήσια και αληθινή μητέρα. Αλλά από τον πόνο που αισθάνθηκε καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για την φυσική του μητέρα. Έτσι ο πόνος της Παναγίας στον Σταυρό έδειξε ότι αυτή είναι η πραγματική μητέρα, ότι από αυτήν ο Κύριος παρέλαβε την σάρκα. Γιατί, αφού η Παναγία είναι πραγματική μητέρα, σημαίνει ότι και ο Χριστός έχει πραγματικό σώμα και δεν είναι άνθρωπος κατά φαντασία. Ό Μ. Αθανάσιος λέγει ότι η φράση «όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» σημαίνει ότι ό Σταυρός και το Πάθος του Χριστού, θα αποκάλυψει όλες τις εσωτερικές διαθέσεις των ανθρώπων, αφού ο Πέτρος από θερμός και ζηλωτής, θα τον αρνηθή, οι Μαθητές θα τον εγκαταλείψουν, ο Πιλάτος θα μεταμεληθεί νίβοντας τα χέρια, η γυναίκα του θα πιστεύσει με το νυκτερινό όνειρο, ο εκ των σταυρωτών, εκατόνταρχος θα ομολογήσει, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, δύο εκ των Φαρισαίων, θα φροντίσουν το νεκρό Του σώμα, ο Ιούδας θα αυτοκτονήσει, οι Ιουδαίοι θα δώσουν αργύρια στους φρουρούς για να αποκρύψουν την Ανάσταση.
 Συμπερασματικά, ο Χριστός θα είναι «εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών» και στην άλλη ζωή, αφού όλοι θα δουν τον Χριστό, αλλά για άλλους θα είναι Παράδεισος και για άλλους Κόλαση.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΦΩΣ: Με δυο ονόματα ονόμασε ο Συμεών τον Κύριο: Σ ω τ η ρ ί α, που ετοίμασε ο Θεός για κάθε άνθρωπο και Φ ω ς, που φωτίζει όλα τα έθνη. Ότι ο Χριστός είναι αληθινά ο Σωτήρας μας, μαρτυρεί και το όνομα Ιησούς, το οποίο Άγγελος Κυρίου ανακοίνωσε στον Ιωσήφ: «Καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν, αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών». Και ότι ο Κύριος είναι το αληθινό Φως, το βεβαιώνει ο Ίδιος λέγοντας: «Εγώ ειμί το Φώς του κόσμου. Εκείνος που με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το Φώς της ζωής». Πραγματικά, ό Χριστός είναι το φως του κόσμου, το πραγματικό, πού διώχνει το σκότος της άγνοιας του νου, αλλά είναι και η δόξα ολόκληρης της ανθρωπινής φύσεως. “Χωρίς το Χριστό ή ανθρώπινη φύση είναι άδοξη, ανείδεη, αόριστη και ανώνυμη. Με τον Χριστό αποκτά είδος και όρο.» (Νικόλαος Καβάσιλας). Tα λόγια του Ἁγίου Συμεών σημειώνουν το τέλος μιας μακρας περιόδου, χιλιάδων χρόνων κατὰ τη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι ζούσαν χωρὶς το Θεό.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ: Η αφιέρωση του πρωτοτόκου ήταν στην ουσία η προτύπωση μιας αιματηρὴς θυσίας η οποία αναβαλλόταν αιωνίως μέχρι τη μέρα που οδηγήθηκε στο ναὸ ο Μονογενὴς Γιος του Θεού που είχε γίνει Γιος της Παρθένου, ο «υιὸς του ανθρώπου». Και για πρώτη φορὰ στην ανθρώπινη ἱστορία η αἱματηρὴ αὐτὴ θυσία έγινε δεκτὴ απὸ το Θεὸ παρὰ το γεγονὸς ότι το αντικατάστατο της θυσίας που είχε προσφερθεί, ο ίδιος δηλαδή ο Κύριος, αυτὴ τη μοναδικὴ φορὰ ο Θεὸς Πατέρας αποδέχτηκε και τον ίδιο το θάνατό Του: στο Γολγοθὰ πάνω σ’ ένα σταυρό! Η Υπαπαντή του Χρίστου δείχνει ότι ο Χριστός είναι η ζωή και το φως των ανθρώπων και ότι ό άνθρωπος πρέπει να αποβλέπει στην απόκτηση αυτού του φωτός και αυτής της ζωής. Η Εκκλησία ψάλλει παρακλητικά:
«Λάμπρυνόν μου την ψυχήν και το φως το αισθητόν, όπως ίδω καθαρώς και κηρύξω σε Θεόν». Αλλά, για να δει κανείς τον Θεό πρέπει προηγουμένως να λαμπρυνθεί, να φωτισθεί ως προς την ψυχή και τις σωματικές αισθήσεις. Τότε η εορτή της Υπαπαντής του Χριστού γίνεται και εορτή της υπαπαντής του κάθε πιστού.
1. Παλαιότερα η Υπαπαντή θεωρείτο εορτή των μητέρων, σήμερα τα ξένα πρότυπα “μεταφέρα픨τον εορτασμό αυτό τον Μάιο.
2. Μητροπ. Ναυπάκτου Ιερόθεος: “Η Υπαπαντή του Χριστού”, Οι Δεσποτικές εορτές, Ι. Μ. Γενεθλίου τ Θεοτόκου (Πελαγίας), 1995.
Βιβλιογραφία: Μητροπ. Ναυπάκτου Ιερόθεος: “Η Υπαπαντή του Χριστού”, Οι Δεσποτικές εορτές, Ι. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας), 1995. http://ahdni.blogspot.com/2011/01/bloom-h.html
Μητρ. Σουρόζ, (†)Αντωνίου Bloom: Η Υπαπαντή του Χριστού, Ἡμέρα Κυρίου, ἐκδ. Ἀκρίτας Παπαθεοχάρης Μιχαήλ: Υπαπαντή και Σαραντισμός. 




Η Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού: Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα

«Λέγε Συμεών, τίνα φέρων εν αγκάλαις, εν τω ναώ αγάλλη;», ερωτά υμνογραφώντας ο άγιος Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στο πρώτο Στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της Υπαπαντής, ήχου α΄. Η βυζαντινή εικόνα της Υπαπαντής του Κυρίου, αποτολμά ν' απαντήσει στο υμνολογικό αυτό ερώτημα μ' ένα άλλο είδος τέχνης, περισσότερο προσιτό στο ευρύτερο σώμα των πιστών.
Η σκηνή εικονίζει την εκπλήρωση του εβραϊκού έθους. Του έθους που καθόρισε η απαίτηση του ίδιου του Θεού, «παν άρσεν το την μήτραν διανοίγον», να αφιερώνεται σ' Αυτόν. (Εξοδ. ιγ´ 2), όπως εμφατικά σημειώνεται και στον Ειρμό της εννάτης ωδής της Υπαπαντής. Αυτή την πραγματοποίηση του «ειθισμένου, κατά το ειρημένον του νόμου» (Λουκ. Β. 24, 27), ιστορεί η εικόνα της Υπαπαντής. Πέντε πρόσωπα απαρτίζουν την σύνθεση. Η Υπεραγία Θεοτόκος με τον Ιωσήφ φέρνουν στον ναό τον τεσσαρακονθήμερο Ιησού Χριστό. Τα δύο άλλα πρόσωπα είναι πρόσωπα του ναού, και συναντούν τους προσερχομένους εντός του ιερού χώρου. Ο Συμεών ο πρεσβύτης, άνθρωπος χαριτωμένος απ' το Πνεύμα του Θεού, «δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ» (Λουκ. β´ 25), και η αγία Άννα η προφήτιδα, θυγατέρα Φανουήλ, σε προχωρημένη ηλικία και αυτή. Λαμπάδα λιωμένη στην υπηρεσία του ναού από τη νεότητά της, από τότε που χήρευσε. Στα χέρια της, που τόσα χρόνια διακόνησαν τις ανάγκες του ναού, κρατεί ειλητάριο με λόγους προφητικούς, που αναφέρονται στο πρόσωπο του προσφερομένου βρέφους Ιησού. «Τούτο το βρέφος, ουρανόν και γην εστερέωσεν».
Ο εικονογράφος δεν επιλέγει να ισορροπήσει τη σύνθεση σ' ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα, παρόλο που κεντρική θέση έχουν κατά βάση δύο. της Υπεραγίας Θεοτόκου, και του βρέφους Ιησού. Το κέντρο της εικόνας κατέχει το ιερό, στηριζόμενο σε τέσσερις κολώνες, στεφανωμένες από μια σινδόνη. Το ιερό με τη σινδόνη μοιάζουν να διαιρούν την εικόνα στα δύο. Άλλωστε το όλο συμβάν της Υπαπαντής του Κυρίου ενώνει δύο σαφέστατα διαφορετικούς χώρους. Το χώρο της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Της προσδοκίας των αιώνων, με Τον Προσδοκώμενο. Της φθοράς του γήρατος και του θανάτου, με την αφθαρσία και τη ζωή του βρέφους Ιησού.
Δεν σημαίνονται όμως μόνο συνθετικά οι δύο κόσμοι που ενοποιούνται από το γεγονός που περιγράφει η εικόνα, αλλά και υφολογικά υποδηλώνεται το διττό μήνυμα της εορτής. Η χαρά και η λύπη. Η χαρά εκπεφρασμένη από τον πρεσβύτη Συμεών. Τον γέροντα που με τρεμάμενα από το βαθύ γήρας χέρια, προσδέχεται Αυτόν που ανέμενε αιώνες η παλαιοδιαθηκική ευσέβεια, και διψούσε ο ιουδαϊκός λαός: τον λυτρωτή του κόσμου. Τον Συμεών, που αξιώνεται να γίνει θεοδόχος! Τα πόδια του λυγίζουν από ευλάβεια. Τα μάτια του κοιτούν με δέος «το σωτήριον φως» (Λουκ. Β. 30, 32) του θεανθρωπίνου Βρέφους. Τα χέρια του, σκεπασμένα από συστολή και σεβασμό με μια άκρη του ενδύματός του, γίνονται θρόνος. Θρόνος όχι για να υποδεχθούν ένα κοινό βρέφος, αλλά για να κρατήσουν Αυτόν που κρατεί ολόκληρη την οικουμένη. Τα χέρια του πρεσβύτου Συμεών, που με τόση ευλάβεια κρατούν το θείο Βρέφος πάνω από το θυσιαστήριο του ναού, θυμίζουν τόσο πολύ την εικόνα των λειτουργών ιερέων που προβάλλουν ενώπιόν μας το θυσιασμένο και αναστημένο Σώμα και Αίμα του Κυρίου Ιησού. Όλες οι γραμμές του σώματος του αγίου Συμεών, μαζί με τις πτυχώσεις των ενδυμάτων του τείνουν προς τον Κύριο. Λυγίζουν, και με μια καμπυλόγραμμη κίνηση υποτυπώνουν το δοχείο που πληρούται από το περιεχόμενό του, που δεν είναι τίποτε άλλο εν προκειμένω από τη θεία Χάρη.
Αλλά αν η χαρά και η ανέκφραστη αγαλλίαση αφορούν και αποτυπώνονται στον πρεσβύτη Συμεών, η Υπεραγία Θεοτόκος ενσαρκώνει τον πόνο και την θλίψη. Πόνο γιατί προσφέρει και αποχωρίζεται τον Υιό της. Τα χέρια της διατηρούν μια κίνηση σαν να κρατούν ακόμη τον Ιησού Χριστό, σαν να μην θέλουν να Τον αποχωρισθούν. Και ο Υιός της, φαίνεται να ανταποκρίνεται στα μητρικά της αισθήματα. Απλώνει κι αυτός το χέρι του σε μια προσπάθεια να μην αποχωρισθεί την Παναγία μητέρα Του. Μια έκφραση των αισθημάτων της τελείας ανθρωπίνης φύσεώς Του.
Ανάμεσα στην Υπεραγία Θεοτόκο και τον θεοδόχο Συμεών, υψώνεται το ιερό, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας, σχηματίζοντας ένα φράγμα απαγορευτικό. Η Θεομήτωρ στερείται τον Υιό της, και η θλίψη της επιτείνεται από τα προφητικά λόγια του αγίου Συμεών «και σου την καρδίαν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. Β. 35). Η Παναγία πλέον αρχίζει να στρατεύεται στον δρόμο του σταυρού, που είναι το δώρο του Υιού της σ' ολόκληρο τον κόσμο. Το δώρο αυτό που χαρίζεται και στην ίδια, με μια διπλή επίπτωση. Της χαράς, της σωτηρίας και της λυτρώσεως από τη μια, και από την άλλη, της θλίψεως της μητρικής καρδιάς της μπροστά στην άρνηση αποδοχής από τον κόσμο του υιού και Θεού της. Άρνηση που θα φθάσει μέχρι τον σταυρικό θάνατο.
«Ανοιγέσθω η πύλη του ουρανού σήμερον», όπως ψάλλεται και στο Δοξαστικό των εκεκραγαρίων του Εσπερινού της Υπαπαντής, σε ήχο πλ. του β' γι' αυτό και ο εικονογράφος ιστορεί τα κτήρια και τις στέγες τους να συγκλίνουν σ' Αυτόν που αγιάζει ολόκληρη την κτίση. Αυτόν που είναι «φως διασκεδάζον των απίστων εθνών την σκοτόμαιναν, και δόξαν του νεολέκτου Ισραήλ», όπως τονίζεται και στο ιδιόμελο της Λιτής της Υπαπαντής, που ψάλλεται σε ήχο α. Λυτρωτής τόσο του εθνικού ειδωλολατρικού κόσμου, όσο και του ισραηλιτικού λαού. Και το λυτρωτικό αυτό μήνυμα που αφορά όλο τον κόσμο, υποδηλώνεται από τα δύο περιστέρια, τα οποία προσφέρει ο Ιωσήφ στον ναό. Δεν ανταποκρίνονται μόνο στην καθορισμένη προσφορά, αλλά συμβολίζουν και τους δύο κόσμους, για τους οποίους προσφέρεται η θυσία του Κυρίου μας. Τον κόσμο των εθνικών και της ειδωλολατρίας, και τον κόσμο του ευεργετηθέντος Ισραήλ.
Υπαπαντή! Σημαίνει συνάντηση του Κυρίου με την προσδοκία του κόσμου.
Υπαπαντή! Καθ' ην «Χορός αγγελικός,
εκπληττέσθω το θαύμα!
βροτοί δε ταις φωναίς,
ανακράξωμεν ύμνον,
ορώντες την άφατον
του Θεού συγκατάβασιν», όπως θαυμάσια προτρέπει το Κάθισμα της πρώτης στιχολογίας του Όρθρου της εορτής, ήχου α΄, και μέσα από την περιγραφική, συμβολική, αγία και ιεροπρεπή τέχνη της βυζαντινής εικονογραφίας. Ας προσκυνήσουμε λοιπόν το ιστορούμενο γεγονός. Ας προσκυνήσουμε τον νηπιάσαντα και βρεφοκρατούμενο Σωτήρα και Λυτρωτή μας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου