ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

27 Απριλίου , Κυριακή των Βαϊων ...



ΤΟ ΩΣΑΝΝΑ… ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 12, 1-18) 3.
Πρωτ. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη
Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση
α) Κυριακή τῶν Βαΐων σήμερα καί ὁδεύουμε βαθμηδόν πρός τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία μέ πολλούς τρόπους μᾶς μυσταγωγεῖ στό μυστήριο τῆς ὀρθόδοξης πίστης, εἰσάγοντάς μας στή Μεγάλη Ἑβδομάδα. Λόγος βιβλικός καί πατερικός, εἰκόνα ἀναγωγική, ποίηση λυρική, ὕμνος κατανυκτικός, μέλος ἐναρμόνιο, χρωματικό καί διατονικό, ὕφος συσταλτικό καί διασταλτικό, συμβολισμοί καί παραβολές γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνεστῶσα καί τήν ἀναμενόμενη, ἐμπλουτίζουν τή λατρεία μας.
β) Καί στό κέντρο τῆς ἱερῆς σύναξης ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Σωτήρας Χριστός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά εἰσέρχεται μέ ἐπευφημίες σήμερα στά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά δέ θά ἀρνηθεῖ σέ λίγες ἡμέρες τή χλεύη καί θά ὁδεύσει ἑκουσίως πρός τό πάθος. Χρειάζεται ὅμως καί ἡ δική μας μικρή συμβολή, ὥστε νά μήν παρέλθει καί ὁ φετινός γιορτασμός σάν ἕνα καλό ἔθιμο, χωρίς γεύση καί ἐμπειρία πνευματική. Καί εὔλογα τίθεται τό ἐρώτημα: Τί γιορτάζουμε σήμερα; Διότι φαινομενικά ἔχουμε μία θριαμβευτική εἴσοδο στήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων ἑνός ἐπικείμενου βασιλιά, ὁ ὁποῖος ποτέ δέ θά ἐνθρονισθεῖ. Ἤ μάλλον ὁ θρόνος πού τόν περιμένει, εἶναι ὁ Σταυρός.
γ) Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή (Ἰωάν. 12, 1- 18) περιγράφεται ἀφενός ἡ ἄλειψη τοῦ Κυρίου μέ ἀκριβό μύρο ἀπό τή Μαρία, ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, καί ἡ πανηγυρική εἴσοδός Του στά Ἱεροσόλυμα. Πράγματι, μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μεγάλωνε, ἐνῶ παράλληλα ἐνισχυόταν ὁ φθόνος τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων κατά τοῦ Ἰησοῦ. Τό ξέσπασμα τοῦ λαοῦ κορυφώνεται ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό ἑβραϊκό Πάσχα. Ὁ Χριστός εἰσέρχεται στά Ἱεροσόλυμα καί πολλοί ἄνθρωποι, ὅταν κατάλαβαν τήν παρουσία του, πῆραν κλαδιά φοινικιᾶς καί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη νά τόν προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: «Δόξα στό Θεό! Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται σταλμένος ἀπό τόν Κύριο! Εὐλογημέος ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ!».
δ) Τό παράδοξο ὅμως εἶναι, ὅτι ὁ Βασιλέας – Χριστός δέν ἱππεύει μεγαλοπρεπές ἄλογο καί δέν ἀκολουθεῖται ἀπό ὁπλισμένους στρατιῶτες. Κάθεται πάνω σέ γαϊδουράκι καί συνοδεύεται ἀπό μικρά παιδιά, πού κι ἐκεῖνα φωνάζουν «ὡσαννά», σῶσε μας. Κι ἔχουν ἐμπιστοσύνη τά παιδιά στόν Κύριο, διότι ἦταν ἐκεῖνος πού σέ ἄλλη περίπτωση εἶχε πεῖ ὅτι: «Ἐάν δέν ἀλλάξετε κι ἄν δέ γίνετε σάν τά παιδιά, δέ θά μπεῖτε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 18, 3).
ε) Ὁπότε, γιά ὅσους βλέπουν μέ διάκριση καί σοφία, κι αὐτοί εἶναι ἐλάχιστοι, ἡ βασιλεία πού εἰσάγει ὁ Χριστός στόν κόσμο δέν εἶναι βασιλεία ἐγκόσμια, ἀλλά οὐράνια. Δέ στηρίζεται στή δύναμη καί τό ξίφος, ἀλλά στήν ἀγάπη καί τό Σταυρό. Δέν ὑπηρετεῖται καί δέν κατοικεῖται ἀπό σκληροτράχηλους στρατιῶτες καί μοχθηρούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπό παιδιά μέ καθαρή καί ἄδολη καρδιά καί ὅσους μοιάζουν μέ αὐτά. Τίς ἀλήθειες αὐτές στήν ἀρχή δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν οὔτε οἱ μαθητές Του· ὅταν ὅμως ἀνυψώθηκε στή θεία δόξα, τότε τίς θυμήθηκαν.
στ) Εἶναι ἐπίσης ἀξιοπρόσεκτο τό φαινόμενο τοῦ εὐμετάβολου λαοῦ, πού ἐνῶ σήμερα ἐνθουσιωδῶς ὑποδέχεται τόν Χριστό ὡς Μεσσία, σέ λίγες μέρες θά κραυγάζει: «ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν». Καί αὐτό συμβαίνει γιά δύο κυρίως λόγους: Πρῶτον, ὁ ἰσραηλιτικός λαός περίμενε τόν Χριστό ὡς ἐγκόσμιο βασιλέα, πού θά τόν ἀπάλλασσε ἀπό τή δουλεία τῶν Ρωμαίων. Ὅταν ὅμως ἄρχισαν νά διαψεύδονται οἱ προσδοκίες του, τόν ἐνθουσιασμό ἀντικατέστησε ἡ ἀπογοήτευση καί τήν ἀπογοήτευση διαδέχθηκε ἡ ὀργή. Δεύτερον, ὁ λαός εἶχε ἐπιφανειακή θρησκευτικότητα. Ἦταν ἐγκλωβισμένος στήν τυπική τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καί δέν μποροῦσε νά διακρίνει τό βάθος τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ὑπῆρξε οὐσιαστικά ἀποίμαντος καί πνευματικά ἀπαίδευτος. Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας τρίτος καί σημαντικότερος λόγος, πού συνέβαλε στήν ἀλλαγή τοῦ κλίματος.
ζ) Ἡ ἀπογοήτευση καί ἡ ἐξωτερική θρησκευτικότητα τοῦ λαοῦ διευκόλυναν τή στοχοθεσία τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων. Αὐτοί μόλις διαπίστωσαν ὅτι ὁ κόσμος ἔτρεξε πίσω ἀπό τόν Χριστό, ἔθεσαν σέ ἐφαρμογή τό σχέδιό τους. Διαβάλλοντας τό ἔργο Του καί διαστρέφοντας τήν ἀλήθεια, κατόρθωσαν σέ λίγες μόνο ἡμέρες νά τόν παρασύρουν μέ τό μέρος τους. Γι’ αὐτό σέ κάθε ἐποχή χρειάζεται ὁ λαός νά ἔχει μόρφωση «κατά Θεόν», γυμνασμένες πνευματικές αἰσθήσεις, καθαρή καρδιά καί φωτισμένο νοῦ. Τότε «δέ θά ἄγεται καί δέ θά φέρεται» ἀπό διεφθαρμένους πολιτικούς ἡγέτες καί ἐκκλησιαστικούς ποιμένες μέ ἐγκόσμιες βλέψεις. Θά ἀκολουθεῖ τόν Χριστό μέ κλάδους βαΐων (τίς ἀρετές) μέχρι τό Σταυρό καί ἔτσι θά μετέχει καί στή χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Θά ἀναγνωρίζει τή δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ Σταυρωμένου Βασιλιά καί θά τόν μιμεῖται στή ζωή του, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
Ἀπό τό βιβλίο:Μαθητεύοντας στό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς




Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
imagesCANV1ID0«Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ εἶχε ἔρθει γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα, πῆραν κλαδιὰ φοινικιᾶς, καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη νὰ τὸν προϋπαντήσουν, καὶ κραύγαζαν: «Δόξα στὸν Θεό! Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο! Εὐλογημένος ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ» (Ἰωάν. ιβ, 12-13). Τὴν ἑπόμενη μέρα τοῦ δείπνου τῆς Βηθανίας, ὁ Κύριος ξεκίνησε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν πόλη ποὺ θανάτωσε τοὺς προφῆτες.
Ἡ Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦταν τόπος ὅπου κατοικοῦσαν μόνο οἱ στενόμυαλοι φαρισαῖοι, οἱ ἀλαζόνες γραμματεῖς καὶ οἱ θεομίσητοι ἀρχιερεῖς. Ἦταν καὶ μία μυρμηγκοφωλιὰ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἦταν ἕνας τεράστιος τόπος ὅπου μαζεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη προσκυνητές, καθὼς καὶ ἀφοσιωμένοι ἄνθρωποι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Πάσχα ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶχε τόσους κατοίκους ὅσους περίπου καὶ ἡ Ρώμη, ποὺ τότε ἦταν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων συγκεντρωνόταν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ πλησιάσει περισσότερο τὸν Θεό. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶχαν τὴν ἀντίληψη κάποιας μυστηριώδους προσέγγισης τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶδαν τὸν ἀπὸ πολλοῦ ἀναμενόμενο Βασιλιὰ τοῦ Οἴκου Δαβίδ. Ἔτσι, σὰν εἶδαν τὸν Κύριο νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, oι ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔτρεξαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Μερικοὶ ἔστρωσαν τὰ ροῦχα τους στὸ δρόμο μπροστά Του, ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπὸ τὶς φοινικιὲς καὶ μ’ αὐτὰ στόλιζαν τὸ δρόμο. Ὅλοι τους ἔκραζαν μὲ χαρά: «Δόξα στὸν Υἱὸ τοῦ Δαβίδ· εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ».
Οἱ ἄνθρωποι πίστευαν πὼς ὁ Θεὸς θὰ ἔκανε κάποιο θαῦμα ποὺ θ’ ἄλλαζε τὴν ἀφόρητη κατάστασή τους. Κι αὐτὸ παρὰ τὴ σιδερένια γροθιὰ τῆς Ρώμης ποὺ τοὺς δυνάστευε καὶ σὲ πεῖσμα τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς μικροψυχίας τῶν πρεσβυτέρων. Ἔνιωθαν πὼς ἡ πηγὴ τοῦ θαύματος ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ἐπιφύλαξαν τέτοια ὑποδοχή. Τὸ πῶς θ’ ἀντιδροῦσε ὁ ἴδιος στὴν θεμελιακὴ αὐτὴ μεταβολὴ τῆς ροῆς τῶν γεγονότων, ὁ κόσμος δὲν τὸ ἤξερε. Εἶχαν μάθει νὰ περιμένουν ἕναν μόνο ἀποτελεσματικὸ τρόπο. Κι αὐτὸς ἦταν ἡ βοήθεια κάποιου βασιλιᾶ ἀπὸ τὸν οἶκο Δαβίδ, ποὺ θὰ βασίλευε στὴν Ἱερουσαλήμ, στὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ. Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν ἔτσι τὸν Ἰησοῦ σὰν βασιλιὰ καὶ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ χαρὰ κι ἐλπίδα. Πίστεψαν πὼς τώρα θὰ βασιλέψει στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θ’ ἀντισταθεῖ τόσο στὴ Ρώμη ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία τῆς Ἱερουσαλὴμ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων.
Ἡ πεποίθηση αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων ὅμως προκάλεσε φόβο στοὺς φαρισαίους. Ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου ξεσήκωσε τὴν ὀργή τους. Μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἰδοποίησαν τὸν Χριστὸ νὰ τοὺς σταματήσει ἀπὸ τὶς ἐπευφημίες αὐτές. Ὁ ταπεινὸς Κύριος ὅμως, ποὺ γνώριζε πὼς ἡ δύναμή Του ἦταν ἀκαταμάχητη, τοὺς ἀπάντησε: «Σᾶς λέγω , ὅτι ἐὰν αὐτοὶ σιωπήσουν, θὰ φωνάξουν οἱ πέτρες» (Λουκ. ιθ΄, 40). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ βασιλιᾶ τῶν βασιλιάδων, ποὺ ἦταν ντυμένος σὰν φτωχὸς ἄνθρωπος καὶ καβαλοῦσε ἕνα γαϊδουράκι, ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής:
Ὁ Ἰησοῦς εἶχε βρεῖ ἕνα γαϊδουράκι καὶ κάθισε πάνω του, ὅπως λέει ἡ Γραφή: «Μὴ φοβᾶσαι θυγατέρα μου, πόλη Σιών· νὰ ποὺ ἔρχεται σ’ ἐσένα ὁ βασιλιάς σου, σὲ γαϊδουράκι πάνω καθισμένος» (Ἰωάν. Ιβ΄,14-15). Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστὲς περιγράφουν μὲ λεπτομέρειες πὼς ὁ Κύριος, ποὺ ἦταν φτωχὸς καὶ δὲν εἶχε τίποτα στὴ κατοχή Του, ἀπόκτησε γαϊδουράκι. Γι’ αὐτὸ κι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὸ προσπερνάει αὐτό, μὲ τὴ σιγουριὰ πὼς εἶναι γνωστό, καὶ λέει μόνο πὼς βρῆκε ἕνα γαϊδουράκι. Ὁ Λουκᾶς, ποὺ εἶναι ὁ πιὸ περιγραφικὸς ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, διηγεῖται τὴ θαυματουργικὴ προορατικότητα τοῦ Χριστοῦ στὸν τρόπο ποὺ βρῆκε τὸ γαϊδουράκι: «Πηγαίνετε στὸ ἀπέναντι χωριὸ καί, μόλις μπεῖτε σ’ αὐτό, θὰ βρεῖτε ἕνα πουλάρι δεμένο, στὸ ὁποῖο κανένας ἄνθρωπος ὡς τώρα δὲν κάθισε. Λύστε το καὶ φέρτε το» (Λουκ. ιθ. 30).
Οἱ μαθητὲς Του ξεκίνησαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολή Του καὶ τὰ βρῆκαν ὅλα ὅπως τοὺς τὰ εἶπε. Μαζὶ μὲ τὸ ὀνάριο ἦταν κι ἡ μητέρα του. Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἀνέβηκε στὴ μητέρα τοῦ ὀναρίου ἀλλὰ στὸ μικρὸ πουλάρι της, ὅπου κανένας δὲν εἶχε ἀνεβεῖ ὡς τότε; Γιατί ἡ μητέρα δὲν θ’ ἄφηνε κάποιον ν’ ἀνεβεῖ πάνω της ἢ νὰ τὴν ὁδηγήσει. Ἡ μητέρα τοῦ γαϊδάρου ἀντιπροσωπεύει τὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ καὶ τὸ μικρὸ γαϊδουράκι τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία δίνουν οἱ ἅγιοι πατέρες καὶ ἡ ἑρμηνεία τους εἶναι ἀναμφίβολα σωστή. Ὁ Ἰσραὴλ θ’ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ἐνῶ οἱ εἰδωλολάτρες θὰ τὸν δεχτοῦν. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ γίνουν φορεῖς τοῦ Χριστοῦ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ θὰ μποῦν μαζί Του στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
«Αὐτὰ στὴν ἀρχὴ δὲν τὰ κατάλαβαν οἱ μαθητές του· ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς ἀνυψώθηκε στὴ θεία δόξα, τότε τὰ θυμήθηκαν. Ὅ,τι εἶχε γράψει γιὰ κεῖνον ἡ Γραφή, αὐτὰ καὶ τοῦ ἔκαναν» (Ἰωάν. Ιβ΄ ,16). Γενικὰ οἱ μαθητὲς Του καταλάβαιναν πολὺ λίγα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν στὸ Διδάσκαλό τους, ὡσότου «τοὺς φώτισε τὸ νοῦ» (Λουκ. κδ΄ 45), ὡσότου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τοὺς φώτισε μὲ τὶς πύρινες γλῶσσες. Μόνο τότε κατάλαβαν καὶ θυμήθηκαν ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει.
«Ὅλοι, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, ὅταν φώναξε τὸ Λάζαρο ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διηγοῦνταν ὅσα εἶχαν δεῖ» (Ἰωάν. Ιβ΄,17-18).
Ἐδῶ ἀναφέρονται δύο ὁμάδες ἀνθρώπων: ἡ μία ὁμάδα ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονταν μπροστὰ στὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου στὴ Βηθανία καὶ τὸ ὁμολογοῦσαν ἡ ἄλλη ὁμάδα ἦταν οἱ παροικοῦντες στὴν Ἱερουσαλήμ, οἱ ἐπισκέπτες, ποὺ εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τοὺς πρώτους τὸ θαῦμα τῆς νεκρανάστασης τοῦ Λαζάρου. Οἱ πρῶτοι ἦταν μάρτυρες τοῦ θαύματος· οἱ δεύτεροι ἦρθαν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ἄκουσαν τὴ μαρτυρία τῶν πρώτων. Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ καπνὸς ἀπὸ τὶς θυσίες ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος· τὴν ὥρα ποὺ οἱ γραμματεῖς ἐρευνοῦσαν ἐξονυχιστικὰ τὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ· τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἀσυγκίνητοι ἱερεῖς ρύθμιζαν ἀλαζονικὰ τὸ πρόγραμμα τῆς γιορτῆς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ πείσουν τοὺς προσκυνητὲς πὼς ὅλο αὐτὸ τὸ μεγάλο πλῆθος εἶχε μαζευτεῖ ἐκεῖ γιὰ χάρη τους· τὴν ὥρα ποὺ οἱ Λευίτες μοίραζαν σχολαστικὰ τὸ μερίδιο τῶν θυσιῶν ποὺ τοὺς ἀνῆκε, οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦσαν τὸ θαῦμα καὶ τὸ Θαυματουργό.
Ὑπῆρχαν μεγάλα κύματα ἀνθρώπων ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο ποὺ εἶχαν γυρίσει τὴν πλάτη τους στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, στοὺς ἱερεῖς καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔκαναν τὶς θυσίες, καθὼς καὶ σ’ ὁλόκληρο τὸ μηχανισμὸ τῆς κοινωνίας ἀγορᾶς ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν δημιουργήσει. Ὅλα αὐτὰ τὰ κύματα τῶν ἀνθρώπων τοὺς εἶχαν στρέψει τὰ νῶτα κι εἶχαν γυρίσει τὰ μάτια τους πρὸς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπ’ ὅπου ἐρχόταν ὁ Θαυματουργός, ὁ Μεσσίας. Τί ἄξια εἶχαν οἱ νεκροὶ πύργοι τῆς Ἱερουσαλὴμ μὲ τοὺς ζωντανοὺς νεκροὺς μέσα τους, μπροστὰ στὶς πεινασμένες καὶ διψασμένες ψυχὲς τοῦ λαοῦ πού ἀναζητοῦσαν ἕνα παράθυρο στοὺς κλειστοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ δοῦν λίγο τὸν ζωντανὸ Θεό; Κι οἱ δυὸ ὄψεις τῆς ὑπερηφάνειας (ἐκείνης τῶν Ρωμαίων καὶ τῆς ἄλλης τῶν φαρισαίων) ποὺ εἶχαν κατακλύσει τὴν Ἱερουσαλήμ, ἦταν ἀδύνατες νὰ κάνουν ἔστω καὶ μία τρίχα ἀπὸ ἄσπρη μαύρη. Καὶ νά, μπροστά τους κατέβαινε ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν Ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴ φωνὴ Του κάλεσε ἀπὸ τὸν τάφο τὸν τετραήμερο Λάζαρο, τὸν ἀνάστησε καὶ τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου!
Ἄχ, πότε θ’ ἀπομακρύνουμε καὶ μεῖς τὸ νοῦ μας ἀπὸ τοὺς ὑπερήφανους καὶ ἰσχυροὺς μηχανισμοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὸν στρέψουμε πρὸς τὸ οὐράνιο Ὄρος, πρὸς τὸν Βασιλιὰ Χριστό; Πότε θ’ ἀναθέσουμε κάθε ἐλπίδα μας σ’ Ἐκεῖνον; Ἡ ψυχὴ μας ἀναζητᾶ τὸν Νικητὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, προβλήματα ποὺ ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει ἀπὸ μόνη της. Νικητὴς εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ψυχὴ μας πεινάει καὶ διψᾶ γιὰ τὸν ταπεινὸ μὰ ἰσχυρὸ Βασιλιά, ποὺ εἶναι ταπεινὸς στὴν ἰσχύ Του, ἰσχυρὸς στὴν ταπείνωσή Του. Ἡ ψυχὴ μας πεινάει καὶ διψάει γιὰ τὸν Βασιλιὰ ποὺ εἶναι φίλος τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς, γιὰ τὸ Βασιλιὰ ποὺ ἡ Βασιλεία Του εἶναι αἰώνια καὶ ἄπειρη, ποὺ ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀπροσμέτρητη. Τέτοιος Βασιλιὰς εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός! Σ’ Ἐκεῖνον λοιπὸν κραυγάζουμε ὅλοι μας: Ὡσαννά! Ὡσαννά!
Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει ἡ δόξα κι ὁ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: «Καιρὸς Μετανοίας

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου