ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

Την Τέταρτη Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής τιμάται η μνήμη του Οσίου Ιωάννου του Σινα'ί'του ( της Κλίμακος ) και ιδιαίτερα εδώ στην πόλη μας τη Θεσσαλονίκη , η μνήμη του Αγίου Θεωνά , αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης , κτίτορος της Ι.Μ. Αγίας Αναστασίας Βασιλικών


Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (της Κλίμακος )


undefined
ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΙΤΣΙΛΚΑ
 Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
 Απολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα υποστηρίξας, την των λόγων σου, μέθοδον πάσι, μοναστών υφηγητής αναδέδειξαι, εκ πρακτικής Ιωάννη καθάρσεως, προς θεωρίας ανάγων την έλλαμψιν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος α'. Χορός αγγελικός.
Καρπούς αειθαλείς, εκ της βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, των τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε. Κλίμαξ γαρ έστι, ψυχάς ανάγουσα γήθεν προς ουράνιον, και διαμένουσαν δόξαν, των πίστει τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον
Την ουρανοδρόμον ην Ιακώβ, κλίμακα προείδεν, ετεχνήσω πνευματικώς, Πάτερ Ιωάννη, συνθήκη των σων λόγων. δι' ης προς αφθαρσίας βαίνομεν μέθεξιν.
30  Μαρτίου και Δ΄Κυριακή των Νηστειών
Μνήμη του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου

Η καταγωγή και η μόρφωσή του
 Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, που είναι πιο πολύ γνωστός ως ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, δεν είναι ακριβώς γνωστό που γεννήθηκε. Κατά τις πιθανολογίες βέβαια του Δημητρίου Ροστοβίας, ο άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, στην οποία και εσπούδασε, ως τέκνο του Ξενοφώντος και της Μαρίας. Άλ­λοι όμως ερευνητές υποθέτουν ότι καταγόταν πι­θανότατα από την περιοχή της Παλαιστίνης ή της Αιγύπτου, εφόσον στην ηλικία των δεκαέξι μόλις ετών ανέβηκε στο όρος Σινά, για να γίνει μοναχός. Άγνωστος όμως δεν είναι μονάχα ο τό­πος, αλλά και ο χρόνος της γέννησης του αγίου, όπως επίσης και του θανάτου του. Άλλοι, υπο­στηρίζουν ότι ο άγιος έδρασε μεταξύ των ετών 525 και 600 μ.Χ. Άλλοι τοποθετούν τη γέννηση του αγίου προ του 579 μ.Χ. και το θάνατό του γύ­ρω στο 649 μ.Χ. Πιθανότερο όμως φαίνεται να γεννήθηκε κατά το 525 μ.Χ. και να εκοιμήθη κα­τά το 610 μ.Χ. ή ίσως και λίγο αργότερα. Όπως και να έχει το πράγμα πάντως, ένα οπωσδήποτε είναι βέβαιο, το ότι ο άγιος μορφώθηκε κατά την παιδική και νεανική ηλικία του πάρα πολύ και για το λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε αργότερα, ε­ξαιτίας των συγγραμμάτων του, όχι μονάχα ως «νέος Μωυσής», ως σχεδιάσας την «θεοτύπωτον νομοθεσίαν και θεωρίαν», δηλαδή, την Κλίμακα, αλλά και ως «σχολαστικός», εξαιτίας της μεγά­λης σχολαστικότητας, με την οποία επεξεργάζε­ται τα θέματά του ή σωστότερα ακρίβειας. Παρά τη μεγάλη σοφία του όμως, ο άγιος δεν ξιππάστηκε, αλλά παρέμεινε, όπως θα φανεί και πιο κάτω, μέχρι το θάνατό του απλός και ταπεινός, χαρακτηρίζοντας για τούτο τον εαυτό του πάντο­τε ως αμαθή και στους λόγους του ως ιδιώτη.
Η αφιέρωσή του στο Θεό και η μοναχική κουρά
Όταν ο άγιος έφθασε στην ηλικία των δεκαέ­ξι ετών, «προσενήνοχεν εαυτόν θύμα ιερώτατον τω Θεώ εν τω Σιναίω όρει ανελθών και μονάσας». Ανέβηκε, δηλαδή από τη χαμηλότερη πε­ριοχή, στην οποία ζούσε μέχρι τη στιγμή εκείνη, στο όρος Σινά, όπου ζήτησε να γίνει μοναχός στη μονή της αγίας Αικατερίνης, που, κατά τον ιστορικό Προκόπιο, είχε ιδρυθεί από τον αυτο­κράτορα Ιουστινιανό προς τιμήν της Θεοτόκου. Στην περίσταση εκείνη ο ηγούμενος της μονής παρέδωσε το νεαρό Ιωάννη, που χαρακτηρίζεται από το βιογράφο του, εξαιτίας της ωριμότητάς του της πνευματικής, ως «χιλιονταετής», στην καθοδήγηση του γέροντα Μαρτυρίου, ώστε να δαμάσει με την εμπειρία του, σαν άριστος «πωλοδάμνης», τα πάθη του νεαρού υποτακτικού του. Στο γέροντα ακριβώς αυτόν, που χαρακτηρί­ζεται και ως «παιδοτρίβης», ο άγιος έσκυψε τότε το κεφάλι του και έκανε υπακοή απόλυτη στα παραγγέλματά του, ώστε να διαπεράσει «ακινδύνω οδηγία» το βαρύ πέλαγος της ζωής αυτής και να φθάσει τελικά στο ουράνιο λιμάνι. Η υ­πακοή, δηλαδή που έδειξε στο γέροντά του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο άγιος να παρουσιάζεται α­πό το βιογράφο του ως «άλογόν τε και αθέλητον ψυχήν έχων και της φυσικής ιδιότητος απηλλαγμένην πάντη». Με την ακριβέστατη αυτή υπακοή του στο γέροντα Μαρτύριο, ο άγιος πέρασε στην πραγματικότητα από τη γνώση «της εγκυκλίου σοφίας» και το «φρύαγμα της φιλοσοφίας» στην έμπρακτη χριστιανική ζωή, «ουρανίω ιδιωτεία μαθητευόμενος».
Για το λόγο αυτό ο γέροντάς του Μαρτύριος αποφάσισε, ύστερα από τέσσερα έτη δοκιμασίας του, κατά τα όποια είχε την ψυχή του ολόκληρη «εν τω ουρανίω όρει», να τον κείρει τελικά μονα­χό, βλέποντας την παραδειγματική υπακοή και ταυτόχρονα την άγια ζωή του νεαρού υποτακτι­κού του. Για το σκοπό αυτό παρέλαβε μία ήμερα μαζί του τον άγιο και κάποιους άλλους μοναχούς και ανέβηκε στην κορυφή του Σινά, όπου τον έκειρε με κάθε ιεροπρέπεια και κατάνυξη μοναχό. Κατά την ήμερα μάλιστα της χειροτονίας εκεί­νης, κατά την οποία ο άγιος ήταν είκοσι ετών, ο ξακουσμένος για την αγιότητα και τη σοφία του αββάς Στρατήγιος είπε γι' αυτόν με το χάρισμα το προορατικό, που τον διέκρινε, ότι «μέγας α­στήρ γενήσεται». Εκτός από τον αββά Στρατήγιο επαινετικά για τον άγιο εκφράσθηκαν, μετά τη μοναχική κουρά του, και άλλοι διάσημοι α­σκητές, τους οποίους επισκέφθηκαν ο αββάς Μαρτύριος και ο υποτακτικός του σε μία πνευμα­τική οπωσδήποτε περιοδεία τους. Κατά την πε­ριοδεία τους δε αυτή, κατά την οποία προσπάθη­σαν να συλλέξουν, σαν πολύτιμα μαργαριτάρια, ό,τι καλό διέκριναν στη ζωή ξακουσμένων ασκη­τών, έφθασαν και στην έρημο της Σκήτης της Αιγύπτου, στο μοναστήρι των Ταβεννών και σε άλλα μεγάλα ασκητήρια. Στα ασκητήρια αυτά οι δύο ασκητές επισκέπτονταν συνήθως κάποιους χαρισματούχους μοναχούς, για να ζητήσουν, ό­πως ήταν επόμενο, τις συμβουλές και τις ευχές τους. Δύο από τους χαρισματούχους αυτούς α­σκητές φανέρωσαν με το προορατικό χάρισμα που είχαν το μέλλον του αγίου. Ο ένας από αυ­τούς ήταν ο αββάς Αναστάσιος ο Σιναΐτης, που μόλις αντίκρυσε τον άγιο, στράφηκε προς τον αββά Μαρτύριο και είπε:
-«Ειπέ, αββά Μαρτύριε, πόθεν ο παις ούτος και τις αυτόν εκούρευσεν;».
-«Δούλος σου έστι, πάτερ», αποκρίθηκε ο Μαρτύριος, «καγώ εκούρευσα αυτόν».
-«Βαβαί, αββά Μαρτύριε», είπε τότε ο Ανα­στάσιος, «τις είπη ότι ηγούμενον του Σινά εκούρευσας;». Πω πω, δηλαδή, αββά Μαρτύριε, που να ήξερες ότι έκανες μοναχό έναν άνθρωπο, που θα γίνει αργότερα ηγούμενος στο μεγάλο μονα­στήρι του Σινά!
Παρόμοια με την πιο πάνω ήταν και η πρόρρηση, που έκανε για τον άγιο αυτήν την εποχή και ο μέγας γέροντας Ιωάννης ο Σαββαΐτης, που ασκήτευε στην έρημο του Γουδά. Η πρόρρηση όμως αυτή έγινε κατά τρόπο πιο παραστατικό. Ό­ταν, δηλαδή έφθασαν στο ασκητήριό του ο γέρο­ντας Μαρτύριος και ο άγιος, ο γέροντας Ιωάν­νης, που είχε την εποχή εκείνη φήμη θαυματουρ­γού, σηκώθηκε επάνω και, παίρνοντας στα χέρια του μία λεκάνη με νερό, ένιψε τα πόδια του α­γίου και φίλησε τα χέρια του, χωρίς να κάνει το ίδιο και στο γέροντα Μαρτύριο. Η συμπεριφορά αυτή σκανδάλισε, όπως ήταν επόμενο, το νεαρό υποτακτικό του, που απορρημένος ρώτησε το γέ­ροντά του, γιατί φέρθηκε διαφορετικά απέναντι των δύο εκείνων επισκεπτών του.
«Πίστευσον, τέκνον», του αποκρίθηκε τότε ο μέγας εκείνος γέροντας, «εγώ, τις έστιν ο παις, ουκ οίδα. αλλ' εγώ ηγούμενον του Σινά εδεξάμην και τους πόδας του ηγουμένου ένιψα».

Η ζωή του στην έρημο
Ύστερα από δεκαεννιά χρόνια κοινοβιακής ζωής στο μεγάλο μοναστήρι του Σινά, ο γέροντας του αγίου Μαρτύριος παρέδωσε κάποια στιγμή την ψυχή του στο Θεό, αφήνοντας πίσω του έναν αντάξιο διάδοχό του. Ο θάνατος όμως αυτός ήταν οριακός για την πιο πέρα πορεία του ίδιου του αγίου, που στο μεταξύ είχε χειροτονη­θεί διάκονος και ιερέας για τις ανάγκες του μο­ναστηριού τους, γιατί αποφάσισε να ζήσει στο εξής στην έρημο, σαν αναχωρητής ή ερημίτης. Για το θέμα βέβαια αυτό είχε πάρει ήδη τη συ­γκατάθεση και του γέροντά του Μαρτυρίου, πριν από την κοίμησή του. Γι' αυτό ύστερα από αυ­τήν, πήρε, χωρίς δυσκολία, την ευλογία και από άλλους γέροντες του μεγάλου μοναστηριού τους και μάλιστα από τον ηγούμενο και από το φημι­σμένο για την αγιότητά του γέροντα της περιο­χής τους Γεώργιο τον Αρσελαΐτη και έτσι προ­χώρησε «επί το της ησυχίας στάδιον», έχοντας στα χέρια του, σαν όπλα πνευματικά "προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων", τας του μεγάλου (γέροντος) ευχάς.
Πριν, όμως, από την αναχώρησή του αυτή έ­κανε μία προσκυνηματική περιοδεία, ως ιερέας πλέον, στα μεγάλα μοναστικά κέντρα και ερημητήρια της Σκήτης και των Ταβεννών, για να συμβουλευθεί και άλλους γέροντες για τη νέα ζωή που σκόπευε να αρχίσει, συλλέγοντας ταυτόχρο­να, σαν τη φιλόπονη μέλισσα, το πνευματικό νέ­κταρ της θεοφώτιστης διδασκαλίας τους. Ό,τι καλό μάλιστα έβλεπε, το σημείωνε στα δελτάριά του, για να το χρησιμοποιήσει αργότερα στη συγγραφή της περίφημης Κλίμακας. «Εγώ δε πάντων ακηκοώς», σημειώνει σε μία τέτοια περί­σταση για την ταπείνωση, «και εν εαυτώ ταύτα επεσκεμμένως τε και νηφόντως βεβασανικώς την μακαρίαν εκείνης αίσθησιν (δηλαδή, της ταπεί­νωσης) δι' ακοής μανθάνειν ου δεδύνημαι».
Ύστερα δε από την περιοδεία εκείνη, κατά την οποία απέκτησε ήδη τη φήμη μεγάλου ασκη­τού και διακριτικού πρεσβυτέρου, ο άγιος κατέ­φυγε, στην ηλικία των 35 περίπου ετών, στην ε­ρημική τοποθεσία Θολάς, που, κατά το βιογράφο του, απείχε πέντε περίπου σημεία από το μεγάλο κοινόβιο, δηλαδή δύο ώρες πορείας, για να βρει την ποθητή σ' αυτόν ησυχία, προχωρώντας στο εξής σε μεγαλύτερα πνευματικά αθλήματα. Φθά­νοντας εκεί ο άγιος βρήκε ένα φυσικό σπήλαιο, που σχηματίσθηκε με την πτώση δύο πελώριων γρανίτινων βράχων, και το διασκεύασε σε κελλί για την εγκατοίκηση και την άσκησή του. Στο σπήλαιο ακριβώς αυτό, που διαμορφώθηκε σήμε­ρα σε εκκλησάκι προς τιμήν του, ο άγιος έζησε για σαράντα ολόκληρα χρόνια «ανολιγώρως», δηλαδή, «διακαεί έρωτι και πυρί πυρπολούμενος αεί». «Ο δε πας δρόμος», σημειώνει γι' αυτόν ο βιογράφος του, «προσευχή αέναος και προς Θεόν έρως ανείκαστος». Ολόκληρη, δηλαδή η ερημητική ζωή του δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο, παρά μία διαρκής και ολόθερμη προσευχή προς το Θεό, τον Οποίο έβλεπε ακα­τάπαυστα με τα μάτια της ψυχής του, μη χορταί­νοντας από τη θέα αυτή ποτέ.
Εκτός από την αδιάλειπτη προσευχή όμως, ο άγιος είχε, σαν όπλο του πνευματικό, και την ακατάπαυστη μελέτη των θεόπνευστων βιβλίων της Αγίας Γραφής και των θεοφώτιστων συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων, με την οποία ε­ξουδετέρωνε το πάθος της ακηδίας. Η μελέτη μάλιστα αυτή δε γινόταν επιπόλαια, αλλά με σύ­στημα και επιμονή, εφόσον σημείωνε ταυτόχρο­να με την εργασία της αδιάλειπτης προσευχής τα σπουδαιότερα χωρία από τα έργα που μελετούσε σε ειδικά δελτάρια. «Πλείστα τε προ του ύπνου ηύχετο», σημειώνει ο βιογράφος του, «και δελ­τία κατέττατε. τούτο γαρ ην αυτώ ακηδίας... φίμωτρον».

Θαύματα του αγίου
Στην περίοδο της άσκησής του αυτής, όπως επίσης και στην περίοδο της ηγουμενίας του, αναφέρονται από το βιογράφο του αγίου και κά­ποια θαύματα, που πραγματοποίησε με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου. Τα αναφερόμε­να θαύματα ήταν τα εξής:
1) Η σωτηρία του μαθητού του Μωυσή από τον κίνδυνο.
Κατά τη μαρτυρία του Δανιήλ του Ραϊθηνού, ο Μωυσής αυτός ήταν ένας νέος, που αγαπούσε ιδιαίτερα τον μονήρη βίο. Γι' αυτό παρακάλεσε μία ημέρα τον άγιο να τον κρατήσει κοντά του, ώστε να οδηγηθεί με τις συμβουλές και την κα­θοδήγησή του «προς την όντως φιλοσοφίαν». Ο άγιος βέβαια στην αρχή δεν ήθελε να τον κρατή­σει κοντά του, γνωρίζοντας τις δυσκολίες της ερημητικής ζωής. Εκείνος όμως επέμενε, βάζο­ντας για την επιτυχία του σκοπού του και μεσί­τες από το μεγάλο ίσως μοναστήρι. Για το λόγο αυτό ο άγιος φάνηκε τελικά υποχωρητικός, κρα­τώντας το Μωυσή κοντά του. Ζήτησε όμως από αυτόν προκαταβολικά να κάνει υπακοή «εν παντί», ενώ εκείνος δέχθηκε παρευθύς όλους τους όρους του αγίου. Ύστερα δε από τη συμφωνία ε­κείνη, ο άγιος έστειλε μία ημέρα τον υποτακτικό του αυτόν να μεταφέρει λίγο χώμα εκλεκτό για τις λαχανίδες του κήπου τους. Στο πρόσταγμα ε­κείνο ο αποφασισμένος για την υπακοή Μωυσής πειθάρχησε παρευθύς προσπαθώντας να φέρει σε πέρας το έργο, που του είχε αναθέσει ο γέροντάς του άοκνα. Παρά την προθυμία όμως, με την ο­ποία άρχισε την εργασία εκείνη, όταν έφθασε το μεσημέρι, κουράσθηκε, γιατί ήταν ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού και η ζέστη πάρα πολύ μεγάλη. Έτσι κάθησε να ξεκουρασθεί στη σκιά κάποιου πελώριου βράχου, που ήταν εκεί κοντά, χωρίς να προσέξει, ότι ήταν έτοιμος να καταπέ­σει. Καθώς μάλιστα ξεκουραζόταν αμέριμνος, α­ποκοιμήθηκε. Την ώρα ακριβώς εκείνη ο άγιος βρισκόταν στο κελλί του και προσευχόταν, χω­ρίς όμως να ξεχνά βέβαια και το νεαρό υποτακτι­κό του. Σε κάποια στιγμή όμως καταλήφθηκε και αυτός από έναν ύπνο λεπτότατο, εξαιτίας προφα­νώς της μεγάλης ζέστης του καλοκαιριού. Στον ύπνο του ακριβώς αυτόν ένιωσε κάποια στιγμή να τον σκουντά ένας άνδρας ιεροπρεπής και επι­τιμητικά να του λέγει: -«Πώς αμερίμνως υπνείς, ο δε Μωυσής εν κινδύνω διατελεί;». Πώς μπο­ρείς, δηλαδή, να κοιμάσαι, Ιωάννη, τη στιγμή που ο υποτακτικός σου Μωυσής βρίσκεται σε με­γάλο κίνδυνο;
Στο άκουσμα των λόγων εκείνων ο άγιος ανα­πήδησε και επιδόθηκε πάραυτα με όλη τη θέρμη και το ζήλο της καρδιάς του σε μία απεγνωσμένη προσευχή για τη σωτηρία του μαθητού. Η προσευχή αυτή έκανε τότε το θαύμα της, γιατί ο Μωυσής άκουσε μέσα στο βαθύ ύπνο του τον γέρο­ντά του να τον φωνάζει και, ξυπνώντας, έσπευσε παρευθύς προς το μέρος του. Μόλις έκανε όμως κάποια βήματα, ο τεράστιος λίθος, κάτω από τον οποίο ήταν ξαπλωμένος, κατέπεσε, αφήνοντας εμβρόντητο το Μωυσή, που έσπευσε να διηγηθεί στο γέροντά του τα όσα διέτρεξαν. Στο άκουσμα των πιο πάνω ο «ταπεινόνους» γέροντας δόξαζε τότε «κρυφίαις βοαίς και βίαις αγάπης» τον πα­ντοδύναμο Κύριο, που άκουσε την προσευχή του και έσωσε το νεαρό εκείνο και υπάκουο υποτα­κτικό (ΡG. 88, 604ΑΒ).
2) Η απελευθέρωση του Ισαάκιου από το σαρκικό πάθος.
Ένα δεύτερο θαύμα του αγίου αναφέρεται στην απελευθέρωση του αναχωρητού Ισαάκιου α­πό το δαίμονα της φιλοσαρκίας. Μία ημέρα ο Ισαάκιος που δοκιμαζόταν από ένα πολύ δυνατό σαρ­κικό πειρασμό, καταλήφθηκε από θλίψη μεγάλη και αθυμία. Για το λόγο αυτό ήρθε τρέχοντας προς τον άγιο, στον οποίο φανέρωσε με δάκρυα πολλά και με αναστεναγμούς της καρδιάς του τον πόλε­μο, που εσωτερικά δοκίμαζε. Στο άκουσμα των λόγων του Ισαάκιου ο άγιος συγκινήθηκε πολύ, θαυμάζοντας για τη μεγάλη πίστη και την ταπείνωσή του και είπε: -Έλα, αδελφέ μου, να προσευχηθού­με μαζί και ο αγαθός και ευσπλαχνικός Κύριος δε θα παραβλέψει τη δέησή μας. Πριν όμως τε­λειώσουν την προσευχή τους εκείνη, ο πολυεύσπλαχνος Κύριος ικανοποίησε το αίτημα του πι­στού δούλου Του, απομακρύνοντας το δαιμόνιο του σαρκικού πάθους από τον Ισαάκιο. Για το λό­γο αυτό ο Ισαάκιος, που ένιωθε πια τον εαυτό του θεραπευμένο και «άνοσο», δόξαζε, γεμάτος έκσταση και συντριβή, το μεγαλοδύναμο Θεό, ευχαρι­στώντας όμως ταυτόχρονα από τα βάθη της καρ­διάς του και τον δοξασθέντα άγιο. (ΡG. 88, 604C).
3) H βροχή στην περίοδο της ανομβρίας.
Ένα τρίτο θαύμα του αγίου Ιωάννη έγινε, κατά το βιογράφο του, στα χρόνια που είχε γίνει ηγούμενος στο μεγάλο μοναστήρι. Κατά την πε­ρίοδο αυτή της ηγουμενίας του, οι κάτοικοι της γύρω από το μοναστήρι περιοχής έσπευσαν, ε­ξαιτίας της ανομβρίας που επικρατούσε στον τό­πο τους, προς τον άγιο και τον παρακάλεσαν να προσευχηθεί για τη λύση του αυχμού. Ακούγο­ντας το αίτημά τους εκείνο ο άγιος προσευχήθη­κε πράγματι για τη λύση της ανομβρίας και έτσι «κατηνέχθη υετός», βεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά ότι «θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιή­σει ο Κύριος και της δεήσεως αυτών εισακούσεται». Εκτός από τα πιο πάνω όμως ο άγιος πραγ­ματοποίησε και πολλά άλλα, για τα οποία όμως ο ίδιος δεν έκανε φανερά λόγο.
Η εκλογή του σε ηγούμενο του μεγάλου μοναστη­ριού και η εφεξής δράση του
Η μεγάλη φήμη της αγίας ζωής και της μόρ­φωσης του αγίου συνετέλεσαν, ώστε να εκλεγεί, υστέρα από σαράντα χρόνια αυστηρότατης α­σκητικής ζωής στην έρημο, σε ηλικία περίπου εβδομήντα πέντε (75) ετών, ηγούμενος του μεγά­λου μοναστηριού του Σινά. Για την εκλογή του αυτή βέβαια ο ίδιος ο άγιος, που αγαπούσε ιδιαί­τερα τη ζωή της ησυχίας, έφερνε αρχικά πολλές αντιρρήσεις. Οι Πατέρες, όμως, του μεγάλου μο­ναστηριού μεταχειρίσθηκαν στην περίσταση ε­κείνη κάποια μορφή βίας πνευματικής, ώστε να τον εξαναγκάσουν τελικά να δεχθεί το αίτημά τους. «Είτα», σημειώνει ο βιογράφος του, «αγά­μενοι πάντες τα πάντα αυτού κατορθώματα, ως νεοφανή τινα Μωσέα βία επί την των αδελφών η­γεμονίαν ανεβίβασαν επί της αρχικής λυχνίας τον λύχνον» (Βίος, Μ. 88, 605Α).
Στην προτίμησή τους βέβαια αυτή οι αδελφοί της μονής δε διαψεύσθηκαν από τον άγιο, που φρόντιζε να τους στηρίζει «τω λόγω της χάριτος πλουσίως», μεταχειριζόμενος καθημερινά «τα της διδασκαλίας νάματα αφθόνως και δαψιλώς» για την πνευματική ωφέλεια όχι μονάχα των ί­διων των μοναχών, αλλά και των πολυάριθμων ε­πισκεπτών του μοναστηριού τους. Οι διδασκα­λίες αυτές του αγίου, που γίνονταν κατά τρόπο συστηματικό και σε καθημερινή βάση στο μεγά­λο μοναστήρι τους, ήταν τόσο βαθειές, ώστε να ενσταλάζουν σαν μέλι ουράνιο στις ψυχές. Για το λόγο αυτό αναφέρεται από το βιογράφο του ό­τι στην πραγματικότητα δε μιλούσε κατά τις ώ­ρες εκείνες ο άγιος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, εφόσον «ήνοιγε στόμα» και «είλκυε Πνεύμα».
Με τις θεοφώτιστες αυτές διδαχές, αλλά και τους ανεξάντλητους ταυτόχρονα κόπους της αγά­πης του ο άγιος γινόταν καθημερινά πατέρας και θεραπευτής όχι μονάχα για τους αφανείς μώλω­πες τής ψυχής, που του εξαγορεύονταν κατά την ιερή εξομολόγηση, αλλά σε ωρισμένες περιπτώ­σεις και των ανιάτων ασθενειών του σώματος με το θαυματουργικό χάρισμά του. Τα θαύματα α­κριβώς αυτά, και γενικότερα η απέραντη αγάπη του συνετέλεσαν, ώστε πολλοί άνθρωποι να καταφεύγουν σ' αυτόν όχι μονάχα από τα κοντινά μέρη, αλλά και από τα μακρυνότερα, για να τον συμβουλευθούν, βρίσκοντας πάντοτε κάποια σο­φή λύση στα προβλήματά τους και φεύγοντας α­πό κοντά του ενισχυμένοι για τους αγώνες τους.
Κάποιοι από εκείνους που τον θαύμαζαν ό­μως δεν εύρισκαν πάντοτε ευκαιρία να τον επισκεφθούν στο μοναστήρι του και γι' αυτό του έ­γραφαν επιστολές, ζητώντας από αυτόν κάποια απάντηση στις απορίες τους ή και κάποια ακόμη από τα συγγράμματά του. Ένας ακριβώς από τους ανθρώπους αυτούς ήταν και ο συνώνυμός του Ιωάννης ο Ραϊθηνός, ο ηγούμενος της μονής της Ραϊθούς, της ευρισκόμενης 30 περίπου χιλιό­μετρα Ν.Δ. από το μοναστήρι του αγίου, που ζή­τησε με επιστολή του από τον άγιο τους λόγους της Κλίμακας, την οποία με την πάροδο του χρό­νου είχε κατασκευάσει. Στο αίτημά του εκείνο ο άγιος αποφάσισε τότε να κάνει υπακοή, στέλνο­ντας στον επιστολογράφο του την Κλίμακα και ταυτόχρονα μία επιστολή, στην οποία χαρακτή­ριζε τον εαυτό του ως «ου σοφόν αρχιτέκτονα» και τα γραφόμενά του ως «ατελή αληθώς και πά­σης αγνωσίας και ιδιωτείας ανάμεστα», ενώ ταυ­τόχρονα χαρακτήριζε ως κράτιστο των διδασκά­λων τον ίδιο τον επιστολογράφο του. «Ημείς γαρ», έλεγε χαρακτηριστικά, φανερώνοντας την ταπεινοφροσύνη του, «εν τη των μαθητευομένων τάξει έτι καθεστήκαμεν. αλλ' επειδή περ οι καθ' ημάς θεοφόροι και της όντως γνώσεως μύσται τούτο υπακοήν ορίζονται, το εν τοις υπέρ δύναμιν αδιακρίτως τοις προστάττουσι πείθεσθαι, ι­δού τα καθ' εαυτούς παριδόντες ευσεβώς, εν τοις υπέρ εαυτούς τολμηρώς την εγχείρησιν (του έρ­γου αυτού) πεποιήμεθα» (Κλίμαξ, έκδ. Αστέρος, Αθήναι 1970, σ. 11).
Η αναχώρησή του από το μεγάλο μοναστήρι και το τέλος του
Οι κόποι της ηγουμενίας όμως, που ήταν ο­πωσδήποτε πάρα πολλοί, φαίνεται ότι κούρασαν σύντομα το μεγάλο εκείνο ησυχαστή, που δεν ξε­χνούσε ποτέ το κελλί της ησυχίας του. Γι' αυτό, ύστερα από τέσσερα περίπου χρόνια ηγουμενίας, άφησε την ευθύνη του μεγάλου μοναστηριού στα χέρια του αδελφού του Γεωργίου, για να αποσυρ­θεί στο ησυχαστικό κελλί του, προαισθανόμενος πιθανότατα το τέλος του, που πλησίαζε.
Πώς έζησε βέβαια στην ησυχία του κατά την περίοδο αυτή ο άγιος, δεν είναι γνωστό. Ένα μο­νάχα γνωρίζουμε από το βιογράφο του, το τι έγινε κατά τις τελευταίες του στιγμές. Κατά τις στιγμές αυτές βρέθηκε κοντά του ο θαυμαστός α­δελφός του Γεώργιος, που, κλαίγοντας, έλεγε, κατά το βιογράφο του, τα πιο κάτω:
-«Ιδού αφίεις με και υπάγεις; εγώ ηυχόμην, ίνα συ με προπέμψης. ουδέ γαρ ειμί ικανός εκτός σου ποιμάναι την συνοδίαν, ω Κύριέ μου, μάλ­λον δε εγώ σε προπέμπω». Με αφήνεις, δηλαδή, και φεύγεις; Εγώ ευχόμουν καθημερινά, ώστε συ να με κατευοδώσεις με τις ευχές σου στο μεγάλο ταξίδι, γιατί δε νιώθω δυνατός στη διακυβέρνη­ση των αδελφών, χωρίς τη συμπαράστασή σου! Ακούγοντας τα πιο πάνω, ο άγιος προσπάθησε τότε να παρηγορήσει τον κατά σάρκα και κατά πνεύμα εκείνον αδελφό, λέγοντας τα πιο κάτω:
-«Μη λυπού, μηδέ μερίμνα. εάν γaρ εύρω παρρησίαν προς Κύριον, ου μη σε εάσω τελειώσαι ενιαυτόν όπισθέν μου». Μην ανησυχείς, δη­λαδή, αδελφέ μου, και μην έχεις αγωνιώδη μέρι­μνα μέσα σου για τα πιο κάτω. Ένα σου λέγω μονάχα πριν πεθάνω, ότι, εάν εύρω παρρησία κο­ντά στο Θεό, δε θα αφήσω να περάσεις ένα χρό­νο ολόκληρο μονάχος σου ύστερα από το θάνατό μου, αλλά θα παρακαλέσω το Θεό να σε πάρει κοντά Του μετά από μένα. Τα πιο πάνω λόγια του αγίου, κατά το βιογράφο του, εκπληρώθηκαν κατά το τελευταίο μέρος τους πολύ σύντομα. Δεν πέρασε, χρόνος ολόκληρος και ο αδελφός του Γεώργιος «εντός δέκα μηνών απήλθε και αυτός προς Κύριον». Από το θάνατο αυτό φαίνεται, κα­τά την κοινή λογική, ότι ο άγιος βρήκε παρρη­σία στο Θεό και γι' αυτό ζήτησε και πήρε και τον αδελφό του κοντά του.
Η κοίμηση του αγίου, κατά τις Διηγήσεις Α­ναστασίου Β' του Διηγηματογράφου, συνέβηκε «ταις παρελθούσαις ταύταις του Χειμώνος ημέραις», δηλαδή λίγες ημέρες μετά το Χειμώνα της χρονιάς εκείνης. Δίκαια η Εκκλησία μας γιορτά­ζει τη μνήμη της κοιμήσεως του στις 30 Μαρ­τίου. Ένα μονάχα πρέπει να τονίσουμε στο ση­μείο αυτό, το ότι, δηλαδή, ο άγιος εκοιμήθη «ωραϊσμένος ταις αρεταίς» και για τούτο, κατά τον υμνογράφο Ιγνάτιο, «εις νυμφώνα της αρρήτου δόξης συνεισήλθε».

* * *

*  Ο ασεβής άνθρωπος είναι μία ύπαρξη λογι­κή και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει την Ζωή, και τον Δημιουργό της, που υπάρχει αιώνια και που τον θεωρεί ως ανύπαρκτο!
*   Παράνομος είναι αυτός που με την κακή σκέψη του διαστρέφει το νόμο του Θεού, και που νομίζει ότι πιστεύει, ενώ έχει επιθυμίες και αντι­λήψεις αντίθετες προς τον Θεό.
*  Χριστιανός είναι αυτός που μιμείται τον Χριστό, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, και στα λόγια, και στα έργα και στην σκέψη. Πιστεύει δε σωστά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα.
*  Θεοφιλής είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα φυσικά δώρα του Θεού, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του τίποτε το εφάμαρτο, ενώ συγχρό­νως δεν αμελεί να επιτελεί το αγαθό, κατά τις δυνάμεις του.
*  Εγκρατής είναι αυτός που ζει μέσα στους πειρασμούς και τις παγίδες και τους θορύβους του κόσμου, και αγωνίζεται με όλη του τη δύνα­μη να μιμηθεί την ζωή εκείνων που είναι απαλ­λαγμένοι από τους θορύβους του κόσμου.
*  Μοναχός είναι ο ολόψυχα αφοσιωμένος μό­νο στις εντολές του Θεού και στο λόγο Του και τις εφαρμόζει πάντοτε... Η ζωή του είναι μπολια­σμένη στην Θεανθρώπινη ζωή του Κυρίου... Μο­ναχός σημαίνει εξαγνισμένο σώμα και καθαρό στόμα και φωτισμένος νους.
Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου
*  Πένθος για το Θεό είναι το νάνε σκυθρωπή η ψυχή, κι' η καρδιά να ποθεί να πικραίνεται και να αποζητά ολοένα αυτό που διψά, κ' επειδή δεν το βρίσκει, να το κυνηγά με πόνο και να τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας απαρηγόρητα.
*  Βάστα καλά τη μακάρια χαρμολύπη της οσίας κατάνυξης, και μην πάψεις να την εργάζε­σαι μέσα σου, ώσπου να σε κάνει να υψωθείς α­πό τούτον τον κόσμον και να σε παραστήσει καθαρόν στο Χριστό.
*  Όποιος πορεύεται με θλίψη αδιάκοπη, αυ­τός δεν παύει να γιορτάζει ακατάπαυστα, κι' ό­ποιος ολοένα διασκεδάζει, ετούτος μέλλεται να απολάψει θλίψη αιώνια.
*  Γίνε σαν Βασιλιάς μέσα στην καρδιά σου, υψηλός με ταπείνωση καθισμένος, και προστάζο­ντας στο γέλοιο: φεύγα και φεύγει και στο γλυκό το κλάμα: έλα, κι' έρχεται και στο κορμί μας, πούνε σκλάβος και τύραννος: κάνε τούτο και το κάνει.
*   Ακτημοσύνη, ήγουν ολότελη φτώχεια, εί­ναι το να αποθέση ο άνθρωπος κάθε φροντίδα από πάνω του, να γίνη οδοιπόρος δίχως μπόδια. Ξένος από λύπη.Ακτημοσύνη είναι η πίστη στις εντολές του Κυρίου.
* Ευθύτητα είναι η απεριέργη έννοια. Ανό­θευτο ήθος. Άπλαστος λόγος κι απροκατασκεύαστος. Όπως λέγεται ο Θεός αγάπη, έτσι λέγεται και ευθύτητα. Για τούτο ο σοφός στα ποιήματα Σολομώντας λέγει στην καθαρή καρδιά: «Ευθύτης ηγάπησέ με». Και ο πατέρας του Δαυΐδ λέ­γει: «χρηστός και ευθύς ο Κύριος».
(Απόδοση αειμνήστου Φωτίου Κόντογλου)

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΙΤΣΙΛΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»



Ολίγα περί του Αγίου Θεωνά , του οποίου η μνήμη τιμάται μεν την 4η Απριλίου , αλλά στη Θεσσαλονίκη τιμάται και την Δ' Κυριακή των Νηστειών 

Ο Άγιος Θεωνάς εγεννήθη στις αρχές του 15ου αιώνος. Π οιά ήταν η πατρίδα του δεν γνωρίζουμε. Σύμφωνα με παραδόσεις που έχουν διασωθή, ωνομάζετο Λέσβιος, η διότι εγεννήθη εις την Λέσβον η διότι παρέμεινεν εις την Λέσβον ως πνευματικός στις αρχές της πνευματικής του ζωής. Για τους γονείς του δεν έχει διασωθή κανένα στοιχείο. Επειδή όμως προσφέρανε στον Θεωνά αγωγή με βαθιά θρησκευτική ευλάβεια, συμπεραίνουμε

ότι ήσαν άνθρωποι με πίστι και πνευματικότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Θεωνάς σε νεαρή ηλικία εκάρη μοναχός και έγινε εφημέριος στην Σκήτη του Αγίου Ονουφρίου της Ιεράς Μονής Ιβήρων εις το Άγιον Όρος.

Για να συνθέσουμε το μικρό αυτό βιβλιαράκι, χρειάστηκαν στοιχεία που να αποτελούν σωστή αφετηρία και έγκυρες πηγές του βίου και της πολιτείας του Αγίου Θεωνά, και δόξα τω Θεώ, τα στοιχεία αυτά τα βρήκαμε στην Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια (τόμος 6ος), που είναι πηγή πολλών πληροφοριών. Επίσης πολλά στοιχεία βρήκαμε στον Βίο του Αγίου Ιακώβου του Νέου, ο οποίος άσκήτεψε εις το Όρος Άθω, άνωθεν της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, εκεί πού σήμερα είναι η σκήτη του Τιμίου Προδρόμου.
Τον βίο του οσιομάρτυρος Ιακώβου, που όπως θα δούμε στην συνέχεια ασκήτεψε στο χωριό μου, Ανάληψιν Αιτωλοακαρνανίας εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, τον περιέλαβε στο Νέον Μαρτυρολόγιόν του ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (α’ έκδοσις 1794) χωρίς την ακολουθία. Το 1894 ο διδάσκαλος Δημ. Λουκόπουλος από το Θέρμον Αιτωλοακαρνανίας εξέδωσε τον βίο μαζί με την ακολουθία και αφιέρωσε την έκδοσι στον Βάσιο Βασιλόπουλο τον τότε Δήμαρχο Παμφίας της Αιτωλοακαρνανίας. Τα στοιχεία τα αντέγραψε από ένα χειρόγραφον, το οποίον αφηρέθη εκ της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου κατά την διάλυσιν αυτής επί Όθωνος.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και η έκδοσις εξηντλήθη. Ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, πνευματικός μου πατέρας και θείος μου εξ αίματος, για να μην περιπέση εις τελείαν αφάνειαν μία τέτοια εθνικοθρησκευτική προσωπικότης, προέβη σε νέα έκδοσι, η οποία κυκλοφορεί από τον Ορθόδοξο Τύπο. Ο αείμνηστος π. Χαράλαμπος για τα στοιχεία γράφει τα εξής: Έυτυχώς εύρομεν εν αντίτυπον της εκδόσεως του Δημητρίου Λουκοπούλου. Εχωρίσαμεν το κείμενον εις κεφάλαια και παραγράφους, επεφέραμεν τας αναγκαίας διορθώσεις και το εξεδώσαμεν τω 1952».

Οι συγγραφείς του βίου του οσιομάρτυρος Αγίου Ιακώβου του Νέου δεν αναφέρουν μόνον στοιχεία για τον Άγιον Θεωνά, αλλά και πολλές πληροφορίες για το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που στα χρόνια της σκλαβιάς υπό των Τούρκων είχε γίνει καταφύγιο πολλών Μοναχών και κατατρεγμένων Χριστιανών. Εκεί η ζεστή αγκαλιά του Προδρόμου χώρεσε και προστάτεψε τους εναπομείναντες ήρωες από την έξοδο του Μεσολογγίου. Το μοναστήρι αυτό υπήρξε ένα απ’ τα μεγαλύτερα εθνικοθρησκευτικά ορόσημα στην πορεία της πολυκύμαντης ζωής των σκλαβωμένων Ελλήνων, και αυτή είναι μια ανυπολόγιστη προσφορά, πού με κάθε ευκαιρία πρέπει να την μαθαίνουν οι νεώτερες γενιές.
Ο Μεγάλος Θεός για να ενίσχυση το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που εκείνη την εποχή είχε 50 μοναχούς, έστειλε δύο αγίους ανθρώπους• τον μεγάλον ασκητήν Άγιον Ιάκωβον και τον μαθητήν αυτού Άγιον Θεωνάν, πού ακολούθησε πιστά τον δάσκαλό του και μετέδωσε τα διδάγματά του παντού όπου και αν πέρασε.
Η ασκητική ζωή του Αγίου Θεωνά.
Ο Άγιος Θεωνάς, όπως προείπαμε, ασκήτευε στο Άγιον Όρος στην Ι. Μονήν Ιβήρων. Επειδή όμως αγαπούσε πολύ την ασκητική ζωή, έπαιρνε μαζί του λίγα τρόφιμα και πήγαινε έκτος της Μονής να ήσυχάση και να προσευχηθή με ηρεμία στον μόνον αληθινό Θεό. Ο ασκητικώτατος Άγιος Θεωνάς, πιστός στην παράδοσι της Εκκλησίας μας, τηρούσε τον κανόνα αυτόν και προσηύχετο για όλους. Προσηύχετο για το σκλαβωμένο Έθνος, πού ασφυκτιούσε κάτω από τον ζυγό των Τούρκων, προσηύχετο όμως και για τον εαυτό του, πού τον είχε αφιερώσει ολοκληρωτικά στον μόνο αληθινό Θεό. Κάθε μέρα και κάθε νύχτα ριχνόταν στον πνευματικόν αγώνα και βίωνε το έλεος και την προστασίαν του Κυρίου, πού πλούσια του την παρείχε και τον ωδηγούσε στην τελειότητα, στο αποκορύφωμα της ασκητικής του πορείας με οδηγό και σύμμαχο τον ίδιο τον Χριστό. Κοινωνούσε δε συχνά των αχράντων Μυστηρίων, πού τον στήριζαν στα σκληρά παλαίσματά του και κατά των παθών και των δαιμόνων.
Η γνωριμία με τον Άγιο Ιάκωβο.
Κατά την διάρκεια της ησυχαστικής του ζωής στο Άγιον Όρος, γνώρισε τον Άγιο Ιάκωβο, τον οποίον εθαύμασε για την σκληρή ασκητικήν του ζωή, αλλά και για τα θεόπνευστα και λόγια χαρίσματα με τα οποία ήτο προικισμένος. Με πολλές προσευχές στον Θεό και πολλές παρακλήσεις στον Άγιον Ιάκωβο κατάφερε και έγινε μαθητής του και βίωνε μαζί του μια ζωή αγνή, όπως την ήθελε ο Θεός.
Κοντά στον ξεχωριστό αυτόν Άγιο γνώρισε πολλά και άγια μυστικά και κάθε μέρα όλο και πιο πολύ προσέγγιζε την πνευματικήν τελειότητα πού εδιδάσκετο με το παράδειγμα εκείνου, πού από την αγιότητά του είχε αποκτήσει προφητικά χαρίσματα. Έτσι λοιπόν η ζωή του έγινε κανών νηστείας και προσευχής. Νέκρωσε τελείως τον εαυτό του και υπετάχθη στον πνευματικόν του πατέρα Άγιον Ιάκωβο.
Στην Ιεράν Μονήν του Τιμίου Προδρόμου εις το χωρίον Ανάληψιν (Δερβέκιστα) Αιτωλοακαρνανίας.
Κάποια μέρα ο Άγιος Ιάκωβος είπε στους μαθητάς του ότι, κατά θείαν αποκάλυψιν, πρέπει να μεταβή εις την Αιτωλοακαρνανίαν, εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, για να εργασθή εκεί για την δόξα του Θεού. Και ο Άγιος Θεωνάς δέχτηκε με πολλήν χαράν να τον ακολουθήση, όπως και έγινε. Όταν φθάσανε στην Ναύπακτο, βλέπανε και οι δύο κάθε νύχτα πάνω από την Ιερά Μονή του Αγίου Προδρόμου διάχυτο φως λαμπρότατον, και έτσι εντόπισαν το μέρος εις το οποίον έπρεπε να πάνε. Το φως αυτό το βλέπανε και οι μοναχοί του μοναστηριού, αλλά και οι άλλοι κάτοικοι πού ήσαν κοντά στο μοναστήρι, και εθαύμαζαν και περίμεναν να γίνει κάτι καλό.
Μετά από τρεις ημέρες, με οδηγό το φως, οι Άγιοι φθάσανε στο μοναστήρι και οι μοναχοί τους δέχθηκαν με αγάπη και ενθουσιασμό, γιατί από το φως και μόνο πού είδαν καταλάβανε ότι επρόκειτο για πνευματικούς ανθρώπους σταλμένους από τον Θεό.
Ο Άγιος Ιάκωβος αφού γνώρισε τους μοναχούς έναν έναν, έδωσε την ευλογίαν του, απεσύρθη σε ένα βραχώδες μέρος και επεδόθη εις άσκησιν και σκληραγωγίαν παίρνοντας μαζί του μόνον ένα πρόσφορον. Το δε Σαββατοκύριακο ανέβαινε εις το μοναστήρι και κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων. Εδίδασκε τους μοναχούς, έτρωγε μαζί τους και έδιδε την ευλογίαν του εις όσους τον επεσκέπτοντο. Επειδή όμως και οι μοναχοί ζητούσαν να εξομολογηθούν, αλλά και πολλοί προσκυνητές πού ήρχοντο το Σαββατοκύριακο, απεφάσισε ο Άγιος Ιάκωβος και έστειλε τον πιστό του μαθητή Άγιον Θεωνά στην Άρτα στον τότε επίσκοπο Ακάκιο να ζητήση επίσημον άδειαν εξομολογήσεως. Ο Άγιος Θεωνάς πήρε μαζί του και τον ιερέα του χωριού π. Πέτρον και μαζί επισκέφθηκαν τον επίσκοπο, ο οποίος με πολλήν προθυμίαν έστειλε έγγραφον άδειαν, καθώς και μίαν οικονομικήν ευλογίαν για το μοναστήρι.
Κάθε Σαββατοκύριακο λοιπόν ο Άγιος Ιάκωβος εξωμολογούσε τους μοναχούς και τους προσκυνητάς, οι οποίοι άρχισαν να πολλαπλασιάζωνται, και όλοι ευχαριστούσαν τον Θεό για την μεγάλη δωρεά πού τους έστειλε, τον άγιο αυτόν άνθρωπο, απ’ τον οποίον παίρνανε πολύτιμες συμβουλές, αφού πρώτα εναποθέτανε εκεί τα προβλήματά  τους.
Ο δε Άγιος Θεωνάς ακούραστος παρείχε πάντα τις υπηρεσίες του εις τον Άγιον και αγωνιζόταν αδιάκοπα τον καλόν αγώνα με άκραν ταπείνωσιν. Η αγάπη του για τον άγιο Ιάκωβο και για όλους τους μοναχούς είχε γίνει μέσα του νόμος και κανόνας πίστεως. Χαιρόταν, γιατί έβλεπε το φως της πίστεως πάνω στα πρόσωπα όλων των μοναχών, οι οποίοι είχαν την δύναμι να προσφέρουν θυσία και ευχαριστία και σεβασμό πάνω στο έργο τους, στην φιλοξενία και σ’ όλα τα ιερά καθήκοντα. Πίστευε πώς για όλους υπήρχε η αγάπη και η πίστις, τόσο για το παρόν, όσο και για την αιώνια Βασιλεία των Ουρανών.
Η συμπαράστασις του Αγίου Θεωνά εις το μαρτύριον του Αγίου Ιακώβου.
Και ενώ ήσαν όλα τόσο αξιόλογα και οι ψαλμοί της ευχαριστίας ανέβαιναν με τόση αρμονία στον Ύψιστο, άνεμος συκοφαντίας φύσηξε, και μάλιστα από στόμα επισκόπου γεμάτο ψεύδος και κακία, με πένθιμη μορφή και αθλιότητα, και δημιούργησε κύματα τεράστια, πού σκέπασαν με ορμή τον Άγιο Ιάκωβο και όλο το μοναστήρι.
Ο επίσκοπος Ακάκιος της Άρτας, πού απλόχερα πριν από καιρό έδειξε την αγάπη του στους Αγίους εκείνους ανθρώπους, τώρα με συνεργό τον σατανά συκοφαντεί στους Τούρκους τον Άγιο, ότι στο μοναστήρι συγκεντρώνει πλήθος ανθρώπων, γράφει τα ονόματα τους στους καταλόγους του και ετοιμάζεται να συμμαχήση με άλλο βασίλειο.
Τότε το φονικό χέρι των Τούρκων συλλαμβάνει τον Άγιο και τον οδηγεί αλυσοδεμένον στα Τρίκκαλα της Θεσσαλίας, για να απολογηθή ενώπιον του Μπέη. Η απολογία του ήτο ειλικρινής ομολογία στην πίστι του Θεού, και ο Μπέης δεν πίστευσε τις συκοφαντίες, αλλά από υποχρέωσι και μόνον στο υπηρεσιακόν του καθήκον τον έκλεισε στην φυλακή.
Ο Άγιος ασκητής με την συμπαράστασι του ξεχωριστού του μαθητή Θεωνά περνούσε τις ώρες του στην φυλακή με γόνιμες συζητήσεις και προσευχές. Από την φυλακή μάλιστα έγραψε και επιστολή στους μοναχούς και τους έλεγε: «Παιδιά μου, ίσως για μένα αντήχηση το σάλπισμα των μαρτυρικών αγώνων και η αγάπη του Χριστού με καλέση κοντά του. Εσείς να υπακούετε στον παπα-Θεωνά! Σ’ αυτόν να λέγετε τους λογισμούς σας και μη χωρισθήτε απ’ αλλήλων, αλλά υπομείνατε τους διωγμούς και τις θλίψεις, ίνα η χάρις του Θεού και το έλεος η μεθ’ υμών. Αμήν».
Από τα Τρίκκαλα ο Μπέης με διαταγή του Τούρκου βασιλιά έστειλε τον Άγιο εις την Αδριανούπολιν, όπου και εμαρτύρησε μαζί με τους μαθητάς του ιεροδιάκονον Ιάκωβον και μοναχόν Διονύσιον ύστερα από πολλά απάνθρωπα βασανιστήρια την 1η Νοεμβρίου του 1520. Έτσι ο άγιος ασκητής αφού αγωνίσθηκε εναντίον του άρχοντος του σκότους, μαστιγώθηκε και θανατώθηκε. Έδωσε αίμα και έλαβε πνεύμα! Γεύθηκε την αγάπη του Χριστού. Καταφρόνησε τα εγκόσμια και θεώρησε τον θάνατον ως μετάβασιν «από ζωής εις ζωήν».
Ο Άγιος Θεωνάς ηγούμενος στην Ιεράν Μονή του Αγίου Προδρόμου εις την Ανάληψιν.
Μετά το μαρτύριον του Αγίου Ιακώβου ο Άγιος Θεωνάς συνέχισε το βαρύ έργο πού του άφησε εις την Ι. Μονήν του Προδρόμου, αλλά η καθημερινότητα κυλούσε τόσο αργά τώρα στο μοναστήρι, γιατί η στέρησις του πατρός Ιακώβου σκόρπισε μεγάλη θλίψι. Ο Άγιος Θεωνάς ως ηγούμενος ήταν αφωσιωμένος και ασκητικός κληρικός, με θάρρος και πάθος για την αλήθεια του Χριστού, με αυστηρή εθνική και εκκλησιαστική συνείδησι υπηρέτησε το μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου και προσπάθησε να σκορπίση την συννεφιασμένη κατάστασι και την σκιά πού είχε δημιουργηθή. Προσπάθησε να αμυνθή για το κύρος της εκκλησίας και του ασκητικού βίου, δυστυχώς όμως η άμυνα υπήρξε άκαρπη, γιατί και πάλι η κακία του επισκόπου της Άρτας δεν σταμάτησε. Έχοντας την εξουσία της εκκλησίας και την εύνοια των Τούρκων, χωρίς φόβο Θεού και χωρίς καμμιά δικαιολογία έδιωξε όλους τους μοναχούς απ’ το μοναστήρι και μάλιστα σε καιρό βαρυχειμωνιάς.
Η φιλοξενία του Αγίου Θεωνά και των μοναχών.
Ο μεγάλος Θεός όμως πού προστατεύει όλους τους ανθρώπους, προστάτευσε και τον Άγιο Θεωνά με τους μοναχούς του. Κάποιος ευσεβής άνθρωπος από την Ανάληψιν τους φιλοξένησε σε δική του εκκλησία, στον Άγιο Γεώργιο Μεγαλομάρτυρα, πού ακόμη σώζεται στα δυτικά του χωριού.
Ο ταπεινός αυτός άνθρωπος είπε στους μοναχούς: «Πηγαίνετε, πατέρες μου ευλογημένοι, εις την εκκλησίαν μου και καθίσετε εκεί όσο θέλετε, εγώ δε θα σας δίδω κάθε σωματικήν χρείαν πλουσιοπάροχα». Όλοι τους εδέχθηκαν την φιλοξενίαν αυτήν σαν δώρο πνευματικό και εδόξασαν τον Θεόν για την πλούσια προσφορά του ευλογημένου εκείνου ανθρώπου, πού το όνομά του δεν σώζεται. (Σώζεται όμως από παραδόσεις, απ’ ό,τι θυμάμαι, και συγκεκριμένα στην πατρική μου γειτονιά, ότι το κτήμα στο οποίον είναι κτισμένη η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ήταν απέραντο και υπήρχε και άλλη εκκλησία της Παναγίας, γι’ αυτό ακόμη η περιοχή αυτή λέγεται «Παναγιά». Λέγανε δε οι παλαιοί ότι κάθε βράδυ υπήρχε ένα φως πού μετεκινείτο από την μια εκκλησία στην άλλη.)
Μετάβασις εις Άγιον Όρος.
Και αφού πέρασε ο βαρύς χειμώνας, ευχαρίστησαν τον καλόν εκείνον άρχοντα και ανεχώρησαν εις το Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκαν εις την Μονήν Σίμωνος Πέτρας. Εκεί έμειναν δύο χρόνια και περνούσαν στενόχωρα από οικονομικής πλευράς, γιατί οι Αγαρηνοί είχαν λεηλατήσει τα πάντα. Ο Άγιος Θεωνάς όμως συνεχίζοντας τους ασκητικούς του αγώνες ανέβαινε κάθε μέρα όλο και πιο πολύ την νοητή κλίμακα του πνεύματος. Το απήχημα της ομολογίας του πνευματικού του πατέρα Άγιου Ιακώβου ενώπιον των Τούρκων, του έδιδε δύναμι να λατρεύη πιο πολύ τον Τριαδικό Θεό και με χαρά να υπομένη όλα τα βάσανα της ζωής.
Μετάβασις εις Γαλάτισταν.
Αναχωρεί λοιπόν από την Ιεράν Μονήν της Σιμωνόπετρας μαζί πάντα με τους μαθητάς του και φθάνει εις την Γαλάτισταν Χαλκιδικής. Εκεί επάνω στο βουνό ευρίσκετο ερειπωμένη η Ιερά Μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας. Το φυσικό περιβάλλον ήταν τόσο ήσυχο και ερημικό και κατάλληλο για πνευματικούς αγώνες. Η πλούσια βλάστησις έφερνε μια γαλήνη, πού χειραγωγούσε τις σκέψεις μετανοίας των ασκητών και τους έκανε να βρίσκωνται περισσότερον κοντά στον Θεό. Εκεί λοιπόν, σ’ αυτό το όμορφο περιβάλλον, πού έμοιαζε σαν παράδεισος του Θεού, απεφάσισε ο Άγιος Θεωνάς να κατοίκηση. Με πολλούς κόπους και προσωπική εργασία ο Άγιος και οι μοναχοί του ανακαίνισαν την Ιερά Μονή εκ βάθρων και με την βοήθεια του μεγάλου Θεού εγκαταστάθηκαν εκεί. Έτσι λοιπόν ο Άγιος Θεωνάς γίνεται δεύτερος κτίτωρ και ηγούμενος της Ιεράς Μονής της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας και ηγούμενος αυτής. Οι μονάχοι πολλαπλασιάζονται και ο Άγιος Θεωνάς σαν δάσκαλος πραγματικός δεν σταματούσε να τους διδάσκη με ευγένεια και λεπτότητά τους δρόμους της μοναδικής πολιτείας.
Οι ημέρες κυλούσαν και η αγάπη και η πίστις είχαν γίνει στο είναι του μέτρο και γνώμη για τον ορισμό της αγιότητάς του. Η μεγάλη αγάπη του για άσκησι και για μάθησι τον έφερε κοντά στον μεγάλο διδάσκαλο Θεοφάνη και με πολύ αφοσίωσι έγινε μαθητής του. Αφού αποκόμισε πολλήν σοφίαν, προτάθηκε και έγινε Αρχιεπίσκοπος Παροναξίας και το 1560 ωνομάσθηκε πατριαρχικός έξαρχος.
Ο Άγιος Θεωνάς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Και ενώ ο αγώνας του συνεχίζεται πιο δραστήρια αγκαλιάζοντας όλες τις ανθρώπινες πτυχές σε βάθος, φθάνοντας στα έγκατα πνευματικών αναζητήσεων με μεγάλη ευθύνη, η αγάπη των μοναχών, των προσκυνητών και ολόκληρου του κλήρου εκφράζεται με μεγάλο σεβασμό και εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του και τον κρίνουν άξιο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Αλλά και τώρα με την ποιμαντικήν ράβδον πού του εμπιστεύθηκαν συνεχίζει τον αγώνα του, οργώνοντας όλα τα μέρη εκείνα κηρύττοντας μέρα και νύχτα τον λόγο του Θεού, ασκώντας συγχρόνως τα ποιμαντικά του καθήκοντα με μεγάλην πνευματικήν αυστηρότητα, χωρίς να παραλείπη και την σκληρήν ασκητικήν του ζωήν, πού τον εξαγνίζει ειλικρινά και τον μεταρσιώνει.
Η μεγάλη του δραστηριότητα και η γνήσια ασκητικότητά του λάμπρυνε την ζωή του τόσο, που έγινε μια σεπτή πνευματική μορφή με τόλμη και δυναμισμό, αφήνοντας πίσω του εκτός από το φωτεινό του παράδειγμα και αξιόλογες γραπτές εργασίες.
1ον) εκτενές προοίμιον στις Διδαχές του Αλεξίου Ραρτούρου, ιερέα και σκευοφύλακα της εκκλησίας των Κερκυραίων, πού δημοσιεύθηκε στην Βενετία το 1560. Το προοίμιον αυτό άναδημοσιεύθηκε υπό του E. Legrand στο Παρίσι το 1888 (σ. 310-312). 2ον) έγραψε επιστολή πού δημοσιεύθηκε από τον Μαρτίνο Κρούσιο III, Βασιλεία Ελβετίας, το 1584 (σ. 267-268).
Άνθρωποι του πνεύματος γράφουν για τον Άγιον Θεωνάν. Κατά τον Μονεμβασίας Δωρόθεον, ο Θεωνάς ήταν «πολλά καλός, λόγιος και προκομμένος». Κατά δε τον Δημήτριον τον Θεσσαλονικέα, νοτάριον του ηγεμόνος των Μολδαυών, «ανήρ σοφός και τ’ αληθές κρίναι δυνάμενος».
πηγή: Βασιλικής Σ. Βασιλοπούλου, Ο Άγιος Θεωνάς, Εκδόσεις Άποκάλυψις», Αθήναι 2002

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου