ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

11 Ιουλίου η μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος και πανευφήμου Ευφημίας και της Αγίας Ισαποστόλου Όλγας





Η Μεγαλομάρτυς Ευφημία
Η γενναίοψυχη Μεγαλομάρτυς του Χριστού Ευφημία έζησε και μαρτύρησε επί του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, πού βασίλεψε από το 284 μέχρι 305 μ.Χ.
Η Ευφημία καταγόταν από την Χαλκηδόνα. Ο πατέρας της ονομαζόταν Φιλόφρων. Ήταν πολύ πλούσιος και κατείχε το αξίωμα του Συγκλητικού. Η μητέρα της, η Θεοδοσιανή, 
ήταν γυναίκα με πίστη χριστιανική.

Θαυμαστή ομολογία των Χριστιανών
Στα μέρη της Ανατολής, πού ζούσε η μακαρία Ευφημία, ηγεμόνας ήταν ο Πρίσκος.
Όταν έφτασε η γιορτή του ειδωλολατρικού θεού Άρη, στείλανε οι άρχοντες, παντού, σ’ όλη την επαρχία της Χαλκηδόνος αυστηρά γράμματα και διατάγματα και κήρυκες 
με εντολές. Καλούσαν όλους μικρούς και μεγάλους, θέλοντας και μη να πάνε στη γιορτή του Άρεως. 
Η Ευφημία ήταν αρχηγός σε μια ομάδα και συντροφιά Χριστιανών. Όταν έγινε η γιορτή συλλάβανε πολλά πλήθη των Χριστιανών. Μεταξύ αυτών συνέλαβε και την Ευφημία, 
με τους συντρόφους της.

Ο ηγεμόνας αφού πρώτα τους μίλησε με υποκριτική πραότητα και αφού οι χριστιανοί επέμεναν να ομολογούν την πίστη τους έδωσε διαταγή να τους δέρνουν αλύπητα 
επί είκοσι μέρες. Μετά την εικοστή ημέρα οι μάρτυρες έλαμπαν μαζί έλαμπε και η Ευφημία. Ο ηγεμόνας αφού είδε ότι δεν αλλάζουν έδωσε διαταγή να τους δείρουν. 
Ο ξυλοδαρμός ήταν τόσος πολύς και βάναυσος, πού οι υπηρέτες από τον πολύ κόπο, έπεσαν εξαντλημένοι κάτω στη γη. Ο Θεός όμως δόξασε τους δούλους του. 
Παρά τους πόνους, τους δυνάμωνε και έλαμπαν έτσι τα πρόσωπά τους από χαρά.

Η Αγία στο μαρτύριο του τροχού.
Την Αγία την κάλεσε κοντά του και της υποσχόταν πολλά, θαρρούσε ο ανόητος πώς θα την πλανέψει. Όμως η Αγία επέμενε στην πίστη της. Αμέσως τότε ο τύραννος 
διατάσσει να την βάλουν στον τροχό. Συντρίβονταν όλα τα κόκκαλα της Αγίας, εξαρθρώνονταν οι αρθρώσεις της. Το σώμα; της κατακόβεται και το αίμα τρέχει. Οι πόνοι 
είναι φοβεροί. Ο νους της όμως και η αγάπη της, όλη η ύπαρξη της είναι προσηλωμένη στο Χριστό.
— Χριστέ μου, έλεγε, η πηγή της ζωής, πού σώζεις όσους ελπίζουν σε Σένα, βοήθησε και μένα τώρα. Ας το μάθουν όλοι, ότι Συ είσαι Θεός μόνος και ότι δεν θα πλησιάσει
κανένα κακό, ούτε μάστιγα στο σκήνωμα εκείνων, πού προστρέχουν σε Σένα.

Ο Θεός απάντησε στην προσευχή της, διότι αμέσως ήλθε μια αόρατος δύναμις εξ Ουρανού και σε μια στιγμή την έλυσε από τον τροχό. Αλλά και το σώμα της το γιάτρεψε 
τελείως, ώστε δεν φαινόταν το παραμικρό σημάδι από τις πληγές. Οι δήμιοι υστέρα από αυτό φοβήθηκαν, τα έχασαν και σταμάτησαν το θλιβερό έργο τους.
Η Μάρτυς βγήκε τότε από τον τροχό και περιπατούσε υγιέστατη και αβλαβής. Ήταν πολύ πιο ωραίο το πρόσωπο της από πριν. Ένα θειο φως έλουζε το πρόσωπο της.



Στην κάμινο του πυρός
Ο τύραννος τυφλωμένος από τον εγωισμό του, όχι μόνο δεν πίστεψε στην θεϊκή δύναμη, αλλά διέταξε να ρίξουν την Αγία μέσα στην φωτιά της καμίνου.
Αλλά τότε οι προϊστάμενοι των δημίων Σωσθένης και Βίκτωρ ήλθαν στον Πρίσκο και του είπαν:
- Εμείς, όπως βλέπεις και μόνος σου, είμαστε πρόθυμοι να εκτελέσουμε τις διαταγές σου, αλλά εδώ δεν απορούμε. Δεν μπορούμε να αγγίξουμε το σώμα της παρθένου, 
διότι βλέπουμε δίπλα της κάτι φοβερούς άνδρες να στέκονται, πού μας φοβερίζουν και είναι έτοιμοι να σκορπίζουν την φωτιά κατ’ επάνω μας, για να την προφυλάξουν 
και να την προστατέψουν.

Με αυτά, πού βλέπουμε, πιστεύουμε και ημείς, ότι ο Θεός της Ευφημίας ο Χριστός είναι Θεός αληθινός.
Ο Πρίσκος μόλις τ’ άκουσε αυτά τα έχασε. Αμέσως έπειτα διέταξε να τους φυλακίσουν και τους δυο για παράβαση διαταγής και εκδήλωση αναγνωρίσεως του Χριστού. 
Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ την επόμενη μέρα μαρτύρησαν για την πίστη τους στον Χριστό. 

Εν τω μεταξύ ο ηγεμόνας διέταξε δύο κακοπροαίρετους να ρίξουν την Αγία μέσα στην φλεγόμενη κάμινο.
Πέταξαν λοιπόν τότε εκείνοι την Αγία μέσα στην φωτιά της καμίνου. Η φλόγα όμως φούντωσε, ξεχύθηκε γύρω από την κάμινο με ορμή και κατέκαψε εκείνους, 
πού έριξαν μέσα την Αγία.
Όταν η φλόγα μαράθηκε και οι υπηρέτες σκορπίσθηκαν από την θεϊκή τιμωρία, η Αγία βγήκε από την κάμινο τελείως αβλαβής.

Της ξύνουν τις σάρκες και την ρίχνουν στα θηρία
Την άλλη ημέρα ο τύραννος διέταξε να φέρουν την Αγία από την φυλακή. Η Αγία επέμενε στην Χριστιανική της πίστη και τότε φούντωσε ο τύραννος από το θυμό του 
και διέταξε να της ξύσουν τις σάρκες με μυτερές πέτρες και σίδερα αιχμηρά. Οι δήμιοι κουράστηκαν, αλλά η Μάρτυς και πάλι φαίνονταν ακμαία και αβλαβής.
Τότε διέταξε και κατασκεύασαν στη μέση του σταδίου μια δεξαμενή μεγάλη. Την γέμισαν νερό και έβαλαν μέσα σ’ αυτή σαρκοβόρα θηρία της θαλάσσης. Κατόπιν διέταξε 
να ρίξουν και την Αγία μέσα. 

Έπειτα προσευχήθηκε η μάρτυς Ευφημία. Έκαμε έπειτα τον σταυρό της και με σταθερότητα και θάρρος μπήκε στο νερό. Τα θηρία εκείνα, όρμησαν μεν εναντίον της, 
αλλά μόλις πλησίασαν στο μαρτυρικό σώμα της, σταμάτησαν. Έβαλαν την ράχη τους και βαστούσαν επάνω τους την Αγία, λες και φοβόνταν μήπως πάθη κανένα 
κακό μέσα στα νερά.
Βλέποντας αυτά τα παράδοξα και εκπληκτικά ο Πρίσκος, απορούσε και θαύμαζε μέσα του. Αγωνιούσε αλλά δεν τον άφηνε ο τυφλός εγωισμός.

Τις λαλήσει τας δυναστείας σου, Κύριε
Έπειτα από αυτά ετοίμασαν ένα λάκκο στρωμένο με μικρά μυτερά σουβλιά και από πάνω τα είχανε σκεπασμένα με λίγο χώμα. Η Αγία πέρασε πάνω από αυτά, 
χωρίς να πάθη τίποτε απολύτως. Μερικοί από το περιβάλλον του ηγεμόνα επεχείρησαν και αυτοί να περάσουν. Παραμέρισε όμως το λίγο χώμα. Έπεσαν επάνω 
στα κοφτερά όργανα, κατακόπηκαν και αμέσως πέθαναν.

Η Αγία τότε ευχαρίστησε τον Σωτήρα της και έλεγε :
- Τίς λαλήσει τάς δυναστείας σου, ἡ ἀκουστᾶς ποιήσει πάσας τάς αἰνέσεις σου, Κύριε, διότι ἐφύλαξες ἀβλαβῆ τήν δούλη σου ἀπό πληγᾶς καί μάστιγας, ἀπό πῦρ καί θηρία, 
ἀπό ὕδωρ καί τροχούς καί λάκκον. Καί τώρα, Δέσποτα, πολυέλεε, ρύσαι τήν ψυχήν μου ἐκ χειρός τοῦ ἐξ ἀρχῆς πολεμίου τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἁμαρτίας νεότητάς μου 
καί ἄγνοιάς μου μή μνησθεῖς, ἀλλά καθάρισον πάντα μολυσμόν σαρκός καί πνεύματος μέ τάς σταγόνας τῶν αἱμάτων μου, οἱ ὅποιες διά Σέ χύθηκαν, διότι Σύ εἶσαι ἡ κάθαρσις, 
ὁ ἁγιασμός καί ὁ φωτισμός τῶν δούλων σου.

Το ένδοξο τέλος της Μάρτυρος
Ο Πρίσκος όμως έμενε και πάλιν τυφλός μπροστά στις θαυματουργίες. Δεν άνοιγαν δυστυχώς τα μάτια του να δη την αλήθεια. Και τούτο, διότι ήταν κακοπροαίρετος. 
Γι αυτό έφερε και πάλι στο στάδιο την Αγία και την διέταξε ν’ αγωνιστεί με τα θηρία.
Η Αγία όμως στενοχωριόταν γιατί δεν αναχωρούσε το συντομότερο για τον ποθούμενο της Νυμφίο Χριστό, στην αληθινή και παντοτινή ζωή και ευφροσύνη. Γι αυτό 
προσευχήθηκε και ζήτησε από τον Κύριο να παραλάβει την ψυχή της.

Έτσι, λοιπόν, καθώς προσευχόταν η καλλιπάρθενος Μάρτυς, οι τύραννοι άφησαν να ορμήσουν κατ’ επάνω της τέσσερα λιοντάρια και τρεις αρκούδες. Τα θηρία πλησίασαν 
και φιλούσαν με πολλή ευλάβεια, σαν να ήταν άνθρωποι, τα πόδια της Αγίας. Μία όμως άρκτος δάγκωσε ένα μέρος από το σώμα της Αγίας. Πληγή ή σημάδι δεν έκαμε κανένα 
στο σώμα της Αγίας. Αυτό όμως έγινε Αφορμή να υπάγει η Μάρτυς Ευφημία προς τον ποθούμενο Νυμφίο της Χριστό.

Ήταν η 16η του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 303 μ.Χ.
Ο Θεός δόξασε την έξοδο της εκ του κόσμου τούτου, διότι ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό πού έλεγε:
«Ἀνελθε πρός τόν στεφανοδότην ἡ τόν καλόν ἀγώνα ἀγωνισαμένη καί τόν δρόμον ἤδη τελέσασα, διά νά λάβης τούς μισθούς καί τάς ἀμοιβάς τῶν κόπων σου...»
Συγχρόνως δε με την φωνή έγινε και μεγάλος σεισμός, πού έσεισε την πόλη. Όλοι οι κάτοικοι φοβήθηκαν και έφευγαν έξω.
Τότε βρήκαν την ευκαιρία οι γονείς της Αγίας, πήραν το μαρτυρικό και πολύτιμο εκείνο σώμα της και το έθαψαν με τα χέρια τους σ’ ένα τόπο κοντά στην Χαλκηδόνα. 
Το ενταφίασαν μ’ ευλάβεια και τιμές. Όταν το ενταφίαζαν δεν έκλαιαν, αλλά χαίρονταν, διότι αξιώθηκαν να είναι γονείς τέτοιας νέας. Χαίρονταν ακόμη, διότι προσέφεραν 
στο Θεό καρπό ευλογίας πιο ιερό και άγιο από κάθε άλλη προσφορά και δώρο.

Το ιερό Λείψανο της Αγ. Ευφημίας
Μετά την Άλωση το Πατριαρχείο μετεφέρθη στον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Εις τον Ναό αυτόν μεταφέρθηκαν και όλα τα ιερά λείψανα και μαζί μ’ αυτά και το ιερό 
λείψανο της Αγίας Ευφημίας.
Από εκεί μετεφέρθη και πάλι το λείψανο της Αγίας στο Πατριαρχείο, στον Ναό της Παμμακαρίστου, μαζί με τα άλλα λείψανα. Κατά τον καιρό της μαύρης σκλαβιάς 
οι Τούρκοι άρπαζαν εκτός από τα άλλα και τους Ναούς και τους έκαναν τζαμιά. Άρπαξαν και τον Ναό της Παμμακαρίστου. Το δε Πατριαρχείο μετεφέρθη εις τον Ναό 
του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εις το Φανάρι, όπου είναι μέχρι σήμερα. Εκεί μετεφέρθη και το Άγιο λείψανο, της Αγίας Ευφημίας, πού το τιμούν και το σέβονται πολύ, 
όχι μόνον Ορθόδοξοι, αλλά και αιρετικοί. Κάμνει δε πολλά θαύματα σε όσους πηγαίνουν εκεί ,με πίστη και ευλάβεια.

Όταν εκ βάθρων ανοικοδόμησαν τα Πατριαρχεία, κτίσθηκε στο δεξιό μέρος του Ναού του Άγιου Γεωργίου και παρεκκλήσιο της Αγίας Ευφημίας, όπου βρίσκεται και το ιερό 
λείψανο της.
Η μνήμη της τελείται εκεί στις 11 Ιουλίου. Τότε συρρέουν εκεί τα πλήθη των Ορθοδόξων, ανδρών και γυναικών της Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων, αλλά και 
πολλοί ετερόδοξοι και όσοι πηγαίνουν με ευλάβεια και ασπάζονται, θεραπεύονται από ασθένειες και άλλα βάσανα.



Απολυτίκιον, Κοντάκιον και Μεγαλυνάριον της 11ης Ιουλίου

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄ Θείας Πίστεως.
Λίαν εὔφρανας τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνας τούς κακοδόξους, Εὐφημία, Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Τῆς γάρ Τετάρτης Συνόδου ἔκυρωσας, 
ἅ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεό ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἀγώνας ἐν ἀθλήσει, ἀγώνας ἐν τή πίστει, κατέβαλες θερμῶς ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Νυμφίου σου. Ἀλλά καί νῦν,, εἰς τάς αἱρέσεις καί τῶν ἐχθρῶν τό φρύαγμα, 
ἐν τοῖς ποσί τῶν βασιλείων ἠμῶν, ὑποταγῆναι πρέσβευε, διά της. Θεοτόκου, ἡ ἀπό ἑξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, ὄρον λαβοῦσα καί φυλάττουσα,. Πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον
Πίστιν βεβαιοῦσα τήν ἀληθῆ, δί’ ἤν Εὐφημία σφαγιάζη ἀθλητικῶς, ἐν ἀγκάλαις φέρειν τόν Τόμον τῶν Πατέρων, ποσί δέ ἀπορρίπτεις τόν τῆς αἱρέσεως.






Τη αυτή ημέρα μνήμη της Αγίας ισαποστόλου Όλγας , της βασιλίσσης των Ρως 


Αγία Όλγα
Η Αγία Όλγα (ρωσ. Ольга) είναι η πρώτη αγία προερχόμενη από τους Ρως, τους προγόνους των σημερινών ρώσων και ουκρανών. Γεννήθηκε στο Πσκοβ και ήταν κόρη βαράγγων ευγενών - το αυθεντικό σκανδιναβικό της όνομα ήταν Χέλγκα (Helga). Για το ακριβές έτος γέννησής της δεν είμαστε βέβαιοι. Το μεταγενέστερο Πρώτο Χρονικό την τοποθετεί το 879, όμως με βάση αυτή τη χρονολογία φαίνεται πως γέννησε το μοναχογιό της Σβιάτοσλαβ σε ηλικία άνω των 60 ετών! Πιθανότερο είναι να γεννήθηκε γύρω στα 890.
Σε πολύ νεαρή ηλικία (~903) η Όλγα παντρεύθηκε το ρουρικίδα Ιγκόρ, μετέπειτα αρχηγό του Κράτους των Ρως, και εγκαταστάθηκε στο Κίεβο. Ο σύζυγός της δολοφονήθηκε το 945 από τους Δρεβλιανούς κατά τη συλλογή φόρου υποτέλειας, με αποτέλεσμα ο θρόνος να περάσει στο μικρό γιο τους Σβιάτοσλαβ που ήταν ακόμη βρέφος. Έτσι η Όλγα ανέλαβε χρέη επιτρόπου μέχρι την ενηλικίωσή του, ασκώντας για σχεδόν δύο δεκαετίες την πραγματική εξουσία στο κράτους.
Πρώτο μέλημά της ήταν να λάβει εκδίκηση για το χαμό του άνδρα της, πράγμα που έπραξε με μεγάλη αγριότητα. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραπτή καταγραφή και είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την αλήθεια από το παραμύθι, λέγεται ότι κατέσφαξε πολλούς Δρεβλιανούς και έκλεισε άλλους ζωντανούς μέσα σε πλοία, τα οποία κατόπιν βύθισε. Άλλοι εκτελέσθηκαν στην πυρά, ενώ τέλος μαρτυράται η εξής χαρακτηριστική ιστορία: Ενώ πολιορκούσε μια πόλη, υποσχέθηκε να αποχωρήσει εάν κάθε σπίτι τής χάριζε από ένα οικόσιτο περιστέρι για εξευμενισμό. Οι πολιορκημένοι την πίστεψαν και της παρέδωσαν τα δώρα, αλλά καθώς αποχωρούσε η Όλγα έβαλε φωτιά στα πόδια των περιστεριών. Αυτά τρομαγμένα γύρισαν ενστικτωδώς στις εστίες τους, βάζοντας φωτιά στις ξύλινες στέγες των σπιτιών. Έτσι κάηκε ολόκληρη η πόλη.
Σε θρησκευτικό επίπεδο, η Όλγα ήταν ο πρώτος ηγέτης των Ρως που εγκατέλειψε τον παγανισμό για το χριστιανισμό. Η βάπτισή της έγινε το 955 με μεγάλη επισημότητα στην Κωνσταντινούπολη και έλαβε το χριστιανικό όνομα Ελένη από τη νονά της Ελένη Λεκαπηνή, σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ'. Μία άλλη επίσκεψή της στην Πόλη, δύο χρόνια αργότερα, περιγράφεται λεπτομερώς από τον Κωνσταντίνο στο σύγγραμμά του De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Σλαβικές πηγές αναφέρουν ότι ο Κωνσταντίνος εντυπωσιάσθηκε από την ομορφιά της και τη ζήτησε σε γάμο, φήμη όμως που αναιρείται τόσο από την ηλικία της όσο και από το γεγονός ότι ήδη ο Κωνσταντίνος ήταν παντρεμένος.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, μετά την ενηλικίωση του Σβιάτοσλαβ και τη λήξη της επιτροπείας (965), τα πέρασε στο κάστρο του Βίσγκοροντ κοντά στο Κίεβο μαζί με τα εγγόνια της. Ένας από τους εγγονούς της, ο Βλαδίμηρος, θα γινόταν αργότερα ο ηγέτης των Ρως που εισήγαγε το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ταυτόχρονα η Όλγα ασκούσε την εσωτερική διοίκηση, αφού ο Σβιάτοσλαβ απουσίαζε διαρκώς σε μακροχρόνιες εκστρατείες. Ο θάνατος τη βρήκε σε προχωρημένη ηλικία το 969. Για τις προσπάθειές της να διαδώσει το χριστιανισμό στην επικράτεια των Ρως ανακηρύχθηκε αγία και ισαπόστολος από την ορθόδοξη εκκλησία το 1587. Η μνήμη της εορτάζεται την ημερομηνία του θανάτου της, στις 11 Ιουλίου.




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου