ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

6 Ιουλίου η μνήμη του Οσίου Σισώη του Μεγάλου και του Αγίου Οσιομάρτυρος Κυρίλλου του Θεσσαλονικέως .

Ο Άγιος Σισώης (6 Ιουλίου)

05ΙΟΥΛ

 
Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη του οσίου ασκητή Σισώη.
Ο άγιος Σισώης έχει τον τίτλο του μεγάλου, όπως ο άγιος Αντώνιος, και γιατί πραγματικά υπήρξε μεγάλος ασκητής, αλλά και για να ξεχωρίζει από άλλους δύο στην ίδια εποχή, που είχαν κι εκείνοι το ίδιο όνομα. Ο άγιος Σισώης στο άνθος της ηλικίας του παράτησε τα εγκόσμια κι έφυγε στην έρημο της Αιγύπτου, εκεί που πριν λίγα χρόνια είχε ασκητέψει ο άγιος Αντώνιος. Δεν τον τράβηξε προς τα εκεί μόνο ο τόπος, αλλά και το παράδειγμα του αγίου Αντωνίου, που προσπαθούσε να τον μιμηθεί στις αρετές του.
Το πρώτο που φρόντιζε ο άγιος Σισώης ήτανε να παραμένει άγνωστος, αλλά οι μαθητές του αγίου Αντωνίου, θαυμάζοντας την αγιότητά του, έτρεχαν και γίνονταν δικοί του μαθητές. Γιατί η αρετή, όσο και να θέλει να κρυφτεί, δεν κρύβεται· είναι, όπως λέγει ο Ιησούς Χριστός, «πόλις επάνω όρους κειμένη»· σαν μια πόλη, που είναι χτισμένη επάνω στο βουνό και φαίνεται από παντού. Ο άγιος Σισώης ήταν τόσο απελευθερωμένος κι ανεξάρτητος από τις υλικές ανάγκες, που πολλές φορές ξεχνούσε και να φάει. Τότε ένας μαθητής του, που τον έλεγαν Αβραάμ, του το υπενθύμιζε και του έλεγε, σαν που οι μαθητές έλεγαν στον Ιησού Χριστό· «Ραββί, φάγε». Ο άγιος Σισώης ήταν άνθρωπος της θερμής προσευχής. Όταν προσευχότανε, η καρδιά του ήταν, σαν και να την έκαιε φωτιά. Γι’ αυτό οι μαθητές του τον άκουαν, που συχνά αναστέναζε βαθειά. Η αληθινή προσευχή είναι μια αιματηρή αγωνία, τέτοια σαν εκείνη του Ιησού Χριστού μετά το μυστικό δείπνο, τότε που προσευχότανε στον κήπο της Γεθσημανή.
Ο άγιος Σισώης ήταν επίσης άνθρωπος της ταπεινοφροσύνης. Η ταπεινοφροσύνη είναι η πρώτη αρετή κάθε πιστού. Γι’ αυτό ο άγιος Σισώης πριν απ’ όλα φοβόταν να τον επαινούν. Του άρεσε να προσεύχεται με σταυρωμένα τα χέρια, κι όμως απέφευγε να τα σταυρώνει, για να μην τον βλέπουν πως προσεύχεται. Ένας μοναχός μια μέρα του είπε· «Αισθάνομαι πως πάντα είμαι κάτω από το βλέμμα του Θεού». Κι ο άγιος Σισώης του απάντησε· «Δεν φτάνει, πρέπει να αισθάνεσαι πως είσαι και παρακάτω απ’ όλους τους αδελφούς σου».
Παρ’ όλη την ασκητικότητά του, ο άγιος Σισώης παραπονιόταν στον εαυτό του πως ήταν ανάξιος μοναχός και ασκητής. Κάποτε ένας συνασκητής αδελφός παραπονιόταν κι αυτός πως δεν είχε ακόμα τη θερμότητα της ψυχής του αγίου Αντωνίου. Τότε ο άγιος Σισώης του είπε· «Εγώ, αν είχα κι ένα μόνο από τα αισθήματα του αγίου Αντωνίου, θα αισθανόμουν τον εαυτό μου να καίεται από θεϊκή αγάπη». Ήθελε να πει ο άγιος και μεγάλος ασκητής ότι η αγιοσύνη δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά δωρεά και χάρη του Θεού, ανάλογη με την προαίρεση του ανθρώπου.
Ο άγιος Σισώης φοβόταν τα πολλά λόγια, γι’ αυτό απέφευγε να ομιλεί, κι όταν μιλούσε ήταν πάρα πολύ σύντομος. Τριάντα χρόνια έλεγε πάντα την προσευχή· «Κύριε Ιησού Χριστέ, μην αφήσεις να αμαρτήσω σήμερα με τη γλώσσα μου». Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος γράφει στην επιστολή του· «Ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ». Κι ο άγιος Σισώης ήθελε πολύ να αποκτήσει αυτή την τελειότητα. Η τελευτή του βίου του αγίου Σισώη ήταν ειρηνική τελείωση ενός αγίου. Ξαπλωμένος στο ξυλοκρέββατό του, έλεγε· «Ο άγιος Αντώνιος μαζί με τους Προφήτες και τους Αγγέ­λους έρχονται να παραλάβουν την ψυχή μου». Κι εκεί που έβλεπε κι έλεγε αυτά, έκλεισε τα μάτια του στο φως του αισθητού ηλίου και «μεταβέβηκεν εκ του θανά­του εις την ζωήν». Αμήν.
(Επισκ. Σερβίων και Κοζάνης, Διονυσίου, «Εικόνες έμψυχοι», σ. 240-242)



                                             
    Άγιος   Οσιομάρτυς Κύριλλος ο Θεσσαλονικεύς .          
                                                                                                                Μοναδική πηγή πού διασώζει το Μαρτύριο και τη χασματώδη και κολοβή Ακολουθία του Οσιομάρτυρος Κυρίλλου είναι το αθωνικό χειρόγραφο 347 της μονής Διονυσίου. Πρόκειται για ένα κείμενο γραμμένο σε λόγια γλώσσα και κατά πάσα πιθανότητα αυτόγραφο έργο του ανωνύμου συντάκτη του Μαρτυρίου, χρονολογούμενο μεταξύ τού τέλους του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνος. 
Σύμφωνα με το Μαρτύριό του ὁ Κύριλλος ,το κοσμικό όνομα του οποίου ήταν Κυριακός, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το έτος 1544, κατά την περίοδο της βασιλείας του σουλτάνου Σουλεϊμάν. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πέιος, καταγόταν από την επαρχία Πελαγονίας και διέμενε με την οικογένεια του στην περιοχή της ακροπόλεως της Θεσσαλονίκης. 
Σε ηλικία δέκα ετών ο Κυριακὸς έμεινε ορφανός, με αποτέλεσμα να αναλάβουν την κηδεμονία του δύο θειοι του, συγγενείς της μητέρας του, εκ των οποίων ο ένας ήταν μωαμεθανός. Τελικά ο μωαμεθανός θειος του ανέλαβε αποκλειστικά την κηδεμονία του και τον έστειλε σε κάποιον επίσης μωαμεθανό βυρσοδέψη για να μάθει κοντά του να εξασκεί αυτό το επάγγελμα. 
Ωστόσο ο Κυριακός, ακλουθώντας τις συμβουλές του άλλου θείου του, ὁ οποίος ήταν ευσεβής χριστιανός, αποφάσισε να εγκαταλείψει κρυφά το μωαμεθανό κηδεμόνα του και να ακολουθήσει κάποιους αγιορείτες μοναχούς, που κατά αγαθή συγκυρία βρίσκονταν εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη. Σε ηλικία 14 ετών ὁ Κυριακός έφθασε στο Άγιο Όρος και εκάρη μοναχός στη μονή Χελανδαρίου, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Κύριλλος. 
Ο Κύριλλος ασκήτευσε επί οκτώ έτη σε κάποιο χελανδαρινὸ μετόχι και σε ηλικία 22 ετών ταξίδεψε μαζί με άλλους δύο χελανδαρινοὺς μοναχούς στη Θεσσαλονίκη, όπου συνάντησε το χριστιανό θειο του. Κατερχόμενος από την περιοχή της Ακροπόλεως προς το λιμάνι της Θεσσαλονίκης μαζί με τον εξάδελφό του -γιο του χριστιανού θείου του-, συνάντησε τυχαία το μωαμεθανό κηδεμόνα του, ο οποίος παρά την παρέλευση πολλών ετών, αναγνώρισε τον Κύριλλο. Φώναξε αμέσως και άλλους μουσουλμάνους για να συλλάβουν τον Κύριλλο με την κατηγορία ότι, ενώ πριν είχε ασπαστεί το μωαμεθανισμό, στη συνέχεια τον αρνήθηκε και εξόμωσε. 
Ο Κύριλλος οδηγήθηκε αμέσως στον Τούρκο δικαστή της Θεσσαλονίκης, ο οποίος επιχείρησε να τον πείσει να εγκαταλείψει τη χριστιανική πίστη και να ασπαστεί το μωαμεθανισμό. Όταν διαπίστωσε πως η προσπάθειά του δεν Επέφερε κανένα αποτέλεσμα, διέταξε να τον οδηγήσουν στη φυλακή σκοπεύοντας να εκφέρει την απόφαση του την επόμενη μέρα. 
Την άλλη ημέρα ο Κύριλλος οδηγήθηκε και πάλι στο δικαστή, ο οποίος προσπάθησε για δεύτερη φορά να τον μεταπείσει με υποσχέσεις ή με απειλές, αλλά όταν διαπίστωσε ότι η προσπάθειά του ήταν μάταιη, τον καταδίκασε σε θάνατο δια πυρός. Ο Κύριλλος οδηγήθηκε από το εξαγριωμένο πλήθος των φανατισμένων τούρκων και των δημίων του στον τόπο της καταδίκης του, στο παλαιό βυζαντινό Ιπποδρόμιο της πόλεως, κοντά στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ο οποίος μνημονεύεται στο συναξάριο της Ακολουθίας του Οσιομάρτυρος Κυρίλλου για πρώτη φορά. 
Ο Τούρκος ύπαρχος επιχείρησε για τελευταία φορά, όπως συνηθιζόταν, να μεταπείσει τον Κύριλλο, προσφέροντάς του υλικές ανέσεις και απολαύσεις, αλλά ο Κύριλλος της αρνήθηκε, λέγοντας πως για αυτόν μοναδικός πλούτος ήταν ο Χριστός. Κατόπιν τούτων ο έπαρχος έδωσε εντολή στους δημίους να ρίψουν τον Κύριλλο στην πυρά, η οποία αποτέφρωσε το σώμα του στις 6 Ιουλίου του 1566. 
Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι η τελευταία πληροφορία που παρέχει το Συναξάριο του Οσιομάρτυρος Κυρίλλου: 
“᾿Επεὶ γὰρ ἤμελλε τῇ φλογὶ δαπανηθῆναι τὸ σύνολον, κυνῶν ὀστᾆ τεθνηκότων ἐγείραντες, ἔστι δὲ καὶ ους θνησιμαίους, τῇ πυρᾷ ἐναπέρριψαν ἔνθεν τοι τὸ μὲν τοῦ μάρτυρος σῶμα τῷ πυρὶ καταναλωθέν, ὡσεὶ σποδὸς ἐγένετο...”.
Τη μαρτυρία αυτή επιβεβαίωσε η ανακάλυψη μίας πήλινης λάρνακας, η οποία περιείχε υπολείμματα οστών και υφάσματος αναμειγμένα με τέφρα, και βρέθηκε στα θεμέλια του παλαιού ναού του Αγίου Κωνσταντίνου το 1972, μετά την κατεδάφισή του για την ανέγερση του νέου ναού στη θέση του. Ο συνδυασμός του σημαντικού αυτού ευρήματος με τη μαρτυρία του Συναξαρίου, συγκλίνει καθοριστικά στην απόδοσή του στον Οσιομάρτυρα Κύριλλο το Θεσσαλονικέα. 
Στη μνήμη του Οσιομάρτυρος Κυρίλλου, που εορτάζεται στις 6 Ιουλίου, τιμάται το δεξιό παρεκκλήσιο που υπάρχει στη νότια πλευρά του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου.




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου