ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

30 Ιανουαρίου ο κοινός εορτασμός της μνήμης των Αγίων Τριών Ιεραρχών Βασιλείου του Μεγάλου , Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου .




Οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες, Άγιοι Προστάτες της Παιδείας και των Γραμμάτων


Την εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιέρωσε ο Αλέξιος Κομνηνός το 1100 μΧ, αφενός για να τιμηθούν οι τρεις μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας κι αφετέρου για να σταματήσουν οι διαμάχες και φιλονικίες μεταξύ των πιστών σχετικά με το ποιος από τους τρεις Αγίους (Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, Άγιος Ιωάννης ο Χρυστόστομος, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) είναι ο πιο σπουδαίος και ο πιο μεγάλος. Οι πιστοί χωρίστηκαν σε ομάδες, ανάλογα με ποιον Άγιο θεωρούσαν πιο σημαντικό. Αυτοί που υποστήριζαν ότι πιο σημαντικός είναι ο Μέγας Βασίλειος αυτοαποκαλούνταν Βασιλείται, αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αυτοαποκαλούνταν Γρηγορίται και τέλος αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν πιο σημαντικός ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτοαποκαλούνταν Ιωαννίται.
Έξι αιώνες αργότερα, το 1826 μΧ ο Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος καθιέρωσαν την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Ελληνική και Επτανησιακή Παιδεία. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 1842 μΧ το πανεπιστήμιο Αθηνών καθιέρωσε για όλη την ελεύθερη Ελλάδα την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία και στα Γράμματα. Από τότε ως σήμερα, οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται προστάτες των μαθητών, των φοιτητών και των σπουδαζόντων εν γένει, και η μέρα εορτή τους είναι σχολική αργία.
Τέλος να σημειώσουμε ότι την ασματική ακολουθία που ψάλλεται την ημέρα των Τριών Ιεραρχών έγραψε ο άγιος  Ιωάννης , επίσκοπος  Ευχαΐτων (γνωστός και ως Ιωάννης Μελανόπους ή Μαυρόπους), σύγχρονος του Αλεξίου Κομνηνού.



Τρεις Ιεράρχες



Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι

Ἰωάννης Μ. Φουντούλης
Τρεις Ιεραρχες-Μουσειο Ζακυνθου 15ος μ.Χ.Τὴν 30η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Δὲν πρόκειται περὶ «μνήμης» μὲ τὴν κυρία ἔννοια τῆς λέξεως, δηλαδὴ ἐπετείου τοῦ θανάτου τῶν Πατέρων αὐτῶν, ἀλλὰ περὶ κοινῆς ἑορτῆς, «συνάξεως» κατὰ τὴν λειτουργικὴ ὁρολογία. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπέθανε τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται, ὡς γνωστὸν , τὴν 1η Ἰανουαρίου. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὴν 25η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 389 μ.Χ, καὶ τὴν 25η Ἰανουαρίου ἐωρτάσαμε τὴν μνήμη του. Τέλος ὁ Χρυσόστομος ἀπέθανε στὴν ἐξορία τὴν 14η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 407 μ.Χ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἡ μνήμη τοῦ ὅμως μετετέθη, λόγω τοῦ ὕψους τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς ἡμέρας αὐτῆς, καὶ ἑορτάζεται τὴν 13ην Νοεμβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου εἶναι μεταγενεστέρα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν συναντοῦμε στὰ παλαιὰ ἑορτολόγια. Καθιερώθη κατὰ τὸν ΙΑ΄ αἰώνα ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 -1118 μ.Χ). Τὴν αἰτία τῆς συστάσεως τῆς κοινῆς καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς ἑορτῆς μᾶς ἀφηγεῖται ἐκτενῶς τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας. «Στάσις», διένεξις, ὑπῆρχε στὴν Κωνσταντινούπολι μεταξὺ «τῶν ἐλλογίμων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν». Ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας ἄλλοι ἐθεωροῦσαν σπουδαιότερο τὸν Χρυσόστομο, ἄλλοι τὸν Βασίλειο, καὶ ἄλλοι τὸν Γρηγόριο, καὶ ὑποτιμοῦσαν τοὺς ἄλλους δύο. Ἔτσι δημιουργήθηκαν τρεῖς διαμαχόμενες παρατάξεις: τῶν Ἰωαννιτῶν, τῶν Βασιλειτῶν καὶ τῶν Γρηγοριτῶν.
Στὴν ἔριδα ἔθεσε τέλος ὁ μητροπολίτης Εὐχαΐτων Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους, λόγιος καὶ εὐλαβὴς κληρικός. Αὐτός, κατὰ τὴν διήγησι τοῦ συναξαριστοῦ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς τρεῖς ἁγίους, πρῶτα τὸν καθένα χωριστὰ καὶ ὕστερα καὶ τοὺς τρεῖς μαζί. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν μὲ ἕνα στόμα:«Ἡμεῖς οἱ τρεῖς εἴμεθα ἕνα, καθὼς βλέπεις, κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζη ἢ νὰ μᾶς κάνη νὰ ἀντιδικοῦμε… Πρῶτος δὲν ὑπάρχει μεταξὺ μας οὔτε δεύτερος… Σήκω λοιπὸν καὶ εἰπὲ σ’ ἐκείνους ποὺ μαλώνουν, νὰ μὴ χωρίζωνται σὲ παρατάξεις γιὰ ἡμᾶς. Γιατί ἡμεῖς καὶ στὴν ζωή μας καὶ μετὰ τὸν θάνατό μας δὲν ἔχομε ἄλλη ἐπιθυμία, παρὰ νὰ εἰρηνεύη καὶ νὰ ὁμονοῆ ὅλος ὁ κόσμος». Σὰν σύμβολο καὶ ἔκφρασι τῆς ἑνότητος τῶν τοῦ συνέστησαν νὰ συστήση κοινὴ ἑορτὴ καὶ τῶν τριῶν. Ἔτσι ὁ Εὐχαΐτων ἀνέλαβε τὴν συμφιλίωσι τῶν διαμαχομένων μερίδων καὶ συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου. Ἔκρινε τὸν Ἰανουάριο ὡς καταλληλότερο μήνα γιὰ τὸν ἑορτασμὸ των, ἀφοῦ κατ’ αὐτὸν ἑώρταζαν καὶ οἱ τρεῖς σὲ διάφορες ἡμέρες, τὴν 1η ὁ Βασίλειος, τὴν 25η ὁ Γρηγόριος καὶ τὴν 27η ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Χρυσοστόμου.
Ἡ σύστασις τῆς ἑορτῆς ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ της. Ἀπετέλεσε τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητος καὶ τῆς ἑνότητος τῶν μεγάλων διδασκάλων καὶ τῆς συμφιλιώσεως τῶν διισταμένων πρὶν μερίδων. Κοινὴ ἀκολουθία καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς συνέθεσε ὁ Εὐχαΐτων, ἀνταξία τῶν τριῶν μεγάλων Πατέρων. Ἀπὸ τότε σὲ κοινὴ εἰκονογραφικὴ παράστασι περιλαμβάνονται καὶ οἱ τρεῖς, ντυμένοι τὰ ἀρχιερατικὰ τῶν ἄμφια, μὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο στὸ ἕνα χέρι, εὐλογοῦν μὲ τὸ ἄλλο, σὰν νὰ παρευρίσκωνται ὄχι μόνον ἐν πνεύματι, ἀλλὰ καὶ ἐν σώματι μεταξύ μας. Καὶ εἶναι πράγματι οἱ αἰώνιοι καὶ ἀθάνατοι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐδίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο των, μὲ τὴν ἔξοχο δράσι των, μὲ τὰ σοφὰ των συγγράμματα. Σ’ αὐτοὺς ἐνεσαρκώθη τὸ τέλειο χριστιανικὸ ἰδεῶδες τοῦ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» πλασμένου καὶ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου. Καὶ πρὸ πάντων στὰ πρόσωπα αὐτῶν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν συνηντήθη ἡ παιδεία, ἡ μόρφωσις καὶ ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ κατάρτισις μὲ τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια. Ἦσαν οἱ σοφοὶ κατὰ κόσμον καὶ σοφοὶ κατὰ Θεόν. Ἁρμονικωτέρα σύζευξις ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ σ’ ὅλη τῶν τὴν τελειότητα δὲν παρουσιάσθηκε ποτὲ στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀπέβη ἑορτὴ τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας διδάσκαλοι καὶ πρότυπα ὑπῆρξαν οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι.
Καὶ τῆς χριστιανικῆς ὅμως λατρείας ὑπῆρξαν δημιουργικὰ στοιχεῖα οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι. Ὄχι μόνο τὴν ἐτέλεσαν, ὡς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ συνέβαλαν στὴν διαμόρφωσι καὶ ἐξέλιξί της. Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ γεγονός, ὅτι μὲ τὰ ὀνόματα καὶ τῶν τριῶν ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις συνέδεσε τὴν συγγραφὴ τριῶν λειτουργιῶν: τῶν δύο γνωστῶν βυζαντινῶν λειτουργιῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ μίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας ποὺ φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου. Ἐξ ἄλλου καὶ στοὺς τρεῖς, καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Μέγα Βασίλειο, ἀποδίδονται σειρὲς ὁλόκληρες εὐχῶν, ποὺ κοσμοῦν τὰ λειτουργικά μας βιβλία. Εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς ἡ συμβολὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν διαμόρφωσι τῶν «εὐκοσμιῶν τοῦ βήματος» καὶ τῶν διατάξεων τῶν εὐχῶν, καθὼς καὶ ἡ προσπάθεια τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἀναζωογόνησι τῆς λειτουργικῆς ζωῆς μεταξύ τοῦ ποιμνίου του στὴν Κωνσταντινούπολι. Ὁ Γρηγόριος ἦταν καὶ ποιητὴς καὶ οἱ ὕμνοι του, ἂν καὶ δὲν ἔχουν εἰσαχθῆ στὴν λατρεία μας, μποροῦν νὰ καταταγοῦν μεταξὺ τῶν καλλιτέρων καὶ ὡραιοτέρων προϊόντων τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ποιήσεως.
Μπορεῖτε νὰ ἰδῆτε στοὺς βυζαντινούς μας ναοὺς νὰ εἰκονίζωνται οἱ τρεῖς ἱεράρχαι στὴν κόγχη τοῦ ἁγίου βήματος, μὲ τὰ εἰλητάρια τῆς Θείας Λειτουργίας στὰ χέρια, νὰ περιβάλλουν τὸ θυσιαστήριο σὰν νὰ λειτουργοῦν ἀδιαλείπτως, ὄχι μόνο στὸ ὑπερουράνιο, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τελοῦν τὰ μυστήρια σήμερα. Σὰν νὰ παρακάθηνται μαζὶ μὲ ἡμᾶς στὴν ἴδια κοινὴ ἱερὰ τράπεζα καὶ νὰ μετέχουν τῆς ἰδίας πνευματικῆς τροφῆς.
Καὶ σὲ μία ἄλλη εἰκονογραφικὴ παράστασι θὰ συναντήσετε τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας. Στὴν μεγάλη ἐξεικόνησι τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου, ποὺ ζωγραφεῖται ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς ζωγράφους στοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν ἐπάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν κυρία πύλη τοῦ ναοῦ. Στὴν ὁμάδα τῶν σεσωσμένων, ποὺ εἰσέρχονται στὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ, θὰ διακρίνετε εὔκολα τὶς τρεῖς σεβάσμιες μορφὲς των, ὅπως μᾶς τὶς διέσωσε ἡ εἰκονογραφικὴ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ὅπως περιγράφονται στὸ συναξάριο τῆς ἑορτῆς των: «Ἦσαν δὲ τὴν θέσιν τοῦ σώματος καὶ τὴν μορφὴν οἱ ἅγιοι οὗτοι, ἔχοντες οὕτως: Ὁ μὲν θεῖος Χρυσόστομος, τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος ἦν βραχὺς πάνυ τὴν ἡλικίαν, μεγάλην κεφαλὴν τοῖς ὤμοις αἰωρῶν, ἰσχνὸς εἰς τὸ ἀκριβέστατον, ἐπίρρινος, εὐρύς τούς μυκτήρας, ὠχρότατος μετὰ τοῦ λευκοῦ, κοίλους τούς κόχλους τῶν ὀφθαλμῶν ἔχων καὶ βολβοῖς τούτων κεχρημένος μεγάλοις, ἐφ’ οἷς καὶ συνέβαινε, χαριέστερον, ταῖς ὄψεσιν ἀποστίλβειν, εἰ καὶ τῷ λοιπῷ χαρακτήρι τὸν ἀχθόμενον παρεδήλου· ψιλὸς καὶ μέγας τὸ μέτωπον καὶ πολλαῖς ταῖς βολίσι κεχαραγμένος· ὦτα περικείμενος μεγάλα καὶ τὸ γένειον μικρὸν καὶ ἀραιότατον, ὑποπολιαῖς ταῖς θριξὶν ἐξανθῶν, τὰς σιαγόνας πεπιεσμένας εἴσω ἔχων τῇ νηστείᾳ εἰς τὸν ἀκρότατον… Ὁ δὲ μέγας Βασίλειος ἦν τὴν θέσιν τοῦ σώματος εἰς πολὺ μῆκος ἐπὶ τοῦ ὀρθίου σχήματος ἀναδραμῶν· ξηρὸς καὶ λιπόσαρκος, μέλας τὸ χρῶμα, ὠχρότητι τὸ πρόσωπον σύγκρατος· ἐπίρρινος, εἰς κύκλον τὰς ὀφρὺς περιηγμένος· τὸ ἐπισκύνιον συνεσπακῶς, φροντιστικῷ ἐοικῶς, ὀλίγαις τὸ πρόσωπον ἁμαρυγαῖς ρυτιδούμενος· ἐπιμήκης τὰς παρειᾶς· κοῖλος τούς κροτάφους, ἠρέμα ἔχων ἐν χρῷ κουρίας· τὴν ὑπήνην ἀρκούντως καθειμένος καὶ μεσαιπόλιος… Ὁ δὲ γὲ ἱερὸς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, κατὰ τὸν τύπον τῆς ἡλικίας τοῦ σώματος ἐτύγχανε μέτριος· ὑπωχρὸς βραχὺ μετὰ τοῦ χαρίεντος· σιμός, ἐπ’ εὐθείας τὰς ὀφρὺς ἔχων· ἥμερον βλέπων καὶ προσηνὲς θάτερον, τῶν ὀφθαλμῶν, ὃς ἦν δεξιός, στυγνότερον κεκτημένος,ὅν καὶ οὐλὴ κατὰ τὸν κανθὸν συνῆγε· τὸν πώγωνα οὐ βαθύς, δασὺς δὲ ἐπ’ εὐθείας, ἱκανῶς φαλακρὸς ταῖς θριξί, τὰ ἄκρα τῆς γενειάδος ὡς περικεκαπνισμένα ὑποφαίνων».
Ἔτσι ἀκριβῶς μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὰ τρία μεγάλα αὐτὰ τέκνα της. Σοφοὺς διδασκάλους καὶ Πατέρας, ποὺ μᾶς ἐδίδαξαν καὶ μᾶς διδάσκουν διαρκῶς μὲ τὴν θεία σοφία τῶν λόγων καὶ τῶν παραδειγμάτων τῶν· ἱερουργοὺς ἐνθέους τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, συλλειτουργοῦντας μαζί μας καὶ συνδοξολογοῦντας τὸν Θεό· πολίτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἰκήτορας τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Καὶ πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸν ὑπηρετοῦν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς λατρείας μας. Τὸ ἑορτολόγιο, ποὺ φέρνει στὴν μνήμη μας τὰ ἱερὰ αὐτὰ πρόσωπα κατ’ ἔτος. Ἡ ὑμνογραφία, ποὺ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἐγκωμιάζει τοὺς ἀγώνας καὶ τὴν δόξαν των. Τὰ συναξάρια, ποὺ μᾶς περιγράφουν τὸν βίο καὶ τὰς ἀρετᾶς των. Ἡ εἰκονογραφία ποὺ ἀνιστορεῖ τὶς ἱερὲς μορφὲς των καὶ μᾶς δίδει τὴν δυνατότητα νὰ βλέπωμε σὰν ζωντανὰ τὰ πνευματικὰ αὐτὰ ἀναστήματα.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων στὴν Ἐκκλησία μας. Νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀδιάλειπτο καὶ ἀδιάσπαστο κοινωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κοινωνία ζώντων ἐν Χριστῷ πιστῶν, εἴτε στὴ γῆ αὐτὴ εἴτε στὴν μακαρία κατάστασι τοῦ οὐρανοῦ. Κοινωνία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλὰ μόνο ζῶντες, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς ἡνώθησαν διὰ τῶν μυστηρίων μὲ τὸν αἰώνιο καὶ ἀθάνατο χορηγό τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό. Ὅλοι μαζὶ συνδοξολογοῦν καὶ συνυμνοῦν τὸν Θεὸ καὶ δέονται οἱ ζῶντες γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ οἱ κεκοιμημένοι γιὰ τοὺς ζώντας. Ὅλοι εἶναι πολίται τῆς Βασιλείας, μὲ τὴν σφραγίδα τῆς ἀθανασίας, μὲ τὰ ὀνόματα τῶν γραμμένα στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς.
Ἡ ἀκολουθία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ἀποδίδεται ἀπὸ τὸν συντάκτη τοῦ συναξαρίου τῆς ἑορτῆς τῶν στὸν Ἰωάννη τὸν Μαυρόποδα, μητροπολίτη Εὐχαΐτων, ποὺ «τὴν ἑορτὴν ταύτην παρέδωκε τὴ Ἐκκλησία ἑορτάζειν Θεῷ» καὶ συνέταξε γι’ αὐτὴν κανόνες, τροπάρια καὶ ἐγκώμια. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν Μαυρόποδα συνέβαλαν καὶ ἄλλοι ὑμνογράφοι στὴν ὁλοκλήρωσι τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Τὰ ἰδιόμελα τῆς λιτῆς καὶ τὰ στιχηρὰ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ ἀποδίδονται στὸν Νεῖλο Ξανθόπουλο, τὸ δὲ ἰδιόμελο στὸ «Καὶ νῦν» τῶν ἀποστίχων εἶναι ποίημα τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ. Ρητῶς στὸν Ἰωάννη ἀποδίδονται οἱ τρεῖς κανόνες. Θὰ παρατεθοῦν τὸ πρῶτο στιχηρὸ τοῦ ἑσπερινοῦ του δ΄ ἤχου, προσόμιό του «Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσι», «Τὰ τῆς χάριτος ὄργανα…». Τὸ πρῶτο τῶν ἀποστίχων τοῦ πλ. Α΄ ἤχου, προσόμοιό του «Χαίροις ἀσκητικῶν», «Χαίροις Ἱεραρχῶν ἡ τριάς…». Τὸ πρῶτο τῶν στιχηρῶν τῶν αἴνων τοῦ β΄ ἤχου, προσόμοιό του «Ποίοις εὐφημιῶν», «Ποίοις εὐφημιῶν στέμμασι στεφανώσωμεν τοὺς διδασκάλους…» καὶ τὸ δοξαστικὸ τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ, ἰδιόμελο τοῦ πλ. Α΄ ἤχου, «Σαλπίσωμεν ἐν σάλπιγγι ἀσμάτων…». Εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς.







Από το ιστολόγιο  ''ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ''


Δεν πέρασαν πολλές ημέρες που η Εκκλησία μας εόρτασε το μέγα μυστήριον της κοσμοσωτηρίου οικονομίας, που η κένωση του Θεού Λόγου επραγματοποίησε. Ομολογούμε ότι δονούν ακόμη τη ψυχή μας όλα αυτά τα γεγονότα της αγάπης του Θεού σε μας και συναρπαζόμαστε από την ανάμνηση των δωρεών και χαρίτων, όπου «εχαρίτωσεν ημάς εν τω ηγαπημένω» ο ουράνιος Πατέρας μας. Σήμερα έχουμε κάτι άλλο επάξια θαυμαστό και πρόξενο μεγίστης ωφελείας. Σήμερα βλέπουμε την επαλήθευση των επαγγελιών του Κυρίου μας Ιησού σε όλη τους την έκταση και πληρότητα εφαρμοσμένες στη δική μας φύση.
treisierarxes2
Όσα στον πανάρετό του βίο μάς υπέδειξε και διά του λόγου του μας δίδαξε, «ποιών τε και διδάσκων», έρχονται να επισφραγίσουν με ακρίβεια οι σημερινοί εορταζόμενοι τρεις μέγιστοι φωστήρες. Οι ουρανομήκεις αυτοί στύλοι της Εκκλησίας, οι πνευματοκίνητες σάλπιγγες, τα απόλυτα όργανα της Χάριτος, αφού έγιναν τέτοιοι με την ενοίκηση σ΄ αυτούς του Παναγίου Πνεύματος, αφού αγάπησαν τον Θεόν ολοκληρωτικά, στράφηκαν πάλι πίσω προς εμάς δηλ. στο σύνολο της ανθρώπινης ταλαιπωρίας και αδυναμίας και «έγιναν τοις πάσι τα πάντα», κατά τον Παύλον, για να σώσουν όσους θέλουν, αφού έγιναν απρόσκοπτοι και απλανείς οδηγοί  σε όλες τις γενεές.
Δεν θα είναι ίσως τολμηρό να αναφέρω ότι, εάν εστερείτο των συγγραμμάτων και οδηγιών των υπολοίπων πατέρων μας η Εκκλησία, είναι ικανά μόνα τα ιδανικά των τριών αυτών φωστήρων, να συμπληρώσουν όλους και οδηγήσουν κάθε άνθρωπον στη σωτηρία. Καμμία πτυχή ολόκληρης της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως από το Α έως το Ω, από την αρχή ως το τέλος, από την πράξη ως την θεωρία δεν ήταν ξένα προς αυτούς. Όλες οι πρακτικές αρετές, ολόκληρη η θεωρητική ανάβαση και κάθαρση και ο φωτισμός και τα θεία χαρίσματα ευρίσκοντο σ’ αυτούς τους μακαρίους πατέρες. Όλο το βάθος της Θεολογίας, το Τριαδικό, το Χριστολογικό, το εσχατολογικό, τα μυστήρια της προνοίας και μετά οι όροι των διαφορών στα κτίσματα, οι τρόποι της προνοίας και μετά oι όροι της ακριβείας και οικονομίας στο πολυσχιδές έργον της μετανοίας, όλο το χριστιανικό ήθος και το βίωμα των πιστών σε όλες τις γενεές μέσα στην Εκκλησία θα έχει αναντικατάστατους αυτούς τους φωστήρες.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, η αυτοαλήθεια, είναι η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας. Κάθε πιστό μέλος της Εκκλησίας είναι και μια εικόνα της αλήθειας που ζει κατά τη δύναμή του τη θεία πραγματικότητα. Στην πορείαν της Εκκλησίας μας υπήρξαν πρόσωπα όπου έζησαν ολοκληρωτικά αυτήν τη θεία πραγματικότητα. Αφού αγάπησαν ολοκληρωτικά τον Θεό και τον πλησίον πάνω από τον εαυτό τους, δέχθηκαν όλο το πλήρωμα του Χριστού και ανέλαβαν από αυτόν την διαποίμανση του ποιμνίου των προβάτων του. Αυτοί ονομάζονται ΠΑΤΕΡΕΣ. Το Άγιον Πνεύμα, η ζωή και πνοή της Εκκλησίας, που συγκροτεί και αυξάνει τα τέκνα της, ιδίως δε τους πατέρες ως τους κατ’ εξοχήν πιστούς εργάτες και οικονόμους μέσα σ’ αυτήν, δι’ αυτών λαλεί και ενεργεί, επειδή είναι ικανοί να δεχθούν μέσα τους τις θείες εκλάμψεις και φωτισμό.
Η λέξη πατήρ κατά την ετυμολογίαν της είναι ο πάντων τηρητής (παντήρ), ο επιτηρών τα πάντα, που συγχρόνω γεννά, δημιουργεί. Αυτήν την ιδιότητα έχουν οι πατέρες μας  στην Εκκλησία, διότι το έργο τους, η σκέψη τους είναι συνυφασμένα με το λυτρωτικό έργο της και έτσι δεν νοούνται πατέρες εκτός της Εκκλησίας, αλλ’ ούτε και η Εκκλησία χωρίς πατέρες. Είναι άρα οι Πατέρες δημιουργήματα του Αγίου Πνεύματος (προϊόντα του). Και επομένως οφείλομε προς αυτούς εμπιστοσύνη και υπακοή. Δεν είναι φυλετισμός, όταν υποδεικνύομε την πατερική παράδοση, αλλά απλώς την ουσίαν της πραγματικότητος τονίζομε, επειδή «ου θελήματι ιδίω φερόμενοι ελάλησαν οι άγιοι του Θεού άνθρωποι».
Ο δε Άγιος Δαμασκηνός λέγει· «διά πνεύματος Αγίου ό τε νόμος και οι προφήται, ευαγγελισταί και Απόστολοι και ποιμένες ελάλησαν και οι διδάσκαλοι». Τοποθετούμενοι χρονικώς υπό του Σωτήρος μας και Αρχιποιμένος Χριστού οι Πατέρες μας μέσα στην Εκκλησία είπε ο καθένας εκείνο που το Άγιον Πνεύμα του εδίδαξε, και όχι χωρίς αγώνα και προσπάθεια, και έτσι αυτό γινόταν και μία εμπειρία, ένα απόκτημα στην αύξηση της παραδόσεως. Η αύξηση αυτή της εμπειρίας στην παράδοση δεν άλλαξε ή βελτίωσε την υπάρχουσα αλήθεια, αλλ’ απλώς ετελειοποιείτο κατά προκοπήν γνώσεως κατά τον Μ. Βασίλειον η Ι. Παράδοση και δεν υπήρχε αλλοίωση στην αλήθεια (γνώρισμα των αιρετικών).
Επειδή όλοι οι Θεοφόροι Πατέρες εφωτίζοντο  από το ίδιο το παράκλητο πνεύμα, καθένας με τη δική του γλώσσα και σε διαφορετικούς καιρούς και καταστάσεις μίλησαν συμφωνόντας στο θέμα της αλήθειας και κανένας ουδέποτε διεφώνησε ή ανέτρεψε άλλον πριν ή μετά απ’ αυτόν, αλλά διερμήνευσαν την αποκαλυφθείσαν αλήθεια και εδίδαξαν τελειοποιούντες σε προκοπή γνώσεως το σώμα της Εκκλησίας. Όταν λοιπόν το Πανάγιο Πνεύμα φώτιζε ένα εκ των Πατέρων σε μια εποχή γιά τη λύση κάποιου σοβαρού προβλήματος, αυτό ίσχυε σε όλες πλέον τις εποχές άσχετον αν η εκκλησία μερικές φορές το εφαρμόζει με τον εκάστοτε αρμόζοντα τρόπον. Χάριν λοιπόν του Θείου φωτισμού των οι Άγιοι Πατέρες, εφ’ όσον «πάντα χορηγεί το πνεύμα το άγιον», απέκτησαν την αυθεντίαν της ορθοδόξου θεολογίας, που είναι ο όρος και η έννοια της μίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού μας.
Το πάντοτε επίκαιρο σύνθημα του λόγου της Εκκλησίας μας «προς τους πατέρας, προς τους πατέρας» γίνεται σήμερα επιτακτικότερο, διότι η φαινομένη απιστία και άρνηση των πάντων όχι μόνο θεολογικώς απεγύμνωσε τους λαούς, αλλά και ο ηθικός βίος χωλαίνει βαρύτατα. Η στροφή προς τους πατέρας είναι η μόνη λύση της συμφοράς που κατέλαβε την οικουμένη, γιατί στον πανάρετο βίο τους θα βρούμε όλους τους κανόνες της ζωής από τον πλέον εισαγωγικό έως αυτήν την τελειότητα, από το απλούν ήθος έως την επίγνωση του εαυτού μας και του όλου μας προορισμού. Στην αγίαν των βιογραφία θα ανακαλύψει ο κάθε χαρακτήρας ό,τι τον απασχολεί, όλες οι γενεές, όλες οι καταστάσεις, όλες οι μορφές, όλα τα συμπτώματα εκεί βρίσκονται γραμμένα.
Όλη η τέχνη του αοράτου πολέμου, οι μορφές της πλάνης και της χάριτος, όλες οι φυσικές αλλοιώσεις της πίστεώς μας από το δόγμα έως την παράδοση, όλη η έννοια της ακριβείας και της οικονομίας και ό,τι άλλο μας οδηγεί στο να αποκτήσουμε «νούν Χριστού» βρίσκεται στους Αγίους μας Πατέρας. Τί δε να πούμε περί του έργου της μετανοίας που όλοι μας έχουμε τόσην ανάγκη; Ποιός άλλος με τόσην λεπτομέρεια διεσάφησε την πορείαν μας προς το δρόμο αυτό και απέδειξε κατορθωτή την μετάνοια σε κάθε χαρακτήρα και ηλικία και περίσταση; Έγιναν και έμειναν πατέρες μας στην κυριολεξία και πραγματικότητα.
Καθώς «ηγάπησαν τον Θεόν εξ όλης ψυχής και τον πλησίον των ως εαυτούς», αφού εφύλαξαν εξ ολοκλήρου τις θείες εντολές και έγιναν καθαροί και ηγιασμένοι, στράφηκαν προς τον κόσμο και ανέλαβαν κατά τον κανόνα «της κοινωνίας» τα δικά μας ελλείμματα· και όπως ο αναμάρτητος Χριστός μας έπαθε και απέθανε για το δικό μας χρέος, έτσι και οι πιστοί του μαθηταί και οικονόμοι, οι πατέρες, μετά τη δική τους τελείωση στράφηκαν προς εμάς και έγιναν μέτοχοι των δικών μας πειρασμών, όπως γίνεται με τους γονείς με τα παιδιά τους.















0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου