ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

13 Δεκεμβρίου , Κυριακή ΙΑ' Λουκά και μνήμη των Αγίων μαρτύρων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστου

Κυριακή ΙΑ’ Λουκά – Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου

 

Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ιδ΄ 16-24


Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. 21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.

 


Νεοελληνική Απόδοση


«Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Ένας άνθρωπος ετοίμασε μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους: «ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα». Τότε άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλο, να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: «Έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω˙ σε παρακαλώ θεώρησέ με δικαιολογημένο». Άλλος του είπε: «Έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω ˙ σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με». Και ένας άλλος του είπε: «είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έρθω». Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον Κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: «πήγαινε γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς». Όταν γύρισε ο δούλος του είπε: «Κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος». Είπε πάλι ο Κύριος στο δούλο: «πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια και ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου ˙ γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από εκείνους που κάλεσα δεν θα γευτεί το δείπνο μου». Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί».




Σχολιασμός



            Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Προπατόρων, δηλαδή της Κυριακής προ της Κυριακής προ των Χριστουγέννων, είναι παρμένο από το κατά Λουκάν ευαγγέλιο και πιο συγκεκριμένα από το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο, στίχοι δέκα έξι μέχρι και είκοσι τέσσερα. Στην περικοπή αυτή γίνεται αποτύπωση ακόμη μίας εκ των παραβολών που ειπώθηκε από τον Ιησού κατά την επίγεια δράση Του. Η παραβολή αυτή είναι διαδεδομένη ως η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου. Το περιεχόμενό της έχει ως εξής: Κάποιος άνθρωπος, πλούσιος προφανώς, αφού συγκάλεσε μεγάλο δείπνο και να είχε και δούλους υπό τη δούλεψή του, συγκάλεσε δείπνο μεγάλο και προσκάλεσε πολύ κόσμο. Όταν όμως απέστειλε κάποιο δούλο να ενημερώσει τους καλεσμένους ότι το δείπνο ήταν έτοιμο και να προσέλθουν στη κοινή τράπεζα, ο ένας μετά τον άλλο προέβαλλαν δικαιολογίες για τη μη παρουσία τους σ’ αυτό. Ένας εξ’ αυτών αγόρασε, λέει, χωράφι και θα πήγαινε να το ελέγξει. Άλλος αγόρασε πέντε ζευγάρια βόδια και αυτός θα πήγαινε να τα ελέγξει. Ένας τρίτος δικαιολογήθηκε με το γεγονός ότι ήταν νιόπαντρος και δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη συζυγική εστία. Μαθαίνοντας όλα αυτά ο οικοδεσπότης εξοργίσθηκε και απέστειλε το δούλο του στις πλατείες και τους δρόμους της πόλης να μαζέψει τους φτωχούς, τους αναπήρους, τους τυφλούς και τους κουτσούς. Εκτελώντας αυτή την εντολή του Κυρίου του, δεν γέμισε το τραπέζι, δεν πληρώθηκαν οι θέσεις του δείπνου, υπήρχαν θέσεις κενές. Έτσι αποστάληκε και πάλι ο δούλος έξω της πόλης να μαζέψει κόσμο, για να πληρωθούν οι θέσεις στην τράπεζα και να γεμίσει το σπίτι του οικοδεσπότη. Στο τέλος της παραβολής δίνεται και μία βεβαίωση διά του στόματος του οικοδεσπότη του δείπνου του μεγάλου, ότι από τους προσκεκλημένους κανένας δε θα γευτεί από το δείπνο αυτό, διότι οι καλεσμένοι ήταν πολλοί οι εκλεκτοί όμως λίγοι.

            Μέσα από το συγκεκριμένο εδάφιο αναφύονται πάμπολλα θέματα προς συζήτηση και ανάλυση. Λαμβάνοντας όμως αφορμή από τη σύγχρονη κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας αλλά και γενικά στην παγκόσμια κοινότητα, την δεινή θέση αρκετών συνανθρώπων μας ένεκα της οικονομικής κρίσης και της κρίσης αξιών, θα επικεντρωθούμε στον τρόπο ανακούφισης των αναξιοπαθούντων της τότε κοινωνίας από τον οικοδεσπότη της παραβολής.

            Ο οικοδεσπότης της παραβολής με τη μη αποδοχή της πρόσκλησης σε δείπνο από τους καλεσμένους του, προβαίνει σε κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της τότε αλλά και της σημερινής εποχής, προσκαλεί σε μεγάλο και πλούσιο δείπνο ανθρώπους φτωχούς, ανθρώπους με προβλήματα υγείας όπως αναπήρους, τυφλούς και κουτσούς. Δε φτάνει όμως αυτό! Αποστέλλει το δούλο του και στην έξω των τειχών της πόλεως περιοχή – όπου τον καιρό εκείνο οι άνθρωποι που κατοικούσαν εκεί ήταν σε κατώτερο επίπεδο και από τους ίδιους τους ασθενείς. Αναλογιστείτε ότι για την τότε ιουδαϊκή αντίληψη, οι ασθενείς ταυτίζονταν με τους αμαρτωλούς, τους απόκληρους της κοινωνίας άρα και τους ανεπιθύμητους κοινωνικά. Φυσικά ο Χριστός ανέτρεψε την αντίληψη αυτή. Και ο οικοδεσπότης αυτός αποστέλλει επίσημη πρόσκληση για κοινή τράπεζα σε άτομα «κατώτερα» και από τους ίδιους τους κοινωνικά αποκλήρους.

«Το δείπνο, όπως και σήμερα, περισσότερο όμως τότε, αποτελούσε μέσο και τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των συνδαιτυμόνων» (Χωρεπισκόπου Τριμυθούντος κ.  Βασιλείου, Ευαγγέλιο και Ζωή Οι παραβολές, Λευκωσία 1998, σ. 79), όχι μόνο στον Ιουδαϊκό, αλλά και στον Ελληνικό και Ρωμαϊκό κόσμο. Θα μου πείτε καταρχήν τί κοινό είχε με τέτοιου είδους ανθρώπους ο οικοδεσπότης της παραβολής και κατά δεύτερον, που έρχεται ως συνέχεια του πρώτου, τί θα συζητούσαν, σε ποιό κοινό θεματολόγιο θα αναλίσκονταν; Το κοινό που ένωνε τον οικοδεσπότη με όλους αυτούς τους ανθρώπους είναι το ίδιο που ενώνει εμάς όλους. Είναι το γεγονός ότι είμαστε όλοι σύν-τροφοι και συν-αίματοι από τη στιγμή που είμαστε όλοι κοινωνοί του ίδιου Σώματος και του ίδιου Αίματος του Κυρίου ημών και συμμετέχουμε στην κοινή Τράπεζα.

Αιτιολογείται η κίνηση αυτή του οικοδεσπότη έχοντας στο μυαλό μας και μιαν άλλη παραβολή, αυτή της Κρίσεως στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες ˙ Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενούντα ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε; …... Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Μτθ. 25, 34-40).

Η σημερινή δεινή οικονομική κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί συνάνθρωποί μας και να πεινάσουν και να διψάσουν και  να γυμνωθούν και στη φυλακή να καταλήξουν λόγω διαφόρων άσχημων συνθηκών και περιστάσεων. Η Εκκλησία ως Μητέρα όλων, ανέκαθεν επιδιδόταν σε  φιλανθρωπία και θεωρούσε ως απαραίτητο στοιχείο του είναι Της τη βοήθεια και ενδυνάμωση των αναξιοπαθούντων της τέκνων. Πόσο μάλλον σήμερα που οι αναξιοπαθούντες πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα. Για το λόγο τούτο έχει συστήσει Κοινωνικά Παντοπωλεία, Κοινωνικά Ιατρεία, Καλάθια Αγάπης, επισκέψεις σε φυλακές και πολλά άλλα που έρχονται ως απάλειψη του πόνου και άμβλυνσης των κακουχιών της σημερινής κατάστασης. Εμείς ως γνήσια τέκνα της Εκκλησίας, καλούμαστε να ενισχύσουμε τις δραστηριότητες αυτές μέσα από το πλεόνασμα ή από το υστέρημά μας, είτε προσφέροντας υλικά αγαθά είτε με την εθελοντική μας προσφορά και παρουσία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή αναγιγνώσκεται την Κυριακή που η Εκκλησία τιμά και εορτάζει τους Προπάτορες, όσοι δηλαδή προήλθαν από Αδάμ μέχρι τη γενεά της Παναγίας Παρθένου μητέρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. «Αδάμ ανευφημήσωμεν, Άβελ Σηθ και τον Ενώς, Ενώχ και Νώε Αβραάμ, Ισαάκ και τον Ιακώβ, Μωσήν Ιώβ και τον Ααρών, Ελεάζαρ Ιησούν, Βαράκ Σαμψών Ιεφθάε, Δαυΐδ και τον Σολομώντα» (Β’ Εξαποστειλάριον Κυριακής Προπατόρων). Ο λόγος που γίνεται χρήση της συγκεκριμένης περικοπής είναι γιατί «αυτοί οι πατέρες και προπάτορες θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων «Εν γάρ Χριστώ Ιησού ουκ εστί παλαιός, ου νέος, ουχ Έλλην, ουχ Ιουδαίος, Βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. 3,11) και « ου γαρ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος εστίν ουδέ η εν τω φανερώ εν σαρκί περιτομή, αλλ’ ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος, και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι» (Ρωμ. 2, 27-28). Έτσι λοιπόν και σε μας πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε και με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι οι οποίοι ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού και τηρούν τις εντολές του». (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης)

Σε λίγες εβδομάδες προσεγγίζοντας τις Άγιες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς θα καλεστούμε να ενισχύσουμε τα φιλανθρωπικά αυτά έργα. Είτε προσφέροντας φαγώσιμα σε συνανθρώπους μας που αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, είτε επισκεπτόμενοι φυλακές για να τονώσουμε και να ενισχύσουμε τους φυλακισμένους, είτε επισκεπτόμενοι νοσοκομεία να δώσουμε μία νότα παρηγοριάς σε ασθενείς συνανθρώπους μας, είτε κρατώντας συντροφιά σε γεροντάκια ξεχασμένα από ανθρώπους και με πολλά άλλα πρακτικά παραδείγματα. Φυσικά δεν πρέπει να αναμένουμε μόνο αυτές τις ημέρες για φιλανθρωπίες. Ειδικότερα όμως, αυτή την περίοδο των κοσμοσωτήριων εορτών της Χριστού Γέννησης και των Θεοφανείων, αλλά και της εορτής του Αγίου που επιδόθηκε σε όλη του τη βιωτή στην παροχή φιλανθρωπίας, του Μεγάλου Βασιλείου του Ουρανοφάντορος θα πρέπει να σταθούμε ως αδελφοί σε αδελφούς. Ευελπιστώντας στο τέλος να ακούσουμε το «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ» (Μτθ. 25, 21) διότι «επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με» (Μτθ. 25, 35-36) γιατί όπως είπε Κύριος «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Μτθ. 25,40). Γένοιτο.
 
 
 
Βίος Αγίων Ευστρατίου , Αυξεντίου , Ευγενίου , Μαρδαρίου και Ορέστου . 





 Ειδωλολατρική μανίαΟι Άγιοι μάρτυρες Αυξέντιος, Ευγένιος Ευστράτιος, Μαρδάριος και Ορέστης, έζησαν κατά τους χρόνους τω αντίχριστων αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιλιανού,
που βασίλευσαν κατά τα έτη 284-304.

Ο Άγιος Ευστράτιος αποφασίζει να μπει στον αγώνα

Την εποχή λοιπόν αυτήν που γινόταν η μεγάλη αιματοχυσία, ήταν στην πόλη των Αραβράκων και ο μακάριος Ευστράτιος. Αυτός ήταν θεοσεβής και ενάρετος άνθρωπος.
Εκτελούσε τις εντολές του Θεού με ευλάβεια και σεβασμό. Είχε και αξίωμα της πολιτείας σπουδαίο. Ήταν Σκρινιάριος δηλ. χαρτοφύλαξ. Ήτο και πολύ μορφωμένος. Βλέποντας,
λοιπόν, ο μακάριος τα εγκλήματα εις βάρος των Χριστιανών πικραινότανε κάθε μέρα και παρακαλούσε τον Χριστό με δάκρυα και νηστείες, να τους γλυτώσει από τα λυπηρό αυτά
πράγματα. Επιθυμούσε και αυτός ν' αγωνισθεί με τούς Αγίους και να τον αξιώσει ο Κύριος να μαρτυρήσει. Φοβότανε όμως την μεγάλη σκληρότητα και τις αμέτρητες μηχανές των
τιμωριών και των βασάνων. Σκέφθηκε όμως να κάνει μια δοκιμή, για να δει, αν αυτά ήτο θέλημα Κυρίου να μαρτυρήσει. Έτσι έβγαλε την ζώνη και είπε σε έναν δούλο του να πάει
να την αφήσει στην Αγία Τράπεζα και άμα δει ότι την παίρνει ο πρεσβύτερος Αυξέντιος να μην κάνει τίποτα εάν όμως την έπαιρνε κάποιος άλλος να την πάρει πίσω. Πήγε ο
δούλος και έκανε ότι του είπε. Την ζώνη την πήρε ο πρεσβύτερος και όταν το έμαθε ο Άγιος αυτό κατάλαβε πως ήταν Θείο θέλημα να μαρτυρήσει και χάρηκε πολύ.
Την επομένη ημέρα ο Ευστράτιος επήγε στην φυλακή και παρακαλούσε τους φυλακισμένους Αγίους, να κάμουν δέηση γι' αυτόν. Ο Λυσίας είχε καθίσει επί θρόνου στην πλατεία,
εις το μέσον της πόλεως. Περίμενε να του φέρουν τούς φυλακισμένους όλους για εξέταση.

Γενναία ομολογία και βασανιστήρια

Τότε καταφθάνει ο Ευστράτιος επικεφαλής όλων των κρατουμένων Χριστιανών. Στέκεται ενώπιον του Λυσίου και άρχισε να τον ελέγχει με θάρρος και γενναιότητα. Ο Λυσίας στην
αρχή θαύμασε το απροσδόκητο θάρρος του ανδρός. Αλλά κατόπιν έδωσε διαταγή να τον γυμνώσουν και να τον δέρνουν αλύπητα. Όταν σταμάτησαν να τον δέρνουν τον εξέτασε
και προσπάθησε να τον ελέγξει. Όμως ο Άγιος με θάρρος και γενναιότητα ομολογούσε την Πίστη του. Οργισμένος ο Λυσίας από την ομολογία του Ευστράτιου έδωσε διαταγή να
τον κρεμάσουν και από κάτω να βάλουν φωτιά να καίει, κατόπιν να σχίζουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Έβλεπε ο τύραννος όμως πως ο Άγιος τα επέμενε όλα με χαρά και
έδωσε τότε διαταγή να του ρίξουν ξύδι και αλάτι στις πληγές του. Ο Άγιος τα υπέμεινε με καρτερία και έλεγε στον τύραννο:
—Εάν νομίσεις ότι με τα βασανιστήρια αυτά, μου δίδεις ταλαιπωρία, πλανάσαι, ταλαίπωρε. Εσύ σήμερα με αξίωσες να απολαύσω τ' αγαθά εκείνα, που ποθούσα.
Και εγώ Χριστιανός είμαι
Ένα αξιωματούχος, ονόματι Ευγένιος, που παρέστεκε στον Ευστράτιο ως υπάλληλος της διοικήσεως και ήταν και συμπολίτης του, φώναξε λέγοντας:
-Λυσία, κι εγώ Χριστιανός είμαι και την θρησκεία σου αναθεματίζω και δεν υπακούω εις τα βασιλικά διατάγματα και τα δικά σου προστάγματα, καθώς και ο κύριος μου Ευστράτιος.
Βλέποντας αυτά ο άρχοντας και τρέμοντας από οργή και θυμό, διέταξε να δέσουν και τους δύο Αγίους με αλυσίδες. Να δέσουν όλο το σώμα τους και να τους φυλακίσουν μαζί με
τους υπολοίπους Χριστιανούς μέχρι νεωτέρας διαταγής του. Στην φυλακή όλοι οι Χριστιανοί προσευχήθηκαν στον Θεό και ζήτησαν δύναμη για τον αγώνα τους.


Η μαρτυρική πορεία

Την επομένη ημέρα, διέταξε ο Λυσίας τους δούλους του να ετοιμάσουν, ότι χρειαζόταν για οδοιπορία, θα έφευγαν για την Νικόπολη. Πήγε κατόπιν στον Άγιο Ευστράτιο και του
έδωσε ένα ζευγάρι παπούτσια να βάλει και να τον ακολουθήσει μαζί με όλους τους φυλακισμένους. Τα παπούτσια αυτά είχαν καρφιά μέσα και τρυπούσαν τα πόδια του μάρτυρα.
Δύο μέρες οδοιπορούσαν μέχρις που έφτασαν στα Αλάβρακα.

Ο Μαρδάσιος τρέχει στο Μαρτύριο

Την ώρα που έμπαινε η συνοδεία του Αγίου την είδε ο Μαρδάριος ο οποίος δεν ήξερε πολλά γράμματα αλλά ήταν αρκετά πλούσιος. Όταν είδε την συνοδεία να περνάει άναψε
μέσα του πόθος να ακολουθήσει τον Άγιο. Έτσι μίλησε στην γυναίκα του και αυτή τν παρότρυνε να αξιωθεί και να θυσιασθεί για τον Κύριο χωρίς να σκεφτεί τα παιδιά του γιατί ο
Κύριος θα μεριμνούσε για αυτούς. Έτσι ο Μαρδάριος γεμάτος χαρά, αγκάλιασε τα δυο παιδιά του, προσευχήθηκε στον Κύριο και κατόπιν έτρεξε να φτάσει τους Αγίους στον
Ευστράτιο:
- Δέσποτα Κορισίδη, όπως το άκακον πρόβατο έτσι ήλθα κι εγώ σε σένα, αν και είμαι ανάξιος, να σε συνοδεύσω. Δέξε με, λοιπόν κι εμένα εις τον Δεσπότη Χριστό και Σωτήρα
ως συμμάρτυρα.
Κατόπιν εφώναξε στους ειδωλολάτρες:
- Ακούσατε υπηρέτες τού διαβόλου! Χριστιανός είμαι και εγώ, όπως κι ο κύριος μου Ευστράτιος.
Τότε οι στρατιώτες έδεσαν και αυτόν και τον φυλάκισαν μαζί με τους άλλους Αγίους. Ανήγγειλαν δε εις τον Λυσία το γεγονός. Εκείνος έγινε έξω φρενών από τον θυμό του.

Ο Αυξέντιος: Δεν θα μπορέσεις να μου αλλάξεις την Πίστη

Την Επομένη ο Λυσίας διέταξε να φέρουν για εξέταση τον πρεσβύτερο Αυξέντιο, που είχαν φυλακισμένο και του λέγει:
—Αυξέντιε, ελευθέρωσε μας και μας από τους κόπους και σώσε τον εαυτό σου. Άλλαξε μυαλό και πέσε στην αγαθότητα των θεών να σε συγχωρήσουν.
— Άκουσε με του λέγει ο Αυξέντιος. Σε διαβεβαιώνω η Πίστη μου δεν αλλάζει. Έναν Θεόν ξέρω και αυτόν σέβομαι. Και όσες αναρίθμητες πληγές και αν μου δημιουργήσεις,
θα τους δεχθώ. Και αν με άλλα βασανιστήρια με φλόγα, με σίδερο, με κατακάψεις, δεν θα μπορέσεις να μεταστρέψεις την Πίστη μου.
Τότε ο τύραννος έδωκε εναντίον του την τελευταία απόφαση να τον αποκεφαλίσουν σε δάσος έρημο και να αφήσουν το λείψανο του να το φάνε τα άγρια θηρία. Έτσι και έκαμαν
οι δήμιοι.


Να λέγεις: Χριστιανός είμαι

Ύστερα διέταξε να φέρουν τον Μαρδάριο. Ο Μαρδάριος ζήτησε από τον Ευστράτιο να του ευχηθεί και να τους διδάξει τι να αποκριθεί στον τύραννο, γιατί φοβόταν σαν
αγράμματος που ήταν μήπως δεν τα πει καλά και τον ειρωνευτούν. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του είπε:
—Επίμενε, αδελφέ Μαρδάριε, να λέγεις, Χριστιανός είμαι και να μην αποκριθείς σε τίποτε άλλο.
Όταν άρχισε ο δικαστής να τον ρωτάει ο Άγιος έλεγε συνέχεια «Χριστιανός είμαι». Τότε ο δικαστής εξοργίστηκε και έδωσε διαταγή να του τρυπήσουν τους αστραγάλους και
από τις τρύπες να περάσουν σχοινιά και να τον κρεμάσουν και ύστερα με πυρωμένες σούβλες να κατακαίνε το σώμα του. Ο άγιος επί πολλή ώρα υπέμεινε τον μαρτύριο και
ανέπεμπε δέηση, λέγοντας:
- Κύριε Δέσποτα, ευχαριστώ σε, διότι με καταξίωσες αυτά τα αγαθά. Επόθησα το σωτήριόν σου και αγάπησα αυτό πάρα πολύ. Δέξε εν ειρήνη το Πνεύμα μου.
Αφού είπε αυτά παρέδωκε την αγία του ψυχή εις χείρας Θεού. Οι υπηρέτες του τυράννου κατέβασαν από το ξύλο το Άγιο Λείψανο.

Το μαρτύριο του Ευγενίου

Κατόπιν διέταξε ο άρχοντας: Φέρετε εδώ τον άχρηστο Ευγένιο, που τόλμησε προχθές και μας έβρισε.
Πράγματι! Έφεραν λοιπόν τον Ευγένιο και του λέγει ο Λυσίας:
—Πες μου, ελεεινέ, ποιός δαίμονας σε εξαγρίωσε τόσον, ώστε με τόσην αυθάδεια να μας βρίσεις, χωρίς να βάλεις καν στο νου σου το αυστηρό δικαστήριο, αδιάντροπε;
—Ο Θεός μου, απάντησε, που καταργεί τους δαίμονες, τους οποίους συ προσκυνάς, με δυνάμωσε και ρου χάρισε θάρρος να περιφρονήσω την εξουσία σου, σκύλε,
και υιέ του διαβόλου, που θα παραδοθείς μαζί με αυτόν στη Κόλαση.
Ο Λυσίας έγινε θηρίο από τον θυμό και λέγει:
-Κόψετε τη γλώσσα του και τα χέρια του και συντρίψτε του τα σκέλη, για να μάθη να ομιλεί φρονιμότερα.
Οι υπηρέτες εξετέλεσαν την διαταγή και ο Άγιος παρέδωσε την ψυχή του εις τον Θεό.

Ο χρυσούς Σταυρός του Ορέστη

Κατόπιν καθόταν ο Λυσίας σε ένα μέρος και καλούσε τούς στρατιώτες του ένα - ένα με το όνομά τους. Περνούσαν μπροστά του και έδειχναν ο καθένας την ανδρεία του και την
εμπειρία του. Ήταν μεταξύ αυτών και ένας στρατιώτης ωραιότερος από τους άλλους, εύμορφος στο πρόσωπο και υψηλός ατό ανάστημα. Ονομαζόταν Ορέστης. Όταν τον είδε ο
Λυσίας, παίνεψε την ωραιότητα του και τον κάλεσε να ρίψει το ακόντιο στο στόχο. Καθώς όμως σήκωσε το χέρι να τινάξει το κοντάρι, έφυγε στο πλάι ο χιτώνας του και φάνηκε
ένας χρυσός σταυρός, που κρεμόταν στο στήθος του. Όταν είδε αυτό έδωσε διαταγή να τον φυλακίσουν μαζί τον Ευστράτιο. Κατόπιν έφτασε πολύ πλήθος Χριστιανών που
ομολογούσε την πίστη του. Ο Λυσίας φοβούμενος έστειλε τον Ορέστη και τον Ευστράτιο στον Αγρικόλα για τους καταφέρει εκείνος να τους αλλάξει.


Ο Άγιος Ορέστης πάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι

Προστάζει τότε ο τύραννος, να φέρουν αμέσως ένα σιδερένιο κρεβάτι και κάτω ν’ ανάψουν φωτιά πολλή, ώστε να σταυθηροβολή και να βάλουν επάνω τον Ορέστη. Κατόπιν
λέγει στον Ευστράτιο:
—Δίκαιον είναι να δεις πρώτα την τιμωρία, που σε περιμένει, κι ύστερα να περάσεις το βασανιστήριο, για να δείξεις περισσότερο την υπομονή και το θάρρος σου. Όταν
ετοιμάσθηκαν όλα και πήγαιναν τον μακάριο Ορέστη στο πυρωμένο κρεβάτι, δειλίασε. Τότε του λέγει ο Ευστράτιος:
—Μη δειλιάζεις, αδελφέ Ορέστη, διότι μόνον η θεωρία της τιμωρίας έχει φόβο. Δεν θα καταλάβεις τίποτε αν πορευθείς με θάρρος πίστεως. Ο Θεός είναι κοντά μας και μας
βοηθά, θυμήσου την γενναιότητα του μακαρίου Αυξεντίου και του Μαρδαρίου και μη φανείς αμελέστερος από αυτούς. Σε λίγη ώρα περνά ο πόνος και μένει ο θησαυρός
ατελείωτος εις τούς ουρανούς.
Ο Ορέστης πήρε θάρρος, όταν άκουσε τα λόγια αυτά. Έτρεξε με ανδρεία στο πυρωμένο κρεβάτι και αφού έκαμε τον Σταυρό του, εξάπλωσε όλο του το σώμα επάνω στο
κρεβάτι, φωνάζοντας με μεγάλη φωνή:
-Κύριε εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου.
Παρέδωσε δε το πνεύμα. Κατόπιν από αυτό, ο άρχων διέταξε να βάλουν τον Ευστράτιο πάλι φυλακή για να εξετασθεί και πάλι αργότερα.


Η διαθήκη
Ο Άγιος στην φυλακή έγραψε την διαθήκη του στην οποία έδινε εντολή τα λείψανα των Αγίων Αυξεντίου, Μαρδαρίου, Ευγενίου και Ορέστη να ταφούν μαζί με τα δικά του στην
περιοχή όπου επεδείκνυε, γιατί τους είχε υποσχεθεί ότι όταν τελείωνα θα τα έθεταν όλα μαζί. Κατόπιν όρισε τα περουσιακά του στοιχεία όπως έκρινε και ζήτησε να
ελευθερωθούν οι δούλοι του.
Στην φυλακή το βράδυ τον επισκέφτηκε ο Επίσκοπος Σεβαστείας αφού πρώτα χρημάτισε τους φύλακες. Ο επίσκοπος ήθελε να του μιλήσει. Κατόπιν ο Άγιος του ζήτησε να
εκτελέσει αυτός την διαθήκη του και να μεριμνήσει να βάλει όλα τα λείψανα μαζί. Κατόπιν ο Επίσκοπος κοινώνησε τον Άγιο τα Άχραντα Μυστήρια και αποχώρησε.

Πυρί τελειούται

Την επόμενη ημέρα έδωσε διαταγή να φέρουν τον Ευστράτιο μπροστά του ο δικαστής. Βλέποντας, όμως ο άρχων την σταθερότητα του Ευστρατίου στην πίστη τού Χριστού και
τη μεγάλη του προθυμία, δια το μαρτύριο, έγραψε με δυσκολία αυτήν την απόφαση:
- Τον Ευστράτιο, τού οποίου η ψυχή δεν επείσθη στο πρόσταγμα των βασιλέων και δεν ηθέλησε να προσκυνήσει τους Θεούς, διατάσσω να καεί στη φωτιά και να λάβει το τέλος
της ζωής του.
Όταν άκουσε ο Άγιος την απόφαση, προσευχήθηκε στον Κύριο. Όταν τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, είδε ότι οι υπηρέτες είχαν αναμμένη την φωτιά εις το καμίνι. Έκαμε
τότε το σημείο του Σταυρού εις το όνομα τού Δεσπότου Χριστού, και μπήκε μέσα, ψέλνοντας και χαρούμενος. Οι φλόγες παρέλαβαν το σώμα του Αγίου και εντός ολίγου,
παρέδωσε την Αγία του ψυχή εις χείρας του Παντοκράτορας Θεού. Ήταν η 13η Δεκεμβρίου.
Ύστερα ο επίσκοπος επήρε τα άγια λείψανα του Αγίου Ευστρατίου και του Αγίου Ορέστη και τα έφερε εκεί όπου ήταν τα λείψανα των άλλων Αγίων, όπως του παρήγγειλε ο
Άγιος Ευστράτιος.



Στίχος
Τὸν Εὐστράτιον καὶ συνάθλους δὶς δύω, Ἅπαξ δύω κτείνουσι πῦρ τε καὶ ξίφος. Τούς γε σὺν Εὐστρατίῳ δεκάτῃ τρίτῃ ἔκτανεν ἄορ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ
Ἡ πενταυγὴς τῶν ἀθλοφόρων χορεία, τῇ τῶν ἀγώνων νοητῇ δαδουχίᾳ, τὴν οἰκουμένην ἅπασαν αὐγάζει νοητῶς• ὁ σοφὸς Εὐστράτιος,
σὺν Αὐξεντίῳ τῷ θείῳ, Ὀρέστης καὶ Μαρδάριος καὶ Εὐγένιος ἅμα, οὗς εὐφημοῦντες εἴπωμεν πιστοί• χαίροις μαρτύρων πεντάριθμε σύλλογε.

Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὴν ἐν πρεσβείαις
Φωστὴρ ἐφάνης λαμπρότατος Χριστοκήρυξ, τοῖς ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας καθημένοις· πίστιν ὡς δόρυ δὲ περιθέμενος, τῶν δυσμενῶν
τὰ θράση, οὐκ ἐπτοήθης Εὐστράτιε, Ῥητόρων ὑπάρχων εὐγλωττότερος.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου
Ὡς Ἀθλοφόροι ἐν πᾶσιν ἀήττητοι, οἱ τοῦ Σωτῆρος πεντάριθμοι Μάρτυρες, πρεσβείαις ἀπαύστως προσάγετε, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν μόνον
Φιλάνθρωπον, διδόναι ἡμῖν θεῖον ἔλεος.

Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον

Της Τριάδος τῇ πίστει ὀχυρωθείς, ἀληθείας σφενδόνῃ καθοπλισθείς, τῆς πλάνης κατέβαλες, τὸ ἀλλόφυλον θράσος, καὶ τοῦ ἐχθροῦ ἁρπάσας,
τῶν λόγων τὴν μάχαιραν, ἐν αὐτῇ ἀπέτεμες, τοῦ ψεύδους τὴν ἔνστασιν· ὅθεν τοῖς τροπαίοις, θριαμβεύων τῆς νίκης, τῷ σώματι τέθνηκας, τῷ
δὲ πνεύματι ἔζησας, Ἀθλοφόρε Εὐστράτιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ,
τὴν ἄγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὸ ζοφερὸν Χριστὲ τῆς ψυχῆς μου διασκέδασον, ὅπως ἀνυμνήσω λαμπρῶς χορὸν Μαρτύρων πεντάριθμον, Αὐξέντιον, τὸν ἐν αὐξήσει θεϊκῆς
πολιτείας ἀνατραφέντα, καὶ τὸν σοφὸν καὶ γενναῖον ἐν τοῖς ἄθλοις Εὐγένιον, σὺν τούτοις καὶ τὸν Ὀρέστην, τὸν τοῖς θείοις διαιτώμενον ὄρεσι,
Μαρδάριον τὸν ἁπλούστατον, οὗ ὑπῆρξεν Εὐστράτιος καθηγητής, Ῥητόρων ὑπάρχων εὐγλωττότερος.

Μεγαλυνάριον
Σύμμορφοι ἐν ἄθλοις τοῖς ἱεροῖς, Εὐστράτιε μάκαρ, καὶ Αὐξέντιε ἱερέ, σὺν τῷ Εὐγενίῳ, Μαρδάριε Ὀρέστα, ἡμᾶς ἐν ὁμονοίᾳ διατηρήσατε.


Η άθλησις των Αγίων μαρτύρων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστου




Οι άγιοι πέντε μάρτυρες Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης. Τοιχογραφία στην λιτή του Καθολικού της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, έξω από το παρεκκλήσιο του αγίου Δημητρίου.
Οι άγιοι και ένδοξοι μάρτυρες του Χριστού, Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης ζούσαν κατά τους χρόνους των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (284-305μ.Χ.). Ο Διοκλητιανός τότε είχε ορίσει διοικητή το δούκα Λυσία και άρχοντα σ’ όλη την επαρχία της Ανατολής τον Αγρικόλα.
Οι πέντε αυτοί μάρτυρες σέβονταν και λάτρευαν το Χριστό εκ προγόνων. Δεν εκδήλωσαν όμως την πίστη τους προς Αυτόν, επειδή φοβούνταν τους τυράννους και τους διώκτες. Ο άγιος Ευστράτιος ήταν και αξιωματούχος. Έχοντας όμως την επιθυμία να εκδηλώσει την πίστη του στο Χριστό έδωσε τη ζώνη σε κάποιον υπηρέτη του και τον πρόσταξε να την τοποθετήσει στον ιερό ναό που ήταν στον Αράβρακα. Ο Αγιος προέβη σ’ αυτήν την ενέργεια με την εξής σκέψη: αν τη ζώνη την έπαιρνε ο ιερέας Αυξέντιος κατά την είσοδο του στο ναό, αυτό θα αποτελούσε θεία ένδειξη- έτσι θα μπορούσε να προχωρήσει, να φανερώσει την πίστη και να υποστεί το μαρτυρικό θάνατο που ποθούσε. Αν όμως τη ζώνη την έπαιρνε κάποιος άλλος, θα κρατούσε ακόμη κρυφή την πίστη του και δε θα την εκδήλωνε.
Ο υπηρέτης εκτέλεσε την εντολή του Αγίου και επιστρέφοντας τον πληροφόρησε ότι τη ζώνη την πήρε ο πρεσβύτερος Αυξέντιος. Έτσι ο Αγιος σχημάτισε τη γνώμη ότι η μαρτυρία του προς χάρη του Χριστού θα έχει καλή έκβαση γι’ αυτόν. Αμέσως τότε παρουσιάστηκε στο Λυσία και του δήλωσε με παρρησία ότι πιστεύει στο Χριστό. Μάλιστα ο άγιος παρουσιάστηκε στο Λυσία μαζί με άλλους προαθλήαντες αγίους και όντας πρώτος στην τάξη τους, ανακήρυξε τον εαυτό του πρώτο χριστιανό και άσκησε δριμύτατο έλεγχο σ’ αυτόν.
Ο Λυσίας, μετά από το γεγονός αυτό, έγινε έξω φρενών και τον καθαίρεσε αμέσως από το αξίωμα του. Στη συνέχεια πρόσταξε τους δήμιους και τον υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια. Πρώτα πρώτα τον γύμνωσαν και αφού του τέντωσαν το σώμα καταγής με ειδικό μηχάνημα, τον έδειραν ανελέητα με μαστίγια. Έπειτα τον έδεσαν με σχοινιά και τον σήκωσαν ψηλά. Άναψαν δε κάτω από το σώμα του μεγάλη φωτιά και το κατέκαψαν. Κατόπιν ανάμειξαν αλάτι και ξύδι και έχυσαν το μείγμα πάνω στα καμένα μέλη του. Μετά από αυτά του κατέστρεψαν με όστρακα τις πλευρές. Ο άγιος Μάρτυς όμως, ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του Θεού κατέστη απόλυτα υγιής. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσχωρήσει στην πίστη του Χριστού ο Άγιος Ευγένιος.
Τότε οι δήμιοι φόρεσαν στα πόδια του Αγίου Ευστρατίου σιδερένια υποδήματα με καρφιά στο εσωτερικό τους και τον οδήγησαν από τη Σεβάστεια στη Νικόπολη της Αρμενίας μαζί με τον Ευγένιο. Καθ’ οδόν προς τη Νικόπολη, τον είδε οδηγούμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άγιος Μαρδάριος και τον μακάριζε για την καρτερία και υπομονή του. Στη συνέχεια συμβουλεύτηκε τη σύζυγο του, η οποία και τον προέτρεψε να γίνει και αυτός αθλητής του Χριστού. Τότε ο Μαρδάριος τρέχοντας έφτασε τον οδοιπορούντα άγιο Ευστράτιο και δέθηκε μαζί του με τα δεσμά, δηλώνοντας στους στρατιώτες ότι και αυτός είναι χριστιανός.
Μόλις ο Λυσίας κάθισε στο κριτήριο του, πρόσταξε τους στρατιώτες και οδήγησαν ενώπιον του τον άγιο Αυξέντιο. Εκεί στην προσπάθεια του τυράννου να τον πείσει να επιστρέψει στην ειδωλολατρία, αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλώνοντας ότι παραμένει ακλόνητος στην πίστη του. Ο Λυσίας τότε έγινε έξω φρενών και με προσταγή του οι δήμιοι αποκεφάλισαν τον Άγιο.
Ακολούθως οδηγήθηκε σε δίκη ό άγιος Μαρδάριος. Αλλά και εκείνος παρά τις προσπάθειες του τυράννου να τον μεταπείσει, έμεινε προσηλωμένος στο Χριστό. Ο Λυσίας αγανάκτησε από το γεγονός αυτό και υπέβαλε τον Άγιο σε βασανιστήρια. Πρώτα λοιπόν του τρύπησαν με σιδερένια περόνια τους αστραγάλους και αφού πέρασαν από τις τρύπες σκοινιά τον κρέμασαν κατακέφαλα. Στη συνέχεια του κατέκαψαν με πυρακτωμένα σουβλιά τα νεφρά και τη ράχη. Έτσι ο άγιος μάρτυς Μαρδάριος ετελειώθη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Έπειτα οδηγήθηκε στο κριτήριο ο Άγιος Ευγένιος. Αλλά και εκείνος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του στο Χριστό. Γι’ αυτό το λόγο οι δήμιοι του απέκοψαν τη γλώσσα από τη ρίζα και του συνέτριψαν με ρόπαλα τα σκέλη. Μέσα σ’ αυτά τα δεινά ο άγιος μάρτυς Ευγένιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου.
Μετά από αυτά ο Λυσίας πήγε στο πεδίο ασκήσεων, για να γυμνάσει τους στρατιώτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ένας στρατιώτης που ονομαζόταν Ορέστης. Ο στρατιώτης αυτός ήταν χριστιανός, αλλά ως τότε έκρυβε την πίστη του. Σε κάποια στιγμή που έριχνε το ακόντιο, φάνηκε ο σταυρός που φορούσε. Έτσι μετά από αυτό το περιστατικό αναγκάστηκε να ομολογήσει την πίστη του. Ο Λυσίας έμεινε εμβρόντητος από την αποκάλυψη αυτή και με προσταγή του οι άλλοι στρατιώτες έδεσαν τον Ορέστη με σιδερένια δεσμά μαζί με τον άγιο Ευστράτιο. Όμως δεν τους κράτησε στη Νικόπολη για να τους δικάσει ο ίδιος αλλά τους έστειλε στη Σεβάστεια να δικαστούν από τον Αγρικόλα. Ο Λυσίας φοβόταν, μήπως θαυματουργώντας και πάλι ο Άγιος, προσελκύσει πολλούς στην πίστη του Χριστού.
Μπροστά στον Αγρικόλα ο άγιος Ευστράτιος, που ήταν πολύ μορφωμένος και είχε άριστη θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση, ανέλυσε με πληρότητα όλη την κατά Χριστόν οικονομία για τη σωτηρία των ανθρώπων. Προκάλεσε δε ο Άγιος με το λόγο του, μεγάλη έκπληξη αλλά και απερίγραπτη οργή στον τύραννο. Μετά από αυτά ο Άγιος φυλακίστηκε. Εκεί τον επισκέφτηκε τη νύχτα ο επίσκοπος της Σεβάστειας άγιος Βλάσιος και του μετέδωσε τα Άχραντα Μυστήρια. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του παρέδωσε το κείμενο της διαθήκης του και τον παρακάλεσε για την πιστή εκτέλεση της.
Υστερα από λίγο χρονικό διάστημα ο τύραννος πρόσταξε τους δήμιους και ξάπλωσαν πρώτα τον άγιο Ορέστη πάνω σ’ ένα πυρακτωμένο σιδεροκρέβατο. Εκεί ο Άγιος ετελειώθη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Στη συνέχεια οι δήμιοι άναψαν μια κάμινο και έριξαν μέσα σ’ αυτήν τον άγιο Ευστράτιο, Εκεί ο Άγιος ετελειώθη και έλαβε από τον Κύριο τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Τη μνήμη των αγίων μαρτύρων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστη την εορτάζουμε στις 13 Δεκεμβρίου.





Ένα χαριέστατο θαύμα των Αγίων Πέντε Μαρτύρων


Ο Άγιος Νικόδημος διηγείται χάριν των φιλοχρίστων αναγνωστών, ένα χαριέστατον θαύμα, που έκαμαν οι Άγιοι πέντε μάρτυρες, σε ένα μετόχι της Νέας Μονής στην Χίο, που τιμάται στο όνομα των πέντε μαρτύρων. Αυτό το ανέφερε ένας ευλαβής ιερεύς, ο πρωτοπαπάς του Ναυπλίου, ο Νικόλαος Μαλαξός.
Το μετόχιον αυτό, κυβερνάται και προμηθεύεται όλα τα χρειώδη, από την Ιεράν Μονήν, την επομένην και την ημέραν της πανηγύρεως. Συνέβη, λοιπόν, κάποτε σφοδρότατος χειμών, κατά την ημέραν της εορτής των Αγίων. Είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι, ώστε οι πατερες του Μοναστηριού, δεν μπόρεσαν να κατέβουν και να φέρουν στο μετόχι, όσα χρειαζόταν για την γιορτή, όπως συνηθίζεται. Ούτε και οι πολίται κατέφεραν να πάνε από το πολύ κρύο. Στο εσπερινό επήγαν μερικοί, αλλά στον όρθρο μόνον ο ιερεύς επήγε στην εκκλησία. Άναψε τα κανδήλια, εσήμανε με το σήμαντρο και “έβαλε ευλογητόν” για να διαβάση την ακολουθίαν.
Τότε ξαφνικά βλέπει πέντε ανθρώπους καλοντυμένους και σοβαρούς. Μπήκαν με ευλάβειαν εις τον Ναόν. Από τους τρόπους και το παρουσιαστικό των φαινόνταν ξένοι άνθρωποι, αλλά κατά το πρόσωπον έμοιαζαν με τους πέντε ενδόξους μάρτυρες, Ευστράτιον, Αυξέντιον, Ευγένιον, Μαρδάριον και Ορέστην, όπως ήσαν ζωγραφισμένοι στις εικόνες. Από αυτούς οι δυο στάθηκαν στο μέρος του δεξιού ψάλτη, οι άλλοι δυο στο αριστερό, και ο πέμπτος που ομοίαζε με τον Ορέστην, επήγε στο αναλόγιον. Όταν δε ήλθεν η ώρα, αυτός μεν εκανονάρχει και διάβαζε με ωραία φωνή, οι δέ άλλοι τέσσαρες έψαλλαν με γλυκύτατη και λυγερή φωνή τα άσματα, τα ιερά. Ο ιερεύς έβλεπε και άκουε και εχαίρετο και ευχαριστείτο και εδόξαζε τον Θεόν, που του έστειλε τέτοιους βοηθούς, την στιγμήν που δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήση. Απορούσε όμως και εθαύμαζε αφ’ ενός με την ομοιότητα, που είχαν οι πέντε αυτοί με τις εικόνες των Αγίων, αφ’ ετέρου εθαύμαζεν με πόσην ευπρέπειαν και ορθότητα εδιάβαζαν και με τί γλυκύτατη φωνή έψαλλαν. Βρισκόταν, λοιπόν, σε απορίαν, ποιοι να ήσαν αυτοί οι άνθρωποι και δεν ήξερε τί να κάμη. Ήθελε να τους ερωτήση πριν του όρθρου ποιοι ήσαν. Βλέποντας όμως την σεμνοπρέπειαν και την προθυμίαν που είχαν στη ακολουθίαν, απεφάσισε να τους ερωτήση στο τέλος.
Όταν όμως ήλθεν η ώρα να διαβαστή το μαρτύριον των Αγίων, εστάθη εις το μέσον και εδιάβαζεν εκείνος, που έμοιαζεν με τον Άγιον Ορέστην. Και αυτός μέν με πολλή ευλάβεια και λαμπράν φωνήν εδιάβαζεν, οι δέ άλλοι με πολλή ευχαρίστησι άκουαν. Όταν δέ αυτός, που διάβαζεν, έφθασεν εκεί όπου λέγει, ότι πρόσταξεν ο Αγρικόλας να τοποθετηθή κρεββάτι πυρωμένο και να ξαπλωθή επάνω σ’ αυτό ο Ορέστης και αυτός όταν πήγαινε εδειλίασεν, δεν εδιάβασαν, όμως “εδειλίασεν”, όπως ήτο γραμμένο, αλλά “εμειδίασεν” (=χαμογέλασε).
Όταν άκουσε αυτά αυτός, που έμοιαζεν με τον Άγιον Ευστράτιον, σήκωσε το βλέμμα του και βλέποντας αυτόν που έμοιαζε με τον Άγιον Ορέστην τού λέγει:
- Γιατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λέγεις, όπως είναι γραμμένο; Διάβασέ το δεύτερη φορά, όπως είναι. Αλλά αυτός διαβάζει για δεύτερη φορά, αλλά πάλι με αλλαγμένο ρήμα, διότι ντρεπόταν να πή “εδειλίασε”. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος (γιατί αυτός ήταν), του λέγει με μεγαλύτερη φωνή:
- Διάβασε το γραμμένο, καθώς το έπαθες, διότι δεν “εμειδίασες” βλέποντας το πυρακτωμένο κρεββάτι, αλλά “εδειλίασες”!
Και μαζί με τον λόγον αυτόν, έγιναν και οι πέντε άφαντοι. Ο ιερεύς, βλέπων το παράδοξον αυτό, έμεινε αρκετή ώρα άφωνος. Όταν συνήλθε, τελείωσε την λειτουργίαν, όπως μπόρεσε. Μετά την θείαν λειτουργίαν διηγήθηκε σ’ όσους Χριστιανούς είχαν έλθει εν τω μεταξύ, την φανεράν οπτασίαν και όλοι εδόξαζαν τον Θεόν, που κάνει θαυμαστούς τους Αγίους του.
Πηγή: Γέροντα Χαραλάμπους Βασιλόπουλου, Οι μάρτυρες Αυξέντιος, Ευστράτιος, Ευγένιος, Ορέστης και Μαρδάριος, εκδ. Ορθόδοξου Τύπου, σελ. 33-36




Άλλη μια εμφάνιση του αγίου Ευστρατίου και των συν αυτώ


Η τοιχογραφία των 5 Μαρτύρων στο Κυριακό της Σκήτης της Αγίας Άννας.

 Τα παρακάτω τα διηγείται ένας γέροντας της Σκήτης της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος.

Αυτό που αξίζει να σας πω, είναι το θαύμα που έγινε για την αγιογράφηση του Κυριακού (δηλ. της κεντρικής εκκλησίας της Σκήτης). Οι αγιογράφοι Αθανάσιος και Κωνσταντίνος εζήτησαν ένα υπέρογκο ποσόν από τους Αγιαννανίτες πατέρες, για να ιστορήσουν το Κυριακόν. Οι πτωχοί πατέρες δεν είχαν φυσικά χρήματα κι έτσι οι αγιογράφοι έφυγαν προς την πλευρά της Μεγίστης Λαύρας, προς μεγάλη λύπη των Αγιαννανιτών. Στον δρόμον όμως συναντήθηκαν με πέντε “αλλιώτικους” ανθρώπους, οι οποίοι σ’ ενέπνεαν καθώς τους κοίταζες.
- Ευλογείτε· είπαν οι αγιογράφοι.
Ο Κύριος, απήντησαν με μια φωνή οι πέντε και ρώτησαν: Ποιοι είστε και πού πάτε;
- Αγιογράφοι είμαστε και φεύγουμε άπρακτοι από την Αγιάννα, διότι δεν τα βρήκαμε με τους πατέρες οικονομικώς για να ιστορήσουμε το Κυριακό τους.
Τότε ο ένας από τους πέντε που έμοιαζε επικεφαλής, είπε αυστηρά:
- Αυτά είναι ανήκουστα… Μα είναι δυνατό να ζητάτε μεγάλα χρηματικά ποσά από ακτήμονες πατέρες, όπως είναι όλοι οι μοναχοί; Είναι δυνατό; Να και οι τέσσερις εδώ αδελφοί μου, το ίδιο λέγουν. Συμφωνείτε Αυξέντιε, Ευγένιε, Μαρδάριε, Ορέστα;
- Το αυτό φρονούμεν Ευστράτιε και ημείς!
Οι δύο αγιογράφοι τα χρειάσθηκαν, γιατί κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με αγίους, οι οποίοι τους είπαν και τούτο:
- Να επιστρέψετε πάραυτα ν’ αγιογραφήσετε το Κυριακό και ό,τι σας δώσουν οι πατέρες, να το πάρετε λέγοντας “να ‘ναι ευλογημένο”· τίποτ’ άλλο. Επίσης στον αριστερό χορό ν’ αγιογραφήσετε τους πέντε Μάρτυρας Ευστράτιον, Αυξέντιον, Ευγένιον, Μαρδάριον και Ορέστην.
Αμέσως μετά εξαφανίσθηκαν από τα έκπληκτα μάτια των δύο αγιογράφων, οι οποίοι κατασυγκινημένοι έκαναν και ξαναέκαναν τον σταυρό τους, καθώς επέστρεφαν στο Κυριακό το οποίον αγιογράφησαν εξαιρετικά, αφού βεβαίως ανέφεραν στους εμβρόνητους πατέρες της σκήτεως το θαύμα.
Πηγή: Μανώλη Μελινού, Των Σκητών Αγιορείται: Εμπειρία Σκητιωτών του Άθωνος, σ. 158-160



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου