ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

24 Δεκεμβρίου μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Ευγενίας και παραμονή της μεγάλης εορτής Της Του Χριστού Γεννήσεως

Οσιοπαρθενομάρτυς Ευγενία 


Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Η αγία Ευγενία έζησε τόν 3ο αιώνα μ. Χ. Καταγόταν από ευγενή οικογένεια τής Ρώμης, αλλά μεγάλωσε στήν Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου, όπου ο πατέρας της διορίσθηκε ως Έπαρχος. Οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος καί Ευγενία καί ήσαν ειδωλολάτρες. Η αγία Ευγενία, όμως, βαπτίσθηκε κρυφά από τούς γονείς της καί όταν μεγάλωσε, επειδή τήν πίεζαν νά παντρευτή κάποιον ειδωλολάτρη, έφυγε καί πήγε σέ ανδρικό Μοναστήρι όπου τήν δέχθηκαν, επειδή μεταμφιέσθηκε σέ άνδρα μέ τό όνομα Ευγένιος. Καί τό έκανε αυτό, γιά νά μή τήν ανακαλύψουν οι γονείς της καί τήν αναγκάσουν νά επιστρέψη κοντά τους.
Η αγία Ευγενία επέδειξε μεγάλο ζήλο καί υπερέβη τούς ανδρες μοναχούς στήν άσκηση, τίς αρετές καί τά πνευματικά κατορθώματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα νά προταθή γιά τήν θέση τού ηγουμένου, όταν ο ηγούμενος τής Μονής έφυγε από τόν μάταιο αυτόν κόσμο. Ο μοναχός Ευγένιος στήν αρχή αρνήθηκε, αλλά βλέποντας τήν μεγάλη αγάπη καί τήν επιμονή τών μοναχών υπεχώρησε.
Τήν περίοδο εκείνη ο ηγούμενος Ευγένιος αντιμετώπισε πολύ μεγάλο πειρασμό. Μιά μοναχή, όταν τόν είδε, καθώς εκείνος ήταν νέος καί όμορφος, κυριεύθηκε από σατανικό έρωτα καί θέλησε μέ δόλιο τρόπο νά τόν παρασύρη στήν αμαρτία. Ο Ευγένιος, όπως ήταν φυσικό, δέν συγκατατέθηκε στίς άνομες ορέξεις της, καί τότε εκείνη τόν συκοφάντησε ότι τήν διέφθειρε καί μάλιστα υποστήριζε ότι διέφθειρε καί άλλες γυναίκες, μέ αποτέλεσμα ο ηγούμενος, δηλαδή η αγία Ευγενία, νά συρθή μπροστά στόν Έπαρχο τής Αλεξάνδρειας γιά νά δικασθή. Επειδή ο Έπαρχος καί οι συνεργάτες του βλασφημούσαν τόν Χριστό, ήβριζαν τούς Χριστιανούς καί διέβαλλαν τό αγγελικό τάγμα τών μοναχών, η αγία Ευγενία, παρά τήν αρχική της απόφαση νά υπομείνη τά πάντα μέ σιωπή, αναγκάσθηκε νά ομιλήση καί νά αποκαλύψη τήν αλήθεια. Τό αποτέλεσμα ήταν νά καταισχυνθή η συκοφάντις καί νά τιμωρηθή παραδειγματικά, αλλά καί ο Έπαρχος, δηλαδή ο πατέρας της, νά πιστέψη στόν αληθινό Θεό, νά βαπτισθή καί στήν συνέχεια νά γίνη ομολογητής καί μάρτυρας τού Χριστού.
Η αγία Ευγενία, μετά τό μαρτύριο τού πατέρα της, μετακόμισε στήν Ρώμη μαζί μέ τήν μητέρα της. Εκεί συνελήφθη καί μετά από φρικτά βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε καί έτσι σφράγισε τήν μαρτυρία της γιά τόν Χριστό μέ τό αίμα τού μαρτυρίου της.
Ο βίος καί η πολιτεία τής αγίας Ευγενίας μάς δίνουν τήν αφορμή νά τονίσουμε τά ακόλουθα:
Η συκοφαντία, πού είναι άδικη καί ψευδής κατηγορία εναντίον κάποιου, είναι πολύ μεγάλη αμαρτία γιά τόν συκοφάντη, αλλά καί πολύ μεγάλος πειρασμός γιά τόν συκοφαντούμενο. Ένας ύμνος πού ψάλλεται στήν ακολουθία τής «Πρώτης Ώρας», κατά τήν Αγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, λέγει, μεταξύ τών άλλων, καί τά εξής: «Λύτρωσέ με από συκοφαντίας ανθρώπων καί φυλάξω τάς εντολάς σου». Δηλαδή, ο πιστός παρακαλεί τόν Θεό νά τόν λυτρώση από τίς συκοφαντίες τών ανθρώπων καί υπόσχεται, γι’ αυτό, νά φυλάττη τίς εντολές Του.
Όποιος δέν θέλει νά φθάση στό σημείο νά γίνη συκοφάντης, πρέπει νά μάθη νά μήν είναι φιλοκατήγορος. Δηλαδή, νά μή κατηγορή κανέναν παρά μόνον τόν εαυτό του. Επειδή εκείνος ο οποίος μέμφεται καί κατηγορεί τόν εαυτό του, αποκτά ταπείνωση, από τήν οποία γεννάται η αγάπη καί γι’ αυτό δέν κατηγορεί κανέναν άλλον άνθρωπο. Είναι επιεικής στούς άλλους, προσπαθεί νά δικαιολογή τά σφάλματα καί τίς αδυναμίες τους, καί είναι αυστηρός μόνον στόν εαυτό του. Αντίθετα, εκείνος ο οποίος είναι επιεικής στόν εαυτό του καί, αρνούμενος νά αναλάβη τίς ευθύνες τών πράξεών του, τόν δικαιολογεί συνεχώς, αυτός είναι αυστηρός στούς άλλους καί γιά τό παραμικρό τούς κατηγορεί, τούς κατακρίνει καί τούς καταδικάζει. Ένα από τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τών Αγίων είναι καί τό ότι είναι αυστηροί στόν εαυτό τους καί επεικείς στούς άλλους. Δέν κατακρίνουν καί δέν καταδικάζουν ποτέ κανέναν παρά μόνον τόν εαυτό τους, τόν οποίο θεωρούν κατώτερο όχι μόνον από τούς άλλους ανθρώπους, αλλά καί από αυτήν τήν άλογη κτίση. Καί θεωρούν ότι όλοι οι άλλοι θά σωθούν καί μόνον αυτοί είναι άξιοι τής κολάσεως, αλλά δέν απελπίζονται.
Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος τού υποδηματοποιού τής Αλεξάνδρειας, πρός τόν οποίον απεστάλη από τόν Θεό ο Άγιος Αντώνιος γιά νά διδαχθή από τόν βίο καί τήν πολιτεία εκείνου: «οι πάντες σώζονται, εγώ δέ μόνος απόλλυμαι». Έλεγε, δηλαδή, ο άνθρωπος εκείνος τού Θεού ότι όλοι οι άνθρωποι θά σωθούν καί μόνον εκείνος θά κολασθή, επειδή θεωρούσε ότι είναι ο πιό αμαρτωλός άνθρωπος τού κόσμου καί χειρότερος από όλους καί όλα. Δέν απελπιζόταν όμως, αλλά στήριζε τήν ελπίδα του στόν Θεό, πιστεύοντας ότι ο Θεός μπορεί νά τόν σώση άν θέλη, παρά τήν αμαρτωλότητά του. Καί γι’ αυτό επεκαλείτο συνεχώς καί αδιαλείπτως τό θείον έλεος, λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Επίσης, χρειάζεται μεγάλη προσοχή σέ αυτό πού ονομάζουμε υποψία, επειδή η υποψία μπορεί νά οδηγήση τόν άνθρωπο στήν ψευδολογία καί τήν συκοφαντία. Ο αββάς Δωρόθεος ονομάζει τήν υποψία «κατά διάνοιαν ψεύδος» καί προτρέπει γιά τήν αποφυγή της, γιατί, όπως τονίζει, εκείνοι οι οποίοι στηρίζονται στίς υποψίες τους, οδηγούνται σέ λανθασμένα συμπεράσματα, μέ αποτέλεσμα νά κατηγορούν καί νά αδικούν αθώους ανθρώπους.
Είναι παρατηρημένο ότι αργά ή γρήγορα ο συκοφάντης τιμωρείται ή μάλλον αυτοτιμωρείται, σύμφωνα μέ τόν πνευματικό νόμο. Βεβαίως, υπάρχει καί η μετάνοια. Από τήν άλλη, ο συκοφαντούμενος, όπως είναι φυσικό, πληγώνεται καί πονά, βασανίζεται καί ταλαιπωρείται, όμως ο Θεός δέν τόν εγκαταλείπει ποτέ, αλλά τόν ενδυναμώνει καί τού χορηγεί πλούσια τήν Χάρη καί τήν ευλογία Του. Αρκεί νά κάνη υπομονή καί νά στηρίζη τήν επλπίδα του στόν Θεό.
Η πνευματική πείρα τών Αγίων μαρτυρεί ότι γιά έναν πειρασμό πού επιτρέπει ο Θεός, δίνει στήν συνέχεια αναρίθμητες ευλογίες. Αρκεί ο άνθρωπος νά υπομένη αγόγγυστα, ευχαριστώντας καί δοξολογώντας τόν Θεό γιά όλα.-

Κάλαντα Χριστουγέννων

καλαντα χρ-


Κάλαντα Χριστουγέννων Βυζαντινὰ
Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν καὶ ἐν τῇ Παρθένῳ κατώκησεν
 Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Ἄχραντε.
Βασιλεὺς τῶν ὅλων καὶ Κύριος, ἦλθε τὸν Ἀδὰμ ἀναπλάσασθαι
 Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Ἄχραντε.
Γηγενεῖς σκιρτᾶτε καὶ χαίρετε, τάξεις τῶν ἀγγέλων εὐφραίνεσθε
 Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Ἄχραντε.
Δέξου, Βηθλεέμ, τὸ Δεσπότη σου. Βασιλέα πάντων καὶ Κύριον
 Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Δέσποινα.
Ἐξ ἀνατολῶν μάγοι ἔρχονται, δῶρα προσκομίζοντες ἄξια
Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Δέσποινα.
Σήμερον ἡ κτίσις ἀγάλλεται καὶ πανηγυρίζει κι εὐφραίνεται
 Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Δέσποινα.

Ἅγιο Σαρανταήμερο

img005

Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε…

«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνη, ἀνυμνήσατε λαοί, ὅτι δεδόξασται».
Μὲ τὴν ἔναρξι τῆς Τεσσαρακοστῆς στὶς 15 Νοεμβρίου καὶ τὴν εὐφρόσυνη ψαλμωδία σὲ Α’ ἦχο τοῦ «Χριστὸς γεννᾶται…» ἀπὸ τὴν 21η Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προετοιμάζει σταδιακά, ψυχολογικὰ καὶ πνευματικὰ ὥστε νὰ ἑορτάσωμε, τὸ κατὰ δύναμιν, ἐπαξίως, τὴν ἀναμενόμενη μεγάλη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων.
Ζώντας ἤδη αὐτὴ τὴν προχριστουγεννιάτικη λειτουργικὴ περίοδο, μᾶς δίδεται ἡ ἀφορμή καὶ ἡ εὐκαιρία γιὰ ἕνα ἐπίκαιρο θεολογικὸ σχολιασμὸ τοῦ περιεχομένου τοῦ χαρακτηριστικοῦ αὐτοῦ προεξαγγελτικοῦ καὶ εἰσαγωγικοῦ -στὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων- ὕμνου τῆς προμετωπίδος τοῦ παρόντος ἄρθρου. Ἂς σημειωθῆ ὅτι αὐτὴ ἡ παιδαγωγικὴ ἀρχή τῆς προεξαγγελίας κάποιου γεγονότος δημιουργεῖ εὐχάριστα αἰσθήματα ὑπομονῆς, χαρᾶς κι ἐλπίδος καὶ δημιουργικὴ διάθεσι προετοιμασίας, προβληματισμοῦ καὶ περισυλλογῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀρχή αὐτὴ ἐφαρμόζεται πάντοτε ἀπό τούς Ὑμνωδοὺς καὶ Ὑμνογράφους στοὺς ὕμνους, κυρίως, τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν.
Τὸ ἀνωτέρω ὑμνολογικό κείμενο ἀνήκει στὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος τὸ εἶπε ὡς προοίμιο τῆς χριστουγεννιάτικης ὁμιλίας του (PG 36, 312-333). Ἀργότερα, ὁ μεγάλος ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Κοσμᾶς, ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ -ξεναδελφὸς καὶ συνασκητὴς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ- τὸ μετέτρεψε σὲ «εἱρμὸ» τῆς Α’ Ὠδῆς τοῦ Α’ Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων καὶ ψὰλλεται ἔκτοτε συνεχῶς γιὰ δώδεκα αἰῶνες.
Ὁ ὑπὸ σχολιασμὸ ἀνωτέρω ὕμνος συντίθεται ἀπὸ δύο ἑνότητες. Ἡ πρώτη περιέχει τρεῖς μικρὲς προτάσεις καὶ ἡ δεύτερη μία, ἀλλά μεγαλύτερη. Ἡ πρώτη ἑνότης εἰσάγεται μὲ τὴν ἐπιβεβαιωτικὴ φράσι: «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε», μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζεται ἡ πίστι τῆς Ἐκκλησίας -καὶ κατ’ ἐπέκτασι κάθε πιστοῦ- στὸ μυστήριο τῆς ἐν χρόνῳ ἐνανθρωπήσεως τοῦ ἄσαρκου Θεοῦ-Λόγου καὶ τονίζεται ἡ ἐθε- λούσια «κένωσι» καὶ «συγκατάβασί» Του.
Ὁ Θεὸς-Λόγος, ἐνῶ γεννᾶται ἀχρόνως καὶ θεοπρεπῶς ἐκ τοῦ Πατρὸς ἄνευ μητρός, ὡς Θεάνθρωπος γεννᾶται ἐν χρόνῳ ἐκ Μητρὸς ἄνευ πατρὸς «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», ὥστε νὰ μὴν ἀπολέση τὴν ἰδιότητα τῆς υἱότητός Του σὲ σχέσι μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (PG 94, 1108).
Σαρκούμενος ὁ Θεὸς-Λόγος, λαμβάνει «δούλου μορφὴν (Φιλιπ. 2, 7) καὶ τὸ ἀνθρώπινο ὄνομα «Χριστός», τὸ ὁποῖο σημαίνει «κεχρισμένος» (Λευϊτ. 4, 3 καὶ 5, 16), δηλαδὴ προωρισμένος γιὰ κάτι μεγάλο, μοναδικὸ καὶ θαυμαστό. Εἶναι Αὐτός, τὸν Ὁποῖον, οἱ Προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης, ἐν Ἁγ. Πνεύματι, εἶχαν προεξαγγείλλει ὡς «Μεσσίαν», «ὃ ἐστιν μεθερμηνευόμενον, Χριστὸς» (Ἰωάν. 1, 41) καὶ ὡς «Σωτήρα» τοῦ κόσμου (Λουκ. 1, 47- 2,11. Ἰωάν. 4, 42).
Ἡ σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔχει σωτηριολογικὸ σκοπὸ καὶ προϋποθέτει τὴν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων ἔρχεται δὲ ὡς ἐκπλήρωσι τῆς μεταπτωτικῆς ὑποσχὲσεως τοῦ Θεοῦ (Πρβλ. Γεν. 3, 15. Ψαλμ. 109, 4) γιὰ μελλοντικὴ ἀποκατάστασι τῆς διασαλευθείσης ἡθικῆς τάξεως μεταξὺ δημιουργήματος καὶ Δημιουργοῦ.
Ὁ μελωδὸς Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς (Σαββαΐτης), στηριζόμενος πιθανώτατα σὲ κείμενο τοῦ Μ. Ἀθανασίου, αἰτιολογεῖ βιβλικῶς τὸ «γιατί» τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ψάλλοντας:
«Ἐψεύσθη πάλαι Ἀδὰμ καὶ Θεὸς ἐπιθυμήσας, οὐ γέγονεν
ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται…»
                                                               (Δοξαστικό Αἴνων ἑορτῆς Εὐαγγελισμοῦ)
Ὁ τριαδικὸς Θεὸς καμπτόμενος ἀπὸ τὴν ἄρρητη εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη καὶ τὸν πατρικό Του οἶκτο πρὸς τὸ ταπεινωμένο, βασανισμένο καὶ ἐξουθενωμένο πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο, φανερώνει ἐν χρόνῳ (Γαλ. 4, 4) τὸ «ἀπ’ αἰῶνος κεκρυμμένον μυστήριον» (Πρβλ. Ρωμ. 16, 25. Ἔφ. 3, 9) σωτηρίας, ὥστε ὁ κάθε ἄνθρωπος ν’ ἀπόκτηση καὶ πάλι τὰ ἀπολεσθέντα προπτωτικά χαρίσματα. Νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως, τὴν ἁμαρτία, τὰ πάθη, τὴν φθορά, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο. Νὰ γίνη καὶ πάλιν ἄξιος τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καὶ τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1, 2).
Ἡ ἀγαπητική πρὸς τὸν ἄνθρωπο αὐτόβουλη σωτηριολογική κίνησι τοῦ Θεανθρώπου, λογικὰ καὶ ἠθικά, ἀπαιτεῖ μία ἀντίστοιχη δοξολογική κι εὐχαριστιακὴ ἀνταπόδοσι ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἐλάχιστο ἀντίδωρο, ἀναγνωρίσεως κι ἀποδοχῆς, τῶν θείων εὐεργετημάτων. Γι’ αὐτό κι ὁ ἱερός Ὑμνωδὸς προτρέπει μὲ τὸ «δοξάσατε» γιὰ μία δοξολογική ἀνταπόδοσι λόγων κι ἔργων.
Τὰ τρία ρήματα τῶν τριῶν πρώτων προτάσεων τοῦ ὕμνου «δοξάσατε», «ἀπαντήσατε» καὶ «ὑψώθητε», ὑπονοοῦν μία ἀναγωγικὴ πορεία τοῦ νοῦ καὶ τῆς διαθέσεως τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος καλεῖται: α) νὰ δοξάση τὸν Αἴτιον τῶν θείων δωρεῶν, β) νὰ σπεύση σὲ συνάντησί Του -ἀποδεχόμενος τὸν σωτηριολογικὸ χαρακτήρα τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του- καὶ γ) νὰ ὑφωθῆ ἀπό τῆς γῆς πρὸς τὰ οὐράνια (μὲ ἠθική κι ἐσχατολογικὴ σημασία).
Ἡ χρῆσι τῶν ἀνωτέρω τριῶν προτρεπτικῶν ρηματικῶν τύπων ἀποβλέπει στὴν ἀφύπνησι, στὴν ἑτοιμότητα καὶ τὴν ἐγρήγορσι τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ ἐνεργοποιηθῆ καὶ νὰ δράξη τὴν, προσφερομένη ἀπὸ τὸν Κύριο, εὐκαιρία σωτηρίας.
Κάτω ἀπὸ τὴν τριπλῆ παράθεσι τῶν ρημάτων καὶ τὴν τριπλῆ ἐπανάληψι τοῦ ὀνόματος «Χριστὸς» πρέπει νὰ ἐννοήσωμε τριαδολογικό συμβολισμό, δεδομένου ὅτι συνηθίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐπικαλοῦνται δοξολογικά κι εὐχαριστιακὰ τὸν τριαδικὸ Θεὸ -ἐμφανῶς ἤ συμβολικῶς- στὴν ἀρχή καὶ τὸ τέλος τῶν ὁμιλιῶν τους καὶ οἱὝμνωδοί ἀντιστοίχως στοὺς ὕμνους τους.
Στὶς ἀντιθετικές, τώρα, ἐκφράσεις, τοπικοῦ προσδιορισμοῦ, «ἐξ οὐρανῶν» καὶ «ἐπὶ γῆς» πρέπει νὰ ἀναζητήσωμε τὴν ἔμμεση διδασκαλία τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος περὶ τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Μὲ τὸ «ἐξ οὐρανῶν» δηλώνεται ἡ Θεία φύσις, ὁ ἄσαρκος δηλαδή, Θεὸς-Λόγος, ὁ ὁποῖος, χωρίς νὰ χάνη τὴν ἰδιότητα τῆς θεὸτητος, κινεῖται ἐθελουσίως πρὸς τὴν γῆ διατηρώντας ἀναλλοίωτη τὴν ἐνδοτριαδική Του σχέσι. Μὲ τὸ «ἐπὶ γῆς» νοεῖται ὁ σαρκωμένος Θεὸς-Λόγος, ὁ Χριστός. Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ ἕνα ἔμμεσο τρόπο διατυπώνεται ἡ χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ ὅρου τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος δογματίζει γιὰ τὴν συνύπαρξι -στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου- τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως».
Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ ὕμνου, ὅπως εἶναι φανερό, ἔχει δογματικὸ-Χριστολογικὸ καὶ ἠθικό χαρακτήρα. Δογματικό, ὡς χριστοκεντρικὴ ἀνθρωπολογία καὶ ἠθικό, ὡς σχέσι πίστεως, ἀγάπης καὶ ἐλπίδος τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἔτσι, ἡ ψαλμώδησι τοῦ ὕμνου διδάσκει τὸ δόγμα, τὴν σωτηριολογικὴ του σημασία καὶ τὶς ἀνθρωπολογικές του ἀκολουθίες καὶ συγχρόνως προτρέπει γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἠθικῶν ὑποχρεώσεων καὶ μηνυμάτων πού ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ δόγματος.
Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ στὸ σημεῖον αὐτὸ ὅτι ἡ ἐνεστωτικὴ μορφὴ τῶν τριῶν μνημονευθέντων ρημάτων «δοξάσατε», «ἀπαντήσατε» καὶ «ὑψώθητε», δηλώνει τὴν ἔννοια τοῦ «λειτουργικοῦ χρόνου», ὅπως τὸν ζῆ ἡ ‘Ἐκκλησία μας μέσα στὸν λειτουργικὸ κύκλο τοῦ εἰκοσιτετραώρου, τῆς ἑβδομάδος καὶ τοῦ ἔτους, ὅπου οἱ ἔννοιες, «παρελθὸν» καὶ «μέλλον», βιώνονται ὡς διαρκὲς παρόν. Ἔτσι, ἡ πτῶσι τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας κατανοεῖται ὡς δική μας πτῶσις. Ἡ γέννησι, ἡ σταύρωσι καὶ ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, ὡς προσωπικὴ ἀναγέννησι, συσταύρωσι καὶ συνανάστασι κ.λπ. Ὅλες δηλαδή, οἱ ἐπὶ μέρους φάσεις τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ -κι αὐτὴ ἡ ἐσχατολογικὴ καθολικὴ ἀνάστασι καὶ δικαία κρίσι- πρέπει νὰ βιώνονται ὡς «τώρα», ὡς μοναδικὴ χρονικὴ εὐκαιρία σωτηρίας πού δὲν ἀναβάλλεται, οὔτε περιφρονεῖται.
Ἡ τελευταία πρότασι τοῦ ὕμνου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ δεύτερο μέρος του, συντίθεται ἀπὸ τὸν ψαλμικὸ στίχο «Ἀσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ…» κι ἀπὸ ἄλλες ψαλμικὲς καὶ ὑμνολογικές ἐκφράσεις. Τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς προτάσεως εἶναι καὶ δογματικὸ καὶ ἠθικό. Δογματικό, γιατί προβάλλονται χριστολογικὲς κι ἐκκλησιολογικὲς προφητικὲς θέσεις τοῦ προφητάνακτος Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος διεῖδε, ἐν Πνεὺματι Ἁγίῳ, τὴν παγκοσμιότητα τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν διαχρονικὴ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας Του ποὺ συνεχίζει τὸ ἔργο σωτηρίας Ἐκείνου. Ἠθικό, γιατί ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς Σωτῆρος τοῦ κόσμου, δημιουργεῖ στοὺς πιστοὺς εὔλογη χαρὰ κι εὐφροσύνη, δοξολογική κι εὐχαριστιακὴ διάθεσι καὶ κίνησι, ὡς ἔκφρασι εὐγνωμοσύνης κι ἀνταποδόσεως. Ἐπειδὴ δέ, μετὰ τὴν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων «ἄκανθας καὶ τριβόλους» (Γεν. 3, 18) βλαστάνει ἡ γῆ κι ὅλη ἡ ὅρατη κτίσι «συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν», γι’ αὐτό προτρέπεται καὶ «πᾶσα ἡ γῆ» νὰ ἐκφράση πρὸς τὸν Λυτρωτὴ τῶν βασάνων της, μὲ τὸ δικό της τρόπο, τὴν δική της δοξολογία ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν ὑπακοή της στοὺς φυσικοὺς Θείους νόμους.
Τὸ «δεδόξασται» μὲ τὸ ὁποῖο τελειώνει ὁ ὕμνος συνδέεται μὲ τὸ δεδοξασμένο τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο τελειώνει μὲ τὴν Ἀνάληψί Του καὶ τὴν «ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» Πατρὸς καθέδρα (Μάρκ. 16, 19). Στὴν αἰώνια δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καλεῖται νὰ μετάσχη καὶ κάθε ἄνθρωπος.
Ἐν ὄψει τῶν ἁγίων ἡμερῶν τοῦ Δωδεκαημέρου ὅλοι ἐμεῖς οἱ πιστεύοντες στὸ ἀπολυτρωτικὸ καὶ σωτηριολογικὸ ρόλο τῆς Θείας Οἰκονομίας ὀφείλομε νὰ ἐπαναπροσδιορίσωμε τὴν θέσι καὶ τὴν στάσι μας ἔναντι τοῦ νηπιάσαντος γιὰ τὴν ἡμετέραν πνευματικὴ ἄνδρωσι, τοῦ ταπεινωθέντος γιὰ τὴν δική μας ἀνύψωσι, τοῦ σταυρωθέντος καὶ παθόντος γιὰ τὴν ἡμέτερα συσταύρωσι τῶν παθῶν καί, τέλος, τοῦ ἀναστάντος γιὰ τὴν δική μας πορεία πρὸς τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἂς συνειδητοποιήσωμε τί σημαίνει γιὰ μᾶς τὸ «Χριστὸς γεννᾶται» κι ἂν γιὰ τὸν α’ ἤ β’ λόγο δὲν εἴμαστε σὲ θέσι ν’ ἀξιοποιήσωμε τὴν προσφερθεῖσα ἁπλόχερη Θεία Χάρι ἂς ἀναπέμψωμε, πρὸς τὸν Σωτήρα κι εὐεργέτη, τουλάχιστον, ἕνα «Κύριε ἐλέησον» ἤ ἕνα «Δόξα σοι ὁ Θεός». Ἂς τὸν παρακαλέσωμε νὰ μᾶς φωτίση τὸν νοῦν, ὥστε ν’ ἀνακαλύψωμε τὸ ἐσωτερικό μας σκότος, τὴν ἐγγενῆ ἀδυναμία μας, τὴν ἀσθενικὴ πίστι μας, τὴν ἀδικαιολόγητη ἀδιαφορία μας, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν δοξολογία τῆς χαρᾶς, στὴν συνάντησι τῆς ἐλπίδος καὶ στὴν ἀνυψωτικὴ κίνηση τῆς θεώσεώς μας.
Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε.
Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε.
Χριστὸς ἐπὶ γῆς,ὑψώθητε»
Ἀθανάσιος Βουρλῆς

Ἡ καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων

 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
1. Τά γεγονότα ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦσαν στό παρελθόν ἀντικείμενο ἀγωνιώδους στοχασμοῦ γιά τούς πατριάρχες, καί οἱ προφῆτες τά προφήτευαν, καί οἱ εὐσεβεῖς ἐπιθυμοῦσαν νά τά δοῦν, ἐπαληθεύτηκαν καί πραγματοποιήθηκαν σήμερα· ὁ Θεός –δηλαδή- παρουσιάστηκε στή γῆ μέ ἀνθρώπινο σῶμα καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους.
Ἄς χαιρόμαστε, λοιπόν, καί ἄς πανηγυρίζουμε μέ ἀγαλλίαση ἀγαπητοί μου. Γιατί, ἄν ὁ Ἰωάννης (ὁ Πρόδρομος) πού βρισκόταν στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἀνασκίρτησε ὅταν ἡ Μαρία ἐπισκέφτηκε τήν Ἐλισάβετ, πολύ περισσότερο ἐμεῖς, πού εἴδαμε ὄχι τή Μαρία, ἀλλά τόν ἴδιο τό Σωτῆρα μας πού γεννήθηκε σήμερα, πρέπει νά σκιρτᾶμε καί νά πανηγυρίζουμε, νά νιώθουμε θαυμασμό καί κατάπληξη γιά τήν ἀσύλληπτη οἰκονομία (σχέδιο) τοῦ Θεοῦ πού ὑπερβαίνει κάθε (ἀνθρώπινο) λογισμό. Γιατί σκέψου, πόσο σπουδαῖο εἶναι νά βλέπεις τόν ἥλιο νά κατεβαίνει ἀπ᾿ τόν οὐρανό καί νά βαδίζει πάνω στή γῆ, καί ἀπό ἐκεῖ νά στέλνει τίς ἀκτίνες Του σέ ὅλα τά δημιουργήματα. Καί ἄν θά προκαλοῦσε ἔκπληξη σ᾿ ὅλους ἐκείνους πού θά ἔβλεπαν νά συμβαίνει αὐτό μέ τόν αἰσθητό ἥλιο, σκέψου, σέ παρακαλῶ, καί συλλογίσου τώρα, πόσο μεγαλειῶδες εἶναι νά βλέπουμε τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νά ἀποστέλλει ἀπό τό ἀνθρώπινο σῶμα Του τίς ἀκτίνες Του καί νά φωτίζει τίς ψυχές μας.
Ἀπό καιρό κι ἐγώ ἐπιθυμοῦσα νά μάθω γιά τήν ἡμέρα αὐτή (τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ). Και ὄχι νά τή μάθω μόνο ἐγώ, ἀλλά μαζί μέ πολλούς ἀνθρώπους. Καί εὐχόμουν πάντοτε νά εἶναι τόσο γεμάτος ὁ τόπος τῆς συγκεντρώσεως, ὅπως τόν βλέπουμε νά εἶναι αὐτή τή στιγμή. Ἡ ἐπιθυμία μου, λοιπόν, ἐκπληρώθηκε καί πραγματοποιήθηκε. Καί ἐνῶ δέν πέρασαν οὔτε δέκα χρόνια ἀπό τότε πού πληροφορηθήκαμε καί ἔγινε γνωστή σ᾿ ἐμᾶς ἡ ἡμέρα αὐτή, ὅμως ἔγινε μέ τό δικό σας ζῆλο τόσο σπουδαία, σάν νά μᾶς παραδόθηκε ἀπό τό Θεό πρίν ἀπό πολλά χρόνια. Γιαυτό καί δέν θά ἔσφαλε κανείς ἄν τήν ὀνόμαζε καί νέα καί παλαιά μαζί. Νέα, γιατί πρίν ἀπό λίγο τή γνωρίσαμε, παλαιά καί ἀρχαία, γιατί ἔγινε γρήγορα συνομήλικη μέ τίς πιό παλαιές, κι ἔφτασε στήν ἴδια ἡλικία μ᾿ ἐκεῖνες. Ὅπως, δηλαδή, τά χυμώδη καί καρποφόρα φυτά ἀναπτύσσονται καί καρποφοροῦν σέ πολύ μικρό χρονικό διάστημα ἀπ᾿ τή στιγμή πού θά φυτευθοῦν, ἔτσι καί ἡ ἡμέρα (ἡ ἑορτή) αὐτή, πού ἦταν γνωστή στούς χριστιανούς τῆς Δύσης ἀπό παλαιά, καί σέ μᾶς ἔγινε γνωστή τώρα κι ὄχι πρίν ἀπό πολλά χρόνια, τόσο γρήγορα διαδόθηκε καί καρποφόρησε, ὅσο μπορεῖτε νά δεῖτε τώρα, πού γέμισε ὁ αὐλόγυρος καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀσφυκτικά γεμάτη ἀπό τό πλῆθος τῶν συγκεντρωθέντων. Τήν ἀμοιβή, λοιπόν, τήν ἀντάξια πρός τό μεγάλο ἐνδιαφέρον σας, νά τήν περιμένετε ἀπό τό Χριστό, πού σήμερα γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος θά σᾶς ἀμείψει ὁπωσδήποτε γιά τήν προθυμία σας αὐτή. Γιατί ἡ ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον σας γιά τούτη τήν (ἑόρτιο) ἡμέρα εἶναι πολύ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πού νιώθετε γιά τόν γεννηθέντα (Χριστό). Ἄν πρέπει ὅμως κι ἐμεῖς οἱ συνάνθρωποί σας κάτι νά προσφέρουμε, θά προσφέρουμε ὅ,τι μποροῦμε, ἤ μᾶλλον ὅσα ἐπιτρέψει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νά ποῦμε γιά τή δική σας ὠφέλεια.
Τί ἐπιθυμεῖτε λοιπόν ν᾿ ἀκούσετε σήμερα; Μά τί ἄλλο παρά γιά τήν ἡμέρα αὐτή πού ἑορτάζουμε. Γιατί γνωρίζω καλά, ὅτι ἀκόμη καί σήμερα πολλοί λογομαχοῦν μεταξύ τους, καί ἄλλοι μέν κατακρίνουν, ἄλλοι δέ ὑποστηρίζουν τήν ἑορτή αὐτή. Καί γίνεται παντοῦ πολλή συζήτηση γιά τήν ἡμέρα αὐτή, καί ἄλλοι τήν κατηγοροῦν ὅτι εἶναι καινούρια καί πρόσφατη καί θεσπίστηκε τώρα τελευταῖα, ἐνῶ ἄλλοι τήν ὑπερασπίζονται ὅτι εἶναι παλαιά καί ἀρχαιότατη, ἀφοῦ ἤδη οἱ προφῆτες προφήτευσαν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό πολλά χρόνια ἦταν γνωστή καί σπουδαία γιά ὅσους κατοικοῦν ἀπό τή Θράκη μέχρι τά Γάδειρα.
Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς μιλήσουμε γι᾿ αὐτά. Γιατί ἄν, ἐνῶ ἀκόμη ὑπάρχει ἀμφισβήτηση γύρω ἀπ᾿ τήν ἑορτή αὐτή, τήν τιμᾶτε τόσο, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἄν γίνει πιό γνωστή, θά εἶναι πολύ μεγαλύτερο τό ἐνδιαφέρον γι᾿ αὐτή, γιατί ἡ ἀποσαφήνιση πού θά γίνει μέ τήν ὁμιλία, θά αὐξήσει τό σεβασμό σας πρός αὐτή. Ἔχω λοιπόν νά προβάλω τρεῖς ἀποδείξεις, μέ τίς ὁποῖες θά μάθουμε σίγουρα, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἐποχή πού γεννήθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός Λόγος. Καί γι᾿ αὐτές τίς τρεῖς ὑπάρχει μία ἀπόδειξη, τό ὅτι ἡ ἑορτή κατέστη γνωστή τόσο γρήγορα κι ἔφτασε σέ τόσο ὕψος μεγαλοπρέπειας καί δόξας. Κι ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ Γαμαλιήλ σχετικά μέ τή χριστιανική διδασκαλία, ὅτι «ἄν προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους, θά ἐξαφανισθεῖ, ἄν ὅμως προέρχεται ἀπό τό Θεό, δέν μπορεῖτε νά τήν ἐξαφανίσετε, καί προσέξτε μήπως φανεῖτε καί Θεομάχοι» (Πράξ. 5, 38-39), αὐτό θά ἔλεγα κι ἐγώ γιά τούτη τήν ἡμέρα, ὅτι ἐπειδή δηλαδή ὁ Θεός Λόγος ἐκ τοῦ Θεοῦ προέρχεται, γιαυτό ὄχι μόνο δέν ἐξαφανίστηκε ἡ ἑορτή αὐτή, ἀλλά καί γίνεται μεγαλοπρεπέστερη καί γνωστότερη χρόνο μέ τό χρόνο. Γιαυτό καί ἡ χριστιανική διδασκαλία κατέκτησε ὅλη τήν οἰκουμένη μέσα σέ λίγα χρόνια, ἄν καί αὐτοί πού τήν κήρυξαν παντοῦ ἦταν σκηνοποιοί, ψαράδες, ἀγράμματοι καί ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι. Μά τό ὅτι ἐκεῖνοι πού τήν κήρυξαν δέν ἦταν σπουδαῖοι, δέν δυσκόλεψε τή διάδοσή της, γιατί ἡ δύναμη τοῦ περιεχομένου της ἦταν ἰσχυρότερη ἀπ᾿ ὅλα, καί ἐξουδετέρωνε ὅλα τά ἐμπόδια δείχνοντας τή δύναμή της.
Ὁ Χριστός γεννήθηκε στή Βηθλεέμ.
2. Ἄν ὅμως κάποιος ἀπ᾿ αὐτούς πού δημιουργοῦν ἔριδες, δέν παραδέχεται ὅσα εἶπα, μπορῶ νά προβάλω καί δεύτερη ἀπόδειξη. Ποιά εἶναι αὐτή; Εἶναι ἐκείνη πού βγαίνει ἀπ᾿ ὅσα διαβάζουμε μές στά Εὐαγγέλια γιά τήν ἀπογραφή. Λέει, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστής: «Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες βγῆκε διάταγμα ἀπό τόν Καίσαρα Αὔγουστο νά ἀπογραφεῖ ὅλη ἡ οἰκουμένη. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἀπογραφή πού ἔγινε ὅταν διοικητής τῆς Συρίας ἦταν ὁ Κυρήνιος. Καί πήγαιναν ὅλοι νά ἀπογραφοῦν, καθένας στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Πῆγε καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τή Γαλιλαία, ἀπό τήν πόλη Ναζαρέτ, στήν Ἰουδαία στήν πόλη τοῦ Δαβίδ, πού τό ὄνομά της εἶναι Βηθλεέμ, γιατί (ὁ Ἰωσήφ) καταγόταν ἀπ᾿ τήν οἰκογένεια καί τή φυλή τοῦ Δαβίδ, γιά νά ἀπογραφεῖ μαζί μέ τή Μαρία τή μνηστή του, πού ἦταν ἔγκυος. Μόλις ὅμως αὐτοί ἔφτασαν ἐκεῖ, ἦρθε ἡ ὥρα νά γεννήσει αὐτή. Καί γέννησε τόν Υἱό Της τόν πρωτότοκο, καί τόν σπαργάνωσε καί τόν ἔβαλε νά κοιμηθεῖ μές στή φάτνη, γιατί δέν εἶχαν τόπο στό κατάλυμα» (Λουκ. 2, 1-7). Ἀπ᾿ αὐτά γίνεται φανερό πώς (ὁ Χριστός) γεννήθηκε κατά τήν πρώτη ἀπογραφή. Καί εἶναι δυνατό, ὅποιος ἐπιθυμεῖ νά γνωρίζει μέ ἀκρίβεια, νά ἐρευνήσει τούς ἀρχαίους δημόσιους κώδικες τῆς Ρώμης καί νά μάθει τό χρόνο τῆς ἀπογραφῆς. Θά ᾿λεγε ὅμως κάποιος: Καί τί μᾶς ἐνδιαφέρει, ἀφοῦ εἴμαστε μακριά ἀπό τή Ρώμη καί ποτέ δέν τήν ἐπισκεφτήκαμε; Ἄκου ὅμως καί μήν ἀμφισβητεῖς, γιατί παραλάβαμε τήν ἡμέρα αὐτή ἀπό ἐκείνους πού γνωρίζουν ὅλα αὐτά μέ ἀκρίβεια καί διαμένουν σ᾿ αὐτή τήν πόλη. Γιατί ἐκεῖνοι πού μένουν ἐκεῖ, γιορτάζουν πρίν ἀπό πολλά χρόνια καί ἀπό παλιά παράδοση, κι αὐτοί τώρα μᾶς τήν γνώρισαν. Οὔτε ἄλλωστε ὁ Εὐαγγελιστής μᾶς ἀνέφερε ἄσκοπα τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀλλά σκόπιμα μᾶς τό φανέρωσε, γιά νά μᾶς κάνει γνωστή τήν ἡμερομηνία αὐτή καί νά μᾶς καταδείξει τό σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Αὔγουστος δέν ἔβγαλε τότε αὐτό τό διάταγμα ἀπό δική του θέληση οὔτε μέ δική του πρωτοβουλία, ἀλλά ὁ Θεός τοῦ τό ἔβαλε στό νοῦ του, γιά νά τόν κάνει νά ὑπηρετήσει ἀκόμη καί παρά τή θέλησή του τή γέννηση τοῦ Μονογενοῦς. Καί πῶς αὐτό –θά διερωτόταν κανείς- συντελεῖ σ᾿ αὐτό τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ; Δέν εἶναι οὔτε μικρό οὔτε τυχαῖο αὐτό, ἀγαπητέ, ἀλλά πολύ μεγάλο καί ἕνα ἀπό τά ἀναγκαῖα καί τά σπουδαῖα. Ποιό λοιπόν εἶναι αὐτό; Ἡ Γαλιλαία εἶναι περιοχή τῆς Παλαιστίνης καί ἡ Ναζαρέτ πόλη τῆς Γαλιλαίας. Καί ἡ Ἰουδαία ἐπίσης εἶναι κάποια περιοχή πού ἔτσι τήν ὀνομάζουν οἱ κάτοικοί της, καί ἡ Βηθλεέμ εἶναι πόλη τῆς Ἰουδαίας. Ὅλοι οἱ προφῆτες προφήτευσαν πώς ὁ Χριστός θά ἔρθει ὄχι ἀπό τή Ναζαρέτ, ἀλλά ἀπ᾿ τή Βηθλεέμ, καί ὅτι ἐκεῖ θά γεννηθεῖ. Νά λοιπόν, τί λένε οἱ Γραφές: «Καί σύ Βηθλεέμ πού ἀνήκεις στήν περιοχή τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, δέν εἶσαι ἡ πιό ἀσήμαντη ἀπ᾿ τίς κυριώτερες πόλεις τῆς Ἰουδαίας· γιατί ἀπό σένα θά προέλθει ὁ ἡγεμόνας πού θά διδάξει καί θά ὁδηγήσει τό λαό μου τόν Ἰσραήλ»(Ματθ. 2, 6). Καί οἱ Ἰουδαῖοι πού ρωτήθηκαν τότε ἀπό τόν Ἡρώδη, ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός, τοῦ ἀνέφεραν αὐτή τή μαρτυρία. Γι᾿ αὐτό καί ὅταν ὁ Φίλιππος εἶπε: «Βρήκαμε τόν Ἰησοῦ ἀπό τήν Ναζαρέτ», καί τόν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ: «Εἶναι δυνατόν νά προέλθει κάτι καλό ἀπό τή Ναζαρέτ», ὁ Χριστός εἶπε γιαυτόν: «Νά ἕνας πραγματικός Ἰσραηλίτης πού δέν ἔχει πονηρία μέσα του» (Ἰωάν. 1, 35-47. Ἀλλά, θά ρωτοῦσε κανείς, γιατί ἐπαίνεσε ὁ Χριστός τό Ναθαναήλ; Γιατί δέν παρασύρθηκε ὁ Ναθαναήλ ἀπ᾿ τήν ἀναγγελία τοῦ Φιλίππου, καί γνώριζε μέ σαφήνεια καί ἀκρίβεια ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔπρεπε νά γεννηθεῖ στή Ναζαρέτ οὔτε στή Γαλιλαία, ἀλλά στήν Ἰουδαία καί μάλιστα στή Βηθλεέμ, ὅπως κι ἔγινε. Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ μέν Φίλιππος δέν τό πρόσεξε, ὁ δέ Ναθαναήλ ὡς νομομαθής ἀπάντησε σύμφωνα πρός τούς λόγους τῆς ἀνωτέρω προφητείας, γνωρίζοντας ὅτι δέ θά ἔλθει ὁ Χριστός ἀπό τή Ναζαρέτ, γιαυτό ὁ Χριστός εἶπε:«Νά ἕνας πραγματικός Ἰσραηλίτης πού δέν ἔχει πονηρία μέσα του». Γιαυτό καί κάποιοι Ἰουδαῖοι ἔλεγαν στό Νικόδημο: «Ἐρεύνησε καί δές, ὅτι δέ γεννήθηκε προφήτης στή Γαλιλαία» (Ἰωάν. 7, 5). Καί ἀλλοῦ πάλι· «ὁ Χριστός δέν θά ἔλθει ἀπό τήν κώμη Βηθλεέμ, ἀπ᾿ τήν ὁποία ἦταν κι ὁ Δαβίδ;» (Ἰωάν. 7, 42). Καί ὅλοι εἶχαν τήν ἴδια γνώμη, ὅτι σίγουρα ὁ Χριστός ἔπρεπε ἀπό ἐκεῖ νά ἔλθει (ἀπ᾿ τήν Ἰουδαία) καί ὄχι ἀπ᾿ τή Γαλιλαία. Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαρία, πού ἦταν κάτοικοι τῆς Βηθλεέμ, τήν ἐγκατέλειψαν καί ἐγκαταστάθηκαν στή Ναζαρέτ, ὅπου καί διέμειναν (πράγμα βέβαια πού συμβαίνει συνήθως σέ πολλούς ἀνθρώπους, νά ἐγκαταλείπουν, δηλαδή, τίς πόλεις πού γεννήθηκαν καί νά διαβιοῦν σέ ἄλλες πόλεις στίς ὁποῖες δέ γεννήθηκαν), κι ἔπρεπε ὁ Χριστός νά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, βγῆκε διάταγμα, πού καί χωρίς τή θέλησή τους τούς ἀνάγκαζε νά πᾶνε σ᾿ αὐτή τήν πόλη, γιατί ἔτσι εἶχε προνοήσει ὁ Θεός. Γιατί ὁ νόμος πού ἀπαιτοῦσε ἀπ᾿ τόν καθένα νά ἀπογραφεῖ στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τούς ἀνάγκασε νά ξεσηκωθοῦν ἀπό ἐκεῖ, ἐννοῶ ἀπό τή Ναζαρέτ, καί νά ἔλθουν στή Βηθλεέμ γιά νά ἀπογραφοῦν. Ἀκριβῶς αὐτό ὑπονοοῦσε καί ὁ Εὐαγγελιστής ὅταν ἔλεγε: «Πῆγε καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τή Γαλιλαία, ἀπό τήν πόλη Ναζαρέτ στήν Ἰουδαία, στήν πατρίδα τοῦ Δαβίδ, γιά νά ἀπογραφεῖ μαζί μέ τή μνηστή του πού ἦταν ἔγκυος. Καί συνέβη, ὅταν αὐτοί ἦταν ἐκεῖ, νά συμπληρωθοῦν οἱ μέρες πού θά γεννοῦσε ἡ Μαρία, καί γέννησε τό γιό της τόν πρωτότοκο» (Λουκ. 2, 4-7).
Ἡ ἡμερομηνία Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
3. Εἶδες, ἀγαπητέ, τήν οἰκονομία (σχέδιο) τοῦ Θεοῦ, πού ρυθμίζει τά ζητήματά Του μέ τό νά χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανά Του τούς πιστούς καί τούς ἀπίστους; Κι αὐτό γιά νά μάθουν οἱ ἄπιστοι πόσο ἀξίζει ἡ εὐσέβεια καί πόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ μέν ἀστέρας ὁδήγησε τούς Μάγους ἀπό τήν Ἀνατολή, τό δέ διάταγμα ἔφερε τή Μαριάμ στόν τόπο πού προφήτευσαν οἱ προφῆτες ὅτι θά εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό αὐτό μαθαίνουμε ὅτι καί ἡ Παρθένος καταγόταν ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ. Ἀφοῦ ἦταν, δηλαδή, ἀπό τή Βηθλεέμ, εἶναι προφανές ὅτι ἦταν καί ἀπό τήν οἰκογένεια καί τή φυλή τοῦ Δαβίδ. Αὐτό καί προηγουμένως μᾶς τό δήλωσε ὁ Εὐαγγελιστής μέ ὅσα ἔλεγε: «Πῆγε καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τή Γαλιλαία μαζί μέ τή Μαρία, γιατί ἦταν ἀπ᾿ τή γενιά καί τή φυλή τοῦ Δαβίδ» (Λουκ. 2, 4). Ἐπειδή, λοιπόν, γνωρίσαμε τό γενεαλογικό δένδρο τοῦ Ἰωσήφ (Βλέπε Ματθ. 1, 1-16), τούς προγόνους ὅμως τῆ Μαρίας κανένας δέν μᾶς τούς ἀπαρίθμησε ὅπως τούς προγόνους τοῦ Ἰωσήφ, καί γιά νά μήν ἀμφιβάλλεις καί ρωτᾶς: ἀπό ποῦ φαίνεται ὅτι καί αὐτή (ἡ Μαρία) κατάγεται ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ; ἄκουσε: «Τόν ἕκτο μῆνα ἀπέστειλε ὁ Θεός τόν ἄγγελο Γαβριήλ σέ μιά πόλη τῆς Γαλιλαίας, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἦταν Ναζαρέτ, σέ μιά παρθένο μνηστευμένη μέ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἦταν Ἰωσήφ, καί καταγόταν ἀπ᾿ τή γενιά τοῦ Δαβίδ» (Λουκ. 1, 26-27). Τή φράση «καταγόταν ἀπ᾿ τή γενιά τοῦ Δαβίδ», πρέπει νά θεωρήσουμε πώς εἰπώθηκε γιά τήν Παρθένο. Αὐτό λοιπόν ἔγινε φανερό καί μέ αὐτά. Γιαυτό ἐκδόθηκε καί τό διάταγμα καί ἡ ἀπόφαση αὐτή, γιά νά ὁδηγηθοῦν αὐτοί στή Βηθλεέμ. Μόλις ἔφτασαν στήν πόλη, ἀμέσως γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς. Γιαυτό καί τόν ἔβαλαν νά πλαγιάσει στή φάτνη ὡς βρέφος, γιατί συγκεντρώθηκαν τότε πολλοί ἀπό πολλά μέρη καί κατέλαβαν τά καταλύματα καί δημιούργησαν μεγάλη ἔλλειψη χώρου. Γιαυτό καί οἱ Μάγοι ἐκεῖ τόν προσκύνησαν. Γιά νά σᾶς προσφέρω ὅμως μία σαφέστερη καί πειστικότερη ἀπόδειξη, σᾶς παρακαλῶ νά μέ προσέξετε λίγο περισσότερο· γιατί θέλω νά σᾶς διηγηθῶ μεγάλη ἱστορία καί νά σᾶς διαβάσω παλαιούς νόμους, ὥστε μέ ὅλα αὐτά νά καταλάβετε καλύτερα αὐτά πού τώρα λέω.
Ὑπῆρχε στούς Ἰουδαίους κάποιο παλαιό ἔθιμο. Ἀλλά καλύτερα νά μεταφερθοῦμε ἀκόμα παλαιότερα, ὅταν ὁ Θεός λύτρωσε τούς Ἑβραίους ἀπό τά βάσανα καί τή βάρβαρη τυραννία τῶν Αἰγυπτίων. Βλέποντάς τους ὅτι ἦταν ἀκόμη ἀρκετά ἀσεβεῖς καί ὅτι τούς συγκινοῦσαν τά ὑλικά πράγματα καί ὅτι θαύμαζαν τήν ὀμορφιά καί μέγεθος τῶν ναῶν, τούς ἔδωσε ἐντολή νά χτίσουν ναό, πού νά ξεπερνᾶ ὅλους τούς ναούς τῆς γῆς ὄχι μόνο στήν πολυτέλεια τῶν ὑλικῶν, οὔτε στήν ποικιλία τῆς τέχνης, ἀλλά καί στό σχῆμα τῆς οἰκοδομῆς. Καί ὅπως ὁ φιλόστοργος πατέρας πού βρῆκε τό γιό του, ὁ ὁποῖος γιά πολύ καιρό συναναστράφηκε μέ ἁμαρτωλούς, διεφθαρμένους καί ἄσωτους ἀνθρώπους καί ἀπόλαυσε πολλές ἁμαρτίες, τοῦ προσφέρει ἁπλόχερα τά πάντα μέ σύνεση καί πολλή λεπτότητα, ὥστε νά μή στενοχωριέται ἐνθυμούμενος τά περασμένα οὔτε καί νά τά νοσταλγήσει, ἔτσι καί ὁ Θεός, βλέποντας τούς Ἰουδαίους νά συγκινοῦνται ἀπό τά ὑλικά πράγματα, προσφέρει σ᾿ αὐτούς ἀφθονία ἀγαθῶν γιά νά μήν ἐπιθυμήσουν τήν κατάσταση ἤ τά ἀγαθά τῶν Αἰγυπτίων. Καί τούς βάζει νά κατασκευάσουν τό ναό ὅμοιο μέ τόν κόσμο ὅλο, τόν αἰσθητό καί τό νοητό. Ὅπως δηλαδή ὑπάρχει γῆ καί οὐρανός καί μεταξύ τους τό διάστημα τοῦ στερεώματος, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἔδωσε ἐντολή νά κατασκευασθεῖ κι ὁ ναός. Καί ἀφοῦ χώρησε σέ δύο τό ναό αὐτό καί τοποθέτησε στή μέση τό καταπέτασμα, ἐπέτρεψε νά μπαίνουν ὅλοι στό τμῆμα πού εἶναι ἔξω ἀπό τό καταπέτασμα, στό τμῆμα ὅμως πού εἶναι μετά ἀπό αὐτό, ἀπαγόρευσε σέ ὅλους νά μπαίνουν ἐκτός ἀπό τόν ἀρχιερέα. Καί ὅτι δέν ἀποτελοῦν δική μου φαντασία αὐτά, ἀλλ᾿ ὅτι κατασκευάσθηκε ὁ ναός κατά τό πρότυπο τοῦ σύμπαντος, πρόσεξε τί λέει ὁ Παῦλος ἀναφερόμενος στό Χριστό, πού ἀνέβηκε στόν οὐρανό: «ὁ Χριστός δέν εἰσῆλθε σέ ἅγια καμωμένα ἀπό ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀπομίμηση τῶν ἀληθινῶν» ( Ἑβρ. 9, 24), δείχνοντας ἔτσι ὅτι τά ἐπίγεια ἅγια ἦταν ἀπομίμηση τῶν ἀληθινῶν. Καί γιά τό ὅτι τό καταπέτασμα χώριζε τά Ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τά ἐξωτερικά ἅγια, ὅπως ὁ οὐρανός χωρίζει ὅσα βρίσκονται πάνω ἀπ᾿ αὐτόν ἀπ᾿ ὅλα ὅσα βρίσκονται πρός τό μέρος μας, πρόσεξε πῶς κι αὐτό ὑποδηλώνεται μέ τό νά χαρακτηρισθεῖ ὁ οὐρανός ὡς καταπέτασμα. Μιλώντας (ὁ Παῦλος) γιά τήν ἐλπίδα, ὅτι δηλαδή ἀποτελεῖ ἀσφαλή καί ἀκλόνητη ἄγκυρα γιά τή ζωή μας, πρόσθεσε: «αὐτή εἰσέρχεται στό ἐσώτερο μέρος τοῦ καταπετάσματος, ἐκεῖ πού εἰσῆλθε γιά νά μᾶς ἀνοίξει τό δρόμο ὁ Ἰησοῦς, δηλαδή πάνω ἀπό τόν οὐρανό» (Ἑβρ. 6, 19-20). Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὀνόμασε τόν οὐρανό καταπέτασμα;
Ἔξω ἀπό τό καταπέτασμα βρισκόταν ἡ λυχνία, καί ἡ τράπεζα, καί ὁ χάλκινος βωμός, πάνω στόν ὁποῖο προσφέρονταν θυσίες καί ὁλοκαυτώματα. Ὄπισθεν τοῦ καταπετάσματος καί στό ἐσωτερικό μέρος τοῦ ναοῦ βρισκόταν ἡ κιβωτός, καλυμμένη σ᾿ ὅλη τήν ἐπιφάνειά της μέ χρυσάφι, περιέχουσα μέσα της τίς πλάκες πού ἦταν γραμμένη ἡ διαθήκη (οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ), τή χρυσή στάμνα (μέ τό μάννα) καί τό ραβδί τοῦ Ἀαρών πού βλάστησε θαυματουργικά· μαζί μέ τήν κιβωτό βρισκόταν καί ὁ χρυσός βωμός, ὄχι γιά θυσίες καί ὁλοκαυτώματα, ἀλλά μόνο γιά θυμίαμα. Καί σέ ὅλους ἐπιτρεπόταν νά εἰσέρχονται στό ἐξωτερικό μέρος, στό ἐσωτερικό ὅμως μέρος μόνο στόν ἀρχιερέα. Γιά ὅλα αὐτά θά σᾶς παρουσιάσω πάλι τή μαρτυρία τοῦ Παύλου, πού λέγει περίπου τά ἑξῆς: «Γίνονταν λατρευτικές τελετές καί στήν πρώτη σκηνή καί στό κοσμικό, στό ἅγιο, μέρος τοῦ ναοῦ» (Ἑβρ. 9, 1). Ὀνομάζει κοσμικό μέρος τοῦ ναοῦ αὐτό πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τό καταπέτασμα, ἐπειδή ἐπιτρεπόταν στόν καθένα νά εἰσέρχεται ἐλεύθερα· «Σ᾿ αὐτό βρισκόταν ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα καί ἡ πρόθεση τῶν ἄρτων. Στό ἐσώτερο μέρος τοῦ καταπετάσματος βρισκόταν μιά σκηνή πού ὀνομαζόταν Ἅγια τῶν ἁγίων, μέσα στήν ὁποία βρίσκονταν τό χρυσό θυμιατήριο, ἡ κιβωτός τῆς διαθήκης, καλυμμένη σ᾿ ὅλη της τήν ἐπιφάνεια μέ χρυσάφι. Μές στήν κιβωτό βρίσκονταν ἡ χρυσή στάμνα πού περιεῖχε τό μάννα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού βλάστησε καί οἱ πλάκες τῆς διαθήκης. Πάνω ἀπ᾿ αὐτή βρίσκονταν Χερουβίμ ἔνδοξα πού φύλαγαν τό θυσιαστηρίο. Κι ἔτσι ὅπως ἦταν κατασκευασμένα αὐτά, στή μέν πρώτη σκηνή εἰσέρχονταν πάντοτε οἱ ἱερεῖς καί ἐκτελοῦσαν τά σχετικά μέ τή λατρεία, στή δεύτερη ὅμως εἰσήρχετο μιά φορά τό χρόνο μονάχος ὁ ἀρχιερέας, ὄχι χωρίς αἷμα, πού τό προσφέρει γιά τόν ἑαυτό του καί τίς ἀκούσιες ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ» (Ἑβρ. 9, 2-7). Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι σ᾿ αὐτό εἰσέρχεται καί μόνος ὁ ἀρχιερέας καί γιά μία καί μόνη φορά τό χρόνο;
4. Ποιά σχέση, ὅμως, ἔχουν αὐτά, θά ρωτοῦσε κανείς, μέ τήν ἡμέρα γιά τήν ὁποία μιλᾶμε; Ἀναμείνατε λίγο ἀκόμη καί μήν ἀνησυχεῖτε. Γιατί ἀπό τήν κορυφή σκάβουμε τήν πηγή καί βιαζόμαστε νά φτάσουμε στήν ἄκρη της, ὥστε μέ εὐκολία νά γίνουν φανερά ὅλα αὐτά σέ σᾶς. Καλύτερα ὅμως, γιά νά μή γίνει ἡ ὁμιλία μου δυσνόητη γιά πολλή ὥρα καί ἀποβεῖ σέ βάρος σας ἡ μεγάλη διάρκειά της, νά σᾶς πῶ τώρα τήν αἰτία πού μέ ἔκανε νά ἀναφέρω ὅλα αὐτά. Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ αἰτία; Ὅταν ἡ Ἐλισάβετ ἦταν ἕξι μηνῶν ἔγκυος γιά νά γεννήσει τόν Ἰωάννη τότε ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Ἄν μάθουμε λοιπόν ποιός ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἕκτος μήνας, θά ξέρουμε καί πότε ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Ἔπειτα, ἀφοῦ μάθουμε πότε ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη, θά ξέρουμε καί τό χρόνο τῆς γεννήσεως (τοῦ Χριστοῦ), ἀφοῦ μετρήσουμε ἐννιά μῆνες ἀπό τή σύλληψη.
Πῶς θά μάθουμε, λοιπόν, ποιός ἦταν ὁ ἕκτος μήνας τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ; Ἄν μάθουμε ποιός ἦταν ὁ μήνας πού ἔγινε ἡ σύλληψη. Ἀλλά μέ ποιόν τρόπο θά μάθουμε ποιός ἦταν ὁ μήνας πού συνέλαβε; Ἄν μάθουμε ποιά ἐποχή ὁ σύζυγός της Ζαχαρίας πληροφορήθηκε ἀπό τόν ἄγγελο τή χαρμόσυνη εἴδηση. Καί αὐτό πῶς θά τό μάθουμε; Ἀπό τίς θεῖες Γραφές. Ὅπως μᾶς λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὁ ἄγγελος ἔφερε τήν χαρμόσυνη εἴδηση στό Ζαχαρία ἐνῶ αὐτός βρισκόταν στά Ἅγια τῶν ἁγίων καί τοῦ ἀνακοίνωσε τή γέννηση τοῦ Ἰωάννη. Ἄν λοιπόν ἀποδειχθεῖ μέ σαφήνεια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι μόνο μία φορά τό χρόνο εἰσήρχετο ὁ ἀρχιερέας στά Ἅγια τῶν ἁγίων, καί μονάχος, καί πότε, καί ποιό μήνα τοῦ χρόνου γίνεται ἡ μοναδική αὐτή εἴσοδος, θά εἶναι ἀπόλυτα γνωστός καί ὁ χρόνος πού δόθηκε ἡ χαρμόσυνη εἴδηση (στό Ζαχαρία).
Ὅτι λοιπόν μιά φορά τό χρόνο εἰσήρχετο στά Ἅγια τῶν ἁγίων, καί ὁ Παῦλος τό ἔκανε γνωστό καί ὁ Μωυσῆς αὐτό ἀκριβῶς φανερώνει μέ τά ἑξῆς λόγια: «Καί μίλησε ὁ Κύριος στό Μωυσῆ καί τοῦ εἶπε· πές στόν ἀδελφό σου τόν Ἀαρών νά μήν εἰσέρχεται κάθε ὥρα στό Ἅγιο πού βρίσκεται στό ἐσώτερο μέρος τοῦ καταπετάσματος καί νά μήν πηγαίνει μπροστά στό θυσιαστήριο πού εἶναι πάνω στήν κιβωτό τοῦ μαρτυρίου, γιά νά μή τιμωρηθεῖ μέ θάνατο». Καί πάλι: «Κανείς Ἰσραηλίτης δέν θά βρίσκεται στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, ὅταν θά εἰσέρχεται ὁ Ἀαρών στά Ἅγια τῶν ἁγίων γιά νά κάνει τήν ἐξιλέωση αὐτή μέχρι πού νά ἐξέλθει. Ὁ Ἀαρών θά κάνει τήν ἐξιλέωση γιά τόν ἑαυτό του, γιά τήν οἰκογένειά του καί γιά ὅλο τό λαό τοῦ Ἰσραήλ. Καί θά κάνει τήν ἐξιλέωση στό θυσιαστήριο πού βρίσκεται μπροστά στόν Κύριο» (Λευϊτ. 16, 1. 17).
Τό ὅτι λοιπόν δέν εἰσήρχετο στά Ἅγια τῶν ἁγίων συχνά, οὔτε ὅταν ἦταν μέσα ἐπιτρεπόταν νά ἐπικοινωνήσει κανείς μαζί του, ἀλλά ἔπρεπε νά στέκεται ἔξω ἀπό τό καταπέτασμα, εἶναι γνωστό ἀπ᾿ ὅσα ἀναφέρθηκαν. Ἤδη τά γνωρίζεται ὅλα αὐτά μέ κάθε ἀκρίβεια. Μένει, λοιπόν, νά ἀποδείξω ποιός ἦταν ὁ καιρός πού εἰσήρχετο στά Ἅγια τῶν ἁγίων καί ὅτι αὐτό τό ἔκανε μονάχος μιά φορά τό χρόνο. Ἀπό ποῦ ὅμως διαφαίνεται αὐτό; Ἀπό τό ἴδιο αὐτό βιβλίο. Γιατί τό λέγει μέ τά ἑξῆς λόγια: «κατά τόν ἕβδομο μῆνα, στίς δέκα τοῦ μηνός, θά ταπεινώσετε τίς ψυχές σας καί καμία ἐργασία δέ θά κάνετε κατά τή διάρκειά της, οὔτε ὁ προσήλυτος πού βρίσκεται μαζί σας. Γιατί τήν ἡμέρα αὐτή θά γίνει ἐξιλαστήρια προσευχή γιά σᾶς, γιά νά σᾶς καθαρίσει ἀπ᾿ ὅλες τίς ἁμαρτίες σας. Θά καθαρισθεῖτε μπροστά στόν Κύριο. Ἀπόλυτη ἀργία καί ἀνάπαυση θά ἔχετε αὐτή τήν ἡμέρα καί θά ταπεινώσετε τίς ψυχές σας. Αὐτό θά εἶναι αἰώνιο ἔθιμό σας. Καί θά κάνει τήν ἐξιλαστήρια προσευχή ἐκεῖνος πού θά τόν κάνουν ἱερέα, ἐκεῖνος πού θά κριθεῖ τέλειος γιά τήν ἐκτέλεση τῶν ἱερατικῶν καθηκόντων μετά τόν πατέρα του. Καί θά φορέσει τήν ἁγία στολή του, καί θά κάνει ἐξιλαστήρια προσευχή στό Ἅγιο τοῦ ἁγίου, καί στή σκηνή τοῦ μαρτυρίου καί στό θυσιαστήριο, καί θά κάνει ἐξιλαστήρια προσευχή γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἱερέων καί γιά ὅσους βρίσκονται στή συναγωγή. Καί διατηρεῖτε αἰώνια τό ἔθιμο αὐτό, νά κάνετε γιά τό λαό τοῦ Ἰσραήλ θυσία πού νά ἐξιλεώνει τό Θεό γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες τους. Μιά φορά τό χρόνο θά γίνεται αὐτό, ὅπως ὅρισε ὁ Κύριος στό Μωυσῆ» (Λευϊτ. 16, 29). Ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά τήν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Γιατί τότε ἦταν πού ὁ ἀρχιερεύς εἰσήρχετο μία φορά τό χρόνο. Αὐτό βέβαια καί ὁ ἴδιος τό φανέρωσε λέγοντας: «Μία φορά τό χρόνο θά γίνεται αὐτό».
5. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἀρχιερέας εἰσήρχετο μονάχος στά Ἅγια τῶν ἁγίων κατά τήν ἡμέρα τῆς σκηνοπηγίας, ἄς ἀποδείξουμε τώρα ὅτι παρουσιάστηκε ὁ ἄγγελος στό Ζαχαρία, ὅταν αὐτός βρισκόταν στά Ἅγια τῶν ἁγίων. Γιατί σ᾿ αὐτόν μόνο παρουσιάστηκε ὅταν ἔκανε τήν προσφορά τοῦ θυμιάματος, καί ὁ ἀρχιερέας ποτέ ἄλλοτε δέν εἰσέρχεται μονάχος, παρά μόνο τότε. Καί τίποτε δέ μᾶς ἐμποδίζει νά δώσουμε προσοχή καί στά ἑξῆς λόγια: «Ζοῦσε στήν ἐποχή τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαίας Ἡρώδη κάποιος ἱερέας, πού τό ὄνομά του ἦταν Ζαχαρίας, καί ἡ γυναίκα του ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἀαρών καί ὀνομαζόταν Ἐλισάβετ» (Λουκ. 1, 5). «Ὅταν ὁ Ζαχαρίας ἐκτελοῦσε τά ἱερατικά του καθήκοντα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ τή σειρά τῆς ἐφημερίας τῶν ἱερέων, ἔπεσε σ᾿ αὐτόν, κατά τή συνήθεια τῆς ἱερατικῆς ὑπηρεσίας, ὁ κλῆρος νά θυμιάσει καί νά εἰσέλθει στό ναό τοῦ Κυρίου. Ὁλόκληρο δέ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ προσευχόταν ἔξω κατά τήν ὥρα πού (ὁ Ζαχαρίας) πρόσεφερε τό θυμίαμα» (Λουκ. 1, 8-10). Θυμήσου τώρα, ἀγαπητέ μου τή μαρτυρία πού λέγει:«Καί κανείς δέν θά βρίσκεται μέσα στή σκηνή τοῦ μαρτυρίου, ὅταν ἐκεῖνος εἰσέλθει στά Ἅγια τῶν ἁγίων γιά νά κάνει ἐξιλαστήρια προσευχή, μέχρι πού νά ἐξέλθει». «Τότε ἐμφανίστηκε σ᾿ αὐτόν ἄγγελος τοῦ Κυρίου, πού στεκόταν στά δεξιά τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος» (Λουκ. 1, 11). Δέν εἶπε τοῦ θυσιαστηρίου πού προσφερόταν θυσία, ἀλλά τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Γιατί τό ἐξωτερικό θυσιαστήριο ἦταν γιά θυσίες καί ὁλοκαυτώματα, ἐνῶ τό ἐσωτερικό γιά θυμίαμα. Συνεπῶς ἀπ᾿ αὐτό καί ἀπό τό γεγονός ὅτι μόνο σ᾿ αὐτόν παρουσιάστηκε, καί ἐπειδή καθώς μᾶς λέγουν οἱ Γραφές, ὁ λαός βρισκόταν ἔξω καί τόν περίμενε, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι εἰσῆλθε στά Ἅγια τῶν ἁγίων. «Καί ταράχτηκε ὁ Ζαχαρίας ὅταν τόν εἶδε καί τόν κατέλαβε φόβος. Τοῦ εἶπε δέ ὁ ἄγγελος· “μή φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ἡ προσευχή σου ἔχει εἰσακουσθεῖ καί ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θά σοῦ γεννήσει γιό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰωάννη”. Καί ὁ λαός ἀνέμενε τό Ζαχαρία καί ἀποροῦσαν γιατί ἀργοποροῦσε πολύ στό ναό. Ὅταν βγῆκε, τούς ἔκανε νοήματα καί δέν μποροῦσε νά τούς μιλήσει» (Λουκ. 1, 12-22). Βλέπεις, λοιπόν, πώς ἦταν πίσω ἀπό τό καταπέτασμα; Τότε λοιπόν ἔλαβε τή χαρμόσυνη εἴδηση. Καί αὐτό ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς Σκηνοπηγίας καί τῆς νηστείας, γιατί αὐτό δείχνει ἡ φράση «ταπεινώσατε τίς ψυχές σας».Ἑορτάζεται δέ ἡ ἑορτή αὐτή ἀπό τούς Ἰουδαίους στά τέλη τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, ὅπως κι ἐσεῖς τό γνωρίζετε μέ βεβαιότητα. Γιατί τότε ἐξεφώνησα τούς πολλούς καί μακρούς λόγους κατά τῶν Ἰουδαίων, ἐπικρίνοντας τήν παράκαιρη νηστεία τους. Τότε λοιπόν συνέλαβε καί ἡ Ἐλισάβετ, ἡ σύζυγος τοῦ Ζαχαρία· καί ἔκρυβε τήν ἐγκυμοσύνη της πέντε μῆνες λέγοντας: «αὐτό μοῦ ἔκανε ὁ Κύριος κατά τήν ἡμέρα πού ἀποφάσισε νά μέ ἀπαλλάξει ἀπό τή ντροπή πού εἶχα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. 1, 25). Τώρα, λοιπόν, εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμή νά ἀποδείξω ὅτι ὅταν αὐτή βρισκόταν στόν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης της γιά νά γεννήσει τόν Ἰωάννη, ἡ Μαρία ἔλαβε τή χαρμόσυνη ἀγγελία ὅτι θά μείνει ἔγκυος. Μόλις λοιπόν τήν ἐπισκέφθηκε ὁ Γαβριήλ τῆς εἶπε: «Μή φοβᾶσαι Μαριάμ γιατί βρῆκες χάρη ἀπό τό Θεό. Θά μείνης ἔγκυος καί θά γεννήσεις γιό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰησοῦ» (Λουκ. 1, 30-31). Ἐπειδή ὅμως ἐκείνη ταράχτηκε καί ζήτησε νά μάθει τόν τρόπο πού θά γίνει αὐτό, τῆς ξαναμίλησε ὁ ἄγγελος καί τῆς εἶπε: «Πνεῦμα Ἅγιο θά ἔλθει σ᾿ ἐσένα καί δύναμη τοῦ Ὑψίστου θά σέ προστατεύσει· γιαυτό καί τό Ἅγιο πού θά γεννηθεῖ θά ὀνομαστεῖ Υἱός Θεοῦ. Καί ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, συνέλαβε κι αὐτή γιό στά γεράματά της καί αὐτή πού θεωρεῖται στεῖρα, βρίσκεται τώρα στόν ἕκτο μήνα της, γιατί κανένα πράγμα δέν εἶναι ἀκατόρθωτο ἀπό τό Θεό» (Λουκ. 1, 35-37). Ἄν λοιπόν ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Ἐλισάβετ ἄρχισε μετά τό Σεπτέμβριο, καθώς ἔχει ἀποδειχθεῖ, πρέπει νά μετρήσουμε ἕξι μῆνες μετά ἀπ᾿ αὐτόν. Εἶναι οἱ μῆνες αὐτοί· Ὀκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Ἰανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος.
Μετά λοιπόν τόν ἕκτο μῆνα (πού ἔμεινε ἔγκυος ἡ Ἐλισάβετ) ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Ἑπομένως ἄν μετρήσουμε ἐννιά μῆνες μετά ἀπ᾿ αὐτόν θά φθάσουμε σ᾿ αὐτόν τόν τωρινό γιά τόν ὁποῖο μιλᾶμε. Ὁ πρῶτος λοιπόν μήνας τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ Ἀπρίλιος πού ἀντιστοιχεῖ στόν Ξανθικό, μετά τόν ὁποῖο ἀκολουθοῦν οἱ Μάϊος, Ἰούνιος, Ἰούλιος, Αὔγουστος, Σεπτέμβριος Ὀκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, ὁ μήνας στόν ὁποῖο βρισκόμαστε καί ἑορτάζουμε τήν ἡμέρα αὐτή. Καί γιά νά γίνει περισσότερο κατανοητό αὐτό πού ὑποστηρίζω, θά ἐπαναλάβω, στήν ἀγάπη σας, μέ συντομία πάλι τά ὅσα λέω. Μία φορά τό χρόνο εἰσήρχετο μονάχος ὁ ἀρχιερέας στά Ἅγια τῶν ἁγίων. Καί πότε γινόταν αὐτό; Τό μήνα Σεπτέμβριο. Τότε λοιπόν εἰσῆλθε ὁ Ζαχαρίας στά Ἅγια τῶν ἁγίων. Τότε τοῦ ἔστειλε καί ὁ Θεός τή χαρμόσυνη εἴδηση τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννη. Βγῆκε λοιπόν ἀπ᾿ ἐκεῖ καί ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς γυναίκας του. Μετά τό Σεπτέμβριο καί ὅταν ἡ Ἐλισάβετ βρισκόταν στόν ἕκτο μήνα, πού εἶναι ὁ Μάρτιος, ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Ἄν μέτρησουμε λοιπόν ἀπό τόν Ἀπρίλιο ἐννιά μῆνες θά φθάσουμε σ᾿ αὐτόν τό μῆνα πού γεννήθηκε ὁ Κύριός μας Ἱησοῦς Χριστός.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ.
6. Σᾶς κατέστησα γνωστά μέχρι τώρα ὅλα τά σχετικά μέ αὐτή τήν ἡμέρα. Ἀφοῦ ἀναφέρω ἀκόμη ἕνα, θά τελειώσω τήν ὁμιλία μου καί θά δώσω τή θέση μου στόν κοινό δάσκαλο γιά τά σημαντικότερα. Ἐπειδή λοιπόν πολλοί εἰδωλολάτρες, ὅταν ἀκούσουν ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε μέ ἀνθρώπινη μορφή, μᾶς περιγελοῦν καί μᾶς προσβάλλουν, καί ἐνοχλοῦν καί στενοχωροῦν πολλούς ἁπλοϊκούς χριστιανούς, εἶναι ἀνάγκη καί σέ κείνους καί στούς ἄλλους πού στενοχωροῦνται νά ἀπευθυνθῶ, ὥστε ποτέ στό ἑξῆς νά μή θορυβοῦνται παρασυρμένοι ἀπό ἀνοήτους ἀνθρώπους καί γιά νά μήν τούς ἐνοχλοῦν οἱ κοροϊδίες τῶν ἀπίστων. Γιατί καί τά μικρά παιδιά πολλές φορές γελοῦν ὅταν ἐμεῖς συζητᾶμε γιά σπουδαῖα ζητήματα καί ἀσχολούμαστε μέ σοβαρές ὑποθέσεις. Τό γέλιο ὅμως δέν εἶναι ἀπόδειξη ὅτι εἶναι γελοῖα αὐτά πού κοροϊδεύει κανείς, ἀλλά ἀπόδειξη τῆς ἀνοησίας αὐτοῦ πού τά κοροδεύει. Αὐτό βέβαια μποροῦμε νά ποῦμε καί γιά τούς εἰδωλολάτρες, πώς ἐπειδή εἶναι περισσότερο ἀνόητοι κι ἀπ᾿ τά παιδιά, κοροϊδεύουν ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα πρέπει κανείς νά νιώθει θαυμασμό καί μεγάλο σεβασμό, ἐνῶ, ἀντίθετα, σέβονται καί ὑποστηρίζουν ἐκεῖνα πού εἶναι πραγματικά γελοῖα. Ἀλλά καί τά δικά μας πού ἐκεῖνοι τά κοροϊδεύουν, ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν σεβαστά καί δέν ζημιώνει καθόλου τή δόξα τους τό ὅτι τά κοροϊδεύουν ἐκεῖνοι. Τά δικά τους ἀντίθετα ἄν καί τά ὑποστηρίζουν μέ κάθε τρόπο, δείχνουν τή δική τους κατωτερότητα. Ἀλήθεια, δέν εἶναι σημάδι τῆς πιό μεγάλης παραφροσύνης τό ὅτι αὐτοί (οἱ εἰδωλολάτρες) πού εἶναι ἐπιρρεπεῖς στό νά εἰσάγουν τούς θεούς τους σέ ξύλα καί σέ βράχους καί σέ τιποτένια ξόανα, καί τούς κλίνουν ἐκεῖ μέσα σάν σέ δεσμωτήριο, νά νομίζουν ὅτι οὔτε κάνουν οὔτε λένε τίποτε ἀξιοκαταφρόνητο, ἐμᾶς δέ νά κατηγοροῦν γιατί λέμε ὅτι ὁ Θεός κατασκεύασε γιά τόν ἑαυτό του, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ναό καί εὐεργέτησε μέ τόν τρόπο αὐτό τήν οἰκουμένη; Ἀλλά εἶναι κατηγορία αὐτή; Γιατί ἄν εἶναι ὑποτιμητικό νά κατοικήσει ὁ Θεός μέσα σέ ἀνθρώπινο σῶμα, εἶναι πολύ χειρότερο νά κατοικήσει μέσα σέ βράχους καί σέ ξύλα, μάλιστα τόσο πιό πολύ ὑποτιμητικό ὅσο κατώτερα εἶναι σέ σύγκριση μέ τόν ἄνθρωπο ὁ βράχος καί τό ξύλο, ἐκτός βέβαια κι ἄν ἔχουν τή γνώμη πώς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε κατώτεροι ἀπό τά ἄψυχα αὐτά ἀντικείμενα. Γιατί αὐτοί τολμοῦν νά καταβιβάζουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ σέ γάτες καί σέ σκύλους, καί πολλοί αἱρετικοί σέ ἀκόμη κατώτερα ὄντα. Ἐμεῖς ὅμως τέτοιο δέ λέμε, οὔτε θά ἀνεχόμασταν ποτέ νά ἀκούσουμε. Ἐμεῖς μόνο τοῦτο ὁμολογοῦμε, ὅτι ὁ Χριστός ἔλαβε ἀπό παρθενική μήτρα σῶμα ἅγιο καί καθαρό, ἀμόλυντο ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἐπανέφερε στήν πρώτη του κατάσταση τό δημιούργημά Του. Ἀλλά ἐκεῖνοι καί οἱ Μανιχαῖοι, πού ἀσεβοῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο μ᾿ αὐτούς, πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ σκύλους, πίθηκους καί ἄλλα ζῶα (ἀφοῦ ὑποστηρίζουν ὅτι ὅλα αὐτά ἔχουν ψυχή ἀπό τή θεϊκή οὐσία), καί δέ φοβοῦνται οὔτε ντρέπονται νά ὑποστηρίζουν γιά μᾶς αὐτά, λέγοντας πώς ἔχουμε ἀντιλήψεις πού δέ ταιριάζουν στό Θεό, γιατί δέν ἀνεχόμαστε οὔτε καί νά σκεφθοῦμε κάτι ἀπό αὐτά. Ἐμεῖς ὅμως ὑποστηρίζουμε αὐτό πού ἔπρεπε καί ἅρμοζε στό Θεό, ὅτι δηλαδή ἀφοῦ ἦλθε κατά τόν τρόπο τῆς γεννήσεως αὐτῆς, ἀποκατέστησε τό δημιούργημά του. Πές μου, λοιπόν, ἄνθρωπε, ποιά εἶναι ἡ γνώμη σου; Ἐνῶ ἀπό τή μιά ὑποστηρίζεις πώς ἡ ψυχή τῶν φονιάδων καί τῶν μάγων προῆλθε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀπ᾿ τήν ἄλλη τολμᾶς νά μᾶς κατακρίνεις, ἐπειδή τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἀνεχόμαστε, οὔτε ἀντέχουμε νά τό ἀκοῦμε νά λέγεται, ἀλλά καί θεωροῦμε ἀσεβεῖς ἐκείνους πού ἁπλῶς τά ἀναφέρουν. Ἐμεῖς ὑποστηρίζουμε τοῦτο, ὅτι ὁ Θεός κατασκεύασε γιά τόν ἑαυτό του ναό ἀμόλυντο καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἔφερε στή ζωή τή δική μας τό πολίτευμα τῶν οὐρανῶν.
Καί πῶς δέν θά ἄξιζε νά τιμωρηθεῖτε μέ ἄπειρους θανάτους καί γιά τά ἐγκλήματα πού μᾶς κατηγορεῖτε καί γιά τίς ἀσέβειες πού συνεχίζετε νά διαπράττετε; Γιατί ἄν, ὅπως ἰσχυρίζεσθε ἐσεῖς, εἶναι ἀνάρμοστο στό Θεό νά κατοικήσει σέ σῶμα καθαρό καί ἀμόλυντο, εἶναι πολύ πιό ἀνάρμοστο νά ἐνοικήσει στό σῶμα τοῦ μάγου, τοῦ τυμβωρήχου, τοῦ ληστῆ, τοῦ πίθηκου καί τοῦ σκύλου, καί ὄχι στό ἅγιο καί ἁγνό σῶμα πού τώρα κάθεται δεξιά τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Πατρός. Γιατί ποιά βλάβη ἤ ποιά προσβολή θά πάθαινε ὁ Θεός ἀπό τήν οἰκονομία αὐτή; Δέν βλέπετε αὐτόν ἐδῶ τόν ἥλιο τοῦ ὁποίου τό σῶμα εἶναι αἰσθητό καί φθαρτό καί μεταβλητό ἀντικείμενο, ἔστω κι ἄν ἀπείρως στενοχωροῦνται οἱ εἰδωλολάτρες καί οἱ Μανιχαῖοι μέ τό νά τά ἀκοῦνε αὐτά; Καί ὄχι μονάχα ὁ ἥλιος, μά καί ἡ γῆ, καί ἡ θάλασσα, καί ὅλη γενικά ἡ ὁρατή φύση ὑπόκειται στή φθορά. Ἄκουε τόν Παῦλο πού τό διακηρύττει μέ αὐτά τά λόγια: «στή ματαιότητα ὑποτάχτηκε (ἡ κτίση), ὄχι μέ τή θέλησή της, ἀλλά ἐπειδή τήν ἀνάγκασε ἐκεῖνος πού τήν ὑπέταξε, μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀπελευθέρωσής της» (Ρωμ. 8, 20). Ἔπειτα γιά νά δηλώσει τί σημαίνει ἡ ὑποταγή στή ματαιότητα, πρόσθεσε: «ὅτι καί αὐτή θά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, γιά νά εἰσέλθει στήν ἔνδοξη ἐλευθερία τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8, 21). Ὥστε τώρα ἡ φύση εἶναι μεταβλητή, εἶναι φθαρτή. Γιατί ὅταν λέμε ὅτι ἕνα πράγμα εἶναι ὑποταγμένο στή φθορά, δέν ἐνοοῦμε τίποτε ἄλλο, παρά ὅτι εἶναι φθαρτό. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἥλιος, πού εἶναι σῶμα φθαρτό, ρίχνει παντοῦ τίς ἀκτίνες του καί ἐρχόμενος σέ ἐπαφή μέ βορβόρους, ἀκαθαρσίες καί μέ πολλά ἄλλα τέτοια πράγματα δέ χάνει τίποτε ἀπό τήν καθαρότητά του λόγω τῆς ἐπαφῆς του μέ τά σώματα αὐτά, ἀλλά καί πάλι ἀνακαλεῖ τίς ἀκτίνες του καθαρές, ἀφοῦ μεταδώσει ἀπό τή δική του λαμπρότητα σέ πολλά ἀπό τά ἀντικείμενα πού δέχτηκαν τίς ἀκτίνες του, χωρίς νά παίρνει οὔτε τό ἐλάχιστο ἀπό τή δυσωδία καί τήν ἀκαθαρσία, πολύ περισσότερο ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων, ὄχι μόνο δέ μολύνθηκε μέ τό νά προσλάβει καθαρή (ἀνθρώπινη) σάρκα, ἀλλά καί αὐτή τήν ἴδια τήν ἔκανε καθαρότερη καί ἁγιότερη.
Γνωρίζοντας, λοιπόν, ὅλα αὐτά κι ἔχοντας στό νοῦ μας τούς λόγους ἐκείνους: «Θά κατοικήσω μέσα σ᾿ αὐτούς καί θά βαδίσω ἀνάμεσά τους» (Λευϊτ. 26, 12), καί ἀλλοῦ: «Ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας» (Α´ Κορ. 3, 16), ἄς ἀπαντᾶμε κι ἐμεῖς σέ κείνους καί ἄς ἀποστομώνουμε τούς ἀσεβεῖς, καί ἄς αἰσθανόμαστε χαρά γιά τά ἀγαθά μας δοξάζοντας τό Θεό γιά τήν τόσο μεγάλη συγκατάβαση, καί ἄς ἀποδώσουμε σ᾿ Αὐτόν, ὅσο μποροῦμε, τήν τιμή καί τήν ἀνταμοιβή πού τοῦ ἀξίζει. Ἐμεῖς ὅμως καμιά ἀνταμοιβή δέν μποροῦμε νά δώσουμε στό Θεό παρά μόνο τή σωτηρία μας καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί τή φροντίδα μας γιά τήν ἀρετή.
Πῶς πρέπει νά προσερχόμαστε στή θεία Κοινωνία.
7. Ἄς μή γινόμαστε, λοιπόν, ἀχάριστοι στόν Εὐεργέτη μας, ἀλλά ἄς τοῦ προσφέρουμε ὅλοι, ὅσο μποροῦμε, τά πάντα, δηλαδή πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, σωφροσύνη, ἐλεημοσύνη, φιλοξενία. Καί γιά ὅ,τι κατά τό παρελθόν σᾶς παρακίνησα, γι᾿ αὐτό θά σᾶς παρακινήσω καί τώρα καί δέ θά πάψω ποτέ νά σᾶς παρακινῶ. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὅταν πρόκειται νά προσέλθετε στή φρικτή καί ἱερή Τράπεζα καί τήν ἱερή μυσταγωγία τῆς θείας Εὐχαριστίας, κάνετε τοῦτο μέ φόβο καί μέ τρόμο, μέ καθαρή συνείδηση, μέ νηστεία καί προσευχή, χωρίς νά ἐνοχλεῖτε καί νά χτυπᾶτε καί νά σπρώχνετε τούς γύρω σας. Γιατί αὐτό δείχνει πολύ μεγάλη ἀπερισκεψία καί ὄχι τυχαία περιφρόνηση. Γιαυτό σέ ὅσους συμπεριφέρονται ἔτσι ἐπέρχονται μεγάλες τιμωρίες καί ποινές.
Σκέψου, ἄνθρωπε, σέ ποιά θυσία πρόκειται νά προσεγγίσεις, σέ ποιό θυσιαστήριο πλησιάζεις, καί θυμίσου ὅτι ἐνῶ εἶσαι χῶμα καί στάχτη, μεταλαμβάνεις Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Καί ὅταν τύχει νά σᾶς καλέσει στό τραπέζι του κάποιος βασιλιάς, συμμετέχετε μέ σεβασμό, λαμβάνοντας ἀπό τά παρατιθέμενα φαγητά μέ κοσμιότητα καί ἡσυχία. Ἐνῶ ὅταν σᾶς προσκαλεῖ ὁ Θεός στήν Τράπεζά Του καί σᾶς προσφέρει τόν Υἱό Του, τή στιγμή κατά τήν ὁποία παραστέκονται μέ φόβο καί τρόμο ἀγγελικές δυνάμεις, καί τά Χερουβίμ σκεπάζουν τά πρόσωπά τους, καί τά Σεραφίμ ψάλλουν μέ τρόμο, Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος, ἐσύ, πές μου, φωνάζεις καί προξενεῖς θόρυβο μπροστά σ᾿ αὐτή τήν πνευματική τράπεζα; Δέν γνωρίζεις, ὅτι τή στιγμή ἐκείνη ἡ ψυχή σου πρέπει νά εἶναι γεμάτη μέ γαλήνη; Πολλή γαλήνη καί ἡσυχία εἶναι ἀπαραίτητη, ὄχι ὀργή καί ταραχή. Γιατί αὐτά κάνουν ἀκάθαρτη τήν ψυχή πού προσέρχεται. Ποιά συγνώμη θά μποροῦσε νά ὑπάρξει γιά μᾶς, ἄν ὕστερα ἀπό τίς τόσες ἁμαρτίες μας δέν εἴμαστε ἀπαλλαγμένοι ἀπ᾿ αὐτά τά παράλογα πάθη μας οὔτε τή στιγμή πού προσερχόμαστε (νά κοινωνήσουμε); Καί γενικά, τί πιό ἀναγκαῖο ὑπάρχει ἀπό αὐτά πού προσφέρονται στήν Ἁγία Τράπεζα; Ἤ τί μᾶς ἀπασχολεῖ ὥστε νά ἀφήσουμε τό μυστήριο καί βιαστικοί νά σπεύσουμε ἀλλοῦ; Μή, σᾶς παρακαλῶ καί σᾶς ἱκετεύω, ἄς μήν προκαλέσουμε ἐναντίον μας τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού βρίσκεται μπροστά μας εἶναι φάρμακο σωτήριο γιά τίς πληγές μας, εἶναι πλοῦτος ἀστείρευτος πού μᾶς προσφέρει τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἄς προσέλθουμε, λοιπόν, μέ φόβο καί ἄς εὐχαριστήσουμε τό Θεό, ἄς προσπέσουμε μέ συντριβή ἐξομολογούμενοι τίς ἁμαρτίες μας, ἄς κλάψουμε ἀπό λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας, ἄς κάνουμε πολλή ὥρα τήν προσευχή μας στό Θεό. Κι ἀφοῦ μέ τόν τρόπο αὐτό ἐξαγνιστοῦμε, μέ κατάλληλη προσοχή καί τάξη ἄς προσέλθουμε στό μυστήριο σάν νά παρουσιαζόμαστε μπροστά στό Βασιλέα τῶν οὐρανῶν. Καί ἀφοῦ δεχθοῦμε τήν ἁγνή καί ἅγια θεία Εὐχαριστία, ἄς τήν ἀσπαστοῦμε, ἄς τήν ἐναγκαλιστοῦν οἱ ὀφθαλμοί μας καί ἄς ἀναθερμάνουμε τό λογικό μας, ἔτσι ὥστε ἡ συγκέντρωση γύρω ἀπό τή θυσία νά μήν ἀποβεῖ σέ καταδίκη καί κατάκρισή μας, ἀλλά σέ ψυχική γαλήνη, σέ ἀγάπη, σέ ἀρετή, σέ συμφιλίωση μέ τό Θεό, σέ σταθερή εἰρήνη καί βάση γιά μυριάδες ἀγαθά, γιά νά ἐξαγιάσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀλλά καί τούς πλησίον μας νά ὠφελήσουμε.
Γιαυτά συνεχῶς ὁμιλῶ καί δέ θά παύσω νά ὁμιλῶ. Γιατί ποιό τό ὄφελος νά προστρέχετε ἄσκοπα ἐδῶ καί νά μή μαθαίνετε τίποτα τό ὠφέλιμο; Ποιό τό κέρδος ἄν διαρκῶς μιλᾶμε γιά τά εὐχάριστα; Σύντομη εἶναι, ἀγαπητοί μου, ἡ παρούσα ζωή καί ἄς προσέξουμε, ἄς ἀνοίξουμε τά μάτια μας, ἄς συγκεντρώσουμε τόν ψυχικό μας κόσμο, ἄς ἐπιδείξουμε γνήσιο τό ἐνδιαφέρον μας γιά ὅλους, ἄς γίνουμε εὐσεβεῖς σέ ὅλα. Καί εἴτε εἶναι ἀνάγκη νά ἀκοῦτε τό θεῖο κήρυγμα, εἴτε νά προσέρχεσθαι στή θεία Κοινωνία, εἴτε κάνετε ὁτιδήποτε ἄλλο, μέ φόβο καί μέ τρόμο Θεοῦ νά τό κάνετε γιά νά μήν προκαλέσετε μέ τήν ἀδιαφορία σας τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Γιατί λέγει ἡ Γραφή: «Καταραμένος εἶναι ἐκεῖνος πού μέ ἀδιαφορία ἐκτελεῖ τό καθῆκον του πρός τό Θεό» (Ἱερεμ. 48, 10). Ὁ θόρυβος καί ἡ ὀργή ἀποτελοῦν μεγάλη προσβολή γιά τή θεία Κοινωνία. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη περιφρόνηση νά προσφέρεις μολυσμένο τόν ἑαυτό σου στό Θεό. Ἄκουσε τί λέει γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς ὁ Ἀπόστολος: «Ὅποιος καταστρέφει τό ναό τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός θά τόν καταστρέψει» (Α´ Κορ. 3, 17). Νά μήν ἐξοργίζουμε λοιπόν τό Θεό ἀντί νά συμφιλιωνόμαστε μαζί Του, ἀλλά νά ἐπιδεικνύουμε ὅλο μας τό ἐνδιαφέρον, ὅλη τή σεμνότητά μας καί τήν ψυχική μας γαλήνη καί νά προσερχόμαστε μέ προσευχή καί συντετριμμένη καρδιά γιά νά μπορέσουμε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νά ἐξιλεώσουμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί νά ἀποκτήσουμε τά ἀγαθά πού μᾶς ὑποσχέθηκε, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καί ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.

“ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ”
(Προεόρτια, Εόρτια και Μεθεόρτια)

Κάθε εορτή της Εκκλησίας μας, Δεσποτική και Θεομητορική, έχει τα Προεόρτια, την Εορτή και τα Μεθεόρτιά της, τα οποία καταλήγουν στην λεγομένη Απόδοση της εορτής. Με την σοφία τους οι Πατέρες καθόρισαν την τυπική διάταξη των εορτών μας πάντα με σκοπό να δοθή στους πιστούς το πλήρωμα του θεολογικού νοήματος της εορτής και το μεγαλείο της πίστεώς μας.
Συνεπώς και η εορτή των Χριστουγέννων έχει τα Προεόρτιά της την 24η του μηνός Δεκεμβρίου, που είναι και η παραμονή της εορτής. Τα πάντα είναι Προεόρτια, ο Εσπερινός, ο Κανών του Άποδείπνου, ο Όρθρος και οι Μεγάλες Ώρες. Η προεόρτια Ακολουθία των Χριστουγέννων είναι πλούσια σε χαρά για τον ερχομό του Χριστού. Στον προεόρτιο Εσπερινό κάποιος ύμνος αναφέρει:
“Εν κυμβάλοις ηχήσωμεν εν ωδαίς αλαλάξωμεν η Χριστού ανάδειξις πεφανέρωται...”
“Προεόρτια άσματα διανοίας ευθύτητι της Χριστού Γεννήσεως προηχήσωμεν....”
“Προεορτάσωμεν λαοί Χριστού τα γενέθλια και επαίροντες τον νουν επί την Βηθλεέμ αναχθώμεν τη διανοία και κατίδωμεν την Παρθένον τοις ψυχικοίς οφθαλμοίς επειγομένην τίκτειν εν Σπηλαίω τον των όλων Κύριον και Θεόν ημών.....”
Ο υμνογράφος στο γεγονός της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και της θεώσεως του ανθρώπου καλεί τον καθένα από εμάς ξεχωριστά να αλαλάξωμε με ώδές, να ηχήσουμε με κύμβαλα και να προεορτάσουμε υψώνοντας τον νουν και ανεβάζοντας την διάνοια στην Βηθλεέμ, όπου θα αντικρύσωμε την Θεοτόκο να γεννά στο Σπήλαιο τον Υιό και Λόγο του Θεού.
Το Προεόρτιο Απολυτίκιο “Απεγράφετο ποτέ σύν τω πρεσβύτη Ιωσήφ.....”παρομοιάζει το σπήλαιο με παλάτι για τον Ουράνιο Βασιλέα, τον φτωχό στη γη τόσο, ώστε “ουκ ήν τόπος εν τω καταλύματι” γι Αυτόν.
Μέσα από τα Καθίσματα, από τους προεορτίους Κανόνες του Όρθρου, τις Καταβασίες, τους Ειρμούς, τα Εξαποστειλάρια, τους Αίνους ξεχύνεται μια οικουμενική χαρά ότι ετέχθη ημίν σήμερον Σωτήρ.
“Ω των υπέρ νουν αρρήτων μυστηρίων! Τίκτεται Θεός επί γης δι’ ευσπλαγχνίαν.....”
“Ω μακαριστή της Θεόπαιδος κοιλία, ήτις νοητώς ουρανού μείζων εδείχθης.....”(Στιχηρό αίνων).
Οι Μεγάλες Ώρες της παραμονής των Χριστουγέννων μαζί με την Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου έχουν τί δικό τους προεόρτιο χρώμα. Οι Προφητείες παίζουν κι αυτές τον δικό τους ρόλο. Παλαιά και Καινή Διαθήκη συμψάλλουν τον “εν παντί καιρώ και πάση ώρα εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενον.... τον σαρκωθέντα δι’ ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν”
Αυτή την ημέρα ο Εσπερινός της εορτής τελείται μετά την Θ` Ώρα και συμψάλλεται με την Θεία Λειτουργία.
Αντιθέτως πάλι τί να πρωτοθαυμάση κανείς στον Όρθρο της εορτής των Χριστουγέννων!
“Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστός...”
“Ο αχώρητος παντί πώς εχωρήθη εν γαστρί...”
Η υμνολογία των Χριστουγέννων μετατρέπεται σε ένα Χριστολογικό υπόμνημα με σωτηριολογικό περιεχόμενο. Στον Όρθρο ψάλονται δυο Κανόνες. Ο πρώτος με την Καταβασία Χριστός γεννάται δοξάσατε.....ο οποίος είναι ποίημα του Κοσμά του Μαϊουμά και ο δεύτερος Κανών που είναι ποίημα του Ιωάννου Μοναχού....
Πρέπει να σημειωθή ότι τα Μεθεόρτια της εορτής των Χριστουγέννων διαρκούν έως την 31η Δεκεμβρίου, οπότε και αποδίδεται η εορτή. Στην Απόδοση ψάλλονται όλα τα ψαλλόμενα στην εορτή εκτός από τα Αναγνώσματα, την Λιτή και τον Πολυέλεο.
Τέλος, δεν θα πρέπη να παραλείψωμε τον σωτηριολογικό ρόλο της Παρθένου, αφού κάποιο τροπάριο των Αίνων αναφέρει Θεοτόκε Παρθένε η τεκούσα τον Σωτήρα ανέτρεψας την πρώτην κατάραν της Εύας. Ο Μ. Αθανάσιος θεωρεί καθοριστική την συμβολή της συμμετοχής της Παναγίας στην σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και ολοκλήρου της Κτίσεως.
Η σάρκωση του Λόγου, όχι μόνον ως γεγονός, αλλά και ως τρόπος φανέρωσης, αποτελεί το μοναδικό γεγονός της ιστορίας. Κανένα άλλο πρόσωπο δεν ήρθε στη ζωή, όπως ήρθε ο Χριστός. Κι αυτό, γιατί αξιώθηκε η Παναγία να μετάσχη κατά την φυσική της ενέργεια στην κοινή ενέργεια της Θεότητος, δηλαδή στην ίδια τη ζωή του Θεού. Όλον τον τρόπο της Θείας γεννήσεως ως μοναδικού γεγονότος μαρτυρεί και η Κτίση με την εμφάνιση του αστέρος.
Η Παναγία από αυτή τη στιγμή χαρακτηρίζεται ως η νέα Εύα, γιατί ανατρέπει την κατάρα του θανάτου της παλαιάς Εύας. Και ο Χριστός είναι πλέον ο νέος Αδάμ, γιατί μόνον Αυτός θα μπορούσε να πετύχη την ανακαίνιση του πεπτωκότος ανθρώπου. Μόνον ο “εν σαρκί” επιφανείς Θεός Λόγος ως εικόνα του Πατρός, δηλαδή ως ζωοποιός Αρχή αφθαρσίας και αυτοζωΐας, θα μπορούσε να ανακαινίση τον άνθρωπο. Ο Μ. Αθανάσιος παρατηρεί ότι “...αληθώς ευδόκησε ο Θεός και Πατήρ ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ”.
Ας μας αξιώση, λοιπόν, ο τεχθείς εκ Παρθένου Κύριος να βιώσουμε το βαθύτερο νόημα της εορτής των Χριστουγέννων που είναι όχι μόνον πανανθρώπινο, αλλά και προσωπικό.



Εν όψει των Χριστουγέννων, του Μητροπολίτου Προικοννήσου κ. Ιωσήφ,


Εν όψει των Χριστουγέννων
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προικοννήσου
κ. Ιωσήφ
από το βιβλίο του «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως
Πλησίασε και πάλι η μεγάλη και σωτήρια ημέρα των Χριστουγέννων. Σε λίγες μέρες, οι καμπάνες όλου του κόσμου θα διαλαλήσουν με τους ολόγλυκους ήχους τους πως «Χριστός γεννάται, λύτρωση στου κόσμου την ορφάνια»!
 Μα πολύ πιό νωρίς, εμείς, οι Ορθόδοξοι, έχουμε το προανάκρουσμα αυτής της μελωδίας, όχι μόνο με την περίοδο της Χριστουγεννιάτικης νηστείας, που αρχίζει από τις 15 Νοεμβρίου, ούτε μόνο από τις πάντερπνες Καταβασίες «Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε» και το γλυκύτατο Κοντάκιο «Η Παρθένος σήμερον τον προαιώνιον Λόγον εν σπηλαίω έρχεται αποτεκείν απορρήτως», που από μέρες τ’ ακούμε να ψάλλονται στις εκκλησιές μας, μα και από το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής προ των Χριστουγέννων, που είναι το πρώτο κεφάλαιο της Καινής Διαθήκης, το πρώτο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου, και μας περιγράφει όχι μόνο το ανθρώπινο γενεαλογικό δένδρο του Χριστού, μα και το ίδιο το κοσμοσωτήριο γεγονός της Γεννήσεώς Του.
Έτσι, η Εκκλησία μας, με πολλή σοφία, μας δίνει βαθμιαία την ευκαιρία και τη δυνατότητα μιας καλής πνευματικής προετοιμασίας, όχι απλώς για να γιορτάσουμε, μα, κυριολεκτικά, για να ζήσουμε το μεγάλο Μυστήριο της Σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.
Αν τα Χριστούγεννα για άλλα δόγματα και λαούς είναι μια ευκαιρία οικογενειακής ζεστασιάς και εκδηλώσεων αγάπης μόνο, για τους Ορθοδόξους είναι κάτι πολύ πιό βαθύ και πολύ πιο σπουδαίο. Είναι μια ακόμη ευκαιρία να εμβαθύνουμε με σοβαρότητα στο γεγονός της ταπεινώσεως και της κενώσεως του Θεού, προκειμένου να πληρωθούμε και να υψωθούμε εμείς! Να γεμίσουμε όχι απλώς από αρετές, οι οποίες αυτονομημένες και καθαυτές δεν έχουν καμιά σημασία και αξία, όσο εντυπωσιακές κι αξιοθαύμαστες κι αν φαίνονται, αλλ’ αποκτούν νόημα και αξία μόνο σε σχέση με την αυτοαρετή και την αυτοαγιότητα που είναι ο Χριστός. Κατά πόσο δηλαδή καλλιεργούνται με την ευλογία Του, σύμφωνα με το θέλημά Του, και με μόνο σκοπό τη δόξα του Ονόματος Του, ως εργαλεία δηλαδή θεώσεως, αλλά και να γεμίσουμε από ζωή, και από εκείνο το «περισσόν», το οποίο υπαινίχθηκε ο Κύριος λέγοντας: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» (Ιωάν. 10: 10). Να γεμίσουμε από τις άκτιστες ενέργειές Του που χαρίζουν ζωή! Όχι μόνο τούτη την πρόσκαιρη, μα και την παντοτεινή και αιώνια! Και να γεμίσουμε από το φως Του το άκτιστο, το ζωοποιό, το θεοποιούν(=αυτό που κάνει τον άνθρωπο θεό), το αφθαρτίζον, το αγιάζον, αυτό που, από υπερβολή φιλανθρωπίας και ξεχείλισμα αγάπης, μας κάνει «θεούς» κατά χάριν. Αυτό είναι το «περισσόν»! Και να υψωθούμε στο αρχαίο κάλλος, στην πρώτη ομορφιά, την «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» (Γεν. 1: 26), με την οποία μας έπλασε, κι απ’ όπου με την αμαρτία μας ξεπέσαμε και -δυστυχώς- εξακολουθούμε να ξεπέφτουμε.
Είναι, λοιπόν, τα Χριστούγεννα για τους Ορθοδόξους μια ευκαιρία να ταπεινωθούμε μαζί με τον ταπεινούμενο Χριστό. Και ταυτόχρονα μια ευκαιρία για να υψωθούμε από την κίβδηλη ζωή της αμαρτίας και την αφόρητη πλήξη της καθημερινής συμβατικότητας στην εν Χριστώ ζωή! Τη ζωή των δακρύων της μετανοίας και της μυστικής χαράς που χαρίζει στις μετανοούσες ψυχές ο Παμφιλάνθρωπος Κύριος. Τη ζωή της ειλικρίνειας απέναντι στον εαυτό μας, στους ανθρώπους και στο Θεό. Τη ζωή της γνήσιας πνευματικότητας μέσα στη μοσχολιβανισμένη ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Τη ζωή της αυθεντικής, χριστομίμητης και χριστοκεντρικής αρετής, που βιώνεται εν τω κρυπτώ, αλλά θα λάβει την ανταπόδοσή της εν τω φανερώ. Τη ζωή που θάχει πάρει διαζύγιο από κάθε είδους φαρισαϊσμούς κ’ υποκρισίες. Τη ζωή του «χρηστού ζυγού» και του «ελαφρού φορτίου» του Χριστού (Ματθ. 11: 30), που η άρση τους φέρνει την ανάπαυση, το γλυκασμό και την παμπόθητη ειρήνη της ψυχής, την «πάντα νουν υπερέχουσαν»!
Ευχή της Εκκλησίας είναι πάντα αυτή η ευκαιρία να γίνεται δεκτή από κάθε πιστό με ευγνώμονα αισθήματα προς τον «νηπιάζοντα τη σάρκι» Κύριο, και ν’ αξιοποιείται καλοδιάθετα,
ώστε να μη μένουμε στα Χριστούγεννα  της γαλοπούλας, των κουραμπιέδων και των δώρων, μα να ζούμε τα Χριστούγεννα του Χριστού! Τα Χριστούγεννα της Εκκλησίας! Τα Χριστούγεννα που έχουν τη δύναμη να γεμίζουν το κενό της ψυχής μας και να παρηγορούν την καρδιά μας! Τα Χριστούγεννα που λυτρώνουν, σώζουν και θεοποιούν!
Πηγή: http://synodoiporia.blogspot.com/2010/12/blog-post_1751.html 
Και από: http://exagorefsis.blogspot.com/2010/12/blog-post_4074.html

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου