ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου , Ι ΄ Λουκά και μνήμη του Οσίου Παταπίου του θαυματουργού και του Αγίου αποστόλου Τυχικού

Θεραπεία της συγκυπτούσης γυναικός
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ. ιγ. 10 – 17.


Τω καιρώ εκείνω, Ήν διδάσκων ο Ιησούς εν μιά των συναγωγών εν τοις σάββασι. και ιδού γυνή ήν πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ, και ήν συγκύπτουσα, και μή δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές. ιδών δέ αυτήν ο Ιησούς, προσεφώνησε και είπεν αυτή, γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου, και επέθηκεν αυτή τας χείρας, και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν. αποκριθείς δέ ο αρχισυνάγωγος, αγανακτών ότι τω σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω, έξ ημέραι εισίν εν αις δεί εργάζεσθαι, εν ταύταις ούν ερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μή τη ημέρα του σαββάτου. απεκρίθη ούν αυτώ ο Κύριος και είπεν, υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βούν αυτού η τον όνον απο της φάτνης, και απαγαγών ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ήν έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι απο του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου; και ταύτα λέγοντος αυτού, κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτώ, και πάς ο όχλος έχαιρεν επι πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ’ αυτού.

Απόδοση:

Εκείνο τον καιρό, ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε κάποια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη, και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου». Έβαλε επάνω της τα χέρια του, κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς• μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;» Με τα λόγια αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του, κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.

(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)



Η υποκριτική τυπολατρεία (Κυριακή Ι΄Λουκά)


Healing γυναίκες έσκυψε
Αντιμέτωπος με τη θρησκευτική ηγεσία του ιουδαϊκού λαού βρίσκεται ακόμα μία φορά ο Κύριός μας, αγαπητοί μου, όπως καταγράφεται στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ευρισκόμενος στη συναγωγή, ημέρα Σάββατο, θεράπευσε μια συγκύπτουσα γυναίκα, η οποία, επί δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, βίωνε το άλγος της ασθενείας. Η θαυματουργική επέμβαση του Ιησού προκάλεσε την μήνη και την οργή του αρχισυναγώγου, ο οποίος Τον κατηγόρησε για παραβίαση της αργίας του Σαββάτου, την οποία σαφώς ορίζει ο Μωσαϊκός νόμος. Ο εμπαθής και τυφλωμένος θρησκευτικά αρχισυνάγωγος, ενώ είδε με τα μάτια του το θαυμαστό γεγονός, ενώ έγινε μάρτυρας της θεραπείας της βαρέως ασθενούσας γυναίκας, ενώ τού δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει και πιστέψει στην Μεσσιανικότητα του Χριστού, ενώ είχε μπροστά του τόσους λόγους για να δοξάσει το όνομα του Θεού, ξέσπασε κατά του Χριστού οχυρωμένος πίσω από ανούσιες τυπικές διατάξεις. Απέδειξε ότι δεν ήταν υπηρέτης του μόνου και αληθινού Θεού, αλλά ένας κοινός διεκπεραιωτής θρησκευτικών αναγκών και υποθέσεων, που εξέπεσε της υψηλής και υπεύθυνης αποστολής του, διακονώντας τον τύπο και όχι την ουσία.
Η λατρεία των εξωτερικών σχημάτων της πνευματικής και εκκλησιαστικής ζωής και η αίσθηση ότι αυτά αρκούν για να θεωρηθεί κανείς σωστός και αυθεντικός Χριστιανός, έχει, δυστυχώς, διαπεράσει τον τρόπο ζωής πολλών ανθρώπων, που νομίζουν ότι με τον τρόπο αυτό είναι εντάξει έναντι του Θεού. Το φαινόμενο αυτό, πολύ διαδεδομένο στην εποχή μας, δημιουργεί ανθρώπους δύο ταχυτήτων. Ανθρώπους που φροντίζουν για την άρτια δημόσια Εκκλησιαστική τους εικόνα. Προβάλλουν εαυτούς ως πρότυπα νηστευτών, εκκλησιαζόμενων και προσευχόμενων Χριστιανών, με έντονη, μάλιστα, φιλανθρωπική δραστηριότητα, αλλά και διάθεση αυστηρού ελέγχου προς όλους τους άλλους που, κατά τη γνώμη τους, δεν ζουν κατά Χριστόν. Την ίδια στιγμή, στον προσωπικό τους βίο και έξω από τα αδιάκριτα μάτια των άλλων ανθρώπων, τα ίδια αυτά πρόσωπα εύκολα δικαιολογούν της αμαρτωλές ροπές και τις παθογόνες πτώσεις τους. Επιδεικνύουν αδίστακτη σκληρότητα όταν νιώθουν ότι θίγονται τα συμφέροντά τους. Αδιαφορούν για τις πραγματικές ανάγκες των συνανθρώπων τους, που δεν αντιμετωπίζονται με ευχολόγια.
Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί έχουν μετατρέψει την πίστη σε ιδεολογία, την γνήσια θρησκευτικότητα σε εθιμική συνήθεια, την αγάπη σε υποχρέωση, την πνευματική ζωή σε ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης και επαίνου από τους άλλους ανθρώπους.
Η τυπολατρεία, όμως, συχνά λαμβάνει και άλλες μορφές, από ανθρώπους με έντονη πνευματική ζωή. Αναζητούν την γνησιότητα και την αυθεντικότητα στους πνευματικούς τους πατέρες, επιλέγοντάς τους και κρίνοντάς τους με βάση την εξωτερική εικόνα και όχι τα εσωτερικά χαρίσματα. Τα μακριά γένια και τα μαλλιά στους κληρικούς, το χαμηλό βλέμμα και η ταπεινοσχημία, συχνά ανάγονται σε κριτήρια αυθεντικότητας για τους ιερωμένους, που, σε αντίθετη περίπτωση, καταγγέλλονται ως κοσμικοί και μη παραδοσιακοί. Η αντίληψη αυτή, που φανερώνει σαφές έλλειμμα διακρίσεως και αληθινής πνευματικότητας, στηλιτεύεται ακόμα και από την ασκητική γραμματεία της Εκκλησίας μας, που πολεμά τον πειρασμό της τυπολατρείας.

 Ας ακούσουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: «Είχαμε ακούσει ότι ο Γέροντας έχει γενειάδα που φθάνει ως τη γη και θέλαμε να τον παρακαλέσουμε να μάς την δείξει. Φοβούμενοι, όμως, μήπως τον προσβάλωμε, ζητήσαμε, εκ των προτέρων να μάς συγχωρήσει. Εκείνος απόρησε, αλλά μάς το υποσχέθηκε. Τότε τον παρακαλέσαμε να λύσει την γενειάδα και αυτός αμέσως ξεκούμπωσε το ζωστικό, την έλυσε από τη μέση, όπου την είχε περιτυλίξει και την άφησε ελεύθερη. Σχεδόν ακουμπούσε στο έδαφος. Ο  Γέροντας μάς ικανοποίησε, αλλά παρατήρησε ότι αυτή η περιέργειά μας είναι μάταια και ανωφελής. Η τρίχα – μακριά ή κοντή – δεν σημαίνει τίποτε, δεν συντελεί στη σωτηρία, για την οποία δεν είναι απαραίτητες οι μακριές τρίχες, που σαπίζουν στον τάφο, αλλά τα θεάρεστα έργα»[1]
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται , αδελφοί μου, ότι η σωτηρία της ψυχής μας δεν εξαρτάται από την τυφλή εφαρμογή τυπικών διατάξεων και νόμων, αλλά από τα έργα της αγάπης μας, όταν αυτά είναι καρπός γνήσιας και διακριτικής πίστης, έντονης και ουσιαστικής Μυστηριακής ζωής και ευλογημένης μετανοίας. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
[1] Γέρων Αθανάσιος. Ιερομονάχου Γρηγορίου, «Αγιορείτες Πατέρες του ΙΘ΄ αι.» Τόμος Β΄, σελ. 18




Ο όσιος Πατάπιος (8 Δεκεμβρίου)


Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη του οσίου Παταπίου του ερημοπολίτη. Έτσι χαρακτηριστικά τιτλοφορείται ο όσιος, που έζησε απομονωμένος στην έρημο, αφήνοντας το θόρυβο και τις χαρές της κοσμικής ζωής. Γεννήθηκε στην Θήβα της Αιγύπτου από γονείς ευσεβείς χριστιανούς, κοντά στους οποίους με πολλή φροντίδα κι επιμέλεια ανατράφηκε κι έμαθε τα ιερά γράμματα. Ταιριάζει και στον άγιο Πατάπιο εκείνο που γράφει ο απόστολος Παύλος προς τον Τιμόθεο· «από βρέφους τα ιερά γράμματα οίδας, τα δυνάμενα σε σοφίσαι εις σωτηρίαν δια πίστεως της εν Χριστώ Ιησού». Η πίστη στον Ιησού Χριστό και τα ιερά γράμματα κάνουν πραγματικά σοφό και σώζουν τον άνθρωπο.
Όταν ήλθε σε ηλικία, ο άγιος Πατάπιος απαρνήθηκε την πατρίδα, τον πλούτο, τους συγγενείς και κάθε κοσμική απόλαυση και ματαιότητα κι έφυγε στην έρημο. Ήταν η εποχή τότε, που ο αναχωρητισμός και ο μοναχικός βίος στην περιοχή εκείνη της Αιγύπτου βρισκόταν σε μεγάλη ακμή. Γρήγορα ο άγιος Πατάπιος ξεχώρισε κι έγινε πολύ γνωστός για τη μεγάλη του άσκηση και αρετή, τόσο, που πολλοί έτρεχαν κοντά του, για να ωφεληθούν πνευματικά από τη γνωριμία του και την αναστροφή μαζί του. Το ίδιο γινότανε, όπως βλέπομε στα ιερά Ευαγγέλια, με τον πρόδρομο και βαπτιστή Ιωάννη, όπου «εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα Ιουδαία και πάσα περίχωρος του Ιορδάνου».
Αυτό πρέπει να το προσέξουμε και να το εκτιμήσουμε πολύ, ποιά σημασία δηλαδή και πόση πνευματική ωφέλεια έχει για έναν τόπο η παρουσία ενός αγίου ανθρώπου. Ας μην είναι, και δεν πρέπει να είναι, μέσα στο θόρυβο του κόσμου, αλλά στην έρημο, μόνος μαζί με το Θεό. Οι άνθρωποι τον βρίσκουν και τρέχουνε να τον δουν και να τον ακούσουν, σαν εκείνους που διψάνε και δεν περιμένουνε να πάει σ’ αυτούς το νερό, αλλ’ αυτοί πηγαίνουν στη βρύση. Δεν είναι ανάγκη και δεν πρέπει οι όσιοι ασκητές να κατεβαίνουν, για να βρουν τάχα τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι μόνοι τους ξέρουν να πηγαίνουν στα μοναστήρια, όπως και τώρα πολλοί πηγαίνουν στο Άγιο Όρος.
Ο άγιος Πατάπιος τόσο πολύ αγάπησε την ησυχία της ερήμου, ώστε άρχισε να στενοχωρείται, βλέποντας τους ανθρώπους να τρέχουν κοντά του, να τον επαινούν και να τον θαυμάζουν για την ασκητική του ζωή και για την αγιότητα του βίου του. Οι άγιοι ποτέ δεν αφήνουν τον εαυτό τους να πιστέψει εκείνα που ο κόσμος πιστεύει γι’ αυτούς· αν το πάθουν αυτό, τότε τα έχασαν όλα. Αυτή είναι η μεγάλη δύναμη και η αρετή των Αγίων, γι’ αυτό όσο ο κόσμος τους θαυμάζει, τόσο εκείνοι φεύγουν και κρύβονται. Αυτό έκαμε και ο άγιος Πατάπιος· αφού έμεινε χρόνια στην έρημο της Θηβαΐδας, ύστερα για να χαθούν τα ίχνη του, έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη.
Στην Κωνσταντινούπολη ο άγιος Πατάπιος, οδηγημένος από το Θεό, πήγε κι έμεινε στο προσκύνημα της Παναγίας των Βλαχερνών. Εκεί έζησε άγνωστος και φτωχός, μέσα σε μεγάλη σκληραγωγία και πνευματική περισυλλογή, όπως και στην έρημο. Μα το φως δεν μπορεί να κρυφτεί κι η αγιοσύνη, όσο περισσότερο κρύβεται μέσα στον άνθρωπο του Θεού, τόσο πιό πολύ είναι φανερή στον κόσμο. Ο άγιος Πατάπιος, ο ταπεινός και φτωχός μοναχός των Βλαχερνών, έφτασε να είναι ένας ουράνιος άνθρωπος κι ένας επίγειος άγγελος. Γι’ αυτό κι ο Θεός τον δόξασε με τη χάρη των θαυμάτων. Εκεί κοντά στα ιαματικά νερά της Ζωοδόχου Πηγής των Βλαχερνών ήταν κι ο άγιος Πατάπιος, θεραπεύοντας τις αρρώστιες των ανθρώπων.
Από τα πολλά θαύματα και τις θεραπείες του αγίου Παταπίου αναφέρομε μόνο ένα· θεράπεψε μια γυναίκα, που έπασχε η ταλαίπωρη από καρκίνο του μαστού. Την αρρώστια αύτη, που για την ιατρική επιστήμη ακόμα είναι ανίατη, την νίκησε ο άγιος Πατάπιος με την προσευχή και με τη χάρη του Χριστού. Γι’ αυτό και είναι ο προστάτης και θεραπευτής των πιστών, που πάσχουν απ’ αυτή την επάρατη αρρώστια. Και σήμερα στο γυναικείο μοναστήρι του αγίου Παταπίου, που είναι στο βουνό επάνω από το Λουτράκι της Αττικής, πηγαίνουν οι πιστοί και ζητούν τη χάρη του Χριστού, για να βρουν ίαση με τις ευχές του αγίου Παταπίου. Ο Ιησούς Χριστός, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, είπε για τους Αγίους, κι είναι αλήθεια, ότι «ο πιστεύων εις εμέ τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει…». Αμήν.
( + Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, Εικόνες Έμψυχοι, σ. 159).


ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΥΧΙΚΟΣ 




Ἀνάμεσα στὶς ἅγιες μορφές, ποὺ δούλεψαν σκληρὰ γιὰ νὰ στεριώσει στὸ νησί της Κύπρου ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καὶ ὁ Ἀπόστολος Τυχικός.
Τὸ ὄνομά του δὲν συμπεριλαμβάνεται στὸν κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα. Ὅμως αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν ἱερὸ συναξαριστὴ νὰ τὸν ἐγκωμιάζει μὲ τοῦτα τὰ λόγια:

«Μὴ τὸν τυχόντα Τυχικὸν τοῦτον νόει. Οὗτος γὰρ εἰς πέφυκε τῶν Ἀποστόλων». Ἀδελφέ μου, μὴ θελήσεις νὰ θεωρήσεις ἕνα τυχαῖο πρόσωπο τὸν Τυχικό. Γιατί αὐτὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους.
Γιὰ τὸν ζηλωτὴ αὐτὸν ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου χαράσσονται καὶ οἱ γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν.

Ἀπὸ τὰ λίγα γενικὰ καὶ ἀόριστα ποὺ κατορθώσαμε νὰ συλλέξουμε ἀπὸ διάφορες πηγὲς γιὰ τὸν βίο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Ἀποστόλου, καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα, πὼς ὁ Τυχικὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ ἐπαρχία τῆς Ἀσίας. Σὰν συνοδὸ καὶ συνεργάτη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τὸν συναντοῦμε περὶ τὸ τέλος τῆς τρίτης τοῦ Παύλου ἀποστολικῆς περιοδείας. Ὅπως γνωρίζουμε, κατὰ τὴν περιοδεία αὐτή, ποὺ κράτησε τρία χρόνια, ἀπὸ τὸ 54 – 57 μ.Χ. ὁ θεῖος Ἀπόστολος μὲ κέντρο τὴν Ἔφεσο ἐπισκέφθηκε πολλὲς πόλεις τῆς Μ. Ἀσίας. Περὶ τὸ τέλος τοῦ τρίτου ἔτους τῆς παραμονῆς του στὴν Ἔφεσο, ἀπὸ τὸ φούντωμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ξέσπασε σ’ αὐτὴ μιὰ μεγάλη ταραχὴ μὲ αἴτιο κάποιο ἀργυροκόπο (ἀργυροτεχνίτη) ὀνομαζόμενο Δημήτριο.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔφτιαχνε μὲ ἀσήμι μικροὺς ναούς, ὁμοιώματα τοῦ ναοῦ τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος. Μὲ τὴν δραστηριότητα ὅμως τοῦ Παύλου καὶ τὸ κήρυγμά του, ποὺ συνοψιζόταν στὸ ὅτι οἱ θεοί, ποὺ κατασκευάζονται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπινα, εἶναι θεοὶ ψεύτικοι, ἡ ἐπιχείρηση αὐτὴ ἔπεσε ἀρκετά. Μπροστὰ στὶς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις ποὺ εἶχε τοῦτο τὸ γεγονός, κάποια ἡμέρα ὁ Δημήτριος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους τοὺς ἐργάτες καὶ τεχνίτες ποὺ ἀπασχολοῦντο στὴν ἐργασία του, τοὺς ξεσήκωσε ἐνάντια στὸν Παῦλο:

– Ἄνδρες, τοὺς εἶπε: Ὅπως ξέρετε, ἀπὸ τὴν ἐργασία μας αὐτὴ βγαίνει τὸ ψωμὶ καὶ τὰ ἔξοδα τῆς οἰκογένειάς μας. Μὲ τὸ κήρυγμα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μόνο στὴν Ἔφεσο, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἀσία πολλοὶ ἔχουν ἐγκαταλείψει τὴν θρησκεία μας. Ἔτσι δὲν κινδυνεύει μόνο ἡ δουλειά μας ἀπὸ ξεπεσμὸ καὶ διάλυση, ἀλλὰ κινδυνεύει καὶ ὁ ναὸς τῆς μεγάλης μας προστάτιδας νὰ μὴ λογαριάζεται πιὰ ἀπὸ κανέναν.

Τὰ λόγια τοῦ ἀργυροκόπου, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ξεσήκωσαν ὄχι μόνο τοὺς ἐργάτες του, ἀλλὰ καὶ μεγάλο πλῆθος τῆς Ἐφέσου. Γιὰ πολλὲς ὧρες ἡ πόλη εἶχε γίνει ἀνάστατη. Ὅλοι ζητοῦσαν νὰ συλληφθεῖ ὁ Παῦλος καὶ νὰ θανατωθεῖ. Πολλοὶ πέρασαν ἀπὸ τὰ μέρη ποὺ συνήθιζε νὰ παραμένει ὁ Ἀπόστολος καὶ τὸν ζητοῦσαν. Εὐτυχῶς δὲν τὸν βρῆκαν καὶ στὸ τέλος κατέληξαν στὸ θέατρο τῆς πόλεως. Ἐκεῖ ἐπὶ ὦρες φώναζαν διάφορα συνθήματα καὶ πρὸ παντὸς τὴν φράση: «Μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων». Ἡ κατάσταση ἦταν, στ’ ἀλήθεια, ἐκρηκτική. Κάποια στιγμὴ παρουσιάστηκε ὁ πρῶτος ὑπάλληλος τῆς πόλεως, ὁ γραμματέας νὰ ποῦμε, καὶ ἀφοῦ συνέστησε στὸ πλῆθος νὰ σιωπήσει, μίλησε σ’ αὐτὸ μὲ πολλὴ μαεστρία καὶ πέτυχε νὰ τὸ διαλύσει. Ὁ Παῦλος ὅλες αὐτὲς τὶς ὧρες ἔμενε κρυμμένος σὲ κάποιο σπίτι. Ὅταν ἀργότερα ἀποκαταστάθηκε ἡ ἡσυχία, ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀφοῦ προσκάλεσε τοὺς χριστιανοὺς κοντά του καὶ τοὺς ἐνίσχυσε, τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὴν Μακεδονία, ποὺ ἤθελε πολὺ νὰ πάει γιὰ νὰ ξαναδεῖ τοὺς ἐκεῖ πιστούς. Περιῆλθε διάφορες πόλεις, μετὰ προχώρησε καὶ «ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα», δηλαδὴ κατέβηκε στὴν Ἀχαΐα (Πελοπόννησο) καὶ πάλιν ἐπέστρεψε διὰ ξηρὰς στὴν Μακεδονία, ἐπειδὴ πληροφορήθηκε πὼς οἱ Ἰουδαῖοι τῶν Κεγχρεῶν εἶχαν ἀποφασίσει νὰ τὸν δολοφονήσουν.
Ἀπὸ τὴν Μακεδονία κατέβηκε στὴν Τρωάδα – Τροία, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνέλαβε μεγάλο ταξίδι πρὸς τὴν Ἀσία. Ἐδῶ στὴν Τροία, σὰν ἔφτασε ὁ Παῦλος, βρῆκε διάφορους πιστοὺς συνεργάτες νὰ τὸν περιμένουν. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἦταν ὁ Σώπατρος ἀπὸ τὴν Βέροια, ὁ Ἀρίσταρχος καὶ ὁ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, ὁ Γάϊος καὶ ὁ Τιμόθεος ἀπὸ τὴν Δέρβη τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ὁ Τυχικὸς καὶ ὁ Τρόφιμος ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας. Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν πάει νωρίτερα στὴν Τρωάδα καὶ τὸν περίμεναν. Μ’ αὐτοὺς ἀνέλαβε ὁ ἀκούραστος Ἀπόστολος τὸ ταξίδι του πρὸς τὶς διάφορες πόλεις τῆς Ἀσίας.

Τώρα, ποὺ βρῆκε τὰ πρόσωπα αὐτά, εἰδικὰ τὸν Ἅγιο Τυχικό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐνδιαφερόμαστε, καὶ πῶς αὐτὸς κλήθηκε στὸ Εὐαγγέλιο, δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ἀπὸ τὴν Ἀσία τὸν ψάρεψε μαζὶ μὲ τὸν Τρόφιμο καὶ πὼς καὶ οἱ δύο ὑπῆρξαν ζηλωτὲς συνοδοί του.

Συνοδός, λοιπόν, τοῦ Παύλου ὁ Τυχικός, μὰ καὶ ὁ Τρόφιμος. Ἀκούραστοι συνοδοί. Πόσος ζῆλος καὶ πόση φλόγα ἔκαιε στὶς καρδιές τους γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ παίζουν κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα, ὅπως εἴδαμε, τὸ κεφάλι κορῶνα γράμματα! «Ὦ! καὶ νὰ εἴχαμε οἱ σημερινοὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ κάτι ἀπὸ τὸν φλογερὸ ζῆλο τῶν ἐργατῶν αὐτῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λεγόντουσαν Τυχικοὶ καὶ Τρόφιμοι, πόσο διαφορετικὸς θὰ ἦταν σήμερα ὁ κόσμος!

Πιστὸς συνεργάτης καὶ ἀκόλουθος τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου, λοιπόν, ὁ Τυχικός. Μαζί του στὶς ἐπιτυχίες καὶ τὶς χαρούμενες στιγμές.

Μαζί του ὅμως καὶ στοὺς πιὸ μεγάλους κινδύνους. Τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπιζε ἀπὸ τὰ ὄργανα τοῦ Σατανᾶ στὶς συνεχείς του ἀποστολικὲς περιοδεῖες. Μαζί του καὶ σ’ αὐτὴν τὴν φυλακὴ τῆς Ρώμης. Χαρά του νὰ διακονεῖ καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Στὸν Τυχικὸ ἐπαναπαύεται καὶ προσβλέπει ὁ γηραιὸς Ἀπόστολος στὶς ποικίλες ἀνάγκες ποὺ ἀντιμετωπίζει. Στὸν Τυχικὸ ἀναθέτει τὴν ὑπεύθυνο ἀποστολὴ νὰ μεταφέρει καὶ νὰ ἐπιδώσει μὲ ἀσφάλεια τὶς ἐπιστολές του πρὸς τοὺς πιστοὺς τῆς Ἐφέσου, τῶν Κολοσσῶν καὶ τῆς Α’ πρὸς τὸν μαθητή του Τιμόθεο.

Μὲ πόση συγκίνηση γράφει ὁ στοργικὸς Ἀπόστολος πρὸς τοὺς Ἐφεσίους (στ’ 21 – 22) τοῦτα τὰ λόγια: «Ἴνα δὲ εἰδῆτε καὶ ὑμεῖς τὰ κατ’ ἐμέ, τί πράσσω, πάντα ὑμῖν γνωρίσει Τυχικὸς ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ ὃν ἔπεμψα πρὸς ὑμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο, ἴνα γνῶτε τὰ περὶ ἡμῶν καὶ παρακαλέσῃ τὰς καρδίας ὑμῶν». Γιὰ νὰ μάθετε δὲ καὶ ἐσεῖς τὰ ἰδικά μου νέα, νὰ γνωρίσετε δηλαδὴ τί κάμνω καὶ πὼς περνῶ τὶς ἡμέρες μου ἐδῶ στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, σᾶς στέλλω τὸν Τυχικό. Ὁ ἀγαπητός μου αὐτὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, θὰ σᾶς τὰ καταστήσει ὅλα γνωστά. Αὐτὸς θὰ σᾶς παρηγορήσει καὶ θὰ στηρίξει τὶς καρδιές σας, ποὺ εἶναι θλιμμένες ἐξ αἰτίας τῆς φυλακίσεώς μου.

Μεγάλη στοργὴ καὶ ἀσύγκριτη ἀγάπη ἀποπνέουν τοῦτα τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου... «Ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ» ὁ Τυχικός. Εἶναι ἀδελφός μου λέγει ὁ Τυχικός, γιατί ἔχουμε τὸν ἴδιο Πατέρα, τὸν Πανάγαθο Θεό. Μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα μᾶς υἱοθέτησε καὶ μᾶς ἔκαμε κατὰ χάριν παιδιά Του. Εἶναι καὶ «πιστὸς διάκονος», γιατί ὑπηρετεῖ πιστὰ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Στὴν ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κολασσαεῖς προσθέτει καὶ τὶς λέξεις «σύνδουλός μου». Εἶναι ὁ Τυχικὸς καὶ σύνδουλός μου, γιατί καὶ οἱ δυό μας ἔχουμε ἕναν Κύριο καὶ ἕναν Θεό. Καὶ οἱ δυό μας δουλεύουμε στὸν ἴδιο πνευματικὸ ἀμπελώνα καὶ στὸν ἴδιο ἀγρό.

Ὁποῖο μεγαλειώδη τίτλο τιμῆς γιὰ τὸν εἰλικρινὴ συνεργάτη τοῦ φλογεροῦ Ἀποστόλου ἀποτελοῦν τὰ κολακευτικὰ τοῦτα λόγια. Καὶ μόνο αὐτὰ γραμμένα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ θείου Παύλου, ὁ ὁποῖος ζεῖ καὶ ἀγωνίζεται μονάχα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κάθε ἀνθρώπου, εἶναι ἀποδεικτικὰ τῆς ξεχωριστῆς καὶ ἰδιάζουσας θέσης, ποὺ κατέχει στὴν πρώτη ἐκκλησία ἡ προσωπικότητα τοῦ πιστοῦ καὶ πρόθυμου διακόνου τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ Ἁγίου Τυχικοῦ.

Καὶ πολὺ δίκαια. Γιατί ὁ Τυχικὸς μὲ πολὺ ἐνθουσιασμὸ ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου ἀκολουθώντας μὲ ζῆλο τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο στὶς περιοδεῖες του. Ἀλλὰ καὶ πάντα πρόθυμος νὰ τὸν ἐξυπηρετήσει, ὅπου τὸν ἤθελε αὐτὸς καλέσει. «Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρὸς σὲ ἢ Τυχικόν, σπούδασαν ἐλθεὶν πρὸς μὲ εἰς Νικόπολιν ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμᾶσαι» (Τίτ. γ’ 12). Αὐτὰ γράφει ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Ἀπόστολο καὶ συνεργάτη του Τίτο. Καὶ οἱ ὁδηγίες αὐτὲς δείχνουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου πρὸς τὸν ἀκόλουθο καὶ βοηθό του Τυχικό, ποὺ εἶναι συνεργὸς καὶ συνέκδημος τοῦ σκεύους αὐτοῦ τῆς ἐκλογῆς τοῦ Κυρίου. Συνεργὸς καὶ συνέκδημος ἀλλὰ καὶ διεκπεραιωτὴς πολλῶν ἐμπιστευτικῶν ἀποστολῶν. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Μάρκος μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ θείου του, Ἀποστόλου Βαρνάβα, ἔφυγε ἀπ’ τὴν Κύπρο, πέρασε ἀπ' τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ κατέληξε στὴν Ρώμη γιὰ νὰ συναντήσει τὸν πολύπειρο καὶ φυλακισμένο Ἀπόστολο. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἡ συνάντηση πραγματοποιήθηκε γρήγορα. Οἱ δύο Ἀπόστολοι, ἀφοῦ ἀντάλλαξαν ἀσπασμὸ χριστιανικῆς ἀγάπης ἄρχισαν μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας στὴν Κύπρο. Κατὰ τὴν συνομιλία αὐτή, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὁ Μάρκος ἀποκάλυψε στὸν φλογερὸ Ἀπόστολο τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ φίλου του, ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ τοῦ φανέρωσε πὼς στὴν Κύπρο δὲν ἦταν ἄλλος Ἀπόστολος, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τους. Ἡ πληροφορία αὐτὴ ἀνησύχησε τὸν γηραιὸ Ἀπόστολο, ποὺ ἔσπευσε ἀμέσως νὰ στείλει στὸ πολύπαθο νησὶ τοὺς συνεργάτες του Τυχικό, Ἐπαφρᾶ καὶ μερικοὺς ἄλλους. Ἡ ὁμάδα αὐτή, σὰν ἔφτασε στὴν Κύπρο, ἔσπευσε νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Ἠρακλείδιο ποὺ βρισκόταν στὴν Ταμασὸ καὶ νὰ τοῦ ἐπιδώσει σχετικὴ ἐπιστολή. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Παῦλος λέγεται πὼς συνιστοῦσε στὸν πιστὸ μαθητή του νὰ ἐγκαταστήσει τὸν Ἐπαφρᾶ ἐπίσκοπο στὴν Πάφο, τὸν Τυχικὸ στὴ Νεάπολη, δηλαδὴ τὴν Λεμεσό, καὶ τὸν Αὐξίβιο στοὺς Σόλους, πράγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔκαμε.

Ὁ Ἀπόστολος Τυχικὸς ὑπῆρξε ἕνας δόκιμος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ προθυμία δέχθηκε τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ. Τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ ἀψηφώντας κάθε κίνδυνο κινεῖται παντοῦ γιὰ νὰ τὸ προσφέρει καὶ σ’ ἄλλους. Μαζὶ μὲ τὸν θεῖο Παῦλο μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ λέγει: «Ὀδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις...» (Β’ Κορ. ια’ 26). Ὑπηρέτησα τὸν Κύριο μὲ μακρὲς ὁδοιπορίες πολλὲς φορές, μὲ κινδύνους ἀπὸ ποτάμια καὶ μάλιστα κατὰ τὸν χειμώνα ποὺ ἐπλημμύριζαν.
Ἀντίκρυσα πολλοὺς κινδύνους ἀπὸ ληστές, κινδύνους ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς μου Ἑβραίους, κινδύνους ἀπὸ ἐθνικοὺς καὶ εἰδωλολάτρες, κινδύνους μέσα ἀπὸ τὶς πόλεις, κινδύνους μέσα σὲ ἔρημους τόπους, κινδύνους στὴν θάλασσα, κινδύνους ἀπὸ μέρους ψευδαδέλφων, ποὺ ὑποκρίνονταν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Σὰν ἕνας γνήσιος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου ἀνέλαβε καὶ αὐτὸς μὲ φλόγα στὴν καρδιὰ καὶ συνέπεια καὶ σύνεση τὸ ἔργο τῆς πανανθρώπινης σωτηρίας. Ἀντιμετώπισε διωγμοὺς καὶ ἐξευτελισμούς. Ἐν τούτοις ποτὲ δὲν ἐδειλίασε. Οὔτε μετανόησε γιατί ἀνέλαβε τέτοιο βαρυσήμαντο ἔργο. Ἄλλωστε τὸ γνώριζε αὐτό. Τὸ προεῖπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. γ’ 16). «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσι» (Ἰωάν. ιε’ 20)· καὶ «ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου» (Ματθ. ι’ 22). Τὸ γνώριζε.
Πολλὲς φορὲς τὸ δοκίμασε σὰν βρισκόταν μὲ τὸν δάσκαλό του καὶ τὸ ἄκουσε. Ὅμως καμιὰ δύναμη δὲν μπόρεσε νὰ τοῦ κάμψει τὴν θέληση. Ὁπλισμένος μὲ ἀκατάβλητη αὐταπάρνηση καὶ καρτερία καὶ ὑπομονὴ συνεχίζει πιστὸς μέχρι θανάτου τὸ ποιμαντικό του ἔργο στὴν Κύπρο. Σ’ ἕναν τόπο σὰν καὶ τὸ νησί μας, ποὺ ἡ λατρεία τῆς ἀκολασίας στὸ πρόσωπο τῆς θεᾶς τῆς σαρκολατρίας, τῆς Ἀφροδίτης, βασίλευε, ὁ πιστὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς τελειώσεως κινεῖται παντοῦ. Μὲ ἀποφασιστικότητα μοναδικὴ καὶ ὅπλο ἀκαταμάχητο τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ πετυχαίνει νὰ κρημνίσει τῆς ἀθεΐας τὰ πυργώματα καὶ νὰ διαδώσει, ὅπου πῆγε, τὴν ἀλήθεια.

Ὁ Ἀπόστολος Τυχικὸς μετὰ ποὺ διεκπεραίωσε τὴν ἀποστολή του στὴν Κύπρο, ἐπέστρεψε καὶ πάλι κοντὰ στὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Μετὰ δὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ θείου αὐτοῦ Ἀποστόλου κατὰ μία παράδοση ὁ Τυχικὸς χρημάτισε Ἐπίσκοπος τῆς Χαλκηδόνος, μιᾶς πόλεως τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Ἐκεῖ στὸ χωριὸ τῆς Πάφου, τὰ Μέσανα τοῦ διαμερίσματος Κελοκεδάρων, ποὺ βρίσκεται καὶ ὁ ναός του κτισμένος στὰ ἐρείπια ἐνὸς πολὺ παλαιοῦ, ποὺ δὲν φαίνονται δυστυχῶς σήμερα οὔτε τὰ σημάδια του, κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου πρὸς τὸ χωριὸ Σαλαμιοῦ σώζονται ἀκόμη τρεῖς ἐλιές, ποὺ κατὰ τὴν παράδοση βλάστησαν ἀπὸ τὰ ἐλιοκόκκονα, ποὺ ἔρριψαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔτρωγαν ἐλιές. Στὸν ναὸ τοῦ μικροῦ αὐτοῦ χωριοῦ εἶναι δύο εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Τυχικοῦ. Μιὰ πολὺ παλαιὰ καὶ μία κάπως νεώτερη μὲ ἡμερομηνία ἁγιογραφήσεως τὸ 1830.

Οἱ εἰκόνες αὐτὲς, πόσα στ’ ἀλήθεια πρέπει νὰ μᾶς θυμίζουν καὶ πόση εὐγνωμοσύνη θὰ πρέπει νὰ πλημμυρίζει τὴν ψυχή μας στὸ ἀντίκρισμά τους. Τὸ μαρτυρικὸ νησί μας, χάρη στὸ ἔργο ὅλων αὐτῶν τῶν φλογερῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειραν στὶς καρδιὲς τῶν προγόνων μας τὸν θεῖο σπόρο, συνεχίζει μέχρι σήμερα τὸν δρόμο τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς του καὶ κρατάει μὲ καύχηση τὸν τιμητικὸ τίτλο του. «Νῆσος τῶν Ἁγίων ἡ Ἁγία Νῆσος».

Ἡ τιμὴ αὐτὴ δημιουργεῖ σ’ ἐμᾶς καὶ τὶς ἀνάλογες ὑποχρεώσεις. «Οὗ καταισχύνω ὅπλα τὰ ἱερά», ἔλεγαν οἱ νέοι τῶν Ἀθηνῶν στὸν ὅρκο τους, ὅταν ἔπαιρναν τὰ ὅπλα τους. Ἂς μὴ ντροπιάσω ποτὲ τὴν καταγωγή μου καὶ τὶς ἑλληνοχριστιανικὲς ρίζες μου, ἂς λέμε καὶ ἐμεῖς σήμερα. «Εἴμαστε ἀπόγονοι μαρτύρων, μέσα μας τρέχει ἡρώων αἷμα» τονίζει ὁ Ἴων Δραγούμης. Ἂν τὸ νησί μας παρέμεινε μέχρι σήμερα νησὶ Ἑλληνικό, παρέμεινε χάρη στὴν Ὀρθοδοξία μας. Αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ἂς προσέξουμε ὅλοι σήμερα σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ. Τὸ ἀπαιτοῦν οἱ ἅγιοί μας. Μᾶς τὸ ζητὰει ὁ Ἅγιος Τυχικός. Τὸ θέλει ὁ Χριστός μας. Τὸ ἐπιβάλλει κι αὐτὸ τὸ συμφέρον μας. Νὰ τὸ ξαναποῦμε; Τὸ ἀπαιτοῦν οἱ Ἅγιοί μας καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου Τυχικοῦ, τοῦ ὁποίου εἴθε οἱ πρεσβεῖες πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστὸ νὰ χαρίζουν στὸν καθένα μας «πᾶν δώρημά Του τέλειον». Σ’ αὐτὸν ἂς ψάλλουμε καὶ ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας: Ἀπόστολε τοῦ Σωτῆρος Πανεύφημε, τὸ δοχεῖον τῆς πίστεως, υἱὲ παρακλήσεως, ἡ γαλήνη τῶν χειμαζόμενων, ἀπαύστως ἐν τῇ μνήμῃ σου παρρησίαν ἔχων, Τυχικὲ παναοίδιμε, ἱκέτευε ἐν εἰρήνῃ φυλαχθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Τυχικέ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχη ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Παύλου μαθητὴς καὶ ἀκόλουθος ὑπάρχων, τὸν καλὸν ἀγώνα τῆς πίστεως χαίρων ἠγωνίσω, ὑψῶν ἀληθείας τὸν πυρσὸν καὶ ἔθνεσι παρέχων φωτισμῶν. Δία τοῦτο, Πανσεβάσμιε Τυχικέ, τιμῶντές σε νῦν βοῶμεν. Χαῖρε Χριστοῦ, ὦ σκεῦος ἐκλεκτῶν, χαῖρε Θεοῦ ἀπόστολε, ὢ καὶ πρέσβευε δωρήσασθαι πᾶσι τὴν λύτρωσιν.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου