ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

4 Δεκεμβρίου μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας ( πανήγυρις του ιερού ναού μας) , του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού και του Αγίου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ , επισκόπου Φαναρίου

Αγία Βαρβάρα


Η Αγία μεγαλομάρτυς Βαρβάρα γεννήθηκε το 290 μ. Χ. στην αρχαία πόλη της Κοίλης Συρίας Ηλιούπολη, σημερινή πόλη του Λιβάνου με το όνομα Μπαλμπέκ ( πόλη του Βάαλ = του ηλίου) επί Ρωμαίου αυτοκράτορος Μαξιμιανού, μεγάλου διώκτη των χριστιανών. Ο πατέρας της Διόσκορος ήταν έπαρχος, τοπικός διοικητής της Ηλιούπολης, πλούσιος με κοσμική λάμψη και δύναμη, φανατικός όμως ειδωλολάτρης. Για να προφυλάξει την μονάκριβη και πανέμορφη κόρη του και να τη διατηρήσει αγνή και άφθορη έκτισε ένα πύργο μέσα στον οποίο υπήρχε ένα πολυτελές σπίτι. Εκεί εγκατέστησε την Βαρβάρα μέχρι να έλθει σε ηλικία γάμου.
Ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής που γράφει το βίο και το μαρτύριο της ( P.G. 116, 302-316) αναφέρει ότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος την οδήγησε και τη φώτισε να γνωρίσει τον αληθινό Θεό. Σε άλλα μαρτυρολόγια γράφεται ότι μια χριστιανή που ήταν στην υπηρεσία της την μύησε στον χριστιανισμό και κάποιος ιερέας την βάπτισε. Επειδή διακρινόταν για την ευγενική καταγωγή και τον πλούτο της πολλοί την ζήτησαν σε γάμο. Ο πόθος της αγνότητος όμως είχε καταλάβει τη ψυχή της γι’ αυτό αρνήθηκε επίμονα τις προτάσεις. Ο πατέρας της δεν την πίεσε αλλά πίστευε ότι θα αλλάξει γνώμη με τη πάροδο του χρόνου.
Ο Διόσκορος έμαθε από τη Αγία Βαρβάρα ότι είναι χριστιανή… εξ αιτίας μιάς παρεμβάσεως στην κατασκευή ενός λουτρού. Η αγία έδωσε διαταγή στους τεχνίτες να κατασκευάσουν τρία παράθυρα αντί δύο που διέταξε ο πατέρας της. Όταν αυτός ζήτησε εξήγηση από την κόρη του αυτή του είπε ότι το φώς των τριών παραθύρων φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο εννοώντας το φως του Τριαδικού Θεού. «Έκαμε το σημείο του Σταυρού· και εν συνεχεία, δείχνοντας τα τρία δάκτυλα της, του είπε: Κοίτα, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα· από το φως αυτό όλη η κτίση φωτίζεται νοερώς και λάμπει».
Αυτή η διαφορετική άποψη, η διαφορετική αντίληψη και πίστη από την δική του τον οδήγησε στη θηριωδία. Ξεχνώντας ότι είναι πατέρας έγινε τύραννος και φονιάς. Την κατεδίωξε με το ξίφος για να την σκοτώσει. Η Αγία με θαύμα διασώθηκε. Ο πατέρας της γεμάτος θυμό και οργή έψαξε και τη βρήκε σε ένα βουνό τη μαστίγωσε ανηλεώς και μέ βία την οδήγησε στο ηγεμόνα Μαρκιανό καταγγέλοντάς την ότι αρνήθηκε τους πάτριους θεούς.
Από τη στιγμή εκείνη άρχισε το μαρτύριο της αγίας. Στην αρχή ο Μαρκιανός μεταχειρίστηκε κολακείες παρακαλώντας την να θυσιάσει στους θεούς. Βλέποντας το άκαμπτο φρόνημα της άρχισε τα βασανιστήρια. Την κτύπησαν με σκληρά βούνευρα, έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα υφάσματα για αισθάνεται περισσότερους πόνους, ενώ το αίμα της κατακοκκίνησε όλο το έδαφος. Μετά την έκλεισε στη φυλακή. Εκεί εμφανίστηκε ο Κύριος, ο οποίος θεράπευσε τις πληγές της και ήταν «ωσάν να μήν υπήρχαν εξαρχής, εξαφανίστηκαν από το σώμα της και δεν φαινόταν ούτε ίχνος». Βλέποντας τα θαυμαστά γεγονότα η Ιουλιανή, μια γυναίκα θεοσεβής, πίστεψε και προετοίμασε τον εαυτό της για το μαρτυρίο.
Όταν εμφανίστηκε για δεύτερη φορά μπροστά στον Μαρκιανό όλοι εξεπλάγησαν γιατί στο «σώμα της δεν διακρινόταν ούτε η παραμικρή αμυχή, ούτε ο ελάχιστος μώλωπας». Ο ηγεμόνας απέδωσε τη θεραπεία στους Θεούς του. Η αγία Βαρβάρα όμως του εξήγησε ότι η θεραπεία έγινε από τον Χριστό που είναι «ο Υιός του ζώντος Θεού, τον οποίον εσύ δεν μπορείς να δεις, γιατί τα μάτια της ψυχής σου είναι τυφλωμένα από το βαθύ σκοτάδι της ασεβείας».
Εξοργισμένος ο Μαρκιανός διέταξε «να ξεσχίσουν με σιδερένια νύχια τις πλευρές της Μάρτυρος· …να τις κατακαίνε με πύρινες λαμπάδες τα ήδη ξεσκισμένα από τα σιδερένια νύχια μέλη της και να της χτυπάνε με σφυρί τήν τίμια κεφαλή της». Κατεδίκασε δε στα ίδια μαρτύρια και την Ιουλιανή που συμπαραστεκόταν χύνοντας δάκρυα για την αγία Βαρβάρα. Η μάρτυς του Χριστού υπέμενε το μαρτύριο προσευχόμενη στον Χριστό. Μετά διαταγή του τυράννου απεκόπησαν με σμίλη οι μαστοί των δύο γυναικών. Αφού φυλακίστηκε η Ιουλιανή, η αγία Βαρβάρα οδηγήθηκε σε διαπόμπευση γυμνή μέσα στους δρόμους της πόλης για να γελοιοποιηθεί. Ο Κύριος όμως εισάκουσε την προσευχή της: « Εσύ σκέπασε και τη δική μου γύμνωση και κάμε τα μέλη μου να γίνουν αθέατα στα μάτια των ασεβών, ώστε εγώ η δούλη σου, Χριστέ μου, να μή γίνω μυκτηρισμός και χλευασμός από αυτούς που στέκονται γύρω μας», εμφανίσθηκε σ’ αυτήν «πλημμύρισε την καρδιά της από χαρά και αγαλλίαση αφενός και αφετέρου την περιέβαλε με μιά αόρατη στολή· και αφού η Αγία έτσι πέρασε τη διαπόμπευση, παρέστη και πάλι στο μιαρό Μαρκιανό».
Αυτός για να μη εξευτελιστεί περισσότερο επιχειρώντας τα αδύνατα διέταξε τον αποκεφαλισμό των δύο γυναικών. Σε όλα τα μαρτύρια της αγίας Βαρβάρας ήταν παρών ο κακούργος και παιδοκτόνος πατέρας της, ο Διόσκορος. Μόλις άκουσε την καταδικαστική απόφαση παρέλαβε την κόρη του για να την αποκεφαλίσει ο ίδιος. Οδηγήθηκε σε ένα κοντινό βουνό και παρκάλεσε τον Θεό: « Εσύ τώρα, Βασιλεύ, εισάκουσε την προσευχή μου, και όποιον στον οίκο του μνημονεύει το Όνομά σου και τα μαρτύρια μου για τη δόξα του Ονόματος σου, αυτόν και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του αξίωσε τους να μήν τους αγγίξει καμιά λοιμώδης νόσος ούτε κάτι άλλο από εκείνα που μπορούν να φέρουν στα σώματα βλάβη και πόνο». Μια παράδοξη φωνή ακούστηκε από τον ουρανό που καλούσε τις δύο μάρτυρες να πάνε εκεί και υποσχόταν την εκπλήρωση των αιτημάτων της Αγίας Βαρβάρας.
Η αγία Βαρβάρα, καρπός καλός από δένδρο φαύλο, δέχθηκε από το ξίφος του πατέρα της την τελείωση της. Όπως αναγράφεται στους στίχους του συναξαρίου: «Ξίφει πατήρ θύσας σε, μάρτυς Βαρβάρα, υπήρξε άλλος Αβραάμ Διαβόλου» ( Ο πατέρας που σε θυσίασε με το ξίφος, μάρτυς Βαρβάρα, υπήρξε άλλος Αβραάμ αλλά του διαβόλου). Ο πατέρας αμέσως τιμωρήθηκε από τη θεία δίκη. « Ενώ κατέβαινε από το βουνό, χτυπήθηκε από κεραυνό, και εκβλήθηκε παντελώς από τη ζωή…Η λάμψη και ο κρότος του θεήλατου εκείνου πυρός, του κεραυνού, έφτασε μέχρι τον ηγεμόνα Μαρκιανό».
Τα σώματα των αγίων τα ενεταφίασε ένας ευσεβής και φιλόθεος άνδρας, ο Ουαλεντίνος σε ένα τόπο που ονομάζεται Γελασσός κοντά στην Ηλιούπολη. Το ιερό λείψανο μετακομίστηκε στην Κων/λη απο τον Λέοντα ΣΤ΄ το Σοφό και τοποθετήθηκε σε ναό επ’ ονόματι της αγίας. Τμήματα του λειψάνου μεταφέρθηκαν στην Βενετία και στο Κίεβο.
Η εορτή της Αγίας Βαρβάρας έχει οριστεί επίσημη εορτή του Πυροβολικού σε πολλά κράτη του κόσμου. Ο τιμωρός αυτός κεραυνός που σκότωσε τον πατέρα της συμβολίζει τα πυρά του Πυροβολικού. Για πρώτη φορά έγινε επίσημος εορτασμός στην Ελλάδα την 4η Δεκεμβρίου 1829. Τότε έγινε δοξολογία και δόθηκε δείπνο, για τους αξιωματικούς και οπλίτες του Πυροβολικού. Η εικόνα της τοποθετείται στα ασπίδια των πυροβόλων όπλων.

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός


Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ζωή του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού υπήρξε ζωή συνεχών αγώνων. Αγωνίστηκε εναντίον της νέας αιρέσεως των εικονομάχων γιατί έζησε κατά τον 8ον αιώνα που η εικονομαχία συγκλόνιζε τα θεμέλια της Εκκλησίας. Εναντίον της υπερηφάνειας και της υψηλοφροσύνης, γιατί ήταν κάτοχος όλης της επιστημονικής γνώσεως της εποχής του, όπως φαίνεται και από έργα του που μας άφησε.

Εναντίον της αγάπης του πλούτου και της ανθρώπινης δόξας, γιατί και θέση επίζηλη κατείχε, αλλά και πλούτη είχε άφθονα.
Παρ' όλα αυτά, επειδή αγάπησε τη μοναχική πολιτεία, εγκατέλειψε τα πάντα στον κόσμο αυτό και έγινε υποτακτικός σ' εάν αυστηρό γέροντα. Και στη ζωή της υποταγής όμως έδειξε ότι είχε πάρει απόφαση να πεθάνει για την αγάπη του Χριστού ο παλαιός άνθρωπος μέσα και να γεννηθεί ο νέος, ο κατά Χριστόν πλασθείς.

Νους οξύς και πολυμαθής μας άφησε σπουδαία έργα δογματικά, αλλά και σπουδαιότατα τροπάρια και ύμνους της Εκκλησίας και δικαίως θεωρείται σαν ένας από τους κορυφαίους υμνογράφους.
Η υπακοή και η ταπείνωση του, καθώς και η όλη του ζωή έμεινε παραδειγματική και σήμερα προβάλλει η μορφή του σαν υπόδειγμα για μίμηση όλων, όσων θέλουν να κερδίσουν τα μόνιμα και αναφέρεται αγαθά του ουρανού.
Οι γονείς του Ιωάννη
Ο άγιος Ιωάννης, ο λεγόμενος Δαμασκηνός, έζησε κατά την εποχή της βασιλείας του Λέοντος Γ' του Ισαύρου (717-741) και μέχρι της βασιλείας του διαδόχου αυτού Κωνσταντίνου του Κoπρωνύμου.

Ονομάσθηκε ο άγιος «Δαμασκηνός» από το όνομα της ιδιαιτέρας του πατρίδας Δαμασκού. Η πόλη αυτή βρίσκεται στη Συρία. Την εποχή, που γεννήθηκε, ήταν η πόλη υποδουλωμένη στους Αγαρηνούς και οι κάτοικοι είχαν αλλάξει την πίστη τους. Μόνο οι γονείς του Ιωάννη ήσαν πιστοί και ευσεβείς, σαν τα ευωδιαστά ρόδα ανάμεσα στα αγκάθια. Ο Θεός για τη αρετή τους, τους αντάμειψε και τους έκανε θαυμαστούς. Αυτοί οι αιχμάλωτοι έγιναν κριτές των κυριών τους. Καθώς συνέβη στους Τρεις Παίδες, που ήσαν Αιχμάλωτοι των Ασσυρίων και στον Ιωσήφ, που ήταν αιχμάλωτος των Αιγυπτίων. Και τώρα ο πατέρας του Ιωάννη έγινε πρωτοσύμβουλος του Αμηρά.

Αυτόν διάλεξε για να τον έχει σύμβουλο και διοικητή των δημοσίων, αν και ήταν αλλόπιστος, εξ' αιτίας του πλούτου του και της καταγωγής του.

Σαν διοικητής κυβερνούσε τη χώρα με δικαιοσύνη και σοφία. Ήταν πολύ φιλάνθρωπος και έδινε από τον πλούτο του για να εξαγοράζει και να ελευθερώνει τους αιχμαλώτους από τους Αγαρηνούς, γιατί κινδύνευαν να χάσουν την πίστη τους και τη ζωή τους. Έπειτα έδινε γη για να την καλλιεργούν σ' όσους ήθελαν να μείνουν στην Ιουδαία ή στη Παλαιστίνη, γιατί εκεί είχε πολλά χωράφια. Όσοι πάλι δεν ήθελαν να μείνουν εκεί, τους έδινε χρήματα για να πάνε, όπου ήθελαν.

Δεν ξόδευε ποτέ χρήματα σε συμπόσια ή για πολύτιμα φορέματα, όπως συνηθίζουν οι πλούσιοι, αλλά μόνο για θεάρεστα έργα.

Ο Θεός σαν αμοιβή για τα φιλάνθρωπα έργα του, του χάρισε τον Ιωάννη, τον παγκόσμιο φωστήρα της Εκκλησίας, που τη στόλισε με εξαιρετικά τροπάρια.
Εύρεση δασκάλου
Χάρηκε, γιατί του χάρισε ο Κύριος κληρονόμο και μόλις μεγάλωσε το παιδί, αναζητούσε να του βρει δάσκαλο σοφό και επιθυμούσε να το αναδείξει μεγάλο φιλόσοφο. Επειδή ο πόθος του ήταν θεάρεστος, ο Θεός εξεπλήρωσε την επιθυμία του.

Οι βάρβαροι της πόλης εκείνης αιχμαλώτισαν πολλούς χριστιανούς από διαφόρους τόπους και τους έφεραν εκεί. Απ' αυτούς άλλους πώλησαν κι άλλους, όσους δεν θέλησε κανείς να τους αγοράσει, αποφάσισαν να τους φονεύσουν. Ανάμεσα σ' αυτούς έτυχε να είναι και κάποιος μοναχός από την Ιταλία, Κοσμάς στο όνομα, σεμνός κι ενάρετος.

Ενώ οι βάρβαροι οδηγούσαν τους αιχμαλώτους εκεί, που θα τους θανάτωναν, συνάντησαν τον πατέρα του Ιωάννη. Εκείνος βλέποντας τον Κοσμά με λυπημένη όψη και με δάκρυα στα μάτια τον πλησίασε και του είπε:

- Γιατί κλαις, άνθρωπε του Θεού; Λυπάσαι που θα στερηθείς τον κόσμο, που, όπως βλέπω από τον μοναχικό σου σχήμα, τον απαρνήθηκες και νέκρωσες το σώμα σου;
Σ' αυτά τα λόγια απάντησε ο μοναχός:

- Ο Θεός γνωρίζει, ότι δεν λυπάμαι για τη στέρηση της παρούσας ζωής, γιατί εγώ τον κόσμο τον αρνήθηκα όπως είπες. Αλλά λυπάμαι, γιατί έμαθα όλες τις επιστήμες. Φιλοσοφία, Ρητορική, Διαλεκτική, Αριθμητική, Γεωμετρία και κάθε άλλη σοφία. Εκπαιδεύτηκα και στη Μουσική και έμαθα και Αστρονομία. Μπορώ να πω, ότι δεν άφησα τίποτε, που να μη μάθω, για να εννοήσω από την αρμονία και την ομορφιά των δημιουργημάτων τον Δημιουργό της Κτίσεως.

Έπειτα σπούδασα και την δική μας Θεολογία. Επειδή όμως δε βρήκα ακόμη μαθητή για να τον αφήσω διάδοχο της σοφίας μου λυπάμαι και θλίβομαι. Γιατί όπως θέλουν οι πλούσιοι ν' αποκτήσουν παιδιά για να τους κληρονομήσουν, έτσι επιθυμούν και οι φιλόσοφοι ν' αφήσουν διαδόχους στη σοφία τους, για να έχουν μνήμη αθάνατη. Έτσι φεύγει ο σοφός για την αιώνια ζωή σαν τον δούλο, που διπλασίασε το τάλαντο. Διαφορετικά θα κριθεί σαν ανωφελής. Γι' αυτό στεναχωρούμαι, επειδή φοβάμαι, μήπως ο Δεσπότης με συναριθμήσει με τον πονηρό δούλο που έκρυψε το τάλαντο.

Μόλις άκουσε αυτά ο άρχοντας, που είχε πόθο να βρει τέτοιο σοφό άνθρωπο, λέγει στον Κοσμά.
Μη λυπάσαι γι' αυτή την αιτία, δάσκαλε, και ίσως ο Κύριος εκπληρώσει τα αιτήματα της καρδιάς σου.

Πήγε στον άρχοντα των Σαρακηνών και του εζήτησε να του χαρίσει αυτόν τον αιχμάλωτο. Έτσι και έγινε. Πήρε, λοιπόν, τον Κοσμά, τον οδήγησε στο σπίτι του, τον περιποιήθηκε και του είπε:

- Γνώριζε, σοφότατε και λογικότατε, ότι όχι μόνο από την αιχμαλωσία σε λύτρωσα, αλλά σε κάνω και δεσπότη του σπιτιού μου, μέτοχο στις χαρές και στις λύπες μου. Άλλη χάρη δεν ζητώ από την αγιοσύνη σου, παρά μόνο να καταβάλλεις κάθε προσπάθεια να διδάξεις αυτά τα δύο παιδιά, όλη την σοφία και την μάθηση που γνωρίζεις. Είναι δε τα παιδιά ο Ιωάννης γνήσιο παιδί μου και ο Κοσμάς από τα Ιεροσόλυμα, που τον πήρα από μικρό κοντά μου, γιατί ήταν ορφανός και τον αγαπώ όχι λιγότερο από τον Ιωάννη.

Ο Κοσμάς μόλις άκουσε αυτά, χάρηκε και όπως το διψασμένο ελάφι που τρέχει στο νερό, έτσι και αυτός με μεγάλη επιθυμία δίδασκε τους μαθητές του τη φιλοσοφία του.

Οι δύο νέοι λόγω της οξύτητας του πνεύματος μέσα σε λίγα χρόνια σπούδασαν και έμαθαν τις επιστήμες. Το πόσο καλά μορφώθηκαν, φαίνεται στα ποιήματά και στα συγγράμματα τους. Ο Ιωάννης έγραψε πολλούς λόγους περί Ορθοδοξίας κατά των αιρετικών. Έγραψε και ψυχωφελείς ομιλίες, που θαυμάζει κανείς τη σοφία του.

Παρ' όλη τη σοφία του καθόλου δεν υπερηφανευόταν, αλλά όπως τα καρπερά δέντρα, όσο είναι φορτωμένα από καρπούς τόσο και περισσότερο γέρνουν προς τη γη, έτσι κι ο πάνσοφος Ιωάννης.
Αναχώρηση του δασκάλου
Όταν ο δάσκαλος είδε, ότι οι μαθητές του έφτασαν σε ικανό σημείο σοφίας πήγε στον πατέρα τους και του είπε:

- Κύριε, όπως ήθελες, έγιναν τα παιδιά σου θαυμάσια στη σοφία. Και δεν αρκέσθηκαν να γίνουν μόνον, όπως ο δάσκαλος τους, αλλά κατά πολύ ανώτεροι στο ύψος της φιλοσοφίας. Λοιπόν, επειδή δε με χρειάζονται πια, ζητώ από την ευγένεια σου μια χάρη.

Σαν πληρωμή του κόπου μου να μ' αφήσεις να πάω σε κανένα ασκητήριο για να μελετήσω την άνω σοφία, προς την οποία η φιλοσοφία με καθοδήγησε.

Ο άρχοντας, όταν άκουσε αυτά λυπήθηκε, γιατί δεν ήθελε ν' αποχωρισθεί τέτοιο χρήσιμο άνθρωπο. Αλλά, για να μη φανεί προς τον ευεργέτη του αχάριστος του έδωσε την άδεια και χρήματα για το ταξίδι του.

Έφυγε, λοιπόν, ο Κοσμάς, και πήγε στην Λαύρα του Αγίου Σάββα. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μέχρι που έφυγε για την αιώνια μακαριότητα. Το ίδιο και ο πατέρας του Ιωάννη μετά από λίγο καιρό έφυγε για τον ουρανό.

Ο αρχηγός των Σαρακηνών βλέποντας τη σοφία του Ιωάννη του έδωσε το αξίωμα του πατέρα του. Ο Ιωάννης έγινε πρωτοσύμβουλος, παρά τη θέληση του. Επιθυμία του ήταν να αναχωρήσει από τον κόσμο.

Εκείνη την εποχή ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741), που σαν λιοντάρι κατασπάραζε την Εκκλησία του Χριστού διώκοντας τους πιστούς, που προσκυνούσαν τις εικόνες.

Ο Ιωάννης, θερμός ζηλωτής της πίστεως έγραφε επιστολές και τις έστελνε στην Βασιλεύουσα. Καταπολεμούσε τις απόψεις του Λέοντος αποδεικνύοντας με φιλοσοφικούς συλλογισμούς και με ιστορικά παραδείγματα από τη ζωή των Αγίων, την αναγκαία προσκύνηση των αγίων εικόνων.
Τέτοιες επιστολές, έστελνε και σε πολλούς ανθρώπους για να τις διαβάζουν μεταξύ τους και να στερεώνονται στην ευσέβεια και να μαθαίνουν πως θ' απαντούν στους εικονομάχους.
Η συκοφαντία
Μόλις έμαθε αυτά ο ασεβής βασιλιάς συζήτησε το θέμα με άλλους άρχοντες εικονομάχους και αποφάσισαν να διαβάλλουν τον Ιωάννη στον άρχοντα των Σαρακηνών, για να τον θανατώσει. Βρήκαν, λοιπόν, μια επιστολή του Ιωάννη, που την έδειξε ο Λέων σε μερικούς δασκάλους και τους ρώτησε, αν μπορούν να μιμηθούν το γραφικό χαρακτήρα εκείνου.

Βρέθηκε ένας έμπειρος καλλιγράφος, που υποσχέθηκε, ότι θα μιμηθεί ακριβώς το χαρακτήρα. Αυτόν διάταξε ο Λέων να αντιγράψει μια επιστολή γραμμένη από τον ίδιο, σαν από τον Ιωάννη και απευθυνόμενη στον ίδιο. Η επιστολή έλεγε: «Βασιλιά πολυχρονεμένε, στέλνω την αρμόζουσα ευγνωμοσύνη και τον πρέποντα σεβασμό στη βασιλεία σου. Μάθε ότι αυτή την εποχή η πόλη της Δαμασκού είναι παραμελημένη από τους Αγαρηνούς, γιατί ο στρατός τους είναι εξασθενημένος. Στείλε στόλο και στρατό πολύ, όσο μπορείς, να την καταλάβεις χωρίς πόλεμο. Θα σε βοηθήσω σ' αυτό κι εγώ, γιατί όλη η πόλη είναι σχεδόν στην εξουσία μου».
Έπειτα έγραψε ο Λέων ο ίδιος επιστολή προς τον Σαρακηνό άρχοντα και του έγραφε:
«Δεν γνωρίζω τίποτε καλύτερο από το να φυλάσσει ο καθένας τις συνθήκες ειρήνης. Δε θέλω να χαλάσω τη φιλία, που έχω με την ευγένειά σου, αν και κάποιος έμπιστος φίλος σου με παρακινεί και με προκαλεί σε τούτο. Πολλές φορές μάλιστα μου έστειλε επιστολή να έλθω να κυριεύσω τη χώρα σου. Για να βεβαιωθείς δε ότι σου λέω την αλήθεια σου στέλνω μία από τις επιστολές. Έτσι θα γνωρίσεις τη δική μου αληθινή φιλία και εκείνον το δόλιο, που μου τις έγραψε.

Έστειλε λοιπόν ο βασιλιάς τις επιστολές με ένα του δούλο. Ο βάρβαρος ηγεμόνας θύμωσε και κάλεσε τον Άγιο.
Κόψιμο του δεξιού χεριού του Ιωάννη.
Ο Ιωάννης εννόησε το δόλο του Λέοντος και εξήγησε στον άρχοντα ότι ποτέ δεν έβαλε στο νου του τέτοια προδοτική πράξη. Εζήτησε δε προθεσμία ν' αποδείξει το άδικο. Ο βάρβαρος όμως δεν πίστεψε και πρόσταξε να του κόψουν το δεξί χέρι. Κόπηκε το χέρι, που έλεγχε καθένα που μισούσε τον Κύριο και κρεμάστηκε στην αγορά, για να το βλέπουν όλοι.
Το βράδυ έστειλε μεσίτες ο Ιωάννης στο βάρβαρο παρακαλώντας να του χαρίσει το κομμένο χέρι για να το θάψει. Ο Σαρακηνός συμφώνησε και του έδωσε το χέρι. Ο Άγιος το πήρε το πήγε στο ναό, που είχε στο σπίτι του. Έπεσε κάτω μπροστά στη αγία εικόνα της Θεομήτορος και προσευχόμενος με δάκρυα έλεγε:
«Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ, η τον Θεόν μου τεκούσα,
δια της θείας εικόνας η δεξιά μου εκόπη.
Ουκ αγνοείς την αιτίαν, δι' ην εμάνη ο Λέων
Προφθασον, τοίνυν, ως τάχος και ιασαί μου την χείρα.
Η δεξιά του Υψίστου, η από Σου σαρκωθείσα,
Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας.
Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου.
Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος.
Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε,
Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας,
Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μητηρ ούσα»
Λέγοντας αυτά ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε και βλέπει την αγία εικόνα της Αειπαρθένου και του λέγει:

«Γιατρεύτηκε το χέρι σου και μη λυπάσαι πλέον γι' αυτό. Κάνε τώρα αυτό γραφίδα γραμματέως όπως μου υποσχέθηκες».
Θεραπεία του κομμένου χεριού
Τότε ξύπνησε ο Άγιος και βλέποντας το χέρι του θεραπευμένο, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα του. Έψαλλε όλη την νύκτα λέγοντας
«Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».

Την άλλη μέρα είδαν το θαύμα μερικοί γείτονες του Αγίου και πήγαν στον Σαρακηνό λέγοντας:Άρχοντα, αυτοί που πρόσταξες να κόψουν το χέρι του Ιωάννη, δεν υπάκουσαν. Αλλά κάποιος δούλος ή φίλος του δέχτηκε να του κόψουν το δικό του χέρι, αφού πήρε πολλά χρήματα. Έτσι οι δήμιοι αφού πήραν και οι ίδιοι χρήματα δεν εξετέλεσαν την προσταγή.
Ο άρχοντας διέταξε τότε να 'ρθει ο Ιωάννης για να δει τα χέρια του. Πήγε, λοιπόν, ο Άγιος και έδειξε το χέρι του που είχαν κόψει. Γύρω δε από το χέρι, στο σημείο που είχε συγκολληθεί, υπήρχε κατά θεία οικονομία μια γραμμή.
Λέγει τότε ο βάρβαρος στον Ιωάννη:
- Ποιος γιατρός σε θεράπευσε; Και τι βότανα έβαλε;
- Ο παντοδύναμος Κύριος μου και μόνον Αυτός, που τα πάντα μπορεί να κάνει.
- Ανεύθυνος είσαι, όπως φαίνεται και άδικα σε κατάκρινα, γιατί δεν εξέτασα καλά την υπόθεση. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με και έχε την τιμή του πρωτοσύμβουλού μου. Σου υπόσχομαι δε να μην κάνω τίποτε χωρίς τη συμβουλή σου.
Τότε ο Άγιος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τον αφήσει να πάει σ' άλλη υπηρεσία που περισσότερο επιθυμούσε. Ο άρχοντας είχε στην αρχή αντιρρήσεις, αλλά τελικά του έδωσε την άδεια.
Αναχώρηση από τον κόσμο
Ελευθέρωσε, λοιπόν, τους δούλους του, μοίρασε τα πλούτη του στους φτωχούς και στην εκκλησία και πήγε στη Μονή του αγίου Σάββα. Παρακάλεσε τον ηγούμενο, λέγοντας με πολλή ταπείνωση:

- Εγώ, Δέσποτα είμαι το χαμένο πρόβατο και έρχομαι στο Χριστό από την ερημιά του κόσμου. Να δεχθείς, λοιπόν εμένα, τον ανάξιο, και να με πάρεις στα πρόβατα της ποίμνης σου.

Ο Ηγούμενος χάρηκε και αφού φώναξε κάποιον επίσημο γέροντα του έδωσε υποτακτικό τον Άγιο, για να τον διδάσκει και να τον καθοδηγεί στη μοναχική πολιτεία.

Ο γέροντας τον πήρε στο κελλί του, τον νουθέτησε και του είπε:

- Πρόσεχε να μην κάνεις τίποτε χωρίς το θέλημά μου.

Αυτό είναι το θεμέλιο της μοναχικής πολιτείας, να κόψεις το θέλημά σου και να προσφέρεις τις προσευχές και τα δάκρυα στο Θεό. Αυτό είναι η καθαρή θυσία. Αυτό, λοιπόν, ας είναι η πρώτη σου εργασία στα σωματικά, δηλαδή το ψυχοσωτήριο πένθος. Ως προς τη ψυχή, πρόσεχε να μην αφήσεις το νου σου να σκέφτεται ανωφελή πράγματα και κοσμικά. Να μη υπερηφανεύεσαι για τη σοφία σου, γιατί δε σε ωφελεί καθόλου, αν δεν αποκτήσεις ταπείνωση.

Τέτοια κι άλλα πολλά του είπε ο γέροντας και μεταξύ άλλων τον διέταξε να μη στείλει επιστολή σε κανένα, ούτε να ψάλλει τροπάριο, ούτε να πει λόγους φιλοσοφίας. Να σιωπά και να μιλά, όταν είναι ανάγκη. Όπως ορίζουν οι νόμοι της μοναχική ζωής.

Σαν γη αγαθή δέχτηκε ο Άγιος τις συμβουλές και αγόγγυστα υποτασσόταν στις προσταγές του γέροντα, χωρίς ν' αμφιβάλλει ή να κατακρίνει τα προστάγματα του.
Υποταγή και ταπείνωση
Μετά από καιρό θέλοντας ο γέροντας να δοκιμάσει τον Ιωάννη, αν είχε υποταγή και ταπείνωση, έκανε το εξής. Του έδωσε ζεμπίλια πλεγμένα με φοινικόφυλλα και του είπε:
- Πάρε αυτά τα εργόχειρα και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί να τα πωλήσεις.
Του όρισε δε μια τιμή διπλάσια από την αξία τους. Του είπε να μην τα δώσει λιγότερο, γιατί το μοναστήρι είχε ανάγκη από χρήματα.
Ο μέχρι θανάτου υπάκουος δεν εναντιώθηκε καθόλου στο γέροντά του, αλλά πήρε στον ώμο το φορτίο και πήγε στη Δαμασκό. Εκεί στην αγορά ρακένδυτος και άλουστος ο πρώην ευγενής και ένδοξος, πωλούσε τα ζεμπίλια. Οι αγοραστές μόλις άκουγαν τιμή διπλάσια θύμωναν, έβριζαν τον Άγιο και έφευγαν.
Πέρασε απ' εκεί ένας από τους δούλους του και τον γνώρισε. Λυπήθηκε τον κύριο του και αφού προσποιήθηκε ότι δεν τον γνώριζε αγόρασε όλα τα ζεμπίλια. Ο Άγιος πήρε τα χρήματα και γύρισε χαρούμενος στο μοναστήρι, γιατί νίκησε την υπερηφάνεια του.
Μετά από καιρό πέθανε κάποιος γείτονας του Ιωάννη. Ο αδελφός το νεκρού παρακάλεσε τον Άγιο να συνθέσει κανένα τροπάριο για να τον παρηγορεί στη λύπη του. Ο Άγιος όμως δεν θέλησε να παραβεί την εντολή του γέροντα του. Τελικά, επειδή πιέστηκε, εσύνθεσε ένα ωραιότατο τροπάριο που ψάλλεται και σήμερα το «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».
Τιμωρία και ανυπακοή
Μια μέρα ήταν μόνος του ο Ιωάννης στο κελλί του κι έψαλλε το τροπάριο. Έτυχε τότε να περάσει ο γέροντας του, που όταν άκουσε την ψαλμωδία, θύμωσε και του είπε:
- Αντί να κλαις, γελάς και χαίρεσαι;
Ο Άγιος του εξήγησε, αλλά ο γέροντας τον έδιωξε σαν ανυπάκουο. Ο Ιωάννης θυμήθηκε την παράβαση των πρωτοπλάστων και έκλαψε πικρά. Έβαλε δε μεσίτες όλους τους γέροντες και τον Ηγούμενο να παρακαλέσουν το γέροντα του να του δώσει συγχώρηση. Εκείνος όμως ήταν αυστηρός και δεν άλλαξε.
Τότε οι γέροντες τον παρακαλούσαν να του δώσει άλλον κανόνα και να μην τον διώξει τελείως. Είπε λοιπόν, εκείνος:
- Αν δεχθεί να καθαρίσει τις ακαθαρσίες της Λαύρας με τα χέρια του, θα τον συγχωρήσω, διαφορετικά δεν τον δέχομαι.
Μόλις το άκουσε ο Άγιος χάρηκε και είπε:
- Αυτό είναι εύκολο να το κάμω. Ευλογείτε, άγιοι πατέρες.

Πήρε αμέσως τα εργαλεία και άρχισε με τα χέρια να καθαρίζει την κόπρο.

Μόλις τον είδε ο γέροντας του κατάλαβε το μέγεθος της ταπείνωσης του και της υπακοής. Έτρεξε, τον αγκάλιασε και του είπε.

- Είμαι καλότυχος, γιατί αξιώθηκα να έχω τέτοιο μαθητή.

Ο Άγιος όταν άκουσε τους επαίνους, έκλαιγε ταπεινώνοντας, τον εαυτό του. Ο γέροντας του, του έδωσε συγχώρεση και το συμβούλευσε να διατηρεί τη ψυχοσωτήρια σιωπή.
Άδεια να μελωδεί
Μετά από λίγες μέρες είδε στον ύπνο του ο γέροντας την Παναγία που του είπε:

- «Γιατί έφραξες τέτοια θαυμάσια βρύση; Άφησε την πηγή να ποτίσει όλη την οικουμένη, να σκεπάσει τις θάλασσες των αιρέσεων. Αυτός θα ξεπεράσει τον Δαβίδ. Θα μελωδήσει την ουράνια μελουργία. Θα στηλιτεύσει τις αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως».

Το πρωί μόλις ξύπνησε ο γέροντας, πήγε στον Άγιο και του είπε:
- Παιδί της υπακοής του Χριστού, άνοιξε το στόμα σου και πες τους λόγους, που το άγιο Πνεύμα έγραψε στην καρδιά σου. Ανέβα στο όρος της Εκκλησιάς και δίδαξε τον κόσμο. Συγχώρεσε και μένα για ό,τι έφταιξα, διότι σε εμπόδισα από άγνοια.

Άρχισε από τότε ο Ιωάννης να συνθέτει εκείνες τις μελωδίες, με τις οποίες λαμπρύνονται οι ακολουθίες της εκκλησίας μας. Εσύνθεσε όχι μόνο κανόνες και τροπάρια, ιδιόμελα και προσόμοια αλλά και πανηγυρικούς λόγους στις Δεσποτικές εορτές και εγκώμια στην Υπεραγία Θεοτόκο και σ' άλλους Αγίους.

Σπουδαίο είναι και το έργο του, που επιγράφεται «Πηγή Γνώσεως». Περιγράφει σ' αυτό τα μυστήρια και τα δόγματα της Πίστεως μας, με ορθές αποδείξεις γραφικές αλλά και επιστημονικές.

Έγραψε και πολλούς λόγους για την προσκύνηση των θείων εικόνων. Ποιήματα πολλά εσύνθεσε με τον Άγιο Κοσμά, πνευματικό αδελφό του, που τον είχε συμμέτοχο στους κόπους και στους αγώνες της πνευματικής ζωής. Ο Άγιος Κοσμάς άφησε πολλούς κανόνες και τροπάρια. Για την αρετή του χειροτονήθηκε χωρίς να το θέλει από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά.

Ο Πατριάρχης χειροτόνησε και τον Ιωάννη πρεσβύτερο, που εξακολούθησε και μετά τη χειροτονία του να μένει στη μονή.

Ο Άγιος τελείωσε τη ζωή του, σας πολύαθλος αγωνιστής σε ηλικία εκατόν τεσσάρων χρονών.
Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του στις 4 Δεκεμβρίου.
Απολυτίκιο.
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείον όργανον, της Εκκλησίας, λύρα εύσωμος, της ευσεβείας, ανεδείχθης Ιωάννη πανεύφημε' όθεν πυρσεύεις του κόσμου τα πέρατα, ταις των σοφών σου δογμάτων ελλάμψεσι. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Τον υμνογράφον και σπετόν Ιωάννην, της Εκκλησίας, παιδευτήν και φωστήρα, και των εχθρών αντίπαλον υμνήσωμεων πιστοί∙ όπλον γαρ οράμενος, τον Σταυρόν του Κυρίου, πα΄σαν απεκρούσατο, των αιρέσεων πλάνην∙ και ως θερμός προστάτης εις Θεόν, πάσι παρέχειν, πταισμάτων συγχώρησιν.

Έκδοση Ορθοδόξου Ιδρύματος  "Ο Απόστολος Βαρνάβας" 


Ο Άγιος Νεομάρτυς και Ιερομάρτυς Σεραφείμ, Επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου



Μαρτύρησε στο Φανάρι στις 4 Δεκεμβρίου 1601
Ο άγιος καταγόταν από την περιοχή της Ευρυτανίας, των Αγράφων τότε, από το χωριό Μπεζήλα, σήμερα ανήκει στον Νομό Καρδίτσης.
Από νεαρή ηλικία έγινε μοναχός και ιερομόναχος στην Ι. Μ. Παναγίας της Κορώνης. ( Ι. Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων
Μετά τον θάνατο του Επισκόπου της περιοχής εξελέγη Επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου .
Συνέβη εκείνον τον καιρό το κίνημα του Διονυσίου του Φιλοσόφου, Επισκόπου Λαρίσης, η καταστολή του, η σύλληψη και το μαρτυρικό του τέλος . Τα γεγονότα αυτά είχαν προκαλέσει αναστάτωση στους Τούρκους. Ήταν ανάγκη όμως να κατέβει ο άγιος στο Φανάρι, κωμόπολη της επαρχίας του, να μοιράσει στους αγάδες τα συνηθισμένα πεσκέσια. Κάποιοι αγάδες τότε ,που μισούσαν τον άγιο εξαιτίας της αρετής του και της ποιμαντικής του δραστηριότητας, παρακινημένοι από τον φθονερό δαίμονα, άρπαξαν την ευκαιρία να του κάνουν κακό. Μόλις τον είδαν άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους …Και αυτός ήταν με τον Διονύσιο και πως τόλμησε να εμφανιστεί μπροστά μας όντας εχθρός μας ;
Ο άγιος άκουσε τα σχόλια, νόμισε ότι τα λένε για κάποιον άλλον και ανυποψίαστος ρώτησε για ποιόν τα λένε. Εκείνοι του απάντησαν με θυμό : Για σένα αποστάτη και επίβουλε. Τώρα που έπεσες στα χέρια μας θα τιμωρηθείς και συ , όπως σου αξίζει. Εκτός μόνο εάν θελήσεις να αφήσεις την πίστη σου και να γίνεις Τούρκος. Τότε θα σε συγχωρήσουμε και θα σε τιμήσουμε. Μόνον έτσι θα καταλάβουμε πως μετανόησες και έγινες ένα με μας.
Ο άγιος , ο οποίος ποθούσε το μαρτύριο για τον Χριστό, τα άκουσε όλα αυτά χωρίς να τα περιμένει, ως θεόσταλτη ευκαιρία . Στάθηκε με πολλή γενναιότητα και τους είπε :
Ως προς την κατηγορία που με κατηγορείτε, ξέρετε πολύ καλά ότι είμαι αθώος, όχι μόνον οι Χριστιανοί το γνωρίζουν αλλά εσείς οι Τούρκοι το γνωρίζετε καλύτερα.. Όσον αφορά δε να αφήσω την πίστη μου για να γλυτώσω τον θάνατο, δεν πρόκειται με κανένα τρόπο ν’ αφήσω τον γλυκύτατό μου Ιησού και Θεό και Πλάστη μου και μάλιστα τη στιγμή που πρόκειται να θανατωθώ αδίκως. Όσο για τις τιμές που μου λέτε, ελπίζω ν’ απολαύσω πολύ περισσότερες τιμές από τον Δεσπότη μου, τις δε δικές σας ούτε να τις ακούσω δεν καταδέχομαι.
Μόλις τ’ άκουσαν αυτά οι αγάδες, τον άρπαξαν και τον πήγαν στον πασά κατηγορώντας τον ότι ήταν κι αυτός μαζί με τον Διονύσιο και πως έπρεπε να θανατωθεί σκληρά για παραδειγματισμό.
Τότε ο πασάς κάθισε στον θρόνο του και διέταξε να φέρουν τον άγιο μπροστά του. Άρχισε με ήρεμο τρόπο να του λέει :
Σε βλέπω πως είσαι συνετός άνθρωπος και απορώ πως συνεργάστηκες μ’ εκείνον τον παλιάνθρωπο. Δεν το σκέφτηκες καλά πως επιχειρούσατε κάτι το αδύνατο και καταστροφικό για σας ; Και να, βλέπεις πως εκείνος ο κακός είχε κακό τέλος κι εσύ πιάστηκες και κινδυνεύεις να πεθάνεις με άσχημο και φρικτό θάνατο. Όμως εγώ, βλέποντας τη φρονιμάδα σου, λέω πως σαν άνθρωπος έκανες λάθος και επειδή λυπάμαι να σε θανατώσω , σε συμβουλεύω να γίνεις Τούρκος. Όχι μόνο θα σου χαρίσουμε τη ζωή αλλά θα σ’ έχουμε και σε μεγάλη υπόληψη για τη σύνεσή σου .
Ο άγιος με πολλή συντομία του απάντησε :
Το ότι ταλαιπωρούμαι αδίκως το γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα. Όμως την πίστη μου δεν την αρνούμαι ούτε πρόκειται να χωριστώ ποτέ από τον γλυκύτατο Δεσπότη μου και Θεό, τον Ιησού Χριστό, ακόμη κι αν με θανατώνατε με μύριους θανάτους. Είναι χαρά μου και αγαλλίασή μου. Γι’ αυτό , άρχοντα, δείρε με σφάξε με, κόψε με, κάνε ό,τι μπορείς.
Ο πασάς τότε διέταξε να τον δείρουν αλύπητα για ώρα και να του κόψουν τη μύτη και να τον ρίξουν στη φυλακή. Χωρίς καμιά φροντίδα, χωρίς τροφή και νερό.
Ο άγιος χαιρόταν στη φυλακή και ευχαριστούσε τον Θεό που τον αξίωσε να πάθει για το όνομά Του και Τον παρακαλούσε να του δώσει υπομονή μέχρι τέλους.
Την άλλη μέρα διέταξε ο πασάς να τον φέρουν πάλι μπροστά του.
Άραγε , του λέει με άμετρη έπαρση, Σεραφείμ, σωφρονίστηκες από τα χθεσινά βάσανα, κατάλαβες το συμφέρον σου, να κάνεις εκείνο που σε συμβουλεύω σαν φίλος σου ή επιμένεις στην κακή σου γνώμη ;
Ο άγιος με χαρούμενο πρόσωπο του απάντησε :
Έπρεπε, άρχοντα, να μη σου απαντήσω καθόλου. Επειδή όμως λες πως είσαι φίλος μου και με συμβουλεύεις αυτήν την κακή συμβουλή, δηλαδή να αφήσω τον Κύριό μου Ιησού Χριστό , τον Ποιητή και Πλάστη μου και να πιστέψω σε ένα άνθρωπο θνητό, αγράμματο, εχθρό και πολέμιο του Χριστού μου….
Σε αυτό το σημείο ο πασάς τον διέκοψε , δεν περίμενε να τελειώσει τον λόγο του και διέταξε να τον δείρουν , να του τεντώσουν τα χέρια και τα πόδια με τροχαλίες, να βάλουν πάνω στην κοιλιά του μια μεγάλη πέτρα και να ξεσκίζουν και να κατακόπτουν τις σάρκες του.
Οι δήμιοι αφού έκαναν όλα αυτά τον πότιζαν και νερό με στάχτη και χολή ανακατεμένο. Ο άγιος τα υπέμενε όλα χαίρων. Το πρόσωπό του ήταν τόσο λαμπρό και χαρούμενο ώστε απορούσαν και οι δήμιοι.
Τελικά, βλέποντας ο πασάς τη σταθερότητά του , διέταξε να τον θανατώσουν με ανασκολοπισμό. Τον οδήγησαν στο κέντρο της κωμόπολης και τον σούβλισαν. Έδωσε δε εντολή ο πασάς να παραμείνει το άγιο λείψανο στο παλούκι πολλές ημέρες , για σωφρονισμό των άλλων.
Παρ’ όλο που έμεινε όμως πολλές ημέρες δεν αλλοιώθηκε , όπως συμβαίνει συνήθως στα νεκρά σώματα, ούτε βρώμισε αλλά έβγαζε μια θαυμάσια ευωδία , ώστε να απορούν ακόμα και οι αλλοεθνείς .
Οι Χριστιανοί χαίρονταν και ευχαριστούσαν τον Θεό, τόσο για την ομολογία του αγίου όσο και διότι αξιώθηκαν να δουν στις μέρες τους μάρτυρα , όπως και στους παλιούς χρόνους.
Δεν τους επέτρεπαν να πάρουν το άγιο λείψανο για ταφή και το φρουρούσαν μέρα νύχτα. Έκοψαν μάλιστα την κεφαλή και την πήγαν στα Τρίκαλα για να εκτεθεί μαζί με άλλες κεφαλές κακούργων πάνω σε κοντάρια. Έστησαν τα κοντάρια με τις κεφαλές στη σειρά να βλέπουν προς την Δύση. Το πρωί το πρόσωπο του αγίου έβλεπε προς την Ανατολή. Γύρισαν το κοντάρι στη Δύση. Το πρωί ήταν στραμμένο στην Ανατολή. Αυτό γινόταν πολλές ημέρες.
Έτυχε τότε να βρίσκεται ο Ηγούμενος της Μονής Δουσίκου στα Τρίκαλα , ο οποίος έταξε σε ένα Αρβανίτη Χριστιανό πενήντα γρόσια αν κατόρθωνε να του δώσει την αγία κάρα. Πήγε μια νύχτα που είχε πάρει ο ύπνος τους φρουρούς, έβγαλε την κεφαλή από το κοντάρι, έπεσε όμως το κοντάρι, έκανε θόρυβο , ξύπνησαν οι φρουροί και άρχισαν να τον κυνηγούν. Άρπαξε τότε την αγία κάρα από τα μαλλιά, την έριξε στη ράχη του και άρχισε να τρέχει. Φθάνοντας στο γεφύρι της Σαλαμβρίας και βλέποντας να πλησιάζουν οι διώκτες, πέταξε την τιμία κεφαλή στο ποτάμι , οπότε εκείνοι σταμάτησαν την καταδίωξη και γύρισαν πίσω. Η αγία κάρα παρασύρθηκε από τα νερά και πιάστηκε πιο κάτω στο φράχτη που είχαν κάνει κάποιοι στο ποτάμι για να ψαρέψουν. Τη νύχτα οι ψαράδες έβλεπαν ένα πύρινο στύλο στη φράχτη τους. Απορημένοι , την άλλη μέρα, πλησίασαν και βρήκαν την χαριτόβρυτη κάρα του αγίου νεομάρτυρος και την παρέδωσαν στον Ηγούμενο της Μονής Δουσίκου.
Τελικά δόθηκε στην Ι. Μ. Κορώνης, αδελφός της οποίας ήταν ο άγιος , όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα επιτελώντας θαύματα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου