ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

21 Δεκεμβρίου , Κυριακή προ Χριστού Γεννήσεως και μνήμη των Αγίων μαρτύρων Ιουλιανής και Θεμιστοκλέους

 

Ευαγγέλιο Κυριακής: Ματθ. α΄ 1-25


Βίβλος γενέσεως  Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ  Ἀβραάμ. 2  Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν  Ἰσαάκ,  Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰακώβ,  Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, 3  Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐσρώμ,  Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀράμ, 4  Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀμιναδάβ,  Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, 5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ,  Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰεσσαί, 6  Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα. Δαυΐδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, 7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοάμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀβιά,  Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀσά, 8  Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωσαφάτ,  Ἰωσαφάτ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωράμ,  Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ὀζίαν, 9  Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωάθαμ,  Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἄχαζ,  Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐζεκίαν, 10  Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀμών,  Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωσίαν, 11  Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. 12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος  Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, 13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀβιούδ,  Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐλιακείμ,  Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀζώρ, 14  Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἀχείμ,  Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐλιούδ, 15  Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἐλεάζαρ,  Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰακώβ, 16  Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν  Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη  Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. 17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ  Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. 18 Τοῦ δὲ  Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ  Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος  Ἁγίου. 19  Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. 20 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων·  Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν  Ἁγίου. 21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. 22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· 23  Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. 24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ  Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, 25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ  Ἰησοῦν.



Απόδοση


Γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού Χριστού, απογόνου του Δαβίδ, ο οποίος ήταν απόγονος του Αβραάμ.  Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδα και τους αδελφούς του.  Ο Ιούδας εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά με τη Θάμαρ. Ο Φαρές εγέννησε τον Εσρώμ και ο Εσρώμ τον Αράμ. Ο Αράμ εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ τον Ναασσών και ο Ναασσών τον Σαλμών. Ο Σαλμών εγέννησε τον Βοόζ με τη Ραχάβ, ο Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ με τη Ρούθ, ο Ωβήδ εγέννησε τον Ιεσσαί και ο Ιεσσαί εγέννησε τον Δαβίδ το βασιλιά. Ο βασιλιάς Δαβίδ εγέννησε τον Σολομώντα με τη γυναίκα του Ουρία• ο Σολομών εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ τον Αβιά, ο Αβιά τον Ασά• ο Ασά εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ τον Ιωράμ, ο Ιωράμ τον Οζία• ο Οζίας εγέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ τον Άχαζ, ο Άχαζ τον Εζεκία• ο Εζεκίας εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής τον Αμών, ο Αμών τον Ιωσία• ο Ιωσίας εγέννησε τον Ιεχονία και τους αδελφούς του την εποχή της αιχμαλωσίας στη Βαβυλώνα. Μετά την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, ο δε Σαλαθιήλ εγέννησε τονΖοροβάβελ• ο Ζοροβάβελ εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ τον Ελιακίμ, ο Ελιακίμ τον Αζώρ• ο Αζώρ εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ τον Αχίμ και ο Αχίμ τον Ελιούδ• ο Ελιούδ εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ τον Ματθάν, ο Ματθάν τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιωσήφ τον άντρα της Μαρίας. Από τη Μαρία γεννήθηκε ο Ιησούς, ο λεγόμενος Χριστός. Από τον Αβραάμ ως τον Δαβίδ μεσολαβούν δεκατέσσερις γενιές• το ίδιο κι από τον Δαβίδ ως την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, καθώς κι από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα ως το Χριστό. Η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε ως εξής: Η μητέρα του, η Μαρία, αρραβωνιάστηκε με τον Ιωσήφ.  Προτού όμως συνευρεθούν, έμεινε έγκυος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Ο μνηστήρας της ο Ιωσήφ, επειδή ήταν ευσεβής και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει,  αποφάσισε να διαλύσει τον αρραβώνα, χωρίς την επίσημη διαδικασία. Όταν  όμως κατέληξε σ΄ αυτή τη σκέψη, του εμφανίστηκε στον ύπνο του ένας άγγελος  σταλμένος από τον Θεό και του είπε: «Ιωσήφ, απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα  Ιησούς, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες τους». Με όλα αυτά που έγιναν, εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είχε πει ο προφήτης: Να, η  παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας. Όταν ξύπνησε ο Ιωσήφ, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου και πήρε στο σπίτι του τη Μαρία τη  γυναίκα του. Και δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της• ωσότου γέννησε το γιο της  τον πρωτότοκο και του έδωσε το όνομα Ιησούς.


Σχολιασμός

Κυριακή προ Χριστού γεννήσεως σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί. Η σημερινή Κυριακή είναι η τελευταία πριν από τη μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων. Η αγία μας Εκκλησία εορτάζει πάντες τους ευαρεστήσαντες απ΄αιώνος τον Θεό από τον Αδάμ μέχρι τον Ιωσήφ τον μνήστορα. Κάθε χρόνο αυτή την ημέρα ακούμε τον κατάλογο των ονομάτων από τον Αβραάμ μέχρι και τον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Παναγίας. Όλοι οι οποίοι αναφέρονται στον κατάλογο αυτό αποτελούν το γενεαλογικό δένδρο του Κυρίου.
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή έχει την δική της σημασία και σπουδαιότητα, διότι ακριβώς, όλες οι υποσχέσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη δια μέσου των αιώνων και των προφητών, για αποστολή του Μεσσία στον κόσμο, με στόχο την σωτηρία του κόσμου, πραγματοποιούνται. Και μπορεί ο λαός του Ισραήλ, να πέρασε μέσα από πολλές ιστορικές φάσεις, με πολλές και ποικίλες δυσκολίες και αντιξοότητες όπως η Βαβυλώνια αιχμαλωσία, το σχέδιο του Θεού όμως παραμένει ατόφιο και αναλλοίωτο. Τα πράγματα στο τέλος οδηγούνται και καταλήγουν, εκεί που θέλει ο Θεός. Ο Χριστός γεννάται. Ο Υιός και Λόγος του Θεού, προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και εισέρχεται, μέσα στον χρόνο και μέσα στην ιστορία.
Αξιοσημείωτο, αποτελεί το γεγονός ότι, όλοι όσοι αναφέρονται στην βίβλο της γενέσεως του Ιησού δεν είναι άγιοι, αλλά άνθρωποι με λάθη, αμαρτίες και αδυναμίες και όμως αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν τους προπάτορες του Κυρίου. Αυτό για μας, για όλο το ανθρώπινο γένος, είναι κάτι πολύ ενθαρρυντικό. Όλοι είμαστε, άνθρωποι μικροί και αμαρτωλοί. Όμως αυτό που έχει σημασία είναι να εισέλθει ο άνθρωπος στο σχέδιο και στο δρόμο του Θεού. Μπορεί να περάσει από πολλές διακυμάνσεις. Να πέσει, να σηκωθεί και να μοιάζει ο δρόμος του με το δρόμο των Προπατόρων του Κυρίου. Αν ανατρέξει ο άνθρωπος στο παρελθόν θα αντικρύσει και ευχάριστες στιγμές και δυσάρεστες. Στιγμές επιτυχίας και στιγμές αποτυχίας. Αν ο άνθρωπος είναι δεκτικός και αναζητά τον Θεό και προσκομίζει πίστη αλλά και αγαθή προαίρεση, όλα και οι δοκιμασίες της ζωής αυτής, όλα βρίσκονται στο σχέδιο του Θεού προκειμένου, στο τέλος ο άνθρωπος να οικειωθεί το Θεό.  
Άσχετα ποιο είναι το παρελθόν μας, ο Θεός δίδει, την ευκαιρία της μετάνοιας και της λυτρώσεως του ανθρώπου. Έτσι ο Χριστός γεννάται στην καρδιά του κάθε ανθρώπου. Αυτά είναι τα πραγματικά Χριστούγεννα. Αυτός είναι ο σκοπός των ημερών αυτών. Αυτός είναι ο σκοπός που είμαστε Χριστιανοί και αυτό είναι κατά βάθος αυτό το οποίο ζητά και προσδοκά η ψυχή μας, να ενωθεί με τον Θεό, με τον πλάστη, με το δημιουργό της. Να γεννηθεί μέσα μας ο Χριστός, να φύγει από αυτό τον κόσμο με το Χριστό και να ζήσει αιώνια με το Χριστό. Πρότυπό μας για μίμηση οι Άγιοι μας και το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου ιδιαιτέρως. Αυτή, η οποία αξιώθηκε της μεγίστης εκείνης δωρεάς του Θεού και κατοίκησε ο Χριστός μέσα της και γεννήθηκε, αυτήν την γέννηση του Χριστού και στην δική μας ψυχή πρέπει να απασχολήσει τον κάθε ένα από εμάς.



Θεός και άνθρωπος

«Ιησούς»

Την Κυριακή πριν από τη Γέννηση του Κυρίου μας, ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας παρουσιάζει όλη την πορεία των κατά σάρκα προπατόρων του Κυρίου μας, οι οποίοι έζησαν και πέθαναν με την προσμονή του Μεσσία. Σύμφωνα με τον γενεαλογικό αυτό κατάλογο οι προπάτορες χωρίζονται σε τρεις περιόδους, που η καθεμιά περιέχει δεκατέσσερις γενιές. Η πρώτη από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, η δεύτερη από τον Δαβίδ μέχρι την εποχή που οι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, και η Τρίτη από την αιχμαλωσία αυτή μέχρι την Γέννηση του Χριστού.
Στη συνέχεια ο ιερός Ευαγγελιστής μας παρουσιάζει το μέγα μυστήριο της Γεννήσεως του Κυρίου μας. Μας λέει ότι, όταν η Παρθένος Μαρία αρραβωνιάστηκε τον Ιωσήφ, πριν ακόμη συγκατοικήσει στο σπίτι του, βρέθηκε έγκυος με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Όταν όμως ο Ιωσήφ αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη της, ταράχθηκε πολύ. Αλλά επειδή ήταν ενάρετος και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει, σκέφθηκε να της δώσει μυστικά διαζύγιο. Καθώς λοιπόν βασανιζόταν απ’ αυτούς τους φοβερούς λογισμούς, ένας άγγελος του Θεού του εμφανίστηκε σε όνειρο και του είπε: Ιωσήφ απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις να παραλάβεις στο σπίτι σου τη Μαρία, τη μνηστή σου. Διότι το παιδί που έχει μέσα της προέρχεται από την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Θα γεννήσει υιό και συ θα Του δώσεις το όνομα «Ιησούς», το οποίο σημαίνει «σωτήρ». Και θα Του δώσεις αυτό το όνομα, διότι Αυτός θα σώσει το λαό του τον Ισραήλ από τις αμαρτίες του.
Γιατί όμως ο άγγελος δίνει εντολή στον Ιωσήφ να ονομάσει τον υιό της Παρθένου Ιησού, δηλαδή Σωτήρα; Διότι με το όνομα αυτό ο Θεός απεκάλυπτε το μέγα μυστήριο, που ήταν κρυμμένο μέσα στους αιώνες: ότι ο Κύριος Ιησούς δεν θα είναι επίγειος βασιλιάς, που θα λυτρώσει εθνικά και πολιτικά τον ισραηλιτικό λαό, αλλά Σωτήρ που θα σώσει την ανθρωπότητα από τη σκλαβιά της αμαρτίας, του διαβόλου και της φθοράς· Σωτήρ που θα σηκώσει επάνω του το βάρος των αμαρτιών της ανθρωπότητας και θα θυσιασθεί προσφέροντας τη ζωή του για να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος. Πώς όμως θα μπορούσε να γίνει αυτό; Ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να επιτελέσει ένα τόσο μεγάλο θεϊκό έργο; Τόσοι προφήτες και δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη δεν μπόρεσαν να αναστήσουν και να σώσουν το ανθρώπινο γένος. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να το λυτρώσει ο «Ιησούς»; Την απάντηση τη δίνει στη συνέχεια ο ιερός Ευαγγελιστής.
Ιησούς, Εμμανουήλ

«Εμμανουήλ»

Ο Ευαγγελιστής στη συνέχεια τονίζει ότι με την υπερφυσική σύλληψη της Παρθένου επαληθεύτηκε πλήρως αυτό που είπε ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ησαΐα πολλούς αιώνες πριν: Ιδού, η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και θα Τον ονομάσουν Εμμανουήλ, όνομα που σημαίνει: «Ο Θεός είναι μαζί μας». Όταν λοιπόν ο Ιωσήφ σηκώθηκε από τον ύπνο του, έκανε όπως του είπε ο άγγελος του Κυρίου. Παρέλαβε τη μνηστή του στο σπίτι του. Και δεν ήλθε σε σχέση συζυγική μαζί της ποτέ. Και ήλθε η μεγάλη ώρα που η παρθένος γέννησε τον πρώτο και μονάκριβο υιό της. Και ο Ιωσήφ Του έδωσε το όνομα «Ιησούς».
Για ποιο λόγο όμως ο προφήτης Ησαΐας αναφέρει αντί για το όνομα «Ιησούς» το δεύτερο αυτό όνομα, «Εμμανουήλ»; Διότι με το όνομα αυτό συνεσκιασμένα μας αποκαλύπτεται ότι ο Μεσσίας δεν θα είναι μόνο άνθρωπος. Θα είναι ο ίδιος ο Θεός που θα κατέλθει στη γη μας και θα γίνει άνθρωπος. Αυτός θα αφήσει τη δόξα του ουρανού και θα κατεβεί στη γη μας.
Βέβαια το μέγα αυτό μυστήριο εύκολα το διακηρύττουμε. Εάν όμως το σκεφτόμασταν λίγο βαθύτερα, θα σιωπούσαμε, δεν θα μπορούσαμε να το χωρέσουμε στο νου μας. Αλλά και στην εποχή του Κυρίου μας κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί μια τέτοια αλήθεια. Οι Εβραίοι μάλιστα, που δεν τολμούσαν ούτε να προφέρουν το όνομα του Θεού, πού να φαντασθούν ότι ο Θεός θα γινόταν άνθρωπος! Και οι μαθητές του Κυρίου επί τρία χρόνια δεν είχαν καταλάβει Ποιον είχαν ανάμεσά τους. Μετά την Πεντηκοστή το κατάλαβαν. Είχαν δίπλα τους τον ίδιο το Θεό και δεν είχαν πάρει είδηση. Αλλά κι εμείς σήμερα πώς να συλλάβουμε ότι ο ίδιος ο Θεός, ο δημιουργός του σύμπαντος έγινε άνθρωπος; Ότι φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα για να την ανακαινίσει και να μας ανεβάσει εκεί που είναι ο Ίδιος, να μας κάνει κατά χάριν θεούς; Αν το είχαμε κατανοήσει αυτό, θα άλλαζε η ζωή μας. Θα αντιμετωπίζαμε διαφορετικά τα πάντα γύρω μας, τις δυσκολίες και τους πειρασμούς και τις αποτυχίες αλλά και τις επιτυχίες της ζωής. Θα αισθανόμασταν και θα ζούσαμε την παρουσία του Θεανθρώπου Κυρίου μας διαρκώς στη ζωή μας.
Καθώς λοιπόν πλησιάζουν Χριστούγεννα, ας προσπαθήσουμε με τη χάρη του Θεού να αισθανθούμε το μέγα αυτό μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Ας το ζήσουμε φέτος βαθύτερα, πνευματικότερα, αγιότερα. Με τη συναίσθηση ότι ο Εμμανουήλ, ο Θεάνθρωπος Κύριος, είναι μαζί μας, θέλει να είναι μαζί μας. Για να μας λυτρώσει, να μας μεταμορφώσει, να μας αγιάσει, να μας κάνει θεούς κατά χάριν.


Μνήμη τῶν πρωτοπλάστων Ἀδὰμ καὶ Εὔας.
Ὑμνῶ θανόντας ζῶν γένους ἀρχηγέτας,
Τοῦ ζῆν με καὶ θνῄσκειν με τοὺς παραιτίους.

Μνήμη τοῦ δικαίου Ἄβελ, υἱοῦ τοῦ Ἀδάμ.
Βοᾷ Θεῷ σὸν αἷμα καὶ ψυχῆς δίχα,
Ὦ πρῶτε νεκρῶν, πρῶτε καὶ σεσωσμένων.

Μνήμη τοῦ δικαίου Σήθ, υἱοῦ Ἀδάμ.
Σὴθ σπέρμα καινὸν τοῖς γονεύσιν ἀντ' Ἄβελ,
Ἄνθρωπος ὢν δίκαιος· οἷος ἦν Ἄβελ.

Μνήμη τοῦ δικαίου Ἐνώς, υἱοῦ Σήθ.
Ὀφθεὶς Ἐνὼς μέγιστος ἐκ τῆς ἐλπίδος,
Πολλοῖς ἐνῆκε ζῆλον εἰς τὴν ἐλπίδα.

Μνήμη τοῦ δικαίου Καϊνᾶν υἱοῦ, Ἐνώς.
Βίβλῳ Kαϊνᾶν Μωσέως γεγραμμένος,
Κἂν τῷ παρόντι χρὴ γραφῆναι βιβλίῳ.

Μνήμη τοῦ δικαίου Μαλελεήλ, υἱοῦ Καϊνᾶν.
Ἑξῆς προκείσθω Μαλελεὴμ τῷ λόγῳ.
Υἱὸς Καϊνᾶν, οὗ προεμνήσθη λόγος.

Μνήμη τοῦ δικαίου Ἰάρεδ, υἱοῦ Μελελεήλ.
Δίκαιον ὄντως ἐν δικαίων πληθύϊ,
Καὶ τοῦ δικαίου μνημονεύειν Ἰάρεδ.

Μνήμη τοῦ δικαίου Ἐνώχ, υἱοῦ, Ἰάρεδ.
Θεῷ προδήλως εὐαρεστήσας λόγῳ,
Ἐνὼχ ἀδήλοις ἐγκατῳκίσθη τόποις.

Μνήμη τοῦ δικαίου Μαθουσάλα, υἱοῦ Ἐνώχ.
Ἐνὼχ σε τέκνον ἐκμαθὼν Μαθουσάλα,
Ἔγραψα πρὸς μάθησιν ἄλλων ἐνθάδε.

Μνήμη τοῦ δικαίου Λάμεχ, υἱοῦ Μαθουσάλα.
Λάμεχ, δύο γνούς, δεῖν ἔγνων, τιμᾶν ἕνα,
Οὐ τὸν φονευτήν, ἀλλ' ὁμωνύμως Λάμεχ.

Μνήμη τοῦ δικαίου Νῶε, υἱοῦ Λάμεχ.
Ἀδὰμ βροτοῖς ὄλεθρον ἐκ ξύλου φέρει·
Διὰ ξύλου δὲ Νῶε πᾶν σῴζει γένος.

Μνήμη τοῦ δικαίου Σήμ, υἱοῦ Νῶε.
Σὴμ πατρικὴν γύμνωσιν ἐμφρόνως σκέπων,
Τὰς πατρικὰς ἐφεῦρεν εὐχὰς εἰς σκέπην.

Μνήμη τοῦ δικαίου Ἰάφεθ, υἱοῦ Νῶε.
Μὴ θείς, Ἰάφεθ Πατρὸς αἰσχύνῃ πλάτος,
Βίου πλατυσμὸν εὐχαῖς Πατρὸς λαμβάνει.

Μνήμη τοῦ δικαίου Ἀρφαξάδ, υἱοῦ Σήμ.
Zῇ Κύριος ζῶν, οὐ τὸν Ἀρφαξὰδ λίπω,
Καὶ γὰρ χρεὼν καὶ τοῦτον ἐνταῦθα γράφειν.

Μνήμη τοῦ δικαίου Καϊνᾶν, υἱοῦ Ἀρφαξάδ.
Καϊνᾶν ἡμῖν ἐξεγήγερται νέος,
Τῷ πρὶν Καϊνᾶν, ἐμφερὴς ἐκ τοῦ τρόπου.

Μνήμη τοῦ δικαίου Σάλα, υἱοῦ Καϊνᾶν.
Συμπατριωτῶν ὁρμαθῷ καὶ συμφύλων,
Ἡ συγγένεια συνδέει καὶ τὸν Σάλα.

Μνήμη τοῦ δικαίου Ἕβερ, ἀφ' οὗ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι Ἑβραῖοι ἐκλήθησαν.
Μέγας τις ὄντως τοῖς Ἰουδαίοις Ἕβερ,
Δοὺς ἐξ ἑαυτοῦ κλῆσιν Ἑβραίων γένει.

Μνήμη τοῦ δικαίου Φάλεκ, υἱοῦ Ἕβερ.
Πανηγυρίζω καὶ τὸν ἐξ Ἕβερ τόκον.
Ὡς Μωϋσῆς γὰρ φησι, τίκτει τὸν Φάλεκ.

Μνήμη Ῥαγάβ, υἱοῦ Φάλεκ.
Πάλιν κύησις, καὶ πάλιν νέος τόκος,
Υἱὸν Ῥαγὰβ τεκόντος ἡμῖν τοῦ Φάλεκ.

Μνήμη τοῦ δικαίου Σερούχ, υἱοῦ Ῥαγάβ.
Γράφων παλαιῶν τοὺς ἐπ' ἀλλήλων τόκους,
Ἂν ἐκλάθωμαι τὸν Σερούχ, ἁμαρτάνω.

Μνήμη τοῦ δικαίου Ναχώρ, υἱοῦ Σερούχ.
Γένους ὑπάρχειν τῶν ἄνω λελεγμένων,
Καὶ τὸν Ναχὼρ γνοὺς οὐ διϊστῶ τοῦ γένους.

Μνήμη τοῦ δικαίου Θάρρα, υἱοῦ Ναχώρ.
Υἱὸς προσελθὼν ἐκ Ναχὼρ κλῆσιν Θάρρας,
Πατὴρ ὑπῆρξε πατρὸς Ἐθνῶν μυρίων.

Μνήμη τοῦ δικαίου Πατριάρχου,, Ἀβραάμ, υἱοῦ Θάρρα.
Τὸν Ἀβραὰμ πῶς δεξιώσομαι λόγοις,
Ὃς ἠξιώθη δεξιοῦσθαι καὶ Νόας;

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰσαάκ, υἱοῦ Ἀβραάμ.
Δεθείς, Ἰσαάκ, εἰς σφαγήν, τύπος γίνῃ,
Ἐπὶ σφαγὴν ἥξοντος ὑψίστου Λόγου.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰακὼβ υἱοῦ Ἰσαάκ.
Διὰ κλίμακος Ἰακώβ, τῆς Παρθένου,
Πρὸς γῆν Θεὸν χωροῦντα πρὶν τόκου βλέπει.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ῥουβίμ, υἱοῦ Ἰακώβ.
Τῆς υἱότητος, Ἰακὼβ τοῦ τιμίου,
Ῥουβὶμ ἔγνων τὸν θεῖον, ἀρχὴν τιμίαν.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Συμεών, υἱοῦ Ἰακώβ.
Κἄν δευτερεύῃ Συμεὼν ἐκ τοῦ τόκου,
Κλέος παρ' ἡμῖν οὐ τὸ δεύτερον φέρει.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Λευΐ, υἱοῦ Ἰακώβ.
Θεοῦ μεγίστου θεῖος ὢν ὑπηρέτης,
Τί, Λευΐ, μεῖζον τῆς δε τῆς δόξης θέλεις;

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰούδα, υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἐκ τῆς φυλῆς ὁ Χριστός.
Ἰούδαν αἰνέσουσιν οἱ σεσωσμένοι·
Ἐξ Ἰούδα γὰρ Χριστὸς ἡ σωτηρία.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ζαβουλών, υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ παράλιος.
Ἀκτὰς κατοικεῖν ὁ Ζαβουλὼν ἐκρίθη,
Γῆς καὶ θαλάττης εἰς ἓν ἄκρα συνδέων.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰσάχαρ, υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ γηπόνος.
Στήσας ἑαυτὸν εἰς τὸ πονεῖν Ἰσάχαρ,
Ζωὴν συνιστᾷ, γῆθεν ἄρτον ἐκφέρων.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Δάν, υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ κριτής.
Λαοῦ κριτὴς Δάν, γλῶττα τῆς ἐξουσίας
Ζυγοῖς δικαίοις πᾶσιν ἐξάγων κρίσιν.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Γάδ, υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ λῃστευομένη ἢ λῃστεύουσα.
Γὰδ πειρατευθείς, πειρατεύων ἐκτρέχει,
Νίκαις δὲ πάντων πειρατῶν κατισχύει.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἀσήρ, υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ πλουσία ἐπὶ χώραις σιτοφόροις.
Ἀσὴρ δέ, φησί, πίονα πλουτεῖ στάχυν,
Τρέφει τε τοὺς ἄρχοντας ἄρτῳ πλουσίῳ.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Νεφθαλείμ, υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ πολὺ πλῆθος.
Ὡς ἔρνος ὄντως Νεφθαλεὶμ ἀνειμένον
Εἰς πλῆθος αὐτῷ τῆς φυλῆς ἡπλωμένης.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ, υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ περίδοξος καὶ περιφανής.
Ηὐξημένον σε, σὸς Πατὴρ εἶναι λέγων,
Δόξαν φυλῆς σῆς, Ἰωσήφ, διαγράφει.

Μνήμη τοῦ Πατριάρχου Βενιαμίν, υἱοῦ Ἰακώβ, οὗ ἡ φυλὴ ἀπὸ ἀγρίας πραεῖα.
Φαγὼν τὸ πρωῒ Bενιαμίν, ὡς λύκος,
Πρᾶος φανεῖς, δίδωσι βρῶσιν ἑσπέρας.

Μνήμη Φαρὲς καὶ Ζαρὰ τῶν διδύμων, υἱῶν Ἰούδα τοῦ Πατριάρχου.
Κοινῶς ἐπαινῶ σπέρμα κοινὸν Ἰούδα
Φαρὲς Ζαρά τε, τοὺς διδύμους συγγόνους.

Μνήμη Ἐσρώμ, υἱοῦ Φαρές.
Ἐκ Φαρὲς Ἐσρώμ, ὥσπερ ἐκ ῥίζης κλάδος,
Ἄμφω δὲ ῥίζης Ἀβραὰμ θεῖοι κλάδοι.

Μνήμη Ἀράμ, υἱοῦ Ἐσρώμ.
Γέγηθεν Ἐσρώμ, οὐ νοσῶν ἀτεκνίαν.
Ἀρὰμ γὰρ αὐτῷ τέκνον ἠγαπημένον.

Μνήμη Ἀμιναδάβ, υἱοῦ Ἀράμ.
Τὸν Ἀμιναδὰβ ἐξ Ἀρὰμ φῦναι λόγος.
Τούτου γὰρ υἱὸν ἡ Γραφὴ τοῦτον λέγει.

Μνήμη Ναασών, υἱοῦ Ἀμιναδάβ.
Εἷς καὶ Ναασὼν τῆς, Ἰούδα φατρίας,
Ἐξ Ἀμιναδὰβ τῆς φυλῆς ἐξ, Ἰούδα.

Μνήμη Σαλμών, υἱοῦ Ναασών.
Ηὔξησε σειρὰν Ἀβραμιαίου γένους
Σαλμὼν προελθὼν τῆς Ναασὼν ὀσφύος.

Μνήμη Βοόζ, υἱοῦ Σαλμών.
Εὐαγγελιστά, τοῦδε Σαλμὼν υἱέα,
Τίνα γράφεις σὺ; Τὸν Βοόζ, φησί, γράφω.

Μνήμη Ὠβήδ, υἱοῦ Βοόζ, τοῦ ἐκ τῆς Ῥοὺθ γεννηθέντος.
Ἐκ Ῥοὺθ μὲν Ὠβήδ, τὴν φυλὴν Μωαβίτης,
Ἐκ τοῦ Βοὸζ δὲ δῆλος, Ἰσραηλίτης.

Μνήμη Ἰεσσαί, υἱοῦ Ὠβήδ.
Ἰεσσαὶ τίκτε, τικτέτω καὶ σὸν γένος,
Ἕως ἀπ' αὐτοῦ Παῖς Θεὸς τεχθῇ μέγας.

Μνήμη Δαυΐδ Βασιλέως, υἱοῦ Ἰεσσαί.
Ἐγὼ τὶ φήσω, μαρτυροῦντος Κυρίου,
Τὸν Δαυΐδ εὗρον, ὡς ἐμαυτοῦ καρδίαν;

Μνήμη Σολομῶντος Βασιλέως, υἱοῦ Δαυΐδ.
Σοφὸς Σολομὼν πρῶτος ἐν σοφοῖς βίου,
Ἔχων τὸ πρῶτον τῶν καλῶν τῶν τοῦ βίου.

Μνήμη Ῥοβοὰμ Βασιλέως, υἱοῦ Σολομῶντος.
Ἐγκώμιόν σοι Ῥοβοάμ, πλέκω μέγα,
Σὸν πάππον εἶναι τὸν μέγαν Δαυῒδ λέγων.

Μνήμη Ἀβιὰ Βασιλέως, υἱοῦ Ῥοβοάμ.
Βοᾷ Ῥοβοὰμ πρὸς τὸν Ἀβιὰ λέγων·
Ἐγὼ Πατὴρ σός, καὶ σύ μου τὸ τεκνίον.

Μνήμη Ἀσὰ Βασιλέως, υἱοῦ Ἀβιά.
Εὐθῆ τὸν Ἀσὰ μηνύει Βασιλέα,
Ἡ τετράτιτλος τῶν Βασιλειῶν βίβλος.

Μνήμη Ἰωσαφὰτ Βασιλέως, υἱοῦ Ἀσά.
Ἰωσαφὰτ τὰ πάντα χρηστὸς ἐν βίῳ
Εὑρὼν ἀφορμάς πατρόθεν χρηστοῦ βίου.

Μνήμη Ἰωρὰμ Βασιλέως, υἱοῦ Ἰωσαφάτ.
Ἰωρὰμ ἡμῖν ἐξ Ἰωσαφὰτ ἔφυ·
Ὑιὸς Βασιλεύς, ἐκ πατρὸς Βασιλέως.

Μνήμη Ὀζίου Βασιλέως, υἱοῦ Ἰωράμ.
Ἀνῆκε καρπὸν εὐγενῆ τὸν Ὀζίαν,
Ἄναξ Ἰωράμ, Ἰωσαφὰτ ὁ κλάδος.

Μνήμη Ἰωάθαμ Βασιλέως, υἱοῦ Ὀζίου.
Τὸν Ἰωάθαμ, ὡς νεοττὸν Ὀζίου,
Τῆς βασιλείας ἡ καλιὰ λαμβάνει.

Μνήμη Ἄχαζ Βασιλέως, υἱοῦ Ἰωάθαμ.
Τὸ τῆς κεφαλῆς στέμμα Ἰωάθαμ,
Στέφει κεφαλὴν εὐπρεπῶς καὶ τὴν Ἄχαζ.

Μνήμη Ἐζεκίου Βασιλέως, υἱοῦ Ἄχαζ.
Σοβεῖ τελευτὴν δακρύσας Ἐζεκίας.
Τοσοῦτον ἰσχύουσι ῥεῖθρα δακρύων!

Μνήμη Μανασσῆ Βασιλέως, υἱοῦ Ἐζεκίου.
Σωτηριῶδες πρὸς μετάγνωσιν βάθρον,
Μανασσῆς ἡμῖν τὴν προσευχὴν πηγνύει.

Μνήμη Ἀμμὼν Βασιλέως, υἱοῦ Μανασσῆ.
Ἀμμὼν κυηθεὶς τῆς ἁλουργίδος μέσον,
'Ἦν καὶ Βασιλεύς, καὶ Βασιλείας τέκνον.

Μνήμη Ἰωσίου Βασιλέως, υἱοῦ Ἀμμών.
Ἰωσίας ἔναντι τοῦ Θεοῦ μέγας,
Ὃν γνοὺς ἐπαινεῖν, δειλιῶν μὴ σμικρύνω.

Μνήμη Ἰεχονίου Βασιλέως, υἱοῦ, Ἰωσίου.
Ἐν Βαβυλῶνος τῇ μετοικίᾳ λόγος,
Ἰεχονίαν ἐμπαροικῆσαι βίῳ.

Μνήμη Σαλαθιήλ, υἱοῦ Ἰεχονίου.
Πρῶτον μέτ' αὐτὴν τὴν μετοικίαν τέκνον
Τὸν Σαλαθιὴλ Ἰούδα φυλὴ φύει.

Μνήμη Ζοροβάβελ, τοῦ τὸν Ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων καυθέντα ἀνεγείραντος.
Nαβουζαρδὰν ἔκαυσε Ναὸν Κυρίου,
Οὗ καύσιν ἦρε κτίσματι Ζοροβάβελ.

Μνήμη Ἀβιούδ, υἱοῦ Ζοροβάβελ.
Ἀβιοὺδ ὅρπηξ, οὗ φυὴ Ζοροβάβελ.
Ὡς τὴν φυὴν οὖν, καὶ τὸν ὅρπηκα γράφω.

Μνήμη Ἐλιακείμ, υἱοῦ Ἀβιούδ.
Τὸν Ἐλιακεὶμ Ἀβιοὺδ γράφει γόνον,
Ματθαῖος ἡμῖν, ἀκριβὴς γονογράφος.

Μνήμη Ἀζώρ, υἱοῦ Ἐλιακείμ.
Ὁ θεῖος Ἀζὼρ ἐξ Ἐλιακεὶμ ἔφυ,
Θεία Γραφὴ λέγουσα τοῦτο πεισάτω.

Μνήμη Σαδώκ, υἱοῦ Ἀζώρ.
Ἀζὼρ κυΐσκων τὸν Σαδὼκ οὐ λανθάνει,
Ὃν συγγραφεὺς γνοὺς ἐκκαλύπτει τὸν τόκον.

Μνήμη Ἀχείμ, υἱοῦ Σαδώκ.
Τοῖς τοῦ Σαδὼκ ζητοῦσιν υἱόν, Ματθαῖος,
Δείξει τὸν Ἀχείμ, ἐκβαλὼν τὸ βιβλίον.

Μνήμη Ἐλιούδ, υἱοῦ Ἀχείμ.
Τεχθεὶς ἀπ' Ἀχείμ, Ἐλιοὺδ ὤφθη τέκνον,
Ὀφθήσεται δὲ καὶ πατὴρ τεκνοτρόφος.

Μνήμη Ἐλεάζαρ, υἱοῦ Ἐλιούδ.
Ἰδοὺ τεκόντα καὶ τὸν Ἐλιοὺδ ἔγνων,
Ἐλεάζαρον τέκνον· εἰ βούλει, μάθε.

Μνήμη Ματθάν, υἱοῦ Ἐλεάζαρ.
Ἐλεάζαρ δὲ τὸν Ματθὰν γεννᾶν λέγει,
Μαιευτρίας ἄκουε, Ματθαίου Βίβλου.

Μνήμη Ἰακώβ, υἱοῦ Ματθάν.
Καὶ Ματθὰν εἰσήνεγκεν υἱὸν εἰς βίον
Τὸν Ἰακωβ γὰρ εἰσενεγκὼν εὑρέθη.

Μνήμη Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, υἱοῦ Ἰακώβ.
Μνηστὴρ Ἰωσήφ· ᾧ τὸ Πνεῦμα πρὸ γάμου,
Μνηστὴν ἐκείνου, συλλαβοῦσαν δεικνύει.

Μνήμη τοῦ δικαίου Μελχισεδέκ.
Ἔχει Γραφὴ πατρὸς σε καὶ μητρὸς δίχα,
Χριστοῦ τυποῦντα Μελχισεδὲκ τοὺς τόκους.

Μνήμη τοῦ δικαίου Ἰώβ.
Ὕψιστον εὑρὼν ἀξίως ἐπαινέτην,
Ἰὼβ ἐπαίνων οὐ δέῃ τῶν γηΐνων.

Μνήμη τοῦ Προφήτου Μωσέως, καὶ Ὤρ καὶ Ἀαρὼν τῶν Ἱερέων.
Σὺν Ὤρ Ἀαρὼν προγράφει Χριστοῦ πάθος,
Ὑψοῦντες ἄμφω σταυρικῶς τὸν Μωσέα.

Μνήμη Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ.
Ὑμνεῖν Ἰησοῦν ποῖος ἀρκέσει λόγος,
ᾯ συλλαλῶν ὑπῆρχε καὶ Θεὸς Λόγος;

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Σαμουήλ.
Ὀφθαλμὸν ἡμῖν εὐμενῆ Θεοῦ τίθει,
Ὀφθαλμὲ θεῖε, καὶ τὰ μέλλοντα βλέπων.

Μνήμη τοῦ Προφήτου Νάθαν.
Ἁμαρτιῶν ἔλεγχος ὀξὺς ὢν Νάθαν,
Ἡμάρτομεν λέγουσι, συγγνώμην νέμοις.

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Δανιήλ.
Καὶ θηρία φρίττουσιν ἀρετῆς φίλον.
Ἔργοις Δανιὴλ τοῦτο πιστοῦται μέγας.

Μνήμη τῶν Ἁγίων, τριῶν Παίδων.
Καὶ πῦρ, τὸ πῦρ ἦν τῆς καμίνου, καὶ δρόσος.
Πρὸς δυσσεβεῖς πῦρ, πρὸς δὲ τοὺς Παῖδας δρόσος.

Μνήμη τῆς δικαίας Σάρρας, γυναικὸς Ἀβραάμ.
Νεύσει Θεοῦ καὶ στεῖρα νικᾶται φύσις·
Καὶ μάρτυς ὠδίνουσα Σάρρα παιδίον.

Μνήμη τῆς δικαίας Ῥεβέκκας, γυναικὸς Ἰσαάκ.
Καὶ τὴν ἀρίστην τῶν γυναικῶν Ῥεβέκκαν,
Ἄριστος εὗρεν ἀνδρῶν κοινὸν λέχους.

Μνήμη τῆς δικαίας Λείας, πρώτης γυναικός, Ἰακώβ.
Λείας προσώπῳ Κύριος μὴ δοὺς χάριν,
Κυήσεως δίδωσι τῇ μήτρᾳ χάριν.

Μνήμη τῆς δικαίας Ῥαχήλ, δευτέρας γυναικός, Ἰακώβ.
Θεοὺς πατρῴους ἡ Ῥαχὴλ κλέπτει πόθῳ,
Ἐν ἐσχάτῳ δὲ τὸν Θεὸν ποθεῖ Λόγον.

Μνήμη τῆς δικαίας Ἀσινέθ, γυναικός, Ἰωσὴφ τοῦ παγκάλου.
Κάλλει παρῆλθεν ἥλιος μὲν ἀστέρας,
Ἡ δ' Ἀσινὲθ μοι τὰς ὑφ' ἥλιον κόρας.

Μνήμη τῆς δικαίας Μαρίας, ἀδελφῆς Μωϋσέως.
ᾌσωμεν , εἰπέ, καὶ πάλιν τῷ Κυρίῳ,
Ψυχῆς κροτοῦσα τύμπανον νῦν Μαρία.

Μνήμη τῆς δικαίας Δεβόρρας τῆς κρινάσης τὸν Ἰσραήλ.
Ὑπὲρ γυναῖκας ἡ Δεβόρρα τὴν φρένα,
Βάθει φρενὸς κρίνουσα λαὸν Κυρίου.

Μνήμη τῆς δικαίας Ῥούθ.
Ἔθνος λιποῦσα Ῥοὺθ ἑαυτῆς καὶ σέβας,
Ἔθνει προσῆλθε καὶ Θεῷ τοῦ Μωσέως.

Μνήμη τῆς δικαίας Σαραφθίας, πρὸς ἣν Ἠλίας ἀπεστάλη.
Ἄσπαρτον εἶχε τὴν τροφὴν Σαραφθία,
Kαινὸν λαχοῦσα λήϊνον τὸν Ἠλίαν.

Μνήμη τῆς δικαίας Σωμανίτιδος τῆς ξενοδοχησάσης τὸν Ἐλισαῖον.
Ἐλισαῖος σοι κλεῖθρα νηδύος λύει,
ᾯ κλεῖθρα Σωμανῖτις ἤνοιξας δρόμου.

Μνήμη τῆς δικαίας Ἰουδίθ, τῆς ἀνελούσης τὸν Ὀλοφέρνην.
Ὃν πᾶς ἀνὴρ ἔφριττε, δεινὸν ὁπλίτην,
Γυνὴ καθεῖλεν, Ἰουδίθ, Ὀλοφέρνην.

Μνήμη τῆς δικαίας Ἐσθήρ, τῆς λυτρωσαμένης τὸν Ἰσραὴλ ἐκ θανάτου.
Ἔσωσεν Ἐσθὴρ ἄνδρας Ἰσραηλίτας,
ᾍδου κυνὴν μέλλοντας ἐνδῦναι πάλαι.

Μνήμη τῆς δικαίας Ἄννης, τῆς μητρὸς Σαμουὴλ τοῦ Προφήτου.
Εὐχῆς τέκνον τεκοῦσα Σαμουὴλ μέγαν,
Νικᾷ Φενάνναν, Ἄννα πολλὴν ἐν τέκνοις.

Μνήμη τῆς δικαίας Σωσάννης.
Kανὼν πρόκειται σωφρονούσαις ἐν βίῳ,
Ὁ τῆς Σωσάννης σωφρονέστατος βίος.



Κατά την 18η του Δεκεμβρίου, αν τύχει ημέρα Κυριακή ειδάλλως αμέσως μετά απ' αυτή, «Μνήμην ἄγειν ἐτάχθημεν παρὰ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ γενεαλογίαν, καθὼς ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἱστορικῶς ἠριθμήσατο, ὁμοίως καὶ τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Προφητίδων». Και αυτοί, είναι οι έξης:

Ααρών Προφήτης, Άβελ Δίκαιος, Αβιά Βασιλεύς, Αβιούδ Δίκαιος, Αβραάμ Πατριάρχης, Αδάμ Προπάτωρ, Αζώρ Δίκαιος, Αμιναδάβ Δίκαιος, Αμμών Βασιλεύς, Άννα Προφήτις, Αράμ Δίκαιος, Αρφαξάδ Δίκαιος, Ασά Βασιλεύς, Ασήρ Πατριάρχης, Ασινέθ Δικαία, Άχαζ Βασιλεύς, Αχείμ Δίκαιος, Βενιαμίν Πατριάρχης, Βοόζ Δίκαιος, Γαδ Πατριάρχης, Δαβίδ Προφήτης, Δαν Πατριάρχης, Δανιήλ Προφήτης, Δεβόρρα Δικαία, Έβερ Δίκαιος, Εζεκίας Βασιλεύς, Ελεάζαρ Δίκαιος, Ελιακείμ Δίκαιος, Ελιούδ Δίκαιος, Ενώς Δίκαιος, Ενώχ Δίκαιος, Εσθήρ Δικαία, Εσρώμ Δίκαιος, Εύα προμήτωρ, Ζαβουλών Πατριάρχης, Ζαρά Δίκαιος, Ζοροβάβελ Δίκαιος, Θάρρας Δίκαιος, Ιακώβ Πατριάρχης, Ιακώβ υιός Ματθάν Δίκαιος, Ιάρεδ Δίκαιος, Ιάφεθ Δίκαιος, Ιεσσαί Δίκαιος, Ιεχονίας Βασιλεύς, Ιησούς Ναυή Δίκαιος, Ιούδας Πατριάρχης, Ιουδίθ Δικαία, Ισαάκ Πατριάρχης, Ισάχαρ Πατριάρχης, Ιωάθαμ Βασιλεύς, Ιώβ Δίκαιος, Ιωράμ Βασιλεύς, Ιωσαφάτ Βασιλεύς, Ιωσήφ Πατριάρχης, Ιωσήφ ο Μνήστωρ Δίκαιος, Ιωσίας Βασιλεύς, Καϊνάν υιός Ενώς Δίκαιος, Καϊνάν υιός Αρφαξάδ Δίκαιος, Λάμεχ Δίκαιος, Λεία Δικαία, Λευΐ Πατριάρχης, Μαθουσάλας Δίκαιος, Μαλελεήλ Δίκαιος, Μανασσής Βασιλεύς, Μαρία αδελφή Μωυσέως Δικαία, Ματθάν Δίκαιος, Μελχισεδέκ Δίκαιος, Μωσής Προφήτης, Ναασσών Δίκαιος, Νάθαν Προφήτης, Ναχώρ Δίκαιος, Νεφθαλείμ Πατριάρχης, Νώε Δίκαιος, Οζίας Βασιλεύς, Παίδες τρεις, Ραγάβ Δίκαιος, Ραχήλ Δικαία, Ρεβέκκα Δικαία, Ροβοάμ Βασιλεύς, Ρουβίμ Πατριάρχης, Ρουθ Δικαία, Σαδώκ Δίκαιος, Σάλα Δίκαιος, Σαλαθιήλ Βασιλεύς, Σαλμών Δίκαιος, Σαμουήλ Προφήτης, Σαραφθία Δικαία, Σάρρα Δικαία, Σερούχ Δίκαιος, Σηθ Δίκαιος, Σημ Δίκαιος, Σολομών Προφήτης, Σουμανίτις Δικαία, Συμεών Πατριάρχης, Σωσάννα Δικαία, Φάλεκ Δίκαιος, Φαρές Δίκαιος, Ωβήδ Δίκαιος, Ωρ Προφήτης.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’.

Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ' ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες, Τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι, τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε, ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε. Τάχυνον ὁ οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

Ὁ Οἶκος
Ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα, ἧς πάλαι ἔλαβον πεῖραν Αἰγύπτιοι πολεμοῦντες, καὶ Ἑβραῖοι πολεμούμενοι, μὴ καταλίπῃς ἡμᾶς, καὶ καταπίῃ ἡμᾶς θάνατος· ὁ διψῶν ἡμᾶς, καὶ Σατᾶν ὁ μισῶν ἡμᾶς· ἀλλ' ἔγγισον ἡμῖν, καὶ φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς ἐφείσω ποτὲ τῶν Παίδων σου, τῶν ἐν Bαβυλῶνι ἀπαύστως ἀνυμνούντων σε, καὶ βληθέντων ὑπὲρ σοῦ εἰς τὴν κάμινον, καὶ ἐκ ταύτης κραυγαζόντων σοι· Τάχυνον ὁ οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.



Κυριακή  προ  της  Χριστού  Γεννήσεως
 
«Αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών»
 
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
 
α. Ένα παράδοξο ευαγγελικό ανάγνωσμα, στο μεγαλύτερο τμήμα του, είναι το σημερινό της Κυριακής προ της Χριστού Γεννήσεως. Μία πληθύς ονομάτων, ένα γενεαλογικό δένδρο, από τον Αβραάμ μέχρι και τον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Γιατί αυτό; Γιατί η Εκκλησία μας δεν χρησιμοποίησε μόνο τα σχετικά με τη Γέννηση του Κυρίου, ή, ακόμη πιο πίσω, γιατί ο Ευαγγελιστής θεώρησε αναγκαία την προ του Ιησού Χριστού καταγραφή της γενεαλογίας Του; Κι η απάντηση βεβαίως είναι ότι αφενός διά της καταγραφής αυτής τονίζεται με σαφήνεια ότι ο Κύριος Ιησούς  Χριστός δεν ήλθε ως «από μηχανής Θεός», αλλά ως Εκείνος που είναι κανονικότατος άνθρωπος, «τέλειος άνθρωπος» εκτός από Θεός βεβαίως, άρα έχει συγκεκριμένη ανθρώπινη καταγωγή, και μάλιστα ιουδαϊκή, αφετέρου μαρτυρείται η προετοιμασία που ο Τριαδικός Θεός έκανε μέχρι να έρθει ο Υιός και Λόγος του Θεού ως άνθρωπος στον κόσμο. Απαρχής δηλαδή ο Θεός προφήτεψε τον ερχομό Του στον κόσμο, ήδη μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία διά του λεγομένου Πρωτευαγγελίου, κάτι που διαρκώς ανανέωνε με την αποστολή των προφητών και την επιλογή ανά γενεές εκείνων που θα κρατούσαν αυτήν την υπόσχεση. Και ο ερχομός Του αυτός θα σήμαινε την απαλλαγή των ανθρώπων από την αιτία της απομάκρυνσής τους από Εκείνον, την ίδια την αμαρτία: ό,τι ο άγγελος Κυρίου αναφέρει με τον λόγο του: «Αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών».

β. 1. Η αναφορά στην αμαρτία, από την οποία θα απάλλασσε τον λαό Του ο Ιησούς, δεν είναι ως έννοια κάτι το απλό. Υπάρχουν άνθρωποι, και χριστιανοί ακόμη, που ως αμαρτία εννοούν απλώς μία παράβαση ενός νόμου, μία απόκλιση από κάτι που θεωρείται ως απλός κανόνας, αλλά που δεν συνιστά κάτι σοβαρό και δεν αλλοιώνει αυτό που είναι ο άνθρωπος. Υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι προεκτείνουν την παραπάνω θεώρηση, ισχυριζόμενοι ότι με την απόκλιση αυτή ο άνθρωπος αποδεικνύει την ελευθερία και την «βέβαιη» περπατησιά του στον κόσμο, διότι ακριβώς αυτός καθορίζει την πορεία του, έχοντας και την ευθύνη της πορείας του σ’  αυτόν, λοιπόν μπορεί και να υπερηφανευτεί για το πόσος ανεξάρτητος είναι. Και βεβαίως υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι διακωμωδούν την έννοια της αμαρτίας, διότι πιστεύουν αφενός ότι αυτή είναι κατασκεύασμα των παπάδων, αφετέρου ότι οι ίδιοι είναι εκείνοι που θα κρίνουν το σωστό ή το λάθος, θεωρώντας ασφαλώς ως σωστό αυτό που θα ικανοποιεί τις επιθυμίες και τις ορέξεις τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση το «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» είναι το σύνθημα της ζωής τους.
2. Δεν πρόκειται να κρίνουμε τις αντιλήψεις αυτές, διότι ενώ υφίστανται, φανερώνουν ότι αυτοί που τις αποδέχονται δεν έχουν καμία ουσιαστική σχέση με την πίστη του Χριστού και της Εκκλησίας. Πρόκειται για αντιλήψεις που κυμαίνονται μεταξύ της ιουδαϊκής θεώρησης των πραγμάτων μέχρι και της ίδιας της αθεΐας. Για τους χριστιανούς όμως, που έχουν στοιχειώδη επίγνωση της πίστεώς τους, η έννοια της αμαρτίας έχει ένα τεράστιο βάθος, ανάλογο με την εικόνα που έχει κανείς και για τον Θεό, κάτι που σημαίνει ότι και η κατανόησή της δεν εκλαμβάνεται κατά τρόπο στατικό, αλλά βαίνει αυξομειούμενη: μικρή επίγνωση του Θεού και σχέση μαζί Του, μικρή αίσθηση και της αμαρτίας∙ μεγαλύτερη επίγνωση του Θεού, μεγαλύτερη και η αίσθηση αυτής. Αυτό συμβαίνει διότι Θεός και αμαρτία βρίσκονται σε αντιθετική κατάσταση – «ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - συνεπώς η στροφή προς τον Θεό δημιουργεί και την αποστροφή από την αμαρτία, όπως και η στροφή προς την αμαρτία και το φρόνημα του κόσμου δημιουργεί και την αποστροφή από τον Θεό και το άγιο θέλημά Του. Από την άποψη αυτή είναι ευνόητο γιατί πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν τον Θεό στη ζωή τους: διότι έχουν «αγκαλιάσει» καρδιακά την αμαρτία, δηλαδή τα πάθη τους, οπότε σπεύδουν να διαγράψουν τον Θεό, για να μην υπάρχει κανείς έλεγχος στις πονηρές πράξεις τους. Ώστε η αθεΐα έχει στην πραγματικότητα πρακτικό χαρακτήρα: η ίδια η ζωή φανερώνει ή όχι την ύπαρξή της. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος είναι παραπάνω από σαφής στη διευκρίνιση της αλήθειας αυτής. «Εις τα ίδια ήλθεν (ο Λόγος του Θεού) και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον. Ήν γαρ πονηρά αυτών τα έργα».
3. Η αμαρτία έτσι, ως ουσιαστική διαγραφή του Θεού, λειτουργεί ως διαστροφή του ανθρώπου, ψυχικά και σωματικά. Αν ο Θεός είναι η ζωή του ανθρώπου, όπως πράγματι είναι -  «Εγώ ειμι ο Ων», λέει η Αποκάλυψη του Θεού – απομάκρυνση από Αυτόν σημαίνει μετάβαση προς τον θάνατο. Και όντως: ο λόγος της Γραφής με αυτόν τον τρόπο κατανοεί αυτό που συνέβη στον άνθρωπο με την επανάστασή του κατά του Δημιουργού του: ο άνθρωπος διαστράφηκε και αλλοιώθηκε, γέμισε σκοτάδι η εικόνα του Θεού μέσα του και έχασε την προοπτική του: το καθ’ ομοίωσιν, να γίνει και αυτός ένας μικρός Θεός. Διότι μην ξεχνάμε ότι ο Θεός τον άνθρωπο τον δημιούργησε "κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσιν» Αυτού. Δηλαδή να έχει χαρίσματα δικά Του, ώστε καλλιεργώντας αυτά εν υπακοή προς Εκείνον, να αναπτυσσόταν προς το καθ’  ομοίωσιν. Δεν το έκανε ο άνθρωπος, αλλοιώθηκε έτσι η εικόνα του Θεού σ’ αυτόν, έχασε την προοπτική και τον προορισμό του. Η αμαρτία συνεπώς δεν είναι μία απλή παράβαση ούτε και «παιχνίδι» για να γελά ο άφρων και μωρός άνθρωπος. Όπως μπορούμε να γελάμε με εκείνον που ενώ ήταν πολύ όμορφος στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, η ομορφιά του χάθηκε εντελώς  από μία πυρκαγιά ή ένα μεγάλο τραυματισμό, άλλο τόσο και περισσότερο μπορούμε να «γελάμε» με την όποια αμαρτία μας.
4. Σ’ αυτήν την αλλοιωμένη από πλευράς πνευματικής κατάσταση της αμαρτίας, με τα γνωρίσματα της φθοράς και του θανάτου, όπως και της βαθειάς θλίψης και μελαγχολίας που την συνοδεύουν – δεν είναι τυχαίο ότι η έρευνα των αρχαιοελληνικών κειμένων έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτά διαπνέονται στο βάθος τους από μία πράγματι μελαγχολία και θλίψη, αφού κυριαρχούνται από την εξουσία του θανάτου – έρχεται ο Χριστός. Το μήνυμα του αγγέλου ότι «Αυτός θα σώσει τον λαό Του από τις αμαρτίες τους» είναι ό,τι πιο παρήγορο είχε και έχει ακουστεί  ποτέ στην ανθρωπότητα. Ο Χριστός είναι ο Ιησούς, ο Σωτήρας των ανθρώπων, Αυτός που  είχε προαναγγελθεί από τους προφήτες, ακριβώς για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο από την πτώση του, με όλα τα αρνητικά αποτελέσματά της, τη φθορά, όπως είπαμε, και τον θάνατο. Κι Αυτός ο Χριστός δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος, αλλά ο Ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο ένας της Τριάδος, που με την κοινή ενέργεια Αυτής, σαρκώνεται, ενανθρωπίζεται, γίνεται ένας από εμάς. «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος…Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Με τον ερχομό Του προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, γενόμενος ο «Εμμανουήλ, ο εστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός», την κανονική και αναμάρτητη όμως, την μη αλλοιωμένη από την αμαρτία – «τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτίας», κατά τη διατύπωση της Οικουμενικής Συνόδου – ώστε καθένας που θα εντασσόταν σε Αυτόν διά της πίστεως να επανερχόταν στα φυσιολογικά του πλαίσια, δηλαδή να καθαριζόταν από την αμαρτία, να εύρισκε τον φωτισμό της εικόνας του Θεού μέσα του και να ανοιγόταν γι’ αυτόν και πάλι η χαμένη προοπτική: το καθ’  ομοίωσιν. Και αυτό ξεκίνησε με τη Γέννηση του Υιού και Λόγου του Θεού και  αποκορυφώθηκε με τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του. Πάνω στον Σταυρό ιδίως ο Χριστός «κατήργησε το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς εις την αμαρτίαν». Κι η Ανάστασή Του το διατράνωσε, ως νίκη πια απέναντι στον θάνατο.
Από την άποψη αυτή η Γέννηση του Χριστού έχει άμεση αναφορά στο Πάθος και την Ανάστασή Του, γι’ αυτό και η Γέννα Του συνιστά την απαρχή του Πάθους, κάτι που φαίνεται εποπτικά και στη βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως, όπου ο Κύριος ως βρέφος είναι τοποθετημένος πάνω σε λάρνακα αντί φάτνης, όπως και στην εικόνα της Παναγιάς του Χάρου, κατά την οποία η Παναγία κρατά αντί του μικρού Χριστού έναν μικρό Εσταυρωμένο.
5. Διατυπώνοντας τα παραπάνω και πάλι: αφενός ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο Θεό: «άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται» - ό,τι, όπως είπαμε, ήταν η απαρχής προοπτική του – αφετέρου καταργηθείσης της αμαρτίας καταργήθηκε και το αποτέλεσμά της, ο θάνατος, πνευματικός και σωματικός, όπως και εκείνος που συνέτεινε στην απομάκρυνση από τον Θεό, ο διάβολος. Η σωτηρία με άλλα λόγια που έφερε ο Χριστός ήταν και είναι σωτηρία ναι μεν από την αμαρτία, αλλά και από τον θάνατο και τον διάβολο. Και μπορεί βεβαίως να συνεχίζουμε να αμαρτάνουμε, μπορεί να πεθαίνουμε σωματικά, μπορεί να δρα και να μας επηρεάζει ο διάβολος, όμως στην ουσία όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί και ηττηθεί: και η αμαρτία δεν λειτουργεί αναγκαστικά, όπως πριν – αμαρτάνουμε πια, γιατί εμείς, οι βαπτισμένοι και ενωμένοι εννοείται με τον Χριστό, θέλουμε να αμαρτάνουμε – και ο θάνατος υφίσταται ακόμη, αλλά προσωρινά – η ανά πάσα στιγμή έλευση του Χριστού θα σημάνει την ανάσταση των σωμάτων – και ο διάβολος ενεργεί, γιατί εμείς χαλαρώνοντας πνευματικά του δίνουμε δίοδο επιρροής επάνω μας.
γ. Τα Χριστούγεννα ουσιαστικά έφτασαν. Η παρηγοριά που δίνει η Γέννηση του Χριστού, με τον τρόπο που είπαμε, είναι πραγματική και προσιτή στον καθένα. Το μόνο που απαιτείται για να νιώσει κανείς την προσφορά αυτή του Θεού είναι η εν πίστει μετάνοιά του. Το απλωμένο χέρι του Θεού ζητεί και τη δική μας ανταπόκριση. Και μετάνοια σημαίνει να πιστέψουμε ότι η αγάπη Του είναι μεγαλύτερη από τις αμαρτίες μας, να δεχτούμε ότι η ζωή μαζί Του είναι απείρως καλύτερη από αυτήν που ζούμε χωρίς Αυτόν. Η κατάθεση των αμαρτιών μας, η εξομολόγησή μας στο μυστήριο της μετανοίας, εκεί που προσφέρεται η βαριά και βρώμικη καρδιά μας σ’ Εκείνον, ώστε να την πάρει και να την ξεπλύνει, κάτι που κατεξοχήν ολοκληρώνεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, θα είναι το ωραιότερο δώρο που μπορούμε  να Του προσφέρουμε για ό,τι Εκείνος έκανε και κάνει για εμάς. Θα έχουμε το κουράγιο να Του προσφέρουμε τις αμαρτίες μας; Θα γιορτάσουμε δηλαδή αληθινά Χριστούγεννα;

Ακολουθείν

 

 

 

 

Η αγία Ιουλιανή της Νικομηδείας 


Η αγία Ιουλιανή. Ρωσική εικόνα του 13ου αιώνα.
Η αγία Ιουλιανή ήταν κόρη ειδωλολατρών. Οι γονείς της, επιφανείς άρχοντες στην Νικομήδεια επί βασιλείας του στυγνού Διοκλητιανού (286-305), την αρραβώνιασαν με κάποιον Ελεύσιο, άνδρα με βαθμό συγκλητικού, ο οποίος την ερωτεύθηκε παράφορα και βιαζόταν να γίνει ο γάμος τους. Την καρδιά όμως της Ιουλιανής είχε κυριεύσει ο έρωτας για τον επουράνιο Νυμφίο· η νεαρή κόρη προσπαθούσε να διαφυλαχθεί άθικτη και ακέραια για τον Χριστό, και προσπαθεί να αντισταθεί όσο μπορούσε στις επιδιώξεις του μνηστήρα της. Δήλωσε κατ’ αρχήν, σαν να επρόκειτο για καπρίτσιο κοσμικής κοπέλας, ότι θα δεχόταν να νυμφευθεί τον Ελεύσιο μόνο αν εκείνος γινόταν έπαρχος της πρωτεύουσας της Βιθυνίας. Παρά την δυσκολία του εγχειρήματος, ο Ελεύσιος επιδόθηκε αμέσως στο έργο: δαπάνησε ανυπολόγιστα χρήματα, έβαλε να μεσολαβήσουν φίλοι και συγγενείς του στην αυλή, και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να γίνει έπαρχος της Νικομηδείας. Επανέλαβε τότε την πρόταση γάμου, και αναγκασμένη πλέον να φανερώσει την πίστη της, η μνηστή του Χριστού είπε: «Αν δεν εγκαταλείψεις την λατρεία των μάταιων ειδώλων και δεν προσκυνήσεις τον Δεσπότη μου Χριστό, ομόζυγό μου δεν θα σε λάβω, διότι πώς είναι δυνατόν να ενωθούν τα σώματα και να αντιμάχονται οι καρδιές μας». Ακλόνητη στην απόφασή της παρά τις παρακλήσεις των γονέων της, η Ιουλιανή συνελήφθη ως οπαδός της υπό διωγμό θρησκείας και σύρθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του επάρχου. Ο μνηστήρας της έγινε κριτής και δήμιος· διέταξε να την γδύσουν και να την υποβάλουν σε ανελέητα μαρτύρια. Μαστίγωσαν την αγία σε όλο της το σώμα και μετά την κρέμασαν από τα μαλλιά και ξερρίζωσαν το τριχωτό της κεφαλής της. Στην φυλακή της παρουσιάστηκε ο διάβολος με την μορφή αγγέλου Κυρίου και της πρότεινε να δεχθεί να θυσιάσει στα είδωλα· η αγία όμως, οπλισμένη με την προσευχή, κατατρόπωσε το τέχνασμα του πονηρού χτυπώντας τον και καταπτύοντάς τον και άντλησε νέες δυνάμεις για την συνέχεια των αγώνων της.
Την έβγαλαν από την φυλακή και την ανέκριναν. Ο Ελεύσιος τής απηύθυνε έκκληση να τον νυμφευθεί για να γλυτώσει από τις βασάνους και της υποσχέθηκε να την αφήσει ελεύθερη να λατρεύει τον Θεό της. Η αγία παρέμεινε ακλόνητη. Την οδήγησαν τότε σε μεγάλο καζάνι όπου χοχλάκιζε λιωμένο μολύβι για να την ρίξουν μέσα. Ο πόθος της Ιουλιανής για τον Χριστό ήταν διάπυρος, πλέον φλογερός από την όποια επίγεια φωτιά, ώστε η ψυχή της μετάγγισε στο σώμα λίγη από την αφθαρσία που υπόσχεται η αιώνια ζωή στους εκλεκτούς. Όχι μόνο δεν έπαθε τίποτε η αγία, αλλά όταν άγγιξε το καζάνι, εκείνο ανετράπη και το λιωμένο μολύβι χύθηκε πάνω στους φρουρούς. Μπροστά σε τόσα σημεία και θαύματα, πολλοί από τους ειδωλολάτρες που παρευρίσκονταν στον τόπο του μαρτυρίου, πεντακόσιοι άνδρες και εκατόν τριάντα γυναίκες, δόξασαν την δύναμη που χαρίζει ο Θεός στους αγίους μάρτυρες, ομολόγησαν το όνομα του Χριστού και αποκεφαλίσθηκαν επί τόπου με διαταγή του επάρχου. Τέλος, αποκεφαλίσθηκε και η Ιουλιανή, και η ψυχή της αγαλλομένη μετέστη στους χορούς των αγίων. Ήταν δεκαοχτώ χρονών όταν με αυτόν τον τρόπο τέλεσε τους γάμους της με τον Χριστό.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τέταρτος – Δεκέμβριος, σ. 245-246)

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ 

Ένας βοσκός προβάτων αναδεικνύεται ένθερμος ομολογητής πίστεως και ένδοξος μάρτυς Χριστού


Μέσα στο πολυάριθμο νέφος των μαρτύρων, που θυσιάστηκαν εκούσια για την αγάπη του Χριστού και που όλοι μαζί συνεφραίνονται στην άρρητη ομορφιά του Παραδείσου στον Ουρανό, ξεχωρίζει και ένας ένδοξος μάρτυς του 3ου μ.Χ. αιώνα από τα Μύρα της Λυκίας της Μικράς Ασίας. Ο λόγος για τον Άγιο ένδοξο μάρτυρα Θεμιστοκλή, που το βιοποριστικό του επάγγελμα ήταν βοσκός προβάτων, αλλά δεχόμενος τα νάματα της πίστεως από τους ευσεβείς γονείς του, βίωσε τις αλήθειες του Ευαγγελίου του Χριστού και αναδείχθηκε αργότερα ένθερμος ομολογητής της πίστεως στον ένα και αληθινό Θεό. 

Την εποχή όμως αυτή, ο βασιλιάς Δέκιος είχε εξαπολύσει σκληρούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών για να εξαφανίσει τη χριστιανική πίστη και να επιβάλλει τη θρησκεία των ειδώλων. Γι’ αυτό και ο Δέκιος απέστειλε βασιλικό διάταγμα στον άρχοντα της Λυκίας Ασκληπιό, το οποίο όριζε, ότι πρέπει να συλληφθούν όλοι οι χριστιανοί. Ένα στρατιωτικό απόσπασμα στάλθηκε μάλιστα και στα βουνά για να αναζητηθούν και να συλληφθούν εκεί οι χριστιανοί βοσκοί. Αφού οι στρατιώτες έφτασαν σ’ ένα βουνό, πληροφορήθηκαν την ύπαρξη στην περιοχή ενός χριστιανού βοσκού με το όνομα Διοσκορίδης. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν ανελέητα στην περιοχή για να ανακαλύψουν και να συλλάβουν τον Διοσκορίδη. Μόλις εκείνος αντιλήφθηκε το στρατιωτικό απόσπασμα, εγκατέλειψε το κοπάδι με τα πρόβατα και αναζήτησε ασφαλές καταφύγιο για να προστατευθεί. Ένας λάκκος σκεπασμένος από βατομουριές αποτέλεσε το ιδεώδες καταφύγιο γι’ αυτόν. Αφού οι στρατιώτες ερεύνησαν την περιοχή χωρίς κανένα αποτέλεσμα, αντιλήφθηκαν σε κάποια απόσταση έναν άλλο βοσκό, τον Θεμιστοκλή. Πλησιάζοντας τον βοσκό ο εκατόνταρχος, ζήτησε να πληροφορηθεί, πού βρίσκεται κρυμμένος ο Διοσκορίδης και αν είναι χριστιανός. Ο Θεμιστοκλής απέφυγε να απαντήσει στα ερωτήματα του εκατόνταρχου και στη συνέχεια ομολόγησε περίτρανα τη χριστιανική του ταυτότητα, προκαλώντας την οργή, αλλά και τη χαρά των στρατιωτών, που είχαν επιτέλους ανακαλύψει έναν χριστιανό βοσκό. 

Στη συνέχεια ο γενναίος Θεμιστοκλής συνελήφθη και οδηγήθηκε αλυσοδεμένος ενώπιον του άρχοντα των Μύρων Ασκληπιού, όπου έδωσε μια τολμηρή ομολογία πίστεως στον έναν και αληθινό Θεό. Ο Ασκληπιός εξοργίστηκε, αλλά ο Άγιος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στη χριστιανική του πίστη παρά τις απειλές και τους εκφοβισμούς που δέχθηκε. Τότε ο Ασκληπιός βλέποντας το ακμαίο φρόνημα και τη σθεναρή πίστη του Αγίου, διέταξε να τον ξεγυμνώσουν, να τον ρίξουν ανάσκελα και να τον χτυπήσουν ανελέητα στην κοιλιά μέχρι που αυτή καταξεχίσθηκε. Ο πιστός δούλος του Θεού Θεμιστοκλής συνέχισε, παρά τα βασανιστήρια, να προσεύχεται αδιάλειπτα στον Κύριο για να αξιωθεί του αμαράντου στεφάνου του μαρτυρίου. Στη συνέχεια τον κρέμασαν σε ξύλο και έσυραν το σώμα του πάνω σε σιδερένια καρφιά. Αιμόφυρτος και καταπληγωμένος παρέδωσε την αγνή του ψυχή στο στεφανοδότη Χριστό στις 21 Δεκεμβρίου του έτους 250μ.Χ., ημέρα κατά την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά και γεραίρει τη μνήμη του. 

Οι αθλητικοί αγώνες και η τολμηρή ομολογία πίστεως του Αγίου Θεμιστοκλέους υμνούνται και γεραίρονται και μέσα από την ασματική του ακολουθία, την οποία εποίησε το 1966 ο αείμνηστος υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος μοναχός ο Μικραγιαννανίτης, ενώ ναοί επ’ ονόματι του Αγίου έχουν ανεγερθεί στα Σπάτα Αττικής και στο Πλωμάρι Λέσβου. 

Ας ευχηθούμε ολόψυχα ο Άγιος ένδοξος και καλλίνικος μάρτυς του Χριστού Θεμιστοκλής, που εισήλθε τροπαιούχος στην αιωνιότητα δοξάζοντας την Εκκλησία του Χριστού, να αποτελέσει και για τον σημερινό εγωκεντρικό άνθρωπο ένα φωτεινό παράδειγμα ακμαίου φρονήματος, ηρωικής αυταπάρνησης, καρτερικής υπομονής, ακλόνητης πίστης και ζωντανής ομολογίας στον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 

Βιβλιογραφία 

Κλειδωνιάρη Ελευθερίας Α., Από το ρυθμό της βιοπάλης Άγιοι στη συχνότητα τ’ ουρανού, Β΄ Έκδοση, Χαλκίδα 2003.
Ιερός Ναός Αγίου Θεμιστοκλέους Σπάτων

 

 

 

 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου