ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

7 Δεκεμβρίου Κυριακή Ι΄ Λουκά και μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Αμβροσίου επισκόπου Μεδιολάνων

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ ΛΟΥΚΑ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. 13, 10-17

Ρένος Κωνσταντίνου, θεολόγος 

Πρωτότυπο Κείμενο

 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ  Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ  Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δέ, θυγατέρα  Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ένα Σάββατο, δίδασκε ο Ιησούς σε κάποια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από ώθηκε και δόξαζε τον Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπτην αρρώστια σου». Έβαλε  πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς˙ μέσα σ’ αυτές, λοίπον, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δεν λύνει το βόδι του ή το γαιδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;» Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοι του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.


Σχολιασμός

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι παρμένη από το 13ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν ιερού Ευαγγελίου. Μέσα από τους στίχους αυτούς γίνεται η περιγραφή του θαύματος της θεραπείας μιας συγκύπτουσας γυναίκας από το Χριστό. Μέσα από το θαύμα αυτό προβάλλεται ακόμη μια φορά η θεϊκή καταγωγή του Ιησού (τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος) και αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι αυτός που απαλάσσει το ανθρώπινο γένος από τη φθορά και το θάνατο.
Η γυναίκα του ευαγγελίου  για δεκαοκτώ χρόνια ήταν κυρτωμένη χωρίς να μπορεί καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Παρόλη όμως την κατάσταση της υγείας της βρισκόταν στη συναγωγή για τη λατρεία του Θεού και τη μελέτη του Νόμου χωρίς να προβάλει την ασθένεια της ως αιτία για να μην παρίσταται στη συναγωγή. Ο Χριστός ως καρδιογνώστης, γνώριζε την αγαθή προαίρεση και πίστη της γυναίκας αυτής. Γι’ αυτό και της λέει: «Γυναίκα απαλάσσεσαι από την αρρώστια σου». Όταν έβαλε και τα χέρια του πάνω της αυτή αμέσως ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο Χριστός ως Θεός, απαλάσσει τη γυναίκα από τη φθορά και τα δεσμά του αλλοτρίου και της χαρίζει και πάλι την υγεία της.
Ο διάβολος όμως που για δεκαοκτώ χρόνια είχε δεμένη τη γυναίκα, δένει τώρα με τα δεσμά της ζήλειας τον άρχοντα της συναγωγής. Ο αρχισυνάγωγος λοιπόν, ο οποίος βρισκόταν εκεί όταν το είδε αυτό αγανάκτησε, γιατί ο Ιησούς θεράπευσε τη γυναίκα αυτή ημέρα Σάββατο, και είπε στο πλήθος που βρισκόταν εκεί: «Υπάρχουν έξι μέρες που είναι για εργασία, μέσα σ’ αυτές να έρχεστε να θεραπέυεσθε και όχι το Σάββατο». Ο άνθρωπος αυτός είναι υποκριτής και πνευματικά τυφλός. Μόλις έγινε μπροστά του ένα μεγάλο θαύμα, ένα σημείο και αυτός διαμαρτύρεται, διότι θεωρεί ότι δήθεν παραβιάστηκε η αργία του Σαββάτου!
Ο Κύριος βλέποντας τη στάση του αρχισυναγώγου, του απαντά ότι είναι υποκριτής. Και συνεχίζει λέγοντάς του οτι οι άνθρωποι που έχουν ζώα τα λύνουν για να τα ποτίσουν το Σάββατο και η γυναίκα αυτή που είναι απόγονος του Αβραάμ και ήταν δεμένη για δεκαοκτώ χρόνια από το σατανά δεν έπρεπε να λυθεί από αυτά τα δεσμά γιατί ήταν Σάββατο; Κάπου αλλού ο Κύριος λέει ότι η αργία του Σαββάτου έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο. Οι Ιουδαίοι, παρόλο που τηρούσαν τη θρησκευτική αργία του Σαββάτου, έβρισκαν τρόπο και χρόνο για να ποτίζουν τα ζώα τους, ώστε αυτά να μην πεθάνουν. Αν λοιπόν το Σάββατο οι άνθρωποι φροντίζουν τα ζώα τους, δεν πρέπει να φροντίσουν τον συνάνθρωπό τους;
Μέσα στο χώρο του Ιουδαϊκού κόσμου βλέπουμε την ζωή των ανθρώπων να κινείται γύρω από το Μωσαϊκό Νόμο και τις Γραφές. Οι άνθρωποι όμως δεν γνώριζαν πραγματικά τον Νόμο, είχαν άγνοια του αληθινού πνεύματος του Νόμου και των Γραφών. Αυτό έδινε το δικαίωμα στους Αρχιερείς, τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους που γνώριζαν το Νόμο και τις Γραφές, να προβαίνουν σε αυθαίρετες ερμηνείες, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις αντιλήψεις τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να οδηγηθούν σε μια θρησκευτική τρομοκρατία, μια πνευματική δουλεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης αποτελεί η αντίδραση στις ευεργεσίες που πρόσφερε ο Χριστός στους ανθρώπους κατά την ημέρα του Σαββάτου, την οποία θεωρούσαν απόλυτη αργία. Ενδιαφέρονταν να διαφυλάξουν τον τύπο και το γράμμα του Νόμου, παρά να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τα διάφορα προβλήματά τους.
Ο Χριστός έρχεται για να ελευθερώσει τους ανθρώπους, έκτος από την τυραννία των δαιμόνων και από την τυραννία του τύπου και των αχρείαστων διατάξεων που προστέθηκαν αργότερα κατά την ερμηνεία του Νόμου. Ο Ίδιος καθ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας παρουσίας του βλέπουμε ότι εφαρμόζει τις διατάξεις του Νόμου και τηρεί τις παραδόσεις του λαού του. Τον βλέπουμε να ερμηνεύει άριστα το Νόμο στις συναγωγές, ανταποκρινόμενος έτσι στις πνευματικές ανάγκες του λαού. Προσπαθούσε να ωφελέσει τους ανθρώπους με το Νόμο δίνοντας τους το πραγματικό νόημα του Νόμου που δεν είναι η καταδυνάστευση της ζωής των ανθρώπων αλλά η ελευθερία τους. Αυτό το αντιλήφθηκαν οι άνθρωποι, όταν ήρθαν σε επαφή με τον Χριστό γι’ αυτό τον ακολουθούσαν κατά πλήθη όπου πήγαινε.
Ο αρχισυνάγωγος, ως πιστός γνώστης όλων αυτών των διατάξεων του Νόμου, αντιδρά έντονα στη θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας, γιατί την θεώρησε ως παράβαση της αργίας του Σαββάτου. Έτσι στρέφεται άμεσα κατά του πλήθους λέγοντας τους να πηγαίνουν τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας για να θεραπεύονται, έτσι ώστε να μην καταλύουν την αργία του Σαββάτου. Στρέφεται όμως και έμμεσα κατά του Ιησού, τον οποίο θεώρει υπεύθυνο για τη θεραπεία και κατ’ επέκταση της κατάλυσης της αργίας του Σαββάτου. Ως καλός γνώστης των διατάξεων του Νόμου υπενθυμίζει με αγανάκτηση την εντολή που υπάρχει στα βιβλία του Δευτερονομίου (5,13) και της Εξόδου (20, 9-10), ότι «εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω το Θεώ σου. Ου ποιήσεις εν αυτή παν έργον». Δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει, μέσα από το θαύμα που είχε συντελεστεί πριν από λίγο, την παρουσία του Θεού, το θέλημα του Θεού που εκπλήρωνε ο Χριστός και τη θεραπεία του ανθρωπίνου πόνου που βάσταζε η γυναίκα για δεκαόκτω ολόκληρα χρόνια. Το μόνο που κατάλαβε ήταν η κατάργηση του τύπου του Νόμου δηλ. της αργίας της ημέρας του Σαββάτου.
Ο Χριστός απαντά κατευθείαν και άμεσα στον αρχισυνάγωγο και όχι στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο εκεί. Τον λέει υποκριτή και του λέει ότι όλοι οι άνθρωποι λύνουν και παίρνουν το βόδι ή το γαϊδούρι τους για να πιει νερό το Σάββατο. Αφού αυτό το κάνουν για τα ζώα τους, τότε γιατί απαγορεύεται να το κάνουν για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα γι’ αυτή τη γυναίκα την οποία είχε δεμένη ο σατανάς για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια; Ήθελε με αυτή του την αναφορά να τονίσει στον αρχισυνάγωγο και στους υπόλοιπους νομοδιδασκαλούς που βρίσκονταν εκεί, ότι ο Νόμος δεν φθάνει σε παράλογα επίπεδα, ώστε να απαγορεύει στους ανθρώπους και στα ζώα την κάλυψη των φυσικών τους αναγκών.
Συνεχίζοντας ο Ιησούς αποκαλεί τη συγκύπτουσα γυναίκα θυγατέρα του Αβραάμ. Με την ονομασία αυτή την εξυψώνει, πάρα την κατώτερη θέση που είχε η γυναίκα την εποχή εκείνη, δίνοντας της αυτή την τιμητική ταυτότητα. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας πληροφορεί ότι όταν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι καυχόντουσαν οτι είναι απόγονοι του Αβραάμ, ο Χριστός τους είπε οτι αν θέλουν να λέγονται παιδιά του Αβραάμ πρέπει να κάνουν όπως έκανε και εκείνος  (Ιω. 8,39).
Το θαύμα αυτό, όπως και όλα τα θαύματα που τέλεσε ο Ιησούς, φανερώνουν το σκοπό για τον οποίο ήρθε στη γη, που δεν είναι άλλος από το να μας προσφέρει την ελευθερία από τα ψυχικά και σωματικά δεσμά. Για να γίνουμε όμως δεκτικοί αυτής της χάριτος που μας προσφέρει πρέπει να αποδεσμευθούμε από την τυπική τήρηση των εντολών του Θεού, η οποία δεν μας προσφέρει τίποτα και να πρυτανεύσει στην καρδιά μας η αγάπη προς τον πλησίον, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη από τις εντολές του. 
Μέσα από την περικοπή αυτή μπορούμε να αντλήσουμε κάποια διαχρονικά μηνύματα, τα οποία είναι σημαντικά για τη σωτηρία μας. Ένα τέτοιο μήνυμα αποτελεί η ανάγκη του τακτικού εκκλησιασμού, το οποίο συχνά παραμελούμε προφασιζόμενοι διάφορες δικαιολογίες όπως: ο Θεός βρίσκεται παντού και δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε Εκκλησία για να τον λατρέψουμε ή δεν κατανοούμε αυτά που λέγονται στις ιερές ακολουθίες, είμαστε λίγο αδιάθετοι, θέλουμε να ξεκουραστούμε, να κοιμηθούμε κ.λπ. Η συγκύπτουσα γυναίκα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής αποτελεί για μας παράδειγμα πρός μίμηση, γιατί ενώ για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάσταση της ασθένειας της και υπέφερε. Όμως δεν παρέλειπε να παρευρίσκεται στη συναγωγή για την καθιερωμένη λατρεία του Θεού και τη μελέτη του Νόμου που γινόταν κάθε Σάββατο. Δεν προφασίζεται την ασθένεια και τον πόνο της ως δικαιόλογια για να μην παρίσταται.
Ένα άλλο μήνυμα που απορρέει είναι η σωστή τήρηση της αργίας της Κυριακής. Οι Εβραίοι είχαν από το Νόμο την τέταρτη εντολή που έλεγε: «Πρόσεξε να αφιερώνεις στον Θεό την ήμερα του Σαββάτου, όπως σε διέταξε Κύριος ο Θεός σου. Έξι ημέρες να εργάζεσαι και να κάνεις όλα τα έργα σου, την δε εβδόμη ημέρα θα έχεις Σάββατα», δηλαδή ανάπαυση αφιερωμένη στον Κύριο και Θεό σου. Την εντολή αυτή την είχαν παρερμηνεύσει οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι και την ερμήνευσαν σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις αντιλήψεις τους. Με τον ερχομό του Χριστού, για εμάς τους Χριστιανούς, μεταφέρεται η αργία από το Σάββατο στην Κυριακή, που είναι η ημέρα της λαμπροφόρου Αναστάσεως και της νίκης του Χριστού κατά της φθοράς, του θανάτου και του διαβόλου.
Έχοντας υπόψη μας τη σημερινή Ευαγγελική περικοπή ας προσπαθήσουμε ο καθένας όσο μπορούμε να αγωνιστούμε σωστά σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου μας. Να βγάλουμε από τη ζωή μας τον τύπο και να βάλουμε το πραγματικό νόημα των εντολών που μας δίδαξε ο Χριστός, χωρίς να ξεχνάμε τη μεγαλύτερη από αυτές που είναι η αγάπη προς τον πλησίον.



Άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων (σημερινό Μιλάνο Ιταλίας) 

Ο άγιος Αμβρόσιος. Ψηφιδωτό του 5ου αιώνα στην βασιλική Sant'Ambrogio στο Μιλάνο. (Δυστυχώς η φωτογραφία δεν αποδίδει καλά τα χρώματα.)
του Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Αμβρόσιος γεννήθηκε στα Μεδιόλανα γύρω στο 340 μ.Χ. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία και νομικά. Ήταν άνθρωπος ενάρετος και δίκαιος και είχε συμπεριφορά άμεμπτη, ακόμη και πριν την βάπτισή του. Εξασκώντας δε το επάγγελμα του δικαστή προσπαθούσε να αποδίδη δικαιοσύνη χωρίς διακρίσεις σε πρόσωπα και αξιώματα. Η αξιοθαύμαστη και θεάρεστη ζωή και πολιτεία του ήλκυσε το έλεος του Θεού, το οποίο τον «κατεδίωξε» και τον αξίωσε να βαπτισθή και να γίνη ζωντανό μέλος της Εκκλησίας Του. Σε σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα έλαβε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης, ήτοι έγινε Διάκονος, Πρεσβύτερος και Επίσκοπος Μεδιολάνων. Ως Επίσκοπος διακρίθηκε για την θυσιαστική του αγάπη προς το ποίμνιό του, αλλά και για τους αγώνες του εναντίον των αιρέσεων. Το γνωστό από την ιστορία περιστατικό, που έλαβε χώραν ανάμεσα στον άγιο Αμβρόσιο και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, αναδεικνύει την πνευματική ανδρεία του αγίου και την προσήλωσή του στην πίστη των Πατέρων του. Δεν επέτρεψε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο να εισέλθη στον Ιερό Ναό, παρά μόνον όταν εκείνος μετάνιωσε ειλικρινά για τους φόνους τους οποίους έκανε στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης.
Ο άγιος Αμβρόσιος είχε ειρηνικό τέλος. «Ετελειώθη εν ειρήνη» το έτος 397, σε ηλικία 57 ετών. Ο βίος και η πολιτεία του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Πρώτον. Η απονομή δικαιοσύνης, από τα εντεταλμένα από την νόμιμη πολιτεία όργανα, είναι κάτι το πολύ σημαντικό για την εύρυθμη λειτουργία των ανθρωπίνων κοινωνιών. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη, όμως, αν και είναι απαραίτητη, εν τούτοις διαφέρει κατά πολύ από την δικαιοσύνη του Θεού, η οποία ταυτίζεται με την αγάπη Του και σκοπόν έχει την διόρθωση και σωτηρία του ανθρώπου και όχι την τιμωρία του. Ο ιερός Χρυσόστομος μιλώντας για την δικαιοσύνη του Θεού λέγει ότι αυτή είναι η αγάπη Του, που «εποίησε τον Υιό του αμαρτία και εδικαίωσε τους αμαρτωλούς ανθρώπους. Ενώ η δικαιοσύνη των ανθρώπων ενώπιον του Θεού είναι “ως ράκος αποκαθημένης”». Έπειτα ο Θεός, επειδή είναι απαθής (=χωρίς πάθη), δεν είναι προσωπολήπτης, δηλαδή δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, ανάλογα με τα υλικά αγαθά η τα αξιώματα που έχουν, αλλά ενώπιόν Του είναι όλοι ίσοι. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται και όλοι εκείνοι που αγαπούν τον Θεόν και προσπαθούν να πολιτεύονται σύμφωνα με το θέλημά Του.
Για να είναι κανείς σε θέση να κρίνη και να δικάζη δίκαια, θα πρέπη να είναι ο ίδιος ελεύθερος από τα πάθη, τα οποία προξενούν τις κοινωνικές ανωμαλίες και παρανομίες, και έτσι να μπορή να αγαπά αληθινά. Επειδή όμως αυτό είναι, σίγουρα, δύσκολο, καλόν θα είναι, τουλάχιστον, ο δικάζων, προκειμένου να κρίνη και να αποφασίζη κατά το δυνατόν δικαιότερα, να σκέπτεται και τα δικά του πάθη και λάθη και να τοποθετή τον εαυτό του στην θέση αυτού που δικάζεται. Παράλληλα, θα πρέπη να προσπαθή να τον κρίνη σύμφωνα με το πνεύμα, και όχι με το γράμμα του νόμου.
Η απόδοση δικαιοσύνης είναι δύσκολο και υπεύθυνο έργο και θα πρέπη να γίνεται με σοβαρότητα, φόβο Θεού, προσευχή και προσοχή, για να αποφεύγονται μεγάλα και σοβαρά λάθη. Η ανθρώπινη ζωή είναι δώρο του Θεού και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να την καταστρέφη με την επιπολαιότητα, τα πάθη και τα λάθη του. Η προτροπή της Αγίας Γραφής «δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης», προς εκείνους που έχουν επωμισθή το σοβαρό και υπεύθυνο έργο της απονομής δικαιοσύνης, παραμένει πάντοτε επίκαιρη.
Δεύτερον. Στο Απολυτίκιο του αγίου Αμβροσίου αναγράφονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «δογμάτων ακρίβειαν μυσταγωγείς τους πιστούς…». Δηλαδή διδάσκεις τους πιστούς να τηρούν τα δόγματα της Εκκλησίας με ακρίβεια.
Τα δόγματα της Εκκλησίας είναι οι αλήθειες της πίστεως, όπως αποκαλύφθηκαν από τον Τριαδικό Θεό και διατυπώθηκαν από τους αγίους Πατέρας στις Οικουμενικές Συνόδους. «Ονομάζονται δε και όροι, επειδή αποτελούν τα όρια μεταξύ αληθείας και πλάνης» (Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος). Η διδασκαλία των αληθειών της πίστεως είναι ιερουργία και μυσταγωγία, όπως ακριβώς είναι και η ακριβής τήρηση των δογμάτων, αφού συνδέονται άμεσα με την αληθινή λατρεία του Τριαδικού Θεού. Παράλληλα προφυλάσσουν τον πιστό από την πλάνη των αιρέσεων και τον βοηθούν να παραμένη μέσα στην Εκκλησία και επομένως να ευρίσκεται στην σωστή προοπτική για την απόκτηση ζωντανής κοινωνίας με τον Τριαδικό Θεό. Οι άγιοι γνωρίζουν από την πείρα τους ότι κάθε περέκκλιση από τα δόγματα σημαίνει απώλεια της οδού της Θεοκοινωνίας, καθώς και της υπαρξιακής ελευθερίας, ήτοι της κυριαρχίας επί των παθών, που επιτυγχάνεται με την βίωση του τρόπου ζωής που προσφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το δόγμα συνδέεται άμεσα με το ήθος και τον τρόπο ζωής του καθενός, ο οποίος ζη και πολιτεύεται σύμφωνα με αυτά που πιστεύει. Τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ο τρόπος ζωής όλων εκείνων, οι οποίοι αγωνίζονται να επιτύχουν τον προσωπικό τους αγιασμό. Αποτελούν δε πηγή έμπνευσης και αιτία της αυθεντικής αγάπης, η οποία συνδέεται άμεσα με την ακρίβεια των δογμάτων. Γι’ αυτό και σε θέματα πίστεως και λατρευτικής ζωής δεν χωρούν συναισθηματισμοί και διάφορες άλλες αρρωστημένες καταστάσεις, επειδή άλλο πράγμα είναι η αγάπη προς τους αιρετικούς, που πρέπει να υπάρχη, αφού δεν μισεί κανείς τους ασθενείς, αλλά την ασθένειά τους, και άλλο η μετοχή στην λατρεία και την θεία Κοινωνία, που προϋποθέτει το να είναι κανείς μέλος της Εκκλησίας.
Τα δόγματα είναι πηγή ζωής και μεταγγίζουν την ζωή εκείνη που νικά τον θάνατο και γεννά την αυθεντική αγάπη, την υπαρξιακή ελευθερία και την αληθινή δικαιοσύνη. Όταν κανείς χάνη τα τρία αυτά μεγάλα αγαθά και κυρίως την αγάπη, τότε ψάχνει να βρη το δίκαιό του, αγνοώντας, βέβαια, ότι το βρίσκει αληθινά, όταν το θυσιάζη χάριν του «πλησίον».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου