ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

1 Δεκεμβρίου μνήμη του Αγίου και δικαίου Προφήτου Ναούμ και του Οσίου πατρός ημών Φιλαρέτου του Ελεήμονος

0 σχόλια

Βίος Προφήτου Ναούμ



Ο Προφήτης Ναούμ είναι ένας από τους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες. Έζησε τον 5ο αιώνα προ Χριστού (άκμασε περί το 460 π.Χ.) και ήταν από τη φυλή του Συμεών. Πατρίδα είχε την Ελκεσέμ, γι' αυτό ονομάστηκε και Ναούμ ο Ελκεσαίος. Το βιβλίο της προφητείας του αποτελείται από τρία μικρά κεφάλαια και αφορά την τύχη της πόλης Νινευή. Στο Α' κεφάλαιο, υμνεί το Θεό, στο Β' κεφάλαιο, προαναγγέλλει τον όλεθρο της Νινευή με τα άρματα της, τους Ιππείς και τους θησαυρούς της ενώ στο Γ' κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τη Νινευή σαν πόλη των αιμάτων, του ψεύδους, της μεγάλης αδικίας και πορνείας.

Ας δούμε, όμως, τι λέει για τους αμαρτωλούς ανθρώπους τέτοιας πόλης, και τι γι' αυτούς που είναι κοντά στον Κύριο: «Χρηστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοῖς πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος» (Ναούμ, Α' 7 -8). Δηλαδή ο Κύριος είναι ευεργετικός για εκείνους που μένουν κοντά Του στις ημέρες των θλίψεων τους.Γνωρίζει ο Κύριος και περιβάλλει με συμπάθεια εκείνους που Τον σέβονται. Εναντίον όμως των αμαρτωλών, που αλαζονικά με κάθε είδους αμαρτία εγείρονται εναντίον Του, θα ορμήσει σαν κατακλυσμός για να τους εξαφανίσει τελείως. Θα καταδιώξει τους εχθρούς Του και θα τους κυριεύσει το σκοτάδι του θανάτου. Ο προφήτης Ναούμ πέθανε ειρηνικά και τάφηκε στον τόπο των πατέρων του.



Στίχος
Ναούμ, τὸν Ἑλκεσαῖον ἐκπεπνευκότα, Ἕλκει πόθος με σμυρνίσαι σμύρνῃ λόγου. Πρώτη ἐκ βιότοιο Δεκεμβρίου ᾤχετο Ναούμ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως

Νόμω ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τᾶς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφήτα, ὀμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι• δι' ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεῖς τοὶς ἀνθρώποις κατηύφρανεν ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τὴ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’
Τοῦ Προφήτου σου Ναοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον

Ὡς πυρσὸς ἀκοίμητος Ναοὺμ Προφῆτα, φρυκτωρεῖς ἐν πέρασι, δι’ αἰνιγμάτων ἱερῶν, τὴν τῶν μελλόντων ἀλήθειαν, ὧν τὰς ἐκβάσεις ὁρῶντες τιμῶμέν σε.

Κάθισμα Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ἀμιγῆ χαρακτήρων τῶν κάτω ἔνδοξε, σὺ τὸν νοῦν κεκτημένος, τοῦ θείου Πνεύματος, καθαρώτατον Ναοὺμ δοχεῖον γέγονας, τὰς ἐλλάμψεις τὰς αὐτοῦ, εἰσδεχόμενος λαμπρῶς, καὶ πᾶσι διαπορθμεύων· διό σε ἐκδυσωποῦμεν, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου πρέσβευε.

Μεγαλυνάριον

Φρόνημα οὐράνιον αἰσχηκώς, οὐρανίου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός, βίῳ τε τὸν λόγον, Ναοὺμ ἐπισημαίνων· διὸ σὲ ὡς Προφήτην, θεῖον γεραίρομεν.
 
 
Ο προστάτης της Μελισσοκομίας Άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων       
 Μεγάλη είναι η χαρά της προσφοράς και της ελεημοσύνης στον άνθρωπο με διαστάσεις αιωνιότητας, ενώ η ευχαρίστηση και η ικανοποίηση της ιδιοκτησίας και γενικά των υλικών και φθαρτών αγαθών είναι ευτελής και πρόσκαιρη.
Ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου και Απόστολος της αγάπης πάντα έλεγε το «τεκνία αγαπάτε αλλήλους». Έλεγε να αγαπάτε τους άλλους με τα έργα και την αλήθεια και όχι με τα λόγια.
Αυτή η έμπρακτη αγάπη και η ελεημοσύνη αλλά και η ταπείνωση και άλλες χάριτες έβαλαν το φωτοστέφανο στο όμορφο και ιλαρό πρόσωπο του Άγιου Φιλάρετου.
Ο ψαλμωδός της εκκλησίας μας αναφέρει: «Τοις Αγίοις τοις εν τη γή αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος και δια του Αγίου Φιλάρετου». Το συναξάρι της 1ης του μηνός Δεκεμβρίου μεταξύ των άλλων Αγίων αναφέρει: «Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος».
Ο Άγιος Φιλάρετος γεννήθηκε το 702 μ.Χ. στην Άμνια της Παφλαγονίας, η οποία δέχονταν όπως και οι άλλες επαρχίες της Μικράς Ασίας τακτικές Αραβικές επιδρομές. Ήταν από τους ευγενείς του Πόντου και της Γαλατίας, γιος του Γεωργίου του Φερωνύμου.
Γεννήθηκε την ταραγμένη εκείνη εποχή όπου το Βυζάντιο σπαράσσονταν από την αίρεση της Εικονομαχίας. Είχε μεγάλη περιουσία και στην κατοχή του εκατοντάδες ζώα, βόδια, άλογα και μουλάρια για τις εργασίες του όπως όργωμα και μεταφορές, αλλά και δώδεκα χιλιάδες πρόβατα. Είχε ακόμα 48 τεράστια κτήματα εύφορα με πηγές για να ποτίζει τις καλλιέργειες και 250 δυνατά μελίσσια και πολλούς υπηρέτες.
Η γυναίκα του ήταν η Θεοσσεβώ από ευγενική οικογένεια και θεοσεβούμενη. Μαζί είχαν τρία παιδιά, ένα όμορφο γιο, τον Ιωάννη και δύο κόρες εξαιρετικά όμορφες, την Υπατία και την Ευανθία. Ο ίδιος έμοιαζε με τον φιλόξενο Αβραάμ και Ιακώβ. Και όσο έδινε τόσο πλήθαιναν τα αγαθά του.
Ο θεός όμως θέλησε να τον δοκιμάσει όπως άλλοτε και τον πολύαθλο Ιώβ. Και ενώ αυτός ο άνθρωπος συνέχιζε αδιάκοπα και με χαρά να μοιράζει στους φτωχούς και πεινασμένους τα αγαθά του, ο θεός σταμάτησε να του αποδίδει τα εκατονταπλάσια.
Τα κτήματα του τα άρπαζαν οι γείτονες του, το βίος του όλο το διασκόρπισε με γενναιοδωρία του, με τις επιδρομές των Ισμαηλιτών και με πολλές άλλες αιτίες και οδηγήθηκε σε μεγάλη φτώχια.
Όλα αυτά τα υπέμεινε χωρίς ποτέ να λυπηθεί ή να βλαστημήσει ή να αγανακτήσει.

Στο τέλος του έμειναν μόνο τα μελίσσια του, 250 κυψέλες, δυνατές και παραγωγικές. Και όταν ερχόταν προς αυτόν κάποιος φτωχός, μη έχοντας τι άλλο να του δώσει, τον έπαιρνε, πήγαινε στα μελίσσια, τρυγούσε μια κυψέλη και έδινε το μέλι στο φτωχό για να χορτάσει. Με τον τρόπο αυτό είτε ήταν καιρός για να τρυγήσει είτε δεν ήταν, εξάλειψε όλα τα μελίσσια του.
Ο Άγιος Φιλάρετος είχε και πολλά εγγόνια μεταξύ των οποίων η εγγονή του Μαρία κόρη της Υπατίας, της κόρης του, η οποία παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Στ΄ όπου βασίλευε εκείνη την εποχή στο Βυζάντιο μαζί με την μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία. Τους γάμους ετέλεσε ο Άγιος Ταράσιος το έτος 788μ.Χ. τον Νοέμβριο, ο οποίος ήταν τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Άγιος και η οικογένειά του μετά από αυτό έζησε κοντά στο παλάτι τέσσερα χρόνια χωρίς να δεχθεί να φορέσει μεταξωτά ρούχα και χρυσή ζώνη, αλλά πάντα βοηθούσε τους φτωχούς ανθρώπους και πεινασμένους.
Ο Θεός φανέρωσε στον Άγιο πότε θα έφευγε από τη ζωή και ο Άγιος κάλεσε κοντά του όλη την οικογένεια και τους συμβούλευσε να κάνουν καλά έργα στη ζωή τους, να κάνουν ελεημοσύνες στους φτωχούς και να ζουν ευτυχισμένοι και τότε μόνο θα έχουν θησαυρούς άφθαρτους εις την Βασιλεία των Ουρανών.
Θα σας υποδείξω, τους είπε, έμπιστους αγγελιοφόρους στους οποίους θα εμπιστευτείτε τα χρήματά σας που θα θελήσετε να στείλετε εκεί για να μη σας ζημιώσουν καθόλου. Προσέξτε, τους είπε, να μην μου τα στείλετε με τους πλούσιους αλλά με τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά, τους ξένους, τους φυλακισμένους και τους ομοίους τους.
Προείδε ο Άγιος τη ζωή συγγενών του και τα χρόνια που θα ζούσαν στη γη και τους συμβούλεψε να πράττουν έργα αγαθά. Ευχήθηκε επίσης στον εγγονό του και πνευματικά γιο του Νικήτα προσευχόμενος στον θεό να ζήσει το παιδί αυτό πολλά χρόνια και να τον αξιώσει ο θεός να λάβει το άγιον και αποστολικόν σχήμα και να τηρεί τις εντολές και παραγγέλματα του.
Τους ευχήθηκε όλους και ενώ τους ευλογούσε ξαφνικά έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και άρχισε να χαμογελά και να ψέλνει: «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι Κύριε».
Και όταν τελείωσε τον ψαλμό, το σπίτι ευωδίασε από αρώματα. Μετά άρχισε να λέει το «Πιστεύω» και όταν το τελείωσε άρχισε το «Πάτερ Ημών» και όταν έφθασε στις λέξεις «γενηθήτω το θέλημά Σου» παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο πλήρης ημερών, αφού είχε φθάσει ενενήντα ετών και με όψη ανθηρή ωσάν τριαντάφυλλο και χρώμα ζωηρό.
Με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος την 1η Δεκεμβρίου εκάστου έτους θα πρέπει οι μελισσοκόμοι όλης της χώρας με τα αρμόδια όργανά τους, μελισσοκομικοί σύλλογοι και συνεταιρισμοί να τιμούν τον προστάτη τους Άγιο τελώντας Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία. Πρέπει επίσης την ημέρα εκείνη να μοιράζονται στον κόσμο προϊόντα της μέλισσας όπως μέλι, γύρη κ.λ.π. και συγχρόνως να ενημερώνεται ο κόσμος για τα αγνά προϊόντα της μέλισσας και τις ευεργετικές επιδράσεις, που έχουν στον ανθρώπινο οργανισμό.
Πρέπει να γίνει γνωστό στον κόσμο και περισσότερο στη νεολαία της χώρας μας η μεγάλη προσφορά των μελισσών στο περιβάλλον όπως οι επικονιάσεις δένδρων, φυτών και γενικά στην ισορροπία του περιβάλλοντος που στις μέρες το περιβάλλον περισσότερο από κάθε άλλη φορά βομβαρδίζεται ασύστολα και αλόγιστα από επικίνδυνα φυτοφάρμακα σε διάφορες καλλιέργειες, διάφορα απόβλητα, ρυπογόνες ουσίες κ.α.
 

Στέλιος Μαγαλιός
Μελισσοκόμος - Ιεροψάλτης

30 Νοεμβρίου μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου

0 σχόλια

Βίος Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου






Ο Απόστολος Ανδρέας καταγόταν από ένα μικρό χωριό της Παλαιστίνης, τη Βηθσαϊδά. . Ο Απ. Ανδρέας είχε αδελφό τον κορυφαίο Απόστολο Πέτρο. Το όνομα Ανδρέας είναι
Ελληνικό.
Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν αδελφοί. Ο πατέρας των ήταν πτωχότατος. Στα παιδιά του, τους έμαθε την τέχνη του ψαρά, την οποίαν είχε και αυτός. Δεν είχε την δύναμη να
τους σπουδάσει. Ο πατέρας των ονομάζετε Ιωνάς και ψάρευε στην θάλασσα της Τιβεριάδος. Ο Ανδρέας προτίμησε την παρθενική ζωή και δεν θέλησε να παντρευτεί. Όταν
όμως άκουσε, ότι ο Πρόδρομος Ιωάννης κήρυττε εις τα πλήθη μετάνοια, έτρεξε εκεί και έγινε μαθητής του. Είχε ο μακάριος επιθυμία να μάθη υψηλότερα πράγματα και να
πλησιάσει τον Θεό.



Γίνεται μαθητής του Προδρόμου

Γι αυτό άφησε τον κόσμο και τα του κόσμου και προσκολλήθηκε στον Ιωάννη. Άκουσε εκεί το προφητικό του κήρυγμα και επειδή είχε την ψυχή του καθαρή από αμαρτίες,
πίστεψε αμέσως, ότι το κήρυγμα του Προδρόμου ήταν θέλημα Θεού και ότι φέρνει σωτηρία.

Πρωτόκλητος

Επειδή πρώτος εκλήθη ο Ανδρέας από τον Χριστό, γι αυτό λέγεται Πρωτόκλητος.
Ο Κύριος πήγε στη λίμνη Γενησαρέτ. Εκεί βρήκε τον Ανδρέα και τον Πέτρο να εργάζονται και τους κάλεσε κοντά Του, λέγοντας : «Ἄφετε τά δίκτυα ταῦτα καί ἀκολουθεῖτε μοί καί
ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Αυτοί αμέσως άφησαν τα δίκτυα και ακολούθησαν τον Χριστό.
Ο μακάριος Ανδρέας, βλέποντας κάθε μέρα διάφορα θαύματα του Κυρίου, αφιερωνόταν πιο πολύ με την ψυχή του στο Χριστό. Τον ακολουθούσε παντού και πάντοτε. Είχε δε
την προθυμία να τον υπηρετήσει καινά μαρτυρήσει δι Αυτόν.




Ο κλήρος του Ασία και Ελλάδα
Μετά την Πεντηκοστή οι Απόστολοι έβαλαν κλήρο και εις τον Ανδρέα έπεσε ο κλήρος να κηρύξει στην Βιθυνία. Η Βιθυνία ήταν μεγάλη χώρα στην Μ. Ασία. Απλώνεται από την
Μαύρη θάλασσα, τον Βόσπορο, την Προποντίδα, την Γαλατία πού είναι η σημερινή Άγκυρα, την Φρογία, Παφλαγονία:. Επίσης έπρεπε να κηρύξει στην Θράκη, Μακεδονία,
Θεσσαλία και Νότιον Ελλάδα.
Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς όλες τις οδοιπορίες και τους πειρασμούς πού συναντούσε σε κάθε τόπο. Είναι αδύνατον να διηγηθεί τις διδαχές, τις θεραπείες, τις
στερήσεις, τους καταδιωγμούς, τα βάσανα του Αγ. Ανδρέου.

Στην Αμισό της Μαύρης θαλάσσης - Η δράση του στη Νίκαια
Μετέβη στην Αμισό και αργότερα στη Νίκαια. Εκεί κήρυττε τον Χριστό και βάπτιζε Χριαστιανούς.
Εν συνεχεία μετέβη στη Χαλκηδόνα, στην Προποντίδα, στο Σκούταρι της Κωνσταντινουπόλεως έως τα Νεόκαστρα. Από εκεί μετέβη στην Ποντοκράκλεια και την Αμάστριδα.
Ήσαν κι αυτές πόλεις της Βιθυνίας. Σ’ όλα αυτά τα μέρη δίδασκε, βάφτιζε και τους χειροτονούσε ιερείς για να τους εξυπηρετούν, στα Μυστήρια, στον αγιασμό τους και στο
κήρυγμα.

Στη Σινώπη βασανίζεται & φυλακίζεται

Προ του Αποστόλου Ανδρέα, είχε μεταβεί στη Σινώπη ο Απόστολος Ματθαίος, ο όποιος εξελέγη Απόστολος, αντί του Ιούδα. Μόλις όμως άρχισε να διδάσκει για τον Χριστό τους
Σινωπείς, εκείνοι τον συνέλαβαν και τον έρριψαν στις φυλακές. Όταν όμως ήρθε στη Σινώπη ο Ανδρέας και άκουσε, ότι ο Ματθαίος είναι στη φυλακή, αμέσως έκανε προσευχή
και την ίδια στιγμή έσπασαν τα δεσμά, άνοιξαν οι φύλακες και βγήκε ο Ματθαίος.
Οι Σινωπείς όμως, πού τον καιρό εκείνο ήταν άπιστοι και άγριοι, μόλις είδαν τον Ανδρέα, πού συνέτριψε και άνοιξε τις φυλακές. Τον κτύπησαν ανηλεώς και τον πέταξαν έξω,
από την πόλη στην κόπρο, διότι τον νόμισαν πεθαμένο.
Ο Χριστός όμως δεν άφησε το μαθητή του να βασανίζεται και να τιμωρείται έτσι, αλλά του παρουσιάστηκε, του έδωσε θάρρος και τον γιάτρεψε από τις πληγές. Ένας όμως
Σινωπαίος του είχε κόψει με τα δόντια του το δάκτυλο του χεριού του. Ο Κύριος το έκαμε γερό. Κατόπιν τον ευλόγησε, τον καθοδήγησε να μην αμελή την διδασκαλία Του. Ο
Απόστολος Ανδρέας πρωί - πρωί μπήκε πάλι στη Σινώπη υγιής και χωρίς πληγές, χαίρων και αγαλλόμενος. Βλέποντας αυτά μετανόησαν, έπεσαν στα ποδιά των Αγίων και
ζήτησαν συγχώρηση. Μετά ταύτα τους δίδαξε ο Άγιος την πίστη του Χριστού και τους βάφτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος.

Ανέστησε νεκρό

Μια γυναίκα είχε μονάκριβο παιδί. Κάποιος εχθρός της το φόνευσε και εξαφανίσθηκε εκείνος. Η μητέρα του παιδιού, πού δεν είχε άλλη παρηγοριά, έπεσε στα πόδια του Αγίου
και πίστεψε μ’ όλη της την καρδιά τον Χριστό.
Ο Απόστολος τη λυπήθηκε και, για να απόδειξη τον αληθινό Θεό, ανέστησε το παιδί της. Αυτό το θαύμα, όταν το είδαν οι κάτοικοι της Σινώπης, πίστεψαν όλοι σχεδόν συν
γυναιξί και τέκνοις.

 




Κηρύττει σε ημιαγρίους λαούς
Αναχώρησε στα ανατολικά μέρη της Μαύρης θαλάσσης, στους Αλανούς. τους Αβασγούς, και την Σεβαστούπολιν. Εκεί κήρυξε το Ευαγγέλιο και τράβηξε στη χριστιανική θρησκεία
πολλούς κατοίκους των πόλεων και των χωρών εκείνων.
Κατόπιν πέρασε από τους Ζικχούς, τους σημερινούς Τσερκέζους, τους Βοσποριανούς, το στένωμα του Καφά πού ήταν ο Κιμέριος Βόσπορος, ο πορθμός του Κέρτς. Όλα τα
μέρη αυτά ήσαν στην Σκυθία, την σημερινή Ουκρανική Ρωσία. Εκεί ο Άγιος έμεινε αρκετό καιρό. Δίδαξε, κήρυξε τον Χριστό στα μέρη εκεί να και βάπτισε όσους πίστεψαν.

Φθάνει εις το Βυζάντιο
Έπειτα ο Άγιος αναχώρησε και επήγε στο Βυζάντιο, την σημερινή Κωνσταντινούπολη. Έκαμε στην πόλη αυτή πολλά θαύματα και οδήγησε όλους σχεδόν τους κατοίκους στην
θεογνωσία. Ο Απ. Ανδρέας είναι ο πολιούχος της Κωνσταντινουπόλεως.

Κατεβαίνει στην Πελοπόννησο
Κατόπιν πέρασε όλη την Θράκη και την Μακεδονία και Θεσσαλία. Με την διδασκαλία και τα θαύματα του, πού έκανε τράβηξε πολλούς εις τον Χριστό από τους κατοίκους των
μερών εκείνων. Ακολούθως κατέβηκε στην Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, τέλος κατέληξε εις τας Πάτρας.


Στην Πάτρα θεραπεύει ανίατο
Όταν μπήκε στην πόλη των Πατρών, φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός άρρωστου, πού ονομαζόταν Σώσιος. Επάνω του ο Άγιος Ανδρέας έβαλε το χέρι του και τον θεράπευσε
αμέσως από την ανίατη και επικίνδυνη ασθένεια του.
Αυτό το θαύμα το πληροφορήθηκε ένας άλλος ασθενής, πού ήταν αιχμάλωτος του ηγεμόνος Αιγεάτου και της γυναικός του Μαξιμίλλας. Πήγε σ’ αυτόν και του φώναξε ο
Απόστολος δυνατά: «Ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν ὅποιον ἐγώ κηρύττω, λάβε τήν ὑγείαν σου καί πήγαινε εἰς ὁδόν εἰρήνης».
Σε λίγες μέρες η Μαξιμίλα έπεσε σε βαρύτατη ασθένεια.. Έτρεξαν όλοι οι γιατροί, αλλά δεν μπόρεσαν με όλα τα μέσα, πού διέθεταν να την ωφελήσουν. Ο άνδρας της, ο
Αιγεάτης, διέθεσε σε γιατρούς και γιατρικά άφθονα χρήματα, αλλά στάθηκε αδύνατον να την θεραπεύσουν.
Ο Άγιος Ανδρέας επήγε, έβαλε το χέρι του επάνω της και αμέσως αυτή θεραπεύτηκε και σηκώθηκε από το κρεβάτι της.
Όταν είδε αυτό το θαύμα ο Αιγεάτης, πήρε με τα χέρια του πολύ θησαυρό και τον πέταξε στα πόδια του Αγίου, παρακαλώντας τον γονατιστός να λάβει τον θησαυρό, για αμοιβή
του; Αυτός επιθυμούσε την επιστροφή του λαού της Αχαΐας και των Πατρών και την μετάνοια του Αιγεάτου. Γι αυτό δεν δέχθηκε τους θησαυρούς, πού του προσέφεραν. Βρήκε
τότε ευκαιρία ο Άγιος και τους δίδαξε πολλά.
Το όνομα του Άγιου έγινε πια γνωστό στην Πάτρα και ιδίως μεταξύ των πτωχών, πού υπέφεραν από πολλές ασθένειες. Αυτοί έτρεχαν και έπεφταν στα πόδια του Άγιου Ανδρέου
και θεραπεύονταν. Αυτούς τους καθάριζε, τους θεράπευε και τους βάπτιζε στο όνομα της Άγιας Τριάδος.

Πώς πίστεψε ο σοφός Στρατοκλής

Ένας αδελφός του Αιγεάτη, ονόματι Στρατοκλής, σοφός και μαθηματικός των Αθηνών, πήγε στην Πάτρα, για να επιτροπεύσει τον Αιγεάτη, στον καιρό πού θα απουσίαζε.
Είχε μαζί του ένα πολύ έμπιστο υπηρέτη. Τον αγαπούσε σαν αδελφό του, διότι ήταν ειλικρινής και φρόνιμος. Αυτός σεληνιάστηκε τις ημέρες εκείνες και υπέφερε από τα
δαιμόνια. Ο Απόστολος ήλθε στο σπίτι του Στρατοκλή και αμέσως έφυγαν τα δαιμόνια από τον υπηρέτη εκείνον και έγινε τελείως υγιής.
Όταν είδαν το θαύμα αυτό ο Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα αρνήθηκαν και αναθεμάτισαν την ειδωλολατρία και έγιναν χριστιανοί Βαπτίστηκαν από τον Απ. Ανδρέα και από κείνη
την ημέρα ήσαν αχώριστοι από τον Άγιο Ανδρέα. Κάθε μέρα τους δίδασκε τον λόγο του Θεού και την πίστη του Χριστού.


Ο Ηγεμών Αιγεάτης φυλακίζει τον Άγιο Ανδρέα

Ο Αιγεάτης όταν γύρισε έμαθε ότι η γυναίκα του Μαξιμίλλα περιφρονούσε τους θεούς και προσκυνούσε τον Χριστό και διδασκόταν από τον Απ. Ανδρέα. Τότε ο Αιγεάτης έγινε
έξω φρενών διέταξε αμέσως την φυλάκιση του και σκεπτόταν με ποιο θάνατο να τον θανατώσει.

Χειροτονεί τον Στρατοκλή Επίσκοπο Πατρών

Τα μεσάνυκτα ο Στρατοκλής πήρε την νύφη του Μαξιμίλλα και άλλους Χριστιανούς, από κείνους πού είχαν πιστέψει και βαπτιστεί και τρέξανε στην φυλακή, πού ήταν ο Άγιος.
Η φυλακή ήταν σφραγισμένη με την ιδιαίτερη σφραγίδα του Αιγεάτου και οι στρατιώτες φύλαγαν με ασφάλεια τον Άγιο. Όταν έφθασαν εκεί, κτύπησαν σιγά την πόρτα για να τους
ακούσει ο Άγιος. Όταν άκουσε ο Απ. Ανδρέας τον κτύπο της θύρας, προσευχήθηκε και άνοιξε η θύρα αυτομάτως. Μπήκαν μέσα και έπεσαν στα πόδια του Άγιου ο Στρατοκλής
και η Μαξιμίλλα. Τον παρακαλούσαν να τους στερεώσει και να τους δυναμώσει στην Αληθινή πίστη του Θεού.
Ο Αγ. Ανδρέας τους δίδαξε πολλά, τους συμβούλεψε και αμέσως κατόπιν χειροτόνησε τον Στρατοκλή επίσκοπο Παλαιών Πατρών. Αφού τους ευχήθηκε και τους ευλόγησε, τους
έστειλε εις όδο ειρήνης. Ο Άγιος Ανδρέας με προσευχή σφάλισε πάλι την θύρα της φυλακής, καθώς ήταν σφραγισμένη και καθόταν αναμένοντας την απόφαση του ασεβούς Αιγεάτου.



 
Τον σταυρώνουν χιαστί
Διέταξε, λοιπόν, τους στρατιώτες να πάνε τον Άγιο εις τον τόπον του Σαυρού και να τον σταυρώσουν κατωκέφαλα.
Όταν έφθασε ο Άγιος είδε τον σταυρόν, προσευχήθηκε και τον εγκωμίασε, διότι γινόταν αιτία ν’ ανεβεί στον ουρανό. Δίδαξε κατόπιν και ευλόγησε τους παρευρεθέντες
Χριστιανούς και χαίρων και αγαλλόμενοι ανέβηκε ατό σταυρό.

Ο Ηγεμόνας αυτοκτονεί

Ο Επίσκοπος Πατρών Στρατοκλής, μετά την σταύρωση πήγε να κατεβάσει από τον σταυρό τον Άγιο. Άλλα ο Αιγεάτης δεν τον άφησε. Μαζεύτηκαν όμως οι Χριστιανοί και
επέμεναν να ξεκαρφώσουν τον Άγιο από τον σταυρόν. Αλλά ο Άγιος, ζωντανός ακόμα επάνω στο σταυρό, παρακαλούσε το πλήθος να μην αντισταθεί κατά της αποφάσεως του
Αιγεάτου για να μη γίνει σύγχυσης και ταραχή. Άλλωστε αυτός επιθυμώντας τον υπέρ Χριστού θάνατον, πήγε θεληματικά στον σταυρό, Όταν είδε ο Αιγεάτης την αγανάκτηση και
την ορμή του λαού, έτρεξε να κατεβάσει τον Άγιο, αλλά ούτε αυτόν τον ασεβή άφησε ο Άγιος, λέγοντας του:
— Καλλίτερα είναι να λύσης τον εαυτό σου από τα νοητά δεσμά της απιστίας σου, παρά εμένα από τούτα τα αισθητά. Διότι εγώ μεν σε λίγο πηγαίνω εις Αιωνία ανάπαυσιν, συ
όμως εάν δεν μετανοήσεις και πιστέψεις στον Χριστό, μάθε ότι σε λίγες μέρες θα χάσης και την πρόσκαιρη και την αιώνια ζωή.
Εν συνεχεία ο Απ. Ανδρέας εν μέσω των φρικτών πόνων συμβούλεψε από τον σταυρόν τον λαό να επιμείνει στην πίστη του Θεού, τους ευχήθηκε και κατόπιν παρέδωσε την
αγία του ψυχή στα χέρια του Κυρίου εις ηλικία 80 ετών.
Ο δυστυχής Αιγεάτης, μη υποφέροντας την κατακραυγή του λαού των Πατρών, έγινε μανιακός. Είχε τύψεις για τον άδικο θάνατο του Αποστόλου και ιατρού της πόλεως. Ο
σατανάς τον οδήγησε σε αυτοκτονία, για να του πάρει την ψυχή για πάντα. Ανέβηκε σ’ ένα ψηλό γκρεμό, πού ονομάζεται Υψηλά Αλώνια και από κει έπεσε κάτω και συντρίφτηκε.

Ο ενταφιασμός του Αποστόλου

Τότε ο Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα κατέβασαν το Τίμιον Σώμα του Αποστόλου από τον Σταυρό, το άλειψαν με μύρα και το ενταφίασαν σε επίσημο τόπο.

Πως το Άγιο Λείψανο του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη
Βασιλεύς τότε ήταν ο γιός του Μ. Κωνσταντίνου ο Κωνστάντιος. Αυτός επιθύμησε να φέρει στην Κωνσταντινούπολη τα άγια λείψανα των ενδόξων Αποστόλων, Ανδρέου, Λουκά
και Τιμοθέου, για να τα καταθέσει στον ναό των Αγ. Αποστόλων. Έστειλε ο Άγιο Αρτέμιο αυτός μετέβη και εις τας Πάτρας και ζήτησε επιμόνως από τους Πατρινούς το λείψανο
του Αγ. Ανδρέου. Δεν μπόρεσε όμως να τους πείσει να υποχωρήσουν. Ο Άγιος Αρτέμιος όμως τους είπε:
— Εάν επιμείνετε, ο βασιλεύς θα το πάρει διά της βίας. Αλλά εσείς έχετε ανάγκη από νερό. Εγώ θα αναφέρω στον βασιλέα, ότι τότε μόνον συγκατατίθενται να δώσουν το Άγιο
Λείψανο, εάν ο βασιλεύς τους μεταφέρει, με υδραγωγείο το νερό του Παναχαϊκού μέσα στην πόλη των Πατρών.
Εκείνοι το δέχθηκαν και έτσι απέκτησε η Πάτρα άφθονο νερό και υδρεύεται μέχρι σήμερον. Μετά από αυτά οι Πατρινοί παρέδωσαν το τίμιο Λείψανο του Αγ. Ανδρέου. Η κατάθεση
αυτή του λειψάνου του εορτάζεται την 20ην Ιουνίου.

Η Αγία Κάρα του Αποστόλου Ανδρέου

Έπειτα από 500 χρόνια ο Βασίλειος ο Μακεδών (867 - 886) τους έστειλε πίσω την τίμια κάρα του Αγ. Ανδρέου, η όποια παρέμενε εκεί ως κειμήλιο και μέγα προπύργιο των
Πατρών.
Δυστυχώς το 1460 ο Δεσπότης του Μωρέως Θωμάς Παλαιολόγος φεύγοντας τον Μωάμεθ Β, πού κυρίευσε την Πελοπόννησο, πήγε στον Πάπα της Ρώμης Πίον Β. Πήρε μαζί
του την χαριτόβρυτη κάρα του Αγ. Ανδρέου και του την παρέδωσε.
Προ ολίγου όμως, το 1964, όταν οι σκοτεινές δυνάμεις αγωνίζονταν να μάς ενώσουν με τους Παπικούς, ο Πάπας, για να μας καλοπιάσει, έδωσε πάλι την αγία κάρα στην πόλη
των Πατρών.
Στην Πάτρα διασώζεται εκτός της αγίας κάρας του Αποστόλου και το δάκτυλο του Άγιου, πού κόπηκε από τον Συνωπέα.
Σέ ένα χωριό της Κεφαλλονιάς βρίσκεται ένα τμήμα από το πόδι του Άγιου Ανδρέου, Φαίνεται, μάλιστα και το μέρος, πού ήταν το καρφί, όταν τον σταυρώσανε. Έκεί γίνονται
πολλά θαύματα στους προσερχομένους πιστούς.
Εντύπωση προξενεί το, ότι η Αγ. Κάρα του Αποστόλου, καίτοι έχει τόσα χρόνια πού μας την έδωσε ο Πάπας, εντούτοις ουδέν θαύμα έκαμε! Ίσως διά την πονηριά του Πάπα.
Μας την επέστρεψε, για να μας καλοπιάσει και να ενωθούμε μαζί με τον αιρετικό αυτόν. Δεν θέλει να χρησιμοποιηθεί σαν όργανο η τίμια Κάρα του, διά να υποταχθεί η Ορθοδοξία.


 
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄ Ἦχος β΄ τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καί τοῦ κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότη τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τή οἰκουμένη δωρήσασθαι, καί ταῖς ψυχαῖς
ἠμῶν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον.
Τόν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον Θεηγόρον, καί Μαθητῶν τόν Πρωτόκλητόν του Σωτῆρος, Πέτρον τόν σύγγονον ὑφημήσωμεν, ὅτι ὡς πάλαι τούτω, καί νῦν ἠμίν
ἐκέκραζεν, Εὐρήκαμεν δεῦτε τόν ποθούμενον.

Μεγαλυνάριον.
Πρῶτος προσπελάσας τῷ Ἰησοῦ, Πρωτόκλητος ὤφθης, καί ἀκρότης τῶν Μαθητῶν, Ἀνδρέα Θεόπτα, ἐντεῦθεν διανύεις, παθῶν τάς ἀναβάσεις, τῆς ἀναστάσεως

29 Νοεμβρίου , Κυριακή ΙΓ´ Λουκᾶ , 29 Nοεμβρίου μνήμη των Αγίων Παραμόνου και Φιλουμένου και των συν αυτοίς και του Αγίου νεοϊερομάρτυρος Φιλουμένου , του εν τω Φρέατι του Ιακώβ .

0 σχόλια


Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΙΓ´ Λουκᾶ (Ὁ πλούσιος νεανίσκος)
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 18 - 27
18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 18 - 27
18 Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20 Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22 Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24 Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26 Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.


Σχολιασμός
Ο πλούσιος νέος της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής είχε μεγάλα πνευματικά ενδιαφέροντα.  Ήταν και άρχοντας της Συναγωγής και είχε μεταφυσικές αναζητήσεις. Μόλις λοιπόν αντίκρισε τον Κύριο, τον πλησίασε και με ισχυρό ενδιαφέρον, αφού πρώτα προσφώνησε τον «Ιησού Διδάσκαλο αγαθό», τον ρώτησε τί μπορούσε να πράξει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς, αφού τον ρωτά γιατί τον ονόμασε αγαθό, αφού πιστεύει ότι είναι  ένας απλός άνθρωπος  και κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός παρά μόνο ο Θεός, του απάντησε: «Τας εντολάς οίδας∙ μη μοιχέυσεις, μη φονεύσης, μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Ο νέος ακούγοντας την απάντηση του Κυρίου, του αναφέρει έκπληκτος ότι αυτά τα φύλαξε από τα παιδικά του χρόνια. Τότε ο Ιησούς του είπε ότι μόνο ένα πράγμα λείπει: Να πουλήσεις την περιουσία σου και να τη μοιράσεις στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό. Ο νέος όμως ακούγοντας αυτό στεναχωρήθηκε γιατί  ήταν πλούσιος και δεν ήθελε να αποχωριστεί τίποτα από τα πλούτη του και ο Ιησούς είπε: «Ευκολώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλίας ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν», δηλαδή πιο εύκολα περνά καμήλα από την βελονότρυπα παρά ο πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Όσοι ήταν παρόντες τότε ρώτησαν τον Ιησού ποιος μπορεί τότε να σωθεί. Αυτό το ρώτησαν γιατί οι πλούσιοι δεν πρόσφεραν τίποτα στους φτωχούς, αλλά ήταν δούλοι του πλούτου τους. Αλλά και οι φτωχοί επιθυμούσαν να πλουτισουν και κυνηγούσαν έτσι το χρήμα. Εκείνος τους απάντησε: «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί».
Το χρήμα και ο πλούτος, είναι ένα θέμα που η διαχρονικότητα το χαρακτηρίζει. Σε όλες τις εποχές βλέπουμε πόσο απασχολεί τους ανθρώπους στις ζωές των οποίων πολλές φορές γίνεται στόχος, τον οποίο αγωνιζόμαστε να κατακτήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ο Θεός μας έδωσε το δικαίωμα να απολαμβάνουμε τα αγαθά και όσα κερδίζουμε, αλλά να τα διαχειριζόμαστε σωστά και να τα κερδίζουμε δίκαια. Να κατακυριεύσουν τη γη ήταν μια από τις εντολές του Κυρίου στους πρωτόπλαστους αλλά χωρίς να αδικήσουν και να κλέψουν από τους συνανθρώπους τους αφού δύο εντολές του Δεκαλόγου είναι «ου κλέψεις»,  και «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστίν».
Ο Ιησούς στάθηκε αυστηρός απέναντι στους πλουσίους, «ουαί υμίν τοις πλούσιοις, ότι απέχετε την παράκληση υμών»(Λουκ. 6,24).Όχι γιατί ο πλούτος από μόνος του είναι κάτι κακό, αλλά διότι εύκολα ο πλούσιος γίνεται δούλος του πλούτου. Λησμονεί το Θεό. Περιφρονεί το συνάνθρωπό του. Καταπατά την ηθική. Αρνείται τη δικαιοσύνη
Επίσης βλέπουμε ότι ο Κύριος μακάρισε τους φτωχούς: «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν βασιλεία του Θεού»( Λουκ. 6.20). Όχι πάλι γιατί από μόνη της η φτώχεια σώζει, αλλά διότι δίνει τη δυνατότητα να ελπίζει στο Θεό και να κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται μόνο στη σωματική του υπόσταση μόνο αλλά ότι περιλαμβάνει και μιαν αθάνατη ψυχή, η οποία έχει τις δικές της ανάγκες.
Δεν αρνείται λοιπόν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ύπαρξη του χρήματος το Ευαγγέλιο μέσα στη ζωή μας. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και τους πειρασμούς που συνεπάγεται αν ο άνθρωπος δεν το τοποθετήσει πάνω σε ορθή βάση. Είναι δύναμη το χρήμα αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη αδυναμία, κάτι που βλέπουμε και στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή. Πολλές φορές βλέπουμε να υποδουλώνει εκείνον που το έχει αφού τον καθιστά πλεονέκτη και κατά τον Απόστολο η πλεονεξία είναι «ειδωλολατρία». Επίσης βλέπουμε πολλές φορές ότι προκειμένου να αποκτηθούν τα πλούτη και να διαφυλαχτούν, ο άνθρωπος εκτίθεται σε πολλούς κινδύνους. «Οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν»,( Α’ Τιμ. 6,9), τονίζει ο Απόστολος Παύλος. Ένας τρίτος πειρασμός που αντιμετωπίζουν οι κυνηγοί του χρήματος είναι ότι εύκολα πέφτουν σε παγίδες και καταπατούν τον ηθικό νόμο. Εκμεταλλεύονται τους άλλους και παρανομούν.
Γι αυτό και ο Κύριος στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή επισημαίνει ότι «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού». Δε λέει ότι είναι αδύνατο αλλά δύσκολο, έτσι όταν οι ακροατές θα ρωτήσουν «και τις δύναται σωθήναι;», εκείνος θα απαντήσει: «Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατα παρά τω Θεώ εστιν». Κοντά στο Θεό όλα είναι δυνατά, και η σωτηρία των πλουσίων, αρκεί να συνειδητοποιήσουν τις «υποχρεώσεις» τους και να αγωνιστούν να τις εκπληρώσουν.
Πρώτο και κυριότερο να τα κερδίζουμε όλα με θεμιτά μέσα. Με τίμιο και ευλογημένο ιδρώτα. όχι με εκμετάλλευση των συνανθρώπων μας και με απάτες. Δεύτερη υποχρέωση και εξίσου σημαντική, το χρήμα να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι ο άνθρωπος να καταντά υπηρέτης του χρήματος. Επίσης ο πλούτος στην υπηρεσία της αγάπης. Όσοι διαθέτουμε χρήματα να μην αγνοούμε το διπλανό μας, ο οποίος μπορεί να βασανίζεται από φτώχεια και μιζέρια. Δεν είναι επιτρεπτό να φυλακίζουμε το χρήμα, όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος για τη φύση του πλούτου «το μεν στάσιμον άχρηστον, το δε κινούμενον και μεταβαίνον κοινωφελές τε και έγκαρπον». Επιπλέον η ευγνωμοσύνη μας προς το Θεό. Εκείνος είναι ο μεγάλος πλουτοδότης. Εκείνος μας το χαρίζει. Εμείς είμαστε διαχειριστές. Αυτοί που με φρόνηση και γενναιοδωρία πρέπει να τα διαχειριστούμε όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους που και εκείνοι είναι παιδιά του Θεού, αδέλφια μας. «Ίνα το σον περίσσευμα γένηται εις το εκείνου το υστέρημα» (Β΄Κορ. 8,13). Ο Μέγας Βασίλειος απαντώντας στο ερώτημα «ποιον αδικώ κατέχοντας τα δικά μου;» αναφέρει: «Ποια είναι δικά σου; Από που τα πήρες και τα διατηρείς στη ζωή σου; Δε γεννήθηκες γυμνός; Και πάλι δε θα επιστρέψεις γυμνός στη γη;»
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εποχή στη οποία ζούμε είναι κατ’ εξοχήν υλιστική και πλουτοκρατική. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους διακατέχονται από τη δίψα του πλούτου και κυριαρχούνται από μια ακατανίκητη φορά προς τα υλικά αγαθά. Παντού προβάλλει και κυριαρχεί ο λεγόμενος οικονομικός τύπος του ανθρώπου, ο homo economicus. Όλοι μας, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, δεχόμαστε τη φθοροποιό επίδραση της υλιστικής νοοτροπίας, όπως και ο νέος της ευαγγελικής περικοπής. Ο νέος αναστατώθηκε όταν άκουσε ότι πρέπει να πουλήσει όσα έχει και «γύρισε την πλάτη» στην αιώνια ζωή, διάλεξε την υλική ευμάρεια  και απέρριψε τη σωτηρία της ψυχής του. Παράδειγμα προς αποφυγήν ο νέος του Ευαγγελίου. Οφείλουμε λοιπόν εμείς να επιδείξουμε πολλή προσοχή. Να συνειδητοποιήσουμε τους κινδύνους που εγκυμονεί η μανία και η κακή διαχείριση του πλούτου, να μην πέσουμε στη φοβερή παγίδα της πλεονεξίας και της φιλαργυρίας. Να μη μας κυριεύσει η απάτη του πλούτου και για χάρη του λησμονήσουμε το Θεό, αδιαφορήσουμε για τους ανθρώπους και αμελήσουμε τον ιερό σκοπό της ζωής που είναι η σωτηρία μας. 

 

Άγιος Παράμονος και οι Τριακόσιοι Εβδομήντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί μ’ αυτόν


Άγιοι Παράμονος και Φιλουμένος
Άγιοι Παράμονος και Φιλουμένος


Eις τον Παράμονον.
Ο Παράμονος νύπεταί σοι Χριστέ μου.
Γνους γαρ Θεόν μόνον σε, σοι θνήσκει μόνω.

Eις τους τριακοσίους εβδομήκοντα.
Ξιφει κεφαλάς άνδρες επτάκις δέκα
Συν εξαπλή διδούσι πεντηκοντάδι.
Παράμονον δ’ ενάτη κτάνον εικάδι έγχεα μακρά.
Βιογραφία Ο Άγιος Παράμονος μαρτύρησε μαζί με άλλους 370 χριστιανούς στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, που είχε κάνει πολλούς φόνους χριστιανών. Τότε λοιπόν, κοντά στον ποταμό Τίγρη υπήρχαν ιαματικά λουτρά. Στα λουτρά αυτά είχε πάει και ένας φανατικός λάτρης των ειδώλων, ο άρχων Ακυλίνος. Όταν έκανε θυσίες στο ναό της Ίσιδος, έδωσε διαταγή να συμμετέχουν σ’ αυτές ο Παράμονος και άλλοι 370 χριστιανοί, που είχαν συλληφθεί και τους κρατούσαν φυλακισμένους. Όλοι όμως αρνήθηκαν. Και ενώ γίνονταν οι ειδωλολατρικές θυσίες, οι πιστοί του Χριστού έψαλλαν «ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς» (Προς Εφεσίους, ε’ 19) στο Σωτήρα τους. Ο Ακυλίνος, εξαγριωμένος από τη στάση τους, διέταξε να τους σκοτώσουν. Όρμησαν εναντίον τους οι στρατιώτες, και κτυπώντας τους με τις λόγχες, καταξέσχισαν τα σώματα τους. Έτσι, μαρτυρικά και ένδοξα παρέδωσαν όλοι τη γενναία ψυχή τους στο στεφανοδότη Χριστό.  

Απολυτίκιον Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.  
Παράμονον μέλψωμεν συν Φιλουμένω πιστοί, ως θείους θεράποντας και αθλητάς ευκλεείς Χριστού του Θεού ημών· τούτον γαρ φερωνύμως ως φιλήσαντας άγαν, ήσχυναν δι’ αγώνων παρανόμων το κράτος αιτούντες πταισμάτων λύσιν πάσι και έλεος.  

Κάθισμα Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.  
Ο Μαρτυς Παράμονος, καρτερικώς εναθλών, τοις ρείθροις του αίματος, πολυθεΐας πυράν, ενθέως κατέσβεσεν· όθεν των ιαμάτων, ειληφώς θείαν χάριν, δαίμονας απελαύνει, και νοσήματα παύει αυτού Χριστέ πρεσβείαις, σώσον τας ψυχάς ημών.

 

 

Ο Άγιος Νεοϊερομάρτυς Φιλούμενος του Φρέατος του Ιακώβ 


Ο Άγιος Φιλούμενος κατά κόσμος Σοφοκλής γεννήθηκε στην Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913. Γονείς του ήταν οι Ευσεβείς Γεώργιος και Μαγδαληνή. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον π. Ελπίδιο κατά κόσμον Αλέξανδρος και από μικροί ξεχώριχαν για την αγάπη που είχαν προς τον Θεό και γι’ αυτό από πολύ νωρίς άναψε μέσα τους η επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Το 1927, σε ηλικία μόλις 14 τώ αναχώρησαν και οι δυο για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αφού πήραν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους. Εκεί έμειναν 6 περίπου χρόνια, όταν ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου τους πήρε για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρέθηκαν το 1934, μαθητές στην Σχολή της Αγίας Σιών.
Το 1937 εκάρησαν μοναχοί παίρνοντας ο Σοφοκλής το όνομα Φιλούμενος και ο Αλέξανδρος το όνομα Ελπίδιος. Στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίησαν από το Γυμνάσιο του Πατριαρχείου. Ο π. Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, υπηρετώντας σε άλλους τόπους. Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συνεχή χρόνια, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αφού πέρασε από διάφορες διακονίες μέσα στο Πατριαρχείο και διορίσθηκε σε διάφορες θέσεις υπηρετώντας πάντοτε με ευθύνη και φόβο Θεού και με πολύ αγάπη προς τους αγιοταφίτες πατέρες, στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ όπου υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Εκεί όμως, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους που συνέχεια τον απειλούσαν ότι αν δεν εγκαταλείψει το Φρέαρ και πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο να φύγει, θα τον σκοτώσουν. Εκείνος όμως απαντούσε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το προσκύνημα, αλλά ότι ήταν έτοιμος ακόμα και να μαρτυρήσει, ως πιστός φύλακας αυτού.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακρυά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις».

Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που συνεχίζονται εναντίον του π. Ιουστίνου και του Ιερού Προσκυνήματος. Χιλιάδες ορθόδοξοι καταφθάνουν κατ’ έτος για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια.

28 Νοεμβρίου μνήμη των Αγίων Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων , των εν Τιβεριουπόλει ( Στρωμνίτση ) , πολιούχων πόλεως Κιλκίς και του Οσίου πατρός ημών Στεφάνου , του Νέου Ομολογητού

0 σχόλια





Οι άγιοι Πεντεκαίδεκα ιερομάρτυρες, που τιμώνται ιδιαιτέρως και είναι πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς, ανήκουν στην ευρύτερη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας και ειδικότερα των μαρτύρων. Μάρτυρες η Εκκλησία ονομάζει τους αγωνισαμένους μέχρι ψυχής και αίματος και μαρτυρήσαντας τη δόξη του Χριστού. (άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων). Μάρτυρας είναι αυτός που υπομένει θεληματικά τον σωματικό θάνατο, προκειμένου να παραμείνει πιστός στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό. Η αγία μας Εκκλησία αποκαλεί την ημέρα της εορτής των Μαρτύρων, την ημέρα του θανάτου τους, γενέθλια ημέρα, διότι αυτήν την ημέρα εισήλθαν στεφανηφόροι στην βασιλεία του Θεού. Γι’ αυτό οι πιστοί πανηγυρίζουν και εορτάζουν με χαρά την ημέρα μνήμης της αθλήσεως των μαρτύρων. «Ο θάνατος των μαρτύρων είναι παρηγοριά των πιστών, παρρησία των Εκκλησιών, σύσταση του χριστιανισμού, κατάλυση του θανάτου, απόδειξη της αναστάσεως, γελοιοποίηση των δαιμόνων, κατηγορία του διαβόλου, διδασκαλία της ενάρετης ζωής, παρακίνηση για περιφρόνηση των παρόντων πραγμάτων και οδός για επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, παρηγορία για τις θλίψεις που μας έχουν βρει και αιτία για υπομονή, καθώς και ρίζα και πηγή και μητέρα όλων των αγαθών» γράφει ο χρυσορρήμων άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Οι προστάτες και πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363 μ.Χ.). Άγνωστη παραμένει η καταγωγή τους, ενώ το Συναξάρι και το μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Αχρίδος- Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, εκδόσεις Ζήτρος) συνέγραψε ο Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αι.). Στη σύντομη βασιλεία του ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία με βάση τις φιλοσοφικές και ειδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα του Ιουλιανού ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας. Άνοιξε ξανά τους ναούς των ειδώλων, επέστρεψε τις περιουσίες τους και άρχισε προσφορά δημοσίων θυσιών. Ταυτόχρονα έλαβε μέτρα κατά των Χριστιανών «των Γαλιλαίων» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε. Τους απομάκρυνε από τα δημόσια αξιώματα, τους απαγόρευσε να φοιτούν στις διάφορες σχολές, αντικατέστησε τα χριστιανικά σύμβολα με ειδωλολατρικά. Η αρχική του αποτυχία τον εξαγρίωσε αφάνταστα εναντίον των Χριστιανών. Όπως αναφέρει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ιουλιανός πρόσταξε τους διοικητές των πόλεων, να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και αν δεν αρνούνταν το Χριστό, να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, ο τότε άρχοντας της Νίκαιας διέταξε τους χριστιανούς της περιοχής του να αρνηθούν την πίστη τους, διαφορετικά τους περίμεναν ανεκδιήγητα βασανιστήρια και ο θάνατος. Οι χριστιανοί, όταν τα άκουσαν αυτά, φώναξαν όλοι από κοινού: «Εμείς δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Χριστό, τον αληθινό Θεό και να θυσιάσουμε στα κουφά και άφωνα είδωλα». Αυτό τον γέμισε με πολύ θυμό και ακατάσχετη μανία, και άλλους από αυτούς τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και θανατώσεις, ενώ πολλοί ξέφυγαν στα όρη και τις ερημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος οι οποίοι κατέφυγαν κατ’ αρχάς στην Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό και στην πόλη αυτή, λόγω των διωγμών, και κατέφυγαν βόρεια, στην πόλη Στρώμνιτσα, που τότε ονομαζόταν Τιβεριούπολη. Η Στρώμνιτσα βρίσκεται τις υπώρειες της βορειοδυτικής προεκτάσεως της Κερκίνης, στη Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εύφορης πεδιάδας και απέχει από τη Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα. Στην αρχαιότητα, στην ίδια θέση βρισκόταν η αρχαία ελληνική πόλη των Παιόνων, που ονομαζόταν Αστραίον ή Αιστραίον ή και Αστέριον. Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μετονομάσθηκε σε Καλλίπολη. Κατά την βυζαντινή περίοδο η πόλη ονομάζεται Τιβεριούπολη. Έτσι ονομάζεται από τον άγιο Θεοφύλακτο, Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (τέλη του 11ου αιώνα), σε χρυσόβουλα των Κομνηνών και από βυζαντινούς συγγραφείς κυρίως από τον Νικηφόρο Γρηγορά. Υπό ποιες συνθήκες πήρε την ονομασία αυτή δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ο Ελληνισμός της Στρωμνίτσης», γράφει ότι η ονομασία έγινε μάλλον επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου ονόματι Τιβερίου. Αυτοκράτορες με αυτό το όνομα υπήρξαν δύο. Ο πρώτος βασίλευσε λίγο μετά τον Ιουστινιανό (578-582) και ο δεύτερος αργότερα (689-705). Το πιθανότερο είναι να δόθηκε επί του πρώτου Τιβερίου. Δεν αποκλείει ο καθηγητής το ενδεχόμενο να μετενομάστηκε σε Τιβεριούπολη, λόγω της παραμονής εκεί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβερίου (14-37 μ.Χ.). Στα χρόνια της Σερβοβουλγαρικής κατοχής της πόλης, η Τιβεριούπολη έλαβε την ονομασία «Στρώμνιτσα». Από τον 11ο αιώνα έως τον 13ο αιώνα η πόλη καθίσταται αντικείμενο έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, ως παραμεθόριο κάστρο, και τότε ονομάστηκε προφανώς Στρώμνιτσα. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον ποταμό Στρυμώνα ο οποίος ονομάζεται από τους Βουλγάρους «Στρούμα». Την περιοχή της Στρώμνιτσας διαρέει ομώνυμος παραπόταμος του Στρυμώνα, τον οποίο οι Βούλγαροι ονομάζουν «Στρούμιτζα» ή «Στρώμνιτσα». Έτσι διατηρήθηκε η ονομασία Στρώμνιτσα και η πόλη κατοικείται από ανθηρό Ελληνισμό όλη την περίοδο της αιχμαλωσίας του Γένους στους Οθωμανούς ως το 1913. Στην Τιβεριούπολη, λοιπόν, την κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οι τέσσερις πρώτοι Ιερομάρτυρες, οι οποίοι, με την αγία ζωή τους και την φλογερή διδασκαλία τους «έσπειραν τον σπόρο του θείου λόγου στα χωράφια των ψυχών και δημιούργησαν με επιμέλεια για τον Χριστό ένα εύφορο και καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (άγιος Θεοφύλακτος). Ο άγιος βίος και η χαριτόβρυτος πολιτεία τους είλκυσε και άλλους έντεκα ιερείς και μοναχούς της Τιβεριούπολης, απαρτίζοντας «την Τρίτη πεντάδα» των πιστών δούλων και εργατών του αμπελώνος Χριστού. Τα ονόματα των αγίων είναι: Τιμόθεος, και Θεόδωρος επίσκοποι. (Ο Θεόδωρος είναι ένας από τους 318 θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ο Τιμόθεος κατέστη επίσκοπος Τιβεριουπόλεως). Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οι ιερείς, Βασίλειος και Θωμάς διάκονοι, Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος και Ευσέβιος οι μοναχοί. Όλοι μαζί οι άγιοι ζούσαν αγγελική ζωή, φώτιζαν τις ψυχές των ανθρώπων, ήλεγχαν την πλάνη των ειδώλων στην Τιβεριούπολη και την ευρύτερη περιοχή ενώ έλαβαν από τον μισθαποδότη Κύριο και το χάρισμα της θαυματουργίας, και μάλιστα των ιάσεων. Η ιεραποστολική και χριστιανική δράση των Δεκαπέντε εργατών του Ευαγγελίου διαδόθηκε «επί πτερύγων ανέμων» και έφτασε ως την Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν διοικητές ο Ουάλλης και ο Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες, τυφλά όργανα του δυσσεβούς Ιουλιανού. Ακούγοντας οι δυο την δράση των αγίων, έσπευσαν στην Τιβεριούπολη, τους συνέλαβαν και τους προσήγαγαν σε δημόσια δίκη. Εκεί τους επιτίμησαν και τους κατηγόρησαν ότι περιφρονούν τα διατάγματα του βασιλέως και πιστεύουν ως Θεό αυτόν που σταυρώθηκε με ληστές. Οι άγιοι, χωρίς δισταγμό και με θάρρος στον αληθινό Θεό, ομολόγησαν την πίστη τους, διαλαλώντας το αποστολικό «ουδείς ημάς χωρίσει της αγάπης του Χριστού», αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το άλογον της ειδωλολατρίας. Μάλιστα, η πειστικότητα των επιχειρημάτων τους ήταν τέτοια, ώστε οι δυο τύραννοι τους διέκοψαν τον ειρμό του λόγου τους λέγοντας τους «ομολογείτε τους αθανάτους θεούς ή όχι;». «Ποτέ» είπαν οι μάρτυρες «δεν θα θυσιάσουμε στους δαίμονες και τα είδωλά τους, αφού ο Χριστός ο Θεός μας απάλλαξε από τη δουλεία των δαιμόνων». Η γενναία απάντησή τους εξόργισε τους δυο διοικητές που αποφάσισαν την με ξίφος θανάτωση των αγίων. Ξεκίνησαν λοιπόν με χαρά και αγαλλίαση, για τον τόπο του μαρτυρίου τους, όπου και έλαβαν τα αμάραντα στέφανα της αθλήσεως τους. Ένας από τους Πεντεκαίδεκα αγίους, ο ιερεύς Πέτρος, «θείω ζήλω πυρωθείς την καρδίαν» φώναξε λίγο προ του μαρτυρίου: «Παραβάτες των έργων και εχθροί της αλήθειας, γιατί χύνετε χωρίς αιτία το αίμα των δικαίων, για τους οποίους δεν αποδείχτηκε τίποτε που ν’ αξίζει τον θάνατο, αλλά μάλλον όλες οι πράξεις τους αξίζουν τιμές και στεφάνια;». Αυτά τα λόγια μόλις τα άκουσαν οι μιαροί εκείνοι άρχοντες, πρόσταξαν να ξαπλώσουν καταγής τον μάρτυρα και να τον χτυπήσουν με ραβδιά, έπειτα να του κόψουν τα χέρια και τελικά να τον θανατώσουν με ξίφος. Τα χέρια του αγίου τα πέταξαν στα σκυλιά. Ένα από αυτά, το δεξί χέρι έπεσε στα πόδια μιας εκ γενετής τυφλής, η οποία μόλις το αντιλήφθηκε το πήρε στο σπίτι της και το φρόντισε. Και από τη χαρά της για τον ανεκτίμητο θησαυρό που κατείχε, καταφιλούσε το χέρι του μάρτυρα, το αγκάλιαζε, το τοποθετούσε στα μάτια της. Και τότε έγινε το μεγάλο θαύμα του Κυρίου – ανοίξανε τα μάτια της και βρήκε το φως της. Το άγιο αυτό λείψανο, η ευσεβής γυναίκα το εναπέθεσε αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στον Ιερό Ναό της καλλινίκου μάρτυρος Αναστασίας, το οποίο όμως αργότερα επέστρεψε στην Στρώμνιτσα. Μετά την επιστροφή των χριστιανομάχων διοικητών στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί της Τιβεριούπολης πήραν τα ιερά λείψανα των αγίων, τα τοποθέτησαν σε λάρνακες, στις οποίες έγραψαν το όνομα, τη ζωή και το αξίωμά τους. Ήταν 28 Νοεμβρίου του 362 μ. Χ. Αργότερα ανήγειραν και μεγαλοπρεπή ναό, όπου τοποθετήθηκαν οι Δεκαπέντε λάρνακες που αποτέλεσαν πηγή θαυμάτων και ιάσεων, πολλά από τα οποία διασώζει ο βιογράφος τους άγιος Θεοφύλακτος ώστε όπως γράφει, «να γίνει η Τιβεριούπολη ένας λαμπρός πυρσός, που άπλωνε το φως της πίστης σε άλλες πόλεις και ανακαλούσε από την σκοτεινή πλάνη όσους βρίσκονταν στο πέλαγος της απιστίας». Δυστυχώς, εξαιτίας βαρβαρικών αλώσεων και καταστροφών τα λείψανα των αγίων χάθηκαν και μόνο το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, το οποίο επεστράφη στην Στρώμνιτσα και το κρατούσαν οι ευσεβείς Έλληνες της Στρώμνιτσας ως θησαυρό πολυτίμητο, στους δίσεκτους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, ο ένδοξος ελληνικός στρατός, απελευθερώνει και την Στρώμνιτσα από τον βουλγαρικό ζυγό. Στις 26 Ιουνίου του 1913 εισέρχεται στην πόλη μια ίλη του ελληνικού ιππικού και την απελευθερώνει. Χαράς ευαγγέλια. Η πόλη πλημμυρισμένη από την κυανόλευκη υποδέχεται τους απελευθερωτές με το «Χριστός Ανέστη». Δυστυχώς όμως με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 26 Ιουλίου του 1913 η πόλη επιδικαζόταν στους Βουλγάρους. Το τρομακτικό νέο γνωστοποιείται τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος περίλυπος και με δάκρυα στα μάτια το ανακοινώνει στο ποίμνιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η κατάφωρα άδικη απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από το μένος των Βουλγάρων. Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πατρίδα και να καταφύγουν στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην βρουν τίποτε οι Βούλγαροι. Έτσι, ο Ελληνισμός της πανάρχαιας ελληνικής πόλεως Αιστραίον ή Τιβεριουπόλεως ή Στρώμνιτσας εγκατέλειπε κατώδυνος την προγονική του γη. Πολλοί εξ αυτών των προσφύγων Στρωμνιτσιωτών εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς (περίπου 3.500) την οποία με πολύ ζήλο και αγάπη άρχισαν γρήγορα να την ανοικοδομούν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς ως ιερά κειμήλια μια παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα ιερομαρτύρων, την οποία εναπόθεσαν σ’ έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και μια παλιά Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν και αυτόν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στην Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ο οποίος μάλιστα, ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως. Ο μεγαλύτερος θησαυρός όμως που έφεραν από την πατρίδα είναι το ιερό λείψανο, το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου του Πρεσβυτέρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα, το οποίο εναπόθεσαν και αυτό στον μετονομασθέντα ναό. Οι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς γύρω από τους δύο προαναφερθέντες ναούς. Το 1967 με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και προς το αρμόδιο Υπουργείο, καθιερώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1967 να εορτάζονται επίσημα ως πολιούχοι της πόλεως Κιλκίς και η ημέρα της γιορτής τους (28 Νοεμβρίου) ως αργία για τον τόπο. Στα επόμενα χρόνια όμως ο παλαιός ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από σεισμούς και γκρεμίσθηκε. Στις 12 Ιουνίου 1977 θεμελιώθηκε ο σημερινός περικαλλής ναός των αγίων, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αμβρόσιο Στάμενα, τον μετέπειτα Παροναξίας, ιερατεύοντος του π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τα θυρανοίξια του νέου ναού έγιναν στις 27 Νοεμβρίου 1989, ενώ τα Εγκαίνια στις 21 Οκτωβρίου 1990 ιερατεύοντος του π. Σταύρου Χριστοφορίδη. Στο νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο και το ιερό λείψανο και η παλαιά εικόνα. Ο ευσεβής λαός του Κιλκίς, κάθε χρόνο στις 28 Νοεμβρίου, τιμά και γεραίρει την μνήμη των πολιούχων κα προστατών του Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων. 
 
Δημήτριος Νατσιός δάσκαλος – θεολόγος Κιλκίς

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/2513, Ἀντίβαρο

 

 

 

Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος


Άγιος Στέφανος ο Νέος, Ομολογητής και υπερασπιστής των ιερών εικόνων-Φωτο:iconskarakallou.gr
Άγιος Στέφανος ο Νέος, Ομολογητής και υπερασπιστής των ιερών εικόνων-Φωτο:iconskarakallou.gr


Πληγείς νέε Στέφανε την κάραν ξύλω,
Εύρες πρεπόντως ουχί γηράσκον στέφος.
Εικάδι ογδοάτη Στεφάνου Νεου κράτα θραύσαν.

Βιογραφία

Ο Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι ευσεβείς γονείς του Ιωάννης και Άννα τον ανέθρεψαν κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Όταν μεγάλωσε, μορφώθηκε αρκετά και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενος στο περίφημο όρος του Αγίου Αυξεντίου.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο, ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο. Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλήν παρρησία εν πίστει την εν Χριστώ Ιησού» (Α’ προς Τιμόθεον, γ’ 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον θανατώσουν.
Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή.

Απολυτίκιον 
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ασκητικώς προγυμνασθείς εν τω όρει, τας νοητάς των δυσμενών παρατάξεις, τη πανοπλία ώλεσας παμμάκαρ του Σταυρού. Αύθις δε προς άθλησιν, ανδρικώς απεδύσω, κτείνας τον Κοπρώνυμον, τω της Πίστεως ξίφει· και δι᾽ αμφοίν εστέφθης εκ Θεού, Οσιομάρτυς αοίδιμε Στέφανε.

Έτερον Απολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν άσκησιν ενδεδειγμένος, σκεύος γέγονας δικαιοσύνης διαπρέπων ταις σεπταίς αναβάσεσι· και του Χριστού την εικόνα σεβόμενος, μαρτυρικής ηξιώθης φαιδρότητος. Θείε Στέφανε, εν όπλω ημάς στεφάνωσον της θείας ευδοκίας τους υμνούντας σε.

Κοντάκιον
Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Εορτάζει σήμερον, η Εκκλησία, εορτήν ευφρόσυνον, εν τη ση μνήμη· και πιστώς, ανευφημούσα κραυγάζει σοι, Στέφανε θείε, οσίων το καύχημα.

 Κάθισμα
Ήχος δ’ Ο υψωθείς.
Των Μοναστών υπογραμμός ανεδείχθης, των Αθλητών καλλωπισμός ανεφάνης, δι’ αμφοτέρων Στέφανε κοσμούμενος· όθεν αξιάγαστε, και διπλούς τους στεφάνους, έλαβες ασκήσεως, και αθλήσεως Πατερ. Αλλ’ εκτενώς Χριστόν υπέρ ημών, των σε υμνούντων, ικέτευε Στέφανε.

Ο Οίκος
Εις πάσαν γην ως αληθώς, διέδραμεν ο φθόγγος των σων κατορθωμάτων, σοφέ Οσιομάρτυς, ων περ ειργάσω θαυμαστώς· όθεν δυσωπώ σε, παρρησίαν προς Θεόν ως κεκτημένος Όσιε, ικέτευε του δοθήναί μοι λόγον επάξιον, του ανευφημήσαι τους αγώνας, ους υπέστης εξ ορατών εχθρών και νοουμένων· ος πριν ασκητικώς καθείλες, απάσας τας κινήσεις της σαρκός απονεκρώσας, αθλήσει δε νυν τον τύραννον ετροπώσω, Οσίων το καύχημα.

27 Νοεμβρίου μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος Ιακώβου του Πέρσου και του εν αγίοις πατρός ημών Δαμασκηνού του Στουδίτου , επισκόπου Λητής και Ρεντίνης

0 σχόλια

Άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης ο Μεγαλομάρτυς

  
Τμηθεὶς μεληδόν, καὶ σφαγὴν Πέρσης φέρων,
«Ψυχὴ σεσώσθω, φροῦδά μοι μέλη» λέγει.
Εἰκάδι Πέρσης ἑβδομάτῃ σφάγη ἐκμελεϊσθείς.

Ο Άγιος Ιάκωβος, έζησε τον 4ο μ.Χ. αι. επί βασιλέως Αρκαδίου (περί το 395 μ.Χ.).

Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος. Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών, Ισδιγέρδη. Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του, ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό. Για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη, άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.

Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν. Και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο. Τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε. Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.

Μετά από την απόφαση αυτή, πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό. Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι' αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι' αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον φοβούμενος, τῶν Περσῶν τὸ φρόνημα, καὶ τὸν φόβον Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.

Ὁ Οἶκος
Ἀπὸ ψυχῆς στενάξωμεν πάντες, δάκρυα ἐκχέοντες, καθορῶντες πικρῶς τὸν Μάρτυρα μελιζόμενον· δίκην κυνῶν γὰρ ὠρυομένων συνελθόντες οἱ δήμιοι, τὰ μέλη κατετίτρωσκον τοῦ θαυμαστοῦ καὶ γενναίου ἐν Μάρτυσι Μάρτυρος. Τὶς οὖν ὑπάρχει; εἰ δοκεῖ, μικρὸν ὑπομείνατε, καὶ λέξω πάντα μετὰ σπουδῆς, πῶς ὡς θῦμα Κυρίῳ προσήνεκται, το σῶμα ὡς κλῆμα τεμνόμενος . 


Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης (1558-1574)


Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης (1558-1574)
Ὁ Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμασκηνὸς εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ ἁγίου Ἱεράρχου ὄχι μόνον τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλὰ ὅλων τῶν χρόνων τῆς δουλείας, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ πνευματικὸ φάρο ποὺ κατέλαμψε τὸ τότε πνευματικὸ σκότος τοῦ Γένους, δοξάζοντας καὶ τὴν περίφημη Ἐπισκοπὴ Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἡ ὁποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σὲ αὐτόν.
Γεννημένος περὶ τὸ 1520 στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου ἔλαβε ἄριστη μόρφωση, ὁ ἅγιός μας -κατὰ κόσμον ἴσως Δημήτριος- μετέβη νέος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου πρὶν τό 1546 ἔγινε Μοναχὸς τῆς Ἀδελφότητος «τῶν Στουδιτῶν», λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμασκηνὸς καὶ τὴν προσωνυμία «Στουδίτης»· ἤδη ὡς ὑποδιάκονος, σπου-δάζοντας στὴν περίφημη Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία, ὑπῆρ-ξε καὶ περιφανὴς ἱεροκήρυκας τῆς Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ὠφελείας, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἀποτέλεσαν τὸ ὑλικὸ γιὰ τὸ βιβλίο του «Θησαυρός».
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1550 καὶ 1558 ὁ Ἅγιος Δαμασκη-νὸς δραστηριοποιήθηκε στὴν περιοχὴ τῶν Τρικάλων, πιθανότατα ὡς Διδάσκαλος τῆς ἐκεῖ Σχολῆς, καὶ πρὶν τὸ 1558 ἔλαβε τὴν Ἱερωσύνη. Στὸ ἴδιο διάστημα μετέβη καὶ στὴ Βενετία γιὰ νὰ τυπώσει τὸν δημοφιλῆ «Θησαυρό».
Τὸ 1560 στὸ Ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων («Ροτόντα») τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Ἱερομόναχος Δαμασκηνὸς χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνᾶ (τόν πρό τοῦ 1560-65· δὲν πρόκειται περὶ τοῦ γνωστοῦ ἁγίου).    
Παρὰ τὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ἦταν μόνον Ἐπίσκοπος, ὡστόσο δὲν ἔπαυσε νὰ διαλάμπει μὲ τὸν συν-δυασμὸ τῆς λαμπρῆς παιδείας του καὶ τῆς ἄμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ὁ Γερμανὸς θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546-1612), μολονότι ἐχθρικὸς πρὸς τὴν Ὀρθο-δοξία, ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμα-σκηνὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς πιὸ μορφωμένους Ὀρθοδόξους Κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀπὸ αὐτούς ἦταν ὁ πιὸ ἐπαινετὸς «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Λόγῳ τῶν χαρισμάτων του αὐτῶν ὁ Ἅγιος ἀπέλαυε τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν Πατριαρχῶν γιὰ σημαίνουσες ἀποστολές ὡς Ἔξαρχος, ὅπως στὸ Ἅγιον Ὄρος (1567), ἀλλὰ καὶ στὴ Μικρὰ Ρωσία (Οὐκρανία), ὅπου στὰ ἔτη 1565-1572 ὁ Δαμασκηνὸς συνετέλεσε ἀποφασιστικά στὴν κατανίκηση τῆς αἱρετικῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἀργότερα, κατὰ τὴν Πατριαρχία τοῦ Ἱερεμίου Β΄τοῦ Τρανοῦ (†1595), ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου, ὁ Δαμασκηνὸς ἔλαβε μέρος στὴ σύνταξη  τῆς πατριαρχικῆς δογματικῆς ἀπαντήσεως (1572-73) στοὺς Λουθηρανοὺς Προτεστάντες τῆς Τυβίγγης, διετέλεσε δὲ καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Θρόνου στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ ἀρκετοὺς μῆνες, κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Πατριάρχου.
Τὸ 1574, ὁ Ἅγιός μας προβιβάσθηκε σὲ «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ὡς Δαμασκηνὸς Γ΄ ὁ Στουδίτης, θρόνο ποὺ ὑπηρέτησε ἐπὶ δύο περίπου ἔτη, μέχρι τὸ 1576, ὅταν συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῶν λογίων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο ἀργότερα, τὸ σωτήριον ἔτος 1577, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καὶ ἐτάφη στὴ μητροπολιτική του περιφέρεια, στὴ Ναύπακτο ἢ τὴν Ἄρτα. Ἐπίγραμμα ἀναφερόμενο στὸν Ἅγιο, πλέκει τὸν ἔπαινό του, χαρακτηρίζοντας τὸν Δαμασκηνὸ ὡς «σοφία τῶν Ἑλλήνων» καὶ τὸν θάνατό του ὡς κακὴ στιγμή, ἡ ὁποία ἄφησε τοὺς φιλέλληνες ὀρφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».
Στὰ συγγράμματά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θησαυρός», τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορὲς μέχρι τὸ 1926) καὶ ποὺ μαρτυρεῖ τὰ γνήσια μοναχικὰ του βιώματα καὶ τὸ σέβας στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, ὅπως Κανόνες πρὸς τιμὴν τοῦ Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554), ποιήματα πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας σὲ ὁμηρικὴ γλῶσσα, μία Παραίνεσις πρὸς Μοναχούς, καὶ ἄλλα, ὅπως σύγγραμμα ζωολογίας καὶ ἕτερο μετεω-ρολογίας, ποὺ πιστοποιοῦν τὴν εὐρεῖα παιδεία του. Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς πρέπει νὰ ὑπῆρξε διδάσκαλος καὶ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς τελευταίους Στουδίτες, τοῦ Ὁσίου Διονυσίου τοῦ «Ρήτορος» (†1606), μετέπειτα ἀσκητοῦ στὴ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Παρὰ τὴ λιπαρή του παιδεία, χάρις στὴν ὁποία κατεῖχε ἄριστα τὴν ὁμηρικὴ καὶ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο, ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης, Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἔγραφε καὶ σὲ ἁπλῆ καὶ καθαρὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε πολλὴν ἀνάγκη τῆς «στερεᾶς τροφῆς» τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ «Θησαυρὸς» τοῦ Δαμασκηνοῦ ὑπῆρξε τὸ πιὸ διαδεδομένο στὸν τομέα του βιβλίο καὶ ἐνίσχυσε τὸ δοῦλο Γένος στὶς θλίψεις καὶ τὰ μαρτύρια. Ἡ προσφορά του ἐπεκτάθηκε ὅταν μεταφράσθηκε καὶ στὰ τουρκικά (1731), γιὰ τοὺς τουρκόφωνους Ρωμηούς, στὰ σερβικὰ (1580) καὶ τὰ ρωσικά (1656,1715). Ἰδιαιτέρως στὴ Βουλγαρία θεωρεῖται ὅτι ἡ μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) ἀπέτρεψε τὸν ἐκτουρκισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων Βουλγάρων.
 
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου ΔαμασκηνοῦἮχος α’ Τῆς ἐρήμου πολίτης
 
Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον,
εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον,
τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν,
τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς,
τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς,
πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι·
δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι,
δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.
 
 
Έκδοσις 
Ιερού Ησυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου