ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

Από την 1η Αυγούστου αρχίζει η τέλεση των Παρακλητικών Κανόνων προς την Υπεραγία Θεοτόκο .

0 σχόλια

Οἱ Παρακλητικοὶ Κανόνες πρὸς τὴν Παναγία μας


 Ἰωάννου Μ. Φουντούλη
Ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας. Ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, τῆς μνήμης, τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἐτέθη ἀκριβῶς στὸ μέσον τοῦ μηνὸς αὐτοῦ, ἦταν αἰτία καὶ ὅλες οἱ ἡμέρες του νὰ πάρουν σιγὰ – σιγὰ ἕνα Θεομητορικὸ χαρακτήρα. Οἱ δεκατέσσαρες πρῶτες ἡμέρες μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι τὰ προεόρτιά της καὶ οἱ ὑπόλοιπες τὰ μεθέορτα, ἡ παράταση τῆς μεγάλης αὐτῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς.
Κατὰ τὴν αὐστηρὰ ἑορτολογικὴ τάξη, προεόρτιος ἡμέρα εἶναι μόνο ἡ παραμονή, ἡ 14η τοῦ μηνός, κατὰ τὴν ὁποία καὶ μόνο ὑπάρχουν εἰδικὰ τροπάρια στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία. Ἀλλὰ τὸ λειτουργικὸ ἔθιμο, ποὺ σήμερα ἀποτελεῖ πιὰ γενικῶς καθιερωμένη παράδοση, συνέδεσε ὅλες τὶς πρὸ τῆς ἑορτῆς ἡμέρες μὲ τὴν προπαρασκευὴ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τῆς Παναγίας, ἀφ’ ἑνὸς μὲν μὲ τὴν προπαρασκευαστικὴ νηστεία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μὲ τὴ ψαλμωδία τῶν παρακλητικῶν κανόνων πρὸς αὐτὴν μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
Ἡ μεθέορτος πάλι περίοδος κατὰ τὸ ἰσχύον τυπικὸ λήγει τὴν 23η Αὐγούστου, ἠμέρα κατὰ τὴν ὁποία «ἀποδίδεται» ἡ ἑορτή, τὰ Ἐννιάμερα. Πάντοτε ὅμως κατὰ τὸ παρελθὸν ὑπῆρχαν τάσεις παρατάσεως τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἔτσι σὲ πολλὰ μοναστήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἡ ἑορτὴ ἀπεδίδετο τὴν 28η Αὐγούστου. Διάταγμα ἐξ ἄλλου τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικου Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ὅριζε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου καθ’ ὅλο τὸν Αὔγουστο μήνα ἀπὸ τὴν 1η μέχρι τὴν 31η.
Σὲ ἀνάλογο τάση φαίνεται ὅτι ὀφείλεται καὶ ἡ τοποθέτηση στὴν 31η τοῦ Αὐγούστου τῆς ἑορτῆς τῆς καταθέσεως τῆς Τίμιας Ζώνης τῆς Θεοτόκου στὴν Ἁγία Σορό, ποὺ βρισκόταν στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου στὰ Χαλκοπρατεία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Θεομητορικὸς μήνας, ἀλλά καὶ ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ποὺ ἔληγε τὴν 31η Αὐγούστου, σφραγιζόταν μὲ μία Θεομητορικοῦ χαρακτήρα ἑορτή.
Κατὰ τὸν Αὔγουστο, λοιπόν, τὸν μήνα τῆς Παναγίας, στοὺς ναούς μας, καὶ μάλιστα στὰ προσκυνήματα τὰ ἀφιερωμένα στὸ ὄνομά της, θὰ συντρέξουν οἱ πιστοί μας γιὰ νὰ ὑμνολογήσουν τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναφέρουν σ’ αὐτὴν τὴ θλίψη καὶ τὶς ἀγωνίες τους. Καὶ δικαίως, γιατί ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ λογικὴ κλίμακα ποὺ κατέβασε τὸν Θεὸ στὸν κόσμο καὶ ἀνέβασε τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό. Εἶναι ὁ κρίκος ποὺ συνέδεσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, ποὺ ἔδωσε στὸν Θεὸ τὴν σάρκα, ὥστε νὰ γίνει, ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «ὁμοούσιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα», σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Καὶ στὴν παρρησία τῆς μητέρας Του, ποὺ τὴν ἄφησε πεθαίνοντας στὸν σταυρὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου καὶ γιὰ δική μας μητέρα, καταφεύγουν τώρα τὰ παιδιά της, οἱ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν ἡ διαθήκη Του αὐτή, ποὺ τὴν ἔγραψε ἐπάνω στὸν αἱματοβαμμένο σταυρό Του, ὅταν βλέποντας «τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὅν ἤγαπα» εἶπε πρὸς αὐτὴν τὸ «Ἰδοὺ ὁ υἱός σου» καὶ πρὸς τὸν μαθητὴ «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου»;
Μὲ τὸ θάρρος λοιπὸν καὶ τὴν ἀγάπη τῶν παιδιῶν πρὸς τὴν μητέρα ἀπευθύνεται ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ διαβιβάσει Ἐκείνη τὰ αἰτήματά του πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, χρησιμοποιώντας καὶ πάλι τὴν παρρησία τῆς μητέρας. Γιατί μέσα στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, νεκροὶ δὲν ὑπάρχουν. Ὅλοι ζοῦν ἐν Χριστῷ καὶ συνεχίζουν καὶ στὸν οὐρανὸ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ζοῦν στὴ γῆ καὶ ἀγωνίζονται τὸν καλὸν ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ζῶντες στὸν κόσμο τοῦτο δέονται γιὰ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς των, ζώντας ἢ κεκοιμημένους.
Καὶ πολὺ περισσότερο ἡ Θεοτόκος στὴ δόξα τοῦ οὐρανοῦ δὲν παύει νὰ ἐκτελεῖ τὸ ἔργο τῆς μεσιτείας ποὺ ἔκαμε καὶ στὴ γῆ. Ὅπως στὸ γάμο τῆς Κανᾶ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴ χαρὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ ζήτησε καὶ πέτυχε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν θαυματουργική Του ἐπέμβαση, ἔτσι καὶ μεταστάσα ἀπὸ τὴ γῆ δὲν ἐγκατέλειψε τὴ γῆ, ἀλλὰ διαρκῶς διαβιβάζει τὶς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.
Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο εἶναι ἡ «προστασία» ἡ «ἀκαταίσχυντος» καὶ ἡ «μεσιτεία» ἡ «ἀμετάθετος», ποὺ δὲν παραβλέπει τὶς ἱκετευτικές μας φωνές, ἀλλὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ προφθάνει στὴ βοήθεια ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ ψάλλει ὁ ποιητὴς τοῦ γνωστοῦ κοντακίου.
Σ’ αὐτὴν λοιπὸν τὴ θεολογικὴ βάση στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ὅταν κατὰ τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ μηνὸς αὐτοῦ ψάλλει στοὺς ναούς μας τοὺς παρακλητικοὺς κανόνας πρὸς τὴν Παναγία. Θὰ ἑνώσουμε καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ὑπόλοιπο λαὸ τοῦ Θεοῦ τὴ φωνή μας καὶ θὰ ἀπευθύνουμε πρὸς αὐτὴν τοὺς ὡραίους ὕμνους, ποὺ συνέθεσαν οἱ ἱεροὶ ποιητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ πνευματοκίνητοι συντάκτες τῶν ἱερῶν αὐτῶν ἀκολουθιῶν. Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς παρακλητικὲς ἀκολουθίες θὰ δοῦμε σήμερα. Τὸ θέμα εἶναι καὶ ἐπίκαιρο καὶ πρακτικῶς χρήσιμο, ἀφοῦ ἀπὸ σήμερα τὸ βράδυ θὰ σημαίνουν οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ θὰ μᾶς καλοῦν σ’ αὐτές.
Οἱ δύο ἀκολουθίες αὐτὲς μᾶς εἶναι γνωστὲς μὲ τὸ ὄνομα «Μικρὸς» καὶ «Μέγας παρακλητικὸς κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Ἔτσι ἐπιγράφονται στὰ λειτουργικά μας βιβλία. Στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κάτι τὸ εὐρύτερο.
 Ὁ κανὼν εἶναι μέρος μόνο τῆς ὅλης ἀκολουθίας, τὸ μεγαλύτερο καὶ ἴσως τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ μὲ τὴν ἐναλλαγὴ του διαφοροποιεῖ τὴν κατὰ τὰ ἄλλα ὅμοια ἀκολουθία σὲ δύο, ποὺ γιὰ νὰ διακρίνονται ὀνομάζονται ἡ μία «Μεγάλη Παράκλησις» καὶ ἡ ἄλλη «Μικρά». Καὶ οἱ δύο κανόνες ἔχουν ἴσο ἀριθμὸ τροπαρίων, 32 τροπάρια ὁ καθένας-τέσσαρα σὲ κάθε ὠδή, τοῦ μεγάλου ὅμως κανόνα τὰ τροπάρια καὶ οἱ εἱρμοί, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐξαρτῶνται τὰ τροπάρια, εἶναι φανερὰ ἐκτενέστερα.
Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι, νομίζω, ἀρκετὸ νὰ αἰτιολογήσει τὸ ἐπίθετο «μέγας» σ’ αὐτόν. Φαίνεται ὅτι ὁ μέγας αὐτὸς κανὼν ἐψάλλετο πανηγυρικώτερα, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου, ὅπως δείχνουν καὶ τὸ ἐξαποστειλάριο «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων…», ποὺ ψάλλεται στὸ τέλος του. Κατόπιν καὶ ἡ ἐπανάληψις τῶν δύο τροπαρίων «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων…» καὶ «Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ…», ποὺ γίνεται στὸ τέλος κάθε ὠδῆς τοῦ μεγάλου, ἐνῶ στὸν μικρὸ μόνο στὸ τέλος τῆς γ΄ καὶ τῆς ς΄ ὠδῆς, μαρτυρεῖ μία τάση πρὸς ἔξαρση ἐπὶ τὸ πανηγυρικώτερον τοῦ πρώτου. Ὁ μικρὸς ἐψάλλετο, ὅπως καὶ ἡ ἐπιγραφὴ του μαρτυρεῖ, καθ’ ὅλο τὸ ἔτος «ἐν πάσῃ περιστάσει καὶ θλίψει ψυχῆς».
Κατὰ τὴν ἰσχύουσα σήμερα πράξη, οἱ δύο κανόνες κατὰ τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου ψάλλονται ἐναλλάξ, γιὰ τὴν ἀποφυγή, προφανῶς, τῆς μονοτονίας, στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ ὅλων τῶν ἡμερῶν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τῶν Σαββάτων, τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Κοιμήσεως.
Αὐτὴ ἡ σύνδεση τῆς παρακλήσεως μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ μας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἀντίστοιχο μοναχικὴ τάξη, ποὺ στὶς ὁλονυκτίες τῶν μονῶν συνάπτεται ὁ ὄρθρος στὸν ἑσπερινό. Ἡ ὅλη ἀκολουθία δηλαδὴ τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ τῆς παρακλήσεως μαζί, γίνονται σὰν ἕνα εἶδος μικρᾶς παννυχίδος στὰ μέτρα καὶ τὶς δυνατότητες τῶν ἐνοριῶν, μικρῆς ὁλονυκτίας πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.
Ἂν προσέξουμε τὴ δομὴ τῆς ἀκολουθίας τῆς παρακλήσεως, θὰ ἀναγνωρίσουμε σ’ αὐτὴν τὸ σχῆμα καὶ τὴ διάταξη ἑνὸς ὑποτυπώδους ὄρθρου. Ἀρχίζει μὲ ἕνα θρηνητικὸ ψαλμό, τὸν τελευταῖο τῶν ψαλμῶν τοῦ ἑξάψαλμου («Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου…»-ψαλμὸς 142ος), τὸ «Θεὸς Κύριος…» μὲ τὰ Θεομητορικὰ τροπάρια «Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν…» καὶ «Οὐ σιωπήσωμεν ποτὲ Θεοτόκε…», τὸν 50ο ψαλμὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…», τὸν Κανόνα μὲ Κάθισμα στὸ τέλος τῆς γ΄ καὶ τὸ Κοντάκιο στὸ τέλος τῆς ς΄ ὠδῆς καὶ τὴν παρεμβολὴ τῶν ἀναβαθμῶν, τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς Συναπτῆς του, μὲ τὰ τροπάρια ποὺ συνοδεύουν τὸν 50ο ψαλμὸ στὸν ὄρθρο, τὰ μεγαλυνάρια μετὰ τὴν θ΄ ὠδὴ καὶ στὸ τέλος τροπάρια πού μποροῦν νὰ παραλληλισθοῦν πρὸς τὰ ἐξαποστειλάρια τοῦ ὄρθρου στὸ Μέγα Παρακλητικὸ κανόνα ἢ πρὸς τὰ ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου στὴν μικρὰ Παράκληση. Ἂν συνδυάσουμε μάλιστα τὰ ἀνωτέρω πρὸς τὴν τάξη ποὺ ἰσχύει στὶς ἑορτὲς τῶν ἁγίων, ποὺ ὡς πρῶτος κανὼν στὸν ὄρθρο ψάλλεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω παρακλητικοὺς κανόνας πρὸς τὴν Θεοτόκο, δὲν μᾶς μένει καμιὰ ἀμφιβολία, ὅτι καὶ στὶς παρακλήσεις ἔχουμε ἕνα Θεομητορικὸ παρακλητικὸ ὄρθρο κατὰ τὸν τύπο τῶν μοναχικῶν ὁλονυκτιῶν.
Ὁ μικρὸς κανὼν φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοστηρίκτου μοναχοῦ ἢ τοῦ Θεοφάνους, πού ἴσως πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο ποὺ χαρακτηρίζεται πότε μὲ τὸ κοσμικό, πότε μὲ τὸ μοναχικό του ὄνομα. Ποιὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὁμώνυμους ποιητὲς εἶναι ὁ συντάκτης τοῦ κανόνος αὐτοῦ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ προσδιορισθεῖ.
Τοῦ μεγάλου ποιητὴς εἶναι ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις (1222-Ι258). Ὁ δεύτερος αὐτὸς κανὼν ἔχει μᾶλλον προσωπικὸ χαρακτήρα καὶ ἀναφέρεται εἰδικῶς στὰ παθήματα καὶ τὶς περιστάσεις τοῦ βίου τοῦ πολυπαθοῦς αὐτοῦ βασιλέως. Ὁ πρῶτος εἶναι γενικότερος καὶ ταιριάζει σὲ κάθε ἄνθρωπο θλιβόμενο, ἀσθενοῦντα καὶ πάσχοντα ἀπὸ πνευματικὲς καὶ σωματικὲς ἀσθένειες, ἀπὸ ἐπιβουλὲς δαιμονικὲς καὶ κάθε ἄλλο ψυχοσωματικὸ κίνδυνο.
Καὶ οἱ δύο Κανόνες ψάλλονται σὲ ἦχο πλ. δ΄. Ἡ α΄ ὠδὴ τοῦ Μικροῦ ἔχει εἱρμὸ τὸ «Ὑγράν διοδεύσας», τοῦ μεγάλου τὸ «Ἁρματηλάτην Φαραώ». Καὶ οἱ δύο ἁμιλλῶνται στὴν ἐκλογὴ ὡραίων εἰκόνων, λεπτοῦ καὶ εὐγενοῦς τρόπου ἐκφράσεως τῆς δεήσεως, ζωηρῆς περιγραφῆς τῶν θλίψεων καὶ τῶν συμφορῶν καὶ τῶν αἰσθημάτων πίστεως, πόνου, ἀλλὰ καὶ ἐλπίδος καὶ ἐγκαρτερήσεως. Ὁ θρῆνος τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι ἔκφραση ἀπογνώσεως καὶ ἀπελπισίας, ἀλλὰ αἴτηση τοῦ Θείου ἐλέους καὶ τῆς βοηθείας τῆς Θεοτόκου γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀγῶνος τοῦ βίου καὶ γιὰ τὴν νικηφόρο ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν.

Ἀπό τό βιβλίο:Λογικὴ Λατρεία, Θεσ/κη 1971, σ. 173-178).


1 Αυγούστου η μνήμη των Αγίων Επτά Μακκαβαίων Παίδων , της μητρός αυτών Σολομονής και του διδασκάλου αυτών Ελεαζάρου .

0 σχόλια

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ, Η ΑΓΙΑ ΑΥΤΩΝ ΜΗΤΗΡ ΣΟΛΟΜΟΝΗ ΚΑΙ Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΥΤΩΝ ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ






Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη

«Αυτοί, όταν ο Αντίοχος, ο υιός του Σελεύκου, υπέταξε και αιχμαλώτισε το έθνος των Εβραίων και τους ανάγκαζε να αρνηθούν την παράδοσή τους και να τρώνε απαγορευμένες από τη θρησκεία τους τροφές, απείθησαν στον τύραννο, κρατώντας τους πατρογονικούς νόμους τους, και ο πρεσβύτης Ελεάζαρ, που ήταν διδάσκαλος και εξηγητής του Μωσαϊκού νόμου, και οι επτά παίδες, οι οποίοι μαθήτευαν σε αυτόν. Και ο μεν πρεσβύτης, αφού με δεμένα τα χέρια τον βασάνισαν με πολλούς τρόπους και τον έριξαν στη φωτιά, στο τέλος, μετά από προσευχή που έκανε, ώστε το αίμα του και ο θάνατός του να θεωρηθούν από τον Θεό αντίλυτρο για το έθνος του, εξέπνευσε. Οι δε γενναιότατοι παίδες, αφού κι αυτοί πέρασαν πολλά βασανιστήρια, με τροχούς, με καταπέλτες, με φωτιά, χωρίς να αρνηθούν την πίστη τους ούτε να προδώσουν τον νομοθέτη Θεό για την πρόσκαιρη ζωή, έλαβαν ως αυτοκράτορες των παθών τους, τα στεφάνια της υπομονής. Μαζί τους και η μητέρα τους Σολομονή, όταν ειδε το τέλος των παιδιών της, χωρίς να περιμένει ανθρώπινο χέρι να τη σύρει, ρίχτηκε στην αναμμένη πυρκαϊά, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».
Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι οι άγιοι που εορτάζουμε σήμερα ανήκουν στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης. Εντάσσονται σ’ αυτούς που χαρακτηρίζονται δίκαιοι και που θεωρούνται ότι αναστήθηκαν μαζί με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, κατά την ένδοξη Εκείνου Ανάσταση, οπότε απολαμβάνουν κι αυτοί «συν πάσι τοις αγίοις» τον παράδεισο, ευρισκόμενοι μέσα στους κόλπους του προπάτορά τους Αβραάμ. Η ίδια η ακολουθία τους μάλιστα, με το δεδομένο ότι έδωσαν τη ζωή τους για να μείνουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού - λόγω του Αντιόχου, που θέλησε, όπως σημειώνει και παραπάνω το συναξάρι, να μεταστρέψει δια της βίας τους υποταγμένους σ’ αυτόν Ιουδαίους - τους τοποθετεί στην ίδια χορεία με τους μάρτυρες του Χριστού και μάλιστα δοξολογουμένους μαζί τους με χαρμόσυνο τρόπο από όλη την Χριστού Εκκλησία: «συνεορτάσατε τοις μάρτυσι Χριστού, ως προ εκείνων αθλήσαντες υπέρ νόμου και μετ’ εκείνων ευφημούμενοι εννόμως, πάση τη Χριστού Εκκλησία φαιδρώς».
Η επιλογή του Νόμου του Θεού ως προτεραιότητας της ζωής τους αποκαλύπτει το μέγεθος της αγιότητάς τους. Διότι άγιος είναι εκείνος ο οποίος, ως γνωστόν, θέτει υπεράνω όλων το θέλημα του Θεού, άρα φανερώνει την αγάπη την οποία τρέφει προς Εκείνον. Η εντολή του Θεού άλλωστε είναι σαφής και ισχύει και για την Παλαιά και για την Καινή Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Οι άγιοι λοιπόν σήμερα έδειξαν ότι πράγματι αγαπούν με απόλυτο τρόπο τον Θεό, έχοντας μεταθέσει όλο το νου τους σ’ Εκείνον και αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αληθινή πατρίδα τους είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η άφθαρτη και ανώλεθρη, κάτι που αποτελούσε τη μαρτυρία τους και προς τον ίδιο τον Αντίοχο, κατά το δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού: «Ημίν, ω Αντίοχε, εις Βασιλεύς, ο Θεός, παρ’ ου γεγόναμεν, και προς ον επισρέφομεν. Κόσμος μένει άλλος ημίν, του ορωμένου υψηλότερος και μονιμώτερος. Πατρίς δε ημών Ιερουσαλήμ, η κραταιά και ανώλεθρος, πανήγυρις δε, η μετά Αγγέλων διαγωγή».
Μία τέτοια μετάθεση του κέντρου βάρους της ύπαρξής τους στον ίδιο τον Θεό, η οποία τους έδινε και τη δύναμη να υπερβαίνουν τις οδύνες και των μαρτυρίων τους, ήταν βεβαίως χαρισματική κατάσταση, αλλά απαιτούσε και την ανθρώπινη συνέργεια. Εννοούμε ότι συνήργησε για τον αγιασμό και το μαρτύριό τους και ο ανθρώπινος παράγοντας, εκδηλούμενος με το αλειπτικό στοιχείο. Αλείπτες, ως γνωστόν, είναι εκείνοι που προετοιμάζουν και ενισχύουν κάποιον για το μαρτύριο, παίζοντας κατά κάποιο τρόπο το ρόλο του προπονητή τους. Τέτοιους αλείπτες λοιπόν στους αγίους σήμερα έχουμε τριών ειδών: πρώτα, την ίδια τη μάνα των επτά παίδων: από μικρούς τους ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και την ώρα του μαρτυρίου τους τους ενίσχυε και με τα λόγια της και με την παρουσία της. Έπειτα, τον ιερέα διδάσκαλό τους άγιο Ελεάζαρο: διαρκώς τους νουθετούσε να παραμένουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού, έστω και με θυσία της ζωής τους, κάτι που το δίδαξε και με το άγιο παράδειγμά του. Τέλος δε, και το σημαντικότερο ίσως, αλείπτες για τους Μακκαβαίους παίδες υπήρξαν οι ίδιοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής και του μαρτυρίου τους: ο καθένας παρότρυνε τον άλλον να παραμείνει σταθερός και να μη λυγίσει την ώρα την κρίσιμη. Θα έλεγε κανείς ότι το στοιχείο αυτό κυριαρχεί κυριολεκτικά στα τροπάρια του κανόνα της εορτής: «Αλλήλους οτρύνοντες, ούτως εβόων: Νομίμως αθλήσωμεν και προθύμως θάνωμεν υπέρ πατρώων εθών». «Μη τις υστερείτω σήμερον του καλού αγώνος, μη τις θηρευθήτω, υπό του μανιώδους. Σοφός εστιν ο δράκων, αλλήλους παρώτρυναν της Σολομονής οι υιοί, μη τις υμών γένηται βρώμα αυτού». Ταις αυτών πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.

28 Ιουλίου η μνήμη της Οσίας μητρός ημών Ειρήνης , ηγουμένης της μονής του Χρυσοβαλάντου .

0 σχόλια



ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ

Γέννηση και καταγωγή

Στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Θεόφιλος και σύζυγός του η εικονολάτρισσα Θεοδώρα, όταν η περίοδος της Εικονομαχίας, που για περισσότερο από 100 χρόνια ταλάνισε την αυτοκρατορία, βρισκόταν στην τελευταία φάση της, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε και έζησε την πρώτη της νεότητα η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου. Πατέρας της οσίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας. Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυο κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη. Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825 μ.Χ. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δύο κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού.

Η Ειρήνη υποψήφια σύζυγος του αυτοκράτορα

Την άνοιξη του 839 μ.Χ., ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού του.
Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πια και επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι’ αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιο της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της. Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν 15 χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία.
Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη, η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.
Ο Φιλάρετος γνώρισε σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιο του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Οι δύο πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους. Η Ειρήνη όμως, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε τους προαποφασισμένους αρραβώνες της, τον πληροφόρησε για την αμετάκλητη απόφασή της να λάβει το μοναχικό σχήμα. Ακολούθησε έντονη συναισθηματική σύγκρουση πατέρα και κόρης, έπειτα από την οποία η ευαίσθητη Ειρήνη ασθένησε σοβαρά και κινδύνεψε ακόμη και η ζωή της. Όταν η υγεία της αποκαταστάθηκε, ο πατρίκιος Φιλάρετος, συνειδητοποιώντας ότι η Ειρήνη είχε λάβει μια απόφαση ζωής, την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.

Μοναχή και Ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου

Στη Mονή αυτή, σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Ειρήνη εκάρη μοναχή και έξι χρόνια αργότερα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου. Οι συναξαριστές αναφέρουν πολλά θαύματα τα οποία επιτέλεσε η Ειρήνη ως Ηγουμένη, τρία όμως από αυτά θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά, ώστε επηρέασαν άμεσα την ορθόδοξη αγιογραφία.
Ο άγγελος-οδηγός

Η Ειρήνη έδινε πολλή μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε, ενώ πολλές φορές πήγαιναν και λαϊκοί να την επισκεφθούν και να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Η Ειρήνη ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.
Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το ποιμαντικό έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό: «Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ’ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν δια μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτησή σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σου αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές».
Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαϊκοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν συνεχώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν. Για τον Άγγελο τούτο που την καθοδηγούσε (σύμφωνα με μαρτυρίες του τότε, και τους βιογράφους της), λέγεται ότι είναι ο 'Αρχων Φιλάρετος ένας Αρχάγγελος από τις τάξεις των Σεραφείμ.

Τα λυγισμένα κυπαρίσσια και η αιώρηση της Aγίας

Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση. Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμειχτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε˙ και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.
Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν και εκείνες το θαύμα της Ηγουμένης τους. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»; Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.

Τα θεόσταλτα μήλα

Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου». Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, η αγία λέει στην πορτάρισσα να ανοίξει την πόρτα της μονής και να οδηγήσει τον άνθρωπο που περιμένει εκεί στον ξενώνα, όπου θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει.
Πράγματι, η οσία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.
Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.
Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό. Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλαν τα άγια Πάθη και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να εγκαταλήψει τα επίγεια.

Η οσιακή της κοίμηση

Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία.
Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστεως, κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελυταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασε το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Συ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σε θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».
Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με ευλαβική σιωπή, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η οσία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων.
Η οσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος Αγίου Θεοδώρου.

Απολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄ Τὸν συνάναρχον Λόγον
Βασιλείας γηίνου πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ’ ἀφθάρτων στεφάνων νῦν σὲ ἠξίωσεν, ὁ νυμφίος σου Χριστὸς ὁ ὡραιότατος· ᾧ καθιέρωσας σαυτήν, ὅλῃ καρδίᾳ καὶ ψυχῇ, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δὲ προσφυγὴ καὶ βοήθεια.

Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Την του κόσμου εύκλειαν, καταλιπούσα Οσία, τω Χριστώ νενύμφευσαι, τω βασιλεί τω αφθάρτω' κάλλεσι, της παρθενίας λελαμπρυσμένη, σκάμμασι, της εγκρατείας πεποικιλμένη, δια τούτο σε Ειρήνη, ο σος νυμφίος, λαμπρώς εδόξασε.

27 Iουλίου η μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος .

0 σχόλια

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς και Ιαματικός Παντελεήμων


Από το ιστολόγιο της Ι. Μ. Βεροίας , Ναούσης και Καμπανίας 
  '' ΜΕ ΠΑΡΡΗΣΙΑ ''


Τὸν καιρὸ ποὺ τὰ μαῦρα σύννεφα τῆς εἰδωλολατρείας σκέπαζαν ἀπειλητικὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη, στὰ τέλη δηλαδὴ τοῦ τρίτου αἰώνα μετὰ Χριστόν, γεννήθηκε στὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ φοβερὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Μαξιμιανός.

Ὁ πατέρας του λεγόταν Εὐστόργιος καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης ἀξιωματοῦχος, μέλος τῆς συγκλήτου. Ἡ μητέρα του λεγόταν Εὐβούλη καὶ ἦταν θερμὴ Χριστιανή. Τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσαν στὸ παιδί τους ἦταν Παντολέον.

Ὁ Παντολέον ἦταν πολὺ ἔξυπνος, εὐγενικός, ἐπιμελής, ταπεινὸς καὶ πράος, γεμάτος ἀρετή, παρ’ ὅλο ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε βαπτιστεῖ Χριστιανός. Ὅταν μεγάλωσε, ὁ πατέρας του τὸν παρέδωσε σ’ ἕνα φημισμένο γιατρό, τὸν Εὐφρόσυνο , γιὰ νὰ τοῦ διδάξει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Παντολέον ξεπέρασε ὅλους τους συνομήλικούς του στὴν μόρφωση καὶ ὅλοι μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ χαρακτήρα του. Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἐξυπνάδα του, τὸν προόριζε γιὰ νὰ γίνει γιατρὸς στὸ παλάτι, ὁ γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων.

Τὸν ἴδιο καιρὸ ὁ γέροντας ἱερέας τῆς Νικομήδειας Ἐρμόλαος, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάλεσε στὸ σπίτι ποὺ κρυβόταν τὸν Παντολέοντα γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει. Ἀφοῦ συνομίλησαν γιὰ πολλὴ ὥρα, ὁ Ἐρμόλαος κατενθουσιάστηκε ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ κοσμοῦσαν τὸ νέο καὶ ἀποφάσισε νὰ τοῦ γνωρίσει τὴν πίστη στὸ Χριστό. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἀνάμεσά τους μιὰ ἄριστη πνευματικὴ σχέση. Ὁ Παντολέον ἐπισκεπτόταν καθημερινὰ τὸν Ἅγιο Ἐρμόλαο καὶ ἀπολάμβανε τοὺς Χριστιανικούς του λόγους. Στερεωνόταν ἔτσι, σιγὰ - σιγὰ,  στὴν ἀληθινὴ πίστη.

Ἕνα ἐντυπωσιακὸ γεγονὸς κάνει τὸν Παντολέοντα νὰ πάρει τὴ σοβαρὴ καὶ γενναία ἀπόφαση νὰ δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, νὰ γίνει Χριστιανός. Ἐνῶ περπατοῦσε στὸν δρόμο συνάντησε ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ δάγκωσε μία ὀχιὰ καὶ πέθανε. Λέει λοιπὸν στὸν ἑαυτό του: Θὰ προσευχηθῶ στὸ Χριστὸ νὰ ἀναστήσει αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἂν πράγματι τὸ παιδὶ ἀναστηθεῖ, ἐγὼ πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ καθυστερῶ τὴν βάπτισή μου, θὰ γίνω Χριστιανός, θὰ πιστέψω ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὰ σκέφτηκε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριο. Ἀμέσως τὸ παιδὶ ζωντάνεψε καὶ τὸ φίδι πέθανε.

Γεμάτος χαρὰ ὁ Παντολέον τρέχει στὸ γέροντα Ἐρμόλαο, τοῦ διηγεῖται τὸ θαῦμα καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ τὸν βαπτίσει. Καὶ ὁ Ἐρμόλαος, ἐπειδὴ γνώριζε ποιὸς ὁδηγεῖται στὴν τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση ὁδήγησε στὸ φωτισμὸ τοῦ Θείου Βαπτίσματος τὸν Παντολέοντα.

Ἀπὸ τότε ὁ Παντολέον ἔγινε ἀνάργυρος ἰατρός. Θεράπευε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀσθενεῖς, χωρὶς νὰ παίρνει καθόλου χρήματα. Ἀκόμη, ὅταν εὕρισκε φτωχοὺς τοὺς βοηθοῦσε ποικιλότροπα, δίνοντάς τους χρήματα καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα εἴδη. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐντυπωσιακὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἦταν ἡ θεραπεία ἐνὸς τυφλοῦ, μὲ τὴ δύναμη καὶ πάλι τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ μας, τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ θαυμαστὲς θεραπεῖες τοῦ Ἁγίου προκάλεσαν τὸ θαυμασμὸ τῶν κατοίκων τῆς Νικομήδειας, ἀλλὰ καὶ τὸ μίσος καὶ τὸ φθόνο τῶν ἄλλων ἰατρῶν τῆς πόλης. Οἱ τελευταῖοι κατάγγειλαν τὸν Παντολέοντα στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, τὸν φοβερὸ αὐτὸ διώκτη τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ὁ Μαξιμιανὸς κάλεσε τὸν Ἅγιο στὰ ἀνάκτορα γιὰ νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις. Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε μὲ θάρρος ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὁ αὐτοκράτορας στὴν ἀρχὴ προσπάθησε νὰ τὸν πείσει μὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Παντολέον ὅμως ἔμεινε πιστὸς καὶ ἀκλόνητος. Δὲν ἀρνήθηκε. Δὲν πρόδωσε τὸ Χριστό.

Ὁ αὐτοκράτορας ἐξαγριωμένος, διέταξε φοβερὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ κλονίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.

Οἱ στρατιῶτες τοῦ αὐτοκράτορα, ἄρχισαν νὰ τοῦ ξέουν τὴ σάρκα μὲ μαχαίρια καὶ νὰ καῖνε τὶς πληγὲς μὲ λαμπάδες. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἦλθε σὲ βοήθεια τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ θεράπευσε τὶς πληγές, φωτίζοντάς τον μὲ ἀστραπές. Στὴ συνέχεια ἔβαλαν τὸν Παντολέοντα μέσα σὲ ἕνα καζάνι ποὺ ἔβραζε. Μὲ τὴ βοήθεια ὅμως καὶ πάλι τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἔμεινε σῶος καὶ ἀβλαβὴς καὶ ἡ φωτιὰ θαυματουργικὰ ἔσβησε. Ἀκολούθως βύθισαν τὸν Ἅγιο στὰ βάθη τῆς θάλασσας, ἀφοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμό του μιὰ τεράστια πέτρα. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἔκανε τὴν πέτρα πιὸ ἐλαφριὰ ἀπὸ φύλλο καὶ ἔδωσε στὸν Παντολέων τὴν δύναμη νὰ περπατᾶ πάνω στὰ νερά. Ἔτσι σῶος καὶ ἀβλαβής, βγῆκε στὴ στεριά. Στὴ συνέχεια ἔρριξαν τὸν Ἅγιο σὲ πεινασμένα ἄγρια θηρία. Ὅμως τὰ ζῶα, ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξουν, ἔγλειφαν ἤρεμα καὶ εἰρηνικὰ μὲ τὴ γλώσσα τους τὰ πόδια του, κουνόντας τὶς οὐρές τους.

Ἔκπληκτος ἀλλὰ καὶ ἐξαγριωμένος ὁ ἡγέμονας, διατάσσει τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου. Θαυματουργικὸς τὸ ξίφος λυγίζει καὶ ἀντὶ αἷμα τρέχει γάλα. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπ’ τὸν οὐρανό. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Παντελεήμων, ποὺ σημαίνει τὸν Ἅγιο ποὺ ὅλους τους βοηθᾶ καὶ τοὺς ἐλεεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του.

Τὸ Τίμιο Σῶμα τοῦ Ἁγίου τάφηκε μὲ τιμὲς ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

 
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χάριν ἔνθεον εἰσδεδεγμένος, ῥῶσιν ἄφθονον ἀεὶ παρέχεις, καὶ ψυχῶν τε καὶ σωμάτων τὴν ἴασιν, τοῖς τῷ ἁγίῳ ναῷ σου προστρέχουσι, Παντελεῆμον ἐλέους θησαύρισμα. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. α’. Αὐτόμελον.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ’ αὐτοῦ κομισάμενος, Ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου, τὰς ψυχικὰς ἠμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεὶ πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Μεγαλυνάριον.
Ρεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βλύζει χρήζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες, δεῦτε ἀρύσασθε.

26 Ιουλίου η μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής και του Αγίου ιερομάρτυρος Ερμολάου

0 σχόλια

Βίος Αγίας Παρασκευής της Οσιοπαρθενομάρτυρος



Καταγωγή, γέννηση και ανατροφή
Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν
όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών.
Ένιωθαν όμως και μια λύπη: Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους,
πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους. Και, ώ του θαύματος η αρμονική και ευσεβής συζυγία τους, με τη χάρη του Θεού που εισακούει τις προσευχές των πιστών, απέκτησε τον
καρπό της. Η Πολιτεία έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. το όποιο, επειδή γεννήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ονόμασαν Παρασκευή.
Η μητέρα της Πολιτεία την κατηύθυνε σε έργα θεάρεστα, την ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», της μάθαινε τα ιερά γράμματα, την οδηγούσε στην εκκλησία. Όταν δε
έφθασε στην εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία, παρά τη σωματική ωραιότητα της, ελκύσθηκε η ψυχή της από τον παρθενικό βίο και, καθώς αναφέρουν οι βιογράφοι της
«όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι όποιοι είναι οδός τον έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών», αλλά και καθετί που θα στεκόταν εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή.

Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας
Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 χρόνων, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου κάλεσε κοντά του τους γονείς της. Εκείνη έμεινε μόνη και κάτοχος της μεγάλης πατρικής
περιουσίας. Όπως και πριν, πολλαπλασιάστηκαν οι προτάσεις γάμου εκ μέρους πολλών νέων αντρών. Η Παρασκευή όμως δεν συγκινήθηκε απ’ αυτές. Πούλησε όλη την περιουσία
της και μοίρασε το αντίτιμο της στους φτωχούς, τους εμπερίστατους, τις χήρες και τα ορφανά, ένα δε μέρος το πρόσφερε «εἰς κοινόν ταμεῖον παρθένων, αἵ ὁποῖαι ἔζων ὁμού,
ἀφιερωμέναι εἰς τά ἔργα τοῦ ἐλέους καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου».
Η ίδια αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην προσευχή, την ελεημοσύνη, τη διάδοση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες που την άκουγαν
προσελκύονταν στην χριστιανική πίστη, απαρνούμενοι τα είδωλα.
Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή και το φθόνο των φανατικών εθνικών και των Ιουδαίων. Οι οποίοι έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός στον αυτοκράτορα
Αντωνίνο, λέγοντας του ότι «κάποια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας» και υποστηρίζει πως «αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός.

Ενώπιον του αυτοκράτορα
Ακούγοντας την καταγγελία αυτή ο Αντωνίνος θύμωσε πολύ να συλλάβουν την Παρασκευή. Ο Αντωνίνος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει ν’ αρνηθεί τη
χριστιανική πίστη και να προσέλθει στην εθνική θρησκεία της πολυθείας. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια ψυχή με ανδρείο φρόνημα και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Έβλεπε ότι δεν
επηρεάζεται από τα λόγια του. Αλλά στα κολακευτικά του λόγια απάντησε η Παρασκευή: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ
τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός, ούτε τιμωρία, ούτε παιδεμός, που να με χωρίσει από την αγάπη του».

Τα πρώτα μαρτύρια της Αγίας
Ακούγοντας αυτά ο αυτοκράτορας διέταξε τον βασανισμό της. Πύρωσαν μέσα σε δυνατή φωτιά μια σιδερένια περικεφαλαία. Όταν αυτή κοκκίνισε την τοποθέτησαν στο κεφάλι της
αθλήτριας του Χριστού. Ο Κύριος όμως έκανε το θαύμα του και την προστάτεψε.
Τότε πολλοί ειδωλολάτρες που είδα το θαύμα αυτό πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν την αλλαγή τους αυτή μπροστά στο αυτοκράτορα. Ο οποίος και εξαιρετικά θυμωμένος
διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τη δε Παρασκευή να κλείσουν σε φυλακή.
Ο Συναξαριστής της αναφέρει ότι γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίσθηκε μπροστά στην Αγία άγγελος Κυρίου. Κρατούσε στα χέρια του φωτεινό σταυρό, κάλαμο, σπόγγο και στεφάνι
και είπε προς αυτήν: «Χαῖρε, Παρασκευή, ἀθληφόρε τοῦ Κυρίου! Μή φοβᾶσαι τά βασανιστήρια τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι ὁ Κύριος πού καταδέχθηκε νά σταυρωθεῖ γιά τή σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων, θά εἶναι βοηθός καί θά σέ λυτρώσει ἀπό κάθε μελλοντική δοκιμασία σου». Αυτά της είπε ο άγγελος κι αφού την έλυσε από τα δεσμά πέταξε στους ουρανούς.
Η δε Παρασκευή, γεμάτη θάρρος και γαλήνη στην καρδιά της, συνέχισε να υμνεί και να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό της.
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να κρεμάσουν την Παρασκευή από τα μαλλιά της σ’ ένα όρθιο ξύλο και με λαμπάδες αναμμένες να καίνε τις μασχάλες και άλλα
μέλη του σώματος της. Όμως ο Ιησούς Χριστός τη διαφύλαξε σώα και αβλαβή. Εκείνη προσευχόταν, ενώ ελεεινολογούσε τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.



Το θαύμα που την ανέδειξε προστάτιδα των ματιών
Βλέποντας αυτά διέταξε λοιπόν να βράσουν δυνατά σε ένα μεγάλο καζάνι λάδι και πίσσα και να ρίξουν μέσα την Παρασκευή. Και πάλι όμως η παντοδύναμη πρόνοια του Θεού την
λύτρωσε. Απορημένος ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πλησίασε λοιπόν στο καζάνι και απευθυνόμενος στην μάρτυρα του Χριστού της είπε: «Ράντισε με, με το λάδι
αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα. Γιατί νομίζω ότι βλέπω κάτι που μοιάζει με φαντασία, αφού δεν κατακαίεσαι».
Η αγία Παρασκευή συμμορφώθηκε. και με τη χούφτα της έριξε στο πρόσωπο του λάδι και πίσσα. Αμέσως ο βασιλιάς έχασε το φως των ματιών του. Πανικοβλημένος φώναξε
δυνατά: «Ἐλέησον μέ, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί δός μοί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί πιστεύσω εἰς τόν Θεόν, ὄν σύ κηρύττεις». Πράγματι, η αγία Παρασκευή προσευχήθηκε
στο Σωτήρα Χριστό. Ο Αντωνίνος πίστεψε, ξαναβρήκε το χαμένο φως και μαζί μ’ αυτόν αρκετοί αξιωματούχοι της Ρώμης προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, όπως αναφέρει η
Παράδοση. Έκτοτε η μεν αγία Παρασκευή θεωρείται από τους χριστιανούς ως προστάτιδα των ματιών και των τυφλών, ο δε αυτοκράτορας διέταξε να πάψουν οι διωγμοί κατά των
χριστιανών και άφησε ελεύθερη την αθλήτρια του Χριστού.

Διαδίδει τη χριστιανική πίστη σε άλλες περιοχές
Ύστερα από το γεγονός τούτο η φλογερή Ιεραπόστολος Παρασκευή επεξέτεινε τη δράση της σε άλλες περιοχές, πέρα της Ρώμης. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Αντωνίνος και στο
θρόνο της κοσμοκράτειρας Ρώμης ανέβηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.). Νέοι διωγμοί ξέσπασαν κατά των χριστιανών. Έτσι, όταν η Αγία μας βρέθηκε σε κάποια πόλη,
στην οποία διοικητής ήταν ο Ασκληπιός, συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του για να δικαστεί, επειδή κήρυττε αντίθετη προς των ειδολολατρών πίστη.

Απαλλάσσει μια πόλη από το φοβερό δράκοντα
Ο Ασκληπιός έδωσε εντολή να μεταφέρουν την ομολογήτρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο μεγάλο και φοβερό δράκοντα που έμενε έξω από την πόλη και ήταν ο φόβος
και ο τρόμος των κατοίκων. Σ’ αυτόν έριχναν για τροφή τους καταδίκους και τους χριστιανούς.
Όταν η Αγία πλησίασε στο σημείο που έμενε ο δράκοντας, εκείνος βρυχήθηκε άγρια και έβγαλε από τα ρουθούνια του καπνό και φλόγες από το στόμα του, σα να ήθελε να την
καταπιεί. Εκείνη όμως του είπε αυστηρά: «Θηρίο πονηρό, ήρθε η ώρα του αφανισμού σου, γιατί πολλούς μέχρι τώρα κατασπάραξες χωρίς λόγο». Και μόλις έκανε το σημείο του
σταυρού και φύσηξε προς τον δράκοντα, ώ του παραδόξου θαύματος! Ο τρομερός εκείνος δράκοντας σφύριξε δυνατά στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και άνοιξε στα δύο!
Το μέγα τούτο θαύμα συγκλόνισε τον Ασκληπιό, τους άλλους αξιωματούχους και το πλήθος που παρακολουθούσε τα γενόμενα. Και συνετέλεσε στο να πιστέψουν στο Θεό της
Αγίας Παρασκευής και αργότερα να βαπτισθούν.

Νέα μαρτύρια με εντολή του Ταρασίου
Η Αγία συνέχισε το έργο της και έφθασε σε άλλη περιοχή, διοικητής της οποίας ήταν ο Ταράσιος. Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να μιλάει για τον Ιησού Χριστό και να προσελκύει
κοντά του τους καλοπροαίρετους εθνικούς. Σύντομα το νέο έφτασε στ’ αυτιά και του Ταρασίου έδωσε εντολή να την συλλάβουν. Ο οποίος διέταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο χάλκινο
δοχείο με λάδι, πίσσα, και μόλυβδο. Να βάλουν από κάτω δυνατή φωτιά και όταν αρχίσει να κοχλάζει το μίγμα, να ρίξουν μέσα την αγία Παρασκευή. Πράγμα που έγινε αμέσως.
Αλλά ο Θεός έκανε και πάλι θαύμα μέγα, έστειλε τον άγγελο του και τη μεν φλόγα έσβησε τελείως, τα δε κοχλάζοντα τρία στοιχεία του μίγματος τα έκανε πιο κρύα από το νερό.
Κι ενώ αρκετοί από τους παρόντες ομολογούσαν πίστη στο Θεό της Αγίας, ο σκληρόκαρδος Ταράσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να συνεχίσουν με το βασανιστήριο
του τανύσματος. Την κάρφωσαν στο δάπεδο με τεντωμένα τα τέσσερα άκρα της και τοποθέτησαν επάνω στο στήθος της βαριά πλάκα!
Κι ενώ η οσιοπαρθενομάρτυς υπέμεινε και προσευχόταν, «φαίνεται προς αυτήν ο Χριστός», καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής, δορυφορούμενος από πλήθος αγγέλων και
αρχαγγέλων και της είπε: «Χαῖρε, Παρασκευή, καλιπάρθενε. Μή δειλιάσεις στά βασανιστήρια, γιατί ἡ χάρη μου θά εἶναι μαζί σου, γιά νά σέ σώζει ἀπό κάθε πειρασμό. Δεῖξε
λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί θά ἔρθεις στήν αἰώνια βασιλεία, κοντά μου». Και λέγοντας αυτά, θεράπευσε τις πληγές της και την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.
Το επόμενο πρωί οδήγησαν και πάλι την Αγία ενώπιον του Ταρασίου. Έκπληκτος εκείνος, όταν την αντίκρυσε υγιή, απέδωσε την επούλωση των πληγών της στους θεούς των
Ρωμαίων και την κάλεσε να προσέλθει στο ναό τους, να τους προσκυνήσει και να λάβει μεγάλες δωρεές από τον ίδιο. Η Παρασκευή του απάντησε: «Δεν μου έδωσαν την υγεία οι
θεοί σου, οι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, στον όποιο πιστεύω και αυτόν λατρεύω». Έπειτα δέχθηκε να μεταβούν μαζί στο ναό των ειδώλων.
Τους ακολούθησαν πολλοί αξιωματούχοι και πλήθος εθνικών, νομίζοντας ότι η Παρασκευή θα πρόσφερε θυμίαμα στα είδωλα. Όμως διαψεύσθηκαν!



Πέφτουν και συντρίβονται τα είδωλα
Μόλις μπήκαν στο ναό η Αγία απευθυνόμενη προς το είδωλο του Απόλλωνα, έκανε το σημείο του σταυρού. Το δαιμόνιο που βρισκόταν μέσα στο άγαλμα, φώναξε δυνατά:
«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε και κανένας άλλος από μας. Μόνος αληθινός Θεός είναι αυτός που κηρύττει η Παρασκευή...». Και στη στιγμή όλα τα είδωλα , που βρίσκονταν στο ναό
κατέπεσαν και συντρίφτηκαν στο δάπεδο.
Αγανακτισμένοι οι ιερείς των ειδώλων όρμησαν κατά της Αγίας και σπρώχνοντας την, την έβγαλαν έξω από το ναό, ζητώντας από τον Ταράσιο να δώσει τέρμα στη ζωή της, για να
μη προξενηθεί μεγαλύτερο κακό στην εθνική θρησκεία. Πράγματι, ο Ταράσιος έβγαλε αμέσως διαταγή για τον αποκεφαλισμό της.

«Ξίφει τελειούται»
Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους την καλλιπάρθενο αθλήτρια του Χριστού Παρασκευή και την οδήγησαν έξω από την πόλη για να την αποκεφαλίσουν. Εκείνη, όταν έφτασαν στο
καθορισμένο σημείο, ζήτησε να της επιτρέψουν να προσευχηθεί στον ουράνιο Νυμφίο της. Κι ενώ προσευχόταν παραδίδεται ότι ακούστηκε φωνή μυστηριώδης από τους ουρανούς
που έλεγε: «Άκουσα την προσευχή σου, Παρασκευή, και θα γίνει αυτό που ζήτησες».
Η οσιομάρτυς έσκυσε το κεφάλι της με πνευματική χαρά και αποκεφαλίστηκε από έναν στρατιώτη. Και η μεν ψυχή της ανήλθε στους ουρανούς, το δε τίμιο και αγιασμένο διά των
μαρτυρίων σώμα παρέλαβαν κάποιοι από τους χριστιανούς και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια ο Θεός όμως, βραβεύοντας την οσιομάρτυρα αγία Παρασκευή, έδωσε και γίνονταν
θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν στον τάφο της με πίστη και επικαλούνταν τη χάρη της.
Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σωσον ἠμᾶς!


Ἀπολυτίκιον
Τήν σπουδήν σου τή κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τήν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή Ἀθληφόρε·
ὅθεν προχέεις ἰάματα, καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.


Ο   Άγιος   Ιερομάρτυς Ερμόλαος , ο κατηχητής του Αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού

Ο Άγιος Ερμόλαος μαζί με τη Αγία Παρασκευή

Σχετικά με το βίο του Αγίου Ερμολάου υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες.Ο Άγιος Ερμόλαος   συγκαταλέγεται στον ευρύ κύκλο των Αγίων ιαματικών  Αναργύρων.Ο ίδιος ήταν Ιατρός και ιερέας.
Ο Άγιος Ερμόλαος έζησε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας επί της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού.
Αρχικά το όνομα του  ήταν Ερμής.Όταν όμως  ασπάσθηκε το Χριστιανισμό  και χειροτονήθηκε, τότε έλαβε και το όνομα Ερμόλαος.Γιατί ο Θεός τον είχε προικίσει με το χάρισμα να ερμηνεύει το θείο λόγο στο λαό.
Κατά το διωγμό του Διοκλητιανού, το 303 μ.χ. ο  Ερμόλαος μαζί με δυο  άλλους ιερείς, τον Έρμιπτο και τον Ερμοκράτη, είχαν καταφύγει  στην εξοχή της Νικομήδειας για να αποφύγουν  τους διώκτες τους.
Εκεί ο Ερμόλαος γνώρισε ένα νέο, ο οποίος σπούδαζε Ιατρική, τον Παντολέοντα[1],ο οποίος κι έγινε μαθητής του.Τον κατήχησε και στη συνέχεια τον βάπτισε χριστιανό,δίνοντας του το όνομα, Παντελεήμων.
Όταν αργότερα  ο  Παντελεήμονας συνελήφθηκε από τους ειδωλολάτρες και ρωτήθηκε από που διδάχθηκε το Χριστιανισμό, ομολόγησε.  ότι  τον δίδαξε ο Ερμόλαος.
Ο άρχοντας της Νικομήδειας τότε διέταξε και συνέλαβαν  τον Ερμόλαο.Μαζί όμως με τον Ερμόλαο παρουσιάστηκαν και οι  δυο  ιερείς οι  Έρμιπτος και Ερμοκράτης.Όταν ο άρχοντας τους ρώτησε τι ήθελαν,  αυτοί του απάντησαν, ότι είναι στρατιώτες  του Ερμολάου, κάτω από τη σημαία του Χριστού.
Ο άρχοντας της Νικομήδειας εκνευρισμένος διέταξε και αποκεφαλίστηκαν και οι τρεις.
"Ίερατεύσαντες, γνησίως Άγιοι, τω πρυτανεύσαντι, ημίν τα κρείττονα, του μαρτυρίου την όδόν, ήνύσατε γηθοσύνως, Ιερέ Έρμόλαε, συν Έρμίππω Έρμόκρατες, τρίστυλον έδραίωμα, Εκκλησίας γενόμενοι' διό έκδυσωπείτε άπαύστως, σώζεσθαι πάντας πάσης βλάβης".
Ακολούθησε το μαρτύριο του Αγίου Παντελεήμονα. Τον έδειραν και του ξέσχισαν το σώμα.Τον έκαψαν με λαμπάδες και τον βούτηξαν σε βρασμένο μολύβι.Τον έρριξαν για να τον κατασπαράξουν τα θηρία αλλά αυτά στάθηκαν δίπλα του απαθή.Στο τέλος τον αποκεφάλισαν όπως και το δάσκαλο του,τον  Ερμόλαο.
Η μνήμη του Αγίου Ερμολάου τιμάται στις 26 Ιουλίου και συνεορτάζεται μαζί με τη μνήμη των Ερπίππου και  Ερμοκράτη.