ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)
Ευαγγέλιο Κυριακής: Ιωάν. ιζ΄ 1-13
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· 8 ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
Απόδοση
Σήκωσε
ο Ιησούς τα μάτια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, έφτασε η ώρα,
φανέρωσε τη δόξα του Υιού σου, ώστε κι ο Υιός σου να φανερώσει τη δική
σου δόξα. Εσύ του έδωσες εξουσία πάνω σε όλους τους ανθρώπους έτσι κι
αυτός θα δώσει την αιώνια ζωή σε όλους αυτούς που του εμπιστεύτηκες. Και
να ποια είναι η αιώνια ζωή: Ν’ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα ως τον
μόνο αληθινό Θεό, καθώς κι εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό. Εγώ
φανέρωσα τη δόξα σου πάνω στη γη, αφού ολοκλήρωσα το έργο που μου
ανέθεσες να κάνω. Τώρα λοιπόν εσύ, Πατέρα, δόξασε με κοντά σε εσένα με
τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να γίνει ο κόσμος. Εγώ σε έκανα γνωστό
στους ανθρώπους που τους πήρες μέσα από τον κόσμο και μου τους
εμπιστεύτηκες. Ανήκαν σ’ εσένα, και εσύ τους έδωσες σ’ εμένα κι έχουν
δεχτεί το λόγο σου. Αυτοί τώρα ξέρουν πως όλα όσα μου έδωσες προέρχονται
από σένα γιατί τις διδαχές που μου έδωσες, εγώ τις έδωσα σ’ αυτούς, κι
αυτοί τις δέχτηκαν και αναγνώρισαν πως πραγματικά από σένα προέρχομαι
και πίστεψαν πως εσύ με έστειλες στον κόσμο. Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ.
Δεν παρακαλώ για τον κόσμο αλλά γι αυτούς που μου έδωσες, γιατί ανήκουν
σ’ εσένα. Κι όλα όσα είναι δικά μου είναι και δικά σου, και τα δικά σου
είναι και δικά μου, και μέσω αυτών θα φανερωθεί η δόξα μου. Τώρα δεν
είμαι πια μέσα στον κόσμο ενώ αυτοί μένουν μέσα στον κόσμο, κι εγώ
έρχομαι σε εσένα. Άγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στην πίστη με τη δύναμη
του ονόματός σου που μου χάρισες, για να μείνουν ενωμένοι όπως εμείς.
Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους διατηρούσα στην πίστη με τη
δύναμη του ονόματος σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα και κανένας
απ’ αυτούς δεν χάθηκε, παρά μόνο ο άνθρωπος της απώλειας, για να
εκπληρωθούν τα λόγια της Γραφής. Τώρα όμως εγώ έρχομαι σε σένα και τα
λέω αυτά όσο είμαι ακόμα στο κόσμο, ώστε να έχουν τη δική μου τη χαρά
μέσα τους σ’ όλη την πληρότητά της.
“Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν” (᾽Ιωάν. 17,3)
α. Τό
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς
ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία ἀπηύθυνε πρός τόν Οὐράνιο
Πατέρα Του λίγο πρίν ἀπό τή σύλληψή Του στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ
Κύριος ἀναφέρεται στήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του ἐπί τῆς γῆς καί συνεπῶς
στήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς πού Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός Πατέρας καί πού δέν
ἦταν ἄλλη ἀπό τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γεγονός πού συνιστᾶ ταυτοχρόνως,
κατά τά δικά Του λόγια, καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Τίς πραγματικές διαστάσεις
αὐτοῦ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποκαλύπτουν καί τήν ὁμοουσιότητά Του
ἀπέναντι στόν Πατέρα Του προσπάθησαν νά διακρατήσουν καί νά διατρανώσουν
καί οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας, καί μάλιστα τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 325 μ.Χ.,
ὅταν παρουσιάστηκαν αἱρετικοί, ἀμφισβητίες δηλαδή καί διαστρεβλωτές τοῦ
ἴδιου τοῦ Χριστοῦ – μέ προεξάρχοντα τόν ἱερέα ῎Αρειο – οἱ ὁποῖοι
λίγο-πολύ θέλησαν κατ᾽ οὐσίαν νά ὑποβιβάσουν Αὐτόν στό ἐπίπεδο τοῦ
κτίσματος καί συνεπῶς νά θέσουν ἐν ἀμφιβόλῳ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Προϋπόθεση βεβαίως τῆς ἀμφισβήτησης αὐτῆς ἦταν ἡ δαιμονική ἐξύψωση τῆς
λογικῆς τῶν αἱρετικῶν ὑπεράνω τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀποκάλυψής Του, κάτι
πού σήμαινε ὅτι μέ τήν αἵρεση ἀναμετριόταν στήν πραγματικότητα ὁ
ἀνθρώπινος μέ τόν Θεϊκό λόγο! ᾽Εκεῖνος ὁ λόγος μάλιστα τοῦ Κυρίου πού
μᾶς καθοδηγεῖ στήν κατανόηση τῆς ἀποστολῆς Του καί τῆς θεανδρικῆς φύσεώς
Του εἶναι ὁ ἑξῆς: ῾Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν᾽ (᾽Ιωάν. 17,3).
1. Δέν
εἶναι ἡ πρώτη φορά βεβαίως πού ὁ Κύριος κάνει λόγο γιά τήν αἰώνια ζωή.
Διαρκῶς ἀναφέρεται σ᾽ αὐτήν καί μάλιστα θεωρεῖται ὁ σκοπός τῆς
ἀναζήτησης καί τῶν ᾽Ιουδαίων στήν Παλαιά Διαθήκη. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά
παράδειγμα τήν προσέγγιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν νομοδιδάσκαλο ἐκεῖνον, ὁ
ὁποῖος θέτει στόν Κύριο ἀκριβῶς αὐτόν τόν προβληματισμό: ῾Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;᾽ (Λουκ. 10,25), προβληματισμό πού δίνει ἀφορμή στόν Χριστό νά πεῖ καί τή γνωστή παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
Ἡ
αἰώνια ζωή λοιπόν προβάλλεται ὡς τό ὅραμα τῆς Π. Διαθήκης, ἀλλά καί ὁ
σκοπός τῆς ἀποστολῆς τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς ἀφήνει νά κατανοήσουμε αὐτόν
καί ὁ λόγος τοῦ ῎Ιδιου στό σημερινό Εὐαγγέλιο: ῾Πάτερ…δόξασόν Σου τόν Υἱόν…καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὅ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωήν αἰώνιον᾽ (᾽Ιωάν. 17, 1-2).
2. Ὁ
Κύριος σπεύδει νά διευκρινίσει τί σημαίνει αἰώνια ζωή. Δέν πρόκειται
περί μιᾶς ἄλλης ζωῆς πού ἐκτείνεται μετά τήν ἐδῶ-στόν κόσμο τοῦτο ζωή.
Οὔτε πολύ περισσότερο περί τῆς συνέχειας τῆς ζωῆς αὐτῆς χωρίς τέλος καί
θάνατο. Τέτοιες κατανοήσεις ἀκούγονται καί λέγονται, ἀλλά συνιστοῦν
παραποιήσεις, διότι διαιωνίζουν τήν κατάσταση τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία
κόσμου καί πρωτίστως δέν λαμβάνουν καθόλου ὑπόψιν τή σωτηριώδη ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ στόν κόσμο, συνεπῶς εἶναι κατανοήσεις ἀπιστίας. Ἡ
αἰώνια ζωή, κατά τόν Κύριο, συναρτᾶται ἄμεσα μέ τόν ῾Εαυτό Του: εἶναι ἡ
γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀπεσταλμένου
τοῦ Θεοῦ. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν᾽.
3. Ἡ
γνώση αὐτή δέν ἔχει χαρακτήρα νοησιαρχικό: δέν εἶναι δηλαδή θέμα
ἐγκεφάλου, δέν πρόκειται γιά κάποιες πληροφορίες πού κινητοποιοῦν τίς
νοητικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου – τέτοια γνώση ὑπάρχει καί ὑφίσταται,
ἀλλ᾽ ὅταν μιλᾶμε γιά τά πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ γνώση γιά τήν
ὁποία κάνει λόγο ὁ Κύριος ἀποκτᾶται ἀπό τήν προσωπική σχέση τοῦ ἀνθρώπου
μέ ᾽Εκεῖνον, πού θά πεῖ τήν αἰώνια ζωή βιώνει ὁ ἄνθρωπος πού δέχτηκε
τήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει καί νά μετάσχει ἔτσι στή
δική Του ζωή. ῾Γνῶσίς ἐστιν μετουσία᾽, θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος
Νύσσης, ὁ βαθύς καί ἐμφιλόσοφος αὐτός θεολογικός νοῦς, ἀδελφός τοῦ
Μεγάλου Βασιλείου. Πρέπει νά μετάσχει δηλαδή κανείς στόν Θεό, νά
κοινωνήσει μαζί Του, γιά νά μπορέσει νά πεῖ ὅτι Τόν γνωρίζει. Κι αὐτή ἡ
γνώση ὡς κοινωνία μέ τόν Θεό, πού δηλώνει τήν παρουσία ᾽Εκείνου μέσα
στόν ἄνθρωπο, συνιστᾶ ἀκριβῶς τήν αἰώνια ζωή. Μέ ἄλλα λόγια ἡ αἰώνια ζωή
εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτός Του, τήν ὁποία
μπορεῖ καί ζεῖ στά προσωπικά του ὅρια, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ὁ
ἄνθρωπος πού θά πιστέψει στόν Χριστό. Προϋπόθεση γι᾽ αὐτό, κατά τόν
Κύριο, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. ῎Ανθρωπος πού ἐν πίστει θά
τηρήσει τίς ἐντολές Του, καί μάλιστα τήν περιεκτική ἐντολή τῆς ἀγάπης,
θά διαπιστώσει ῾ἰδίοις ὄμμασι᾽ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν
ἐγκατοίκησή Του μέσα σ᾽ Αὐτόν. Τότε ἐμπειρικά θά γνωρίσει τόν Θεό. Αὐτό
ἀποκάλυψε ὁ Κύριος καί προκάλεσε τόν κάθε πιστό Του νά ῾πειραματιστεῖ᾽
στόν ἑαυτό του προκειμένου νά τό ἐπιβεβαιώσει. ῾Ὁ λέγων ἔγνωκα αὐτόν καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ μή τηρῶν ψεύστης ἐστίν (Α´᾽Ιωάν. 2,4). ῾Ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν Θεόν, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽. (Α´ ᾽Ιωάν. 4,8). ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν᾽ (᾽Ιωάν. 14, 23 ).
4. ᾽Από
τήν ἄποψη αὐτή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς τοῦ
ἀνθρώπου, τόν κάνει νά πλατύνεται τόσο, ὥστε νά ζεῖ τήν αἰώνια ζωή μέσα
στά ἀσφυκτικά καί περιορισμένα πλαίσια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στό ἐδῶ καί
στό τώρα, νά ζεῖ δηλαδή, ὅπως εἴπαμε, τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ ἴδιου
τοῦ Θεοῦ, νά γίνεται καί ὁ ἴδιος ἄκτιστος. ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽ (Γαλ.
2,20) κατά τή μαρτυρία τοῦ ἀπ. Παύλου. Κι αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς: σέ παίρνει ὁ Χριστός, σέ κάνει ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, κι
ἐνῶ φαίνεσαι ὅτι ζεῖς τήν ἴδια ζωή μέ τούς ἄλλους, ἐσύ ἔχεις γίνει ἕνας
μικρός Θεός, ῾ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός᾽ κατά τήν ἔκφραση
ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ὁπότε καταλαβαίνει κανείς ὅτι αὐτό πού λέμε ζωή
εἶναι πέρα ἀπό αὐτό πού ἐπισημαίνουν οἱ αἰσθήσεις. Ζωή μπορεῖ νά εἶναι ἡ
αἰώνια ζωή: ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι καί
μία νέκρωση πού ἁπλῶς φαίνεται ὡς ζωή. Σάν τήν περίπτωση πού λέει ὁ
Κύριος γιά ἐκείνους πού δέν τόν ἀκολουθοῦσαν καί τούς χαρακτήρισε ὡς
ζωντανούς νεκρούς. ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽ (Ματθ. 8,22).
5. Εἶναι
περιττό βεβαίως καί νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τή ζωή αὐτή στήν ὁποία μᾶς
καλεῖ ὁ Κύριος, μπορεῖ κανείς νά τή ζήσει μέσα στό ζωντανό σῶμα Του, τήν
᾽Εκκλησία, γιατί, ἐκεῖ, ὡς μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος, ἱκανώνεται ἀπό τόν
Χριστό νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του. ῎Εξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία ὁ ἄνθρωπος
ὄχι μόνον ἀδυνατεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τίς
θεωρεῖ πολλές φορές ἀνοησία. Ποιός ῾λογικός᾽ ἄνθρωπος, μή χριστιανός, θά
θεωροῦσε ὡς κάτι φυσικό, γιά παράδειγμα, τήν ἀγάπη πρός τόν ἐχθρό; Ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν;᾽(Πρβλ.᾽Ιωάν.
15, 5). Αὐτό σημαίνει ὅμως ὅτι καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπό τήν
᾽Εκκλησία εἶναι ἀδύνατη καί τό βάθος τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ – ἡ ἴδια ἡ αἰώνια
ζωή – δέν εἶναι κατορθωτό.
γ. Οἱ
Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ὅπως οἱ συγκεκριμένοι 318 τῆς Α´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, αὐτό προσπάθησαν νά διασφαλίσουν: τήν ἀποκάλυψη
τοῦ Χριστοῦ, τή ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν αἰώνια ζωή μέσα στή ζωή αὐτή, τή
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματική σχέση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ. Γι᾽ αὐτό
καί τούς τιμᾶμε καί τούς γεραίρουμε. Καί τούς παρακαλοῦμε νά εὔχονται
γιά μᾶς, ὥστε νά μένουμε στήν ἴδια μέ ἐκείνους χάρη, δηλαδή στή χάρη τοῦ
ἐν Τριάδι Θεοῦ μας.
παπα Γιώργης Δορμπαράκης
Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΣ
ΕΝΑΣ ΑΝΗΣΥΧΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
ΕΝΑΣ ΑΝΗΣΥΧΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε στον κόσμο σαν μία
πνευματική επανάσταση. Στην επαναστατική διδασκαλία του Χριστιανισμού
αντέδρασε το κατεστημένο της τότε εποχής. Το κατεστημένο, όχι μόνον υπό
την έννοια της αντιδραστικής τάξεως των αρχόντων, αλλά και υπό την
έννοια ορισμένων ταπεινωτικών για τον άνθρωπο ηθικών αρχών, τις οποίες
εδέχετο και εφήρμοζε ο λαός. Όταν υποταγεί κανείς εις τα πάθη και τις
κακίες του, συνηθίζει σ' αυτή την κατάσταση, όποιος επιχειρήσει να τον
βγάλει απ' αυτήν, γίνεται εχθρός του.
Με πρωτοφανή εχθρότητα λοιπόν αντιμετωπίστηκε ο Χριστιανισμός στα πρώτα του βήματα από το πάσης φύσεως κατεστημένο. Επαγγελματίες που δεν τους συνέφερε η λιτή και απλή χριστιανική ζωή, φιλόσοφοι που έχαναν τους μαθητάς των και ο όχλος που δεν εύρισκε στον Χριστιανισμό τον κόλακα αλλά τον τιμητή των κακιών του, ξεσήκωσαν πρωτοφανή εκστρατεία κατασυκοφαντήσεως και αποδυναμώσεως του Χριστιανισμού.
Η αλήθεια, μία αλήθεια που αιώνες περίμενε η ανθρωπότητα, καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, όπως συμβαίνει συνήθως σε κάθε εποχή. Και σε κάθε εποχή, ο γνήσιος άνθρωπος, ο ασυμβίβαστος, ο ανήσυχος, ο δυναμικός άνθρωπος, καλείται να διαλέξει ανάμεσα στο ψεύδος και την αλήθεια, έστω κι αν αυτό σημαίνει γκρέμισμα και αφανισμό της προηγούμενης πνευματικής του υποδομής και υλική κακοπάθεια.
Το δρόμο και τα βήματα που οδήγησαν στην αλήθεια μία εκλεκτή προσωπικότητα του δεύτερου αιώνος μετά Χριστόν, της ταραγμένης αυτής εποχής, κατά την οποία ο Χριστιανισμός γνήσιος, ενθουσιώδης και αγωνιστικός, ξεχυνόταν μέσα στη λυσσασμένη αντίδραση των πολλών, για να κατακτήσει τον κόσμο, θα παρακολουθήσουμε εδώ σύντομα.
Με πρωτοφανή εχθρότητα λοιπόν αντιμετωπίστηκε ο Χριστιανισμός στα πρώτα του βήματα από το πάσης φύσεως κατεστημένο. Επαγγελματίες που δεν τους συνέφερε η λιτή και απλή χριστιανική ζωή, φιλόσοφοι που έχαναν τους μαθητάς των και ο όχλος που δεν εύρισκε στον Χριστιανισμό τον κόλακα αλλά τον τιμητή των κακιών του, ξεσήκωσαν πρωτοφανή εκστρατεία κατασυκοφαντήσεως και αποδυναμώσεως του Χριστιανισμού.
Η αλήθεια, μία αλήθεια που αιώνες περίμενε η ανθρωπότητα, καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, όπως συμβαίνει συνήθως σε κάθε εποχή. Και σε κάθε εποχή, ο γνήσιος άνθρωπος, ο ασυμβίβαστος, ο ανήσυχος, ο δυναμικός άνθρωπος, καλείται να διαλέξει ανάμεσα στο ψεύδος και την αλήθεια, έστω κι αν αυτό σημαίνει γκρέμισμα και αφανισμό της προηγούμενης πνευματικής του υποδομής και υλική κακοπάθεια.
Το δρόμο και τα βήματα που οδήγησαν στην αλήθεια μία εκλεκτή προσωπικότητα του δεύτερου αιώνος μετά Χριστόν, της ταραγμένης αυτής εποχής, κατά την οποία ο Χριστιανισμός γνήσιος, ενθουσιώδης και αγωνιστικός, ξεχυνόταν μέσα στη λυσσασμένη αντίδραση των πολλών, για να κατακτήσει τον κόσμο, θα παρακολουθήσουμε εδώ σύντομα.
Ανήσυχος στη νεότητά του μας παρουσιάζει ο
Ιουστίνος, ο υιός του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου, Οι γονείς του,
εξελληνισμένοι Ρωμαίοι, ζούσαν στη Φλαβία Νεάπολη, η οποία κτίσθηκε πάνω
στα ερείπια της αρχαίας σαμαρειτικής πόλεως Συχέμ, εκεί όπου ο Χριστός υποσχέθηκε να δώσει στη Σαμαρείτιδα το ζωντανό νερό της διδασκαλίας του,
που σβήνει για πάντα την πνευματική δίψα. Σ' αυτό το νερό έσβησε και ο
νεαρός Ιουστίνος τη δίψα του, αφού δοκίμασε πολλές άλλες πηγές. Η Φλαβία
Νεάπολη με τη συνένωση του αρχαίου σαμαρειτικού της παρελθόντος και του
ελληνορωμαϊκού παρόντος ήταν ένα αξιόλογο κοσμοπολίτικο κέντρο.
Κυκλοφορούσαν στην ατμόσφαιρα της όλα τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά
ρεύματα και ήταν έτσι ένα ιδανικό περιβάλλον για μεταφυσικές
αναζητήσεις.
Μεγαλωμένος στο ειδωλολατρικό περιβάλλον της
οικογένειας του, ειδωλολάτρης εκ καταγωγής, ψάχνει κατ' αρχήν μέσα στο
χώρο του εθνικού κόσμου να βρει λύση στα μεταφυσικά του προβλήματα, να
συναντήσει την αλήθεια. Την περιπλάνηση του από τη μία φιλοσοφική σχολή
στην άλλη, μας την περιγράφει παραστατικά ο ίδιος στην αρχή ενός
διαλογικού του έργου, στο «Διάλογο προς Τρύφωνα», όπου διασώζετο τη
συζήτηση που έκανε με ένα Εβραίο αρχιραβίνο. Παίρνοντας αφορμή από
ερώτηση του Εβραίου για το ποια είναι η φιλοσοφία του, εκθέτει με
ζωντάνια της αναζητήσεις του. Πίστευε από την αρχή ότι η φιλοσοφία είναι
το πιο μεγάλο και πιο τίμιο ανάμεσα σ' όλα τα αποκτήματα του ανθρώπου.
Σκοπός της είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό. Πραγματικοί δε
όσιοι είναι αυτοί που έχουν στρέψει το νου τους σ' αυτή την προσπάθεια.
Από πόθο λοιπόν να γίνει και αυτός αληθινός φιλόσοφος έγινε μαθητής ενός
στωικού φιλοσόφου. Παρέμεινε αρκετό καιρό κοντά του, αλλά μάταια
περίμενε να ακούσει κάτι ουσιαστικό περί του Θεού ο δάσκαλος του, εκτός
του ότι δεν εγνώριζε τα σχετικά προβλήματα, έλεγε επί πλέον ότι δεν
είναι αναγκαία αυτή η γνώση. Εγκαταλείπει πικραμένος τον στωικό
φιλόσοφο, για να έλθει στη σχολή ενός φημισμένου περιπατητικού
φιλοσόφου. Η απογοήτευση του εδώ είναι μεγαλύτερη∙ γιατί από την πρώτη
κιόλας ημέρα ο μεγάλος διδάσκαλος του εζήτησε να ορίσουν τα δίδακτρα,
ώστε να μη αποβαίνει ανωφελής η φοίτηση. Στη χρηματική αμοιβή έβλεπε ο
φιλόσοφος την ωφέλεια της φιλοσοφίας. Αυτό έδειχνε ότι δεν ήταν καν
φιλόσοφος. Τον εγκαταλείπει λοιπόν και αυτόν με μεγαλωμένη τη λαχτάρα να
βρει ένα σωστό φιλόσοφο. «Της δε ψυχής έτι μου σπαργώσης ακούσαι το
ίδιον και το εξαίρετον της φιλοσοφίας, προσήλθον ευδοκιμούντι μάλιστα
Πυθαγορείο, ανδρί πολύ επί τη σοφία φρονούντι» 1. Στον Πυθαγόρειο
πίστεψε ότι θα σταματούσε το σπαρτάρισμα της ψυχής του και εύρισκε την
αλήθεια. Άλλες όμως δυσκολίες τον περιμένουν εδώ∙ ο πυθαγόρειος σαν
αναγκαία προϋπόθεση για τη γνώση της φιλοσοφίας του συνέστησε να μάθει
μουσική, αστρονομία και γεωμετρία. Η αγωνία του Ιουστίνου να πλησιάσει
την αλήθεια. Όσο το δυνατόν γρηγορότερα, τον οδήγησε να απορρίψει τη
σύσταση του πυθαγορείου διδασκάλου, γιατί η μάθηση αυτών των πραγμάτων
θα απαιτούσε πολύ χρόνο. Μέσα στην αμηχανία του για το τι έπρεπε στη
συνέχεια να κάμει, σκέφθηκε να επισκεφθεί τους Πλατωνικούς, που κι αυτοί
είχαν μεγάλη φήμη. Σ' ένα πλατωνικό λοιπόν φιλόσοφο που μόλις είχε
φθάσει στην πόλη τους προσεκολλήθη Ιουστίνου στο τέλος των αναζητήσεων
του. Με πολύ ενθουσιασμό άκουγε τις πλατωνικές απόψεις για τον νοητό
κόσμο, για τη θεωρία των ιδεών, και πίστευε πως σε λίγο θα έφθανε στο
στόχο της πλατωνικής φιλοσοφίας, στη θέα δηλαδή του Θεού. Ας ακούσουμε
πόσο δυνατά μας το λέγει ο ίδιος∙ «Και με ήρει σφόδρα η των ασωμάτων
νόησις, και η θεωρία των ιδεών ανεπτέρου μου την φρόνησιν, ολίγου τε
εντός χρόνου ώμην σοφός γενονέναι και υπό βλακείας ήλπιζον αυτίκα κατ'
όψεσθαι τον θεόν∙ τούτο γαρ τέλος της Πλάτωνος φιλοσοφίας» 2 .
Ο Πλατωνισμός ικανοποίησε κατ' αρχήν τον Ιουστίνο.
Οι αμφιβολίες όμως άρχισαν σιγά-σιγά να τον δέρνουν και πάλι∙ το κενό
που ένιωθε μέσα του από την αρχή δεν είχε γεμίσει ολόκληρο. Κάτι
τελειότερο πρέπει να υπάρχει∙ ποιος όμως θα τον χειραγωγούσε προς τα
εκεί; Έπειτα δεν υπήρχε άλλο σοβαρό φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύστημα,
για να ζητήση τη βοήθειά του. Το Χριστιανισμό τον αντιμετώπιζαν με
ειρωνεία και σαρκασμό οι φιλόσοφοι σαν θρησκεία των βαρβάρων και
γραμμάτων, αλλά και στο λαό, λόγω της ηθικής του αυστηρότητος, δεν ήταν
συμπαθής.
Η διαίσθηση όμως του Ιουστίνου τον έστρεφε διαρκώς
προς τα εκεί. Ορισμένα στοιχεία της ζωής των Χριστιανών του είχαν κάμει
ιδιαίτερη εντύπωση. Μήπως όλα όσα διέδιδαν για το Χριστιανισμό ήσαν
πλεκτάνη και συκοφαντία και ψεύδη, που είχαν σκοπό να αποδυναμώσουν την
έλξη του και να τον κάνουν ακίνδυνο για το κατεστημένο; Κυρίως δυο
πλευρές της ζωής των Χριστιανών έβαλαν σε σκέψεις τον πλατωνικό μας
φιλόσοφο. Η καθαρότης, αυστηρότης της ηθικής των ζωής και η αφοβία και
το θάρρος με τα οποία αντιμετώπιζαν το θάνατο. Συγκρίνει τα στοιχεία
αυτά με τα αντίστοιχα της ζωής των Εθνικών και διαπιστώνει την υπεροχή
τους. Καμία φιλοσοφία δεν είχε τη δύναμη να βελτιώσει τόσο πολύ την
πνευματική κατάσταση της ανθρωπότητας. Η σαρκολατρία και η πορνεία
εσφράγιζαν και εμόλυναν την ατμόσφαιρα της ηθικής ζωής των Εθνικών∙ ο
άνδρας οδηγούσε ο ίδιος τη γυναίκα του στη διαφθορά, δεν δίσταζε δε και
να διαφθείρει ο ίδιος την κόρη του. Οι υψηλότερες ιδέες περνούσαν
απαρατήρητες. Κανένας δεν πείσθηκε από το Σωκράτη να πεθάνει υπέρ της διδασκαλίας του, ακόμη και από τους φιλοσόφους. Στο
Χριστιανισμό αντιθέτως όλοι ασκούν τέτοια ηθική, ώστε και η επιθυμία
μόνον και το πονηρό βλέμμα θεωρούνται αμαρτία. Χιλιάδες είναι εκείνοι
που πέθαναν για την πίστη τους στο Χριστό, απλοϊκοί άνθρωποι και
αγράμματοι 3.
Οι σκέψεις αυτές συνέφεραν τον Ιουστίνο από τις
πλατωνικές ονειροπολήσεις του. Είδε στο Χριστιανισμό τη φιλοσοφία που
έχει τη δύναμη να αλλάξει πνευματικά τον άνθρωπο τόσο, ώστε με αφοβία να
αντιμετωπίζει τον θάνατο. Και στο στάδιο αυτό κάποια ημέρα που βγήκε
περίπατο για περισυλλογή και αυτοσυγκέντρωση, ένας Χριστιανός πρεσβύτης
του εγκρέμισε όλα τα πλατωνικά κατάλοιπα και του άνοιξε το δρόμο για το
φως και την αλήθεια. «Από τότε, λέγει, άναψε θεϊκή φωτιά
μέσα μου, και με εκυρίευσε ιδρώτας για τους άνδρας που είναι φίλοι και
κήρυκες του Χριστού. Βρήκα επί τέλους την αληθινή φιλοσοφία και έγινα
πραγματικός φιλόσοφος» 4
Χριστιανός πλέον ο Ιουστίνος δεν
εγκαταλείπει το φιλοσοφικό τρίβωνα∙ τον φορεί τώρα με περισσότερη
σιγουριά, γιατί βρήκε την αλήθεια. Ιδρύει χριστιανική
φιλοσοφική σχολή στη Ρώμη και είναι τόσο μεγάλη η επιτυχία του, ώστε
αδειάζουν οι σχολές των εθνικών φιλοσόφων. Ο κυνικός φιλόσοφος Κρήσκης,
τον οποίον αποστόμωσε σε δημόσια φιλοσοφική συζήτηση, τον καταγγέλλει ως
Χριστιανό. Και ενώπιον του έπαρχου της Ρώμης Ρουστικού δίδεται στον
Ιουστίνο η ευκαιρία να κάνει και αυτός αυτό που εθαυμαζε στους
Χριστιανούς∙ να σταθεί άφοβα μπροστά στην απειλή του θανάτου.
- Ποια είναι η φιλοσοφία σου; Τον ρωτά ο έπαρχος.
-
Προσπάθησαν πολλές φιλοσοφίες να μάθω, αναπαύθηκα όμως στη Χριστιανική
φιλοσοφία, έστω κι αν αυτή δεν αρέσει στους ψευδοδόξους, είναι η απάντηση του μάρτυρος.5
Αυτή τελικώς τον οδήγησε στο θάνατο
το 165 μ.Χ μαζύ με έξη από τους μαθητάς της Σχολής του. Το μαρτύριο του
εσφράγισε τη φιλοσοφία του∙ και τα δύο μαζύ έγιναν τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα του ανήσυχου κυνηγού της αλήθειας. Σ' όλους είναι γνωστός ως
Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς.
Στις αναζητήσεις των πνευματικών
ανθρώπων της εποχής μας, των νέων κυρίως, που ανάμεσα στις πολλές
φιλοσοφίες του καιρού μας ψάχνουν για την αλήθεια, ο Ιουστίνος είναι
πρότυπο πνευματικού οδηγού. Ταιριάζει πολύ στον τύπο του σύγχρονου
πνευματικού ανθρώπου∙ ανήσυχος, ερευνητικός, χωρίς φανατισμούς και
προκαταλήψεις, ελέγχει, συζητά, δοκιμάζει. Δεν κατεδίκασε εξ' ολοκλήρου
τις φιλοσοφίες που γνώρισε, πριν γίνει Χριστιανός τις τοποθέτησε απλώς
στις πραγματικές τους διαστάσεις. Είναι ανθρώπινα, ατελή κατασκευάσματα, περιέχουν σπέρματα μόνο της αλήθειας.
Ο Χριστιανισμός είναι η ολοκλήρωση της αλήθειας, η φανέρωση του ίδιου
του Λόγου στο πρόσωπο του Χριστού. Πέρα λοιπόν από οποιαδήποτε ανθρώπινη
φιλοσοφία οδηγεί τους κυνηγούς της αλήθειας ο Ιουστίνος. Τους οδηγεί
ακόμη και πέρα από τον Χριστιανισμό, όπως κατάντησε μέσα στον κόσμο, με
τους τόσους ιστορικούς του συμβιβασμούς, προς τον γνήσιο Χριστιανισμό,
στο Χριστιανισμό που ενθουσίασε και είλκυσε και τον ίδιο. Σ' ένα
Χριστιανισμό που κάνει τη θεωρία πράξη, που την αγάπη, την ισότητα, την
εγκράτεια, την αγνότητα, της αδελφοσύνη, δεν τα περιορίζει στη
διδασκαλία, αλλά τα επεκτείνει και στη ζωή. Στον εφαρμοσμένο
Χριστιανισμό βρήκε ο Ιουστίνος την αληθινή φιλοσοφία και την αφοβία
μπροστά στο θάνατο. Ότι εθαύμαζε στη ζωή των Χριστιανών, το εφήρμοσε και
ο ίδιος, δεν υπάρχει καλύτερη μέθοδος «φιλοσόφου βίου».
Εκ του περιοδικού Θεοδρομία τεύχος 1 Ιανουάριος -Μάρτιος 2008
1)Διάλογος προς Τρύφωνα, 2, ΕΠΕ ‘Απολογηταί 1,264-268.
2)Αυτόθι.
3)Απολογία Α' 15, ΕΠΕ, Απολογηταί 1,96 Απολογία Β', 10, Αυτόθι, 220 και Απολογία Β', 12, Αυτόθι 222.
4)Διάλογος προς Τρύφωνα, 8, Αυτόθι 284: «Εμού δε παραχρήμα πυρ εν τη ψυχή ανήφθη και έρως έχει με των προφητών και των ανδρών εκείνων οι εισί Χριστού φίλοι∙ διαλογιζόμενος τε προς εμαυτόν τους λόγους αυτού ταύτην μόνην εύρισκον φιλοσοφίαν ασφαλή τε και σύμφορον».
5)Μαρτύριον των αγίων Ιουστίνου, Χαρίτωνος, Χαρίτους, Ευελπίστου, Ιέρακος, Παίονος και Λιβεριανού 2 εν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Τα Μαρτύρια των αρχαίων Χριστιανών ΕΠΕ, σελ. 90.Ρούστικος έπαρχος είπε: Ποίους λόγους μεταχειρίζη; Ιουστίνος είπε∙Πάντας λόγους επειράθην μαθείν, συνεθέμην δε τοις αληθέσι λόγοις, τοις των Χριστιανών, καν μη αρέσκωσι τοις ψειδολόγοις.
1)Διάλογος προς Τρύφωνα, 2, ΕΠΕ ‘Απολογηταί 1,264-268.
2)Αυτόθι.
3)Απολογία Α' 15, ΕΠΕ, Απολογηταί 1,96 Απολογία Β', 10, Αυτόθι, 220 και Απολογία Β', 12, Αυτόθι 222.
4)Διάλογος προς Τρύφωνα, 8, Αυτόθι 284: «Εμού δε παραχρήμα πυρ εν τη ψυχή ανήφθη και έρως έχει με των προφητών και των ανδρών εκείνων οι εισί Χριστού φίλοι∙ διαλογιζόμενος τε προς εμαυτόν τους λόγους αυτού ταύτην μόνην εύρισκον φιλοσοφίαν ασφαλή τε και σύμφορον».
5)Μαρτύριον των αγίων Ιουστίνου, Χαρίτωνος, Χαρίτους, Ευελπίστου, Ιέρακος, Παίονος και Λιβεριανού 2 εν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Τα Μαρτύρια των αρχαίων Χριστιανών ΕΠΕ, σελ. 90.Ρούστικος έπαρχος είπε: Ποίους λόγους μεταχειρίζη; Ιουστίνος είπε∙Πάντας λόγους επειράθην μαθείν, συνεθέμην δε τοις αληθέσι λόγοις, τοις των Χριστιανών, καν μη αρέσκωσι τοις ψειδολόγοις.