Βίος Αγίου Βασιλίσκου του Μάρτυρος
Ο Άγιος Βασιλίσκος, ανιψιός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, καταγόταν από το χωριό Χουμιαλά της Αμασείας και μαρτύρησε διά ξίφους επί Μαξιμιανού
(285 - 305 μ.Χ.) και άρχοντος Αγρίππα. Συνελήφθη από τον ηγεμόνα της Καππαδοκίας Ασκληπιάδη (ή Ασκληπιόδοτο) με τους στρατιώτες του Ευτρόπιο και Κλεόνικο, οι οποίοι,
επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τελειώθηκαν διά μαρτυρικού θανάτου.
Πόθος για μαρτύριο
Ο Άγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στη φυλακή από τους ειδωλολάτρες με την ελπίδα ότι, με την πάροδο του χρόνου και από τις στερήσεις και κακοπαθήσεις, θα αρνιόταν τον Χριστό,
οπότε ο αντίκτυπος από την πράξη του αυτή θα ήταν μέγας μεταξύ των Χριστιανών. Αυτός όμως είχε λάβει την αμετάτρεπτη απόφαση να πεθάνει ως Χριστιανός, έχοντας ως
φωτεινό παράδειγμα τον Μεγαλομάρτυρα θείο του, ο οποίος παρέμεινε σταθερός στην ομολογία του, αφού απέκρουσε όλες τις υποσχέσεις και τις απειλές.
Μία ημέρα ο Άγιος πέτυχε, χάρη στην εύνοια των στρατιωτών που τον φύλαγαν, να μεταβεί στον οίκο του, να παρηγορήσει τους γονείς και αδελφούς του και να τους συστήσει
εμμονή στη Χριστιανική πίστη. Όταν πληροφορήθηκε τούτο ο ηγεμόνας Αγρίππας διέταξε να του φορέσουν σιδερένια υποδήματα που έφεραν εσωτερικά καρφιά και να τον
οδηγήσουν ενώπιόν του στα Κόμανα.
Θαυματουργεί και πιστεύουν πολλοί
Οι απεσταλμένοι, αφού Βρήκαν και συνέλαβαν τον Άγιο τον έσυραν με βία. Τα δε καρφιά των υποδημάτων, τα οποία του φόρεσαν, τόσο βαθιά μπήκαν στα πόδια του, ώστε
τρύπησαν και τα κόκκαλα του, ο δε δρόμος από όπου πέρασε θάφτηκε με αίμα. Όταν οι στρατιώτες που τον συνόδευαν έφτασαν σε μια πόλι που ονομαζόταν το Δακνών,
φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μιας γυναίκας, που λεγόταν Τραϊανή. Όσο χρόνο έμειναν εκεί στο σπίτι, έδεσαν τον Άγιο σε ένα ξερό πλάτανο. Και αυτοί κάθησαν για να δειπνήσουν.
Ο Άγιος όταν έμεινε μόνος του, προσευχήθηκε και τότε, ω του θαύματος: Το ξηρό πλατάνι βλάστησε φύλλα και πηγή έβγαζε νερό από την ρίζα του, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Αυτό το θαύμα το είδαν οι κάτοικοι του χωριού εκείνου και έτρεξαν όλοι προσπαθώντας να πιάσουν τα ενδύματα του Αγίου. Είδε το θαύμα και η Τραϊανή και πίστεψε στον Χριστό
με όλη την οικογένειά της. Έφεραν τότε και δαιμονιζόμενους, τους οποίους ο Άγιος με την Βοήθεια της θείας Χάριτος θεράπευσε και πολλά άλλα θαύματα έκανε. Και με
αποτέλεσμα να πιστέψουν πολύ στον Χριστό.
Τότε έλυσαν τον Άγιο από τις αλυσίδες ενώ εκείνοι δέθηκαν στην πίστη του Χριστού. Μετά από αυτά έφυγαν συνοδεύοντας τον Άγιο. Σε όσους τόπους και αν πέρασαν έκανε
θαύματα ο Άγιος, για να πιστέψουν οι ειδωλολάτρες στον Αληθινό Θεό.
Στον ναό του Απόλλωνος
Όταν έφθασαν στα Κόμανα, ειδοποίησαν τον ηγεμόνα ότι έφεραν τον Βασιλίσκο. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να οδηγήσουν τον Άγιο στο ναό του Απόλλωνος, δια να θυσιάσει στα
είδωλα και αν δεν υπακούσει, να τον θανατώσουν γρήγορα. Κατόπιν οι στρατιώτες έφεραν τον Άγιο Βασιλίσκο μπροστά στον ηγεμόνα, ο οποίος ρώτησε τον Άγιο. «Εσύ είσαι ο
Βασιλίσκος ο περιβόητος;» Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο ταπεινός Βασιλίσκος». Τότε είπε οργισμένος ο ηγεμόνας. «Γιατί λοιπόν δεν θυσιάζεις στους θεούς σύμφωνα με την
βασιλική διαταγή;» Ο Άγιος τότε απάντησε: «Και πως νομίζεις ότι δεν θυσιάζω; Εγώ θυσιάζω στον Θεό θυσία αινέσεως και εξομολογήσεως». Ο ηγεμόνας τότε, αφού άκουσε αυτά,
χάρηκε πολύ νόμισε ότι εννοεί τους θεούς του.
Ο Άγιος όταν μπήκε στον ναό των ειδωλολατρών ρώτησε τους ιερείς πως ονομάζεται ο θεός τους και εκείνοι του είπαν Απόλλων. Τότε ο Άγιος ύψωσε τα χέρια του και τα μάτια
του προς τον ουρανό, προσευχήθηκε, έτσι: «Ο Παντοκράτωρας Θεός ο μόνος αγαθός και εύσπλαγχνος, εσύ που ακούς όλους τους πιστούς Σου, δείξε την αγαθότητά Σου σε
εμένα, τον ανάξιο. Όπως έπλασες τον άνθρωπο και διεμόρφωσες και ενεφύσησες σε αυτόν Πνεύμα Άγιο, εσύ Κύριε, επάκουσον και τώρα την παράκλησί μου και κίνησε το άδειο
και αναίσθητο είδωλο, σπάσε αυτό, διασκόρπισε την σιχαμένη θυσία των ειδωλολατρών και δείξε σε αυτούς ότι συ είσαι ο μοναδικός Θεός. Ευλογητός εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν».
Ο ηγεμόνας θύμωσε πολύ κατά του Μάρτυρος και ο τυφλός δεν πίστευε στο θαύμα που είδε αλλά κατηγορούσε τον άγιο ότι με μαγείες συνέτριψε το άγαλμα του θεού τους.
Έπειτα τον διέταξε να ομολογήσει τις κακουργίες του και να θυσιάσει στα είδωλα. Αλλά ο Άγιος σε αυτήν την διαταγή του απάντησε. «Εγώ δεν προσκυνώ βδελύγματα άψυχα,
αλλά Θεό αληθινό. «Τα δε σημεία που είδες δεν είναι μαγείες, καθώς εσύ νομίζεις τόσο ανόητα, αλλά η δύναμη του Θεού μου ενήργησε όλα αυτά δια να ντροπιάσει εσάς, και να
ελέγξει την πλάνην των ματαίων θεών σας τους οποίους προσκυνάτε εσείς οι ανόητοι και οδηγήσθε στην αιώνια καταστροφή. Όχι μόνο αυτά, αλλά και περισσότερα θαύματα κάνει
ο δικός μας Θεός, ο οποίος όλα μπορεί να κάνη όταν τον παρακαλέσουμε με πίστη εμείς οι δούλοι του. Επειδή δε βεβαιώθηκες, ότι εγώ δεν υπακούω σε αυτές τις εντολές σου,
κάνε ότι θέλεις δια να μην χάνουμε τον καιρό ανώφελα».
Αφού είδε ο άρχοντας την πίστη του Αγίου εξέδωσε εναντίον αυτού την τελευταία απόφαση. Οπότε οι δήμιοι παρέλαβαν αυτόν δια να τον θανατώσουν έξω από την πόλι.
Το τέλος του Αγίου
Αμέσως όταν έφθασαν σε ένα τόπο που λεγόταν Διοσκόρου, έκοψαν την Τιμία κεφαλή του Αγίου στις 22 του μηνός Μαΐου. Και ο μεν παράνομος τύραννος διέταξε να ρίξουν το
τίμιο και σεβάσμιο Λείψανο σε έρημο τόπο. Ένας δε άνθρωπος φιλόχριστος, ο οποίος ονομαζόταν Μαρίνος, έδωσε στους στρατιώτες χρήματα πολλά και παρέλαβε το Άγιο
Λείψανο. Έκτισε δε Ναό στα Κόμανα, και έθαψε εκεί τον Άγιο με τιμές.
Μέσα δε στον Ναό αυτόν γίνονται πολλά και μεγάλα θαύματα, με τις μεσιτίες του Αγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου, και την χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Στίχος
Ὁ Βασιλίσκος ἐκτομῇ δοὺς τὴν κάραν, Πατεῖ νοητοῦ βασιλίσκου τὴν κάραν. Εἰκάδι δευτερίῃ Βασιλίσκος φάσγανον ἔτλη.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελὼν,
στρατιώτης εὐκλεὴς, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθεὶς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας.
Ο Άγιος Βασιλίσκος, ανιψιός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, καταγόταν από το χωριό Χουμιαλά της Αμασείας και μαρτύρησε διά ξίφους επί Μαξιμιανού
(285 - 305 μ.Χ.) και άρχοντος Αγρίππα. Συνελήφθη από τον ηγεμόνα της Καππαδοκίας Ασκληπιάδη (ή Ασκληπιόδοτο) με τους στρατιώτες του Ευτρόπιο και Κλεόνικο, οι οποίοι,
επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τελειώθηκαν διά μαρτυρικού θανάτου.
Πόθος για μαρτύριο
Ο Άγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στη φυλακή από τους ειδωλολάτρες με την ελπίδα ότι, με την πάροδο του χρόνου και από τις στερήσεις και κακοπαθήσεις, θα αρνιόταν τον Χριστό,
οπότε ο αντίκτυπος από την πράξη του αυτή θα ήταν μέγας μεταξύ των Χριστιανών. Αυτός όμως είχε λάβει την αμετάτρεπτη απόφαση να πεθάνει ως Χριστιανός, έχοντας ως
φωτεινό παράδειγμα τον Μεγαλομάρτυρα θείο του, ο οποίος παρέμεινε σταθερός στην ομολογία του, αφού απέκρουσε όλες τις υποσχέσεις και τις απειλές.
Μία ημέρα ο Άγιος πέτυχε, χάρη στην εύνοια των στρατιωτών που τον φύλαγαν, να μεταβεί στον οίκο του, να παρηγορήσει τους γονείς και αδελφούς του και να τους συστήσει
εμμονή στη Χριστιανική πίστη. Όταν πληροφορήθηκε τούτο ο ηγεμόνας Αγρίππας διέταξε να του φορέσουν σιδερένια υποδήματα που έφεραν εσωτερικά καρφιά και να τον
οδηγήσουν ενώπιόν του στα Κόμανα.
Θαυματουργεί και πιστεύουν πολλοί
Οι απεσταλμένοι, αφού Βρήκαν και συνέλαβαν τον Άγιο τον έσυραν με βία. Τα δε καρφιά των υποδημάτων, τα οποία του φόρεσαν, τόσο βαθιά μπήκαν στα πόδια του, ώστε
τρύπησαν και τα κόκκαλα του, ο δε δρόμος από όπου πέρασε θάφτηκε με αίμα. Όταν οι στρατιώτες που τον συνόδευαν έφτασαν σε μια πόλι που ονομαζόταν το Δακνών,
φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μιας γυναίκας, που λεγόταν Τραϊανή. Όσο χρόνο έμειναν εκεί στο σπίτι, έδεσαν τον Άγιο σε ένα ξερό πλάτανο. Και αυτοί κάθησαν για να δειπνήσουν.
Ο Άγιος όταν έμεινε μόνος του, προσευχήθηκε και τότε, ω του θαύματος: Το ξηρό πλατάνι βλάστησε φύλλα και πηγή έβγαζε νερό από την ρίζα του, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Αυτό το θαύμα το είδαν οι κάτοικοι του χωριού εκείνου και έτρεξαν όλοι προσπαθώντας να πιάσουν τα ενδύματα του Αγίου. Είδε το θαύμα και η Τραϊανή και πίστεψε στον Χριστό
με όλη την οικογένειά της. Έφεραν τότε και δαιμονιζόμενους, τους οποίους ο Άγιος με την Βοήθεια της θείας Χάριτος θεράπευσε και πολλά άλλα θαύματα έκανε. Και με
αποτέλεσμα να πιστέψουν πολύ στον Χριστό.
Τότε έλυσαν τον Άγιο από τις αλυσίδες ενώ εκείνοι δέθηκαν στην πίστη του Χριστού. Μετά από αυτά έφυγαν συνοδεύοντας τον Άγιο. Σε όσους τόπους και αν πέρασαν έκανε
θαύματα ο Άγιος, για να πιστέψουν οι ειδωλολάτρες στον Αληθινό Θεό.
Στον ναό του Απόλλωνος
Όταν έφθασαν στα Κόμανα, ειδοποίησαν τον ηγεμόνα ότι έφεραν τον Βασιλίσκο. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να οδηγήσουν τον Άγιο στο ναό του Απόλλωνος, δια να θυσιάσει στα
είδωλα και αν δεν υπακούσει, να τον θανατώσουν γρήγορα. Κατόπιν οι στρατιώτες έφεραν τον Άγιο Βασιλίσκο μπροστά στον ηγεμόνα, ο οποίος ρώτησε τον Άγιο. «Εσύ είσαι ο
Βασιλίσκος ο περιβόητος;» Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο ταπεινός Βασιλίσκος». Τότε είπε οργισμένος ο ηγεμόνας. «Γιατί λοιπόν δεν θυσιάζεις στους θεούς σύμφωνα με την
βασιλική διαταγή;» Ο Άγιος τότε απάντησε: «Και πως νομίζεις ότι δεν θυσιάζω; Εγώ θυσιάζω στον Θεό θυσία αινέσεως και εξομολογήσεως». Ο ηγεμόνας τότε, αφού άκουσε αυτά,
χάρηκε πολύ νόμισε ότι εννοεί τους θεούς του.
Ο Άγιος όταν μπήκε στον ναό των ειδωλολατρών ρώτησε τους ιερείς πως ονομάζεται ο θεός τους και εκείνοι του είπαν Απόλλων. Τότε ο Άγιος ύψωσε τα χέρια του και τα μάτια
του προς τον ουρανό, προσευχήθηκε, έτσι: «Ο Παντοκράτωρας Θεός ο μόνος αγαθός και εύσπλαγχνος, εσύ που ακούς όλους τους πιστούς Σου, δείξε την αγαθότητά Σου σε
εμένα, τον ανάξιο. Όπως έπλασες τον άνθρωπο και διεμόρφωσες και ενεφύσησες σε αυτόν Πνεύμα Άγιο, εσύ Κύριε, επάκουσον και τώρα την παράκλησί μου και κίνησε το άδειο
και αναίσθητο είδωλο, σπάσε αυτό, διασκόρπισε την σιχαμένη θυσία των ειδωλολατρών και δείξε σε αυτούς ότι συ είσαι ο μοναδικός Θεός. Ευλογητός εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν».
Ο ηγεμόνας θύμωσε πολύ κατά του Μάρτυρος και ο τυφλός δεν πίστευε στο θαύμα που είδε αλλά κατηγορούσε τον άγιο ότι με μαγείες συνέτριψε το άγαλμα του θεού τους.
Έπειτα τον διέταξε να ομολογήσει τις κακουργίες του και να θυσιάσει στα είδωλα. Αλλά ο Άγιος σε αυτήν την διαταγή του απάντησε. «Εγώ δεν προσκυνώ βδελύγματα άψυχα,
αλλά Θεό αληθινό. «Τα δε σημεία που είδες δεν είναι μαγείες, καθώς εσύ νομίζεις τόσο ανόητα, αλλά η δύναμη του Θεού μου ενήργησε όλα αυτά δια να ντροπιάσει εσάς, και να
ελέγξει την πλάνην των ματαίων θεών σας τους οποίους προσκυνάτε εσείς οι ανόητοι και οδηγήσθε στην αιώνια καταστροφή. Όχι μόνο αυτά, αλλά και περισσότερα θαύματα κάνει
ο δικός μας Θεός, ο οποίος όλα μπορεί να κάνη όταν τον παρακαλέσουμε με πίστη εμείς οι δούλοι του. Επειδή δε βεβαιώθηκες, ότι εγώ δεν υπακούω σε αυτές τις εντολές σου,
κάνε ότι θέλεις δια να μην χάνουμε τον καιρό ανώφελα».
Αφού είδε ο άρχοντας την πίστη του Αγίου εξέδωσε εναντίον αυτού την τελευταία απόφαση. Οπότε οι δήμιοι παρέλαβαν αυτόν δια να τον θανατώσουν έξω από την πόλι.
Το τέλος του Αγίου
Αμέσως όταν έφθασαν σε ένα τόπο που λεγόταν Διοσκόρου, έκοψαν την Τιμία κεφαλή του Αγίου στις 22 του μηνός Μαΐου. Και ο μεν παράνομος τύραννος διέταξε να ρίξουν το
τίμιο και σεβάσμιο Λείψανο σε έρημο τόπο. Ένας δε άνθρωπος φιλόχριστος, ο οποίος ονομαζόταν Μαρίνος, έδωσε στους στρατιώτες χρήματα πολλά και παρέλαβε το Άγιο
Λείψανο. Έκτισε δε Ναό στα Κόμανα, και έθαψε εκεί τον Άγιο με τιμές.
Μέσα δε στον Ναό αυτόν γίνονται πολλά και μεγάλα θαύματα, με τις μεσιτίες του Αγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου, και την χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Στίχος
Ὁ Βασιλίσκος ἐκτομῇ δοὺς τὴν κάραν, Πατεῖ νοητοῦ βασιλίσκου τὴν κάραν. Εἰκάδι δευτερίῃ Βασιλίσκος φάσγανον ἔτλη.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελὼν,
στρατιώτης εὐκλεὴς, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθεὶς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου