Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Βίος θλίψεων
(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε»(Ἰω.16,33)
Σήμερα,ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ἕνας μεγάλος ἅγιος, ἑορτάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Εἶνεἐκεῖνος ποὺ ὅταν μιλοῦσε νόμιζε κανεὶς ὅτι ἀπ᾽ τὸ στόμα του βγαίνει χρυσάφι κιὅταν ἔπαψε νὰ μιλάῃ ὁ κόσμος εἶπε ὅτιπροτιμότερο νὰ ἔσβηνε ὁἥλιος παρὰ νὰ κλείσῃ τα ὸ στόμα του.
Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεωςἀκούγεται ἡ ὁμιλία του«Εἴ τιςεὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆςκα λῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως…»(Κατηχ. λόγ.), ἐκεῖνοςποὺ ὅλες σχεδὸν τὶς Κυριακὲς ἀκούγεται ἡ Λειτουργία του.
Νὰτὸν ἐπαινέσουμε, νὰ τὸν ἐγκωμιάσουμε; Τὸν ἐγκωμίασε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ ᾄσματα τῆς ἀκολουθίας του. Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομογράφτηκαν βιβλία ὁλόκληρα. Ἐδῶ ἂς προσέξουμε μόνο μία ὄψι τῆς πολυκυμάντου ζωῆςτου· ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἦταν ἄνθρωποςτῶν δακρύων, τῶν βασάνων καὶ τῆς θλίψεως. Ὁ Κύριος εἶπε·«Ἐν τῷ κόσμῳθλῖψιν ἕξετε…»(Ἰω. 16,33). Παιδιά μου, ὅσοι πιστεύετε σ᾿ ἐμένα καὶθέλετε νὰ βαδίσετε στὰ ἴχνη μου, θὰ δοκιμάσετε θλῖψι στὸν κόσμο. Κι ὁ λόγος τουεἶνε ἀληθινός· τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὸν βίοτοῦἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ἀπὸ τὴν κούνια μέχρι τὸν τάφο ὁ βίος του ἦταν βίος θλίψεων.
Νήπιοἦταν, ὅταν ὁ στρατηγὸς πατέρας του πέθανε καὶ τὸν ἄφησε ὀρφανό. Ὅσοι μείνατεὀρφανοί, ξέρετε τί θὰ πῇ ὀρφάνια. Αὐτὴν λοιπὸνδοκίμασε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀλλὰ εἶχε μητέρα ὑπέροχη, τὴν Ἀνθοῦσα.Ἐκείνη, μολονότι ἦταν νέα, ὡραιοτάτη καὶ κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, δὲν ἔμοιαζεμὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς σημερινὲς γυναῖ κες, ποὺ μόλις χηρεύσουν σπεύδουν σὲδεύτερο καὶ τρίτο ἢ καὶ τέταρτο γάμο· ἔμεινε πιστὴ στὴ μνήμη τοῦ ἀνδρός της κιἀφωσιώθηκε στὴν ἀνατροφὴ τοῦ μικροῦ Ἰωάννου.Γι᾽αὐτὸ σήμερα, κοντὰ στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο,τιμοῦμε καὶ τὴ μητέρα του. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτή, δὲν θὰ ὑπῆρχεΧρυσόστομος. Δοκίμασε λοιπὸν τὴν ὀρφάνια ἀπὸ τὸν πατέρα .Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὁ μικρὸς Ἰωάννης διακρινότανγιὰτὴν εὐφυΐα καὶ τὰ ἄλλα χαρίσματά του κ᾽ἦταν τὸ καύχημα τῶν διδασκάλων του,μόλις τελείωσε τὶς σπουδές του κι ἄρχισε τὴν καριέρα του ὡς δικηγόρος στὴν Ἀντιόχεια, δοκίμασε ἄλλη θλῖψι. Ἡ ἁγία μητέρατου δὲν πρόλαβε νὰ δῇ τὴν ἐξέλιξί του· ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸμάταιο τοῦτο κόσμο σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν. Ἔτσιὁ Ἰωάννης δοκίμασε τὴν ὀρφάνια καὶἀπὸ τὴ μητέρα. Εἶχε ὅμως πίστι στὸΘεὸ πού, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ὀρφανὸνκαὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶνἀφανιεῖ» (Ψαλμ. 145,9). Θεὸςπροστάτευσε καὶ τὸ ὀρφανὸ τῆς Ἀντιοχείας κατὰ τρόπο θαυμαστό.Ὅταν πέθανεἡ μητέρα του καὶ τὴν ἔθαψε στὸ κοινὸ μνῆμαμὲ τὸν πατέρα, ὁ Ἰωάννης δὲν ἔμεινεστὴν πόλι. Δὲν σκεπτόταν πλέον κοσμικά,μολονότι μποροῦσε νὰ ἔχῃ λαμπρὴ ἐξέλιξι.Πιστεύοντας στὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶνετὰ λεφτὰ καὶ ἡ δόξα, μιὰ μέρα —ἂς τ᾽ ἀκούσουν οἱ πλούσιοι―, πούλησε ὅλη τὴνπεριουσία του, τὴ μοίρασε στοὺς φτωχούς, κ᾽ ἔμεινε μόνο τὸ κορμί του καὶ τὸ ῥασάκι του. Στὸ ἑξῆς θὰ ζοῦσεμὲ φτώχεια , τὴν ὁποία διάλεξε ἑκουσίως.Ἐν συνεχείᾳ, ἀπηλλαγμένος ἀπὸ βιωτικὲς μέριμνες, ἔφυγε στὴν ἔρημο, 25 ἐτῶν. Τὸ πλουσιόπαιδο,ποὺ εἶχε ζήσει στὶς ἀνέσεις τῆς πόλεως,μπῆκε τώρα σὲ ἄσκησι μέσα στὶς σπηλιὲς ἐπὶ 5-6 ὁλόκληρα χρόνια.Ἐκεῖ γονάτιζε μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ προσευχόταν. Ἡ δίαιτά τουἦταν ἁπλῆ, πολὺλιτή. Ἀσκήτευε καὶ σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του, μελετώντας μέρα καὶ νύχτα τὰἱερὰ κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς.Ἀποτέλεσμα τῆςμεγάλης σκληραγωγίας ἦταν ὅτι ἀσθένησε. Δὲν ἦταν ἐκεῖ ἡ μανούλα του νὰτὸν περιποιῆται. Ζοῦσε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, σὰν τὸν Ἠλία τὸν Θεσβίτη καὶ σὰν τὸνἸωάννη τὸν Πρόδρομο. Κλονίσθηκε λοιπὸν ἡὑγεία του καὶ παρὰ λίγο νὰ πεθάνῃ. Ἔπαθε ἕλκος στομάχου, καὶ ἡ ἀσθένεια αὐτὴ τὸν συνώδευε μέχρι τέλους. Ποτέ ὅμωςδὲν γόγγυσε. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» , ἔλεγε.Μὰ περισσότερο ἀπ᾽ τὴνὀρφάνια, τὴ φτώχεια, τὴν ἄσκησι καὶ τὴνἀσθένεια, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δοκίμασε ἄλλου εἴδους θλίψεις, ποὺ πολὺ τὸνστενοχώρησαν. Ὅταν ἔγινε ἱεράρχης ἔλαμψε μὲ τὰ χαρίσματά του. Ποτέ ἄλλοτεὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν δοξάστηκετόσο ὅσο ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του. Ἀλλὰ ἡ ἱκανότηςκαὶἡ ἐπιτυχία, τὸ θάρρος καὶ ἡ παρρη-σίαπροκαλοῦν ἀντίδρασι. Καὶ ὅπως τὰ νυχτοπούλια δὲν μποροῦν ν᾿ ἀντικρύσουν τὸ φῶς, ἔτσι καὶ ἄν θρωποι τοῦσκότους δὲν ἀνέχθηκαντὴ λάμψι τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ ἡλίου. Ἄρχισε διωγμὸς καὶσυκοφαντία . Κακοὶ ἀρχιερεῖς σὲ συμμαχίαμὲ τὰ ἀνάκτορα παρουσίασαν καταγγελίαμὲ 22 κατηγορίες (!) ἐναντίον του. Καὶ τὸν δίκασαν σὲ ἐκκλησιαστικὸδικαστήριο. Ἂν σᾶς διαβάσω τὶς κατηγορίες, θ᾿ ἀγανακτήσετε. Καὶ ἡ ἀπόφασις;
Ἐξορία . Τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔβαλαν σὲ πλοῖο καὶ τὸν πέρασαν στὴν ἀπέναντιἀσιατικὴ ἀκτή. Ὅλη ἡ Πόλις ἦταν ἀνάστατη· κανένα μάτι δὲν ἔκλει σε, ὅλοι προσεύχονταν. Τὴν ἴδια ὅμως μέραὁ Χρυσόστομος ἐπέστρεψε ἐν τιμῇ καὶ θριάμβῳ. Πῶς; Τὴ νύχτα ἔγινε σεισμός!Σείσθηκε ὅλη ἡ Πόλις καὶ περισσότερο τὰἀνάκτορα. Σηκώθηκε ἔντρομη ἀπ᾽τὸν ὕπνο ἡβασίλισσα Εὐδοξία, ἡ νεώτερη αὐτὴ Ἰεζάβελ τὴν ὁποία ἤλεγχε ὁ Χρυσόστομοςγιὰ τὴν πολυτελῆ καὶ φαύλη ζωή της, ἔπεσεστὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸνπαρακαλοῦσε· Στεῖλε νὰ ἐπαναφέρῃςτὸν Ἰωάννη, μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός,
θὰ μᾶς σβήσῃ, καταδιώξαμε τὸν ἀθῷο. Πῆγαν πράγματι μὲ πλοῖα καὶ τὸνἐπανέφεραν. Καὶ τὸ πρωὶ ὁλόκληρη ἡ Πόλις ὑποδέχθηκε ἐν θριάμβῳ καὶ ἐνθουσιασμῷτὸν ἅγιο ποιμενάρχη.Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε γιὰπολὺ στὸ θρόνο. Ἡ κακία δὲν ἡσύχασε καί, στὴν τελευταία φάσι τοῦ δράματος, νίκησε. Ἐν καιρῷ νυκτὸς ὁπλοφόρα στρατεύματα,ποὺ ἔχυσαν αἷμα καὶ πάτησαν πὶ πτωμάτων, συνέλαβαν τὸ Χρυσόστομοκαὶτὸν ὡδήγησαν σὲ νέα ἐξορία . Ὅσοι δοκιμάσατετὴν ἐξορία καὶ τὴν ἀπαγωγή, μπορεῖ τε νὰ καταλάβετε τί ὑπέφερε ὁἅγιος. Ἄρχισε πορεία ποὺ βάσταξε πέντεμῆνες. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πόλι, πέρα σε ἀπέναντι στὴ Νικομήδεια, πέρασετ ὸ Σαγγάριο, ἔφτασε στὴν Ἄγκυρα πεζῇ παρα-καλῶ, μὲ συνοδεία στρατιῶτες -θηρία. Ἀπὸ᾿κεῖ τὸν ὡδήγησαν στὴν Ἀραβισὸκαὶ στὴν Κουκουσό. Κι οὔτεἐκεῖ σταμάτησαν. Τὸν ἀνάγκασαν νὰ συνεχίσῃσὲ δύσκολο δρόμο ἀκόμα μακρύτερα,πρὸς τὰ Κόμανα, ἕνα χωριὸ τῆς Ἀρμενίας. Ἐξαντλημένος –60 ἐτῶν πλέον–ἀπὸ τὴνἄσκησι, τὸν κόπο, τὴν ἀσθένεια, ἐξαπέστειλεσὰ λαμπάδα ποὺ λειώνει τὶς τελευταῖες του ἀκτῖ νες σ᾽ ἕνα κόσμο ζοφερό, τοῦὁποίου κέντρο ἦταν ἡ διεφθαρμένη κλίκα τῶνἀνακτόρων.Ἀπὸ ἐκεῖ εἶπε τὰ τελευταῖα του λόγια.Εἶνε συγκινητικὸ τὸ τέλος τῆςζωῆς του .Ἔφτασαν σ᾿ ἕνα ἐκκλησάκιτοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου. Εἶχε πυρετό, ἀλλ᾽ οὔτε γιατρὸς οὔτε φάρμακοὑπῆρχε. Τὰ χείλη του ψέλλιζαν προσευχές.Τὴν νύχτα εἶδε ὅραμα. Ἦρθε ὁ ἅγιος Βασιλίσκος καὶ τοῦ λέει· «ἈδελφὲἸωάννη, θάρσει (ἔχε θάρρος), αὔριο θὰεἴμαστε μαζί». Ὅταν βγῆκε ὁ ἥλιος,τὸν παίρνουν καὶ τὸν ὁδηγοῦνπιὸ πέρα. Σὲ 10-15 χιλιόμετρα πέφτει. Ξαναγυρίζειπίσω. Φορεῖ λευκά, προσεύχεται, καὶκλείνει τὰ χείλη του μὲ τὰ λόγια ποὺἔλεγεπάντοτε· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Τιμῶ,ἀγαπητοί μου, ὅλους τοὺς ἁγίους, ἀλλὰ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους ἀγαπῶ τὸ Χρυσόστομο.Εἶνε ἕνας οἰκουμενικὸς διδάσκαλος. Ἂς τὸνστεφανώσουμε, ὄχι μὲ λουλούδιαἀλλὰ μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὴν προσευχή μας. Ὅσες εἶστε μανάδες, δῶστε στὴν Ἐκκλησίατέτοια παιδιά. Οἱ ὀρφανοὶ παρηγορηθῆτε ἀπὸτὸν ὀρφανό. Οἱ φτωχοὶ παρηγορηθῆτε ἀπὸ τὸνἑκούσιοφτωχό. Οἱ πλούσιοι μιμηθῆτε τὸ παράδειγμά του. Κι ὅσοι φέρετε ῥάσο, πρὸπαντὸς οἱ ἀρχιερεῖς, μιμηθῆτε τὴν παρρησία του.
Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ἐντῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕ ξετε». Τὸ εἶπε κι ὁἀπόστολος Παῦλος· «Οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται»(Β΄ Τιμ. 3,12). Τὸ βεβαιώνει σήμερα τὸμαρτύριοτοῦ Χρυσοστόμου. Δεῖξτε μου ἕναν ἅγιο ποὺδὲν πέρασε μέσα ἀπ᾽ τὸ καμίνιτῆς θλίψεως.« Διὰ πολλῶν θλίψε ων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴνβασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22).Ἂν θέλῃς νὰ ζῇς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ πᾷς κόντρα μὲ ὅλους, καὶ θά ᾽νε μαζί σου ὁ Χριστός.
Χίλιεςφορὲς φτωχὸς μὲ τὸ Χριστὸ παρὰ ἑκατομμυριοῦχοςμὲ τὸ διάβολο. Χίλιες φορὲς τί- μια ὑπηρέτρια παρὰ φαύλη καὶ ἀνήθικηκυρία.Χίλιες φορὲς διᾶκος καὶ καλόγερος μὲ Χριστὸ παρὰ πατριάρχης ποδοπατῶν θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας. Χίλιες φορὲςἐξόριστος καὶ στὰ μπουντρούμια γιὰ τὴν ἀλήθεια παρὰ ἄθλιος ῥασοφόροςκηρύττων τὸ ψεῦδος.Ὁ Χριστὸς ν᾿ ἀναστήσῃστὴν Ἐκκλησία μας ἱεράρχες τοῦ ὕψους τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, διὰ τῶν εὐχῶντοῦ ὁποίου εἴθε ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένηὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀρτεμίου Γούβας - Ἀθηνῶντὴν 13-11-1966
πηγή
πηγή
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/11/blog-post_7566.html#ixzz2kQ8o4aUp
Ο ασυμβίβαστος: άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Νιώθω την απουσία του, όπως και πολλών άλλων, παρόλο που και σήμερα δε λείπουν οι σωστοί ιερείς και επίσκοποι. Κύριε, παρακαλώ, στείλε μας ένα Χρυσόστομο, να κρατηθούμε...
Με την ευκαιρία της γιορτής του (13 Νοέμβρη), ανεβάζω τη βιογραφία του από ένα εξαιρετικό εκτενές αφιέρωμα στη Βικιπαίδεια.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γνωστός και ως Ιωάννης της Αντιόχειας, είναι Άγιος, Πατέρας και ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας μεταξύ 344 και 354. Έδρασε στην ίδια πόλη, αλλά και την Κωνσταντινούπολη και τελικά εκοιμήθη εκδιωγμένος από την αυτοκρατορική αυλή το 407, λόγω του αυστηρού ελέγχου που της ασκούσε. Ο ίδιος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ένεκα του αξεπέραστου χαρίσματός του στην ομιλία. Διετέλεσε επίσης επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, όπου διακρίθηκε για το σπουδαίο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο που διενήργησε. Τελικά αναδείχτηκε ως ένας από τους πλέον λαοφιλείς ιεράρχες, γι' αυτό και σήμερα θεωρείται άγιος από τηνΛουθηρανική και την Αγγλικανική εκκλησία, ενώ κατατάσσεται στους μεγάλους πατέρες της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας, αφήνοντας πίσω σπουδαίο, ανεκτίμητο και διαχρονικό συγγραφικό έργο, που αγκαλιάζει όλο το φάσμα των ποιμαντικών και θεολογικών ζητημάτων της εκκλησίας.
Η μόρφωση του Χρυσοστόμου
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ 344 και 354, με πιθανότερη ημερομηνία κοντά στο 349. Γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Η μητέρα του μάλιστα χήρεψε μόλις στα 20 της χρόνια, όταν ο Ιωάννης ήταν μόλις λίγων μηνών, ήταν δε γυναίκα που ξεχώριζε για το ζήλο που επεδείκνυε για την ανατροφή του Ιωάννη, ώστε πολλοί αξιοσέβαστοι άνδρες της εποχής, όπως ο Λιβάνιος[1], εξήραν το ήθος της [σημ. του blog μας: για την αγία Ανθούσα δες αναλυτικά εδώ (απόσπασμα μελέτης για τις μητέρες των Τριών Ιεραρχών). Και σχετικό βιβλίο εδώ].
Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από την ίδια. Εν συνεχεία σπούδασε στη σχολή του Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα, στην Αντιόχεια ρητορική και του Ανδραγαθίου φιλοσοφία. Από την εποχή αυτή μάλιστα διαφάνηκε το ταλέντο της ρητορικής του ικανότητος σε σημείο ο δάσκαλός του Λιβάνιος, να θελήσει να τον κάνει συνεχιστή του έργου του στη σχολή. Η χριστιανική του ανατροφή όμως εμπόδιζε τα σχέδιά του. Επίσης ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα στον Καρτέριο και το Διόδωρο Ταρσού, στο λεγόμενοΑσκητήριο, τη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας, ενώ σπούδασε και ως συνήγορος, εξασκώντας το επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε την δικηγορία και βαπτίστηκε Χριστιανός και σύντομα, όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα του (372 μ.Χ.), αποφάσισε να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή ακολουθώντας το μοναχισμό.
Το έργο του στην Αντιόχεια
Ο Χρυσόστομος το 371 χειροθετήθηκε αναγνώστης, ξεκινώντας διδακτικό και κατηχητικό έργο, το οποίο μας δείχνει τη γνώση που ήδη είχε πάνω στις γραφές. Εν συνεχεία θα διάγει έξι χρόνια μοναστικής ζωής στην Αντιόχεια και συγκεκριμένα στην περιοχή του Σιλπίου (4 δίπλα σε γέροντα ασκητή και 2 μόνος του, σε σπήλαιο), όπου θα μυηθεί στο μοναχικό ιδεώδες και τη νηπτική ζωή, πριν επιστρέψει και πάλι στην πόλη της Αντιόχειας. Η ζωή του αυτή την εποχή χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τον Παλλάδιο, από σκληρή άσκηση. Τρεφόταν και κοιμόταν ελάχιστα, σκληραγωγείτο, ζώντας βίο φιλοπονίας[2], προσευχόμενος και μελετώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του[3]. Κατά την επιστροφή του, το 381, χειροτονείται διάκονοςαπό τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και το 386 πρεσβύτερος από το διάδοχό του, Φλαβιανό, μέχρι και το 397, όταν και του προτάθηκε η θέση του επισκόπου. Η φήμη για το ζήλο και την ευγλωττία του, τον έκανε γρήγορα γνωστό στην Αυτοκρατορία, φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα, γεγονός που τον οδήγησε τελικά και στη θέση του ΑρχιεπισκόπουΚωνσταντινουπόλεως.
Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση, με σκοπό να καταπολεμήσει τους αιρετικούς της εποχής (Αρειανούς, ευνομοιανούς), τους Ιουδαίους οι οποίοι προσεταιρίζονταν τους Χριστιανούς, τους πλούσιους και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως. Ιδρύει επίσης ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύεται το 387[4], όταν μετά από στάση των Αντιόχεων κατά του βασιλέως, επιτυγχάνει να οδηγήσει τον Αρκάδιο σε ήπια αντίδραση κατά των στασιαστών και του λαού της περιοχής. Η αγάπη και ο σεβασμός μάλιστα προς το πρόσωπο του Χρυσοστόμου ήταν τόση, ώστε όταν προτάθηκε για την επισκοπή στηνΚωνσταντινούπολη, προετοιμάστηκε κατάλληλο σχέδιο ώστε να μην προκληθούν αντιδράσεις από το λαό της Αντιόχειας[5].
Εκλογή στον επισκοπικό θρόνο
Το έργο που ανέπτυξε ήταν πολυσχιδές και περιελάμβανε έντονη κηρυκτική, αντιαιρετική, φιλανθρωπική, συγγραφική και κοινωνική δράση. Η ρητορική του δεινότητα σαγηνεύει τα πλήθη, χριστιανούς και μη, ενώ η φήμη του φθάνει ως τα αυτιά της Αυτοκρατορικής αυλής. Το 397, οπότε και πεθαίνει ο ΑρχιεπίσκοποςΚωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, οι άνθρωποι της Αυλής τον φέρνουν στην Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί το Νεκτάριο. Μάλιστα την υποψηφιότητά του την στήριξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μετά από υπόδειξη του πανίσχυρου και σκανδαλοποιού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος τον είχε γνωρίσει και είχε εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του. Έτσι το Φεβρουάριο του 398, με σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού, χειροτονείται Αρχιεπίσκοπος από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας, παρότι ο ίδιος διατίθετο εχθρικά σε βάρος του Ιωάννη, καθότι ήθελε να επιβάλει δικό του επίσκοπο[6].
Το έργο του στην Κωνσταντινούπολη
Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου, όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά ιδρύει και σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Πόλης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην εκκλησία, περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου, εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Επιπρόσθετα ως γνήσιος διάδοχος των Αποστόλων και ως άριστος πνευματικός επιτελάρχης οργάνωσε ιεραποστολές στην Περσία, την Κελτική, την Φοινίκη,τη Σκυθία και την Γοτθία.
Αυτό όμως που αποτελεί μεγάλο του προσόν, είναι το άφθαστο χάρισμα του λόγου. Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντα της. Μιλάει στις περίφημες ομιλίες του για το λόγο του Ευαγγελίου, τη μετάνοια, τη μεταστροφή στο Θεό. Θεολογεί, εμβαθύνει στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας. Κοινωνιολογεί, ψυχολογεί και ηθικολογεί. Στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει ώστε να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.
Ο ίδιος υπήρξε θερμός ζηλωτής της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεων. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτό ήταν που τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε την σκληρή κριτική του μεγάλου αυτού άνδρα. Ο Ιωάννης αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων που βρισκόταν τότε σε μεγάλη κατάπτωση και διαφθορά.
Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»
Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους. Έλαβε μέτρα, επίσης, για την ηθική κάθαρση των ταγμάτων των χηρών και των διακονισσών. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Μάλιστα, δεν δίστασε να καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς, υποστηρίζοντας ότι «εάν ο κλήρος που είναι το άλας της γης, παρουσιάζει έκλυτο βίο, πώς θα ζητήσουμε από το ποίμνιο να ζει άγιο και κατά Χριστόν βίο;»
Οι διωγμοί του Χρυσοστόμου
Μπορεί να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα ώστε να ανάψει η θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας[7]. Επιπρόσθετα διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν αφορμές, διαρκώς να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή, αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος αυτού ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η επίθεση που δέχτηκε από τη νομενκλατούρα της Πόλεως, εξαιτίας της οικονομικής ζημίας που θα απολάμβαναν τα κτήματά τους[8]. Επίσης πολλοί ήταν εκείνοι που αποσκοπούσαν στο θρόνο του. Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν οΕυτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας.
Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνήσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο Θεόφιλος ήταν αυτός ο οποίος κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι όταν ο Ιωάννης αναφερόταν σε ομιλίες στηνΙεζάβελ, φωτογράφιζε αυτή, κάτι που συνεπάγετο ενοχή για εσχάτη προδοσία[9]. Δηλαδή είχε ως στόχο, όχι μόνο την απομάκρυνσή του αλλά και την εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε σύνοδος παρωδία[10], στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι και τον εξόρισαν. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους, ήταν και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω σιμωνίας. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος, κατηγορούμενος επίσης για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά[11], για την οποία ποτέ δεν δικάσθηκε.
Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοξίας και συνάμα ενός σεισμού, που συνέβη, ενώ ο Ιωάννης ταξίδευε για τη εξορία, που εξελήφθη ως θεϊκό σημείο. Μετά από λίγο ήρθε και η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας, του Αγίου. Αυτό συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε ασυμβίβαστος προς τη ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά, πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα[12], κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, που τον εξόρισε οριστικά, με τη βοήθεια της συνόδου. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει παρά τη θέλησή του Αρκαδίου. Μάλιστα τις παραμονές της οριστικής του εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές[13]. Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε από τα γεγονότα του Πάσχα του 404, όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά από ψευδή καταγγελία του Θεοφίλου στον Αρκάδιο, οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη την νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα από το στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που αποκλήθηκαν Ιωαννίται.
Η εξορία και το τέλος της ζωής του
Ο Ιερός Χρυσόστομος το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να ακροασθεί από Οικουμενική σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν τη αντικανονικότητα της Εν Δρύ συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται το αίτημά του[14]. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του για δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, ήθελαν πάση θυσία το διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη πίεση στον Αρκάδιο και τον έθεσαν προ των ευθυνών του σε περίπτωση ταραχών. Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, περί τις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του επισκόπους, ώστε με ειρηνικό τρόπο να τους αποχαιρετίσει και να εξέλθει κρυφά, ώστε να μην προκληθούν νέες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα.
Ο εξόριστος επίσκοπος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και εν συνεχεία οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη. Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις από φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατεί πολλά χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι'αυτό του φέρονταν πολλές φορές βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.
Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του Αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξορίστου επισκόπου. Ο Αρκάδιος -η Ευδοξία είχε πεθάνει- αποφασίζει περαιτέρω απομάκρυνση του στη Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει πίσω ώστε να ακροασθεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή και βαριά άρρωστος εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου.
Ο Άγιος παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι όταν το 434 Πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρεκάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 η λάρνακα με το λείψανο του αγίου μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στην βασιλεύουσα και τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος χαράς αναβοούσε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε»[15].
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου