Κυριακή Η'Λουκά ( Παραβολή του καλού Σαμαρείτη )
Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ι’ 25-37
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
«Διδάσκαλε τί πρέπει νά κάνω γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια ζωή» ἐρωτᾶ ἕνας νομοδιδάσκαλος τόν Ἰησοῦ, καί ἐκεῖνος τοῦ ἁπαντά : «Τί γράφει ὁ νόμος;» Νά ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου μέ ὅλη σου τήν ὕπαρξη καί τόν πλησίον σου ὡς τόν ἑαυτό σου. «Αὐτό νά κάνεις» τόν συμβουλεύει ὁ Ἰησοῦς καί γιά νά τοῦ δείξει ποιός εἶναι ὁ πλησίον λέει τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
«Ἕνας ἄνθρωπος ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πηγαίνοντας γιά τήν Ἱεριχῶ, ληστεύεται, κακοποιεῖται ἀπό ληστές πού τόν ἐγκαταλείπουν αἱμόφυρτο. Σέ λίγο περνᾶ ἕνας Ἱερέας ὁ ὁποῖος ἀδιαφορεῖ γιά τόν τραυματισμένο, τό ἴδιο κάνει καί ἕνας Λευίτης. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως πού περνᾶ σταματά, περιποιεῖται τά τραύματα καί τόν ὁδηγεῖ στό πανδοχεῖο ὅπου πληρώνει γιά νά περιποιηθοῦν τόν τραυματισμένο ἀπό τούς ληστές καί συνεχίζει τόν δρόμο του.
Τελειώνοντας τήν διήγηση ὁ Ἰησοῦς ἐρωτᾶ: «Ποιός ἀπό τούς τρεῖς ἐπιτέλεσε τό καθῆκον τοῦ πρός τόν πλησίον;» καί ὁ νομοδιδάσκαλος ἀπαντᾶ «αὐτός πού τόν περιποιήθηκε». Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Πήγαινε λοιπόν νά κάνεις καί σύ τό ἴδιο. Νά βοηθᾶς κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἀνάγκη».
Ἀδελφοί μου, ὁ Ἰησοῦς μας μέ αὐτό τό ἀριστούργημα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη μας φανερώνει ἀλλά καί ταυτόχρονά μας δείχνει τόν δρόμο πού θέλει νά βαδίσουν ὅσοι τόν πιστεύουν καί τόν ἀγαποῦν. Εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης. Τῆς ἀγάπης ἐκείνης πού ἔχει σάν συστατικό της τό ξεπέρασμα ὁρίων, συνόρων καί διαχωριστικῶν πού πολλές φορές ἡ σκέψη μας βάζει, γιατί δέν βλέπει οὔτε φυλή, οὔτε χρῶμα, οὔτε γλώσσα ἀλλά μόνο ἀνθρώπινα πρόσωπα πού ἔχουν πληγές, οἱ ὁποῖες πρέπει νά γιατρευθοῦν. Θά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι πέντε εἶναι τά γνωρίσματα αὐτῆς τῆς ἀγάπης τήν ὁποία μας ζητεῖ ὁ Κύριος καί πού μας δίνει τά ἀγαθά τῆς βασιλείας του.
Τό πρῶτο ὁ αὐθορμητισμός. Δέν περιμένει οὔτε προτροπές, οὔτε ἐξαναγκασμούς γιά νά ἐκδηλωθεῖ ἀλλά τρέχει αὐθόρμητα, μέ ἕνα πηγαῖο ἐνθουσιασμό γιά νά χαρίσει τήν δροσιά της καί τό ἄρωμά της.
Αὐτός ὁ αὐθορμητισμός τήν κάνει νά γίνεται ἔμπρακτη, στοιχεῖο πού ἀποτελεῖ τό δεύτερο γνώρισμά της. Ἔτσι δέν περιορίζεται σέ λόγια κενά καί σέ κούφιες αἰσθηματολογίες συμπάθειας, ἀλλά πλένει στοργικά κάθε πληγή καί προσφέρει τά πάντα γιατί πιστεύει ὅτι αὐτό πρέπει νά κάνει, γί’ αὐτό καί εἶναι καί ἀνιδιοτελής, τό τρίτο γνώρισμά της.
Δέν τήν κινεῖ κανένα συμφέρον, οὔτε ἐπιζητεῖ ἐπαίνους καί χειροκροτήματα καί οὔτε ζητᾶ λαξευτό καί μέ χρυσά γράμματα τό ὄνομά της πάνω σέ μάρμαρο. Τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Κάνει τά πάντα καλά, ἀθόρυβα καί ταπεινά, γί΄αὐτό καί εἶναι καί ἡρωική, τό τέταρτο γνώρισμά της.
Καί εἶναι ἡρωική γιατί χρειάζεται ἡρωισμός καί αὐταπάρνηση γιά νά νικήσει τήν λογική καί πολλές φορές καί τό ἔνστικτό της αὐτοσυντήρησης. Ἰδιαίτερα μάλιστα στή δική μας ἐποχή ὅπου ἡ λογική ἀποτελεῖ τίς βάσεις καί τό κίνητρο τῶν ἀνθρώπινων πράξεων.
Ο Ι. Χρυσόστομος λέει ὅτι «ἡ ἀγάπη αὐτή ὁμοιάζει μέ τό λιμάνι, πού δέχεται τούς ναυτικούς κάθε χώρας, κάθε φυλῆς καί χωρίς νά κάνει σέ κανένα ἐξαίρεση». Εἶναι δηλαδή παγκόσμια, τό πέμπτο γνωρισμά της ποῦ σημαίνει ὅτι ἀγκαλιάζει κάθε ἄνθρωπο, διότι «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Έλλην…».
Ἄς δοῦμε ὅμως τό μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ἀγάπης.
Κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων πήγαινε στή πόλη γιά νά πουλήσει τά ἐργόχειρά του καί ἔτσι νά προμηθευτεῖ ψωμί γιά τή συντήρησή του. Κοντά στήν ἀγορά συναντᾶ ἕνα φτωχό καί ἀνάπηρο γέρο ὁ ὁποῖος μόλις τόν εἶδε τοῦ εἶπε: « Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀββᾶ, μή μέ ἀφήσεις κι ἐσύ ἀβοήθητο τόν δυστυχῆ. Πάρε μέ κοντά σου».
Ὁ ἀββᾶς τόν ἔβαλε νά καθίσει δίπλα του καί ἅπλωσε τά καλάθια του. Μόλις πούλησε τό πρῶτο τόν ρώτησε ὁ γέρος: «Πόσα λεφτά πῆρες ἀββᾶ;» Τόσα τοῦ ἀπάντησε ὁ ὅσιος. «Καλά εἶναι. Δέν μοῦ ἀγοράζεις ὅμως μία μικρή πίττα ἔτσι γιά νά δεῖς καλό, γιατί ἔχω νά φάω ἀπό χθές τό βράδυ;». Καί ὁ Ὅσιος του ἁπαντά «μετά χαρᾶς» καί τοῦ ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία του.
Σέ λίγο τοῦ ζήτησε φροῦτα, ὕστερα γλυκό. Ἔτσι σέ κάθε καλάθι πού πουλοῦσε, ξόδευε τά χρήματα χάριν τοῦ φτωχοῦ ἀναπήρου. Ἔδωσε ὅλα τά καλάθια ἀλλά καί ὅλα τά χρήματα, χωρίς νά μείνει τίποτα γιά τόν ἑαυτό του. Ἔτσι θά ἔμενε μία ἑβδομάδα χωρίς ψωμί. Δέν τόν ἔνοιαζε ὅμως.
Σέ λίγο ἑτοιμάσθηκε νά φύγει. «Φεύγεις;» τοῦ λέει ὁ ἀνάπηρος.
«Ναί τελείωσα τή δουλειά μου».
«Ἔ, τώρα θά κάνεις ἀγάπη νά μέ πᾶς ὡς τό σταυροδρόμι καί ἀπό κεῖ φεύγεις γιά τήν ἔρημο» του λέει πάλι. Κι τότε ὁ Ἀγάθων παρά τή κούρασή του, τόν φορτώθηκε στή πλάτη του καί τόν μετέφερε μέ πολύ δυσκολία.
Ὅταν ὅμως ἔφθασαν στό σταυροδρόμι καί ἑτοιμάσθηκε νά ἀφήσει κάτω τόν ἀνάπηρον ἄκουσε μία γλυκεία φωνή νά τοῦ λέει: «Εὐλογημένος νά εἶσαι Ἀγάθων ἀπό τόν Θεό καί στή γῆ καί στόν οὐρανό». Σήκωσε τά μάτια του νά δεῖ αὐτόν πού τοῦ μιλοῦσε. Ὁ ἀνάπηρος εἶχε γίνει ἄφαντος. Ἦταν ἕνας ἄγγελος σταλμένος ἀπό τόν Θεό νά δοκιμάσει τήν ἀγάπη του.
Εὐλογημένος εἶναι λοιπόν ἀδελφοί μου ἀπό τόν Θεό ὅποιος ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, τό κάθε ἄνθρωπο καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ εὐλογία θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει καί ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ἔχουμε ἕνα γραμμάτιο τό ἐξοφλοῦμε ἔτσι πρέπει νά ἐξοφλήσουμε καί τό γραμμάτιο πού μας ἔδωσε ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Ναί ἡ ἀγάπη μας γιά τόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι γραμμάτιο πού πρέπει νά ἐξοφλήσουμε ὅσο ἀκόμα ἔχουμε καιρό.
Καλή ἐξόφληση ἀδελφοί μου.
«Ἕνας ἄνθρωπος ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πηγαίνοντας γιά τήν Ἱεριχῶ, ληστεύεται, κακοποιεῖται ἀπό ληστές πού τόν ἐγκαταλείπουν αἱμόφυρτο. Σέ λίγο περνᾶ ἕνας Ἱερέας ὁ ὁποῖος ἀδιαφορεῖ γιά τόν τραυματισμένο, τό ἴδιο κάνει καί ἕνας Λευίτης. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως πού περνᾶ σταματά, περιποιεῖται τά τραύματα καί τόν ὁδηγεῖ στό πανδοχεῖο ὅπου πληρώνει γιά νά περιποιηθοῦν τόν τραυματισμένο ἀπό τούς ληστές καί συνεχίζει τόν δρόμο του.
Τελειώνοντας τήν διήγηση ὁ Ἰησοῦς ἐρωτᾶ: «Ποιός ἀπό τούς τρεῖς ἐπιτέλεσε τό καθῆκον τοῦ πρός τόν πλησίον;» καί ὁ νομοδιδάσκαλος ἀπαντᾶ «αὐτός πού τόν περιποιήθηκε». Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Πήγαινε λοιπόν νά κάνεις καί σύ τό ἴδιο. Νά βοηθᾶς κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἀνάγκη».
Ἀδελφοί μου, ὁ Ἰησοῦς μας μέ αὐτό τό ἀριστούργημα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη μας φανερώνει ἀλλά καί ταυτόχρονά μας δείχνει τόν δρόμο πού θέλει νά βαδίσουν ὅσοι τόν πιστεύουν καί τόν ἀγαποῦν. Εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης. Τῆς ἀγάπης ἐκείνης πού ἔχει σάν συστατικό της τό ξεπέρασμα ὁρίων, συνόρων καί διαχωριστικῶν πού πολλές φορές ἡ σκέψη μας βάζει, γιατί δέν βλέπει οὔτε φυλή, οὔτε χρῶμα, οὔτε γλώσσα ἀλλά μόνο ἀνθρώπινα πρόσωπα πού ἔχουν πληγές, οἱ ὁποῖες πρέπει νά γιατρευθοῦν. Θά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι πέντε εἶναι τά γνωρίσματα αὐτῆς τῆς ἀγάπης τήν ὁποία μας ζητεῖ ὁ Κύριος καί πού μας δίνει τά ἀγαθά τῆς βασιλείας του.
Τό πρῶτο ὁ αὐθορμητισμός. Δέν περιμένει οὔτε προτροπές, οὔτε ἐξαναγκασμούς γιά νά ἐκδηλωθεῖ ἀλλά τρέχει αὐθόρμητα, μέ ἕνα πηγαῖο ἐνθουσιασμό γιά νά χαρίσει τήν δροσιά της καί τό ἄρωμά της.
Αὐτός ὁ αὐθορμητισμός τήν κάνει νά γίνεται ἔμπρακτη, στοιχεῖο πού ἀποτελεῖ τό δεύτερο γνώρισμά της. Ἔτσι δέν περιορίζεται σέ λόγια κενά καί σέ κούφιες αἰσθηματολογίες συμπάθειας, ἀλλά πλένει στοργικά κάθε πληγή καί προσφέρει τά πάντα γιατί πιστεύει ὅτι αὐτό πρέπει νά κάνει, γί’ αὐτό καί εἶναι καί ἀνιδιοτελής, τό τρίτο γνώρισμά της.
Δέν τήν κινεῖ κανένα συμφέρον, οὔτε ἐπιζητεῖ ἐπαίνους καί χειροκροτήματα καί οὔτε ζητᾶ λαξευτό καί μέ χρυσά γράμματα τό ὄνομά της πάνω σέ μάρμαρο. Τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Κάνει τά πάντα καλά, ἀθόρυβα καί ταπεινά, γί΄αὐτό καί εἶναι καί ἡρωική, τό τέταρτο γνώρισμά της.
Καί εἶναι ἡρωική γιατί χρειάζεται ἡρωισμός καί αὐταπάρνηση γιά νά νικήσει τήν λογική καί πολλές φορές καί τό ἔνστικτό της αὐτοσυντήρησης. Ἰδιαίτερα μάλιστα στή δική μας ἐποχή ὅπου ἡ λογική ἀποτελεῖ τίς βάσεις καί τό κίνητρο τῶν ἀνθρώπινων πράξεων.
Ο Ι. Χρυσόστομος λέει ὅτι «ἡ ἀγάπη αὐτή ὁμοιάζει μέ τό λιμάνι, πού δέχεται τούς ναυτικούς κάθε χώρας, κάθε φυλῆς καί χωρίς νά κάνει σέ κανένα ἐξαίρεση». Εἶναι δηλαδή παγκόσμια, τό πέμπτο γνωρισμά της ποῦ σημαίνει ὅτι ἀγκαλιάζει κάθε ἄνθρωπο, διότι «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Έλλην…».
Ἄς δοῦμε ὅμως τό μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ἀγάπης.
Κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων πήγαινε στή πόλη γιά νά πουλήσει τά ἐργόχειρά του καί ἔτσι νά προμηθευτεῖ ψωμί γιά τή συντήρησή του. Κοντά στήν ἀγορά συναντᾶ ἕνα φτωχό καί ἀνάπηρο γέρο ὁ ὁποῖος μόλις τόν εἶδε τοῦ εἶπε: « Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀββᾶ, μή μέ ἀφήσεις κι ἐσύ ἀβοήθητο τόν δυστυχῆ. Πάρε μέ κοντά σου».
Ὁ ἀββᾶς τόν ἔβαλε νά καθίσει δίπλα του καί ἅπλωσε τά καλάθια του. Μόλις πούλησε τό πρῶτο τόν ρώτησε ὁ γέρος: «Πόσα λεφτά πῆρες ἀββᾶ;» Τόσα τοῦ ἀπάντησε ὁ ὅσιος. «Καλά εἶναι. Δέν μοῦ ἀγοράζεις ὅμως μία μικρή πίττα ἔτσι γιά νά δεῖς καλό, γιατί ἔχω νά φάω ἀπό χθές τό βράδυ;». Καί ὁ Ὅσιος του ἁπαντά «μετά χαρᾶς» καί τοῦ ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία του.
Σέ λίγο τοῦ ζήτησε φροῦτα, ὕστερα γλυκό. Ἔτσι σέ κάθε καλάθι πού πουλοῦσε, ξόδευε τά χρήματα χάριν τοῦ φτωχοῦ ἀναπήρου. Ἔδωσε ὅλα τά καλάθια ἀλλά καί ὅλα τά χρήματα, χωρίς νά μείνει τίποτα γιά τόν ἑαυτό του. Ἔτσι θά ἔμενε μία ἑβδομάδα χωρίς ψωμί. Δέν τόν ἔνοιαζε ὅμως.
Σέ λίγο ἑτοιμάσθηκε νά φύγει. «Φεύγεις;» τοῦ λέει ὁ ἀνάπηρος.
«Ναί τελείωσα τή δουλειά μου».
«Ἔ, τώρα θά κάνεις ἀγάπη νά μέ πᾶς ὡς τό σταυροδρόμι καί ἀπό κεῖ φεύγεις γιά τήν ἔρημο» του λέει πάλι. Κι τότε ὁ Ἀγάθων παρά τή κούρασή του, τόν φορτώθηκε στή πλάτη του καί τόν μετέφερε μέ πολύ δυσκολία.
Ὅταν ὅμως ἔφθασαν στό σταυροδρόμι καί ἑτοιμάσθηκε νά ἀφήσει κάτω τόν ἀνάπηρον ἄκουσε μία γλυκεία φωνή νά τοῦ λέει: «Εὐλογημένος νά εἶσαι Ἀγάθων ἀπό τόν Θεό καί στή γῆ καί στόν οὐρανό». Σήκωσε τά μάτια του νά δεῖ αὐτόν πού τοῦ μιλοῦσε. Ὁ ἀνάπηρος εἶχε γίνει ἄφαντος. Ἦταν ἕνας ἄγγελος σταλμένος ἀπό τόν Θεό νά δοκιμάσει τήν ἀγάπη του.
Εὐλογημένος εἶναι λοιπόν ἀδελφοί μου ἀπό τόν Θεό ὅποιος ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, τό κάθε ἄνθρωπο καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ εὐλογία θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει καί ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ἔχουμε ἕνα γραμμάτιο τό ἐξοφλοῦμε ἔτσι πρέπει νά ἐξοφλήσουμε καί τό γραμμάτιο πού μας ἔδωσε ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Ναί ἡ ἀγάπη μας γιά τόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι γραμμάτιο πού πρέπει νά ἐξοφλήσουμε ὅσο ἀκόμα ἔχουμε καιρό.
Καλή ἐξόφληση ἀδελφοί μου.
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΕΚ ΦΑΡΑΣΩΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Ο Οσιότατος Αρσένιος ο Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στα 1840 στα Φάρασα ή Βαρασιό, στο Κεφαλοχώρι των έξι Χριστιανικών χωριών της περιφερείας Φαράσων της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι σε αρετές και μέτριοι σε αγαθά. Είχαν αποκτήσει δύο αγόρια, τον Βλάσιο και τον Θεόδωρο (τον Άγιο Αρσένιο).
Από μικρή ηλικία έμειναν ορφανά και τα προστάτεψε η θεία τους, αδελφή της μητέρας τους. Ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβηκε στα παιδιά και την θαυματουργική διάσωση του μικρού τότε Θεόδωρου από τον Άγιο Γεώργιο που τον έσωσε από βέβαιο πνιγμό, είχε ως αποτέλεσμα, για τον μεν Βλάσιο να δοθεί με τον δικό του τρόπο στον Θεό, να τον δοξολογεί ως δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής και κατέληξε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, για τον Θεόδωρο δε να θέλει να γίνει καλόγερος. Στη συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στη Νίγδη και μετά στη Σμύρνη όπου τέλειωσε τις σπουδές του.
Στα είκοσι έξι του περίπου χρόνια πήγε στην Ιερά Μονή Φλαβιανών του Τιμίου Προδρόμου όπου αργότερα κάρηκε Μοναχός και πήρε το όνομα Αρσένιος. Δυστυχώς όμως δε χάρηκε πολύ την ησυχία του, διότι εκείνη την εποχή είχαν ανάγκη μεγάλη από δασκάλους και ο Μητροπολίτης Παϊσιος ο Β΄, τον χειροτόνησε Διάκο και τον έστειλε στα Φάρασα για να μάθει γράμματα στα εγκαταλειμμένα παιδιά. Αυτό φυσικά γινόταν στα κρυφά, με χίλιες δυο προφυλάξεις, για να μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι.
Στο τριακοστό έτος της ηλικίας του χειροτονήθηκε στην Καισαρεία πρεσβύτερος με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου και την ευλογία ως Πνευματικός. Άρχισε πια η πνευματική του δράση να γίνεται μεγαλύτερη και να απλώνεται. Με την άφθονη Θεία Χάρη που τον προίκισε ο Θεός θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Είχε πολλή αγάπη στον Θεό και προς την εικόνα Του, τον άνθρωπο και όχι στον εαυτό του, διότι , όταν έβλεπε πολύ πόνο και καταπίεση Τουρκική, η αγάπη τον έβγαζε έξω από τον εαυτό του και έξω από το χωριό του και αγκάλιαζε και τα γύρω χωριά.
Θεράπευε αδιάκριτα τον ανθρώπινο πόνο όπου τον συναντούσε σε Χριστιανούς ή Τούρκους. Για τον Άγιο δεν είχε καμιά σημασία, διότι έβλεπε στο πρόσωπό τους, την με πολλή αγάπη πλασθείσα εικόνα του Θεού. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα που επετέλεσε ο Άγιος με τη Χάρη του Θεού. Στείρες γυναίκες τεκνοποιούσαν, αφού τις διάβαζε ευχή ή έδιδε “φυλακτό” που ήταν ένα κομμάτι χαρτί γραμμένο με κάποιες ευχές που τις έγραψε ο ίδιος. Διάβαζε το Άγιο Ευαγγέλιο σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως στους τυφλούς, βουβούς, χωλούς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους και γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε την ανάγνωση.
Πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι είχαν θεραπευθεί, αφού πήραν χώμα από το κατώφλι του κελιού του και αναμιγνύοντάς το με λίγο νερό το έπιναν, πιστεύοντας ότι θα εθεραπεύοντας ότι θα εθεραπεύοντο και η πίστη τους που είχαν στον Άγιο, έκανε το θαύμα. Χρήματα φυσικά δε δεχόταν ποτέ ούτε κι έπιανε στα χέρια του. Συνήθιζε να λέγει “η πίστη μας δεν πουλιέται”. Βίωνε ολοκληρωτικά και “έπασχε τα Θεία”. Ζούσε με αυταπάρνηση, διότι αγαπούσε πολύ πρώτα τον Θεό και μετά την εικόνα Του, τον Θεό και μετά την εικόνα Του, τον πλησίον.
Αιματηρούς αγώνες και προσπάθειες κατέβαλε για να διατηρήσει τους συγχωριανούς και τους συμπατριώτες του στην πίστη, για να μην κλονιστούν και αλλαξοπιστήσουν στις χαλεπές εκείνες ημέρες και εποχές, από τις πολλές και διάφορες πιέσεις που δεχόντουσαν από τους Τούρκους, αλλά και από διάφορους προβατόσχημους λύκους, τους προτεστάντες, που προσπαθούσαν να ποιμάνουν την ποίμνη του Χριστού. Το κελί του, μικρό, απέριττο, ευρισκόταν μέσα στον κόσμο. Ζούσε μέσα στον κόσμο, αλλά συγχρόνως κατόρθωνε να ζει και εκτός του κόσμου. Σε αυτό, καθώς και για τα θεία του κατορθώματα, πολύ τον βοηθούσαν οι δύο ημέρες (η Τετάρτη και η Παρασκευή) που έμενε έγκλειστος στο κελί του, προσευχόμενος. Οι οποίες καρποφορούσαν περισσότερο πνευματικά τότε, διότι αγίαζαν και την εργασία των άλλων ημερών. Ώρες έμενε γονατιστός προσευχόμενος στον Θεό για τον λαό Του, που τον είχε εμπιστευθεί στα ασκητικά χέρια του δούλου Του Αρσενίου.
Η μεγάλη ευαισθησία του Αγίου Πατρός δεν άντεχε να κάνει κανένα κακό στην πλάση. Ιδιαίτερα στα ζώα. Ποτέ του δεν κάθισε σε ζώο να το κουράσει, για να ξεκουράσει τον εαυτό του. Προτιμούσε πάντοτε να βαδίζει πεζός και όπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Είχε πάντοτε μπροστά του τον Χριστό που ποτέ Του δεν κάθισε σε ζώο – μόνο μια φορά – και όπως χαρακτηριστικά έλεγε: “Εγώ που είμαι χειρότερος και από το γαιδουράκι, πως να καθίσω σ’ αυτό;”
Για να κρύψει τις αρετές του από τα μάτια των ανθρώπων και να αποφύγει έτσι τους επαίνους, κατάφευγε σ’ ορισμένες “ιδιοτροπίες”. Παρουσιαζόταν σαν σκληρός θυμώδης, οξύθυμος, απόπαιρνε τις διάφορες γυναίκες, που από αγάπη γι’ αυτόν και ευγνωμοσύνη προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, με διάφορους τρόπους, να του μαγειρεύουν και να του στέλνουν φαγητό. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε στον πιστό του φίλο και ψάλτη Πρόδρομο τα εξής: “Εάν ήθελα να με υπηρετούν γυναίκες, θα γινόμουν έγγαμος ιερεύς και θα με υπηρετούσε παπαδιά. Τον καλόγηρο που τον υπηρετούσε γυναίκες, δεν είναι καλόγηρος”. Όταν ύψωνε τα χέρια του για να παρακαλέσει για κάτι τον Θεό, άρχιζε να τον παρακαλεί προσευχόμενος και φωνάζοντας, “Θεέ μου! λες και ξεκοβόταν η καρδιά του εκείνη την ώρα, και θαρρείς πώς έπιανε τον Χριστό από τα πόδια και δεν του έκανε το αίτημά του.
Εμείς όπως έλεγαν οι Φαρασιώτες “στην Πατρίδα μας τι θα πει γιατρός, δεν ξέραμε στον Χατζεφεντή τρέχαμε. Στην Ελλάδα μάθαμε από γιατρούς, αλλ’ αν τα πούμε στους εντόπιους, τους φαίνονται παράξενα”. Εκτός από τα άλλα του χαρίσματα είχε και το προορατικό χάρισμα. Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό, πως θα έφευγαν για την Ελλάδα και έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Γνώριζε από προηγουμένως και τον θάνατό του και ότι αυτός θα συνέβαινε σ’ ένα νησί. Η αγία του μορφή συνέχεια σκορπούσε Χάρη και παρηγοριά. Το πρόσωπό του έλαμπε από την ασκητική γυαλάδα, που έμοιαζε σαν το χρώμα του φτιασμένου κυδωνιού. Είχε πια εξαϋλωθεί από τους υπερφυσικούς πνευματικούς αγώνες, που έκανε από αγάπη στον Χριστό, καθώς και από τους πολλούς του κόπους για την αγάπη προς το ποίμνιο του, που το ποίμανε πενήντα χρόνια σαν καλός Ποιμένας.
Τρεις μέρες πριν την εκδημία του ήλθε η Παναγία, τον γύρισε σ’ όλο το Άγιο Όρος, τα Μοναστήρια, τους Ναούς που τόσο επιθυμούσε να δει και δεν είχε αξιωθεί και του είπε ότι σε τρεις ημέρες θα παρουσιαστεί στον Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε και έδωσε όλο του τον εαυτό σ’ Αυτόν. Έφυγε στις 10 Νοεμβρίου το 1924. Με λίγα λόγια αυτός ήταν ο Άγιος Αρσένιος. Ας έχομε όλοι τις αγίες του Ευχές.
Απολυτίκιον. Ήχος γ’ Θείας πίστεως.
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιον, του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσιν πάρέχεις ταχείαν βοήθειαν. Πάτερ όσιε Χριστόν τον Θεόν ικέτευε δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Πηγή: pneumatikotita.blogspot.gr/
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιον, του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσιν πάρέχεις ταχείαν βοήθειαν. Πάτερ όσιε Χριστόν τον Θεόν ικέτευε δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου