Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος
Στην Περσία
Ο Άγιος Μάρτυς Ακίνδυνος και οι συν αυτώ, μαρτυρήσαντες, κατάγονταν από την Περσία. Ήσαν από τους πρώτους άρχοντες του βασιλέως των Περσών, του Σαβωρίου Β',
πού βασίλευσε το έτος 330 μ.Χ. Το καιρόν λοιπόν, πού βασίλευε στην Περσία ο Σαβώριος οι Χριστιανοί υπέστησαν διωγμό. Αυτός βασάνιζε σκληρά όλους όσους εύρισκε
να ομολογούν τον Χριστό.
Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος προδίδονται
Οι τρεις αυτοί Άγιοι κρυβόντουσαν σε ένα σπίτι. Εκεί δίδασκαν τους Χριστιανούς. Όταν τα έμαθε αυτά ο Σαβώριος, αγριέψε και διέταξε να φέρουν στο Κριτήριο τους Αγίους.
Όταν τους έφεραν μπροστά του, τους απειλούσε να τούς δώσει φοβερό θάνατο. Αλλά οι Άγιοι του Χριστού του αποκριθήκαν γενναία, ότι είναι έτοιμοι να δεχθούν οποιαδήποτε
βασανιστήρια, διότι αυτά θα τους ωφελήσουν και θα τούς σώσουν την ψυχή τους.
Τους βασανίζουν
Τότε διέταξε ο τύραννος να τους ραβδίζουν σε όλο τους το σώμα τέσσερες άνδρες, έως ότου κουραστούν. Οι Άγιοι υπέμειναν με καρτερία το βασανιστήριο και οι δήμιοι
κουράζονταν, όμως ο τύραννος έδωσε διαταγή να αλλάζουν οι δήμιοι. Παρ’ όλα αυτά όμως οι Άγιοι είχαν πολύ υπομονή τότε βλέποντας ο τύραννος την υπομονή τους διέταξε
να τους κρεμάσουν και να τους καίνε από κάτω. Οι Άγιοι υπέφεραν το μαρτύριο και προσευχόντουσαν στον Δεσπότη Χριστό να λυτρώσει για να γνωρίσουν και άλλοι τον
Αληθινό Θεό. Τότε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε και αμέσως τα σχοινιά λύθηκαν, η φωτιά τους δρόσισε, και οι άγιοι με πρόσωπο γελαστό και χαρούμενο,
παρουσιάστηκαν στον βασιλέα Σαπώρ. Αυτός δεν πίστεψε στο θαύμα και κατηγορούσε τους Αγίους για μάγους.
Το θαύμα τον Ακίνδυνου
Ο βασιλεύς έμεινε κωφός και άλαλος από την απιστία του. Μόνον με νοήματα σημείωνε, ότι ήθελε.
Οι Άγιοι λυπήθηκαν διά την μωρία του τυράννου και των άλλων, πού δεν μπορούσαν να καταλάβουν το θαύμα. Άρχισαν, λοιπόν, να παρακαλούν τον Θεό, να τους ανοίξει τα
μάτια της καρδίας τους και να Τον γνωρίσουν.
Την ώρα όμως πού προσεύχονταν οι Άγιοι, φάνηκε στρατός ουράνιος, πού άστραφταν σαν τον ήλιο. Οι ασεβείς τυφλωμένοι από την λάμψη και την ωραιότητα των Αγγέλων,
έπεσαν κατά γης και απορούσαν με τα γενόμενα, Κανενός όμως ο νους δεν φωτίστηκε. Ο Άγιος Ακίνδυνος βλέποντας πως ο τύραννος θεληματικά μένει στην κακία του ζήτησε
να του επανέλθει η λαλιά. Ο τύραννος αντί να χαρεί από το θαύμα και να πιστέψει διέταξε αμέσως να βάλουν τους Αγίους σε σιδερένια κρεβάτια και ανάψουν φωτιά από κάτω
με λίπος, πίσσα και ρετσίνι. Οι Άγιοι πάνω στο μαρτύριο προσεύχονταν στον Κύριο να τους βοηθήσει να υπομείνουν το μαρτύριο για να φωτιστεί ο λαός. Και τότε ακούστηκε
φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
—Επειδή βεβαιώσατε, τα έργα σας με την πίστη σας, ας γίνει το θέλημα σας, καθώς ζητήσατε.
Με αυτό το θαύμα πολλοί πίστεψαν στον Παντοδύναμο Θεό. Παρ’ όλα αυτά ο βασιλεύς τυφλός και ανόητος, παρακινεί πάλιν τους Αγίους να Αρνηθούν την ευσέβεια και να
προσκυνήσουν τα είδωλα. Αυτοί πήγαν στο ναό των ειδώλων και αφού προσευχήθηκαν έπεσε το είδωλο του Δία και έγινε χίλια κομμάτια.
Θυμωμένος ο άθεος αυτός διατάσσει να ρίξουν τους Αγίους μέσα σε καζάνι με λιωμένο μολύβι. Όμως οι Άγιοι δεν πάθαιναν τίποτα μέσο στο καζάνι. Τότε ο τύραννος
προσπάθησε να βυθίσει τους Αγίους μέσα στο μολύβι και ευθύς χύθηκε το καζάνι και του κάηκαν τα χέρια. Βλέποντας αυτό το θαύμα πίστεψε ένας στρατιώτης με το όνομα
Αφθόνιος και ομολόγησε δυνατά ότι και αυτός πιστεύει στον Έναν Αληθινό Θεό. Τότε ο τύραννος έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν. Ο Αφθόνιος με χαρά προσευχήθηκε
στον Θεό και έσκυψε πρόθυμα το κεφάλι του για να δεχτεί δια του ξίφους θάνατο. Οι Χριστιανοί, πού παραβρέθηκαν, παρέλαβαν το άγιο λείψανο του και το ενταφίασαν, όπως
έπρεπε!
Έπειτα ο τύραννος διέταξε να βάλουν τους Αγίους μέσα σε ασκιά από δέρματα βοδιών και να τους ρίξουν στα νερά να πνιγούν. Όμως όταν τους έριξαν τα ασκιά σχίστηκαν και
μέσα σε αυτά φάνηκε ο Άγιος Αφθόνιος αστραπόμορφος, και ευθύς βγήκαν οι Άγιοι μπροστά στον τύραννο. Ο τύραννος νόμιζε ότι δεν τους έριξαν στα νερά και να ρίξουν τους
δημίους μέσα στα νερά αφού τους κόψουν τα χέρια. Οι δήμιοι όμως βλέποντας το θαύμα πριν πίστεψαν αμέσως στον Χριστό και προσευχήθηκαν με όλη την καρδιά τους. Έτσι
δέχθηκαν το μακάριο τέλος 4 άνθρωποι. Έδωσε μετά διαταγή να φυλακίσουν τους 3 Αγίους.
Οι Άρχοντες θανατώνονται
Τότε Αποκρίθηκε ένας Από τη Σύγκλητο, ο πρώτος κατά την τάξη, πού λεγόταν Ελπιδοφόρος. Αυτός ήταν πιστός Χριστιανός Από τους κρυφούς. Αγανακτισμένος τώρα από τη
θηρωδία του τυράννου, πήρε το θάρρος και ομολόγησε την πίστη του. Έβρισε τον τύραννο Άφοβα. Το ίδιο έκαμε και Άλλος συγκλητικός, Φιλόλογος ονομαζόμενος, ο οποίος
τον έβρισε χωρίς να λογαριάσει την βασιλική εξουσία, πού είχε ο τύραννος. Τότε ο βασιλεύς, επειδή τον έβρισαν, διέταξε και σκότωσαν και τους δύο, τον Ελπιδοφόρο και τον
Φιλόλογο. Το Ελπιδοφόρο τον ακολούθησαν και άλλοι τρεις που ομολόγησαν και αυτοί την πίστη τους.
Ο Ακίνδυνος, όμως πού κατάλαβε την κακία του τυράννου, ατάραχος του είπε:
— Καλά σου προφήτεψε το όνομα η μητέρα σου και σε ονόμασε Σαβώριον, πού σημαίνει πατέρα δαιμόνων! Αλλά εσύ είσαι χειρότερος. Είσαι υιός του ανθρωποκτόνου
δαίμονα, επειδή κάνεις τα έργα του και χαίρεσαι, καθώς εκείνος, να βλέπεις ανθρώπινα αίματα.
Αυτά τα πικρά λόγια, όταν τα άκουσε ο άσεβής, ταράχτηκε φοβερά. Αφού έμαθε από την μητέρα του ότι αυτό είναι το όνομα του, αμέσως με μανία την γρονθοκόπησε. Έδωσε
δε διαταγή να ρίξουν τους Αγίους και όλους τους ασεβείς που πίστεψαν στο Χριστό στο καμίνι την δε μητέρα του να την αφήσουν να πάει όπου θέλει.
Η θυσία των Αγίων
Όταν οι Άγιοι πλησίασαν καμίνι, προσευχήθηκαν:
— Κύριε Ιησού Χριστέ, σε ευχαριστούμε, διότι μας δυνάμωσες να τελειώσωμε τον αγώνα, για την αγάπη σου και δεν μας άφησες να γίνωμε θήραμα ζώντων εχθρών μας,
αλλά λύτρωσες την ψυχή μας από τις παγίδες του δαίμονος. Και τώρα σε παρακαλούμε να μας δυναμώσης να υπομείνωμε και αυτή τη φωτιά, με ανδρεία και γενναιότητα.
Παρακαλούμεν, Κύριε, να παρασταθής, όταν η ψυχή χωρισθή από το σώμα, διότι με την ελπίδα τη δική σου θαρρεύομε και μπαίναμε στη φλόγα αυτή την τρομερή.
Οι στρατιώτες μπροστά σ' αυτή τη αφόρητη πύρα, δείλιασαν και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Τότε οι Άγιοι τους ενδυνάμωσαν και αφού πήραν θάρρος οι στρατιώτες.
Έκαμαν το σημείο του Σταυρού στο μέτωπο και πήδησαν όλοι, μέσα εις στο καμίνι. Ήταν είκοσι οκτώ τον αριθμόν. Μαζί, με την μητέρα του τυράννου έπεσαν μέσα σε κείνο
το φλογερό καμίνι, πού τριζοβολούσε από τη δύναμη της φωτιάς. Έψαλλαν χαρούμενοι, με τον Ακίνδυνο, τον Πηγάσιο και τον Ανεμπόδιστο. Έτσι τελείωσαν τον μακάριο
δρόμο της θυσίας των.
Ήταν η δευτέρα Νοεμβρίου. Μέσα δε στο καμίνι, φάνηκε χορός Αγγέλων, πού παρέλαβαν τις μακάριες ψυχές των Αγίων και τις οδήγησαν εις τον Δεσπότη Χριστό.
Όλος ο τόπος εκείνος γέμισε με άρρητη ευωδιά. Τέτοια ευωδία, πού όλος ο κόσμος των Χριστιανών θαύμασαν. Αυτοί κατόπιν πήραν τα Άγια λείψανα και τα ενταφίασαν
με ευλάβειά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀκίνδυνον μέλψωμεν, σὺν Ἀφθονίῳ ὁμοῦ, κλεινὸν Ἀνεμπόδιστον, Ἐλπιδηφόρον στερρόν, Πηγάσιον ἔνδοξον· οὗτοι γὰρ ἀκινδύνως, ἐξ ἀφθόνου κρατῆρος,
πηγάζουσι τοῖς ἐλπίδι, ἀρραγεῖ προσιοῦσι, χαρίτων ἀνεμποδίστων, κρήνην θεόβρυτον.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς ἄστρα ἀπλανῆ, τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης, ἀνέλαμψαν ἐν γῇ, οἱ Χριστοῦ στρατιῶται, τὸν ζόφον διώκοντες, τῶν παθῶν καὶ πηγάζοντες, χάριν ἄφθονον,
ἀνεμποδίστως τοῖς πᾶσι, καὶ ἀκίνδυνον, τὴν σωτηρίαν δοροῦνται, ἐλπίδι τῆς πίστεως.
Μεγαλυνάριον.
Ὄμιλος πεντάριθμος Ἀθλητῶν, διηγωνισμένων, ἐν Κυρίῳ μαρτυρικῶς, πρόκειται εἰς αἶνον· αὐτοῖς οὖν ἐκβοῶμεν· χαίρετε Ἀθλοφόροι, Χριστοῦ πανθαύμαστοι.
Στην Περσία
Ο Άγιος Μάρτυς Ακίνδυνος και οι συν αυτώ, μαρτυρήσαντες, κατάγονταν από την Περσία. Ήσαν από τους πρώτους άρχοντες του βασιλέως των Περσών, του Σαβωρίου Β',
πού βασίλευσε το έτος 330 μ.Χ. Το καιρόν λοιπόν, πού βασίλευε στην Περσία ο Σαβώριος οι Χριστιανοί υπέστησαν διωγμό. Αυτός βασάνιζε σκληρά όλους όσους εύρισκε
να ομολογούν τον Χριστό.
Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος προδίδονται
Οι τρεις αυτοί Άγιοι κρυβόντουσαν σε ένα σπίτι. Εκεί δίδασκαν τους Χριστιανούς. Όταν τα έμαθε αυτά ο Σαβώριος, αγριέψε και διέταξε να φέρουν στο Κριτήριο τους Αγίους.
Όταν τους έφεραν μπροστά του, τους απειλούσε να τούς δώσει φοβερό θάνατο. Αλλά οι Άγιοι του Χριστού του αποκριθήκαν γενναία, ότι είναι έτοιμοι να δεχθούν οποιαδήποτε
βασανιστήρια, διότι αυτά θα τους ωφελήσουν και θα τούς σώσουν την ψυχή τους.
Τους βασανίζουν
Τότε διέταξε ο τύραννος να τους ραβδίζουν σε όλο τους το σώμα τέσσερες άνδρες, έως ότου κουραστούν. Οι Άγιοι υπέμειναν με καρτερία το βασανιστήριο και οι δήμιοι
κουράζονταν, όμως ο τύραννος έδωσε διαταγή να αλλάζουν οι δήμιοι. Παρ’ όλα αυτά όμως οι Άγιοι είχαν πολύ υπομονή τότε βλέποντας ο τύραννος την υπομονή τους διέταξε
να τους κρεμάσουν και να τους καίνε από κάτω. Οι Άγιοι υπέφεραν το μαρτύριο και προσευχόντουσαν στον Δεσπότη Χριστό να λυτρώσει για να γνωρίσουν και άλλοι τον
Αληθινό Θεό. Τότε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε και αμέσως τα σχοινιά λύθηκαν, η φωτιά τους δρόσισε, και οι άγιοι με πρόσωπο γελαστό και χαρούμενο,
παρουσιάστηκαν στον βασιλέα Σαπώρ. Αυτός δεν πίστεψε στο θαύμα και κατηγορούσε τους Αγίους για μάγους.
Το θαύμα τον Ακίνδυνου
Ο βασιλεύς έμεινε κωφός και άλαλος από την απιστία του. Μόνον με νοήματα σημείωνε, ότι ήθελε.
Οι Άγιοι λυπήθηκαν διά την μωρία του τυράννου και των άλλων, πού δεν μπορούσαν να καταλάβουν το θαύμα. Άρχισαν, λοιπόν, να παρακαλούν τον Θεό, να τους ανοίξει τα
μάτια της καρδίας τους και να Τον γνωρίσουν.
Την ώρα όμως πού προσεύχονταν οι Άγιοι, φάνηκε στρατός ουράνιος, πού άστραφταν σαν τον ήλιο. Οι ασεβείς τυφλωμένοι από την λάμψη και την ωραιότητα των Αγγέλων,
έπεσαν κατά γης και απορούσαν με τα γενόμενα, Κανενός όμως ο νους δεν φωτίστηκε. Ο Άγιος Ακίνδυνος βλέποντας πως ο τύραννος θεληματικά μένει στην κακία του ζήτησε
να του επανέλθει η λαλιά. Ο τύραννος αντί να χαρεί από το θαύμα και να πιστέψει διέταξε αμέσως να βάλουν τους Αγίους σε σιδερένια κρεβάτια και ανάψουν φωτιά από κάτω
με λίπος, πίσσα και ρετσίνι. Οι Άγιοι πάνω στο μαρτύριο προσεύχονταν στον Κύριο να τους βοηθήσει να υπομείνουν το μαρτύριο για να φωτιστεί ο λαός. Και τότε ακούστηκε
φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
—Επειδή βεβαιώσατε, τα έργα σας με την πίστη σας, ας γίνει το θέλημα σας, καθώς ζητήσατε.
Με αυτό το θαύμα πολλοί πίστεψαν στον Παντοδύναμο Θεό. Παρ’ όλα αυτά ο βασιλεύς τυφλός και ανόητος, παρακινεί πάλιν τους Αγίους να Αρνηθούν την ευσέβεια και να
προσκυνήσουν τα είδωλα. Αυτοί πήγαν στο ναό των ειδώλων και αφού προσευχήθηκαν έπεσε το είδωλο του Δία και έγινε χίλια κομμάτια.
Θυμωμένος ο άθεος αυτός διατάσσει να ρίξουν τους Αγίους μέσα σε καζάνι με λιωμένο μολύβι. Όμως οι Άγιοι δεν πάθαιναν τίποτα μέσο στο καζάνι. Τότε ο τύραννος
προσπάθησε να βυθίσει τους Αγίους μέσα στο μολύβι και ευθύς χύθηκε το καζάνι και του κάηκαν τα χέρια. Βλέποντας αυτό το θαύμα πίστεψε ένας στρατιώτης με το όνομα
Αφθόνιος και ομολόγησε δυνατά ότι και αυτός πιστεύει στον Έναν Αληθινό Θεό. Τότε ο τύραννος έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν. Ο Αφθόνιος με χαρά προσευχήθηκε
στον Θεό και έσκυψε πρόθυμα το κεφάλι του για να δεχτεί δια του ξίφους θάνατο. Οι Χριστιανοί, πού παραβρέθηκαν, παρέλαβαν το άγιο λείψανο του και το ενταφίασαν, όπως
έπρεπε!
Έπειτα ο τύραννος διέταξε να βάλουν τους Αγίους μέσα σε ασκιά από δέρματα βοδιών και να τους ρίξουν στα νερά να πνιγούν. Όμως όταν τους έριξαν τα ασκιά σχίστηκαν και
μέσα σε αυτά φάνηκε ο Άγιος Αφθόνιος αστραπόμορφος, και ευθύς βγήκαν οι Άγιοι μπροστά στον τύραννο. Ο τύραννος νόμιζε ότι δεν τους έριξαν στα νερά και να ρίξουν τους
δημίους μέσα στα νερά αφού τους κόψουν τα χέρια. Οι δήμιοι όμως βλέποντας το θαύμα πριν πίστεψαν αμέσως στον Χριστό και προσευχήθηκαν με όλη την καρδιά τους. Έτσι
δέχθηκαν το μακάριο τέλος 4 άνθρωποι. Έδωσε μετά διαταγή να φυλακίσουν τους 3 Αγίους.
Οι Άρχοντες θανατώνονται
Τότε Αποκρίθηκε ένας Από τη Σύγκλητο, ο πρώτος κατά την τάξη, πού λεγόταν Ελπιδοφόρος. Αυτός ήταν πιστός Χριστιανός Από τους κρυφούς. Αγανακτισμένος τώρα από τη
θηρωδία του τυράννου, πήρε το θάρρος και ομολόγησε την πίστη του. Έβρισε τον τύραννο Άφοβα. Το ίδιο έκαμε και Άλλος συγκλητικός, Φιλόλογος ονομαζόμενος, ο οποίος
τον έβρισε χωρίς να λογαριάσει την βασιλική εξουσία, πού είχε ο τύραννος. Τότε ο βασιλεύς, επειδή τον έβρισαν, διέταξε και σκότωσαν και τους δύο, τον Ελπιδοφόρο και τον
Φιλόλογο. Το Ελπιδοφόρο τον ακολούθησαν και άλλοι τρεις που ομολόγησαν και αυτοί την πίστη τους.
Ο Ακίνδυνος, όμως πού κατάλαβε την κακία του τυράννου, ατάραχος του είπε:
— Καλά σου προφήτεψε το όνομα η μητέρα σου και σε ονόμασε Σαβώριον, πού σημαίνει πατέρα δαιμόνων! Αλλά εσύ είσαι χειρότερος. Είσαι υιός του ανθρωποκτόνου
δαίμονα, επειδή κάνεις τα έργα του και χαίρεσαι, καθώς εκείνος, να βλέπεις ανθρώπινα αίματα.
Αυτά τα πικρά λόγια, όταν τα άκουσε ο άσεβής, ταράχτηκε φοβερά. Αφού έμαθε από την μητέρα του ότι αυτό είναι το όνομα του, αμέσως με μανία την γρονθοκόπησε. Έδωσε
δε διαταγή να ρίξουν τους Αγίους και όλους τους ασεβείς που πίστεψαν στο Χριστό στο καμίνι την δε μητέρα του να την αφήσουν να πάει όπου θέλει.
Η θυσία των Αγίων
Όταν οι Άγιοι πλησίασαν καμίνι, προσευχήθηκαν:
— Κύριε Ιησού Χριστέ, σε ευχαριστούμε, διότι μας δυνάμωσες να τελειώσωμε τον αγώνα, για την αγάπη σου και δεν μας άφησες να γίνωμε θήραμα ζώντων εχθρών μας,
αλλά λύτρωσες την ψυχή μας από τις παγίδες του δαίμονος. Και τώρα σε παρακαλούμε να μας δυναμώσης να υπομείνωμε και αυτή τη φωτιά, με ανδρεία και γενναιότητα.
Παρακαλούμεν, Κύριε, να παρασταθής, όταν η ψυχή χωρισθή από το σώμα, διότι με την ελπίδα τη δική σου θαρρεύομε και μπαίναμε στη φλόγα αυτή την τρομερή.
Οι στρατιώτες μπροστά σ' αυτή τη αφόρητη πύρα, δείλιασαν και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Τότε οι Άγιοι τους ενδυνάμωσαν και αφού πήραν θάρρος οι στρατιώτες.
Έκαμαν το σημείο του Σταυρού στο μέτωπο και πήδησαν όλοι, μέσα εις στο καμίνι. Ήταν είκοσι οκτώ τον αριθμόν. Μαζί, με την μητέρα του τυράννου έπεσαν μέσα σε κείνο
το φλογερό καμίνι, πού τριζοβολούσε από τη δύναμη της φωτιάς. Έψαλλαν χαρούμενοι, με τον Ακίνδυνο, τον Πηγάσιο και τον Ανεμπόδιστο. Έτσι τελείωσαν τον μακάριο
δρόμο της θυσίας των.
Ήταν η δευτέρα Νοεμβρίου. Μέσα δε στο καμίνι, φάνηκε χορός Αγγέλων, πού παρέλαβαν τις μακάριες ψυχές των Αγίων και τις οδήγησαν εις τον Δεσπότη Χριστό.
Όλος ο τόπος εκείνος γέμισε με άρρητη ευωδιά. Τέτοια ευωδία, πού όλος ο κόσμος των Χριστιανών θαύμασαν. Αυτοί κατόπιν πήραν τα Άγια λείψανα και τα ενταφίασαν
με ευλάβειά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀκίνδυνον μέλψωμεν, σὺν Ἀφθονίῳ ὁμοῦ, κλεινὸν Ἀνεμπόδιστον, Ἐλπιδηφόρον στερρόν, Πηγάσιον ἔνδοξον· οὗτοι γὰρ ἀκινδύνως, ἐξ ἀφθόνου κρατῆρος,
πηγάζουσι τοῖς ἐλπίδι, ἀρραγεῖ προσιοῦσι, χαρίτων ἀνεμποδίστων, κρήνην θεόβρυτον.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς ἄστρα ἀπλανῆ, τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης, ἀνέλαμψαν ἐν γῇ, οἱ Χριστοῦ στρατιῶται, τὸν ζόφον διώκοντες, τῶν παθῶν καὶ πηγάζοντες, χάριν ἄφθονον,
ἀνεμποδίστως τοῖς πᾶσι, καὶ ἀκίνδυνον, τὴν σωτηρίαν δοροῦνται, ἐλπίδι τῆς πίστεως.
Μεγαλυνάριον.
Ὄμιλος πεντάριθμος Ἀθλητῶν, διηγωνισμένων, ἐν Κυρίῳ μαρτυρικῶς, πρόκειται εἰς αἶνον· αὐτοῖς οὖν ἐκβοῶμεν· χαίρετε Ἀθλοφόροι, Χριστοῦ πανθαύμαστοι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου