ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

19 Νοεμβρίου μνήμη του Αγίου Προφήτου Αβδιού , του Αγίου μάρτυρος Βαρλαάμ και των Οσίων Ιλαρίωνος του Ίβηρος και Φιλαρέτου επισκόπου Μόσχας.

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ  ΑΒΔΙΟΥ    

Ἔφησεν ἂν τι μέλλον Ἀβδιοὺ πάλιν,
Εἰ μὴ τελευτὴν εἶχεν αἰδεῖσθαι τάχα.
Ἐννεακαιδεκάτῃ βίον Ἀβδιοὺ ἐξεπέρησεν.
Βιογραφία
Ο Προφήτης Αβδιού (ή Οβδιού) που το όνομα του σημαίνει «δούλος Κυρίου», έζησε περί το 800 π.Χ., (κατ' άλλη εκδοχή στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ.), και είναι ένας από τους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες.

Ο Προφήτης Αβδιού καταγόταν από τη Συχέμ (εκ του αγρού Βηθοχαράμ ή Βαθαχαράμ), και με τη σύντομη προφητεία του αυστηρά παρατηρεί με ισχυρές ποιητικές εκφράσεις την υπερηφάνεια και την πτώση του Ισραήλ. Να τι λέει χαρακτηριστικά για την υπερηφάνεια: «Ὑπερηφάνια τῆς καρδίας σου ἐπῆρε σε κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ - τὶς κατάξει με ἐπὶ τὴν γῆν; ἐὰν μετεωρισθῆς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιᾶν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος» (Οβδιού,α' 3,4). Δηλαδή, η υπερηφάνεια της καρδιάς σου σε έκανε να φρονείς πολύ υψηλά για τον εαυτό σου, ότι τάχα κατοικείς σε φαράγγια και σπηλιές των ορέων και γενικά απόρθητες περιοχές. Έχεις κτίσει την κατοικία σου σε πολύ ύψος, πιστεύεις ότι είσαι ισχυρός και ανίκητος και λες από μέσα σου; Ποιος θα μπορέσει να με κατεβάσει στη γη; Και αν ακόμα πετάξεις σε μεγάλα ύψη σαν τον αετό, και αν στήσεις τη φωλιά σου ψηλά ανάμεσα στ' αστέρια, από 'κει θα σε καταρρίψω και θα σε κατεβάσω, λέγει ο Κύριος. Ας προσέξουμε, λοιπόν, τα λόγια του προφήτη και ας καλλιεργούμε το θεμέλιο των αρετών, που είναι η ταπείνωση.

Να αναφέρουμε επίσης, ότι ο Αβδιού ήταν μαθητής του προφήτου Ηλιού, επί της βασιλείας Οχοζία, ο οποίος έστειλε τον Αβδιού στον Ηλία για να τον πείσει να κατέβει από το βουνό προς τον βασιλιά. Μετά την μετάβαση του Ηλία στον Οχοζία, ο Αβδιού, παραιτήθηκε από τη θέση του πεντηκοντάρχου, ακολούθησε τον προφήτη Ηλία και τον υπηρετούσε. Όταν πέθανε ετάφη στον τάφο των πατέρων του.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὥσπερ θεράπων φερωνύμως τοῦ Λόγου, τοῦ ὑπὲρ ἔννοιαν φωτὸς ἠξιώθης, καὶ προφητείας ἔλλαμψιν ἐδέξω σοφὲ δόξαν γὰρ τὴν ἄυλον, καθαρῶς ἐποπτεύων, ὄργανον θεόπνευστον, Ὀβδιοὺ ἀνεδείχθης, προμελωδοῦν ἐν κόσμῳ μυστικῶς, τῶν ἐσομένων, Προφῆτα τὴν ἔκβασιν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἀβδιοὺ τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου, Σωτὴρ.
Ὁ μέγας Ἀβδιοὺ, ἐπιλάμψεσι θείαις, τὸν νοῦν φωτοειδῆ, κεκτημένος θεσπίζει, τὰ μέλλοντα Πνεύματι, τῷ Ἁγίῳ φθεγγόμενος, τοῦτον σήμερον, εὐσεβοφρόνως τιμῶντες, ἐκτελέσωμεν, τὴν ἱερὰν αὐτοῦ μνήμην, καρδίας φωτίζουσαν.


ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΛΑΑΜ 


Σὺν λιβανωτῷ, Βαρλαάμ, τὸ πῦρ φέρων,
Εὔοσμος ὤφθης λιβανωτὸς Κυρίῳ.
Βιογραφία
Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιερός Χρυσόστομος, θεώρησαν χρέος τους να ασχοληθούν στο δίκαιο εγκώμιο του Ιερού αυτού αθλητή της πίστης. Παρά τα βαθιά γεράματα του, όταν τον έφεραν μπροστά στον έπαρχο Αντιοχείας (304 μ.Χ.), τον αντιμετώπισε με θαυμαστή ευψυχία. Έτσι τον μαστίγωσαν με νεύρα βοδιού και του ξερίζωσαν τα νύχια. Επειδή όμως δεν υποχωρούσε άναψαν κάρβουνα και ετοιμάστηκαν να βάλουν τα χέρια του επάνω σ' αυτά. Αλλά εκείνος τους πρόλαβε. Βάδισε μόνος του και έβαλε το δεξί του χέρι στη φωτιά. Και ενώ καίγονταν οι σάρκες και τα κόκαλά του, ο γέροντας Βαρλαάμ, υμνούσε και ευλογούσε τον Κύριο. Μετά από λίγο παρέδιδε και την τελευταία του πνοή, αλλά κράτησε και αμετακίνητη την πίστη του.

Η Σύναξή του τελείται στη μονή του που βρίσκεται κοντά στο Πανάρετο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Νεανικὴν ἐνδεδυμένος ἀνδρείαν μαρτυρικήν, ἐν πολιᾷ καρτερίαν, σὺ ἐνεδείξω ἔνδοξε, δοξάσας τὸν Χριστόν. Τούτῳ δὲ προσήγαγες δεξιὰν κεκαυμένην, ὡς θυσίαν ἄμωμον τὴν ἁγίαν ψυχήν σου. μεγαλομάρτυς, πρέσβευε ἀεί, πᾶσιν δοθῆναι, Βαρλαάμ, συγχώρησιν.


Ο Άγιος Ιλαρίων ο Ίβηρ ο θαυματουργός 



Ο μακάριος πατήρ ημών Ίλαρίων ήταν από την αρχοντική οικογένεια Δοκαούρη της ανατολικής Γεωργίας. Σε ηλικία 6 χρονών τον ανέθεσαν σε θεοφοβούμενο δάσκαλο για να μάθη τα γράμματα. Άπό την μικρή του ηλικία διακρινόταν η κλίσι του στα θρησκευτικά. Βλέποντας αυτό ο πατέρας του στο χωριό, τον έκτισε μοναστήρι και στο οποίο σύντομα μαζεύτηκαν 16 Πατέρες. Εκεί μεγάλωνε ο μελλοντικός ασκητής. Όταν έγινε 14 ετών απεφάσισε να φύγη στην έρημο Γκαρέτζη για να αποφύγη την υπερβολική αγάπη και προστασία του πατέρα του. Βρήκε στην έρημο μικρό σπήλαιο και άρχισε την άσκησι. Ο μικρός ασκητής ζούσε σαν άσαρκος άγγελος και αγαπήθηκε από τους ερημίτες για την μεγάλη ασκησί του.Για τις αρετές του μεγάλωνε η φήμη του και σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε 11 υποτακτικούς. Προσευχόταν αδιάλειπτα και ήταν νηστευτής μεγάλος. Οι άνθρωποι καθημερινά τον επισκεπτόταν για να παρηγορηθούν, να λάβουν συμβουλές και την ευλογία του.
Όταν τον είδε ο επίσκοπος της πόλεως Ρουστάβα, πολύ αδύνατο και ντυμένο στα κουρέλια, τον παρεκάλεσε να δεχθή το αξίωμα της ιερωσύνης. Ο ταπεινός Ιλαρίων αρνήθηκε. Έλεγε να μή βαραίνη τον αμαρτωλό εαυτό του με το ζυγό της ιερωσύνης, αλλά στο τέλος έκανε υπακοή. Μετά από λίγο καιρό ο μακάριος Ιλαρίων ώρισε νέο ηγούμενο στην Αδελφότητα και επήγε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ στους Αγίους Τόπους.
Κατά την μετάβασί τους προσπάθησαν κάποιοι να τους ληστέψουν, αλλά μόλις βγάλαν τα σπαθιά, βρέθηκαν τα χέρια τους ξερά. Οι ληστές κατάλαβαν ότι τους τιμώρησε ο Θεός και έπεσαν στα πόδια του ασκητού για να τους συγχώρεση. Ο Ίλαρίων τους σταύρωσε, τους γιάτρευσε και τους απέλυσε συγχωρεμένους. Ένας από τους ληστές τον συνόδευσε μέχρι το όρος Θαβώρ.
Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους ασκήτεψε μερικά χρόνια στο σπήλαιο του Προφήτου Ηλία. Ένα βράδυ είδε όραμα. Είδε την Παναγία στο όρος των Ελαίων, η οποία του είπε: «Ιλαρίων πήγαινε και ετοίμασε τον δείπνο στον Κύριον και Υιόν μου». Μόλις ξύπνησε ευχαριστούσε το Θεό και την Παναγία και πήρε τον δρόμο για την πατρίδα. Εκεί έμαθε ότι ο πατέρας και τα αδέρφιά του είχαν πεθάνει. Η μητέρα του τού έδωσε όλα τα πλούτη και του είπε να τα χρησιμοποίηση όπως ήθελε.
Ο μακάριος Ίλαρίων έκτισε γυναικεία Μονή, έδωσε χωράφια από τα γύρω χωριά και έβαλε στην Μονή Τυπικό. Μετά συγκέντρωσε 75 πατέρες και έκτισε και ανδρικό Μοναστήρι. Τα δε υπόλοιπα χρήματα τα μοίρασε οτούς πτωχούς.
Ο μισόκαλος διάβολος έβαλε τον θείο του ασκητή να τον σκοτώση και να κάψη το Μοναστήρι, διότι ήθελε να τον κληρονομήσει. Η θεία Πρόνοια όμως τον επαίδευσε, εξομολογήθηκε, ζήτησε συγχώρησι από τόν Όσιο, έδωσε την περιουσία του στην Μονή και έγινε μοναχός.
Η φήμη για την αγιότητα του όσιου Ίλαρίωνα μαθεύτηκε σε όλα τα μέρη της Γεωργίας. Ο Όσιος μισούσε πολύ την κοσμική δόξα, και όρισε ένα σοφό αδελφό ως ποιμένα για τα λογικά του πρόβατα και μαζί με δύο υποτακτικούς επήγε στην Κωνσταντινούπολη, και από εκεί στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας. Εκεί έμειναν για πέντε χρόνια σε ένα μικρό, εγκαταλελυμένο εκκλησάκι… Μετά ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να προσκύνηση το Τίμιο Ξύλο και από εκεί στην Ρώμη, όπου έκανε πολλά θαύματα με την βοήθεια του Θεού.
Επιστρέφοντας, μετά δύο χρόνια, επήγε στη Θεσσαλονίκη για να προσκύνηση τον Άγιο Δημήτριο. Στη Θεσσαλονίκη εθεράπευσε το τετράχρονο παράλυτο παιδί του ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης, ο οποίος τον έκτισε και εκκλησία σε ήσυχο μέρος για άσκηση. Η αγγελική ζωή του Όσιου ξύπνησε σε πολλούς τον θείο ζήλο για την μοναχική ζωή και πολλοί παρέλαβαν το αγγελικό σχήμα από τα χέρια του.
Ο Άγιος Ιλαρίων μέχρι την αναχώρηση του στην Άνω Ιερουσαλήμ ζούσε στην Θεσσαλονίκη. Πληροφορημένος από τον Θεό για τον θάνατό του φώναξε τον ηγεμόνα της πόλεως, τον ευχαρίστησε γι΄ όλα και τον άφησε διαθήκη να αγαπά τους φτωχούς και μοναχούς και να είναι δίκαιος και ελεήμων. Μετά την κοίμησι του Αγίου Ιλαρίωνος ο ηγεμόνας παρήγγειλε λάρνακα για το άγιο λείψανό του, το οποίο έκαμνε πολλά θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς άρρωστους. Το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδόνας από τον ηγεμόνα και τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης…
Με τρόπο κρυφό άνθρωποι του αυτοκράτορα πήρανε το άγιο λείψανο του οσίου Ιλαρίωνα από την Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τιμές και ψαλμωδίες το υποδέχθηκαν.
Στην αρχή ο αυτοκράτορας κράτησε το λείψανο στα ανάκτορα. Την τρίτη όμως ήμερα ξύπνησε από ευωδία. Προσπάθησε να ξανακοιμηθή χωρίς να το κατορθώσει, και είδε τον Άγιο με ιερατική στολή, ο οποίος του είπε: Αυτή την ευωδία δεν την κέρδησα στις πόλεις αλλά στην έρημο και για να έχης χάρη από το Θεό στείλε με στην έρημο.
Ο βασιλιάς διηγήθηκε το περιστατικό στον Πατριάρχη και με μεγάλες τιμές μετέφεραν το άγιο λείψανο του στην Μονή του Αγίου Ρωμανού.
Η μετάφρασις από τον Γεωργιανό συναξαριστή έγινε από τον φοιτητή Γεώργιο Ινασαρίτζε.
Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής «Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου», Τεύχος 1ο, Ιανουάριος – Απρίλιος 2001, Έκδοσις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη



Ο άγιος Φιλάρετος Μόσχας



undefined
Ο άγιος Φιλάρετος υπήρξε μία από τις πιο διαπρεπείς μορφές της ρωσικής Εκκλησίας κατά τον 19° αιώνα. Γεννήθηκε το 1782 από πατέρα ιερέα, στην πόλη Κολομνά κοντά στη Μόσχα και το βαπτιστικό του ήταν Βασίλειος. Σε ηλικία εννέα χρόνων μπήκε στο τοπικό ιεροδιδασκαλείο και συνέχισε τις σπουδές του στην ιερατική σχολή που ήταν προσαρτημένη στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος του αγίου Σεργίου. Όντας εξαίρετος μαθητής στις αρχαίες γλώσσες, όπως και στη θεολογία και την ποίηση, ο νεαρός ιεροσπουδαστής επέπεσε στην αντίληψη ενός συχνού επισκέπτη στη Λαύρα, του μητροπολίτη Μόσχας Πλάτωνα, ο οποίος και τον πήρε υπό την προστασία του. Παρά τα προσόντα του, ο Βασίλειος παρέμενε ευσεβής, ήρεμος και σεμνός και ήταν αγαπητός από όλους. Αποφοίτησε πρώτος στην τάξη του και προσελήφθη αμέσως για να διδάξει αρχαία ελληνικά (τα οποία έγραφε και μιλούσε με ευχέρεια) και εβραϊκά. Σύντομα διορίσθηκε ιεροκήρυκας στη Λαύρα και καθηγητής Ρητορικής, αφού ήταν ένας εξαίρετος ρήτορας που γνώριζε πώς να μεταδίδει στις ψυχές τη φλόγα του έρωτα της αρετής.
Ο ευεργέτης του, μητροπολίτης Πλάτων, θεωρούμενος ο ίδιος μέγας θεολόγος και ρήτορας, έγραψε γι’ αυτόν: «Όσο για μένα, γράφω σαν άνθρωπος, εκείνος όμως γράφει σαν άγγελος». Με την ενθάρρυνση του μητροπολίτη, και μετά από ώριμη σκέψη συνοδευόμενη από εσωτερικούς αγώνες, ο λάμπρος καθηγητής εκάρη μονάχος το 1808, έλαβε το όνομα Φιλάρετος και χειροτονήθηκε διάκονος λίγες ημέρες αργότερα. Τον επόμενο χρόνο μετατέθηκε στην Αγία Πετρούπολη για να αναλάβει επόπτης και καθηγητής Φιλοσοφίας στην ιερατική σχολή. Μετά δε τη χειροτονία του ως ιερέας, διορίσθηκε να διδάσκει Αγία Γραφή, Εκκλησιαστική Ιστορία, Κανονικό Δίκαιο και Δογματική στην εκεί Θεολογική Ακαδημία. Ως ιεροκήρυκας οικοδομούσε το εκκλησίασμα των καθεδρικών ναών, που αντηχούσαν από τον λόγο του.
Είχε επαφές με τους κορυφαίους συγγραφείς της εποχής. Συνέθεσε ένα θαυμάσιο παρηγορητικό ποίημα για τον Πούσκιν, ο οποίος τού έγραψε ευγνώμων: «Ο ποιητής κυριευμένος από ιερό δέος, ακούει με προσοχή την άρπα του Φιλάρετου». Σε ηλικία τριάντα ετών, ο Φιλάρετος έγινε αρχιμανδρίτης, συντόμως δε διορίσθηκε διευθυντής της Θεολογικής Ακαδημίας και καθηγούμενος μιας από τις μεγαλύτερες μονές του Νόβγκοροντ. Ακάματος εργάτης στην εκπλήρωση τόσο των ακαδημαϊκών οσο και των διοικητικών του καθηκόντων, δεν ήταν λίγες οι φορές που βρισκόταν να χειρίζεται ταυτοχρόνως τρία ή τέσσερα θέματα μαζί. Ο μαθητής του, αρχιμανδρίτης Φώτιος, τον περιέγραψε ως έξης: «Η όψη του ήταν πάντα ανοιχτόκαρδη και χαρούμενη, το βλέμμα διεισδυτικό και το ήθος ευχάριστο, αν και ασκητικό και αυστηρό. Είχε αρχοντική συμπεριφορά, αβίαστη. Η φωνή του τρυφερή και μειλίχια, ωστόσο μιλούσε καθαρά. Σαν δάσκαλος, αιχμαλώτιζε τους μαθητές του με την ενορατική του διεισδυτικότητα και διάκριση σε σημείο να λησμονούνε να γευματίσουν. Η δύναμη και ομορφιά, η μεγαλοπρέπεια και η δόξα της Θεολογικής Ακαδημίας την εποχή εκείνη συγκεντρώθηκαν όλα στο πρόσωπο του Φιλάρετου». Συνδυάζοντας εμβριθή λογιότητα και φλογερή ευσέβεια, ο Φιλάρετος αναζήτησε πάνω απ’ όλα να μεταδώσει στους ακροατές του ή στους αναγνώστες των έργων του, το «πνεύμα της Ορθοδοξίας». Τα γραπτά του έχουν γίνει κλασσικά στην ορθόδοξη βιβλιογραφία. Ακόμη και όταν ζούσε, θεωρούνταν ένας πραγματικός Πατήρ της Εκκλησίας και τον αποκαλούσαν «νέο Χρυσόστομο».
Το 1817, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, έγινε διδάκτωρ της Θεολογίας και χειροτονήθηκε επίσκοπος. Βοηθός επίσκοπος του μητροπολίτη Αγίας Πετρουπόλεως στην αρχή, δεν άργησε να γίνει αρχιεπίσκοπος του Τβερ, κατόπιν του Γιαροσλάβ, πέντε χρόνια, αργότερα, δε, ανέλαβε μητροπολίτης Μόσχας και Κολομνά, αξίωμα που έμελλε να διατηρήσει έως το τέλος της ζωής του.
Στην εκπλήρωση των επισκοπικών του καθηκόντων εκόμισε την ίδια ενεργητικότητα που επέδειξε ως διευθυντής της Ακαδημίας. Ως νεοδιορισμένος επίσκοπος του Τβερ, λόγου χάριν, πέρασε εκατό ημέρες ταξιδεύοντας απ’ άκρου εις άκρον της πελώριας επισκοπής του κηρύττοντας σε όλες τις εκκλησίες. Ως μητροπολίτης Μόσχας έστρεψε το ενδιαφέρον του στα συνήθη μεταξύ του κλήρου ατοπήματα. Δεν δίσταζε να επιβάλλει κανονικές ποινές, όπου το απαιτούσαν τα παραπτώματα κληρικών, αλλά στην περίπτωση της καθαιρέσεως κάποιου μέλους του κλήρου συνεισέφερε ο ίδιος στην κάλυψη των υλικών αναγκών της οικογένειας του. Εργαζόταν ακατάπαυστα και ποτέ δεν γνώρισε μία ήμερα αργίας. Κανείς δεν γνώριζε πότε κοιμόταν οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύκτας έκανε την εμφάνιση του ο άνθρωπος που τον διακονούσε, τον έβρισκε πάντα στο γραφείο του. Έγραφε θεολογικά βιβλία, εγχειρίδια και άρθρα, αλλά εκεί που έδινε περισσότερο τον εαυτό του ήταν οι όμορφες ομιλίες του. Άφησε εκτεταμένη αλληλογραφία, ή οποία περιέχει συμβουλές μεγάλης αξίας σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής ζωής. Η μετάφραση της Βίβλου ξεκίνησε με τη δική του ολόψυχη υποστήριξη και συνεισέφερε σε αυτήν μεταφράζοντας μερικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Εξαιτίας της αντιδράσεως του τσάρου και ορισμένων εκκλησιαστικών κύκλων, αποδείχθηκε παρατεταμένο εγχείρημα και χρειάσθηκαν πενήντα χρόνια για να ολοκληρωθεί· χάρη στην υποστήριξη και συνεργασία του οι στάρετς της Μονής Όπτινα μπόρεσαν να εκδώσουν τις μεταφράσεις τους έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίες απετέλεσαν την κινητήρια δύναμη του μεγάλου κινήματος πνευματικής αφυπνίσεως στη Ρωσία [ 11 Οκτ.].
Ο άγιος επίσκοπος ήταν πάντα πρόθυμος να συμβουλευθεί όσους εργάζονταν μαζί του και με ταπεινοφροσύνη δεχόταν την κριτική. Απέναντι στους εχθρούς του ήταν ευγενικός και υπομονετικός και υπέμενε τις πλέον άδικες κατηγορίες, δίχως μνησικακία. Από την άλλη μεριά, ήταν ανυποχώρητος όταν ετίθετο ζήτημα ιερών δογμάτων, θείων εντολών ή εκκλησιαστικής παραδόσεως.
Εξάντλησε όλους τους οικονομικούς του πόρους σε έργα φιλανθρωπίας, φροντίζοντας οι δωρεές του να παραμένουν πάντα κρυφές. Προσέφερε τα μέσα για την ανέγερση ενός μεγάλου οικοτροφείου για ορφανά και παιδιά φτωχών οικογενειών ιερέων. Το 1819 είχε γίνει μέλος της Ιεράς Συνόδου και δεν υπήρχε θέμα που να μην μπορούσε να χειρισθεί. Τον συμβουλεύονταν ακόμη και για θέματα που ανέκυπταν σε συνεδριάσεις όπου αυτός ήταν απών, και ακόμη και στα πιο περίπλοκα θέματα έβρισκε πάντα μια λύση δίκαιη και βασισμένη σε κανονικές αρχές.
Ο άγιος Φιλάρετος ίδρυσε τη Σκήτη της Γεθσημανής, κοντά στη Λαύρα της Άγιας Τριάδος, όπου, με ασκητική λαχτάρα για την ησυχία, περνούσε συχνά μερικές ημέρες σε ένα απλό, μοναχικό κελλί, αφιερωμένος στην προσευχή. Ξεχειλίζοντας από την αγάπη του Θεού, τα μάτια του έλαμπαν από δάκρυα ακούγοντας για μια καλή πράξη, μια καλή πρόθεση ή έναν καλό λόγο. Όσα συμβούλευε τους άλλους να εργάζονται, τα έπραττε ο ίδιος δίχως άλλο, και έτσι κέρδισε την ακλόνητη αφοσίωση των πιστών που ζητούσαν τις προσευχές του και οι οποίες συχνά ανταμείβονταν με θαύματα.
Εχοντας λάμψει ως πυρσός για μισό αιώνα στην Εκκλησία, ο άγιος Φιλάρετος παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό εν ειρήνη, στις 19 Νοεμβρίου 1867, σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών. Λίγους μήνες πριν, είχε δει στο ονειρό του τον πατέρα του, ο οποίος τον συμβούλευσε: «Να θυμάσαι την 19η».
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τρίτος – Νοέμβριος, σελ. 213-216)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου