ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

ΑΙΣΙΟΝ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ 2015 - ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΕΝΙΑΥΤΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ! 1η Ιανουαρίου η Περιτομή του Κυρίου και η μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Βασιλείου αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Ουρανοφάντορος

0 σχόλια

Η Περιτομή του Κυρίου 


peritomitomi-tou-christou
Την όγδοη ημέρα από την εορτή της Γεννήσεως, η οποία συμβαίνει επίσης να είναι και η πρώτη του νέου έτους, η Εκκλησία εορτάζει την Περιτομή του Κυρίου κατά την οποία έλαβε το όνομα Ιησούς, το οποίο σημαίνει σωτήρας, πράγμα που επίσης εορτάζει η Εκκλησία.
Την ημέρα αυτή είναι επίσης η επέτειος του θανάτου του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, του οποίου η μνήμη αποτελεί μέρος της ακολουθίας της εορτής.
«Ο Κύριος των όλων υπομένει περιτομή και τα αμαρτήματα των θνητών περιτέμνει ως αγαθός. Παρέχει τη σωτηρία σήμερα στον κόσμο, χαίρεται δε στα ουράνια και του Κτίστου ο ιεράρχης, το φεγγοβόλο αστέρι και θείος Μύστης του Χριστού, ο Βασίλειος.»
Σύμφωνα με την ακολουθία της Εκκλησίας, ο Κύριος υπέστη περιτομή με το σκοπό να εκπληρώσει το νόμο του Μωυσή, τον οποίο κανείς δεν ήταν ικανός να εκπληρώσει πριν. Εκτελώντας «άπαντα κατά τον νόμον» (Λουκ. 2:39), ο Μεσσίας θεωρεί πρέπον «πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3:15). Υπ’ αυτή την έννοια Αυτός είναι η εκπλήρωση του Νόμου και των προφητών, όχι μόνο εκτελώντας ό,τι είναι γραμμένο περί Αυτού, αλλά ακόμη πράττοντας όλα εκείνα τα πράγματα που θα έπρεπε να κάνουν όλοι αν αληθινά εκπλήρωναν το λόγο του Θεού.
«Δεν ντράπηκε ο Πανάγαθος Θεός να περιτμηθεί σαρκικά, αλλά πρόσφερε τον εαυτό Του ως τύπο και παράδειγμα σε όλους μας να σωθούμε. Διότι ο δημιουργός του Νόμου εκπληρώνει τα προστάγματα του Νόμου και αυτά που κηρύχθηκαν από τους προφήτες γι’ αυτόν. Εσύ που τα πάντα περιέχεις μέσα στη χούφτα Σου και που τυλίχθηκες με σπάργανα, Κύριε δόξα σε Σένα.»
Εκτελώντας ο Κύριος τα πάντα ακριβώς σύμφωνα με το Νόμο, δείχνει ότι έχει έλθει για να υπηρετήσει και να ταυτίσει τον εαυτό Του απόλυτα με τα αμαρτωλά δημιουργήματά Του. Αυτή είναι η θεία ταπείνωση του Θεού, η υπερβολικά μεγάλη Του στοργή και συμπάθεια, η άρρητη και ανείπωτη ταπείνωση και συγκατάβασή Του σ’ εμάς που είμαστε χαμένοι. Γιατί όχι μόνο βρέθηκε «εν σχήματι ως άνθρωπος» αλλά και εκένωσε Εαυτόν από τη θεϊκή Του δόξα, παίρνοντας «μορφή δούλου» (Φιλ. 2:7-8), παραδίδεται στο μαχαίρι του αρχιερέα, υπομένοντας το σημείο αυτό της απόλυτης υποταγής στο Θεό, την πράξη η οποία εκφράζει την ολοκληρωτική αδυναμία των ανόσιων δημιουργημάτων ενώπιον του Αγίου τους Δημιουργού. Οι λέξεις δεν μπορούν να αποδώσουν την συγκατάβαση του Κυρίου και την προθυμία Του να περιτμηθεί. Είναι μια πράξη κενωτικής ταπεινώσεως, η οποία είναι τελείως άρρητη.
Επιτρέποντας να περιτμηθεί ο ίδιος, λυτρώνει το λαό Του ο Κύριος από την κατάρα του Νόμου και τον απελευθερώνει από τα τελετουργικά σύμβολα της βασισμένης στο Νόμο διαθήκης. Ο Νόμος του Θεού δεν είναι αφ’ εαυτού κατάρα, παρόλο που κάποιες Χριστιανικές θεολογίες εμφανίζονται να διδάσκουν κάτι τέτοιο. Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι «ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή» (Ρωμ. 7:12). Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν μπορεί να τηρήσει το Νόμο. Αν έμελλε να κριθούμε από τα έργα του Νόμου, θα χανόμασταν όλοι. Για τον λόγο αυτό έρχεται ο Μεσσίας, να κάνει μέσα από τη θνητή σάρκα εκείνα τα οποία κανένας άλλος δε θα μπορούσε να κάνει έτσι, ώστε διά της πίστεως σε Αυτόν όλοι εκείνοι που πιστεύουν να μπορούν να δικαιωθούν ενώπιον του Θεού.
Η ίδια η περιτομή δόθηκε ως απάντηση της πίστεως. Ήταν η ένδειξη ότι ανήκεις πιστά στον Κύριο. Ακόμα και στο αρχικό νόημα και μορφή της, δεν ήταν κάτι απλά σωματικό, αλλά κάτι πνευματικό· ένα θέμα όχι μόνο της σάρκας, αλλά και της καρδιάς.
Εξαιτίας της ολικής του δικαιοσύνης, τελετουργικής και ηθικής, σωματικής και πνευματικής, νομικής και ηθικής, ο Ιησούς ο Μεσσίας ελευθερώνει το λαό Του από οτιδήποτε ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο και φανερώνει σ’ αυτούς τη ζωή του μέλλοντος αιώνος της Βασιλείας του Θεού. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά πίστις δι’ αγάπης ενεργούμενη» (Γαλ. 5:6).
Εορτάζοντας το Πάσχα του χειμώνα, οι πιστοί φτάνουν από μόνοι τους να γνωρίσουν ότι στ’ αλήθεια «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορ. 5:17).
«Το να περιτεμνόμαστε έληξε αφ’ ότου ο Χριστός θεληματικά περιτμήθηκε, σώζοντας τα πλήθη των εθνών διά της χάριτος.»
«Η όγδοη ημέρα, εικονίζουσα την αιώνια ζωή, από τη δική Σου Χριστέ λαμπρύνεται και αγιάζεται με θεληματική φτώχεια. Διότι κατ’ αυτήν περιτμήθηκες κατά το Νόμο σαρκικά.»
«Περιτέμνεται σαρκικά Αυτός που από τον Πατέρα χωρίς διαχωρισμό και απώλεια ύλης γεννήθηκε κατά τρόπο θαυμαστό ως Λόγος Του. Και που έμεινε χωρίς αλλοίωση της Θεότητάς Του ως Θεός από το Θεό. Αυτός που είναι πάνω από το Νόμο, νομίμως ελευθερώνει όλους από την κατάρα του Νόμου και δωρίζει την άνωθεν ευλογία. Έτσι λοιπόν την υπεράγαθή Του συγκατάβαση εγκωμιάζοντας υμνούμε και γεμάτοι ευχαρίστηση δοξάζουμε ικετεύοντας Αυτόν να δώσει στις ψυχές μας το μέγα έλεος.»

(π. Thomas Hopko, «Χειμωνιάτικη Πασχαλιά», εκδ. Ακρίτας, σ. 206-213)


Η περιτομή του Κυρίου:Τύπος και Ουσία 


Σημείο Διαθήκης
3. Η περιτομή του Κυρίου είναι η εισαγωγή της Καινής Διαθήκης. Γιατί ο Θεός είπε στον Αβραάμ να περιτέμνονται όλα τα αρσενικά παιδιά του Ισραήλ; Σαν σημάδι της διαθήκης ανάμεσα στο Θεό και στο λαό του. Έδωσε υποσχέσεις ο Θεός στον Αβραάμ, ότι θα ευλογηθεί το σπέρμα του, ότι οι απόγονοί του θα γίνουν σαν τα άστρα του ουρανού και σαν την άμμο της θαλάσσης. Και η εγγύηση; Είναι η περιτομή. Αυτή είναι η σφραγίδα της υιοθεσίας. Θα είναι η συμφωνία μεταξύ Θεού και Ισραήλ. Γι’ αυτό είπε στον Αβραάμ: «Περιτμηθήσεται υμίν παν αρσενικόν… Και έσται εις σημείον διαθήκης αναμέσον εμού και υμών» (Γεν.17, 10-11).
Ο Ιησούς Χριστός ήρθε να υπογράψει τη νέα συμφωνία, την Καινή Διαθήκη, ανάμεσα στο Θεό και στο νέο Ισραήλ. Στην Παλαιά Διαθήκη έκοβαν ένα μικρό τμήμα από την άκρη του δέρματος του αρσενικού παιδιού. Ήταν μια θυσία. Μικρή βέβαια και ακούσια θυσία, αλλά τύπος της μεγάλης και εκούσιας θυσίας του Υιού του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός, το «ευλογημένον άρσεν», που προήλθε από τη μήτρα της Παρθένου, πρόσφερε κι αυτός τη θυσία της σαρκικής περιτομής, γιατί θα ερχόταν η ήμερα που θα προσέφερε όχι ένα μικρό τμήμα του δέρματός του, αλλ’ όλο το Σώμα του και ό λ ο το Αίμα του. Είναι το Αίμα της Διαθήκης. Οι Εβραίοι είχαν περί πολλού τη θυσία της περιτομής. Οι χριστιανοί πιστεύουν στη θυσία του Αίματος του Υιού του Θεού.
Ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή συγκρίνει την παράβαση του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης και την περιφρόνηση της θυσίας και του αίματος του Σταυρωμένου Λυτρωτή. Και λέγει: «Αθετήσας τις νόμον Μωυσέως, χωρίς οικτιρμών επί δυσίν ή τρισί μάρτυσιν αποθνήσκει. Πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του Θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος, εν ω ηγιάσθη, και το Πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας»; (Εβρ. 10, 28-29).
 Ονομαστήρια
 4. Κατά την ήμερα της περιτομής οι Εβραίοι έδιναν στο αγόρι το όνομα του. Ήταν η επίσημη ονοματοδοσία. Άλλωστε και εκείνος που πρώτος πήρε εντολή από το Θεό για περιτομή, ο Αβραάμ, την ήμερα εκείνη άλλαξε όνομα. Λεγόταν  Άβραμ, και ονομάσθηκε Αβραάμ(βλ. Γεν. 17,4-5).
Τύπος της ονοματοδοσίας κατά την περιτομή του Χριστού, αυτό που συνέβηκε με τον Αβραάμ. Ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός του ανθρώπου. Και λαμβάνει όνομα. Το όνομά του έχει σχέση με όλα τα έθνη, με όλο το λαό. Είναι το όνομα Ιησούς,  που σημαίνει: «Σωτήρας του λαού». Ο Χριστός είναι ο γενάρχης της νέας γενιάς, της Εκκλησίας. Στο γένος του, στο κράτος του, στη βασιλεία του, ανήκουν όλοι οι άνθρωποι, άλλο ότι πολλοί δεν πιστεύουν στην τιμή που τους έγινε.
Ιησούς! Το όνομα που δόθηκε επίσημα την ήμερα της περιτομής. Η Μητέρα και ο προστάτης Ιωσήφ δεν άκουγαν βέβαια για πρώτη φορά το όνομα «Ιησούς». Και στους δύο είχε αποκαλυφθεί το όνομα από άγγελο. Κατά τον Ευαγγελισμό ο άγγελος Γαβριήλ φανέρωσε στην Παρθένο τη βουλή του Θεού: «Και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν» (Λουκ. 1, 31). Γι’ αυτό σημειώνει ο ίδιος Ευαγγελιστής, ότι κατά την περιτομή δόθηκε στο παιδί το όνομα «το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία» (Λουκ. 2, 21). Προηγήθηκαν τα ονομαστήρια στον ουρανό, ακολούθησαν τα ονομαστήρια στη γη. Άλλος άγγελος έσπευσε ν’ αποκαλύψει, πάλι προτού να γεννηθεί το παιδί, το όνομά του στον Ιωσήφ, τον προστάτη της Παρθένου: «Τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν ούτος γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθ. 1, 21).
Ιησούς! Όνομα που του ταίριαζε απόλυτα. Δόθηκε δε κατά την όγδοη ήμερα, όχι για λόγους μόνο τυπικούς, αλλά και για λόγους ουσιαστικούς. Τυπικά: έτσι όριζε ο Νόμος του Μωυσέως· κατά την όγδοη ήμερα να γίνεται η περιτομή και να δίνεται το όνομα. Ουσιαστικά: Η όγδοη ήμερα ήταν τύπος της μελλοντικής όγδοης ημέρας. Όγδοη ημέρα και όγδοος αιώνας, κατά τους Πατέρες, είναι ο «μέλλων αιών», η ζωή της αιωνιότητας, στη βασιλεία των ουρανών. Ο χρόνος της όγδοης ημέρας, του μέλλοντος αιώνος, θα είναι χωρίς περιτομή,  χωρίς τέλος. Και μόνο όσοι πιστεύουν στον Ιησού Χριστό και ζουν κατά το θέλημά του, ελπίζουν στην όγδοη ήμερα, στην αιώνια ζωή.
Την όγδοη ήμερα ορίζει και η Εκκλησία να σφραγίζεται το βρέφος και να λαμβάνει το όνομα. Κάτι, που δυστυχώς δεν γίνεται σήμερα. Το όνομα δίνεται κατά τη Βάπτιση, που και αυτήν προτυπώνει, όπως θα δούμε, η περιτομή. Αλλά το σωστό είναι να δίνεται την όγδοη ημέρα. Κι όπως τότε το παιδί των Εβραίων σφραγιζόταν με τη σφραγίδα της περιτομής, έτσι κατά την όγδοη ημέρα το παιδί των χριστιανών σφραγίζεται με το σημείο της νέας υιοθεσίας. Κι αυτό είναι το σημείο του Σταυρού. Ο Ιερέας σημειώνει πάνω στο βρέφος το σημείο του Σταυρού.
Λαμβάνει όνομα το παιδί την όγδοη ήμερα. Καλό θα ήταν να μη βάραιναν συγγενικοί λόγοι στην επιλογή του ονόματος, αλλά να έπαιρνε το παιδί όνομα με κριτήρια χριστιανικά. Αλλ’ έστω, και το όνομα που παίρνει για να τιμηθεί κάποιος συγγενής, εφ’ όσον είναι χριστιανικό, του θυμίζει τον πνευματικό του αγώνα, να μοιάσει με τον φερώνυμο άγιο. Δυστυχώς οι περισσότεροι είμαστε ανάξιοι αχθοφόροι μεγάλων ονομάτων. Δεν μας ταιριάζουν τα ονόματα. Μερικές φορές τα έχουμε «κατ’ ευφημισμόν».
Σε έναν ταίριαζε απόλυτα το όνομα που του δόθηκε: στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Το όνομα Ιησούς είναι το όνομα που πρώτο πρέπει ν’ αγαπήσει το παιδί. Όλοι σαν πιστοί φέρνουμε το μεγάλο γενικό όνομα του «χριστιανού». Πόσο άραγε μας αρμόζει;
Το όνομα Ιησούς! Είναι το μοναδικό που σώζει. Ο απόστολος Παύλος έκανε σκληρό αγώνα εναντίον των ανθρώπων της περιτομής· εκείνων, δηλαδή, που απέδιδαν σωτηριώδη σημασία στην περιτομή, και επέμεναν, ότι είναι υποχρεωμένοι και οι χριστιανοί να κάνουν περιτομή. Έδιναν ίση τουλάχιστον, για να μη πούμε και μεγαλύτερη, σημασία στο άχυρο, παρά στο διαμάντι. Άχυρο η περιτομή. Διαμάντι το Αίμα του Θεανθρώπου Σωτήρα. Γι’ αυτό αναγκάσθηκε ο Παύλος να γράψει δύο επιστολές, την προς Ρωμαίους και την προς Γα­λάτας, για να δείξει, πως δικαιώνεται ο άνθρωπος. Το συμπέρασμα του συνοψίζεται στη φράση: «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις» (Γαλ. 6,15).
Προσοχή! Και σήμερα η θρησκεία της περιτομής τείνει να καλύψει τη θρησκεία του Σταυρού! Οι τύποι καλύπτουν την ουσία!
 Τύπος της πνευματικής περιτομής
 5. Εξωτερική πράξη η περιτομή. Συμβόλιζε όμως μια εσωτερική πράξη, την πνευματική, την αχειροποίητη περιτομή, την περιτομή των παθών. Για το χριστιανό ισχυρή είναι «η περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι» (Ρωμ. 2, 29).
Υπέστη Εκείνος την περιτομή της σάρκας, για να δείξει ότι ήλθε να κάνει την περιτομή των παθών. Η αλήθεια αυτή τονίζεται και στο απολυτίκιο και στο κοντάκιο της εορτής. Λέγει το κοντάκιο: «Ο των όλων Κύριος Περιτομήν υπομένει και βροτών τα πταίσματα, ως αγαθός περιτέμνει». Εύκολα κάνει κάποιος σαρκική περιτομή. Εύκολα υφίσταται κάποια εγχείρηση. Δύσκολα όμως κάνει την εγχείρηση των παθών του. Δύσκολα κόβει τα πάθη του, που σαν αποστήματα βρωμερά έχουν καλύψει την ύπαρξή του. Τα πάθη δεν θέλουν ημίμετρα, θέλουν ριζική λύση. Θέλουν μαχαίρι. Αν τ’ αφήσουμε, θα γίνουν γάγγραινα. Σαπισμένοι θα ριχτούμε στη φωτιά της κολάσεως.
Σε πατερική ομιλία βρήκαμε και την εξής παρατήρηση: Η περιτομή γινόταν στο άκρο του ανδρικού μορίου, του γεννητικού οργάνου, του αγοριού. Γιατί άραγε; Μήπως διότι τα φοβερότερα και βρωμερότερα αμαρτήματα γίνονται με το όργανο αυτό; Κάτι που δόθηκε από τον πάνσοφο Θεό για μια υψηλή και μεγάλη λειτουργία, χρησιμοποιείται για την υπηρεσία της αμαρτίας. Περικόπτεται λοιπόν στη σαρκική περιτομή τμήμα του γεννητικού οργάνου, για να περικοπεί τελείως η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία και κάθε βρωμερή σαρκική πράξη.
 Τύπος του Βαπτίσματος
 6. Η περιτομή των Ιουδαίων είναι και τύπος του βαπτίσματος των χριστιανών. Με το μαχαίρι έκοβαν ελάχιστο μέρος του σώματος στην περιτομή. Με το αγιασμένο νερό της κολυμβήθρας κόβεται ολόκληρο το σώμα της αμαρτίας. Κόβεται πάνω από το σώμα με την περιτομή κάποιο περιττό κομμάτι. Κόβονται με τη βάπτιση τα δύο περιττά βάρη, που μας φόρτωσε ο Διάβολος: η προπατορική αμαρτία και οι προσωπικές μας αμαρτίες. Περιττό, όχι μόνο περιττό, αλλά και βλαβερό και καταστρεπτικό και ολέθριο και θανατηφόρο σώμα η αμαρτία. Με τη βάπτιση καθαριζόμαστε από τα λέπια της αμαρτίας. Καθαριζόμαστε στο λουτρό της παλιγγενεσίας.
Με το βάπτισμα δεχόμεθα το Χριστό Σωτήρα και Λυτρωτή. Μετέχουμε της ζωής του Χριστού. Γινόμαστε κοινωνοί του πάθους, της ταφής και της αναστάσεως. Με το βάπτισμα αποβάλλουμε τον παλαιό άνθρωπο και σφραγιζόμαστε με τη σφραγίδα της δωρεάς του Χριστού.
Περιττή, αδελφοί μου, πλέον η περιτομή. Προδρομικός ο ρόλος της. Χάθηκε. Όπως χάνεται ο αυγερινός, μόλις ανατέλλει ο ήλιος. Ο ρόλος της ήταν να μας οδηγήσει στην αληθινή περιτομή. Κι η αληθινή περιτομή γίνεται με το Βάπτισμα και τη Μ ε τ ά ν ο ι α.
Νέος χρόνος αρχίζει με την εορτή της περιτομής. Ας αφήσουμε το μαχαίρι της χάριτος να κάνει το θαύμα. Να μας κάνει «περιτετμημένους» ως προς την αμαρτία, «απερίτμητους» ως προς την πίστη, για ν’ απολαύσουμε την άφεση των αμαρτιών και το εφόδιο για την αιώνια ζωή, για την όγδοη, την ανέσπερη και ποθητή ήμερα.
 (Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Σημεία Θεοφανείας». Αθήνα 1985)


Άγιος Βασίλειος ο Μέγας


Άγιος Βασίλειος ο Μέγας
Βίος και Πολιτεία του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου  

Ο Άγιος Βασίλειος, γεννημένος το 330μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου από γονείς ευγενείς με δυνατό χριστιανικό φρόνημα, έμελλε να γίνει Μέγας πνευματικός διδάσκαλος και κορυφαίος θεολόγος και Πατέρας της Εκκλησίας, αφού η χριστιανική του ανατροφή και η πνευματική του πορεία τον οδήγησαν στην Θεία θεωρεία του Αγίου Ευαγγελίου, και στην αυστηρή ασκητική ζωή, παράλληλα με το ποιμαντικό, παιδαγωγικό και φιλανθρωπικό του έργο.
 
Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν καθηγητής ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και η μητέρα του Εμμέλεια απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων. Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Όσιος Ναυκράτιος ασκητής και θαυματουργός, η Οσία Μακρίνα και ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας. 
Τα πρώτα γράμματα, τού τα δίδαξε ο πατέρας του. Συνέχισε τις σπουδές του στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Η ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα. Ο σοφός δάσκαλος του Εύβουλος εντυπωσιασμένος από την αυστηρή νηστεία, του Άγίου, και μετά την παραίνεση του, λέγεται ότι έγινε Χριστιανός.
 
Συμφοιτητές του ήταν και δύο νέοι που έμελλε να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Ο ένας, φωτεινό ο Άγιος και Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο άλλος μελανό στον αντίποδα, προδότης του Ιησού, ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους, είχαν  ιεραποστολική δράση. Διοργάνωναν  χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ίδρυσαν επίσης και τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.
 
Επέστρεψε στην Καισαρεία το καλοκαίρι του 356μ.Χ. και συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358 μ.Χ. επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, καθώς και με την παρότρυνση της αδερφής του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο. Χαρακτηριστικό της μεγαλοψυχίας του είναι, ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία, επιθυμώντας να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς για να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους.  Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας να ζήσει πλέον ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανονισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας. Με την υψηλή του κατάρτιση στην Ορθόδοξη Πίστη και τον ασκητικό, θαυμαστό του βίο, η φήμη του Αγίου Βασιλείου εξαπλώθηκε με τον καιρό σε όλη την Καππαδοκία. Έτσι και ο Μητροπολίτης της Καισαρείας Ευσέβιος πραγματοποιώντας την Θεία Βούληση αλλά και αυτή των χριστιανών της περιοχής, χειροτόνησε το 364 μ.Χ. τον Άγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Το 370 μ.Χ., μετά τον θάνατο του Ευσεβίου και σε ηλικία 41 ετών, τον διαδέχθηκε ο Άγιος Βασίλειος στην επισκοπική έδρα, με τη συνδρομή τού Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού. Επίσκοπος πλέον, ο Άγιος Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), επικοινωνώντας μέσω επιστολών με τον Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στον τόπο του ,στην περιφέρεια της δικής του ποιμαντικής ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων κακοδοξιών. Από τις επιστολές του  φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, καθώς και για την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από όλους τους πιστούς και φανερώνεται επίσης η ποιμαντική φροντίδα στα αποκομμένα και περιθωριοποιημένα μέλη της Εκκλησίας.
 
Στην οικουμενική Εκκλησία ο Μέγας Βασίλειος ουσιαστικά αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος γηραιός πλέον, αποσύρεται από την ενεργό δράση. Εργάζεται συνεχώς για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται με σθένος το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας.
 
Ο Άγιος Βασίλειος, βοηθούσε πάντοτε τους αδικημένους και κουρασμένους, τους πεινασμένους και τους αρρώστους, ανεξάρτητα από το γένος, τη φυλή και το θρήσκευμα. Έτσι το όραμά του το έκανε πραγματικότητα ιδρύοντας ένα πρότυπο και για τις μέρες μας κοινωνικό και φιλανθρωπικό σύστημα, τη «Βασιλειάδα». Ένα ίδρυμα που λειτουργούσε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας για την φροντίδα και ιατρική περίθαλψη των φτωχών αρρώστων και ξένων. Τις υπηρεσίες του τις πρόσφερε το ίδρυμα δωρεάν σε όποιον τις είχε ανάγκη. Το προσωπικό του ιδρύματος αυτού ήταν εθελοντές που προσφέρανε την εργασία για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Ήταν ένα πρότυπο και σε άλλες επισκοπές  και στους πλουσίους ένα μάθημα να διαθέτουν τον πλούτο τους με ένα αληθινά χριστιανικό τρόπο. Πραγματικά είναι άξιο θαυμασμού η έμπνευση που είχε ο Άγιος Βασίλειος ,τον 4οαιώνα μ.Χ. να ιδρύσει και να λειτουργήσει ένα τέτοιο ίδρυμα - πρότυπο.
 
Καταπονημένος από την μεγάλη δράση που ανέπτυξε σε τόσους πολλούς τομείς ,εναντίον των διαφόρων κακοδοξιών και ειδικά της αιρέσεως του Αρειανισμού, μη διστάζοντας πολλές φορές να αντιταχθεί με την εκάστοτε πολιτική εξουσία, με όπλα του την πίστη και την προσευχή, με τα κηρύγματα και τους λόγους του, με τα πολλά ασκητικά και παιδαγωγικά συγγράμματα, καθώς και την ασκητική ζωή του ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας παραδίδει το πνεύμα στο Θεό την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχει και ένα πλήθος ανομοιογενές από άποψη θρησκευτικής και εθνικής διαφοροποιήσεως. Το υψηλής σημασίας θεολογικό και δογματικό του έργο καθώς και η λειτουργική και πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση, είναι η μεγάλη παρακαταθήκη που μας άφησε. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία την 1ην Ιανουαρίου.  Από το 1081μ.Χ. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου, ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας.
 
Με σοφία, στο απολυτίκιο του αναφέρεται η φράση «... τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας...». Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον Επιτάφιο για τον καλό και Μέγα φίλο του Άγιο Βασίλειο, αποδίδει σ' αυτόν, με την ποιητική και βαθιά στοχαστική ματιά του, το χαρακτηρισμό «παιδαγωγός της νεότητος»
 
Ο Μ. Βασίλειος, εκτός των άλλων θαυμάσιων και Θείας εμπνεύσεως έργων του, έγραψε και την εκτενή  και κατανυκτική Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση της συντομότερης Θείας Λειτουργίας  του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο:
την 1η Ιανουαρίου (όπου γιορτάζεται και η μνήμη του),
τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής,
τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,
την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.
Λίγα θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του Αγίου
Ιουλιανός ο Παραβάτης
Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης,  ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει πέρασε κοντά από την Καισαρεία. Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τον από την Αθήνα όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λειβάδι. Ο Άγιος Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε «εμείς, βασιλιά ότι μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από κείνο που τρως». Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο θα τον ανταμείψει όπως πρέπει.
Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.
Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες  να προσευχηθούν και να νηστεύσουν τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της Καισαρείας όπου στη μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν τον Μερκούριο για να φονεύσει τον Ιουλιανό, τον εχθρό του υιού της. Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή του βιβλίου ήταν η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος ξύπνησε.
Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, ήταν ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα. Όταν όμως, έμελλε να γράψει και για την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη γη και πήγε στους ουρανούς να συναντήσει τον Κύριον του που με δύναμη  αγάπησε και που γι' Αυτόν μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα που έζησε έπραξε τόσα πολλά και τόσο μεγάλα. Το έργο του συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που έγραψε για την έβδομη ημέρα της πλάσεως του ανθρώπου.
Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων Ιουλιανός φονεύθηκε.
Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, το ένα τρίτο του ποσού τους το έδωσε και τα υπόλοιπο ποσό το διέθεσε για να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία.


Ουάλης
Μετά τον Ιουλιανό τον παραβάτη, βασίλευσε ο θεοσεβής Ιοβιανός μόνο για ένα χρόνο και κατόπιν τη βασιλεία παρέλαβαν ο Ουαλεντιανός και ο αδελφός του Ουάλης που ήταν αιρετικός, οπαδός του Αρειανισμού και διώκτης των Ορθοδόξων Χριστιανών. Ο Ουάλης αφού πήρε με το μέρος του όλους τους επισκόπους, θέλησε να κάμψει και τον Μέγα Βασίλειο που έμαθε ότι ήταν ανένδοτος. Έστειλε δύο δικούς του ανθρώπους, οι οποίοι με απειλές προσπάθησαν να αποδεχθεί ο Άγιος τις αιρετικές και βλάσφημες δοξασίες του Αρείου. Ο ένας, μάλιστα ο άρχοντας Μόδεστος αφού γύρισε άπραγος στον βασιλιά του είπε ότι, ευκολότερο είναι να μαλακώσει κανείς το σίδηρο παρά την γνώμη του Βασιλείου. Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς Ουάλης θέλησε να πάει ο ίδιος στον Μέγα Βασίλειο. Αυτό και έκανε. Ήταν η μεγάλη εορτή των Θεοφανείων, όταν έφθασε ο βασιλιάς στον Ναό. Εκεί είδε την τάξη και την ησυχία των Χριστιανών που παρακολουθούσαν, τον Άγιο Βασίλειο να τους διδάσκει, σεμνός, απέριττος, με λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία και χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο βασιλιάς έδειξε να μετανιώνει κι αφού μίλησε με τον Άγιο, έφυγε.
Οι Αρειανοί Αρχιερείς, όμως και πάλι μετέβαλαν τη γνώμη του βασιλιά και τον έπεισαν να εξορίσει τον Άγιο. Όρισε τότε ο βασιλιάς να συντάξουν ένα κείμενο με την απόφαση της εξορίας του Αγίου. ‘Ομως, βλέποντας ότι το χέρι εκείνου που θα έγραφε την απόφαση της εξορίας, ξεράθηκε και το ίδιο του το παιδί αρρώστησε βαριά, κάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί. Και κείνος μόνο που είδε το παιδί το ίασε. Και τον Μόδεστο, ακόμη γιάτρευσε που και κείνος κινδύνευε  να πεθάνει. Αυτά είδε ο βασιλιάς και γύρισε στο θρόνο του.
Ο βασιλιάς Ουάλης αργότερα, θέλησε να χωρίσει την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επαρχίες, με έδρα την Καισάρεια στη μία και τα Τύανα στην άλλη. Οι επίσκοποι αιρετικοί όπως ήταν βρήκαν ευκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικούσαν με τον Άγιο Βασίλειο να χωρίσουν και τις Μητροπόλεις σε δύο, ορίζοντας δικό τους Μητροπολίτη στα Τύανα. Τότε ο Άγιος με ταπείνωση τους είπε ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωση να ακολουθεί την βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία, ούτε είναι πρέπον να χωρίζουν οι Μητροπολίτες, οι μιμητές του Χριστού επειδή χώρισαν οι έπαρχοι. Δεν τον άκουσαν όμως οι επίσκοποι και όρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Άνθιμον. Κι όχι μόνο αυτό αλλά έκλεψαν και κάποια κτήματα του Ναού του Αγίου Ορέστου που ήταν στη δικαιοδοσία του Αγίου Βασιλείου. Ο Άγιος ως μιμητής Χριστού, ειρήνευσε και αρκέσθηκε στην επαρχία της Καισαρείας. Βλέποντας ο Θεός την υπομονή του, σύντομα τιμώρησε τον Μητροπολίτη Τυάνων  Άνθιμον και ενώθηκαν και πάλι οι επαρχίες. Τότε είναι καθώς λένε ότι χειροτόνησε ο Άγιος Βασίλειος τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο Επίσκοπο στα Σάσιμα.
Αργότερα πάλι, με περίσσιο θράσος οι Αρειανοί επίσκοποι και με την άδεια του βασιλιά Ουάλη εκδίωξαν τον Ορθόδοξο Αρχιερέα της Νίκαιας και τους Χριστιανούς της πόλης και κατέλαβαν τον Μητροπολιτικό Ναό. Τότε έδρασε γι' άλλη μια φορά ο Μέγας αυτός Άγιος της Εκκλησίας μας και αφού πήρε την άδεια του βασιλιά να διευθετήσει όπως αυτός ήθελε με τον τρόπο του, αρκεί να είναι δίκαιος και για τα δύο μέρη, έφθασε στη Νίκαια και είπε να σφραγίσουν τον Ναό και οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί και αφού προσευχηθούν πρώτα οι οπαδοί του Αρείου, εάν ανοίξουν οι πύλες να πάρουν αυτοί τον Ναό, εάν όμως όχι να προσευχηθούν οι Ορθόδοξοι και εάν ανοίξουν οι πύλες να τους δοθεί και πάλι ο Ναός εάν όχι να πάει στους Αρειανούς. Συμφώνησαν όλοι και περισσότερο οι Αρειανοί αφού πλεονεκτούσαν στη περίπτωση που δεν άνοιγαν οι πύλες. Έτσι κι έγινε. Προσευχήθηκαν πρώτα οι Αρειανοί, για τρεις ημέρες. Πώς να τους ακούσει ο Υιός του Θεού, όταν αυτοί τον υβρίζουν; Οι πύλες και βέβαια έμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οι Ορθόδοξοι με τον Άγιο Βασίλειο στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, που ήταν κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος με όλο το πλήθος των Ορθοδόξων Χριστιανών πήγαν στο Μητροπολιτικό Ναό και όταν ακούσθηκε  ο Μέγας Βασίλειος να λέει «Ευλογητός ο Θεός των Χριστιανών εις τους αιώνας των αιώνων», έσπασαν οι μοχλοί και οι κλειδαριές και οι πύλες άνοιξαν. Μετά από αυτό το θαύμα ο Ναός επανήλθε στους Ορθοδόξους και πολλοί από τους πιστούς του Αρείου έγιναν Ορθόδοξοι.

Οσιος Εφραίμ ο Σύρος
  Μαθαίνοντας ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει ποιος είναι ο Άγιος. Είδε τότε στήλη πυρός που έφθανε μέχρι τον ουρανό και άκουσε μια φωνή να λέει «Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πυρίνην ταύτην στήλην, τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος». Τότε γρήγορα έφυγε από την έρημο παίρνοντας μαζί του ένα διερμηνέα που να μιλάει την Ελληνική και Συριακή γλώσσα και πήγε να βρει τον Άγιο Βασίλειο. Έφθασε την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων, όταν την ώρα εκείνη λειτουργούσε ο Μέγας Βασίλειος και βλέποντας ο Όσιος Εφραίμ τα λαμπρά και πολύτιμα άμφια τα οποία φορούσε ο Άγιος Βασίλειος, θέλησε να φύγει γιατί νόμιζε ότι μάταια πήγε. Τότε έστειλε, ο Άγιος Βασίλειος ένα διάκονο να βρει στη δυτική πύλη τον Όσιο Εφραίμ και να τον φέρει στο ιερό. Ο Όσιος δεν θέλησε να πάει λέγοντας στον διάκονο, ότι μάλλον πλανήθηκε ο Αρχιερέας, γιατί αυτοί είναι ξένοι. Έστειλε πάλι τον διάκονο ο Άγιος Βασίλειος λέγοντας του να του πει «Κύριε Εφραίμ, ελθέ εις το Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε έτσι ο Όσιος ότι στήλη πυρός ήταν ο Μέγας Βασίλειος και πήγε στο Άγιο Βήμα και αφού τον ασπάσθηκε συνομίλησε μαζί του για πνευματικά θέματα και θεία νοήματα.
Μια χάρη σου ζητώ, Άγιε Δέσποτα του είπε μέσω του διερμηνέα του ο Όσιος εφραίμ, να προσευχηθείς στον Κύριο μας να μου χαρίσει το Πανάγιο Πνεύμα την δύναμη να μιλήσω Ελληνικά. Προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος μαζί με τον Όσιο Εφραίμ και να το θαύμα. Ο Όσιος πραγματικά μίλησε Ελληνικά. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος εχειροτόνησε τον Όσιο Εφραίμ Ιερέα και τον διερμηνέα του Διάκονο.

Μιμητής Χριστού
Όταν κάποτε παρατήρησε τον τοπικό άρχοντα για μία αδικία που έκανε σε μια χήρα γυναίκα, κι αφού ο άρχοντας δεν συμμορφώθηκε, αναγκάσθηκε ο Άγιος να του πει, ότι όπως έμενε ασυγκίνητος στις εκκλήσεις αυτής της αδικημένης γυναίκας έτσι κάποιοι θα μένουν ασυγκίνητοι όταν αυτός ο ίδιος θα έχει την ανάγκη τους. Έτσι έγινε όταν ο βασιλιάς του έδειξε την οργή του, οδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οι στρατιώτες του στις πόλεις για να πληρώσει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε κατάλαβε την πρόρρηση του αγίου και παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και  τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο αμνησίκακος Άγιος προσευχόμενος στον Θεό και μόνο με την ευχή του ηρέμησε το βασιλιά και μετά από έξι μέρες αφ' ότου ο δυστυχής άρχοντας παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο έφθασε γράμμα από το βασιλιά όπου τον ελευθέρωνε. Μ' αυτό τον τρόπο συνετίσθηκε ο άρχοντας κι αναγνώρισε την καλωσύνη του Αγίου τον οποίο κι ευχαρίσθησε. Και στη γυναίκα που είχε αδικήσει έδωσε διπλάσιο το ποσό.
     Προς το τέλος της επίγειας πορείας του, καθώς μετέβαινε στην Εκκλησία, μία αμαρτωλή γυναίκα έπεσε στα πόδια του ρίχνοντας ένα γράμμα στο οποίο έγραψε τις αμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν η ίδια να τις ξεστομίσει και κλαίγοντας παρακαλούσε τον Άγιο να το διαβάσει και να συγχωρήσει τις αμαρτίες της. Ο Άγιος την παρηγόρησε, και είπε ότι μόνο ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, όπως ήταν, κρατούσε το γράμμα σ' όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στο τέλος κάλεσε τη γυναίκα και της επέστρεψε το γράμμα. Εκείνη μόλις το άνοιξε δεν βρήκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ένα σημείο όπου αναφέρει ένα θανάσιμο αμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τον παρακαλούσε να την λυπηθεί και να προσευχηθεί και πάλι στο Θεό να τη συγχωρήσει. Ο Άγιος Βασίλειος τότε της είπε να πάει αμέσως στην έρημο να βρει τον Όσιο Εφραίμ και να δεηθεί αυτός, στον Θεό για το αμάρτημα της. Η γυναίκα χωρίς να χρονοτριβήσει με την ευχή του Αγίου πήγε αμέσως στην έρημο. Εκεί βρήκε τον Όσιο Εφραίμ κι αφού του διηγήθηκε την ιστορία της, τον παρακάλεσε θερμά.
     Ο Όσιος όμως της αρνήθηκε, λέγοντας της να πάει στον Άγιο Βασίλειο όπου οι δικές του δεήσεις έσβησαν τις αμαρτίες της έτσι αυτός πάλι μπορεί να δεηθεί στον Κύριο και για τη μία αμαρτία που έμεινε. Να το κάνει σύντομα όμως γιατί ο Άγιος σε λίγο πεθαίνει. Εκείνη μόλις το άκουσε έφυγε τρέχοντας να προλάβει ζωντανό τον Άγιο. Όταν έφθασε, όμως η δύστυχη βρήκε το φέρετρο του και πλήθος κόσμου πάνω του. Έκλαιγε και φώναζε, ρίχνοντας το γράμμα στα πόδια του Αγίου είπε σε όλους την ιστορία. Κλαίγοντας έλεγε ότι ο Άγιος μπορούσε να δεηθεί και γι' αυτή την αμαρτία αλλά την έστειλε σε άλλον. Ένας Ιερέας τότε θέλησε να δει στο γράμμα για ποια αμαρτία μιλούσε η γυναίκα. Και τότε να το θαύμα. Δεν υπήρχε στο γράμμα τίποτε γραμμένο.
     Κατά την τελευταία μέρα πάλι της ζωής του ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος έκανε Χριστιανό τον Εβραίο γιατρό και φίλο του Ιωσήφ καθώς και όλη του την οικογένεια  με θαυμαστό τρόπο. Αφού ο γιατρός τον επισκέφθηκε, ρώτησε ο Άγιος να του πει πόσες ώρες του μένουν. Αυτός πιάνοντας τον σφυγμό του, του είπε ότι μένουν λίγες ώρες, κι ότι στη δύση του ηλίου θα πεθάνει. Ο Άγιος τότε του είπε ότι αν ζήσει μέχρι την επόμενη ημέρα τι θα κάνει. Ο Ιωσήφ του είπε ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο να πεθάνει ο ίδιος. Καλά το λες του είπε ο Άγιος να πεθάνεις την αμαρτία και να ζήσεις εν Χριστώ. Δέχθηκε ο Ιωσήφ γιατί ήταν αδύνατο με τους φυσικούς νόμους να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όταν έφυγε ο Εβραίος, προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος στον Θεό να του παρατείνει τη ζωή και για να δώσει την πραγματική ζωή στο φίλο του Ιωσήφ και στην οικογένεια του και για να προλάβει να έρθει εκείνη η δυστυχισμένη γυναίκα, που έστειλε στην έρημο στον Όσιο Εφραίμ. Ο Θεός άκουσε τη δέηση του αγαπημένου δούλου του. Την επόμενη ημέρα το πρωΐ ζήτησε να του φέρουν τον Εβραίο γιατρό. Εκείνος αμέσως πήγε στο σπίτι του Αγίου νομίζοντας ότι θα τον βρει νεκρό. Βλέποντας όμως ότι ο Άγιος Βασίλειος ήταν ζωντανός χωρίς καν σφυγμό και ζωή στις φλέβες του έπεσε στα πόδια του κι αναγνώρισε τον αληθινό Θεό και Σωτήρα Ιησού Χριστό. Σε λίγο ο ίδιος ο Άγιος βάπτισε τον Ιωσήφ με το όνομα Ιωάννη και όλη του την οικογένεια.
     Γύρω στις δέκα ρώτησε πάλι ο Άγιος τον φίλο του «Κύριε Ιωάννη πότε θα πεθάνω;» κι εκείνος του απάντησε «όταν ορίσεις εσύ Δέσποτα»

Η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου
Κατανοώντας ο Άγιος Βασίλειος τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί και στον κλήρο και στο λαό, να παρακολουθήσουν την μακρά Θεία Λειτουργία και τις ευχές προς τον Θεό, στην όλη ακολουθία του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, παρακάλεσε τον Κύριο με νηστεία και προσευχή να του φανερώσει τον τρόπο να βοηθήσει τους πιστούς. Ο τρόπος, θαυμαστός, όπως μόνο σε έναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα και Άγιο της Εκκλησίας θα ταίριαζε. Σε οπτασία, λοιπόν, είδε ο Άγιος, ο σοφότατος  Βασίλειος, τον Κύριο με τους Αποστόλους, να τελεί την Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τις ευχές όχι όπως ακριβώς είναι γραμμένες στη Θεία λειτουργία του αδελφοθέου Ιακώβου, αλλά συντετμημένες με τέτοιο τρόπο, όπως τις συνέθεσε κατόπιν ο Άγιος στη Θεία Λειτουργία του.

Απολυτίκιο. Ήχος α'.
Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου,
ως δεξαμένην τον λόγον σου
δι' ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,
την φύσιν των όντων ετράνωσας,
τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας,
Βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ όσιε,
Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσθαι ημίν το μέγα έλεος.

31 Δεκεμβρίου η Απόδοσις της εορτής των Χριστουγέννων και μνήμη της Οσίας Μελάνης της Ρωμαίας

0 σχόλια

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία 



Η Αγία Μελάνη. Αγιογραφία της μακαριστής αδ. Ολυμπιάδος. Από το βιβλίο "Μοναχής Ολυμπιάδος Δέησις: Επιλογή από το Αγιογραφικό της Έργο", εκδ. Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Ευαγγελισμού Μητρός Ηγαπημένου, Πάτμου.
Έζησε στα χρόνια που βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, ο δεύτερος γιός του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Τη μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της.
Οι στιγμές που περνούσε ήταν πολύ δύσκολες. Το μόνο που την παρηγορούσε ήταν ο λόγος του Θεού «Τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ἁπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες»(προς Ρωμ.,ιβ΄12)
Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας.
Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στην μελέτη και στην προσευχή. Εκεί επίσης καλλιγραφούσε ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί.
Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των πτωχών και των ασθενών. Και αφού επισκέφτηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα.
Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη της στις 31 Δεκεμβρίου.
 
 

Η αλήθεια για τα Χριστούγεννα και η μυθοποίηση των Χριστουγέννων



Η αλήθεια για τα Χριστούγεννα και η μυθοποίηση των Χριστουγέννων
Με την ενανθρώπηση και τη γέννησή Του ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός πραγματοποιεί το σκοπό της πλάσεως του ανθρώπου, την εμφάνιση του Θεανθρώπου στην Ιστορία.
Την ένωση του κτιστού πλάσματος με τον Άκτιστο Πλάστη. Ο σκοπός της ενανθρωπήσεως είναι η θέωση του ανθρώπου. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αυτός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (Μ. Αθανάσιος). «Άνθρωπος γαρ εγένετο ο Θεός και Θεός ο άνθρωπος» (Ι. Χρυσόστομος). Στη λογική ενός ηθικιστού ο όρος «θεοποιηθώμεν», που χρησιμοποιούν Πατέρες, όπως ο Μ. Αθανάσιος, είναι σκάνδαλο. Γι’ αυτό μιλούν για «ηθική θέωση». Διότι φοβούνται να δεχθούν ότι με τη θέωση μεταβάλλεται «κατά χάριν» αυτό που ο Τριαδικός Θεός είναι «κατά φύσιν» (άκτιστος, άναρχος, αθάνατος). Τα Χριστούγεννα είναι, γι’αυτό, άμεσα συνδεδεμένα και με τη Σταύρωση και την Ανάσταση, αλλά και την Ανάληψη και την Πεντηκοστή. Ο Χριστός-Θεάνθρωπος χαράζει το δρόμο, που καλείται να βαδίσει κάθε σωζόμενος άνθρωπος, ενούμενος μαζί Του.
Ο Ευαγγελισμός και τα Χριστούγεννα οδηγούν στην Πεντηκοστή,, το γεγονός της θεώσεως του ανθρώπου εν Χριστώ, μέσα δηλαδή στο σώμα του Χριστού. Αν τα Χριστούγεννα είναι η γέννηση του Θεού ως ανθρώπου, η Πεντηκοστή είναι η τελείωση του ανθρώπου ως Θεού κατά χάριν. Με το βάπτισμά μας μετέχουμε στη σάρκωση, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ζούμε και μεις τα «Χριστούγεννά μας», την ανάπλασή μας. Οι Άγιοι δε, που φθάνουν στην ένωση με το Χριστό, τη θέωση, μετέχουν στην Πεντηκοστή και φθάνουν έτσι στη τελείωση και ολοκλήρωση του αναγεννημένου εν Χριστώ ανθρώπου. Αυτό σημαίνει εκκλησιαστικά πραγμάτωση του ανθρώπου, εκπλήρωση δηλαδή του σκοπού της υπάρξεώς του.
Όσο και αν είναι κουραστικός ο θεολογικός λόγος, και μάλιστα στον αμύητο θεολογικά σύγχρονο άνθρωπο, δεν εκφράζει παρά την πραγματικότητα της εμπειρίας των Αγίων μας. Μέσα από αυτήν την εμπειρία και μόνο μπορούν να κατανοηθούν εκκλησιαστικά, δηλαδή Χριστοκεντρικά, τα Χριστούγεννα. Αντίθετα, η αδυναμία του μη αναγεννημένου εν Χριστώ ανθρώπου να νοηματοδοτήσει τα Χριστούγεννα έχει οδηγήσει σε κάποιους γύρω απ’ αυτά μύθους. Οι άγευστοι της αγιοπνευματικής ζωής, μη μπορώντας να ζήσουν τα Χριστούγεννα, μυθολογούν γι’αυτά, στα όρια της φαντασίας και μυθοπλασίας, χάνοντας το αληθινό νόημά τους. Όπως μάλιστα θα δούμε, ο αποπροσανατολισμός αυτός δεν συνδέεται πάντοτε με την άρνηση του μυστηρίου, αλλά με αδυναμία βιώσεώς του, που οδηγεί αναπόφευκτα στην παρερμηνεία του.
Μία πρώτη μυθολογική απάντηση στο ερώτημα των Χριστουγέννων δίνεται από την αίρεση, τη στοχαστική και ανέρειστη –ανεμπειρική δηλαδή- θεολόγηση. Ο δοκητισμός, η φοβερότερη αίρεση όλων των αιώνων, δέχθηκε κατά φαντασίαν νάρκωση του Θεού Λόγου (δοκείν-φαίνεσθαι). Φαινομενική, δηλαδή, παρουσία του Θεού στην ενδοκοσμική πραγματικότητα. Για ποιο λόγο θα μπορούσε να ερωτήσει κανείς. Οι Δοκήται ή Δοκηταί κάθε εποχής δεν μπορούν να ανεχθούν, στα όρια της λογικής τους, τη σάρκωση και τη γέννηση του Θεού ως ανθρώπου. Μεταβαλλόμενοι σε αυτόκλητους υπερασπιστές του κύρους του Θεού, ντρέπονται να δεχθούν κάτι που ο ίδιος ο Θεός επέλεξε για τη σωτηρία μας. Το δρόμο της μητρότητας. Να γεννηθεί δηλαδή από μια Μάνα, έστω και αν αυτή δεν είναι άλλη από το καθαρότερο πλάσμα όλης της ανθρώπινης ιστορίας, την Παναγία Παρθένο.
Όλοι αυτοί μπορούν να καταταχθούν στους «υπεράγαν» Ορθοδόξους (κατά τον άγ. Γρηγόριο το Θεολόγο). Γιατί ο Δοκητισμός οδήγησε στο Μονοφυσιτισμό, στην άρνηση της ανθρωπότητας του Χριστού. Είναι οι συντηρητικοί, οι τυποκράτες, οι ευσκανδάλιστοι. Γι' αυτούς όλους είναι σκάνδαλο η αλήθεια, η πραγματικότητα, η ιστορικότητα. Ενώ άλλοι απορρτίπτουν τη θεότητα του Χριστού, αυτοί αρνούνται την ανθρωπότητά του. Και όμως, η Ορθοδοξία ως Χριστιανισμός στην αυθεντικότητά του, είναι η «ιστορικότερη θρησκεία», κατά τον αείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ζει στην πραγματικότητα των ενεργειών του Θεού για τη σωτηρία μας και τις δέχεται με το ρεαλισμό της Θεοτόκου: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1,38)! «Και ο Πιλάτος στο Σύμβολο» λέγει μια ωραία σερβική παροιμία. Διότι ο Πιλάτος, ο πιο άβουλος αξιωματούχος της ιστορίας, ως υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, βεβαιώνει την ιστορικότητα του Ευαγγελίου. Εις πείσμα όμως των Δοκητών ο Θεός-Λόγος «σαρξ εγένετο -δηλαδή άνθρωπος- και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού (το άκτιστο φως της θεότητάς Του)» (Ιωάνν. 1, 14). Διότι «εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2,9), είναι δηλαδή τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Η σάρκωση και γέννηση του Θεανθρώπου είναι σκάνδαλο για την ανθρώπινη σοφία, που αυτοκαταργούμενη και αυτοαναιρούμενη σπεύδει να χαραχτηρίσει «μωρία» το μυστήριο του Χριστού, που κορυφώνεται στον σταυρικό του θάνατο (Α' Κορ. 1,23). Είναι δυνατόν ο Θεός να φθάσει σε τέτοιο όριο κενώσεως, ώστε να πεθάνει πάνω στο σταυρό ως Θεάνθρωπος; Αυτό είναι το σκάνδαλο για τους σοφούς του κόσμου. Γι' αυτούς οι «θεοί» του κόσμου τούτου συνήθως θυσιάζουν τους ανθρώπους γι' αυτούς, δεν θυσιάζονται αυτοί για τους ανθρώπους. Πώς θα δεχθούν το μυστήριο της Θείας Ανιδιοτέλειας; «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν (θυσίασε) ... ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού» (Ιωανν. 3, 16. 17). Στα όρια της «λογικής» ή «φυσικής» θεολογήσεως χάνεται τελικά το θείο στοιχείο στο πρόσωπο του Χριστού και μένει το ανθρώπινο, παρανοημένο και αυτό και παρερμηνευόμενο. Διότι δεν υπάρχει ιστορικά άνθρωπος-Χριστός, αλλά Θεάνθρωπος. Η ένωση Θεού και ανθρώπου στο πρόσωπο Θεού-Λόγου είναι «ασύγχητη» μεν, αλλά και «αδιαίρετη». Οι «λογικές» ερμηνείες του Προσώπου του Χριστού αποδεικνύονται παράλογες, διότι αδυνατούν να συλλάβουν με τη λογική το «υπέρλογο».
Η νομική-δικανική συνείδηση ζει και αυτή στο Χριστό το σκάνδαλό της. Αναζητεί σκοπιμότητα κοινωνική στη Σάρκωση και καταλήγει και αυτή στο μύθο, όταν δεν αυτοπαραδίδεται στον Θείο Λόγο. Οι Φράγκοι κατασκεύασαν, μέσω του διακεκριμένου σχολαστικού τους Ανσέλμου (11ος αι.), το μύθο της «ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης». Ο Θεός-Λόγος σαρκούται, διά να σταυρωθεί-θυσιασθεί και δώσει έτσι ικανοποίηση στην προσβλή που προξένησε στο Θεό η ανθρώπινη αμαρτία! Τα κρατούντα τότε στη φραγκική φεουδαρχική κοινωνία προβάλλονται (μυθολογικά) στο Θεό, που παίρνει τη θέση στη φραγκογερμανική φαντασία ενός υπεραυτοκράτορα.
Ας φωνάζει ο Ιωάννης: «ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν...» (3,16), ή ο Παύλος: «συνίστησι δε την εαυτού αγάπην προς ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών, Χριστός υπέρ ημών απέθανεν» (Ρωμ. 5,8). Όχι! «Για να πάρει εκδίκηση» και «ζητώντας ικανοποίηση» θα μάθει να φωνάζει ο δυτικός (ή δυτικοποιημένος) άνθρωπος.
Έτσι πλάσθηκε ένας «Χριστιανισμός» άλλου είδους, που δεν διαφέρει από μυθοπλασία, αφού προβάλλει στο Θεό τη φαντασία και τις προλήψεις μας. Η εκλογίκευση και η εκνομίκευση του μυστηρίου του Θεανθρώπου είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος του Χριστιανισμού στην ιστορία.
Η θρησκευτική (τυπολατρική) συνείδηση ζει το «σκάνδαλο» της ενανθρωπήσεως καταφεύγοντας στη θρησκειοποίηση της Πίστεως. Εξαντλεί το νόημα των Χριστουγέννων στις τελετές και χάνει τον αληθινό σκοπό τους, που είναι η «υιοθεσία» (θέωση). «Ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν...» (Γαλ. 4,5). Είναι το σκάνδαλο του φαρισαϊσμού, έστω και αν λέγεται Χριστιανισμός.
Είναι όμως οι εχθροί του «παιδίου» που βιώνουν το σκάνδαλο της εξουσίας. Ο Ηρωδισμός! Οι κρατούντες ή μάλλον «δοκούντες άρχειν...» (νομίζοντες ότι κυβερνούν) (Μαρκ. 10,42), όπως ο Ηρώδης, βλέπουν στον νεογέννητο Χριστό κάποιον ανταγωνιστή και κίνδυνο των συμφερόντων τους. Γι' αυτό «ζητούσι την ψυχήν του παιδίου» (Ματθ. 2,20). Παρερμηνεύουν έτσι τον αληθινό χαραχτήρα της βασιλικής ιδιότητας του Χριστού, της οποίας «ουκ έσται τέλος». Ο Χριστός ως Βασιλεύς όλης της κτίσεως είναι ο μόνος αληθινός Κύριός της, ο δημιουργός και σωτήρας της και όχι ως οι Ηρώδες του κόσμου τούτου, που αδίστακτοι δολοφονούν, για να κρατήσουν την εξουσία τους.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Ε.Π. 36,516) προσφέρει δυνατότητα ορθής προσεγγίσεως των Χριστουγέννων, δηλαδή αγιοπνευματικής: «Τοίνυν εορτάζομεν μη πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς. μη κοσμικώς, αλλά υπερκοσμίως, μη τα ημέτερα, αλλά τα του ημετέρου (=όχι δηλαδή τους εαυτούς μας, αλλά τον Χριστόν ας τιμάμε...). μάλλον δε τα του Δεσπότου, μη τα της ασθενείας, αλλά τα της ιατρείαςμη τα της πλάσεως, αλλά τα της αναπλάσεως.
Παρεμβάσεις Ιστορικές και Θεολογικές Εκδ. «Διήγηση», Αθήνα 1998.

30 Δεκεμβρίου μνήμη της Αγίας μάρτυρος Ανυσίας της εν Θεσσαλονίκη και του Αγίου νεοσιομάρτυρος Γεδεών του εν Τυρνάβω , του Καρακαλληνού

0 σχόλια

Αγία Ανυσία


Οι γονείς της αγίας Άνυσίας ήσαν επιφανείς και πλούσιοι άρχοντες της Θεσσαλονίκης. Είχαν ασπασθεί την πίστη του Χρίστου και γαλούχησαν από μικρή την κόρη τους με την αγάπη της αρετής και της σοφίας. Στην αρχή της εφηβείας της, η Άνυσία έμεινε ορφανή από πατέρα και μητέρα- δεν αφέθηκε να την ελκύσουν οι ηδονές του κόσμου και με ψυχή πού φλεγόταν από τό πυρ πού ήλθε βαλείν έπι την γήν ο Χριστός (Λουκ. 12, 49), έσπευσε προς συνάντηση του Επουράνιου Νυμφίου, αποποιούμενη κάθε τι πού θά μπορούσε να την δέσει με τα επίγεια. Απελευθέρωσε τούς πολυάριθμους δούλους της και έδωσε στον καθένα σημαντικό ποσό χρημάτων για νά βιοποριστεί, διαμοίρασε κτήματα, ακίνητα, κοπάδια, όλη της την περιουσία, ωσάν τον έμπορο ο όποιος πούλησε ό,τι είχε γιά νά αποκτήσει τον πολύτιμον μαργαρίτην, την Βασιλεία των Ουρανών (βλ. Ματθ. 13, 46). Απεκδύθηκε κοσμήματα και πλούσια φορέματα. Ντυμενη με ενδύματα κοινά και ταπεινά διέτρεχε την πόλη, επισκεπτόμενη τούς ασθενείς, βοηθώντας τις χήρες και τά ορφανά, προσφέροντας τροφή και ρουχισμό στους πτωχούς. Ιδιαίτερη ήταν η στοργή της προς τά θύματα τών διωγμών. Αψηφώντας τον κίνδυνο, επισκεπτόταν στις φυλακές όλους εκείνους πού υπέφεραν πείνα, δίψα, κακοποιήσεις και κάθε είδους δεινά γιά την αγάπη του Χριστού, ασπαζόταν τις πληγές τους ωσάν νά ήταν αυτά καθεαυτά τά σημεία του σωτηριώδους Πάθους του Κυρίου, τούς φρόντιζε και τούς παρηγορούσε.
“Εχοντας εγκαταλείψει τά πάντα, μόνο τό θνητό σώμα της την έδενε με τά επίγεια, και μόνος πόθος της ήταν νά φθάσει και εκείνη στήν τελείωση μεσω του μαρτυρίου γιά τον Χριστό. Μιά τέτοια απόφαση όμως μόνο από τον Θεό θά μπορούσε νά έλθει και γιά τον λόγο αυτό η Άνυσία δεν εξεβίαζε τον κίνδυνο άλλά αποσύρθηκε σέ στενό κελλί και αφιερώθηκε στήν νηστεία, στά δάκρυα, στήν αδιάλειπτο προσευχή, ώστε νά υπερβεί την θνητή φύση, εφαρμόζοντας την άσκηση, των θείων αρετών ώς «επίβαση θεωρίας».
Βλέποντας τους αγώνες της, ο διάβολος έτριξε τα δόντια του και επιχείρησε με κάθε λογής τεχνάσματα και μηχανεύσεις νά φοβίσει την αγία και νά την πείσει νά εγκαταλείψει τό κελλί της. Αντιμετώπισε όμως φρόνημα πιο ακλόνητο και από του ανδρειότερου πολεμιστή. Της ερριξε τότε τά βέλη της άκηδίας, της χαυνώσεως, της σωματικής χαλάρωσης και της ασθενείας, άλλά η νεαρή κόρη, οπλισμενη με τό σημείο του Σταύρου, τον κατατρόπωσε με τό μαστίγιο της προσευχής της.
Όταν ο άγριος διωγμός πού εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός είχε φθάσει στο αποκορύφωμα του (305), η άγια Άνυσία, πλήρης αρετών και προσηλωμενη στήν θεωρία, με παρρησία ανέπεμψε διάπυρο δέηση στον Χριστό ώστε νά άξιωθεί νά συμμετάσχει κι εκείνη στο ζωοποιό Πάθος Του. η δέηση της εισακούσθηκε. Μιά ημερα, την ώρα πού πήγαινε στον ναό, την πλησίασε ένας υπασπιστής του αυτοκράτορα και την άνέκρινε βάναυσα. Δίχως νά διστάσει, η Άνυσία ομολόγησε ότι είναι δούλη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. την άρπαξε ο αλητίριος και την έσυρε καταγής μεχρι τον ναό τών ειδώλων, προστάζοντας την νά θυσιάσει στά είδωλα άντι γιά άλλη απάντηση, η αγία τον έφτυσε καταπρόσωπα. Έξαλλος από θυμό, ο υπασπιστής έβγαλε τό σπαθί του και τό βύθισε στο πλευρό της άγιας, η όποια με χαρά παρέδωσε στον Κύριο την ψυχή της γιά νά βρει την αιώνια αγαλλίαση στήν Επουράνια νυφική παστάδα. Ευλαβείς χριστιανοί κατόρθωσαν νά πάρουν τό σώμα της και νά τό θάψουν σέ τοποθεσία λίγο εξω από την πόλη, όπου όταν έπαυσε ο διωγμός, χτίσθηκε ναός στήν μνήμη της.

ΔΕΊΤΕ ΕΠΊΣΗΣ : ΑΝΥΣΊΑΣ ΤΗΣ ΑΓΊΑΣ

Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τέταρτος – Δεκέμβριος, σ. 340-341)


Ο Άγιος Νεομάρτυς και Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός

Μαρτύρησε στον Τύρναβο της Θεσσαλίας στις 30 Δεκεμβρίου 1818
Ο Άγιος καταγόταν από το χωριό Κάπουρνα κοντά στη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Προερχόταν από ευσεβείς γονείς και ήταν το πρώτο παιδί από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Ο πατέρας του λόγω της μεγάλης φορολογίας αναγκάστηκε να μετακομίσει οικογενειακώς σ’ ένα άλλο χωριό, όπου θα μπορούσε να εξοικονομεί καλύτερα τα αναγκαία . Ο άγιος ήταν τότε δώδεκα ετών.
΄Η μητέρα του είχε κάποιο εξάδελφο παντοπώλη στο Βελεστίνο, ο οποίος ζήτησε τον μικρό Νικόλαο να τον βοηθάει στο μαγαζί. Πράγματι το παιδί εργαζόταν με πολλή προθυμία .Κάποιος Τούρκος ονόματι Αλής, ο οποίος σύχναζε στο μπακάλικο, είδε ότι ο μικρός Νικόλαος ήταν έξυπνος, εργατικός και υπάκουος και τον ζήτησε από τον θείο του για ένα χρόνο να υπηρετεί στο χαρέμι του καθώς ήταν ακόμη μικρός στην ηλικία. Ο θείος αρνήθηκε λέγοντάς του να τον ζητήσει από την μητέρα του. Μετά από μια εβδομάδα επέστρεψε θυμωμένος ο Τούρκος ,άρπαξε με τη βία τον μικρό Νικόλαο και τον πήρε σπίτι του ,να υπηρετεί στο χαρέμι.
Μετά από τον ένα χρόνο πήγε ο πατέρας και ζητούσε τον Νικόλαο από τον Αλή. Εκείνος του απάντησε, εγώ έχω το παιδί μου στoν πόλεμο, μόλις επιστρέψει ο γιος μου να έρθεις να πάρεις τον γιό σου. Σε λίγες ημέρες επέστρεψε ο γιος του Τούρκου από τον πόλεμο , είδε τον μικρό και λέει στον πατέρα του : Πού το βρήκες αυτό το Ρωμιόπουλο που υπηρετεί στο χαρέμι ; Είναι ασυμβίβαστο Ρωμιός να υπηρετεί στο χαρέμι. Εγώ θα ήθελα να του κάνουμε περιτομή , να γίνω ανάδοχός του και να τον έχουμε να υπηρετεί στο χαρέμι για πάντα. Και άρχισε αμέσως ο ασεβής να καλοπιάνει τον Νικόλαο . Τελικά με τα λόγια αλλά και λόγω του νεαρού της ηλικίας του τον κατάφερε να αρνηθεί τον Χριστό και να τον εξισλαμίσει.
Μετά από δυο μήνες όμως το παιδί συναισθάνθηκε την πτώση του , μετανόησε και έκλαιγε πικρά .
Μια νύχτα κατάφερε να φύγει κρυφά και να πάει σπίτι του. Διηγήθηκε στον πατέρα του το πάθημά του λέγοντας ήμαρτον, ήμαρτον αλλά από δω και πέρα δεν θέλω ούτε να είμαι Τούρκος ούτε να ονομάζομαι. Ο δύστυχος πατέρας του απάντησε με δάκρυα : εγώ Νίκο μου είμαι φτωχός άνθρωπος, δεν έχω χρήματα να σε κρύψω κάπου. Αύριο νύχτα θα σε πάω με το άλογο στο Κεραμίδι και εγώ θα γυρίσω μ’ ένα φορτίο ψάρια από τη λίμνη Κάρλα για να μη με υποψιαστούν οι Τούρκοι . Εσύ να προσπαθήσεις να πας στο Άγιο Όρος. Τώρα εγώ επιστρέφοντας ποιος ξέρει πως θα βρω τη μητέρα σου και τα αδέλφια σου, γιατί έμαθα ότι οι Τούρκοι μαζεύουν ξύλα για να μας κάψουν. Ας αποθάνουμε κι εμείς για τον Χριστό.
Εκεί στο Κεραμίδι δέχθηκε να φιλοξενήσει τον άγιο μια συγγενής τους μοναχή, η οποία τον έδωσε σε κάποιους χτίστες ως βοηθό. Μετά από λίγες ημέρες το σινάφι των χτιστών που εργαζόταν έφυγε με πλοίο για την Κρήτη και πήγε μαζί τους. Οι χτίστες όμως δυστυχώς κακομεταχειρίζονταν τον Νικόλαο δέρνοντάς τον απάνθρωπα πολλές φορές. Έτσι έφυγε και τριγυρνούσε σ’ ένα δάσος. Κάποια μέρα βρέθηκε σ’ ένα ξωκλήσι , όπου γινόταν λειτουργία. Τον είδε ο ιερέας ξένο και σε κακή κατάσταση, τον πλησίασε και εκείνος του εξιστόρησε τη ζωή του. Μην κλαις , παιδί μου, του λέγει τότε ο ιερέας . Εγώ είχα ένα μονάκριβο γιό , ο οποίος πέθανε πριν λίγες ημέρες. Αν θέλεις, να σε υιοθετήσω. Με πολλή χαρά δέχτηκε την πρόταση του ιερέα ο Νικόλαος και πήγε μαζί του στο σπίτι του, όπου τον δέχτηκε σαν παιδί της και η πρεσβυτέρα. Έτσι ζούσε ευτυχισμένος στο σπίτι του ιερέα, μαθαίνοντας την τέχνη του υφαντή διότι αυτή την τέχνη εργαζόταν κι ο ιερέας.
Μετά από τρία χρόνια δυστυχώς απεβίωσε ο ιερέας και η πρεσβυτέρα επειδή δεν μπορούσε να εξοικονομήσει τα προς το ζην , είχε και δυο κόρες, έδωσε την ευχή της στον Νικόλαο να φύγει να αναζητήσει την τύχη του. Ο άγιος έβαλε κλαίγοντας μετάνοια στην ψυχομάνα του και αναχώρησε
Περιπλανώμενος στην Κρήτη με κάποιο άλλο συνομήλικό του αποφάσισαν να πάνε για προσκύνημα στο Άγιον Όρος. Αφού έφτασαν με το καράβι στη Δάφνη χωρίστηκαν και ο Νικόλαος άρχισε να περιέρχεται τις μονές και τις σκήτες του Αγίου Όρους. Τελικά κατέληξε στην Ι.Μ. Καρακάλλου , όπου αφού εξομολογήθηκε την πτώση του επανεντάχθη στην Εκκλησία με το Άγιο Μύρο και κοινώνησε των θείων Μυστηρίων. Έμεινε στην Μονή , όπου έγινε μοναχός με το όνομα Γεδεών. Ζούσε με πολλή υπακοή, ταπείνωση, εγκράτεια και υπέρμετρους ασκητικούς αγώνες, που μόνο ο καρδιογνώστης Θεός γνωρίζει , κλαίοντας συνεχώς για την πτώση του.
Μετά από τριανταπέντε χρόνια άσκηση άναψε στην καρδιά του ο πόθος του μαρτυρίου και με τις ευχές των πατέρων έφυγε από το Άγιο Όρος , ήλθε στο Βελεστίνο, όπου είχε εξωμόσει και προσποιόταν τον σαλό.
Την Μεγάλη Πέμπτη παρουσιάστηκε στον Αλή ,που τον είχε εξισλαμίσει και ομολόγησε τον Χριστό. Ο Τούρκος αμέσως ζήτησε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στον δικαστή. Μεγάλη Παρασκευή ο άγιος φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από λουλούδια και κρατώντας δύο κόκκινα αυγά παρουσιάστηκε στον κριτή και του είπε : Χριστός Ανέστη . Εκεί στο δικαστήριο έκανε και άλλες παλαβές πράξεις με αποτέλεσμα να διατάξει ο δικαστής να τον δείρουν ανελέητα και να τον διώξουν ως τρελό . Εκείνος τους προκαλούσε επίτηδες για να τον θανατώσουν αλλά δεν ήταν ακόμη θέλημα Θεού. Έζησε καιρό προσποιούμενος τον σαλό την ημέρα ενώ τις νύχτες αποσυρόταν σε ένα σπήλαιο, όπου έκανε τους ασκητικούς αγώνες του.
Τελικά επειδή και με τον τρόπο της ζωής αλλά και με τα λόγια του προκαλούσε τους Τούρκους διέταξε ο Βελή πασάς του Τυρνάβου τη σύλληψή του.
Ο άγιος αφού προετοιμάστηκε πνευματικά με το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου και την Θεία Κοινωνία ακολούθησε τους στρατιώτες του πασά στον Τύρναβο. Μπροστά στον πασά ομολόγησε την άρνησή του, τη μετάνοιά του , την επιστροφή στον Χριστό και τον πόθο του για ομολογία και μαρτύριο εκεί όπου αρνήθηκε. Ο πασάς τον έκλεισε στη φυλακή.
Την άλλη μέρα ,αφού κάλεσε και τους άλλους Τούρκους αξιωματούχους διέταξε να φέρουν μπροστά του τον άγιο. Πάλι μπροστά τους ο άγιος με πολύ θάρρος ομολόγησε τον Χριστό. Εκείνοι άρχισαν με κολακείες να τον μεταστρέψουν και πάλι στο ισλάμ αλλά ο άγιος αρνήθηκε με περιφρόνηση. Τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Αρχικά τον διαπόμπευσαν στον Τύρναβο. Τον έφεραν κατόπιν μπροστά στον πασά που διέταξε να τον ακρωτηριάσουν κόβοντάς του τα χέρια και τα πόδια. με τσεκούρι. Ο άγιος άπλωνε μόνος του άφοβα τα μέλη του πάνω στο κούτσουρο για να κοπούν , χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι πόνου , χωρίς καν να αλλάξει η όψη του προσώπου του λες κι έπασχε κάποιος άλλος.
Τον άφησαν αιμόφυρτο όλη την ημέρα και το βράδυ διέταξε ο πασάς να τον σηκώσουν και να ρίξουν στον χώρο όπου περνούσαν τα λύματα του σπιτιού του . ‘Hταν ακόμα ζωντανός. Στον βρωμερό εκείνο χώρο ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του.
Οι Χριστιανοί κατάφεραν να πάρουν το άγιο λείψανο και να το ενταφιάσουν στον Ναό των Αγίων Αποστόλων.
Ευθύς αμέσως άρχισαν να γίνονται θαύματα και κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας αλλά και μετά την ταφή του, σε όσους προσκυνούσαν με ευλάβεια τον τάφο του , καθώς και μετά την ανακομιδή των λειψάνων του και μέχρι σήμερα .