Κυριακή ΙΓ΄ Λουκᾶ
Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς καί ἡ ἀπόδοσή του στήν νεοελληνική
Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο Κεφ. 18, χωρία 18 ἕως 27
Η αἰώνιος ζωὴ καὶ τὰ ἐμπόδια ἀπὸ τὰ πλούτη
ΙΗ΄. 18 Τῷ καιρώ εκείνο, άνθρωπός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αὐτὸν και λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός.
20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού,
πειράζοντας τον και λέγοντας· Άγιε διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να
κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Και ο Ιησούς του είπε· Γιατί με λες άγιο;
Κανένας δεν είναι άγιος παρά ένας, ο Θεός.Τις εντολές τις ξέρεις· μην πειράξεις ξένη γυναίκα, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην πάρεις ψεύτικο όρκο, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Και εκείνος είπε· όλα αυτά τα έχω τηρήσει πιστά από τα μικρά μου χρόνια. Κι όταν άκουσε αυτά ο Ιησούς, του είπε· ένα ακόμα σου. λείπει όλα όσα έχεις πούλησε τα και μοίρασε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό και έλα να με ακολουθείς.
Άλλα εκείνος, όταν άκουσε αυτά, έπεσε σε μεγάλη λύπη· γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος. Όταν τον είδε ο Ιησούς πού λυπήθηκε τόσο πολύ, είπε-πόσο δύσκολα εκείνοι πού έχουν χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού! Γιατί είναι πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα από τρύπα της βελόνας παρά πλούσιος να μπει στη βασιλεία του Θεού. Τότε είπαν εκείνοι πού τον άκουσαν και ποιος μπορεί να σωθεί; Και ο Ιησούς είπε-τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό.
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»
Ἀνιχνευτὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ νοσταλγὸς τῆς χαρᾶς τοῦ παραδείσου ἐμφανίζεται, ἀδελφοί μου, ὁ πλούσιος νέος του εὐαγγελίου. Πλησιάζει τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ζητήση τὴν συμβουλὴ Τοῦ «ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσῃ». Καὶ ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ θύμισε τὶς ἐντολὲς τοῦ δεκαλόγου ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὸ σεβασμὸ τῆς τιμῆς, τῆς ζωῆς, τῆς περιουσίας, τὰ καθήκοντα γιὰ τοὺς γονεῖς. Τοῦ ἔδειξε τὸ σωστὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ τελειότητα. Ἀλλά, σὰν ὁ πλούσιος εἶπε πὼς «ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου», ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε «ἔτι ἕν σοι λείπει». Ὅσο καὶ ἂν νόμιζε πὼς κατέχει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν ἦταν ἔτσι. Ὑστεροῦσε στὴν πνευματική του ζωή, ἀλλὰ δὲν τὸ καταλάβαινε.
Εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαντήση κανεὶς στὸ ἐρώτημα «πόσες εἶναι ὁ στιγμὲς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου καταφέρνει νὰ ζῆ μὲ πλήρη αὐτοσυνειδησία», ὅταν τὶς περισσότερες ὧρες του τὶς περνᾶ χωρὶς καλά- καλὰ νὰ τὶς νοιώση, νὰ τὶς ζῆ. Βέβαια αὐτὸ συνέβαινε πάντα μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σήμερα μὲ τὸ κυνηγητὸ τῆς βιοπάλης καὶ τοῦ ἄγχους, μὲ τὴν πραγματικὴ ἢ ψεύτικη αὔξηση τῶν ἀναγκῶν, ἐλάχιστος ἀπομένει χρόνος γιὰ τὰ μεγάλα ἐρωτήματα τοῦ τύπου «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Σήμερα οἱ κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις, αὔριο οἱ ἐπαγγελματικές, κατόπιν τὸ κυνήγι γιὰ τὴν αὔξηση τοῦ εἰσοδήματος, ὅλα αὐτὰ ἔρχονται νὰ ὑποτάξουν καὶ νὰ στραγγαλίσουν καὶ τελικὰ νὰ ἀφανίσουν τὴν ἐλευθερία τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς.
Κάποτε
αὐτὴ ἡ σκλαβωμένη ψυχή, ποὺ γιὰ νὰ προφθάση ὅλα τὰ καθημερινὰ πράγματα
καὶ νὰ ἱκανοποιήση ὅλα τὰ ἐνδιαφέροντα πρέπει νὰ ὑποδουλωθῆ, βρίσκει τὸ
θάρρος νὰ τοποθετηθῆ μπρὸς στὸ μεγάλο τῆς ζωῆς ἐρώτημα· «Τί ποιήσας ζωὴν
αἰώνιον κληρονομήσω;». Ἀσφαλῶς ὁ νέος της περικοπῆς θὰ εἶχε πολλὰ
πράγματα καταφέρει μέχρι τότε στὴ ζωή του, γιατί εἶχε συνεπίκουρες
πολλὲς δυνάμεις: τὴν νεότητά του, τὸν πλοῦτο του, τὴν διάθεσή του γιὰ
ἐργασία, στόχους ἐπιτυχίες καὶ φιλοδοξίες. Φαίνεται ὅμως πὼς ὅλα αὐτὰ
δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσαν, δὲν τοῦ γέμιζαν τὴν ψυχή, δὲν τοῦ ἔδιναν τὴν
πληροφορία ὅτι ὅλα πήγαιναν καλά. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀνησυχία εἶναι ἡ
ἀσίγαστη τῆς ψυχῆς ἐπιθυμία, ποὺ θέλει νὰ βάλη τὸν ἄνθρωπο στὸν δρόμο
τῆς αἰωνιότητος. Γιατί μόνον αὐτὴ ξέρει πὼς ὅλες οἱ ἀνθρώπινες
δραστηριότητες δὲν ἔχουν καμμία ἀξία, ἂν δὲν συντονίζονται στὴ συχνότητα
τῆς αἰωνιότητος. Γιατί μόνον αὐτὴ ἀξιοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ
ἐπιτεύγματά του. Θὰ ἄντεχε ἆραγέ ὁ ἄνθρωπος τὴ ζωὴ στὴν γῆ χωρὶς νὰ τὴν
νοηματίζη μὲ τὴν αἰωνιότητα ποὺ τοῦ προφέρει ὁ κόσμος τῆς ψυχῆς του;
Τοῦτο τὸ ἐρώτημα πρέπει πολὺ συχνὰ νὰ τὸ θέτει ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του. Νὰ ρωτάη μὲ εἰλικρίνεια «τί ἔκανα, γιὰ νὰ κερδίσω τὴν ἀθανασία;». Ὄχι ἀσφαλῶς, γιατί μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ δείξη πὼς βλέπει πέρα ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ παρόντος, ἀλλὰ γιατί αὐτὸ θὰ βοηθήση νὰ ἀξιολογήση τὰ ἔργα του μέχρι σήμερα. Θὰ μετρήση τὶς σκέψεις του μὲ τὴν αἰώνια λογική, θὰ ζυγίση τὰ ἔργα του στὴ ζυγαριὰ τῶν αἰωνίων ἀξιῶν καὶ θὰ βάλη μέσα του τὴν ἀγωνία γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἐπανορθώση τὰ λάθη τῆς ζωῆς του σβήνοντάς τα μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ ἐξομολόγησης. «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 3-23).
Μὲ βαρειὰ καρδιὰ εἶδαν οἱ μαθητὲς τὸν πλούσιο νέο νὰ φεύγη μέσα στὸ σύννεφο τῆς λύπης ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν δυσκολία τῆς σωτηρίας, καθὼς ὁ Θεάνθρωπος τὴν ἀνέπτυξε καὶ στὴν στήριξε πάνω στὴ θυσία. Θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς καὶ οἱ μαθητὲς ποὺ τόσο κοντὰ ζοῦσαν μὲ τὸν Ἰησοῦ ἔχουν ἀπελπιστῆ. Γι ̓ αὐτὸ ρωτοῦν τὸν διδάσκαλο «τὶς δύναται σωθῆναι;». Καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ὑπόσχεση· «τὰ ἀδύνατα παρ ̓ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν», ἀναπτερώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν γοητεύει, τὸν παροτρύνει νὰ ἐξασφαλίση ἕνα πνευματικὸ κεφάλαιο, τοῦ προσφέρει τὴν βεβαιότητα γιὰ τὴν νίκη καὶ τὴν κατάκτηση τῆς σωτηρίας. Ὅ,τι γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀφάνταστα δύσκολο ἢ ἀκατόρθωτο γιὰ τὸν Κύριο εἶναι μηδαμινό, γιατί Ἐκεῖνος θέλει τὴ σωτηρίας μας περισσότερο ἴσως ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς, ἀφοῦ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11-12) καὶ μένει σὲ μᾶς νὰ ἀσκήσουμε βία στὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀναγνωρίζουμε τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ἀστοχίες μας, γίνεται τὸ ξεκίνημα τῆς νίκης. Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὑστεροῦμε ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ἁγιότης δὲν εἶναι μακριά. Ὅταν θέλουμε, μποροῦμε νὰ γίνουμε «τέλειοι καὶ ὁλόκληροι ἐν μηδενὶ λειπόμενοι» (Ἰακ. 1-4), γιὰ αὐτὸ «δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ἂν τὴν ὑπόδειξη αὐτὴ τοῦ Κυρίου μας δὲν τὴν δεχθοῦμε, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος νέος του εὐαγγελίου, τότε δὲν θὰ εἶναι εὔκολο σὲ μᾶς νὰ λέμε «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4-13). Καὶ ὅταν κανεὶς ἀκολουθῆ Ἐκεῖνον, ἐγκαταλείπη τὸν ἑαυτό του σὲ Ἐκεῖνον, δὲν ρωτάει πλέον πῶς θὰ κερδίση τὴν αἰώνιον ζωήν, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν καὶ εὐλογεῖ.
Ὁ πλούσιος νέος τῆς παραβολῆς ἦταν ἐλεύθερος ἀπὸ μεγάλες ἁμαρτίες. Τὸν πλούσιον αὐτὸ νέο τὸν ἐμπόδιζαν στὴν πνευματική του ἄνοδο καὶ τελειότητα τὰ πλούτη του καὶ ἡ προσκόλλησή του σὲ αὐτά. Ἔδινε μεγαλύτερη ἀξία στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὰ πρόσκαιρα, παρὰ στὸν αἰώνιο Θεό. Ἡ ὑπέρμετρη ἀγάπη του πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κτήματα, τοῦ στέρησε τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὸν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὸν Θεό. «Δυσκόλως γὰρ οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες» νὰ εἰσέλθουν «εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία δὲν δικαιώνει οὔτε τὸν πλοῦτο οὔτε τὴν φτώχεια, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι οὔτε φτωχὸς θὰ κληρονομήση τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶναι μόνο φτωχός, οὔτε θὰ τὴν χάση ὁ πλούσιος μόνο καὶ μόνο, γιατί εἶναι πλούσιος. Μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπαλάσσει τὸν πρῶτο ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση καὶ τὸν δεύτερο ἀπὸ τὴν φυλαργυρία, ὁπότε βγαίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀνοίγεται ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφὸ καὶ τότε ἀπολαμβάνουν τὰ πάντα καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί.
Τοῦτο τὸ ἐρώτημα πρέπει πολὺ συχνὰ νὰ τὸ θέτει ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του. Νὰ ρωτάη μὲ εἰλικρίνεια «τί ἔκανα, γιὰ νὰ κερδίσω τὴν ἀθανασία;». Ὄχι ἀσφαλῶς, γιατί μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ δείξη πὼς βλέπει πέρα ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ παρόντος, ἀλλὰ γιατί αὐτὸ θὰ βοηθήση νὰ ἀξιολογήση τὰ ἔργα του μέχρι σήμερα. Θὰ μετρήση τὶς σκέψεις του μὲ τὴν αἰώνια λογική, θὰ ζυγίση τὰ ἔργα του στὴ ζυγαριὰ τῶν αἰωνίων ἀξιῶν καὶ θὰ βάλη μέσα του τὴν ἀγωνία γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἐπανορθώση τὰ λάθη τῆς ζωῆς του σβήνοντάς τα μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ ἐξομολόγησης. «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 3-23).
Μὲ βαρειὰ καρδιὰ εἶδαν οἱ μαθητὲς τὸν πλούσιο νέο νὰ φεύγη μέσα στὸ σύννεφο τῆς λύπης ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν δυσκολία τῆς σωτηρίας, καθὼς ὁ Θεάνθρωπος τὴν ἀνέπτυξε καὶ στὴν στήριξε πάνω στὴ θυσία. Θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς καὶ οἱ μαθητὲς ποὺ τόσο κοντὰ ζοῦσαν μὲ τὸν Ἰησοῦ ἔχουν ἀπελπιστῆ. Γι ̓ αὐτὸ ρωτοῦν τὸν διδάσκαλο «τὶς δύναται σωθῆναι;». Καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ὑπόσχεση· «τὰ ἀδύνατα παρ ̓ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν», ἀναπτερώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν γοητεύει, τὸν παροτρύνει νὰ ἐξασφαλίση ἕνα πνευματικὸ κεφάλαιο, τοῦ προσφέρει τὴν βεβαιότητα γιὰ τὴν νίκη καὶ τὴν κατάκτηση τῆς σωτηρίας. Ὅ,τι γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀφάνταστα δύσκολο ἢ ἀκατόρθωτο γιὰ τὸν Κύριο εἶναι μηδαμινό, γιατί Ἐκεῖνος θέλει τὴ σωτηρίας μας περισσότερο ἴσως ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς, ἀφοῦ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11-12) καὶ μένει σὲ μᾶς νὰ ἀσκήσουμε βία στὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀναγνωρίζουμε τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ἀστοχίες μας, γίνεται τὸ ξεκίνημα τῆς νίκης. Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὑστεροῦμε ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ἁγιότης δὲν εἶναι μακριά. Ὅταν θέλουμε, μποροῦμε νὰ γίνουμε «τέλειοι καὶ ὁλόκληροι ἐν μηδενὶ λειπόμενοι» (Ἰακ. 1-4), γιὰ αὐτὸ «δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ἂν τὴν ὑπόδειξη αὐτὴ τοῦ Κυρίου μας δὲν τὴν δεχθοῦμε, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος νέος του εὐαγγελίου, τότε δὲν θὰ εἶναι εὔκολο σὲ μᾶς νὰ λέμε «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4-13). Καὶ ὅταν κανεὶς ἀκολουθῆ Ἐκεῖνον, ἐγκαταλείπη τὸν ἑαυτό του σὲ Ἐκεῖνον, δὲν ρωτάει πλέον πῶς θὰ κερδίση τὴν αἰώνιον ζωήν, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν καὶ εὐλογεῖ.
Ὁ πλούσιος νέος τῆς παραβολῆς ἦταν ἐλεύθερος ἀπὸ μεγάλες ἁμαρτίες. Τὸν πλούσιον αὐτὸ νέο τὸν ἐμπόδιζαν στὴν πνευματική του ἄνοδο καὶ τελειότητα τὰ πλούτη του καὶ ἡ προσκόλλησή του σὲ αὐτά. Ἔδινε μεγαλύτερη ἀξία στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὰ πρόσκαιρα, παρὰ στὸν αἰώνιο Θεό. Ἡ ὑπέρμετρη ἀγάπη του πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κτήματα, τοῦ στέρησε τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὸν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὸν Θεό. «Δυσκόλως γὰρ οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες» νὰ εἰσέλθουν «εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία δὲν δικαιώνει οὔτε τὸν πλοῦτο οὔτε τὴν φτώχεια, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι οὔτε φτωχὸς θὰ κληρονομήση τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶναι μόνο φτωχός, οὔτε θὰ τὴν χάση ὁ πλούσιος μόνο καὶ μόνο, γιατί εἶναι πλούσιος. Μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπαλάσσει τὸν πρῶτο ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση καὶ τὸν δεύτερο ἀπὸ τὴν φυλαργυρία, ὁπότε βγαίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀνοίγεται ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφὸ καὶ τότε ἀπολαμβάνουν τὰ πάντα καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου