Βίος Οσίου Παύλου του Θηβαίου
Από το ιστολόγιο xristianos gr
Καταγωγή
Ο
Όσιος Παύλος ο Θηβαίος έζησε κατά την εποχή του Δεκίου και
Ουαλλεντιανού των βασιλέων το έτος 255, καταγόμενος από την Θηβαΐδα της
Αιγύπτου. Όταν είδε τον μεγάλο
διωγμό, που εξαπέλυσε ο Δέκιος, φοβήθηκε τα βάσανα και σκεπτόταν να φύγει σε μέρος κρυφό.
Στην βαθειά έρημο
Ο
Όσιος ήταν δέκα πέντε χρονών όταν έμεινε ορφανός, είχε δε μόνον μία
αδελφή παντρεμένη, της οποίας ο άνδρας πήγε και τον πρόδωσε στους
τυράννους ως χριστιανό, με
σκοπό
να κληρονομήσει το μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς του Οσίου. Ένεκα
αυτού του γεγονότος, αφού έκανε την ανάγκη αρετή απομακρύνθηκε στην
έρημο και στα βουνά. Όσο
όμως
περνούσε ο καιρός τόσο μίκραινε ο φόβος των βασάνων στην καρδιά του
Οσίου και μάλλον γινόταν φόβος Θεού και επιθυμία Του να αρέσει στον Θεό.
Γι' αυτό πήγε σε αυτήν
την
βαθειά έρημο. Και όταν πλησίασε ένα σπήλαιο, και είδε ότι ήταν τόπος
κατάλληλος για ησυχία και ωραιότατος, με πηγή και φοίνικα, απεφάσισε να
μείνει εκεί, σκεπτόμενος ότι γι'
αυτό τον οδήγησε ο Κύριος εκεί για ψυχική ωφέλεια.
Τρέφεται με ουράνια τροφή
Έμεινε
δε εκεί τριάντα χρόνια και ετρέφετο με χόρτα και φοίνικες, σκεπαζόμενος
με τα φύλλα τους. Αλλά κατόπιν τον λυπήθηκε ο Κύριος και του έστελνε
κάθε μέρα μισό άρτο.
Ο Άγγελος ειδοποιεί τον Μέγα Αντώνιο
Κατά
την εποχή εκείνη ο Μέγας Αντώνιος ήταν ενενήντα χρόνων και πολλές φορές
σκεπτόταν και απορούσε με τον εαυτό του λέγοντας. Άραγε θα υπαρχή άλλος
Μοναχός
στην
βαθειά έρημο;. Κάποια νύκτα, ενώ σκεπτόταν αυτά, ήλθε Άγγελος Κυρίου
και του λέγει. Πήγαινε γρήγορα στο βάθος της έρημου, να βρεις τον Αββά
Παύλο, ο οποίος είναι
πιο
ενάρετος από σένα και θα λάβεις μεγάλη ωφέλεια από αυτόν. Όταν άκουσε
αυτά δεν καθυστέρησε καθόλου, αλλά αφού περιφρόνησε την αδυναμία των
γηρατειών, την μεγάλη
οδοιπορία
και όλα τα άλλα εμπόδια, ξεκίνησε το πρωί και περπατώντας όλη την ημέρα
εκαίγετο από τον καφτερό ήλιο. Είχε όμως την ελπίδα στον Κύριο ότι θα
του δείξει τον
έμψυχο θησαυρό, και δεν σκεπτόταν καθόλου τις δυσκολίες του δρόμου.
Στο σπήλαιον του Οσίου - Δοκιμάζει την υπομονή του Οσίου Αντωνίου
Την
τρίτη ημέρα είδε ένα λιοντάρι, που ανέβαινε βιαστικά σε ένα βουνό. Ο δε
Όσιος γνωρίζοντας ότι ο Θεός τον άκουσε, ακολούθησε το θηρίο και έτσι
έφθασε στο σπήλαιο,
όπου
είδε λίγο φως. Έτσι, αφού άφησε για την αγάπη κάθε δειλία και φόβο,
ξεκίνησε γρήγορα να μπει μέσα σε αυτό και με την βιασύνη του σκόνταψε σε
μια πέτρα και κτύπησε
λίγο το πόδι του.
Όταν
άκουσε τον θόρυβο ο ευρισκόμενος μέσα στο σπήλαιο Όσιος Παύλος, έκλεισε
την πόρτα, ο δε όσιος Αντώνιος τον παρακαλούσε από έξω λέγοντας: Σε
παρακαλώ για τον
Κύριο,
Όσιε Πάτερ, άνοιξέ μου για να δω το σεβάσμιο πρόσωπο σου. Ο δε Όσιος
Παύλος, θέλοντας να τον δοκιμάσει δεν άνοιγε. Έτσι, επειδή δεν μπορούσε ο
μακάριος Αντώνιος
από
τον κόπο της οδοιπορίας και το κτύπημα να στέκεται όρθιος, έπεσε με το
πρόσωπο στην γη και έμεινε έτσι εξ ώρες να τον παρακαλεί. Βλέποντας τον
ήλιο να πλησιάζει την
δύση
του, παρακαλούσε πιο θερμά τον Όσιο να του ανοίξει την είσοδο. Ο δε
Όσιος τον ρώτησε από μέσα ποιος ήταν, από που ήλθε και τι ζητούσε. Αφού
του αποκρίθηκε ο Μέγας
Αντώνιος και του είπε ότι δεν φεύγει άμα δεν τον συναντήσει και ακούσει τα γλυκά του λόγια.
Άνοιξε την πόρτα
Τότε
αφού άνοιξε την πόρτα, τον υποδέχθηκε με αγάπη λέγοντας: «Καλώς ήλθες,
αδελφέ και συνεργάτα Αντώνιε». Έτσι αφού ασπάσθηκε ο ένας τον άλλο με
άγιο ασπασμό και αφού
συνομιλούσαν
θεια λόγια αισθάνθηκαν μεγάλη πνευματική χαρά. Ενώ συνομιλούσαν οι
Άγιοι, βλέπουν πάνω σε ένα κλαδί δένδρου, κόρακα να κρατεί ένα ολόκληρο
άρτο, ο οποίος
αφού
πέταξε από το δένδρο τοποθέτησε τον άρτο ανάμεσα τους. Ενώ θαύμαζε ο
Όσιος Αντώνιος αυτό το παράδοξο του είπε ο Μέγας Παύλος: Στα αλήθεια,
αδελφέ, πολύ
φιλάνθρωπος
και ελεήμων είναι ο Κύριος χορηγώντας σπόρο σε αυτόν που σπέρνει και
άρτο για τροφή. Εξήντα χρόνια είναι όπου μου φέρνει την τροφή ο Κόρακας
αυτός, όπως
είδες και όχι ένα άρτο, αλλά το μισό και σήμερα για την παρουσία σου διπλασίασε ο αγαθός Θεός τροφεύς και Δεσπότης την τροφή.
Ο Όσιος Παύλος διηγείται στον Μέγα Αντώνιο
Αφού
έφαγαν ο Όσιος, έκαναν αγρυπνία όλη την νύκτα, προσευχόμενοι και
δοξολογούντες τον Κύριο, και το πρωί είπε ο Όσιος προς τον Μέγα Αντώνιο.
Είναι πολλές μέρες, όπου μου
απεκάλυψε
ο Κύριος ότι κατοικείς σε αυτή την έρημο, και μου υποσχέθηκε ότι θα σε
δω προτού τελειώσει η ζωή μου. Τώρα σύμφωνα με αυτή την υπόσχεση σε
απέστειλε ο Θεός
να ενταφιάσεις το σώμα μου.
Όταν
άκουσε αυτά ο Μέγας Αντώνιος, έτρεχαν τα δάκρυα του σαν βρύση,
κλαίοντας για τον χωρισμό και τον παρακαλούσε θερμά να κάνη δέηση προς
τον Κύριο, για να πάει και αυτός
στην συνοδεία του.
Ο Άγιος Παύλος ο Θηβαίος μαζί με τον Άγιο Αντώνιο τον Μέγα
Του ζητά τον μανδύα του Μ. Αθανασίου
Σε
παρακαλώ να μη βαρεθείς για την αγάπη μου, αλλά να μου φέρεις τον
μανδύα, τον οποίον σου έδωσε ο Μέγας Αθανάσιος, διότι έχω πολλή ευλάβεια
να ενταφιάσεις με
εκείνο, το δικό μου λείψανο.
Τούτο
δε έλεγε ο Όσιος, για να μην είναι παρών κατά την κοίμησή του ο θείος
Αντώνιος και λυπηθεί περισσότερο. Και ούτε είχε ανάγκη από το ιμάτιο
κατά τον θάνατο. Θαύμασε ο
Μέγας
Αντώνιος το προορατικό πνεύμα του Οσίου, τον ευλαβείτο ως Άγγελο και
αφού δάκρυσε τότε τον ασπάσθηκε και αφού έλαβε συγχώρεση επέστρεψε στο
κελί του.
Επιστρέφει στο σπήλαιο με τον μανδύα
Αφού
πήρε λίγη τροφή επήρε τον μανδύα που του είπε και έτρεχε γρήγορα προς
αυτό που επιθυμούσε, διψώντας τον Παύλο, βλέποντας προς τον Παύλο, τον
οποίον είχε απολαύσει,
του
πνεύματος πνοή και ξεκούραση της ψυχής του. Προσπαθούσε όσο μπορούσε
πιο γρήγορα να περπατήσει, επειδή φοβόταν μήπως και δεν τον φθάσει
ζωντανό για να πάρει
την ευλογία του.
Βλέπει από τον δρόμο την ψυχή του Οσίου
Αφού
περπάτησε όλη την πρώτη ημέρα και μέρος από την δεύτερη, είδε στο δρόμο
με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του τάγματα, Αγγέλων, Προφητών και
χορούς Αποστόλων,
στρατεύματα
Μαρτύρων και Όσιων και μαζί με αυτούς, την ψυχή του Παύλου να λάμπει
περισσότερο από το χιόνι, την οποίαν πήγαιναν με πολλή χαρά στα ουράνια.
Όταν είδε
αυτά
έπεσε με το πρόσωπο στην γη, και αφού έβαλε άμμο στο κεφάλι του,
κτυπούσε το πρόσωπο του, κλαίγοντας για την συμφορά. Αφού έκλαψε πολλή
ώρα, έτρεχε και
αισθανόταν τόσο δύναμη στο σώμα του, σαν να ήταν νέος και ακόμη περισσότερο.
Βρίσκει τον Όσιο κεκοιμημένο
Όταν
έφθασε στο σπήλαιο, βρήκε τον Όσιο γονατιστό και είχε προς τον ουρανό
υψωμένα τα χέρια του και το πρόσωπο. Επειδή νόμισε λοιπόν ότι ήταν ακόμη
ζωντανός και
προσευχόταν,
συμπροσευχόταν και αυτός πολλή ώρα και έβλεπε με προσοχή εάν κουνηθεί
κάποιο μέλος του Αγίου ή αν στενάξει ή αν κάνη κάτι που κάνουν οι
ζωντανοί, για να
γνωρίσει
την αλήθεια. Αφού πέρασε πολύ ώρα και καθόλου δεν κινήθηκε, κατάλαβε
ότι τελείωσε προσευχόμενος. Τότε πήγε με πολλή ευλάβεια και αγκάλιασε
εκείνο το
σεβασμιότατο
λείψανο και συνεχώς το ασπάζονταν, κλαίοντας επειδή δεν τον γνώρισε
πολύ πιο μπροστά για να απολαύσει την συνομιλία του προς ψυχική του
ωφέλεια.
Αφού
τύλιξε αυτό με τον μανδύα, που έφερε, είπε τους συνήθεις ψαλμούς και
όσα τροπάρια γνώριζε και θέλοντας να τον ενταφιάσει δεν ήξερε πως να
σκάψει την γη
επειδή δεν πήρε μαζί του κάποιο εργαλείο όταν αναχώρησε από το κελί του.
Τα λιοντάρια ανοίγουν τον τάφο
Καθώς
λοιπόν στεκόταν στεναχωρημένος, σκεπτόμενος να μην φύγει μέχρις ότου να
του στείλει ο Κύριος από ψηλά βοήθεια τότε βλέπει να έρχονται τρέχοντας
προς αυτόν δύο
λέοντες
από το βάθος της έρημου και στην αρχή μεν φοβήθηκε σαν άνθρωπος. Αλλά
όταν στήριξε την καρδιά του προς τον Κύριο έμεινε χωρίς φόβο. Τα δε
λιοντάρια αφού
πλησίασαν
πρώτα στον Όσιο Παύλο κουνούσαν τις ουρές τους και με τις γλώσσες τους,
έγλειφαν τα πόδια του, σαν να ήταν ζωντανός. Έπειτα όταν κατάλαβαν ότι ο
Άγιος είχε
τελειώσει,
μούγκρισαν πέφτοντας στα πόδια του. Ο δε Όσιος θαύμασε βλέποντας ότι
και τα θηρία είχαν στεναχωρηθεί για την αναχώρηση του Παύλου. Μετά από
λίγο έσκαψαν
την
γη με τα νύχια τους και αφού έκαναν λάκκο ίσα ακριβώς με το λείψανο,
έβγαλαν το χώμα με τα πόδια τους. Έπειτα πήγαν στον Όσιο Αντώνιο σαν να
του ζητούσαν ευλογία,
κουνώντας τις ουρές τους και τα αυτιά τους και έβαλαν κάτω το κεφάλι τους και έκαναν και άλλα τέτοια σχήματα.
Ο Μέγας Αντώνιος ευλογεί τα λιοντάρια
Ο
Μέγας Αντώνιος αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό αυτά
προσευχήθηκε: «Κύριε ο Θεός που τα γνωρίζεις όλα, που χωρίς την εντολή
Σου ούτε φύλλο από το δένδρο δεν
πέφτει, ούτε πουλί στην γη δεν κατεβαίνει, Συ Κύριε, όπως γνωρίζεις, δώσε και τον μισθό στα θηρία αυτά».
Αυτά
αφού είπε ο θείος Αντώνιος, έκανε με το χέρι του σημείο στα λιοντάρια
για να αναχωρήσουν. Αυτά αφού πήγαν πάλι στο ιερό λείψανο του Οσίου
Παύλου και
κατεσπάσθηκαν αυτό αναχώρησαν.
Ενταφιάζει τον Όσιο
Ο
δε Όσιος Αντώνιος, βαστάζοντας το ιερό λείψανο το ενταφίασε το έτος
341, στις 15 Ιανουαρίου. Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε το έτος 227 στην
Θηβαΐδα της Αιγύπτου, το δε
έτος 250 έφυγε στην έρημο. Έζησε δε στο σπήλαιο 91 έτη, όλα δε τα χρόνια του ήσαν 114.
Κληρονομεί την στολή τού Οσίου
Περίμενε
δε ό Μέγας Αντώνιος ακόμη μία ημέρα, για να δη εάν έλθει πάλι ο κόρακας
με τον άρτο, αλλά δεν φάνηκε. Και αφού έγινε κληρονόμος της στολής του
Οσίου Παύλου,
επήρε
εκείνο το ένδυμα των φοινίκων και επέστρεψε στο Μοναστήρι διηγούμενος
στους Μοναχούς όλα τα προηγούμενα, την δε στολή του Οσίου Παύλου την
είχε σε τόση μεγάλη
τιμή και καύχημα, ώστε την φορούσε το Πάσχα και τις άλλες μεγάλες εορτές.
Στίχος
Εἰ θαῦμα Θήβαις ταῖς παρ᾽ Αἴγυπτον πύλαι, πόσον γε Παῦλος, κἄν βίου λίπῃ πύλας; Βλαστὸς Θηβαΐδος πέμπτῃ δεκάτῃ θάνε Παῦλος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Θείου
Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, πρῶτος ᾤκησας, ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἠλιοὺ τὸν ζηλωτὴν
μιμησάμενος· καὶ δι’ ὀρνέου τραφεὶς ὡς ἰσάγγελος, ὑπ’ Ἀντωνίου τῷ κόσμῳ
ἐγνώρισαι. Παῦλε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Τὸν
φωστῆρα ἅπαντες τὸν ἐν τῷ ὕψει, ἀρετῶν ἐκλάμψαντα, ἀνευφημήσωμεν
πιστοί, Παῦλον τὸν θεῖον κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Ὁσίων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις
τῶν Ὁσίων ἡ ἀπαρχή· χαίροις τῆς ἐρήμου, πρωτοπόρος καὶ οἰκιστής, Παῦλε
θεοφόρε, Ἀγγέλων συμπολῖτα, μεθ’ ὧν ἐξευμενίζου, ἡμῖν τὸν Εὔσπλαγχνον.
Στίχος
Εἰ θαῦμα Θήβαις ταῖς παρ᾽ Αἴγυπτον πύλαι, πόσον γε Παῦλος, κἄν βίου λίπῃ πύλας; Βλαστὸς Θηβαΐδος πέμπτῃ δεκάτῃ θάνε Παῦλος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, πρῶτος ᾤκησας, ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἠλιοὺ τὸν ζηλωτὴν μιμησάμενος· καὶ δι’ ὀρνέου τραφεὶς ὡς ἰσάγγελος, ὑπ’ Ἀντωνίου τῷ κόσμῳ
ἐγνώρισαι. Παῦλε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Τὸν φωστῆρα ἅπαντες τὸν ἐν τῷ ὕψει, ἀρετῶν ἐκλάμψαντα, ἀνευφημήσωμεν πιστοί, Παῦλον τὸν θεῖον κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Ὁσίων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ ἀπαρχή· χαίροις τῆς ἐρήμου, πρωτοπόρος καὶ οἰκιστής, Παῦλε θεοφόρε, Ἀγγέλων συμπολῖτα, μεθ’ ὧν ἐξευμενίζου, ἡμῖν τὸν Εὔσπλαγχνον.
Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης
Από το ιστολόγιο του Ι.Ν. Παντανάσσης , της Ι.Μ. Κίτρους και Κατερίνης
Ο Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 457 μ.χ και έζησε μέχρι το έτος 474 μ.χ. επί βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου.
Ο πατέρας του ονόματι Ευτρόπιος και η μητέρα του Θεοδώρα, ήταν ευσεβείς. Ο Ευτρόπιος ήταν άρχοντας, πολύ πλούσιος Συγκλητικός.
Μαζί με την Θεοδώρα απέκτησαν τρία παιδιά, ο νεότερος ήταν ο Ιωάννης. Οι άλλοι δύο αδελφοί του έλαβαν αξιώματα και βιοτική ευδαιμονία.
Ο Ιωάννης από μικρός ήταν με τους γονείς του, του άρεσε να διαβάζει τα Ιερά Γράμματα, να πηγαίνει στην Εκκλησία, να ακούει τα Θεία λόγια.
Τον καιρόν εκείνο κάποιος Μοναχός από την Μονήν των Ακοιμήτων ήθελε να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα οδοιπορικώς και περνούσε από την Κωνσταντινούπολη.
Ήθελε να τελειώσει κάποια υπόθεση του στην Πόλη και διανυκτέρευσε πλησίον της οικίας του Ευτρόπιου.
Μόλις ο Ιωάννης τον είδε τον πλησίασε και θέλησε να μάθει για τη ζωή στο Μοναστήρι. Ο Μοναχός μόλις κατάλαβε τον πόθο και τον ζήλο του Ιωάννη άρχισε να του εξηγεί λεπτομερώς τα της Μοναστικής ζωής.
Ο Ιωάννης άκουγε αχόρταγα για τις νηστείες, για την άσκηση της Μοναστικής ζωής, για τις ψαλμωδίες και τις λοιπές αρετές.
Πήρε τον Μοναχό σε κρυφό σημείο και του είπε <<σε Ορκίζω στον Τριαδικό Θεό, όταν επιστρέψεις για το Μοναστήρι να έρθεις εδώ να με πάρεις κρυφά μαζί σου να γίνω Μοναχός το συντομότερο, πριν μάθουν οι γονείς μου που είμαι, γιατί σκέπτονται να με παντρέψουν >>.
Τότε ο Μοναχός του υποσχέθηκε να εκπληρώσει τον πόθον του και ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα.
Ο Ιωάννης άρχισε να ετοιμάζεται για την αναχώρηση σκεπτόμενος να πάρει ευλογία από τους γονείς του. Θα ζητήσω να έχω από τα χέρια τους ένα Ευαγγέλιο για να μάθω τις παραδώσεις του Χριστού.
Πήγε στη Μητέρα του και της είπε. Μητέρα δεν μπορώ να πάω στο Σχολείο, διότι όλοι οι συμμαθητές μου έχον Ευαγγέλιο και διαβάζουν, ενώ εγώ κάθομαι μόνος και καταφρονεμένος γιατί δεν έχω.
Πολύ σε παρακαλώ πάρε μου και εμένα ένα Ευαγγέλιο, να το κρατώ στα χέρια μου και να το διαβάζω.
Μετά χαράς παιδί μου απάντησε η μητέρα του. Μόλις έλθει ο Πατέρας σου θα του πω να σου πάρει ένα Ευαγγέλιο.
Ο Πατέρας του μόλις το άκουσε κάλεσε έναν γραφέα επιτήδειο, του έδωσε πεντακόσια χρυσά φλουριά καθώς και πολύτιμους λίθους του χρυσοχόου να το κατασκευάσει.
Όταν ετοιμάστηκε το Ευαγγέλιο, κάλεσε τον Ιωάννη και του παρέδωσε το Ευαγγέλιο. Ο Ιωάννης τότε ασπάσθηκε το χέρι του Πατρός του και της Μητρός του, πήρε το Ευαγγέλιο και το είχε πάντα μαζί του.
Όταν ο Αββάς επέστρεψε από τα Ιεροσόλυμα τον είδε ο Ιωάννης και χάρηκε πολύ. Συναντήθηκε μαζί του και του εξήγησε πως αν οι γονείς του μάθουν ότι θέλει να γίνει Μοναχός, θα προσπαθήσουν να τον σταματήσουν με δάκρυα και ικεσίες και θα του κόψουν τον θεάρεστο δρόμο, γιαυτό σε παρακαλώ Αββά μου να αναχωρήσουμε με μεγάλη μυστικότητα να μην το μάθει κανείς.
Βλέποντας ο Αββάς την αγάπη και ζήλο του του Ιωάννη του είπε. <<Ο Θεός να πληρώσει κάθε επιθυμία σου>>.
Ο μακάριος Ιωάννης μαζί με τον Αββά πήγαν στο γιαλό κρυφά βρήκαν ένα πλοίο και συμφώνησαν με τον πλοίαρχο να του δώσουν εκατό φλουριά για να τους μεταφέρει στην Ιερά Μονή των Ακοιμήτων.
Κατόπιν Ο Ιωάννης πήγε και βρήκε την Μητέρα του και της είπε, Μητέρα όλα τα παιδιά με φίλεψαν και με κέρασαν πολλές φορές, εγώ όμως ποτέ δεν τους κέρασα . Θέλω να τους φιλέψω και εγώ γιατί ντρέπομαι.
Όταν ήλθε ο Πατέρας του διηγήθηκε η Μητέρα του την παράκληση του Υιού της και αποφάσισαν να του δώσουν τα εκατό φλουριά, αλλά να του δώσουν και έναν υπηρέτη να τον φυλάγει στο δρόμο.
Κάλεσε ο Ιωάννης τον Αββά και τον ενημέρωσε για τα χρήματα, αλλά υπάρχει και το πρόβλημα, τι θα κάνουν με τον υπηρέτη.
Στη συνέχεια ο Άγιος πήγε και βρήκε τον πλοίαρχο του εξήγησε πώς όταν είναι ο καιρός να αναχωρήσουν να τους κάνει νόημα κρυφά για να μπουν στο πλοίο.
Την επαύριο που ο καιρός ήταν καλός μόλις ο πλοίαρχος είδε τον Ιωάννη και τον Αββά τους έκανε νόημα πως είναι όλα έτοιμα.
Τότε ο Ιωάννης είπε στον υπηρέτη, να πάει στο σχολείο να δει τους συμμαθητές του τι κάνουν και να επιστρέψει να τον ενημερώσει.
Έφυγε ο υπηρέτης και αυτοί ανέβηκαν στο πλοίο και ανεχώρησαν.
Ο υπηρέτης επέστρεψε να ενημερώσει τον αφέντη του, αλλά, πουθενά ο Ιωάννης. Επέστρεψε στο σπίτι ο υπηρέτης να ενημερώσει την Μητέρα του Οσίου για όσα συνέβησαν.
Η Μητέρα παράχθηκε μήπως έπαθε τίποτα και έστειλε και άλλους πολλούς υπηρέτες για την ανεύρεση του υιού της σε όλη την Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο πατέρας του έμαθε τα γεγονότα άρχισε να κλαίει και να θρηνεί. Η δε μητέρα του όταν είδε ότι εξέλιπε κάθε ελπίδα να βρεθεί ο υιός της έκλαιγε απαρηγόρητη.
Όταν το πλοίο έφτασε στη Μονή εξελθόντες μετέβησαν πρώτα στον Ναό για να προσκυνήσουν και να ασπασθούν τις Άγιες εικόνες.
Κατόπιν μετέβησαν και έβαλαν μετάνοια στον Ηγούμενο και τους λοιπούς αδελφούς, διηγήθηκε ο Αββάς στον Ηγούμενο τα πάντα για τον Ιωάννη, ότι είναι εξ ευγενών γονέων και τον μεγάλο πόθο του να λάβει το αγγελικό σχήμα.
Ο Ηγούμενος όταν είδε τόσο νέο τον Ιωάννη θαύμασε και είπε προς αυτόν. Παιδί μου είσαι πολύ νέος και δεν θα δυνηθείς να υποφέρεις την άσκηση και τους κόπους των Μοναχών.
Πρώτα θα κάνεις ένα χρόνο ως δόκιμος για να δούμε την αρετήν και μετά θα "κείρωμεν την κόμην της κεφαλής".
Ο δε Ιωάννης απάντησε, "Δέσποτα μου άγιε και τίμιε πάτερ πολύ σε παρακαλώ με όλη την καρδιά μου σήμερα να με κείρης Μοναχόν, γιατί έχω μεγόλον πόθον να λάβω το Αγγελικό σχήμα".
Ειδών ο Ηγούμενος την επιμονήν του Ιωάννη εσπλαχνίσθει και τον έκανε Μοναχό, ευλογήσας αυτόν και ενδύσας το αγγελικό σχήμα.
Τρία χρόνια κάθισε ο Όσιος στο Μοναστήριον των Ακοιμήτων και από την πολλήν νηστεία και εγκράτεια έγινε αγνώριστος.
Κατόπιν μετέβησαν και έβαλαν μετάνοια στον Ηγούμενο και τους λοιπούς αδελφούς, διηγήθηκε ο Αββάς στον Ηγούμενο τα πάντα για τον Ιωάννη, ότι είναι εξ ευγενών γονέων και τον μεγάλο πόθο του να λάβει το αγγελικό σχήμα.
Ο Ηγούμενος όταν είδε τόσο νέο τον Ιωάννη θαύμασε και είπε προς αυτόν. Παιδί μου είσαι πολύ νέος και δεν θα δυνηθείς να υποφέρεις την άσκηση και τους κόπους των Μοναχών.
Πρώτα θα κάνεις ένα χρόνο ως δόκιμος για να δούμε την αρετήν και μετά θα "κείρωμεν την κόμην της κεφαλής".
Ο δε Ιωάννης απάντησε, "Δέσποτα μου άγιε και τίμιε πάτερ πολύ σε παρακαλώ με όλη την καρδιά μου σήμερα να με κείρης Μοναχόν, γιατί έχω μεγόλον πόθον να λάβω το Αγγελικό σχήμα".
Ειδών ο Ηγούμενος την επιμονήν του Ιωάννη εσπλαχνίσθει και τον έκανε Μοναχό, ευλογήσας αυτόν και ενδύσας το αγγελικό σχήμα.
Τρία χρόνια κάθισε ο Όσιος στο Μοναστήριον των Ακοιμήτων και από την πολλήν νηστεία και εγκράτεια έγινε αγνώριστος.
Ο δε Ηγούμενος τον καθοδηγούσε και του έλεγε, πολύν κόπον και πολύ νηστεία κάνεις και αν συνεχίσεις θα αρρωστήσεις και δεν θα δύνασαι να κάνεις τον κανόνα σου.
Αυτά τα είπε ο Ηγούμενος γιατί ο Όσιος έτρωγε μόνον την Κυριακή και μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων.
Ο φθονερός διάβολος όμως βλέποντας να τον νικάει ο νεαρός Ιωάννης, του έβαλε την επιθυμία να επισκεφθεί τους γονείς του.
Όσες φορές του έφερνε τέτοιους λογισμούς, ο Όσιος προσευχόταν και παρακαλούσε τον Θεό να τους διαλύσει, αλλά ο διάβολος τον επείραζε περισσότερο.
Ο Όσιος τότε εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο τις σκέψεις που τον βασανίζουν. Τότε ο Ηγούμενος του θύμισε όταν του έλεγε πως λόγω του νεαρού της ηλικίας δεν θα αντέξει να φέρει σε πέρας την άσκηση, γιατί ο διάβολος δεν θα σε αφήσει και θα σε πειράζει.. Τώρα τι θέλεις να κάνεις, τον ρώτησε.
Να με συγχωρέσεις να πάω στους γονείς μου και εκεί να αγωνιστώ να τον νικήσω απάντησε ο Άγιος.
Αφού έκανε προσευχή έφυγε από το Μοναστήρι και στο δρόμο που περπατούσε συνάντησε Μοναχό φτωχό με παλιά ράσα και του είπε. Χαίρε, αδελφέ και συνοδοιπόρε, θέλεις να περπατήσουμε μαζί οι δυο μας;
Μετά χαράς απάντησε ο Μοναχός, να περπατήσουμε και συνέχισε ο Ιωάννης, βλέπω τα ενδύματά σου είναι παλιά, δώστα σε εμένα και εσύ βάλε τα δικά μου να περπατούμε μαζί και ευθύς άλλαξαν ενδύματα.
Για αρκετές ημέρες περπατούσαν και κάποτε αποχωρήστηκαν ευχόμενοι αλλήλοις και ο Άγιος το βράδυ έφθασε έξω από το πατρικό σπίτι που μόλις το αντίκρισε έπεσε κάτω κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Θεό να του δώσει δύναμη να κατανικήσει τον εχθρόν του.
Μόλις ξημέρωσε το πρωί βγήκε ως συνήθως ένας δούλος του πατρός του και όταν τον είδε ρώτησε, ποιος είσαι άνθρωπε και τι γυρεύεις; Φύγε από εδώ γιατί σε λίγο θα βγει ο οικοδεσπότης και αν σε δει θα σε βρίσει και εμάς θα μας τιμωρήσει.
Τότε ο Όσιος απάντησε, σε παρακαλώ άφησέ με σε μια γωνιά να παραμείνω και δε θα σας ενοχλήσω και να είσαι σίγουρος θα σε ανταμείψει ο Δεσπότης Χριστός.
Όταν σε λίγο οι γονείς του βγήκαν και τους είδε, ευχαρίστησε τον Θεό και με δάκρυα στα μάτια είπε, Ιωάννη είδες και τους γονείς σου με την δύναμη του Χριστού και Θεού σου αλλά αγωνίσου να καταπατήσεις τις ενέδρες του διαβόλου.
Σε λίγο ο πατέρας του βγήκε έξω και μόλις τον είδε έτσι ρακένδυτο τον λυπήθηκε και τον ρώτησε, ποιος είσαι και από που έρχεσαι άνθρωπε;
Ο δε απεκρίθει προς τον πατέρα του, ξένος είμαι ενδοξότατε και σε παρακαλώ μη με συχαθείς αλλά άφησέ με να μείνω σε μια γωνιά στο προπύλαιο.
Ο πατέρας του του είπε, έλα μέσα να μείνεις σε ένα δωμάτιο. Ο δε Όσιος απάντησε, φτάνει εδώ μόνο βάλε έναν δούλο σου να μου κάνει μια καλύβη, ο δε Ευτρόπιος πρόσταξε να του ετοιμάσουν μιαν καλύβη και είπε στην σύζυγό του, πολύ τον λυπάμαι αυτόν τον πτωχό.
Μια ημέρα η μητέρα του ήθελε να πάει στην Εκκλησία και ο Όσιος καθόταν έξω από την Καλύβη, η μητέρα του μόλις τον είδε τρόμαξε και είπε στους δούλους να του πουν να μπει μέσα στην καλύβη, γιατί δεν μπορεί να βλέπει την αγριότητα του προσώπου του.
Ο Όσιος με πολύ άσκηση και νηστεία πέρασε τρία χρόνια στην αυλή του πατρός του και εφάνη ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέγοντάς του, "Χαίρε Ιωάννη, άφησες τα πάντα φθαρτά και πρόσκαιρα του κόσμου τούτου, μάθε ότι πλησίασε ο καιρός της τελειώσεώς σου". Μάθε πως σε τρεις ημέρες θα έρθεις σε εμένα να χαίρεις μετά των Αγγέλων αιωνίως.
Όταν ο Όσιος ξύπνησε προσευχήθηκε δόξασε τον Θεόν και εκκάλεσε έναν δούλον αυτόν που πρώτα είδε όταν ήλθε και τον παρακάλεσε να μεταφέρει στην οικοδέσποινα ένα μήνυμα.
Μετά χαράς απάντησε ο δούλος, Πες στην κυρία σου ότι θέλω να με επισκεφθεί να την πω κάτι.
Μεταβάς ο δούλος είπε στην κυρία την επιθυμία του Οσίου. Αυτή αναρωτήθηκε, άραγε τι να θέλει να μου πει ο ρακένδυτος εκείνος άγριος άνθρωπος;
Όταν επέστρεψε ο Ευτρόπιος του είπε η Θεοδώρα ότι τη ζήτησε ο άνθρωπος εκείνος να πάει να της πει κάτι, αλλά φοβάται να πάει γιατί έχει άγριο πρόσωπο.
Τότε ο Ευτρόπιος της είπε να πάει γιατί είναι αμαρτία, ο δούλος μετέφερε στον Όσιο την απάντηση της κυρίας και τότε ο Άγιος του απάντησε να της μεταφέρει πως σε τρεις ημέρες θα πεθάνει και αν δεν έλθει θα μετανοήσει πικρά.
Όταν η Θεοδώρα άκουσε πως θα πεθάνει διέταξε να πάνε άλλοι δυο δούλοι και να μεταφέρουν τον ξένο στο σπίτι της.
Τότε ο Άγιος της είπε πως θα πεθάνει και της ζήτησε με όρκο να τον βεβαιώσει πως δεν θα παραβεί.
Αφού η Θεοδώρα έβαλε όρκο της είπε, πρόσεχε κυρά μου όταν αποθάνω να μην μου εκβάλης τα ρούχα που φοράω, δεν θα μου βάλεις άλλα θα με θάψεις με αυτά.
Συνέχισε λέγοντας, αν και πτωχός έχω ένα τίμιο και πολύτιμο δώρο να σου χαρίσω για την καλοσύνη που μου κάνατε.
Τότε έβγαλε το Ιερό Ευαγγέλιο, της το έδωσε λέγοντας, "Δέξου τούτο το μέγα χάρισμα και είθε να γίνει τούτο αγάπη καθαρά και στερεά, χαρά και αγαλλίασης πνευματική, σου και του ανδρός σου".
Αφού είπε αυτά ο Άγιος επέστρεψε στην καλύβη του, η δε μητέρα του αφού είδε το Ευαγγέλιο με τα πετράδια που ήταν όμοιο με του υιού της Ιωάννου, το έδειξε στον άντρα της και το ανεγνώρισε και έστειλε αμέσως να φέρουν τον χρυσοχόον, ο οποίος βεβαίωσε ότι είναι το Ευαγγέλιο που έκανε για τον Ιωάννη.
Πήγαν λοιπόν στον Όσιο και του είπαν. Άνθρωπε του Θεού σε ορκίζομαι εις τον τριαδικό Θεόν να ομολογήσεις που βρήκες αυτό το Ευαγγέλιο, το οποίο χαρίσαμε στον υιό μας Ιωάννη.
Βλέποντας ο Ιωάννης τους γονείς του να κλαίνε σκεπτόμενος ότι θα πεθάνει ομολόγησε πως αυτός είναι ο Ιωάννης.
Ταύτα ακούσαντες οι γεννήτορες και αφού είδαν σημάδια που ήταν του Ιωάννη και αφού τον γνώρισαν τον αγκάλιασαν κλαίγοντας λέγοντας, η λύπη μας είναι μεγαλύτερη τώρα που σε βρήκαμε από τότε που σε χάσαμε. Καλύτερα να μη μας το έλεγες να τελείωνες με σιωπή. Σε είχαμε στην αγκαλιά μέσα και δεν γνωρίζαμε.
Τα νέα μαθεύτηκαν σε όλη την Κωνσταντινούπολη γρήγορα και άρχισε να τον επισκέπτεται κόσμος και όταν ήλθε η ώρα αφού ευχαρίστησε τον Θεό για την δύναμη που έλαβε αξιώθηκε τον Στέφανο της νίκης.
Η μητέρα του ξέχασε τον όρκο της και νικηθείσα από την αγάπη παρήγγειλε λαμπρά χρυσοΰφαντα ενδύματα. Αλλ' ω του θαύματος, σεισμός έγινε και βροντή ηκούσθει, "Βάλε τα ενδύματα του, τα οποία έβγαλες δια να μην παιδευτείς μεγάλως".. Και αμέσως η Θεοδώρα έμεινε παράλυτος, άφωνος και το μυαλό σαλεμένο. Ο πατέρας τότε θυμήθηκε τον όρκο, αμέσως διέταξε και τον ενέδυσαν πάλι με τα ενδύματα τα ξεσκισμένα και τα παλιοράσα και εθεραπεύθει η μητέρα του Αγίου.
Την ώραν που ο Άγιος παρέδωκεν το πνεύμα έγιναν πολλά θαύματα .
Συνήχθη όλη η πόλις και όλη η Σύγκλητος μετά του Πατριάρχου και των κληρικών και ενταφιάστηκε ο Άγιος στην καλύβη του.
Οι γονείς του εξόδευσαν πολλά χρήματα και έκτισαν και Ιερό Ναό στην καλύβη βιώσαντες και αυτοί εναρέτως και απήλθον εις την Βασιλείαν των Ουρανών μαζί με τον Υιόν των.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ἐκ βρέφους τόν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τόν κόσμον κατέλιπες, καί τά ἐν κόσμῳ τερπνά, καί ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τήν καλύβην, πρό πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τῶν δαιμόνων, τάς ἐνέδρας παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν Χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τόν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καί τό Εὐαγγέλιον ἐν χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Χριστῷ τῷ Θεῷ Ἰωάννη , πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου