ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

17 Ιανουαρίου μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Αντωνίου του Μεγάλου , του Οσίου Αντωνίου του Νέου , του εν Βεροία και του Αγίου νεομάρτυρος Γεωργίου του εν Ιωαννίνοις

Αγιος Αντώνιος ο Μέγας

 

 

Ο Μέγας Αντώνιος γεννήθηκε περί το 251 μ.Χ. στην πόλη Κομά της Άνω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, από γονείς ευλαβείς και εύπορους.
Έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.) μέχρι και την εποχή του ευσεβούς αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των παιδιών του. Από την παιδική του ηλικία ήταν ολιγαρκής και αυτάρκης. Σε νεαρή ηλικία, περίπου 20 ετών, έχασε τους γονείς του. Έξι μήνες μετά την κοίμηση των γονέων του, άκουσε στην εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή του πλουσίου νεανίσκου, στην οποία αναφέρεται, ότι ο Χριστός είπε στον πλούσιο νέο : «πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς».
Τόση μεγάλη εντύπωση προξένησε η Ευαγγελική αυτή προτροπή στην ψυχή του Αντωνίου, ώστε αμέσως μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφού φύλαξε τα απολύτως αναγκαία για την συντήρηση αυτού και της μικρής του αδελφής, την οποία φρόντισε να παραδώσει σε νέες που είχαν αφιερωθεί στη χριστιανική αρετή, βέβαιος ότι κοντά τους θα είναι πάντα ασφαλής. Από τότε ο Άγιος Αντώνιος άρχισε να ζει ασκητικό βίο, εργαζόμενος αδιάκοπα και υποβαλλόμενος σε αυστηρή νηστεία, για να κατανικήσει τους πειρασμούς της σάρκας, αγρυπνώντας ολόκληρη τη νύχτα και τρώγοντας ελάχιστα.
Στη συνέχεια απήλθε σε τόπο έρημο και μακρινό όπου η τροφή του ήταν ελάχιστη. Εκεί υπερνίκησε, με τη χάρη του Θεού, νέους πειρασμούς. Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να τον βλέπει κανένας και χωρίς να δέχεται κανέναν παρά μόνο έναν γνωστό του, ο οποίος του έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί για ολόκληρο το εξάμηνο. Νύχτα και ημέρα έκανε ασκητικούς αγώνες με τους οποίους νέκρωσε τα σκιρτήματα των παθών, έφτασε στο βαθμό της απάθειας, υπερβαίνοντας τα όρια της ανθρώπινης φύσης.
Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια ασκήσεως και αφού έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειώσεως, εμφανίσθηκε στον κόσμο και τότε άρχισαν να συρρέουν περί αυτόν πολλοί που τον θαύμαζαν ως ασκητή και θαυματουργό. 
Μαρτυρείται ότι, ενώ ο Άγιος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους δαίμονες που τις οδηγούσαν. Το γεγονός αυτό είναι πολύ θαυμαστό, αφού μια τέτοια δυνατότητα είναι γνώρισμα μόνο νοερής και ασώματης φύσεως. Το έτος 311 μ.Χ., κατά τον διωγμό του αυτοκράτορα Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), κατήλθε στην Αλεξάνδρεια, για να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τους πιστούς, τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες. Όταν έπαυσε ο διωγμός, ο Όσιος επανήλθε στην έρημο, αλλά επειδή αισθανόταν ενοχλημένος από την παρουσία πολλών, που πήγαιναν για να τον συναντήσουν, έφυγε από εκεί και ήλθε σε τόπο έρημο, ο οποίος βρισκόταν σε ψηλό βουνό, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Και εκεί όμως προσέρχονταν πολλοί για να λάβουν την ευλογία του, να διδαχθούν και να θεραπευθούν. Θεράπευσε δε τους ασθενείς «ου προστάζων, αλλά ευχόμενος και τον Χριστόν ονομάζων».
Οι ενάρετες πράξεις του έγιναν γνωστές και έφεραν πλήθος μιμητών, ώστε η έρημος μεταμορφώθηκε σε «πόλη». Σ’αυτήν την «πόλη» ο Μέγας Αντώνιος ήταν ο νομοθέτης και ιδρυτής του μοναχικού βίου. Στην έρημο γνώρισαν τον Άγιο Αντώνιο, ο Μέγας Βασίλειος και ο Μέγας Αθανάσιος.
Ο Μέγας Αθανάσιος μάλιστα, έγραψε τον βίο του.
Η φήμη του Οσίου Αντωνίου έφθασε μέχρι τους βασιλείς, τόσο ώστε ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι υιοί του, Κωνστάντιος και Κώνστας, έγραφαν σε αυτόν, σαν να ήταν πατέρας τους και τον παρακαλούσαν να τους απαντήσει. Κατά την διάρκεια του ασκητικού του βίου ποτέ δεν άλλαξε ένδυμα και ποτέ δεν ένιψε το σώμα ή τα πόδια του με νερό. Ο Όσιος, αν και αγράμματος στην ανθρώπινη σοφία, ήταν σοφός κατά Θεόν.
Δίδασκε στους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μη νομίζουν ότι, επειδή απέχουν από τα κοσμικά αγαθά, στερούνται κάτι αξιόλογο. Δεν πρέπει, έλεγε, να λησμονάμε ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος προς το μέλλοντα αιώνα. Για αυτό δεν πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών, τα οποία δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, αλλά για την απόκτηση αιώνιων αγαθών, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, της ανδρείας, της συνέσεως, της αγάπης.
Ο Μέγας Αντώνιος, αφού έζησε εκατόν πέντε έτη, κοιμήθηκε το 356 μ.Χ. Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του, έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.





Ο Άγιος Αντώνιος ο Νέος ο εν Βεροία 



Η κοίμηση του Αγίου Αντωνίου
 
 
 
Ο όσιος πατήρ Αντώνιος ο Νέος, ο οποίος γεννήθηκε στη Βέροια της Μακεδονίας περί το 1450 1, από γονείς ενάρετους και θεοσεβείς, ασκήτεψε στην σκήτη Βεροίας κοντά στις όχθες του ποταμού Αλιάκμονα. Η βαθειά θρησκευτικότητά του, η οποία αναπτύχτηκε και κυρίευσε την προσωπικότητά του από την παιδική του ηλικία, τον κατηύθυνε να στραφεί στον ασκητισμό.

Παρ’ όλον τον πλούτο τον οποίον διέθετε η οικογένειά του καμία αγάπη δεν ένιωθε προς την κοσμική ζωή και τις απολαύσεις της. Έτσι, εγκατέλειψε τα πάντα για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό. Αναχώρησε για τη μονή του Τιμίου Προδρόμου, που είναι κτισμένη στους πρόποδες των Πιερίων πώνω από τον Αλιάκμονα. Εκεί, αφού περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα, επιδόθηκε με ζήλο στην ασκητική ζωή. Οι εξαιρετικές ασκητικές αρετές του προκάλεσαν τον θαυμασμό των συνασκητών του. Ήταν πράος, ταπεινός, εργατικός, νήστευε διαρκώς και προσευχόταν. Αλλ’ η ψυχή του φαίνεται πως ζητούσε κάτι ανώτερο: την τελεία απομόνωση από κάθε ανθρώπινη επαφή για να αφοσιωθεί τελείως στον Χριστό. Ζήτησε λοιπόν από τον Ηγούμενο της μονής να του επιτρέψει την αναχώρηση στην ερημική σκήτη για να είναι εκεί μόνος με μόνο τον Θεό. Εκείνος, μη θέλοντας να εμποδίσει τον Αντώνιο στην πραγματοποίηση της φλογερής αυτής επιθυμίας του, του επιτρέπει να αναχωρήσει. Ο Αντώνιος βρήκε ένα σπήλαιο, στη θέση Σταυρός πάνω από τον Αλιάκμονα, που το μετέβαλε σε σκήτη. Μέσα στο σπήλαιο αυτό έζησε περίπου πενήντα έτη σε αυστηρή άσκηση, τρώγοντας μόνο χόρτα από εκείνα που φύτρωναν κοντά στο σπήλαιο. Στην αρχή υπέστη φοβερά επίθεση των δαιμόνων για να εγκαταλείψει το σπήλαιο. Άλλοτε τον έδερναν, άλλοτε του παρουσίαζαν το ρεύμα του ποταμού διογκωμένο, που απειλούσε να παρασύρει και αυτόν και το σπήλαιο. Όμως ο άγιος επέμενε και με προσευχή και νηστεία τους νίκησε αναγκάζοντάς τους να φύγουν και να τον αφήσουν ήσυχο στη σκήτη του. Τα γεγονότα αυτά διηγούνταν, ένας ιερέας των γύρω χωριών, ο μόνος που γνώριζε το σπήλαιο και από καιρού εις καιρό επισκέπτονταν τον ασκητή Αντώνιο και μετέδιδε σ’ αυτόν τα άχραντα μυστήρια. Αφού λοιπόν, μέσα στο σπήλαιο αυτό έζησε πενήντα έτη, σε ηλικία ενενήντα και πλέον ετών παρέδωσε εν ηρεμία και γαλήνη την αγία ψυχή του, στον Αγαπημένο του Κύριο Ιησού Χριστό. Μία μέρα στην απέναντι του σπηλαίου όχθη του ποταμού, είχαν μεταβεί για κυνήγι κάποιο από τη Βέροια.
Σε μια στιγμή τα κυνηγετικά σκυλιά τους αρχίζουν να γαυγίζουν κοιτάζοντας προς την αντίπερα όχθη. Όταν οι κυνηγοί έστρεψαν τα βλέμματά τους προς τα κεί είδαν έναν άνθρωπο να κινεί το χέρι του και να τους καλεί να πάνε εκεί. Οι κυνηγοί νομίζοντας ότι πρόκειται περί άλλου κυνηγού, που τους καλούσε σε βοήθεια, σπεύδουν αμέσως και αφού πέρασαν τον ποταμό βρέθηκαν στο σημείο όπου είδαν τον άνθρωπο να τους καλεί.
Όμως εκεί δεν βρήκαν κανένα. Κι ενώ ερευνούσαν την περιοχή, μία θαυμάσια ευωδία τους προσελκύει στην είσοδο του σπηλαίου. Μπαίνοντας, βρήκαν το σώμα του Αγίου νεκρό, ξαπλωμένο, ενώ πάνω απ' αυτόν έκαιγε ένα καντήλι. Έτσι κατάλαβαν ότι επρόκειτο για σκήνωμα κάποιου αγίου, και με ευλαβεία το προσκύνησαν. Όταν επέστρεψαν στη Βέροια, κατευθύνθηκαν στον τότε Μητροπολίτη, στον οποίο ανέφεραν τα γεγονότα. Ο Μητροπολίτης, κρίνοντας τα θαυμαστά ταύτα περιστατικά, που του διηγήθηκαν οι κυνηγοί πείσθηκε ότι πρόκειται περί αγίου λειψάνου. Αμέσως συγκέντρωσε όλο τον ιερό κλήρο της Βεροίας και ακολουθούμενος υπό πλήθους λαού, μετέβη στην σκήτη για την παραλαβή του ιερού λειψάνου. Όταν έφθασαν εκεί βρήκαν το άγιο σκήνωμα όπως είχαν διηγηθεί οι κυνηγοί. Τότε με ψαλμούς και ύμνους, το παρέλαβαν για να το φέρουν στην Βέροια. Πριν όμως περάσουν τον Αλιάκμονα έγινε μεγάλη φιλονικία μεταξύ των κατοίκων της περιοχής και αυτων της Βέροιας. Οι ντόπιοι ήθελαν να κρατήσουν τον άγιο εκεί και να ανεγείρουν προς τιμή του ναό, ενώ οι Βεροιείς επιμένουν να μεταφέρουν αυτόν στην πόλη τους. Τότε ο Μητροπολίτης για να μην πάρει η φιλονικία μεγαλύτερες διαστάσεις προτείνει να τοποθετήσουν το σκήνωμα του αγίου σε άμαξα συρόμενη υπό βόδια, την οποία να αφήσουν ελεύθερη, να οδηγήσει ο άγιος όπου επιθυμεί να μείνει. Αυτό και έγινε. Τα βόδια έσυραν την άμαξα μόνα τους. Πέρασαν το ποτάμι και τα ενδιάμεσα χωριά, χωρίς να σταματήσουν και έφθασαν στην πόλη, χωρίς να οδηγούνται από κανέναν και κατευθύνθηκαν στον Ιερό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου κοντά στην οποία βρισκόταν η οικία του αγίου. Εκεί σταμάτησαν, δείχνοντας ότι εκεί επιθυμούσε να μείνει ο άγιος. Τότε ο αρχιερέας και κληρικοί παρέλαβαν το άγιο σκήνωμα και το αποθησαύρισαν εντός του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου. Από τότε χιλιάδες πιστών συνέρεαν και συρρέουν σε τιμητική προσκύνηση του αγίου σκηνώματος, το οποίο έγινε πηγή πολλών θαυμάτων.
Όταν, μετά από πάροδο ετών καταστράφηκε ο Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, ανεγέρθη στην θέση του νέος Ιερός Ναός εις τιμήν αυτού του Αγίου Αντωνίου. Αλλά και αυτός ο ναός τη νύκτα της 4ης Φεβρουαρίου 1898 αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά, προξενηθείσα εξ απροσεξίας των νεωκόρων.
Στην θέση του ανεγέρθη νέος μεγαλοπρεπής ναός που σώζεται ως τις μέρες μας με δωρεά της ευλαβούμενης τον Άγιο, Ευδοξίας Μαλακούση, η οποία δώρησε όλη την περιουσία της εις τον Άγιο Αντώνιο το Νέο. Τα εγκαίνια του νέου μεγαλοπρεπούς ναού έγιναν την 12ην Σεπτεμβρίου 1904 επί Μητροπολίτου Βεροίας Κυρίου Κωνσταντίνου Ισαακίδη. Δύο φορές το χρόνο, την 1η Αυγούστου και την 17η Ιανουαρίου γίνεται μεγαλοπρεπής πανήγυρις. Χιλιάδες πιστών συρρέουν από όλα τα μέρη της Μακεδονίας, στα οποία έχει φτάσει η φήμη του Αγίου Αντωνίου, πάσχοντες από διάφορες ασθένειες παραμένουν στους γύρω ξενώνες, εκκλησιαζόμενοι και προσευχόμενοι για να λάβουν την θεραπεία. Ο Θεός, διά των πρεσβειών του Αγίου Αντωνίου, θαυματουργεί και θεραπεύει ανίατες ασθένειες, πολλών πιστών, που με αληθινή πίστη ζητούν με τις προσευχές τους την επέμβαση του Αγίου.
Σήμερα ο Άγιος Αντώνιος ο Νέος είναιο Πολιούχος της Βεροίας. Όμως, η μνήμη του Αγίου τιμάται και στην Αγιά της Λάρισας, της οποίας είναι πολιούχος, μαζί με τον Άγιο Αντώνιο τον Μέγα, την 1η Σεπτεμβρίου.
undefined
 Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ
 
1. Κατ΄άλλους Συναξαριστές ο Άγιος γεννήθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα.





Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος εξ Ιωαννίνων

 

 

Μαρτύρησε στις 17 Ιανουαρίου 1838 στα Ιωάννινα
Ο άγιος νεομάρτυς Γεώργιος, ο πολιούχος των Ιωαννίνων , καταγόταν από ένα χωριό των Γρεβενών, το οποίο ονομαζόταν Τζούρχλη, σήμερα Άγιος Γεώργιος.
Ήταν φτωχός και αγράμματος άνθρωπος . Σε ηλικία οκτώ ετών έμενε ορφανός. Και από τους δύο γονείς του. Όταν μεγάλωσε εργαζόταν ως ιπποκόμος σε κάποιον τούρκο αγά .Οι Τούρκοι ,όπως συνήθιζαν, δεν τον αποκαλούσαν με το όνομά του αλλά Γκιαούρ Χασάν.
Το έτος 1836 ο αγάς, τον οποίο υπηρετούσε ο άγιος, εγκαταστάθηκε για υπηρεσιακούς λόγους στα Ιωάννινα. Εκεί στα Ιωάννινα ο άγιος αρραβωνιάστηκε με μια νέα ονόματι Ελένη, ορφανή και αυτή από γονείς, πτωχή υλικά αλλά πλούσια ψυχικά. Κάποιος Χότζας , ο οποίος γνώριζε τον άγιο και άκουγε να τον φωνάζουν Γκιαούρ Χασάν παραξενεύτηκε που αρραβωνιάστηκε Χριστιανή και τον κατηγόρησε στο δικαστήριο πως ενώ είναι μουσουλμάνος παντρεύεται Χριστιανή. Μπροστά στο δικαστήριο ο άγιος ομολόγησε πως είναι Χριστιανός. Ο δικαστής δεν πείστηκε και τον έστειλε στον βεζύρη , όπου ανακρινόμενος ο άγιος ομολόγησε ξανά τη χριστιανική του πίστη. Ο βεζύρης μάλιστα κάλεσε και τον αφέντη του αγίου, ο οποίος επιβεβαίωσε την χριστιανική του ιδιότητα, πράγμα το οποίο καταγράφηκε στον κώδικα του δικαστή, πως είναι Χριστιανός. Μετά το γεγονός αυτό έκανε τον γάμο του με την Ελένη.
Στο μεταξύ ο αφέντης του μετατέθηκε στην Προύσα της Μ. Ασίας, όπου αρχικά τον ακολούθησε, αργότερα όμως επέστρεψε στα Ιωάννινα. Προσκολλήθηκε σε κάποιον αγά πάλι ως ιπποκόμος. Όταν έφυγε και αυτός ο άγιος δεν τον ακολούθησε αλλά παρέμεινε με την οικογένειά του , διότι στο μεταξύ η σύζυγός του γέννησε γιό τον οποίο βάπτισαν με το όνομα Ιωάννη.
Κάποια μέρα ο άγιος πηγαίνοντας στην αγορά για αναζήτηση εργασίας συνάντησε εκείνον τον Χότζα που τον είχε κατηγορήσει. Μόλις τον είδε εκείνος αμέσως τον άρπαξε και του λέει :
Μέχρι πότε θα παίζεις με την πίστη ; Ή Τούρκος ή Χριστιανός ;
Ο άγιος του ζητούσε να τον αφήσει, έτυχε μάλιστα να περνά εκείνη την ώρα ο κουνιάδος του, ο οποίος προσπαθούσε να τον βγάλει από τα χέρια του χότζα.
Εξαιτίας της φασαρίας στο μεταξύ μαζεύτηκαν και άλλοι Τούρκοι και Ρωμιοί. Απέναντι ακριβώς ήταν το σπίτι του πασά , ο οποίος βλέποντας τη φασαρία έστειλε ανθρώπους του και τους έφεραν μπροστά του. Ο χότζας κατηγόρησε τον άγιο πως, ενώ ήταν τούρκος, τώρα έγινε Χριστιανός. Στη σχετική ερώτηση του πασά ο άγιος απάντησε με πολύ θάρρος, Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω. Ο πασάς τότε τον έστειλε στον δικαστή.
Ο δικαστής μολονότι γνώριζε την υπόθεση ρώτησε τον άγιο: Χριστιανός είσαι εσύ ;
Στην καταφατική απάντηση του αγίου του λέει πάλι : Κάποτε ήσουν Χριστιανός αλλά τώρα είσαι Τούρκος.
Όχι, όχι, του απάντησε ο άγιος, Χριστιανός είμαι καθώς κι εσύ το ξέρεις και είναι περασμένο και στα χαρτιά σου.
Ναι, του λέει ο δικαστής, αλλά τότε ήταν ένας ο μάρτυρας ,τώρα όμως μαρτυρούν πολλοί πως είσαι Τούρκος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία τους , ένα από τα δύο πρέπει να κάμεις , ή να γίνεις Τούρκος ή να θανατωθείς.
Κάνε ό,τι θέλεις ,ήταν η απάντηση του αγίου.
Τότε , αφού τον ήλεγξαν αν του είχαν κάνει περιτομή και δεν βρήκαν τίποτε , τον οδήγησαν στον ανθύπατο. Μετά από νέα ανάκριση και ομολογία τον έκλεισαν στη φυλακή. Εκεί βρίσκονταν δύο Χριστιανοί από τη Βούρμπιανη, οι οποίοι τον ρώτησαν για την υπόθεσή του και ,όταν έμαθαν πως ήταν για την πίστη, τον παρότρυναν να μείνει σταθερός και αν χρειαστεί να μαρτυρήσει ακόμη.
Την άλλη μέρα τον οδήγησαν πάλι στον δικαστή, ο οποίος με τους παρακαθημένους του τον προέτρεπε να εξισλαμισθεί. Ο άγιος έμενε σταθερός λέγοντας : Χριστιανός και Χριστιανός πεθαίνω.
Τον οδήγησαν τότε πάλι στη φυλακή, τον ξάπλωσαν, κάτω του έβαλαν τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο και πάνω του τοποθέτησαν μια πλάκα βάρους πενήντα οκάδων περίπου. Ο άγιος κοιμήθηκε σαν να ήταν σκεπασμένος με πάπλωμα. Το πρωί τον ρωτούσαν οι άλλοι φυλακισμένοι : πώς πέρασες τη νύχτα, αδελφέ ; εμείς φοβηθήκαμε μήπως πεθάνεις από το βάρος της πλάκας.
Δεν κατάλαβα τίποτα, τους απάντησε ο άγιος, μάλιστα είδα και όνειρο, ένα νέο ασπροφορεμένο που μου είπε : μη φοβάσαι, Γεώργιε.
Τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο, όπου ο άγιος ομολόγησε για τρίτη φορά τον Χριστό.
Ήρθε η ώρα να βγάλω απόφαση, του λέει ο δικαστής, να καταδικαστείς.
Χωρίς να φοβηθεί ο άγιος, με πολύ θάρρος του απάντησε:
Κάνε ό,τι θέλεις, δεν φοβούμαι τίποτε, όχι μια απόφαση μα εκατό να βγάλεις.
Βλέποντας την γενναιότητά του ο δικαστής για μια στιγμή σκέφτηκε να τον ελευθερώσει ,όμως ο τουρκικός όχλος φώναζε να θανατωθεί ως υβριστής του Ισλάμ.
Έτσι εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση. Την ώρα εκείνη ,λένε, μια μεγάλη αστραπή έσκισε τον ουρανό, συνοδευόμενη από ένα τρομερό κρότο ενώ συγχρόνως έγινε αναβρασμός στη λίμνη ώστε οι άνθρωποι φοβήθηκαν.
Οι Μητροπολίτες Ιωαννίνων , Άρτης και Γρεβενών προσπάθησαν με την παρέμβασή τους να τον ελευθερώσουν αλλά δεν κατάφεραν τίποτα.
Μέχρι να γίνει η εκτέλεση έκλεισαν τον Γεώργιο στη φυλακή, όπου δεν σταμάτησαν να τον ενοχλούν οι Τούρκοι με διαφόρους απεσταλμένους τους να αρνηθεί τον Χριστό. Από την άλλη μεριά οι Χριστιανοί φυλακισμένοι τον στήριζαν και τον παρακινούσαν να μείνει σταθερός στην πίστη, ώστε υπομένοντας λίγο πόνο να βρεθεί κοντά στον Χριστό.
Την άλλη μέρα, εορτή του Αγίου Αντωνίου, οι δήμιοι τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης.
Ο άγιος δόξασε τον Θεό και χάρηκε που τον αξίωνε να μαρτυρήσει για το όνομά Του.
Ήταν θαυμαστό να τον βλέπει κανένας πως έτρεχε , με πόση χαρά και αγαλλίαση, σα να μην πατούσε στη γη, λες και πετούσε στον αέρα. Το πρόσωπό του κυριολεκτικά άστραφτε από χαρά.
Όταν έφθασαν στον τόπο της εκτέλεσης , στην πύλη του φρουρίου, ομολόγησε για τελευταία φορά : Χριστιανός είμαι, προσκυνώ τον Χριστό μου και την Δέσποινά μου Θεοτόκο.
Παρακάλεσε τους δημίους να του λύσουν τα χέρια, έκανε το σημείο του σταυρού και φώναξε προς τους Χριστιανούς : Συγχωρέστε με , αδελφοί και ο Θεός να σας συγχωρήσει. Κι όπως έλεγε αυτά ,τον απαγχόνισαν.Ήταν τριάντα ετών.
 
 
 
Το λείψανό του έμεινε τρία μερόνυχτα, κατά τη συνήθεια, κρεμασμένο. Κάθε νύχτα ερχόταν ουράνιο φως και τον περιέβαλε. Μετά τις τρεις ημέρες ,ύστερα από παράκληση του συλλόγου των ιπποκόμων , δόθηκε άδεια ταφής.
Μετέφεραν το άγιο λείψανο στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι οι Μητροπολίτες, ο κλήρος και πλήθος Χριστιανών.
Αφού το ετοίμασαν για την ταφή στο παρεκκλήσιο της Αγίας Μαρίνης έψαλαν την ακολουθία με δάκρυα συγκίνησης και χαράς. Το ενταφίασαν στην αυλή, στην βόρεια πλευρά του ναού.
Αργότερα χτίστηκε παρεκκλήσιο που περιέβαλε τον τάφο.
Αμέσως ακολούθησαν άπειρα και καταπληκτικά θαύματα.
Το έτος 1975 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων, τα οποία ευρίσκονται στον νεόδμητο ναό προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρος.
 
 




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου