ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

31 Ιανουαρίου μνήμη των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου και του Οσίου πατρός ημών Αρσενίου του εν Πάρω

Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία

Η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία
Η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία

Εις τον Κύρον και Ιωάννην
Κύρῳ συναθλῶν Ἰωάννης πρὸς ξίφος,
Συνθαυματουργεῖ καὶ μετὰ ξίφος Κύρῳ.
Εις την Αθανασίαν, Θεοδότην, Θεοκτίστηω και Ευδοξίαν
Μήτηρ ἀρίστη, καὶ τριὰς θυγατέρων,
Πόθῳ Πατρὸς θνῄσκουσι τοῦ πάντων ξίφει.
Κῦρον Ἰωάννην τε τάμον πρώτῃ τριακοστῇ.
Βιογραφία
Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.
Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.

Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.

Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη. Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν ἀπαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τήν δωρεάν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα ἡμῶν τά πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ, Κῦρε θεόφρον, σύν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ· ὑμεῖς γάρ θείοι ἱατροί ὑπάρχετε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.

Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.



Ο Όσιος Αρσένιος o εν Πάρω 

Ο Όσιος Αρσένιος o εν Πάρω





 Ο όσιος Αρσένιος Σεργίου Σεργιάδης, κατά κόσµον Αθανάσιος, γεννήθηκε στα Ιωάννινα το έτος 1800 από ευσεβείς και εναρέτους γονείς.
 Πολύ νωρίς έµεινε ορφανός και από πατέρα και από µητέρα. Σε ηλικία εννέα ετών ήρθε στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου µε τη φροντίδα του Σχολάρχη Αρχιµανδρίτη Γρηγορίου, ανδρός εναρέτου και λογίου, ενεγράφη στην εκεί Σχολή.
 Στην Σχολή αυτή φοίτησε για πέντε χρόνια. Κατά τα τελευταία χρόνια των σπουδών του γνώρισε τον περίφηµο γέροντα Δανιήλ. Αυτόν ακολούθησε στο αγιο Όρος, όπου και εκάρη µοναχός µε το όνοµα Αρσένιος. Κατά την εξαετή παραµονή του στον Άθωνα έδωσε τον εαυτό του ως πρότύπο µοναχού. Ακολουθώντας τον γέροντα του Δανιήλ ήρθε στην Ιερά Μονή Πεντέλης και στην συνέχεια στην Πάρο και µάλιστα στις ιερές Μονές Λογγοβάρδας και Αγίου Αντωνίου Μαρπήσσης. Κατόπιν τον βλέπουµε στα νησιά Σίκινο και Φολέγανδρο. Εδώ χειροτονείται Διάκονος και διορίζεται ελληνοδιδάσκαλος, ωφελώντας πολλαπλά και τα µέγιστα στην πνευµατική, ηθική, κοινωνική και εθνική εξύψωση του επιπέδου του λαού. Στη Φολέγανδρο παρέµεινε αρκετά χρόνια, εργαζόµενος άοκνα ιεραποστολικώς.
 Μετά την κοίµηση του γέροντός του Δανιήλ και παρά τις αvτιδράσεις των Φαλεγανδρίων, ανεχώρησε µε το σκεπτικό να επανέλθει στο Άγιο Όρος. Όµως, διερχόµενος από την Πάρο και στην Μονή Αγίου Γεωργίου, συνάντησε τον εξ Ηπείρου επισης καταγόµενο αρχιµανδρίτη Ηλία Γεωργιάδη, Ιεροκήρυκα Κυκλάδων, ανθρωπον σοφίας και αρετής. Ο γέροντας αυτός, µε φώτιση Θεού, προέτρεψε τον Αρσένlο τότε να µη µεταβεί στον Άθωνα, αλλά να παραµείνει στην Πάρο, πράγµα και που έπραξε. Και στην Μονή Αγίου Γεωργίου Πάρου, ωσαύτως διέπρεψε στους πνευµατικούς αγώνες. Η ζωή του ήταν ζωή άκρας ασκήσεως. Προσευχόταν αδιάλειπτα, µελετούσε νυχθηµερόν τον θείο λόγο. Ελάχιστα έτρωγε και κοιµόταν τόσο µόνο, όσα να ζει. Ζούσε ως επιγειος αγγελος. Οι πατέρες, βλέποντας την υποµονή, την ταπείνωση, την πραότητα, την ευσέβεια και αγιότητά του, του πρότειναν να χειροτονηθεί Πρεσβύτερος. Μα αυτός ο µακάριος, από πολλή ταπείνωση και από επίγνωση του ύψους της Ιερωσύνης, δεν δεχόταν. Παρά ταύτα, κατόπιν πολλών πιέσεων και τη προτροπή του τότε Μητροπολίτη Κυκλάδων Δανιήλ, εδέχθη, αφήνοντας διαχρονικό υπόδειγµα υπακοής και Ιερωσύνης. Διακρίθηκε σε όλες τις αρετές και ανεδείχθη ισάξιος των παλαιών κορυφαίων του Μοναχισµού. Όσο ελάχιστοι, τίµησε την ιδιότητα του Ιερέως και την ιδιότητα τοιι Μοναχού. Ένεκα τούτου, πλήθη πιστών από τα πέρατα της πατρίδος αθρόως προσήρχοντο προς αυτόν, για να του εναποθέσουν το βάρος των αµαρτιών και των προβληµάτων τους, για να δεχθούν την διδαχή και την ευλογία του, για να πνευµατοποιηθούν.
 Η φήµη του ως Αγίου είχε ήδη περάσει στον λαό του Θεού, ενώ ακόµα βρισκόταν στη ζωή αυτή. Μετά από την τελευτή του γέροντος Ηλίο, εξελέγη Ηγούµενος της Μονής Αγίου Γεωργίου. Επειδή όµως καθηµερινά πλήθη πιστών τον ζητούσαν, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από τις διοικητικές µέριµνες και να στραφεί τελείως στο πνευµατικό έργο. Παράλληλα εκάλυπτε και τις λειτουργικές και πνευµατικές ανάγκες των µοναζουσών της Μονής Χριστού Δάσους Πάρου.
 Η συνεχής καταπόνηση, η σκληρή ασκηση και η σωµατική και πνευµατική κόπωση, υπέσκαψαν την υγεία του. Οι δυνάµεις του άρχισαν να εξασθενούν. Προαισθάνθηκε το τέλος του. Συγκέντρωσε τις µοναχές και τους έδωσε τις τελευταίες του νουθεσίες. Την 30ή Ιανουαρίου του 1877, µετά τη Θεία Λειτουργία τους είπε: "Αυτή, παιδιά µου, είναι η τελευταία Λειτουργία που ετέλεσα". Και την επόµενη, 31η Ιανουαρίου, επειτα από µια ζωή που υπήρξε θυσία ζώσα προς τον Τριαδικό Θεό και ενας ανέσπερος πνευµατικός φόρος, παρέδωσε το πνεύµα στον Ύψιστο, τον αποίο από βρέφος αγάπησε, υπηρέτησε, εδόξασε και στον οπαία ανεπέθεσε τη ζωή του. Τα τελευταία του λόγια ήταν τα εξής "Κύριε, εις χειράς σου παρατίθηµι τούτο το ποίµνιο που µου ενεπιστώθης. Σος είµι εγώ, Κύριε, ότι τα δικαιώµατά Σου εξεζήτησα".
 Την κοίµησή του όλος ο λαός της Πάρου οµοθυµαδόν θρήνησε και έσπευσε να αποχαιρετήσει τον αγιο, τον Προστάτη του, τον πνευµατικό του οδηγό. Το ιερό του λείψανο τέθηκε επί τρεις µέρες σε λαϊκό προσκύνηµα. Οι εκδηλώσεις ευλαβείας του λαού ήταν απερίγραπτες. Ο λαός της Πάρου και όταν ζούσε ο όσιος Αρσένιος τον θεωρούσε Άγιο, αλλά και αµέσως µετά την κοίµησή του. Και η Εκκλησία µας, τον Ιούνιο του 1967 και επισηµα τον ανακήρυξε αγιο.
 Ο αγιος Αρσένιος ένεκα της αγιότητάς του έλαβε από τον Θεό και όταν ακόµα βρισκόταν στη ζωή, το χάρισµα των θαυµάτων. Eίvαι πάρα πολλά τα θαύµατά του, που ο λαός της Πάρου, αλλά και εκτός Πάρου, γνωρίζει και διηγείται. Έτσι, σε καιρό ανοµβρίας, ως άλλος Προφήτης Ηλίας, άνοιξε τους κρουνούς του ουρανού και έφερε βροχή ευεργετική. Αλλά και λάδι µετέφερε µέσα σε καλάθια. Εθεράπευε και βέβαια θεραπεύει ασθενείς, διασώζει από κινδύνους, αποµακρύνει δαιµόνια, επιλύει προβλήµατα της ζωής και µε κάθε τρόπο δείχνει την παρουσία του εντός και εκτός της Μονής Χριστού.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου