ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

12 Απριλίου , Κυριακή του Πάσχα , αυτήν την Ζωηφόρον Ανάστασιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν ! Χριστός Ανέστη !!!


Οι ιερείς και τα στελέχη της ενορίας μας σας εύχονται Καλή Ανάσταση και το Ζωηφόρο  της  Φως να φωτίζη τη ζωή σας .... Χριστός Ανέστη και Χρόνια πολλά !

 

 

 

 

 



Ἡ Κυριακή του Πάσχα

Fr.Lev Gillet
 


«Αὔτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις ἐστὶ πανηγύρεων!…»ψάλλουμε στὴν ὀγδόη ὠδὴ τοῦ πασχαλιάτικου Ὄρθρου.

Ἡ Κυριακή του Πάσχα ὀνομάζεται «πανήγυρις πανηγύρεων». Θὰ ἦταν θεολογικὰ ἀνακριβὲς νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι, κατὰ τρόπο ἀπόλυτο, ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς γιορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης. Εἶναι βέβαια σπουδαιότερη ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ἢ τὰ Θεοφάνεια, δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι λιγότερο σημαντικὴ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση. Ὡστόσο οἱ Πασχάλιες πανηγύρεις -καὶ ἐδῶ πρέπει στὴν Κυριακή τοῦ Πάσχα νὰ συνδέσουμε καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ- δίνουν στὸ Μυστήριο τῶν Χριστουγέννων τὸ πλήρωμα τοῦ περιεχομένου τους καὶ ἀποτελοῦν τὸ ἀναγκαῖο προοίμιο τῆς Πεντηκοστῆς.
Τὸ Πάσχα εἶναι λοιπὸν τὸ κέντρο, ἡ καρδιὰ καὶ ὁ πυρήνας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία αὐτὴ ἐξαρτᾶται ὅλος ὁ λειτουργικὸς κύκλος, ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτὴ καθορίζονται ὅλες οἱ κινητὲς γιορτὲς τοῦ ἡμερολογίου.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ διακηρύσσεται μὲ κάθε ἐπισημότητα κατὰ τὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, μία ἀκολουθία ποὺ τελεῖται εἴτε τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ πολὺ νωρίς, εἴτε κατὰ τὰ μεσάνυχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Πρὶν ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία ὁ κεντημένος «Ἐπιτάφιος», ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ πάνω στὸ ἀνθοστόλιστο κουβούκλιο τοῦ Ἐπιταφίου στὸ μέσον τοῦ ναοῦ, μεταφέρεται στὸ ἱερὸ καὶ τοποθετεῖται στὴν Ἁγία Τράπεζα. Μετὰ ἀπὸ τὸν κανόνα μὲ τὶς ἐννέα Ὠδὲς ποὺ ψάλλονται καὶ ἀπόψε, ὁ προεξάρχων ἐπίσκοπος ἢ ἱερέας ἐμφανίζεται στὴν Ὡραία Πύλη. Κρατᾶ ἕνα ἀναμμένο κερί, ἐνῶ ὁ χορὸς ψάλλει τό, «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν» .
Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς μας πίστης ὡς μυστήριο τοῦ Φωτός. Ἐκεῖνο τὸ Φῶς, τοῦ ὁποίου τὴ γέννηση ὑπέδειξε τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ, ἔλαμψε ἀνάμεσά μας μὲ μία λάμψη διαρκῶς αὐξανόμενη· τὸ σκότος τοῦ Γολγοθᾶ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ σβήσει. Ξαναφέγγει τώρα ἀνάμεσά μας καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀναμμένα κεριὰ ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τους οἱ πιστοὶ μαρτυροῦν τὸν θρίαμβό Του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δηλώνεται ἡ βαθιὰ πνευματικὴ σημασία τοῦ Πάσχα. Ἡ σωματικὴ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν γιὰ μᾶς χωρὶς σημασία, ἂν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ δὲν καταύγαζε ταυτοχρόνως καὶ τὸ ἐσωτερικό μας. Δὲν μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε ἐπάξια τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἂν μέσα στὴν ψυχή μας τὸ φῶς ποὺ ἔφερε ὁ Σωτήρας μας δὲν νικήσει ἐντελῶς τὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Σχηματίζεται πομπὴ ἡ ὁποία βγαίνει ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ σταματᾶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, μπροστὰ στὴν εἴσοδο. Διαβάζουν τότε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Μάρκο (16: 1-8) καὶ στὴ συνέχεια ψάλλουν τὸ μεγαλόπρεπο θριαμβευτικὸ ἀντίφωνο τοῦ Πάσχα:
«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».
Τὸ ἀντίφωνο αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορές. Ὅταν ἡ πομπὴ ἐπιστρέψει στὸν ναό, ψάλλεται ὁ Ἀναστάσιμος Κανόνας ποὺ ἀποδίδεται στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό:
«Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί…» «Φωτίζου, φωτίζου, ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ…» «Ώ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ…»
Οἱ πιστοὶ ἀσπάζονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ χαιρετισμὸς εἶναι «Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς  Ἀνέστη!».
Ὁ Ὄρθρος ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως: Στοὺς ἀποστόλους ὁ Ἀναστημένος «παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις».
Ἴσως μᾶς φανεῖ παράξενο ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι μία ἀκόμη διήγηση τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ Ἐκκλησία στὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα ἐπιλέγει τὴν ἀρχὴ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου: «Ἐν ἀρχὴ ἦν ὁ Λόγος…». Ἴσως ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς νὰ εἶναι ἡ προτίμηση τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν γιὰ ὅ,τι συμβαίνει «ἐν πνεΰματι» -πέρα ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ- ὑπάρχει ἡ νίκη τοῦ φωτὸς ἐπὶ τοῦ σκότους. Διότι ὁ στίχος «καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτία φαίνει καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβε» δὲν σημαίνει ὅτι τὸ σκότος δὲν δέχθηκε τὸ φῶς, ἀλλὰ μᾶλλον ὅτι τὸ σκότος στάθηκε ἀνίκανο νὰ ἐλέγξει καὶ νὰ σβήσει τὸ φῶς, αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ ὁποίου τὸν θρίαμβο βλέπουμε σήμερα. «Καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ…». Ἴσως, ἐπίσης, ἐπειδὴ ἡ γιορτὴ αὐτὴ μιλᾶ περισσότερο στὴν ψυχὴ τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς, θέλησε ἡ Ἐκκλησία νὰ τοὺς δώσει αὐτὴ τὴ συγκλονιστικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὸ τέταρτο Εὐαγγέλιο, ὡς ἐπιτομὴ ὁλόκληρου τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος.
Στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας διαβάζεται ἡ ὡραία Ὁμιλία ποὺ ἀφιερώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὸ Ἅγιο Πάσχα. Παραθέτουμε ἀποσπασματικὰ κάποιες φράσεις:
«…Εἴ τις ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα… εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω, καὶ γὰρ οὐδὲν ξημιοῦται. Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐνάτην προσελθέτω μηδὲν ἐνδοιάζων. Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῆ τὴν βραδύτητα. Φιλότιμος γὰρ ὤνν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον… εἰσέλθετε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν… ἐγκρατεῖς καὶ ράθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε, νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον… πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως… Μηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε…»
Αὐτὰ τὰ ὑπέροχα λόγια δημιουργοῦν ἕνα πρόβλημα: Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μοιάζει νὰ θεωρεῖ ἴσους ἐκείνους ποὺ ἔχουν πνευματικὰ προετοιμαστεῖ γιὰ τὴν ἑορτὴ μὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔμειναν ἀπροετοίμαστοι. Καλεῖ καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ. Μιλᾶ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει καμία διαφορὰ ἀνάμεσά τους, σὰν νὰ δέχονται ὅλοι τὴν ἴδια Χάρη. Καὶ ὅμως, ξέρουμε ὅτι τὴ Χάρη τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπολαμβάνουν ἐκεῖνοι ποὺ σήκωσαν καὶ τὸν Σταυρό Του καὶ πέθαναν μαζί Του. Ξέρουμε ὅτι ἡ ὀδύνη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα. Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Ὡστόσο ὁ Κύριός μας, μέσα στὸ μέγα Του ἔλεος, ἐπιφυλάσσει ἀπόψε στὸν ἑαυτὸ Του τὸ δικαίωμα νὰ ἀνατρέψει τὴν τάξη τῶν πραγμάτων. Ἀποκάλυψε στοὺς ἀποστόλους τὸν θρίαμβό Του, πρὶν τοὺς συνδέσει μὲ τὸ Πάθος Του. Ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, Τὸν ἐγκατέλειψαν κατὰ τὶς ὀδυνηρὲς ὧρες τοῦ Γολγοθᾶ, κι ὅμως τοὺς δέχεται ἀπευθείας στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἄλλαξε ἡ οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας: χωρὶς τὸν Σταυρὸ ἡ δόξα τῆς Ἀναστάσεως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δική μας.
Ἀλλὰ ὁ Σωτήρας οἰκονομεῖ τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν Του. Τοὺς χαρίζει σήμερα τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα, παρότι εἶναι τόσο λίγο προετοιμασμένοι γι’ αὐτή. Ἀργότερα, αὔριο, θὰ τοὺς μυήσει καὶ στὸ Πάθος: «Ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες ἑαυτὸν καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσεις, ἐκτενεῖς τὰς χείρας σου, καὶ ἄλλος σὲ ζώσει καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις». Τὸ λέει στὸν Πέτρο ὁ Κύριος, ὅταν ἐμφανίστηκε στοὺς ἀποστόλους στὴν ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας. μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς μᾶς ἐξηγεῖ τὸ νόημα τῆς φράσης: «Τὸ εἶπε αὐτό, γιὰ νὰ δείξει μὲ ποιὸ θάνατο θὰ δοξάσει τὸν Θεό». Ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι θὰ μετάσχουν, μὲ τὸ μαρτύριό τους, στὸ Πάθος τοῦ Διδασκάλου τους, ἀλλὰ μόνον ἀφοῦ γίνουν κοινωνοὶ τῆς δυνάμεως τῆς Ἀναστάσεως.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο λειτουργεῖ ὁ Κύριός μας καὶ μὲ ἐμᾶς. Ἀπέχουμε πολὺ -τουλάχιστον οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς- ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχουμε πιεῖ τὸ ποτήρι τοῦ Πάθους. Δὲν βοηθήσαμε τὸν Ἰησοῦ νὰ σηκώσει τὸν Σταυρό Του. Δὲν συσταυρωθήκαμε μαζί Του. Τὴν ὥρα τῆς ἀγωνίας Του κοιμόμασταν. Τὸν ἐγκαταλείψαμε. Τὸν ἀρνηθήκαμε μὲ τὶς ποικίλες ἁμαρτίες μας. Κι ὅμως, παρὰ τὴν ἐλάχιστη ἑτοιμασία μας, παρὰ τὸ ὅτι δὲν εἴμαστε καθαροί, ὁ Ἰησοῦς μᾶς προσκαλεῖ νὰ εἰσέλθουμε στὴν Πασχάλια χαρά. Ἂν ἀνοίξουμε εἰλικρινὰ τὴν καρδιά μας στὴ συγγνώμη ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὸν Τάφο Του· ἂν ἀφήσουμε νὰ τὴν πλημμυρίσει τὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ἂν προσκυνήσουμε τὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος, θὰ δεχθοῦμε κι ἐμεῖς τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ὁποία τὸ δῶρο τῆς Πεντηκοστῆς θὰ τελειοποιήσει. Τότε καὶ μόνο τότε θὰ καταλάβουμε τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ διεισδύσουμε, ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ φτωχές μας δυνάμεις, στὸ Μυστήριο τοῦ Πάθους.
Νὰ λοιπὸν πὼς ἐξηγεῖται ἡ ἔκκληση τοῦ Χρυσοστόμου, ἢ μᾶλλον ἡ ὑπόσχεσή του, σὲ ὅσους δὲν εἶναι ἕτοιμοι, στοὺς «μὴ νηστεύσαντες». Ἡ Ἐκκλησία ἔκανε μία θαυμάσια ἐπιλογὴ ἐντάσσοντας αὐτὴ τὴν ὁμιλία στὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Ἂς τὴν ξαναδιαβάσουμε, δὲν θὰ βροῦμε γιὰ τὴ σημερινὴ μέρα καλύτερο ὑλικὸ γιὰ μελέτη......





Ἡ Ἑορτὴ τοῦ Πάσχα-Ἱστορικές, θεολογικὲς καὶ λειτιουργικὲς ἐπισημάνσεις

 

Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή
Οἱ ρίζες τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα βρίσκονται στὴν Ἰουδαϊκὴ παράδοση καὶ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Ὁ ἐνιαύσιος ἀμνὸς τῆς Ἐξόδου προτυπώνει τὸν ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ πού θυσιάζεται γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ στὸ μυστικὸ Δεῖπνο γίνεται πασχάλιος βρώση καὶ πόση τῶν πιστών. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ Πάσχα καὶ ἡ σχετικὴ βιβλικὴ ἑορτή συνδυάζει πλέον «καινὸν καί παλαιόν… φθαρτὸν καὶ ἄφθαρτον… παλαιὸν μὲν κατὰ τὸν νόμον, καινὸν δὲ κατὰ τὸν λόγον… φθαρτὸν διὰ τὴν τοῦ προβάτου σφαγήν, ἄφθαρτον διὰ τὴν τοῦ Κυρίου ζωὴν».
Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Πάσχα, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τὸ ἑόρταζαν κάθε φορά πού τελοῦσαν τὴ θεία Εὐχαριστία, τὴ μία τῶν σαββὰτων, τὴν Κυριακὴ δηλαδή, ὡς ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Γιὰ τὴν ἐτήσια ἀνάμνηση τοῦ Πάσχα ἀρχικὰ ὑπῆρχε ἕνας προβληματισμὸς ἂν θὰ πρέπει νὰ ἑορτάζεται. Σύμφωνα μὲ ἕνα ἀπόκρυφο κείμενο τοῦ δεύτερου αἰώνα, τὴν «Ἐπιστολὴ τῶν ‘Ἀποστόλων», ἔργο Μικρασιατικῆς προέλευσης, τὸ Πάσχα αὐτήν τὴν ἐποχή προσέλαβε τὸ χαρακτήρα τῆς ἐτήσιας ἑορτῆς ταυτιζόμενο ὅμως μὲ τὸ πάθος καὶ τὸ θάνατο τοῦ Κυρίου.
Κατὰ τὰ Ἰουδαϊκὰ πρότυπα οἱ πιστοί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ ἑόρταζαν τὴν 14η τοῦ μηνὸς Νισσάν, γι’ αὐτό καὶ ἔλαβαν τὴν προσωνυμία τεσσαρεσκαιδεκατίτες. Ἀντιθέτως οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, πού πρῶτος διέκρινε τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα ἀπὸ τὸ Νομικό, συνέδεσαν τὸ Πάσχα ὄχι μόνο μὲ τὸ πάθος ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Προτίμησαν δὲ τὸν ἐτήσιο ἑορτασμὸ του μετὰ τὴν 14η τοῦ μηνὸς Νισσάν, γιὰ νὰ μὴν θυμίζει τὰ ἰουδαϊκὰ ἔθιμα.
Ἡ πρώτη Κυριακὴ «μετὰ τὴν πανσὲληνον τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας» ἐπελέγη ὡς ἡ πλέον πρόσφορος γιὰ τὴν ἐν λόγω ἑορτή. Στὴν ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό εἰρήνευση τῶν Ἐκκλησιῶν συνέβαλαν ἀρχικὰ οἱ Πολύκαρπος Σμύρνης καὶ Εἰρηναῖος Λυώνος. Τὴν τελικὴ λύση τὴν ἔδωσε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (325), ἡ ὁποία μὲ βάση τὸ Ἀλεξανδρινὸ ἡμερολόγιο, καθόρισε νὰ ἑορτάζεται τὸ Πάσχα «τὴν Κυριακὴν ἥτις ἕπεται τῆς πρώτης πανσελήνου τοῦ ἔαρος». Κριτήριο γιὰ τὴν ἐπιλογὴ αὐτή ἦταν ἡ ἀποσύνδεση τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα ἀπὸ τὸ Ἰουδαϊκό.
Σιγὰ-σιγά, καὶ κυρίως μετὰ τὴν ἐπὶλυση τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα, διαμορφώνεται καὶ τὸ λειτουργικὸ πλαίσιο τῆς ἑορτῆς. Ἡ πασχάλιος Ἀκολουθία ἀρχικὰ περιλάμβανε αὐτοσχέδιους ὕμνους, ἀναγνώσματα, προσευχὲς καὶ φυσικὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἀπὸ τὸν 2ο αἰώνα μαρτυρεῖται καὶ ἡ σύνδεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὴν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Τὴ σχετικὴ πληροφορία ἔχουμε ἀπὸ τὸν Τερτυλιανό, ὁ ὁποῖος μᾶς δίδει στοιχεῖα καὶ γιὰ τὴν ὁλονυκτία τοῦ Πάσχα, τὸν ἀσπασμό πού διδόταν τὴν ἡμέρα αὐτή καὶ τὴ διήμερη νηστεία πού προηγεῖτο τῆς ἑορτῆς. Ἡ νηστεία αὐτή στὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα ἔγινε μία ἑβδομάδα, ἐνῶ αὐξήθηκε σὲ σαράντα ἡμέρες στὶς ἀρχές τοῦ τέταρτου αἰώνα.
Πληρέστερη εἰκόνα γιὰ τὴν παννυχίδα τοῦ Πάσχα καὶ τὴν τάξη τοῦ Βαπτίσματος στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, ἡ νύκτα τῆς ὁποίας περιγράφεται ὡς «φωτὸς πεπληρωμένη» καὶ «κάστραπης φαεινοτέρα», μᾶς δίδουν κείμενα τοῦ 4ου κυρίως αἰώνα, ὅπως εἶναι οἱ Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τὸ Ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας. Τὸ πρῶτο κείμενο κάνει λόγο γιὰ τὴν προπασχάλια ἑβδομαδιαία νηστεία «ἀπὸ Δευτέραν μέχρι τῆς Παρασκευῆς καὶ Σαββάτου». Στὴν παννυχίδα τοῦ Πάσχα, πού διαρκοῦσε μέχρι «ἀλεκτρυόνων κλαγγῆς», μνημονεύει ἀναγνώσματά του ἀπὸ τὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες καὶ κάνει λόγο γιὰ ψαλμοὺς χωρὶς βεβαίως νὰ τοὺς προσδιορίζει. Ἀναφέρεται ἀκολούθως στὸ Βάπτισμα τῶν κατηχουμένων, τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ κήρυγμα πρὸς τὸν λαὸ διὰ «τὰ πρὸς σωτηρίαν». Τὶς πρωινὲς ὧρες τῆς Κυριακῆς ἐτελεῖτο ἡ θεία Εὐχαριστία, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν οἱ νεοφώτιστοι καὶ ὅλοι οἱ πιστοί ἔτσι ἀπονήστευαν «εὐφραινόμενοι καὶ ἑορτάζοντες, ὅτι ἀρραβών τῆς ἀναστάσεως ὑμῶν Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν». Οἱ Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀναφέρονται καὶ στὴν μεταπασχάλια περίοδο καὶ δὴ καὶ στὴν μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἑορτή τοῦ Θωμᾶ, ἀλλά καὶ στὴν ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως μετὰ ἀπὸ σαράντα μέρες.
Ἀνάλογα λειτουργικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἑορτή τοῦ Πάσχα μᾶς δίδει καὶ τὸ Ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας πού σὲ ὁρισμένα σημεῖα εἶναι ἀναλυτικότερο. Ἔτσι π.χ. ἔχουμε περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὴ βάπτιση τῶν κατηχουμένων, γιὰ τὸ ὀρθρινὸ ἀναστάσιμο Εὐαγγέλιο, γνωστὸ ὡς Ἑωθινό, γιὰ τὴν τέλεση δύο Λειτουργιῶν κατὰ τὴν ἴδια λειτουργικὴ ἡμέρα, ἀλλά σὲ διαφορετικὸ Ναό, γιὰ τὸν Ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, τὸν λεγόμενο σήμερα τῆς Ἀγάπης, κατὰ τὸν ὁποῖον διαβάζεται ἀπὸ τότε ἡ ἴδια εὐαγγελικὴ περικοπή· «οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρα ἐκείνη…».
Ἀπὸ πηγὲς τῆς ἴδιας περιόδου ἀντλοῦμε ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες καὶ γιὰ ἄλλα λειτουργικὰ στοιχεῖα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Στὸ Τυπικὸ τῶν Ἀρμενίων π.χ. (5ος αἰ.) γίνεται λόγος τόσο γιὰ τὰ πολλὰ ἀναγνώσματα πού διαβάζονται στὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, πρίν, μετὰ ἤ καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Βαπτίσματος, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀφή τοῦ ἁγίου Φωτός. Τὴν παλαιότερη πάντως μαρτυρία γιὰ τὸ δεύτερο θέμα τὴν ἔχουμε ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἱερώνυμο τὸ ἔτος 384 μ.Χ.. Μεταγενέστερα ἐπίσης λειτουργικὰ κείμενα περιγράφουν ἀναλυτικότερα τὴν ἀφή τοῦ ἁγίου Φωτός, ὅπως ἐπίσης μᾶς ὁμιλοῦν καὶ γιὰ τὸ ὑμνογραφικὸ στοιχεῖο τοῦ Πάσχα. Στὸ Ἱεροσολυμιτικό Κανονάριο (Τυπικὸ) π.χ. τοῦ 7ου αἰ. μνημονεύεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν» μετὰ
τὴν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπως καὶ κάποια τροπάρια τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου τοῦ Πάσχα. Στὸ Τυπικό τῆς Ἀναστάσεως (12ου αἰ.) ἐπὶσης μνημονεύονται περισσότερα στιχηρὰ ἀναστάσιμα καὶ ἀπόστιχα στὸν Ἑσπερινό, στιχηρὰ τροπάρια ἀντὶ χερουβικοῦ στὴ θεία Λειτουργία, ὁ κανόνας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «Ἀναστάσεως ἡμέρα…» στὸν Ὄρθρο καὶ ἡ ἀνάγνωση τοῦ κατηχητικοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸ τέλος τοῦ Ὄρθρου.
Τὸ σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτή τοῦ Πάσχα λειτουργικὸ ὑλικό τῆς Ἱεροσολυμιτικῆς παράδοσης ἐπηρέασε ἀναμφίβολα καὶ τὴ λατρευτικὴ πράξη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πλήρης εἰκόνα τῆς παννυχίδος τοῦ Πάσχα δίδεται στὸ ἀσματικὸ Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας (10ος αἰ.). Ἔτσι τὸ Ἑσπέρας ὁ Πατριάρχης στὸ μέγα βαπτιστήριον «ποιεῖ κατὰ τὴν τάξιν ἐκεῖ τὰ τῆς βαπτίσεως φωτίσματα». Ἀκολουθοῦν τὰ 15 ἀναγνώσματα, ἡ χρίση τῶν νεοφωτίστων μὲ μύρο, τὸ «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε…» ἀπὸ τὸν πρῶτο ἐκ τῶν ψαλτῶν πριμικήριο καὶ ἡ εἰσόδευση τοῦ Πατριάρχου στὸ Ναὸ «μετὰ τῶν νεοφωτίστων τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν β’ εἴσοδον». Ἐν συνεχεία γίνεται ἡ εἴσοδος στὸ θυσιαστήριο μὲ δώδεκα ἀρχιερεῖς «μετὰ τῶν ὠμοφορίων αὐτῶν, οἵτινες αὐτά καὶ εἰς καθέδραν συνανέρχονται. οἱ δὲ λοιποὶ προσκαλοῦνται μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὁ μὲν πατριάρχης διὰ τῆς εἰσόδου εἰσέρχεται, οἱ δὲ ιβ’ διὰ τῆς πλαγίας», προκειμένου νὰ συνεχισθεῖ ἡ θεία Λειτουργία.
Στὴ μοναχικὴ παράδοση σύμφωνα μὲ ἕνα παλαιὸ καὶ πολὺ σημαντικὸ τυπικό, αὐτό τῆς Εὐεργέτιδος (12ος αἰ.), ἡ παννυχίδα ἀρχίζει τὴν ἑνδεκάτην τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου, πέντε τὸ ἀπόγευμα, ὁπότε καὶ «σημαίνει τὸ λυχνικόν, καὶ δὴ καὶ ἀλλαξάντων πλειόνων ἱερέων στολάς λευκάς, τελεῖται ἡ ἀκολουθία». Ἡ τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως, τὸ μεσονυκτικὸ δηλαδή, ἀρχίζει τὴν ὀγδόη τῆς νυκτός, δύο περίπου τὰ μεσάνυκτα, μὲ τὴν ἀφὴ τοῦ ἁγίου Φωτὸς κατὰ τὴν ἀρχαία τάξη, ὄχι στὴν Ὡραία Πύλη μὲ τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς…», ἀλλὰ στὸν Νάρθηκα.
Ἐκεῖ, μετὰ τὴ θυμίαση τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ὅλου τοῦ Ναοῦ, ὁ ἐκκλησιάρχης διανέμει τὰ κεριὰ καὶ «ἄπτουσι πάντες τοὺς κηροὺς αὐτῶν, ὁμοίως καὶ ἔσωθεν οἱ παρεκκλησιάρχαι πασῶν τῶν εἰκόνων ἄπτουσι τὰ κηρία». Τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη…» ψάλλεται μπροστὰ στὶς βασιλικὲς λεγόμενες πύλες, πού χωρίζουν τὸ νάρθηκα ἀπὸ τὸν κυρίως Ναό, μετὰ τὴν διὰ τοῦ «δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ καὶ ζωοποιῷ Τριάδι» ἔναρξη τοῦ Ὄρθρου. Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς Ἀκολουθίας καὶ κατὰ τὸν ἀσπασμὸ «ἱσταμένου μέσον τοῦ ἀναλογίου, εἰσέρχεται ὁ προεστώς καὶ ἀναγινώσκει λόγον τοῦ Χρυσοστόμου», τὸν γνωστὸ ὡς Κατηχητικὸ Λόγο. Μετὰ τὴν Ἐκτενή καὶ τὴν ἀπόλυση τοῦ Ὄρθρου ἀρχίζει ἡ Λειτουργία τῆς μεγάλης Κυριακής.
Ἡ ὡς ἄνω μοναχικὴ τάξη, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἑορτή τοῦ Πάσχα, λίγο πολὺ κρατήθηκε σταθερὴ καὶ ἀργότερα, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν ἔντυπη μορφὴ τοῦ ἀναθεωρημένου «Τυπικοῦ» τοῦ Ἁγίου Σάββα (πρώτη ἐκτύπωση 1545). Στὴν ἐνοριακὴ ὅμως πράξη παρατηροῦνται σημαντικὲς ἀλλαγές, προσαρμογές, συντμήσεις ἤ προσθῆκες. Ἔτσι βλέπουμε τὴν παννυχίδα τοῦ Πάσχα νὰ εἶναι διεσπασμένη. Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μὲ τὸν Ἑσπερινὸ γίνεται τὸ πρωί. Ἀπὸ τὰ δεκαπέντε Ἀναγνώσματα ἔμειναν μόνο τρία ἐφόσον πλέον δὲν γίνονται βαπτίσεις κατὰ τὴν ἑορτή αὐτή. Μεταξὺ Μεσονυκτικοῦ καὶ Ὄρθρου ἀναπτύχθηκε μία νέα τελετὴ πού ξεκινᾶ μὲ τὴν ἀφή τοῦ φωτὸς στὴν Ὡραία Πύλη καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐκτὸς Ναοῦ ἀνάγνωση τῆς σχετικῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, παλαιότερα τοῦ Εὐαγγελίου «Ὀψὲ Σαββάτων..» καὶ μεταγενέστερα μέχρι σήμερα τῆς περικοπῆς «Διαγενομένου τοῦ σαββάτου…».
Παρὰ τὴν μακραίωνη ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα καὶ τὶς λειτουργικὲς ὁμοιότητες ἤ παραλλαγὲς τῶν διαφόρων Τυπικῶν, τὸ θεολογικὸ μήνυμα τῆς ἑορτῆς εἶναι διαχρονικὰ τὸ ἴδιο. Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ θάνατό Του πάτησε, νίκησε τὸ θάνατο, χαρίζοντάς μας ζωὴν ἀληθινὴν καὶ αἰώνιον. Τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης φωτίζει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Τὰ πάντα, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια γεμίζουν φῶςκαὶ χαρὰ «τῆς Ἀναστάσεως τὴν πεῖραν εἰληφότα». Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀνακαινίσθηκε καὶ τὸ θνητὸν ἐνδύθηκε τὴν εὐπρέπεια τῆς ἀφθαρσίας. Ὅλοι σὲ καθημερινὴ βάση καλούμαστε νὰ πολιτευόμαστε ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, περιπτυσσόμενοι ἀλλήλους καὶ συγχωροῦντες «πάντα τῇ Ἀναστὰσει». Ἀπὸ τὴ λαμπρὴ καὶ μεγάλη αὐτή πανήγυρη νὰ παίρνουμε δύναμη γιὰ τὴν πορεία μας πρὸς τὴν ἀνέσπερον ἡμέραν τῆς βασιλείας !!!!!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου