ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

17 Ιανουαρίου και οι μνήμες τριών μεγάλων Αγίων της πίστεώς μας... : Αντωνίου του Μεγάλου , Αντωνίου του Βεροιέως και Γεωργίου νεομάρτυρος του εν Ιωαννίνοις

Βίος Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου
Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας εορτάζει στις 17 Ιανουαρίου

undefined

Σε κανέναν Άγιο της Εκκλησίας μας δεν έκανε τόσες και τέτοιες άγριες επιθέσεις πειρασμών ο διάβολος, όσες στον Μέγα Αντώνιο. Μεταχειρίστηκε ο δόλιος όλα τα μέσα για να
τον γκρεμίσει, άλλα δεν μπόρεσε.
Πάμπλουτος αλλά Αγράμματος
Το 251 μ.Χ. γεννήθηκε στην Αίγυπτο ένα μεγάλο και φωτεινό αστέρι της χριστιανοσύνης: Ο Μέγας Αντώνιος. Ιδιαίτερη πατρίδα του ήτανε ένα μικρό χωριό, Κόμα ονομαζόμενο,
που βρισκότανε ανατολικά της όχθης του ποταμού Νείλου, στην Νότιο Μέμφιδα.
Οι γονείς του ήτανε πλούσιοι και ευσεβείς χριστιανοί. Μπορούσανε να δώσουμε μεγάλη μόρφωση στον μικρό τους Αντώνιο και να τον αναδείξουν μεγάλο επιστήμονα, αλλά τους
φόβιζε η συναναστροφή στο σχολείο με τα παιδιά των ειδωλολατρών. Δεν θέλανε να χάση την πίστη του το παιδί τους, από την πλάνη της ειδωλολατρίας. Προτιμούσανε να δούνε
το παιδί του στον Παράδεισο αγράμματο, παρά γραμματισμένο στην Κόλαση. Έμεινε, λοιπόν, εξαιτίας αυτού, τελείως αγράμματος ο Αντώνιος. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να
αναδειχθεί Μέγας.
Οι γονείς του, όμως, φροντίσανε πολύ για την χριστιανική ανατροφή του. Τον μεγαλώσανε με τις αρχές του Ευαγγελίου και του δείξανε τους δύο δρόμους, που θα τον γλύτωναν
από τις παγίδες του διαβόλου: τον δρόμο του σπιτιού και τον δρόμο της Εκκλησίας.
Σε ηλικία 18 ετών, έμεινε ορφανός με μια αδελφή. Ο θάνατος των γονέων του, τον έβαλε στην αρχή σε λύπη και σε βαθύ συλλογισμό. Κατάλαβε τότε, πόσο μάταιος είναι τούτος
ο κόσμος και πόσο γρήγορα είναι το πέρασμα του άνθρωπου από την προσωρινή αυτή ζωή.

Αναχωρεί στην έρημο
Μια Κυριακή ακούει στην Εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή, στην οποία συζητάει ο Χριστός μ’ ένα πλούσιο νεαρό και του δείχνει, τον δρόμο της τελειότητας και της σωτηρίας
της ψυχής του. Ο Χριστός, αφού ακούει τον νεαρό πλούσιο, να του λέγει, ότι έχει ζήσει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, του υπογραμμίζει:
«Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί διάδος πτωχοῖς καί δεῦρο ἀκολουθεῖ μοί καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῶ».
Τα λόγια αυτά του Ευαγγελίου, κάνουν βαθειά εντύπωση στην ψυχή του Αντωνίου. Γυρίζει στο σπίτι του σκεφτικός και κυριευμένος από αγωνία. Νομίζει, ότι η φωνή του Κυρίου
τον καλεί κι αυτόν, όπως εκείνον τον νέον, να τον ακούσει και να τον ακολουθήσει. Υπακούει αμέσως και χωρίς αναβολή. Πουλάει όλα του τα κτήματα.
Από την πώληση τους, πήρε πολλά χρήματα. Το χρυσάφι όμως, δεν του τράβηξε την καρδιά. Το έδωσε στην Εκκλησία, το μοίρασε στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους.
Αυτός κράτησε μόνο για την αδελφή του ελάχιστα χρήματα.
Έπειτα εμπιστεύεται την αδελφή του σ’ ένα Κοινόβιο παρθένων, σ’ έναν παρθεώνα. Εκεί, ζούσανε ενάρετες γυναίκες μαζί και επεδίδοντο σε έργα αγάπης. Φεύγει κι’ αυτός, όχι πολύ
μακριά από το σπίτι του κι’ άρχισε την ασκητική ζωή. Δεν υπάρχουν ακόμη μοναστήρια την εποχή εκείνη συγκροτημένα, όπως είναι σήμερον. Γι’ αυτό καταφεύγει σ’ ένα ερημητήριο
των περιχώρων.
Εκεί, βρίσκει, ένα Γέροντα ασκητή, ο όποιος αναλαμβάνει να τον καθοδηγήσει στην αρετή. Να φτιάξη ψυχή ο άνθρωπος χρειάζεται άσκησης. Τα πάθη δεν βγαίνουν, χωρίς αγώνα.
«Ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ», έλεγε ο Παύλος, «μήποτε ἄλλοις κηρύξας ἐγώ αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι».
Προσεύχεται στο Θεό. Του ζητάει να τον βοηθήσει στον αγώνα του, για την σωτηρία της ψυχής του. Ξενυχτάει, τώρα, πολλές φορές στην άσκηση και στην προσευχή. Τρώγει
ελάχιστα. Η τροφή του είναι ένα ξερό κομμάτι ψωμί και νερό. Τρώγει μόνο μια φορά την ήμερα. Μερικές μάλιστα μέρες, περνούν, χωρίς να βάλει τίποτε στο στόμα του. Άλλοτε,
πάλι γεύεται το ξεροκόμματο, αφού περάσουν τρεις και τέσσερες μέρες εξαντλητικής νηστείας.

Οι πρώτοι πειρασμοί
Ο διάβολος όμως, βλέπει την μεγάλη πρόοδο του Αντωνίου, στην αγιοσύνη, ταράζεται και στεναχωριέται. Βάζει αμέσως τότε σε ενέργεια τις παγίδες του και τα φοβερά σχέδιά του.
Τον χτυπάει λοιπόν, πρώτα με τα πλούτη και τις ανέσεις:
-Είσαι κουτός, του λέγει μέσα του, στην σκέψη του. Άφησες τόσα πλούτη και ήρθες εδώ στην ερημιά να πεθάνεις από την πείνα και από το κρύο! Δεν βλέπεις την δυστυχία, που σε
πνίγει; Ένα στρώμα δεν έχεις να στρώσης. Ζεστασιά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν είναι για σένα ο τόπος αυτός. Θα πεθάνεις και είναι αμαρτία. Έπειτα μη ξεχνάς: Έχεις και αδελφή!
Πώς την άφησες μόνη της; Είναι σωστό αυτό; Τι ευτυχισμένος είσαι τώρα εδώ, σε μια υγρή σπηλιά! Όλοι οι άλλοι, που ζούνε στον κόσμο, θα χαθούμε και συ μόνο θα σωθείς; Είναι
άραγε σωστό αυτό που κάνεις;
Όλες αυτές τις σκέψεις τις βάζει στον νου του Αντωνίου ο Σατανάς και περιμένει μ’ αγωνία το αποτέλεσμα. Τί θα γίνει; Θα τις δεχτεί; Θα υποκύψει ή όχι;
Άλλα στις δύσκολες αυτές στιγμές του πειρασμού, ο άγιος δεν λυγίζει. Προσεύχεται πολύ. Παρακαλεί από τα βάθη της καρδία του τον Θεό να τον βοηθήσει. Η προσευχή του, η
νηστεία του και η θέληση του, νικούν τον διάβολο και τον τρέπουν σε φυγή.
Δεν πρόκειται όμως, να ησυχάσει. Ο διάβολος βάζει μπροστά νέο σχέδιο, πιο τολμηρό αυτή την φορά. Τον πολεμάει με την σάρκα. Εκμεταλλεύεται γι’ αυτό ο άθλιος την νεότητά του.
Παρουσιάζει στην φαντασία του αισχρά θεάματα. Μεταμορφώνεται ο τρισάθλιος σε γυμνή γυναίκα και προσπαθεί εκεί στην ερημιά, να τον σκανδαλίσει και να τον νικήσει. Αγωνίζεται
μέρα νύχτα να τον γκρεμίσει. Τού παρουσιάζει κέντρα διασκεδάσεων και σκηνές οργίων. Κάνει ότι μπορεί, για να επιτύχει τους δόλιους σκοπούς του.
Ο Άγιος, όμως συνεχώς προσεύχεται. Μένει ξάγρυπνος και παρακαλεί τον Θεό να του δώσει δύναμη ν’ αντέξει σ’ αυτή την άγρια επίθεση των πειρασμών του διαβόλου, για να
επιτύχει μέχρι το τέλος στην άμυνά του, δεν τρώγει εντελώς τίποτε. Κόβει κι’ αυτό το ελάχιστο ξερό ψωμί, που έτρωγε κάθε βράδυ, και μένει μέρες ολόκληρες νηστικός.
Ο Σατανάς δεν εγκαταλείπει όμως τον αγώνα.
—Να το δόλωμα! Η υπερηφάνεια. Τώρα, είναι η ώρα να τον κάμω να υπερηφανευτεί. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ο δαίμονας στον Άγιο με μορφή μαύρου παιδιού και του λέγει:
—Αχ! Αντώνιε. Πολλούς πλάνεψα, πολλούς έβαλα κάτω και τους νίκησα, αλλά εσένα κουράστηκα να σε πολεμώ! Νομίζω, πώς δεν θα επιτύχω. Είσαι δυνατός. Σε παραδέχομαι.
—Και ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε ο Μ. Αντώνιος.
—Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας και γαργαλίζω τους νέους στην πράξη αυτή.
Ο Άγιος, δεν υπερηφανεύεται, όπως περίμενε ο σατανάς. Δεν είπε από μέσα του: Τί είμαι εγώ!, Μπράβο μου!, Τα κατάφερα, αλλά δόξασε το όνομα του Κυρίου, που του έδωσε,
την δύναμη να νικήσει και είπε στον σατανά:
—Ύπαγε οπίσω μου σατανά. Δεν σε φοβάμαι.



Μέρες αθλήσεως
Μετά τους πειρασμούς, ο Άγιος προσεύχεται με πολλή πίστη. Η νηστεία και η σκληραγωγία γινότανε πιο αυστηρή. Έκτος από το ελάχιστο ψωμί, που έτρωγε κάθε δύο τρεις η και
τέσσερες μέρες, ούτε λάδι, ούτε κρασί, ούτε καμιά άλλη τροφή έβαζε στο στόμα του. Κοιμότανε δε πάνω σε μια παλιά ψάθα ή και εντελώς κάτω στο χώμα.
Για ν’ ανεβάσει, λοιπόν, ακόμη πιο ψηλά τον αγώνα και την άθληση του την χριστιανική, καταφεύγει σ’ ένα παλαιό τάφο κι’ απομονώνεται. Εκεί του φέρνει την λίγη τροφή του, από
καιρού εις καιρόν, κάποιος ευσεβής χριστιανός. Ο τάφος αυτός ήταν ευρύχωρος, σαν δωμάτιο.

Ο Σατανάς επιτίθεται και πάλι
Γεμάτος οργή και μίσος για την αποτυχία του ο διάβολος, ξανακτυπάει τον Άγιο, για να τον κάνη να γυρίσει πίσω στον κόσμο και να τον ρίξει στην αμαρτία. Πηγαίνει την νύκτα και
κάνει χαλασμό. Του παρουσιάζεται με μορφές φιδιών, σκορπιών, λύκων, τίγρεων, που τον δαγκώνουν και του σχίζουν τις σάρκες.
Ο Μέγας Αντώνιος λέει με γενναιότητα:
—Δε θα με νικήσετε! ο αριθμό σας και ο θόρυβος σας δείχνουν την αδυναμία σας.
Οι δαίμονες τον κτυπούν τότε μανιασμένα και τον αφήνουν εκεί με πληγές αναίσθητο και μισοπεθαμένο.
Έτσι αναίσθητο τον βρίσκει ο χριστιανός, που του πήγε το πρωί το ψωμί του. Τον νομίζει για νεκρό. Τον μεταφέρει στο σπίτι του, κοντά στους συγγενείς και τους γνωστούς του.
Συνέρχεται όμως, ο Άγιος την νύκτα και γυρίζει πάλι στον τάφο του μαρτυρίου του.
—Εδώ είμαι! φωνάζει ο όσιος. Δεν με φοβίζουν τα ψεύτικα μαστίγιά σας. Κανένα μαρτύριο δεν θα με απομακρύνει από τον Δεσπότη μου Χριστό.
Αγριεύουν οι δαίμονες, στη συνέχεια της μάχης, που δίνουν. Παρουσιάζονται σε χίλιες δυο μορφές ερπετών και θηρίων.
Και ο Μέγας Αντώνιος, χωρίς να τα χάση είπε:
—Εάν είχατε δύναμη, ένας και μόνο από σας, μπορούσε να με εξοντώσει. Επειδή ο Κύριος σας έχει κόψει τα νεύρα και σας έχει αφήσει χωρίς δύναμη, γι’ αυτό προσπαθείτε με το
πλήθος, με την ψευτιά και την υποκρισία, να με φοβίσετε. Και γι’ αυτό μεταμορφώνεστε σε τόσα θηρία! Εμπρός λοιπόν! Εάν όμως δεν πήρατε άνωθεν εξουσία εναντίον μου, μη
στέκεστε. Εάν όμως δεν πήρατε, τί ταράζεσθε;
Οι δαίμονες ακούγοντας τα λόγια αυτά του Άγιου, έτριζαν τα δόντια τους, μια ακτίνα με θεϊκό φως κατέβηκε από τη στέγη του τάφου.
Γαλήνη κι ησυχία απλώθηκε παντού. Το κορμί του Άγιου δεν πονούσε πλέον και δεν υπήρχαν πληγές στο σώμα του. Θεραπεύτηκαν από τον Κύριο. Ο μεγάλος ασκητής,
καταλαβαίνει την θεία επίσκεψη και ρωτάει:
—Πού ήσουνα, γλυκύτατέ μου Θεέ και δεν φανερωνόσουνα από την αρχή, να σταματήσεις τους πόνους του κορμιού μου; Δεκαέξι χρόνια, με έψησε ο σατανάς.
Ακούστηκε τότε, μια φωνή, που του έλεγε:
—Αντώνιε, εδώ ήμουνα και σε παρακολουθούσα αοράτως. Αλλά πρόσμενα να ιδώ τον αγώνα σου. Αφού, λοιπόν, δεν νικήθηκες, αλλά υπέφερες με πίστη, θα είμαι πάντοτε κοντά
σου και θα κάνω το όνομά σου ξακουστό σ’ όλο τον κόσμο.
Σηκώθηκε τότε ο Άγιος και προσευχήθηκε θερμά.

Για πιο αυστηρή άσκηση
Κατά το 285 μ.Χ., θέλει ν’ απομακρυνθεί περισσότερο από τον κόσμο. Ο Άγιος Αντώνιος ξεκινάει, για το σκληρό και δύσκολο δρόμο της ασκήσεως. Περνάει τον Νείλο ποταμό και
προχωράει προς τα βουνά της δεξιάς όχθης του, που προεκτείνονται προς την Αραβία.
Ο σκοτεινός διάβολος πλημμυρίζει από μίσος κατά του Άγιου. Καθώς τον βλέπει να προχωρεί, για πιο αυστηρή άσκηση και πρόοδο αγιοσύνης, ταράζεται. Δεν το βάζει όμως κάτω.
Ετοιμάζεται να τον σκανδαλίσει, για τα τον ρίξει στην αμαρτία.

Ο Αργυρένιος δίσκος
Του πετάει, λοιπόν, στον δρόμο του εκεί που βάδιζε στην έρημο, ένα μεγάλο, αστραφτερό, αργυρένιο δίσκο! Ο Μέγας Αντώνιος κοντοστέκεται για λίγο και λέγει εκείνο, που
κατάντησε παροιμιώδες: Πόθεν δίσκος εν τη ερήμω;. Από που βρέθηκε ο δίσκος στην έρημο; Δική σου τέχνη είναι τούτο, διάβολε! είπε τότε ο Άγιος. Θέλεις να με εμπαίξεις.
Δεν θα σού κάνω όμως την χάρη. Χάρισμά σου, λοιπόν. Πάρε τον δίσκο μαζί σου στην απώλεια, στο σκοτάδι της Κολάσεως, του φρικτού βασιλείου σου...
Μόλις, όμως, είπε αυτά ο όσιος, ο δίσκος έγινε άφαντος! Ο δαίμονας είχε νικηθεί και πάλι.
Σε λίγο ο Μέγας Αντώνιος συναντάει μπροστά του άφθονο χρυσάφι, που άστραφτε και γυάλιζε με τη λάμψη του. Για το χρυσάφι αυτό, δίνονται δύο εξηγήσεις. Η μία είναι, ότι το
παρουσίασε ο διάβολος στον Άγιο, για να τον εμποδίση από τον θεάρεστο δρόμο του, για να του ανάψει την φλόγα της φιλαργυρίας και του πλούτου και έτσι να του αλλάξει τα
μυαλά.
Η άλλη εξήγηση είναι, ότι το χρυσάφι αυτό, παρουσίασε ο Θεός στον Άγιο, για να δείξει στον διάβολο, ότι ο Αντώνιος, ούτε από το χρυσάφι παρασύρεται, ούτε με τίποτε άλλο
αλλάζει την ευτυχία της πίστεώς του, που νοιώθει.
Είναι στη Λυβική έρημο Πισπίρι, που βρίσκεται το σημερινό Δάρ -Ελ -Μεϊμούν. Φθάνει, λοιπόν, ο μεγάλος ασκητής βαθειά στην έρημο.
Εδώ, αρχίζει ο Μ. Αντώνιος να ζει σε πιο αυστηρή άσκηση. Απομονωμένος από τον κόσμο εντελώς, βαθαίνει στα μυστήρια της ζωής και της Δημιουργίας. Είκοσι ολόκληρα χρόνια,
προσεύχεται, νηστεύει, ξαγρυπνάει και αντιστέκεται στους πειρασμούς του διαβόλου.
Οι επισκέπτες, που πηγαίνουν να τον δουν, ακούνε στο φρούριο άγριες κραυγές:
—Φύγε από τον τόπον μας. Η έρημος είναι δική μας. Δεν θα μπορέσεις ν’ αντέξεις στις μηχανές μας. Θα σε πιάσουμε στις παγίδες μας και στις ενέδρες μας!
Οι επισκέπτες νομίζουνε στην αρχή, ότι οι φωνές είναι ανθρώπινες. Διαπιστώνουν όμως έπειτα, ότι πουθενά δεν υπάρχουν άνθρωποι, εκτός από τον γενναίο ασκητή.
Καταλαβαίνουν τότε τί υπεράνθρωπη πάλη κάνει ο Άγιος με την πανουργία του διαβόλου και θαυμάζουν.
Τότε ο Άγιος τους πλησιάζει γαλήνιος. Ανοίγει την εξώπορτα του φρουρίου και τους λέγει:
—Μη φοβάστε, αγαπητοί μου. Αφήστε τον δαίμονα να χτυπιέται. Εσείς να κάνετε τον σταυρόν σας και να βαδίζετε άφοβα στον δρόμο σας.


Άγιος Αντώνιος ο Βεροιεύς (17 Ιανουαρίου)


undefined
Το Λείψανο του Αγίου Αντωνίου του Βεροιέως πολιούχου Βεροίας (Φωτογραφία: Τσαβδαρίδης Χαράλαμπος)
Όσιος Αντώνιος ο νέος και θαυματουργός ο εν τη Σκήτη της Βέροιας άσκήσας καταγόταν από τη Βέροια της Μακεδονίας και γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς και ενάρετους.
Είχε μεγάλο έρωτα στον ασκητισμό και νέος ακόμα πήγε στη Μονή της Περαίας, πού τότε ήταν σε μεγάλη ακμή.
Εκεί έγινε μοναχός, τύπος και κανόνας αρετής σ’ όλη την αδελφότητα.
Αργότερα, με την άδεια του ηγουμένου του, αποχώρησε από τη Μονή για άσκηση υψηλότερης πνευματικής ζωής. Εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά παραπλεύρως του κοντινού ποταμού.
Έκει για 50 χρόνια μόνος πέρασε με προσευχή και άσκηση, και έκεί τελικά πέθανε ειρηνικά, άταφος.
Κατά τύχη όμως, κάποιοι κυνηγοί πού περνούσαν από κει, οδηγούμενοι από τα σκυλιά τους, βρήκαν το άγιο λείψανο του μέσα στη σπηλιά.
Τότε ο αρχιερέας του τόπου μαζί με το λαό, το περισυνέλεξαν και με ευλάβεια το μετέφεραν στη Βέροια, όπου και έκτισαν ναό στ’ όνομα του, πού σώζεται μέχρι σήμερα.
Στή σπηλιά δε, έκτισαν σκήτη, στ’ όνομα του Τιμίου Προδρόμου, όπου συγκέντρωσε πολλούς μοναχούς.
Ο τάφος του Αγίου Αντωνίου του Βεροιέως πολιούχου Βεροίας (Φωτογραφία Τσαβδαρίδη Χαραλάμπους).



Μιχάλη Τρίτου,κοσμήτορος Θεολ.Σχολής ΑΠΘ  : Ο Νεομάρτυρας Γεώργιος, ο εν Ιωαννίνοις μαρτυρήσας, στη συνείδηση της εκκλησίας


georg.jpg


 Αναδημοσίευση απο το Περιοδικό Νέα Επικοινωνία
 του Μιχάλη Τρίτου
Απο την πρώτη κιόλας στιγμή του μαρτυρίου του ο νεομάρτυς Γεώργιος κέρδισε την τιμή του μάρτυρος στη συνείδηση και την πίστη της εκκλησίας. Αμέσως μετά το μαρτύριο οι πιστοί έτρεχαν στον τάφο του και έπαιρναν χώμα και λάδι απο το κανδήλι, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως φάρμακα.
Όσοι πήραν κομμάτι απο την τριχιά της αγχόνης και απο το πανί του εσώβρακου είδαν μεγάλες θεραπείες.Ηδη απο τις 6 Απριλίου 1839, μόλις ένα έτος απο το μαρτυρικό του θάνατο, έχουμε την πρώτη βιογραφία του αγίου, την οποία υπέγραψαν δυο επίσκοποι, δεκατρείς ιερείς και ιερομόναχοι και οι δεκαεπτά σημαίνοντες πρόκριτοι των Ιωαννίνων.

Σε επιστολή του Ζώτου-Μολοσσού στην εφημερίδα «Φωνή της Ηπείρου» διαβάζουμε: «Το επιόν έτος 1839 προ μηνός, ο λαός εβίασε τον Μητροπολίτην να συντάξη ασματικήν ακολουθίαν του μάρτυρος, όπως πανηγυρίσωμεν ενδόξως την εορτήν του. Ο Ιωακείμ στεναχωρηθείς μη δυνάμενος να συντάξη ασματικήν ακολουθίαν του εκάλεσε τον πρωτοψάλτη της Μητροπόλεως και ενετείλατο αυτώ ν’αντιγράψη την ακολουθίαν του Αγίου Γεωργίου μετατρέπον το Μεγαλομάρτυς εις το Νεομάρτυς Γεώργιος και ούτε επανηρίσθη η πρώτη επέτειος εορτή. Ταύτα γνωρίζομεν εκ στόματος του ιδίου Ιωακείμ του Β’, ακούσαντες αυτόν το 187 και 1877 εν Κωνσταντινουπόλει(πατριαρχεύοντος ήδη), ότε εθαυμάσεν το μνημονικόν του…μας εφιλοδώρισε και το χειρόγραφον της ακολουθίας εκείνης με την εντολή να την τυπώσωμεν και ότι αυτή δέον να ψάλληται εις την μνήμην του Νεομάρτυρος».
Η ακολουθία του Χρυσάνθου Λαϊνά γράφτηκε πριν απο την επίσημη κατάταξη του νεομάρτυρος Γεωργίου στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας. Η αντιγραφή του χειρογράφου του Λαϊνά έγινε απο τον Αναστάσιο, γιο του ιερέως Κων/νου, στις 25 Φεβρουαρίου 1838, δηλ.τριανταεννέα ημέρες απο το μαρτύριο του Γεωργίου.
Αλλά και οι αγιογράφοι δεν περίμεναν την επίσημη κατάταξη του Γεωργίου στο Αγιολόγιο για να τον αγιογραφήσουν με φωτοστέφανο του αγίου. Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ ο Χίος παρήγγειλε κατά την ώρα της κηδείας του αγίου στον Πέτρο Γεωργιάδη, ζωγράφο και πρωτοψάλτη του Μητροπολιτικού Ναου, να ιστορήσει τη μορφή του. Ο ίδιος αγιογράφος αγιογράφησε και άλλες εικόνες, που βρίσκονται σε ναους της πόλεως των Ιωαννίνων. Ο λαϊκός ζωγράφος Γεώργιος Ζήκος απο το χωριό Χιονάδες Κονίτσης φιλοτέχνησε εικόνα του αγίου δεκατρείς ημέρες μετά το μαρτύριο του. Η εικόνα αυτή σήμερα φυλάσσεται στο παρεκκλήσι της οικίας του αγίου στα Γιάννενα, ιστορήθηκε ύστερα απο παραγγελία του ιερομόναχου Χρυσάνθου Λαϊνά. Παρόμοια εικόνα υπάρχει και στο ιδιωτικό παρεκκλήσι του Χρύσανθου στην Κόνιτσα. Στο ίδιο παρεκκλήσι βρίσκεται και η ιστόρηση της Κοιμήσεως του Νεομάρτυρος. Πρόκειται για μια χαριτωμένη εικόνα. Ο άγιος εικονίζεται νεκρός στο ξυλοκρέββατο, ενώ διακρίνονται οι τέσσερις Αρχιερείς που κήδευσαν τον Γεώργιο και ο Χρύσανθος Λαϊνάς με σχήμα μοναχού. Απο αυτό συμπεραίνουμε ότι ο Χρύσανθος υπήρξε αυτόπτης του μαρτυρίου του νεομάρτυρος.
«Το γεγονός άλλωστε ότι ο Γεώργιος εικονογραφείται δεκατρείς μέρες απο το μαρτύριο του απο ζωγράφο που πρέπει να γνώριζε, μας κάνει να υποθέσουμε ότι παρ’όλη τη συμβατικότητα της μορφής διασώζει και στοιχεία απο τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά. Ενδιάφερουσα είναι και η εικόνα του μαρτυρίου στο ναϊδριο, δίπλα απο το Μητροπολιτικό ναό, την οποία έκανε «ο ζωγράφος Πέτρος Γου(Γεωργίου), πρωτοψάλτης της Μητροπόλεως Ιωαννίνων, 1842 Ιουίου 4″. Δίπλα υπάρχει εικόνα, όπου διαβάζουμε: «Δέησις του δούλου του Θεού Παναγιώτου Σακελλαρίου 1836 Ιανουαρίου 5. Χειρ.Κ.Θεοδοσίου Ιωαννίτου».
Λίγο χρονικό διάστημα μετά το μαρτύριο του αγίου έχουμε στο χειρόγραφο του Χρυσάνθου Λαϊνά μια θαυμάσια τρίχρωμη χαλκογραφία με τίτλο «ο Αγιος Γεώργιος ο Νεος Μάρτυς ο εξ Ιωαννίνων», όπου διαβάζουμε: «Εχαλκογραφήθη δια εξόδων του οσιοτάτου Χ.Παγκρατίου ΜΧ 1838. Χειρ.Δανιήλ εις Αγιον Ορος». Η επιγραφή είναι γραμμένη στην Ελληνική και στην Παλαιοσλαβική γλώσσα.
  Ιδιαίτερα ζωντανή είναι η μνήμη του νεομάρτυρος στις σλαβικές χώρες. Ενδιαφέρουσα εικόνα του συναντήσαμε στο μουσείο του ιερού ναού αγίου Κλήμεντος Αχρίδας. Ανάγλυφη παράσταση του σώζεται στην ανατολική πλευρά του ναού αγίας Παρασκευής Μηλόβιτσας του σημερινού κρατικού μορφώματος των Σκοπίων. Επίσης εικόνες του νεομάρτυρος Γεωργίου υπάρχουν και σε άλλους ναους της βόρειας βαλκανικής, όπως στη Jacodina(Svetozatevo), στο Kratovo, στη Fosa της Βοσνίας, στο Rastak κοντά στα Σκόπια, στο Girabovo, στην Slepca κοντά στο Μοναστήρι, στο ναο του Αγίου Δημητρίου Μοναστηρίου και σε άλλους ναους. Τοιχογραφία των μέσων του ιθ’αιώνα υπάρχει στην πόλη Sredska κοντά στην πόλη Prizzen. Δυο φορητές εικόνες του αγίου σώζονται στη Σόφια στο εκεί Αρχαιολογικό Μουσείο. Εικόνα του Αγίου βρίσκεται επίσης στην Αρχιεπισκοπή Φιλιππουπόλεως. Στη Ρουμανία σώζονται τρεις εικόνες του νεομάρτυρος. Δυο στο Μουσείο Τέχνης του Βουκουρεστίου και άλλη μια στην Ελληνική Εκκλησία του Βουκουρεστίου, φιλοτεχνημένη απο ρουμάνο ζωγράφο το 1839.
Στις αρχές του 1839 «επι τη βάσει εκθέσεως του απο Ρεθύμνης Μητροπολίτου Ιωαννίνων Ιωαννικίου υπογεγραμμένης και υπο του πρώην Βελλάς Λεοντίου, του Περιστεράς Σεραφείμ και άλλων πολλών κληρικών και λαϊκών, βεβαιωσάντων την τέλεσιν θαυμάτων εν τω τάφω του Νεομάρτυρος», ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Στ’ απεφάσισε με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, που εκδόθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1839, όπως «…ο υπερ Χριστού πανδήμως το μαρτύριον αναδεξάμενος Γεώργιος ο Νεομάρτυς , γνωρίζεται τουντεύθεν παρά πάσης της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, αληθής μάρτυς του Χριστού, συναριθμούμενος τη τη χορεία των πιστών, τελουμένης κανονικώς της μνήμης αυτού κατά την 17η Ιανουαρίου». Ο Πατριάρχης Γρηγόριος, στέλνοντας την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων, τον παρακάλεσε να μη τη δημοσιεύσει για να μην προκαλέσει τους Τούρκους. Παράλληλα πρόσθεσε ότι ορίστηκε η γιορτή του νεομάρτυρος την 17ην Ιανουαρίου, ημέρα γιορτής του αγίου Αντωνίου, για να μη φανεί ότι για τον Νεομάρτυρα έγινε νεα γιορτή. Η φήμη όμως των θαυμάτων του αγίου σε χριστιανούς και Μουσουλμάνους παραμέρισε τους φόβους και έτσι η γιορτή του αγίου Γεωργίου τελούνταν πανηγυρικά.
 Η ανακομιδή των λειψάνων του αγίου έγινε στις 26 Οκτωβρίου 1971 επι Αρχιερατείας Σεραφείμ του μετέπειτα Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Σήμερα είναι αποθησαυρισμένα στον φερώνυμο Ιερό Ναο της πλατείας Πάργης Ιωαννίνων.
Ο αγιος γιορτάζεται πανηγυρικά στα Γιάννινα στο χωριό του Τσουρχλι (Αγιος Γεώργιος) Γρεβενών, όπου έχει ανεγερθεί λαμπρός ναός, στον Ιερό Ναό Χρυσοσπηλαιώτισσης Αθηνών και οπουδήποτε γης διαμένουν Ηπειρώτες και Τσουρχλιώτες.
 Ο νεομάρτυς Γεώργιος με τη μαρτυρική θυσία της ζωής του έγινε σύμβολο αντιστάσεως του λαου, στέργιωσε την πίστη των ραγιάδων και έδωσε ελπίδες καινούργιας ζωής. Το αξιοθαύμαστο παράδειγμα του απέβη καινούρια πηγή ενδυναμώσεως των χριστιανών στον αγώνα τους για τη διατήρηση της θρησκευτικής και εθνικής ελευθερίας. Δικαιολογημένα τιμάται με λαμπρότητα η μνήμη του, στην οποία ψέλνουμε:
 «Χαίροις ο νεομάρτυς Χριστού, Ιωαννίνων ο πολιούχος και έφορος, και λύχνος ο φωτοφόρος, ο καταυγάζων αει την Ηπειρον πάσαν εν τοις θαύμασι-τυφλών η ανάβλεψις, παρειμένων ανόρθωσις-ο τοις ποικίλως, ασθενούσι την ίασιν, χαριζόμενος συμπαθεί επισκέψει σου-ρύστης ο ετοιμότατος, και φύλαξ σωτήριος, των ετησίων τελούντων, την παναοίδιμον μνήμη σου Γεώργιε, μάκαρ, Εκκλησίας νεα βάσις, και αγαλλίαμαι».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου