Ἡ ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Metropolitan Anthony Bloom
Σήμερα γιορτάζουμε τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τί γνωρίζουμε γι’ αὐτό; Ἀκούσαμε ὑπέροχες προσευχές χθὲς τήν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ ἄς σκεφτοῦμε τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ ἔχει δοθεῖ στὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο στὰ Ἀγγλικὰ μεταφράζεται ὡς «ὁ Παράκλητος», ἐνῶ σὲ ἄλλες γλῶσσες ὡς «ὁ Μεσολαβητής».
Πράγματι Αὐτὸ εἶναι ὁ μόνος Παρηγορητής ποὺ μᾶς παρηγορεῖ γιὰ τὸν χωρισμό μας ἀπὸ τὸν Χριστό, Αὐτὸ παρηγορεῖ ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε σὰν ὀρφανά, ποὺ ἀνυπομονοῦμε νὰ βρεθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ μας, τὸν Σωτήρα μας καὶ ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ὅσο εἴμαστε δέσμιοι τῆς σάρκας – καὶ αὐτὰ εἶναι λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου – εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ Ἐκεῖνον.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ νοιώσουμε τὶ εἶναι γιά μᾶς ἡ παρηγοριά καί ὁ Παράκλητος, πρέπει πρῶτα νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ζοῦμε χώρια του καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας: τὸ ἔχουμε συνειδητοποιήσει, ἤ ζοῦμε τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ζοῦμε κατὰ Θεὸ καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ζεῖ μέσα ἀπὸ ἐμᾶς,καὶ ὅτι τίποτα περισσότερο δὲν χρειαζόμαστε; Τὶ περισσότερο χρειαζόμαστε!
Ἐπειδὴ εἶναι ὁ Παράκλητος, μᾶς δίνει δύναμη, δύναμη νὰ ζοῦμε, παρὰ τὸν χωρισμό μας, τὴν δύναμη νὰ ὑπομένομε καὶ νὰ γινόμαστε οἱ λειτουργοί τοῦ Καλοῦ, ποὺ μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐκπληρώνονται οἱ Ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τοῦ Μόνου ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει στὴν ψυχή μας ρώμη και σθένος, θέληση, δύναμη γιὰ νὰ ἐνεργοῦμε. Αὐτό ὅμως, ἐάν στραφοῦμε καὶ τοῦ ποῦμε : Ἔλα! ἔλα καὶ κατοίκησε μέσα μας! Ἔλα καὶ λεύκανε τὴν ψυχή μας! Γίνε ὄχι μόνο ὁ Παρηγορητής μας ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμη μας.
Ἐν τέλει εἶναι Αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει, ἤδη ἀπὸ τώρα, τὴ χαρὰ νὰ γνωρίζουμε πόσο κοντὰ βρισκόμαστε, πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀπόσταση ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ μὲ ἀνεκλάλητους ἀναστεναγμούς, μιλάει στὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μας· εἶναι τὸ μόνο ποὺ, ἐπειδὴ εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὰ ἀδέλφια καὶ οἱ ἀδελφές του – καὶ τοῦτα εἶναι τὰ δικά Του λόγια – μαρτυρα ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Πατέρα. Ἡ χαρὰ, τὸ θαῦμα, ἡ ἀξιοπρέπεια ποὺ φέρνει στην ζωή μας! Ἐπίσης ἡ εὐθύνη.
Ἐὰν θυμηθοῦμε τὸν κόσμο μας, ποὺ σὲ μιὰ τέτοια ἔκταση εἶναι σύμμαχος τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα εἶναι ἤδη ἡ ἀπαρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ παρουσία του ἀποτελεῖ ἕνα γεγονὸς ἀποφασιστικῆς σημασίας. Εἶναι Ἐκεῖνο ποὺ χτυπιέται, ὅπως ἡ θάλασσα πάνω στὰ βράχια, σπάει ὅ,τι Τοῦ ἀντιστέκεται, εἶναι ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς ποὺ κρούει τὴν θύρα τῆς ψυχῆς μας, ποὺ μὲ τὴ βία θέλει νὰ μετέχει στὴ ζωή μας, ποὺ μᾶς θυμίζει τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ὁ Πατέρας μας, τὸν Σωτήρα μας Χριστὸ καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ ὑπεροχὴ ποὺ ἔχουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δείχνοντάς μας ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς στηρίζει.
Ἄς κρατήσουμε στὴν ψυχὴ μας τὴν σημερινὴ ἑορτὴ μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ ὑπευθυνότητα, καὶ μπορεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατῆλθε μὲ τὴ μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν στοὺς Ἀποστόλους, – νὰ ἐπισκεφτεῖ καὶ ἐμᾶς – ἴσως σὰν μιὰ πυρκαγιὰ ποὺ θὰ μᾶς καταυγάσει, ὅπως τὴν Φλεγόμενη Βάτο, ἤ θὰ μᾶς ἀγγίξει σὰν τὴ γαλήνια, ἁπαλὴ φωνὴ ποὺ ἄκουσε ὁ Προφήτης στην ἐρημιὰ ὅπου βρισκόταν ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωσή Του, τὴν παράδοση Του σὲ μᾶς, τὴν ἀγάπη Του. Ἀμήν.
Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
ΧΡΗΣΤΟΥ Γ. ΓΚΟΤΣΗ
Γιά τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἐκτός ἀπό τίς ρητές μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχουμε καί ὑπαινιγμούς στήν Παλαιά Διαθήκη. ῞Ενας ἀπό αὐτούς τούς ὑπαινιγμούς εἶναι καί ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ στόν ᾿Αβραάμ ὑπό τήν μορφήν τριῶν ἀνδρῶν.
῞Οπως μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως (18,1 ἑξ.), ἐνῷ ὁ ᾿Αβραάμ καθόταν κοντά στή δρῦ τοῦ Μαμβρῆ, ὅπου εἶχε στήσει τή σκηνή του, τόν ἐπεσκέφθησαν τρεῖς ἄγνωστοι σ’ αὐτόν ἄνδρες. ῾Ο Πατριάρχης τούς ὑποδέχθηκε μέ ἐγκαρδιότητα καί ἀγάπη, παρ᾿ ὅλο πού τοῦ ἦσαν ἄγνωστοι. Στή συνέχεια τούς παρέθεσε πλούσια τράπεζα. Κατά τή συζήτηση οἱ μυστηριώδεις ἐπισκέπτες ἀνήγγειλαν στόν ᾿Αβραάμ ὅτι ἡ γυναῖκα του ἡ Σάρρα θά ἀποκτοῦ παιδί ἐντός ἑνός ἔτους, ὅπως καί ἔγινε.
Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας εἰς τό βιβλικόν αὐτό γεγονός εἶδον μίαν προτύπωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἀπεκαλύφθη πλήρως εἰς τήν Καινήν Διαθήκην. Διά τοῦτο ἐνωρίτατα ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἀπεικονίσθη εἰς σχετικήν εἰκόνα. ᾿Επειδή εἰς τήν συνέχειαν τῆς βιβλικῆς διηγήσεως οἱ δύο ἀπό τούς τρεῖς ἄνδρας ἐμφανίζονται ὡς ἄγγελοι, ἐπεκράτησε νά εἰκονίζωνται καί οἱ τρεῖς εἰς τήν φιλόξενον τράπεζαν τοῦ ᾿Αβραάμ μέ τήν ἀγγελικήν μορφήν των. Εἶναι ἄλλωστε ἡ ἀπεικόνισις αὐτή ἕνας ὡραῖος τρόπος νά παρουσιασθοῦν οἱ τρεῖς ἄνδρες ὡς οὐράνιοι ἐπισκέπται.
Μία τέτοια εἰκών ὑπῆρχε καί ἐτιμᾶτο εἰς τούς ἀρχαίους καιρούς εἰς τό μέρος, ὅπου ἔγινεν ἡ Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ Εὐσεβίου τοῦ Καισαρείας (+339). “Οἱ γάρ τῷ ᾿Αβραάμ ἐπιξενωθέντες ( = φιλοξενηθέντες) ἐπί γραφῆς ἀνακείμενοι, δύο μέν ἑκατέρωθεν, μέσος δέ ὁ κρείττων ὑπερέχων τῇ τιμῇ· εἴη δ᾿ ἄν ὁ δεδηλωμένος ἡμῖν Κύριος αὐτός, ὁ ἡμέτερος σωτήρ, ὅν καί οἱ ἀγνῶτες σέβουσιν, τά θεῖα λόγια πιστούμενοι” (Εὐαγγελική ᾿Απόδειξις Ε´ ΙΧ).
῾Η ὑπεροχή τοῦ μέσου ἀγγέλου ἐπεκράτησεν εἰς πολλάς εἰκόνας τῆς Φιλοξενίας. Τοῦτο δέ ὀφείλεται εἰς τήν ἑρμηνείαν, πού ἔδωκαν μερικοί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας (᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ᾿Ιωάννης Δαμασκηνός) εἰς τό γεγονός. Οἱ Πατέρες δηλαδή αὐτοί εἶδον εἰς τήν Φιλοξενίαν τοῦ ᾿Αβραάμ τήν ἐμφάνισιν τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ συνοδευομένου ὑπό δύο ἀγγέλων, ἐνῷ ἄλλοι (Κύριλλος ὁ ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Αμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων) ἡρμήνευσαν τήν ἐπίσκεψιν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὡς προτύπωσιν ὁλοκλήρου τῆς ῾Αγίας Τριάδος.
῾Ο Καθηγητής καί ᾿Ακαδημαϊκός ᾿Αν. ᾿Ορλάνδος, περιγράφων σχετικήν τοιχογραφίαν τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς ῾Ι. Μονῆς ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου, σημειώνει: “῎Αξιον παρατηρήσεως εἶναι, ὅτι ὁ μέσος ἄγγελος οὐ μόνον εἰς μέγεθος ὑπερέχει τῶν δύο ἄλλων ἀλλά καί μόνον αὐτός κρατεῖ εἰλητόν. Τοῦτο ὅμως ἀποτελεῖ χαρακτηριστικόν στοιχεῖον τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπό τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, δι᾿ ὅ καί ὑπετέθη — ὅταν μάλιστα φέρει οὗτος περί τήν κεφαλήν καί ἔνσταυρον φωτοστέφανον — ὅτι συμβολίζει τόν Χριστόν ἤ κατ᾿ ἄλλους παλαιοτέρους τόν Θεόν Πατέρα”.
Εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν πού οἱ ἄγγελοι εἰκονίζονται πέριξ τῆς τραπέζης ἰσοκέφαλοι, χωρίς δηλαδή διάκρισιν μεγέθους καί ἄλλων χαρακτηριστικῶν, ἡ εἰκών θέλει νά δηλώσῃ τήν ἰσοτιμίαν τῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος.
῾Η πατερική ἑρμηνεία τῆς Φιλοξενίας τοῦ ᾿Αβραάμ ὡς συμβολισμοῦ τῆς ῾Αγίας Τριάδος ἐπέρασε καί εἰς τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῎Ετσι ἕνα τροπάριον τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου παρουσιάζει ὡραιότατα τόν συμβολισμόν: “Μέτοικος ὑπάρχων ὁ ᾿Αβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικόν μέν Κύριον ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δέ μορφώσεσιν” (Κανών Μεσονυκτικοῦ, ᾠδή ς´).
῾Η εἰκών τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἰς τήν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν ἔχει δύο τύπους: ῾Ο ἕνας εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν ἀγγέλων καί φέρει τήν ἐπιγραφήν “῾Η ῾Αγία Τριάς” ἤ “῾Η Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ”.
῾Ο δεύτερος τύπος εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, δηλαδή τοῦ Πατρός ὡς γέροντος, τοῦ Υἱοῦ πού εἰκονίζεται ἐκ δεξιῶν Του καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐν εἴδη περιστερᾶς. ῾Ο τύπος αὐτός τῆς ἀπεικονίσεως τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γ. Σωτηρίου, “ἀναφέρεται εἰς τούς ἐσχάτους βυζαντινούς καί ἰδιαίτατα εἰς μεταβυζαντινούς χρόνους ἐκ δυτικῆς ἐπιδράσεως”.
Εἰς τήν βυζαντινήν ἁγιογραφίαν ὁ Πατήρ δέν εἰκονίζεται, ἀλλ᾿ ἀντιπροσωπεύεται κατά κανόνα ὑπό τοῦ Χριστοῦ διά δύο λόγους: Πρῶτον, διότι ὁ Πατήρ δέν ἐφόρεσε σάρκα, ὅπως ὁ Υἱός μέ τήν ᾿Ενανθρώπησίν Του καί συνεπῶς οὐδείς ἔχει ἴδει τόν Θεόν-Πατέρα. Δεύτερον, διότι ἕκαστον Πρόσωπον τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἶναι ὁλόκληρος ὁ Θεός. ᾿Εξαίρεσις τοῦ κανόνος αὐτοῦ εἶναι ἡ παράστασις τοῦ Θεοῦ-Πατρός ὡς “Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν”. ῾Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει ληφθῆ ἀπό τό προφητικόν βιβλίον τοῦ Δανιήλ (κεφ. 7ον) καί δηλώνει τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ
῾Η εἰκών, πού εὑρίσκεται εἰς τό Βυζαντινόν Μουσεῖον ᾿Αθηνῶν καί εἶναι τοῦ 16ου αἰῶνος, φέρει τήν ἐπιγραφήν “Η ΕΝ Τῌ ΣΚΗΝῌ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΤΗΣ ΖΩΑΡΧΙΚΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ”. Πέριξ μιᾶς ὀρθογωνίου τραπέζης μέ καγκελλωτόν ἐγκάρσιον ἄνοιγμα εἰς τήν ἐμπροσθίαν πλευράν κάθηνται οἱ τρεῖς ἄγγελοι. Κρατοῦν τά σκῆπτρά των καί οὐρανώνουν τήν γῆν μέ τόν γλυκασμόν τῆς ὡραιότητος τῶν προσώπων των, τήν εὐγένειαν τῆς ἐκφράσεως, τήν γαλήνην τῆς στάσεώς των καί τήν σιγήν τοῦ μυστηρίου, πού ἐμπνέει ἡ παρουσία των. Οἱ φωτοστέφανοι, πού περιβάλλουν τάς κεφαλάς των, φωτίζουν καί λαμπρύνουν τήν σκηνήν.
῎Οπισθεν τῶν ἀγγέλων διακονοῦν οἱ οἰκοδεσπόται. ᾿Αριστερά — ὡς πρός τόν θεατήν — εἰκονίζεται ὁ ᾿Αβραάμ μέ τήν πλουσίαν γενειάδα του, τήν μακράν κόμην του καί τό πλατύ πρόσωπόν του. Κρατεῖ ἡμισφαιρικόν δοχεῖον καί μέ τήν κλίσιν τοῦ σώματός του ἐκφράζει τήν φιλόξενον διάθεσίν του, τήν προθυμίαν του νά περιποιηθῇ καί νά εὐχαριστήσῃ τούς ἐπισήμους ξένους του.
᾿Απέναντι ἀπό τόν ᾿Αβραάμ, εἰς τά δεξιά τῆς εἰκόνος, παριστάνεται ἡ Σάρρα. Κρατεῖ καί αὐτή ἐπιτραπέζιον σκεῦος. Τό βλέμμα της εἶναι στοχαστικόν. ῾Η πληροφορία ὅτι θά ἀπέκτα τέκνον, παρ᾿ ὅλην τήν γεροντικήν της ἡλικίαν, τῆς φέρει ἱερούς στοχασμούς.
᾿Επαναλαμβάνει ἴσως ἐν σιγῇ τούς λόγους ἑνός ἐκ τῶν φιλοξενουμένων της: “Μή ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ ρῆμα; ( = ὑπάρχει ἀδύνατον πρᾶγμα διά τόν Θεόν;)” (Γεν. 18, 14).
Τήν εἰκόνα μας κλείουν τά εἰς τό βάθος εἰκονιζόμενα δύο οἰκοδομήματα καί δύο δένδρα.
Τήν παράστασιν φαιδρύνουν οἱ ὡραῖοι χρωματικοί συνδυασμοί τῶν ἐνδυμάτων τῶν προσώπων, ἐνῷ ἡ ἐπιτυχής πτυχολογία τήν ἐξιδανικεύει καί τήν ἐξαϋλώνει.
῾Η ὅλη σκηνή παρουσιάζει μίαν τελετουργικήν μεγαλοπρέπειαν. ῞Οταν ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἁπλώνεται ἐπί τοιχογραφίας, κανονικῶς εὑρίσκεται ἐντός τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος, ἐπάνω ἀπό τήν Πλατυτέραν. Τοῦτο δέ γίνεται διότι ἡ παράστασις συνδέεται μέ τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας.
ἀπό τό βιβλίο: «Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ»
Μεταγλώτισση γιά τήν ἱστοσελίδα:Ἀδελφότης Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέα
Λόγος Αγ.Λουκά Κριμαίας εις το Γενέθλιον του Τιμίου, Ενδόξου,Προφήτου και Βαπτιστού Ιωάννου
Στήν ιστορία του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν μόνο δύο σημαντικά γεγονότα, τα όποια ό Θεός τα αναγγέλλει μέσω του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Καί αυτά είναι ή Γέννηση του Προαιώνιου Υίοΰ του Θεοΰ κατά σάρκα καί ή γέννηση του Προδρόμου καί Βαπτιστού του Ιωάννου, του μείζονος «εν γεννητοΐς γυναικών» (Ματθ. 11, 11), σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου Ιησού Χρίστου. Την γέννησητου Προδρόμου ακολουθεί καί το θαΰμα της λύσεως της γλώσσας του πατέρα του Ζαχαρία, την οποία έδεσε ό Αρχάγγελος γιατί δεν πίστεψε στα λόγια του.
Ή γέννηση του δοξάστηκε με τον προφητικό λόγο του Ζαχαρία, ό όποιος είπε: «Καί συ, παιδίον, προφήτης υψίστου κληθήση• προπορεύση γαρ προ προσώπου Κυρίου έτοιμάσαι οδούς αυτού, του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ αυτού, εν άφέσει αμαρτιών αυτών δια σπλάγχνα ελέους Θεοΰ ημών, εν οϊς έπεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους έπιφάναι τοις εν σκότει καί σκιά θανάτου καθημένοις, του κατευθΰναι τους πόδας ημών εις όδόν ειρήνης» (Λκ. 1, 76-79).
"Ολη ή ζωή του Προδρόμου ήταν μία ζωή ασυνήθιστη. Για τα παιδικά του χρόνια γνωρίζουμε μόνο αυτό, το όποιο μας λέει ό ευαγγελιστής Λουκάς,
οτι δηλαδή, «ηυξανε και έκραταιουτο πνεύματι, καί ην εν ταίς έρήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λκ. 1, 80). Πώς καί πότε βρέθηκε το παιδί στην έρημο δεν το γνωρίζουμε ακριβώς. Κατά την παράδοση, ό βασιλιάς Ηρώδης μετά την σφαγή των νηπίων στη Βηθλεέμ ήθελε να σκοτώσει καί τον Ιωάννη, δεν μπόρεσε όμως να τον βρει. Το γεγονός αυτό τον εξόργισε πολύ καί γι" αυτό διέταξε να σκοτώσουν τον πατέρα του, τον Ζαχαρία. Ή μητέρα του, άφοΰ έμαθε ότι οί στρατιώτες ψάχνουν το παιδί, το πήρε καί πήγε μαζί του σε μία έρημη ορεινή περιοχή. Άφού έζησαν λίγο καιρό εκεί ή μητέρα του πέθανε καί ό μικρός Ιωάννης έμεινε μόνος του στην έρημο.
Δεν γνωρίζουμε πώς τον έτρεφε Κύριος ό Θεός, πώς τον προστάτευε από τα άγρια ζώα, ούτε μας είναι γνωστό πώς έμαθε ό νέος Πρόδρομος να τρώει ακρίδες καί άγριο μέλι. "Ομως πιστεύουμε σταθερώς πώς για τον Θεό όλα είναι δυνατά. "Ηδη, λοιπόν, από την αρχή ή ζωή του μείζονος «εν γεννητοΐς γυναικών» (Μτ. 11, 11) ήταν μια ζωή πρωτοφανής καί ανήκουστη. "Εμεινε στην έρημο εντελώς μόνος του μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών. Τί έκανε στην έρημο; Με τι άσχολεΐτο; Κανένα εργόχειρο δεν είχε, δεν είχε καί τα βιβλία, ούτε ήξερε τα γράμματα.
Οί βιογραφίες των μεγάλων φιλοσόφων, όπως του Ντεκάρτ καί του Κάντ, μας διηγούνται ότι αυτοί οί άνθρωποι ολόκληρες ώρες καί ημέρες κάθονταν στίς πολυθρόνες τους, βυθισμένοι στίς σκέψεις τους. Βαθειά είναι ή φιλοσοφία αλλά ακόμα βαθύτερος είναι ό θεολογικός στοχασμός, ή ανώτερη μορφή της προσευχής, την οποία οι άγιοι πατέρες ονομάζουν νοερά προσευχή. Είναι ασύλληπτο μεγάλο το βάθος της κοινωνίας εν Πνεύματι πού έχουν οι μεγάλοι άγιοι με τον Θεό. Ό όσιος Παύλος ό Θηβαίος για 91 χρόνια ζοΰσε στην έρημο άγνωστος στον κόσμο, έχοντας κοινωνία μόνο με τον Θεό. Ό Αρσένιος ό Μέγας νύχτες ολόκληρες, μέχρι την ανατολή του ηλίου, στεκόταν με τα υψωμένα προς τον ουρανό χέρια. Ό όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ χίλιες ημέρες καί χίλιες νύχτες προσευχόταν στο Θεό πάνω σε μία λοξή πέτρα. Ασφαλώς το ίδιο ήταν καί το έργο του Ιωάννη του Προδρόμου κατά την παραμονή του στην έρημο. Μέσα στον αδιάκοπο στοχασμό περί Θεού καί περί τίς τύχες του κόσμου, στην βαθιά κοινωνία προσευχής με τον Θεό μεγάλωνε ή δύναμη του πνεύματος του καί αυξανόταν ή κατανόηση των οδών της σωτηρίας, τίς όποιες θα έπρεπε να διδάσκει στον λαό, ό όποιος χανόταν μέσα στίς αμαρτίες του. Θα έπρεπε να αλλάξει τις σκέψεις καί τα αισθήματα του λάου, να τα κάνει πιο βαθιά. Να τους παροτρύνει να μετανοήσουν και να αλλάξουν τίς διεστραμμένες καί πονηρές οδούς τους.
Για αυτόν ακριβώς το σκοπό, να προετοιμάσει δηλαδή την οδό για τον Κύριο και τον Σωτήρα μας τον Ιησού Χριστό, προοριζόταν ό μεγάλος Του Πρόδρομος. Γι' αυτό ακριβώς όλη ή ζωή του εξ απαλών ονύχων καί μέχρι την στιγμή πού άρχισε να κηρύττει στίς όχθες του Ιορδάνη ποταμού ήταν πρωτοφανής και ανήκουστη. Αυτό το κήρυγμα της μετανοίας εϊλκυε προς αυτόν χιλιάδες ανθρώπους καταποντισμένους στην ματαιότητα της κοσμικής ζωής
"Ας δοξολογήσουμε καί ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο καί Θεό μας πού έστειλε στον αμαρτωλό αυτό κόσμο τον μεγαλύτερο απ' όλους, τον ασκητή καί τον κήρυκα της ανώτατης αλήθειας, τον Πρόδρομο Ιωάννη. Καί σ' αυτή την ήμερα της ευλογημένης καί γεμάτης χάρη Γεννήσεως του ας κλείνουμε ενώπιον του τα γόνατα καί τίς καρδιές μας, υμνώντας καί δοξολογώντας τον. Αμήν.
Πηγή-''Λόγοι και ομιλίες Αγιου Λουκά,Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
Εκδ.''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Ή γέννηση του δοξάστηκε με τον προφητικό λόγο του Ζαχαρία, ό όποιος είπε: «Καί συ, παιδίον, προφήτης υψίστου κληθήση• προπορεύση γαρ προ προσώπου Κυρίου έτοιμάσαι οδούς αυτού, του δούναι γνώσιν σωτηρίας τω λαώ αυτού, εν άφέσει αμαρτιών αυτών δια σπλάγχνα ελέους Θεοΰ ημών, εν οϊς έπεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους έπιφάναι τοις εν σκότει καί σκιά θανάτου καθημένοις, του κατευθΰναι τους πόδας ημών εις όδόν ειρήνης» (Λκ. 1, 76-79).
"Ολη ή ζωή του Προδρόμου ήταν μία ζωή ασυνήθιστη. Για τα παιδικά του χρόνια γνωρίζουμε μόνο αυτό, το όποιο μας λέει ό ευαγγελιστής Λουκάς,
οτι δηλαδή, «ηυξανε και έκραταιουτο πνεύματι, καί ην εν ταίς έρήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λκ. 1, 80). Πώς καί πότε βρέθηκε το παιδί στην έρημο δεν το γνωρίζουμε ακριβώς. Κατά την παράδοση, ό βασιλιάς Ηρώδης μετά την σφαγή των νηπίων στη Βηθλεέμ ήθελε να σκοτώσει καί τον Ιωάννη, δεν μπόρεσε όμως να τον βρει. Το γεγονός αυτό τον εξόργισε πολύ καί γι" αυτό διέταξε να σκοτώσουν τον πατέρα του, τον Ζαχαρία. Ή μητέρα του, άφοΰ έμαθε ότι οί στρατιώτες ψάχνουν το παιδί, το πήρε καί πήγε μαζί του σε μία έρημη ορεινή περιοχή. Άφού έζησαν λίγο καιρό εκεί ή μητέρα του πέθανε καί ό μικρός Ιωάννης έμεινε μόνος του στην έρημο.
Δεν γνωρίζουμε πώς τον έτρεφε Κύριος ό Θεός, πώς τον προστάτευε από τα άγρια ζώα, ούτε μας είναι γνωστό πώς έμαθε ό νέος Πρόδρομος να τρώει ακρίδες καί άγριο μέλι. "Ομως πιστεύουμε σταθερώς πώς για τον Θεό όλα είναι δυνατά. "Ηδη, λοιπόν, από την αρχή ή ζωή του μείζονος «εν γεννητοΐς γυναικών» (Μτ. 11, 11) ήταν μια ζωή πρωτοφανής καί ανήκουστη. "Εμεινε στην έρημο εντελώς μόνος του μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών. Τί έκανε στην έρημο; Με τι άσχολεΐτο; Κανένα εργόχειρο δεν είχε, δεν είχε καί τα βιβλία, ούτε ήξερε τα γράμματα.
Οί βιογραφίες των μεγάλων φιλοσόφων, όπως του Ντεκάρτ καί του Κάντ, μας διηγούνται ότι αυτοί οί άνθρωποι ολόκληρες ώρες καί ημέρες κάθονταν στίς πολυθρόνες τους, βυθισμένοι στίς σκέψεις τους. Βαθειά είναι ή φιλοσοφία αλλά ακόμα βαθύτερος είναι ό θεολογικός στοχασμός, ή ανώτερη μορφή της προσευχής, την οποία οι άγιοι πατέρες ονομάζουν νοερά προσευχή. Είναι ασύλληπτο μεγάλο το βάθος της κοινωνίας εν Πνεύματι πού έχουν οι μεγάλοι άγιοι με τον Θεό. Ό όσιος Παύλος ό Θηβαίος για 91 χρόνια ζοΰσε στην έρημο άγνωστος στον κόσμο, έχοντας κοινωνία μόνο με τον Θεό. Ό Αρσένιος ό Μέγας νύχτες ολόκληρες, μέχρι την ανατολή του ηλίου, στεκόταν με τα υψωμένα προς τον ουρανό χέρια. Ό όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ χίλιες ημέρες καί χίλιες νύχτες προσευχόταν στο Θεό πάνω σε μία λοξή πέτρα. Ασφαλώς το ίδιο ήταν καί το έργο του Ιωάννη του Προδρόμου κατά την παραμονή του στην έρημο. Μέσα στον αδιάκοπο στοχασμό περί Θεού καί περί τίς τύχες του κόσμου, στην βαθιά κοινωνία προσευχής με τον Θεό μεγάλωνε ή δύναμη του πνεύματος του καί αυξανόταν ή κατανόηση των οδών της σωτηρίας, τίς όποιες θα έπρεπε να διδάσκει στον λαό, ό όποιος χανόταν μέσα στίς αμαρτίες του. Θα έπρεπε να αλλάξει τις σκέψεις καί τα αισθήματα του λάου, να τα κάνει πιο βαθιά. Να τους παροτρύνει να μετανοήσουν και να αλλάξουν τίς διεστραμμένες καί πονηρές οδούς τους.
Για αυτόν ακριβώς το σκοπό, να προετοιμάσει δηλαδή την οδό για τον Κύριο και τον Σωτήρα μας τον Ιησού Χριστό, προοριζόταν ό μεγάλος Του Πρόδρομος. Γι' αυτό ακριβώς όλη ή ζωή του εξ απαλών ονύχων καί μέχρι την στιγμή πού άρχισε να κηρύττει στίς όχθες του Ιορδάνη ποταμού ήταν πρωτοφανής και ανήκουστη. Αυτό το κήρυγμα της μετανοίας εϊλκυε προς αυτόν χιλιάδες ανθρώπους καταποντισμένους στην ματαιότητα της κοσμικής ζωής
"Ας δοξολογήσουμε καί ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο καί Θεό μας πού έστειλε στον αμαρτωλό αυτό κόσμο τον μεγαλύτερο απ' όλους, τον ασκητή καί τον κήρυκα της ανώτατης αλήθειας, τον Πρόδρομο Ιωάννη. Καί σ' αυτή την ήμερα της ευλογημένης καί γεμάτης χάρη Γεννήσεως του ας κλείνουμε ενώπιον του τα γόνατα καί τίς καρδιές μας, υμνώντας καί δοξολογώντας τον. Αμήν.
Πηγή-''Λόγοι και ομιλίες Αγιου Λουκά,Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
Εκδ.''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Νικηφόρου Θεοτόκη
«Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν». Τοῦτο ἁρμόζει νά εἰποῦμεν εἰς τήν ὑπέρλαμπρον καί ἐνδοξοτάτην ἑορτήν, ὅπου τήν σήμερον ἡμέραν ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς πανηγυρίζομεν. Δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος, καί τάς δικαιοσύνας ἀγαπᾶ, διά τοῦτο μέ τόσα πολλά μεγαλεῖα, καί μέ τόσας μεγάλας δόξας, ἠθέλησε νά μεγαλύνη τό γενέσιον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὁ Ἰωάννης ὑπερβαίνει ὅλους τούς Ἁγίους εἰς τήν ἁγιότητα· δέν ἐγεννήθη εἰς τόν κόσμον ἄλλος ἄνθρωπος μεγαλύτερος ἀπό αὐτόν εἰς τήν χάριν, ἐξαιρετικώτερος εἰς τήν ἀρετήν, περισσότερος εἰς τήν τελειότητα. Τοῦτο, ὅπου λέγω, δέν εἶναι ὑπερβολή, οὐδέ φοβοῦμαι τίποτε, μήν τύχη καί λανθασθῶ, ὅταν τόν ἀνεβάζω εἰς ἕνα τοιοῦτον ὑψηλότατον ὕψος ἡ ἄπειρος καί ἀλάνθαστος σοφία τοῦ πανσόψου καί ὑπερτελείου Θεοῦ, ὅπου καλά ἐγνώρισε τήν ἀρετήν του, αὐτή τόν ἀνέβασε τόσον ὑψηλά, δίδοντάς του τά πρωτεῖα ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γέννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ». Τοῦ Ἰωάννου ἡ ζωή ἔχει περισσοτέραν ἁγιότητα ἀπό τήν πολιτείαν τῶν ἄλλων Ἁγίων τό γενέσιον τοῦ Ἰωάννου πρέπει νά ἔχη περισσότερην χάριν καί δόξαν ἀπό τῶν ἄλλων Ἁγίων τά γενέσια.
«Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν». Τόση εἶναι ἡ χάρις καί ἡ δόξα, μέ τήν ὁποίαν ὁ Θεός λαμπρύνει τό γενέσιον τοῦ Βαπτιστοῦ, ὅπου κινεῖ εἰς μίαν ὑπέρμετρον χαράν καί ἀγαλλίασιν τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. «Καί πολλοί ἐπί τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται». Ἐχάρη πολλά ὁ παλαιός Ἰσραήλ, ὅταν εἶδε τόσα θαύματα εἰς τήν γέννησιν τοῦ Βαπτιστοῦ διότι κατάλαβε πώς ἐπλησίασεν ὁ καιρός, εἰς τόν ὁποῖον ἔμελλε νά γεννηθῆ ὁ Μεσσίας μέ χαράν μεγάλην πανηγυρίζομεν σήμερον ἡμεῖς, βλέποντες πώς ὁ Θεός ἠθέλησε νά δοξάση τόσο πολλά τήν γέννησιν ἐκείνου, ὅπου προεκήρυξε τόν ἐρχόμον τοῦ Σωτῆρος. Δέν ὑπέφερεν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅμοια μέ τά ἄλλα βρέφη νά γεννηθῆ ἐκεῖνο τό βρέφος, ὅπου ἦτο τόσον ἐξαίρετον εἰς τήν χάριν δέν ὑπέφερεν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ἕνα γενέσιον ὅμοιον μέ ἐκεῖνα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τό γενέσιον ἐκείνου, ὅπου ὑπερέβαινεν ὅλους τούς ἀνθρώπους εἰς τήν τελειότητα. Τοιαῦτα προνόμια καί μεγαλεῖα ἠθέλησεν ὁ δίκαιος Θεός νά δώση εἰς τοῦ Ἰωάννου τήν γέννησιν, ὥστε βλέπων αὐτά ὁ κόσμος νά καταλάβη εὐθύς, πώς ὁ γεννηθείς Ἰωάννης ὑπερβαίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους εἰς τήν χάριν καί εἰς τήν ἀρετήν. Tοῦτο ἠθέλησε νά δείξη ὁ Θεός, ὅταν εἰς τόν κόσμον ἐγεννήθη ὁ Ἰωάννης τοῦτο λοιπόν ἄς εἶναι σήμερον ἡ ἐγκωμιαστική ὑπόθεσις τῆς ἱερᾶς του γεννήσεως.
Πληροφορημένοι καί βέβαιοι ἤσαν οἱ Ἰσραηλῖται, πώς ὅλα ἐκεῖνα, ὅπου κατασκευάζει ἡ πάνσοφος δεξιά τοῦ Θεοῦ, θαυμαστά εἶναι ὅλα καί ὑπερτέλεια ἐπειδή εἶδαν, πόσον θαυματουργός ἦτο ἡ ράβδος τοῦ Μωϋσέως, πόσον θαυμαστά ἦσαν ὁ στῦλος, ὅπου τούς ἔφεγγε τήν νύκτα, καί ἡ νεφέλη, ὅπου τούς ἐσκέπαζεν ἀπό τήν καῦσιν τῆς ἡμέρας, πόσον τέλειον ἦτο τό μάννα καί ἡ ὀρτυγόμητρα, μέ τά ὁποῖα ἐτρέφοντο εἰς τήν ἔρημον, πόσον γλυκύ ἦτο ἐκεῖνο τό ὕδωρ, ὅπου εὔγανεν ἡ σχισθεῖσα πέτρα. Θέλοντας λοιπόν ὁ Θεός νά τούς κάμη νά γνωρίσουν πόσον ἐξαίρετος καί τέλειος ἦτο ὁ Ἰωάννης, καί νά τόν γνωρίσουν, ὄχι ἀπό τά κατορθώματα, ὅπου ἔπειτα ἐκατόρθωσεν, ἀλλά ἀπό τά μεγαλεῖα, ὅπου εἰς τό γενέσιόν του ἔλαβεν, οἰκονομεῖ μίαν οἰκονομίαν πολλά παράδοξον καί θαυμαστήν, κάμνει τό γενέσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου νά μή εἶναι ἔργον τῆς φύσεως, ἀλλά κατόρθωμα τῆς δυνάμεώς Του.
Ἄν στοχασθοῦμεν τάς φυσικάς ἀρχάς, ἀπό τάς ὁποίας ἡ φύσις ἔδωσε τό εἶναι τοῦ Ἰωάννου, τάς βλέπομεν πολλά ξηρᾶς, ἀνύδρους καί ἀκάρπους. Ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατήρ του, τόσον πολλά γέρων εἶναι καί τόσον ἀδύνατον τοῦ φαίνεται νά γέννηση υἱόν, ὥστε δέν ἐστάθη τρόπος νά καταπεισθῆ ποτέ εἰς τοῦ Γαβριήλ τά εὐαγγέλια. Ἐγώ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, τοῦ ἔλεγεν ὁ Ἄγγελος, ἀπό τόν Θεόν εἶμαι ἀπεσταλμένος νά σοῦ εἰπῶ, πώς ἔχεις νά γέννησης υἱόν. Μά αὐτός δέν καταπείθεται. Κατά τί τοῦτο; ἀποκρίνεται τοῦ Ἀγγέλου· ἀπό τί νά καταλάβω ἐγώ αὐτό, ὅπου λέγεις; ποίαν δύναμιν βλέπω εἰς τόν ἑαυτόν μου, ποῖος φυσικός λόγος νά μέ καταπείση; ἐγώ εἶμαι ὑπέργηρος. «Ἐγώ γάρ εἰμι πρεσβύτης»· ἡ γυνή μου, ἡ Ἐλισάβετ, ἐπέρασε τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς της, ἔφθασεν εἰς τό ἔσχατον γῆρας· «καί ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς».
Ἡ Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα του, καί διά τήν φυσικήν της στείρωσιν, καί διά τό βαθύτατον γῆρας της, τόσον ἀδύνατον νομίζει τό πράγμα, ὅπου πέντε μήνας ὁλόκληρους εἶχε τό βρέφος μέσα εἰςτήν κοιλίαν της καί ἀκόμη ἐδίσταζεν, ἐφοβεῖτο νά τό εἴπη, ἐκρύβετο ἀπό τά ὄμματα τῶν ἀνθρώπων. «Καί περιέκρυβεν ἑαυτήν μήνας πέντε».
Ἕνας ὑπέργηρος πατήρ, μία στείρα καί νενεκρωμένη μήτηρ, ποιός νά τό πιστεύση, πώς θέλει νά γεννήσουν υἱόν; Τοῦτο τό ἀδύνατον τῆς φύσεως μέ πολλήν ἀκρίβειαν τό ἐσημείωσεν ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. «Καί οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στείρα, καί ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν». Ὡσάν νά ἔλεγε, πώς ἡ στείρωσις καί τό γῆρας ἦσαν δύο ἐμπόδια εἰς τήν φύσιν πολλά μεγάλα, ἦσαν δύο αἰτίαι, διά τάς ὁποίας ἦτο ἀδύνατον νά τεκνοποιήσουν.
Οἱ Ἰσραηλῖται ὅλοι εἶχον ἔμπροσθεν εἰς τούς ὀφθαλμούς των τοῦτο τό ἀδύνατον, ἤξευραν ὅμως πολλά καλά καί τήν μεγάλην ἀρετήν τοῦ Ζαχαρίου καί τῆς Ἐλισάβετ. «Ἦσαν δέ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καί δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι»· καί ἐπίστευαν ἀκόμη, πώς ὅλα εἶναι δυνατά εἰς τόν Θεόν, κανένα πράγμα δέν εἶναι ἀδύνατον.
Ὅθεν εὐθύς ὅπου ἐκατάλαβαν τήν σύλληψιν, καί εἶδον τοῦ παιδίου τήν γέννησιν, ἐγνώρισαν πώς τό βρέφος δέν εἶναι καρπός τῆς φύσεως, ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς παντοδυνάμου χάριτος· καί ἐπειδή πληροφορημένοι ἦσαν, πώς ὅσα κατασκευάζει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅλα ἐξαίρετα καί ὑπερτέλεια, διά τοῦτο εὐθύς ἄρχισεν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου νά λέγη: τό βρέφος εἶναι ἕνας βλαστός, τόν ὁποῖον ὁ Θεός ἐφύτευσεν, αὐτός λοιπόν πρέπει νά εἶναι γεμάτος οὐράνιον καρπόν· τό βρέφος εἶναι ἕνα ἄνθος, ὅπου ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τό ἐξήνθησεν, αὐτό λοιπόν εὐωδιάζει τάς εὐωδίας τῆς Θείας χάριτος· αὐτό εἶναι ἕνα σκεῦος, ὅπου ὁ Θεός τό κατεσκεύασε, λοιπόν περιέχει ὅλων τῶν ἀρετῶν τά ἀρώματα.
Δέν ἐγνώριζαν ὅμως ὅλοι οἱ υἱοί τῶν Ἰσραηλιτῶν, πώς καί ὁ Σαμψών καί ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Σαμουήλ ἐγεννήθησαν ἀπό γυναίκας στείρας, καί ὁ Ἰσαάκ ἀπό στεῖραν καί γηραλέαν μητέρα καί ἀπό ἑκατονταετῆ καί ἅγιον πατέρα; διατί λοιπόν τόσον θαυμαστόν καί τέλειον ἔπρεπε νά νομίσουν τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή; Διότι ἐκεῖνα ὅπου εἶδαν αὐτοί εἰς τό γενέσιον τοῦ Βαπτιστοῦ, δέν εἶχαν ἀκούσει νά ἔγιναν ποτέ εἰς ἄλλο κανένα γενέσιον. Ἐγέννησε καί ἡ Ἄννα τόν Σαμουήλ, καί ἡ Ραχήλ τόν Ἰωσήφ, χωρίς ὅμως νά ἰδοῦν ὀπτασίας, χωρίς νά ἀκούσουν προφητείας καί χρησμούς διά τά γεννηθέντα βρέφη των· ἐφάνη Ἄγγελος εἰς τόν Μανωέ, ἀλλά εἰς καιρόν ὅπου ἦτο εἰς τόν ἀγρόν του· ἐφάνησαν τρεῖς Ἄγγελοι εἰς τόν Ἀβραάμ, μά εἰς καιρόν ὅπου ἐκάθητο ἐν τῇ δρυί Μαμβρῆ. Ὁ Ἄγγελος καμμίαν ἄλλην προφητείαν δέν εἶπε τῆς γυναικός τοῦ Μανωέ διά τόν υἱόν της τόν Σαμψών, παρά ὅτι αὐτός θέλει ἐλευθερώσει τούς Ἰσραηλίτας ἀπό τήν αἰχμαλωσίαν τῶν Φιλισταίων. «Καί αὐτός ἄρξεται σῶσαι τόν Ἰσραήλ ἐκ χειρός Φιλιστιείμ»· οἱ τρεῖς Ἄγγελοι τίποτε ἄλλο δέν εἶπον τοῦ Ἀβραάμ, παρά πώς ἡ Σάρρα θέλει γεννήσει υἱόν. «Καίἕξει υἱόν Σάρρα ἡ γυνή σου».
Ὅταν ὅμως ἔμελλε νά γεννηθῆ ὁ Ἰωάννης, εἰς καιρόν ὅπου ὁ Ζαχαρίας μέσα εἰς τό θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ ἐπρόσφερε τό θυμίαμα, καί δέησιν ἔκανε διά τήν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ, καί ἔξω ἀπό τό θυσιαστήριον προσηύχετο ὁμοῦ μέ αὐτόν ὅλος ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, τότε καταβαίνει ἀπό τόν οὐρανόν ἐκεῖνος ὁ Ἀρχάγγελος, ὅστις παραστέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί ὅστις εὐηγγέλισε τήν σύλληψιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τήν ἀειπάρθενον κόρην Μαριάμ, καί τοῦ φέρνει τά μηνύματα, ὅτι ἔχει νά γεννήση υἱόν. Ὁ τόπος εἶναι ὁ πλέον ἐξαίρετος, ἀπό ὅσους εὑρίσκοντο τότε εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην, διότι ἦτο τά ἅγια τῶν ἁγίων· ὁ καιρός ἦτο ὁ πλέον εὐπρόσδεκτος καί ἀρεστός εἰς τόν Θεόν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους καιρούς, διότι ἦτο καιρός δεήσεως καί προσευχῆς, καιρός προσφορᾶς καί θυμιάματος· αἱ προφητεῖαι, τάς ὁποίας ὁ Γαβριήλ λέγει πρός τόν Ζαχαρίαν, εἶναι πολλά μεγάλαι· πολλά καθαρά, λέγω, φανερώνουσι τό ὕψος τῆς ἀρετῆς τοῦ παιδίου οἱ χρησμοί τοῦ Ἀγγέλου. Ζαχαρία, τοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος, ἐκεῖνος ὁ υἱός τόν ὁποῖον θέλεις γεννήσει μεγαλωτάτην παρρησίαν θέλει ἔχει ἔμπροσθεν εἰς τόν Θεόν. «Ἔσται γάρ μέγας ἐνώπιον Κυρίου».
Καί τοῦτο μόνον ἀρκετόν ἦτο νά μᾶς φανερώση, πόσον τέλειον καί ἅγιον ἦτο τό πολίτευμα τῆς ζωῆς ἐκείνου, ὅστις ἔμελλε νά γεννηθῆ ἀλλ’ ὁ Θεός ἠθέλησεν, ὅτι ὁ Ἄγγελος νά παραστήση ἀπό μίαν μίαν ὅλας τάς ἀρετάς του. «Καί οἶνον καί σίκερα οὐ μή πίῃ»· ἰδού οἱ ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεώς του, ἤ καλύτερα νά εἰπῶ, ἤ ἀγγελική πολιτεία ὅπου ἔζησεν εἰς τήν ἔρημον. «Καί πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ»· ἰδού τό μεγάλον χάρισμα τῆς προφητείας, τό ὁποῖον ὁ Ἰωάννης μόνον τό ἔλαβε μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του. «Καί πολλούς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ ἐπιστρέψει πρός Κύριον τόν Θεόν αὐτῶν»· ἰδού τό κήρυγμα τῆς μετανοίας, τό ὁποῖον αὐτός ἐκήρυξεν εἰς τά περίχωρα τοῦ Ἰορδάνου. «Καί αὐτός προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καί δυνάμει Ἡλιοῦ» ἰδού πῶς τόν φανερώνει πρόδρομον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί κηρύττει τόν ζῆλον τῆς ψυχῆς του, διά τόν ὁποῖον ἀπετμήθη τήν κεφαλήν. Δίκαιον, ὅσιον, προφήτην, χάριτος θείας πεπληρωμένον, κήρυκα τῆς μετανοίας, ζηλωτήν τῶν νόμων τοῦ Κυρίου, πρόδρομον Χριστοῦ, μέγαν ἐνώπιον Θεοῦ τόν ἐφανέρωσεν ὁ Ἄγγελος προτοῦ νά γεννηθῆ. Ποῖος ἄλλος ἔλαβεν εὐαγγέλια γεννήσεως μέσα εἰς τά ἅγια τῶν ἁγίων; κανένας ἄλλος βέβαια παρά ὁ Ζαχαρίας. Εἰς ποιόν ἄλλον ἐπέμφθησαν μηνύματα τεκνογονίας, εἰς τόν καιρόν ὅπου ἐπρόσφερε τοῦ Θεοῦ τό θυμίαμα; Εἰς κανένα ἄλλον βέβαια, παρά εἰς τόν Ζαχαρίαν. Εἰς ποιόν βρέφος τόσαι προφητεῖαι ἠκούσθησαν; Εἰς τόν Ἰωάννην μόνον. Εἰς ποίου βρέφους τήν γέννησιν ἐπροφητεύθησαν τόσοι χρησμοί; Εἰς τήν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου μοναχήν. «Δίκαιος ὁ Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν». Εἰς τοῦ Ἰωάννου μόνον τό γενέσιον ἔγιναν πράγματα τόσον θαυμαστά καί ἐξαίσια, διότι τοῦ Ἰωάννου τό πολίτευμα ἔχει τό ὑπέρτερον ἀπό κάθε ἄλλου Ἁγίου πολιτείαν καί ζωήν.
Τόν Ἰωάννην πρῶτα τόν ἐγνώρισεν ὁ κόσμος Ἅγιον, καί ἔπειτα τόν εἶδε βρέφος· πρῶτα τόν εἶδε προφήτην καί ἔπειτα ἄνθρωπον ἐπειδή αὐτός προτοῦ νά ἔβγη ἀπό τήν κοιλίαν τῆς μητρός του ἔδειξε τήν χάριν ὅπου ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἁγία τῶν ἁγίων, ἡ Παντάνασσα Παρθένος καί Μήτηρ τοῦ Θεοῦ (μέ νεῦσιν βέβαια καί φωτισμόν τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου θέλει νά φανερώση τήν χάριν ὅπου ἔδωσε τοῦ Βαπτιστοῦ Του), ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Ναζαρέτ, καί ἔρχεται εις τήν ὀρεινήν τῆς Ἰουδαίας, ἐμβαίνει εἰς τόν οἶκον τοῦ Ζαχαρίου, χαιρετάει καί ἀσπάζεται τήν Ἐλισάβετ· ἡ Ἐλισάβετ θέλει εὐθύς νά ἀποκριθῆ εἰς τόν χαιρετισμόν τῆς Παρθένου, ἀλλά δέν προφθάνει· ἀποκρίνεται ὁ Πρόδρομος μέσα ἀπό τήν κοιλίαν της, καί ἀπό μέσα ἀπό τήν μήτραν της· σκιρτᾶ μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του καί τό σκίρτημα εἶναι ἕνα προσκύνημα, ὅπου γεμίζει τήν καρδίαν τῆς Ἐλισάβετ χαρᾶς πνευματικῆς. Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου, ἀρχίζει νά λέγη ἡ Ἐλισάβετ, εὐθύς μόλις ἔφθασεν ἡ φωνή τοῦ χαιρετισμοῦ σου εἰς τά ὦτα μου, τό βρέφος ὅπου βαστῶ μέσα εἰς τήν κοιλίαν μου ἐσκίρτησε, σέ προσεκύνησεν ὡς Μητέρα Θεοῦ, καί ἐπλήρωσε τήν καρδίαν μου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως· «Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τά ὦταμου, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλία μου».
Ὦ θαῦμα, ὦ μεγαλεῖον, ὦ δόξα, ὦ χάρις, ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Ἰωάννην. Οἱ Μάρτυρες ἀφοῦ ἐρραντίσθησαν μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου, οἱ ἀσκηταί ἀφοῦ ἐπλύθησαν μέσα εἰς τούς ἱδρώτας τῆς ἀσκήσεως, οἱ Ἀπόστολοι ἀφοῦ εὐωδίασαν τόν ἑαυτόν των μέ τήν ὀσμήν τοῦ κηρύγματος, ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἀφοῦ ἐβάφησαν μέσα εἰς τό μύρον τῶν ἀγώνων των, τότε ἔλαβον τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ Ἰωάννης μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του πληροῦται Θείας χάριτος. Ὁ κόσμος ἐγνώρισε τόν κάθε ἕνα πῶς εἶναι Ἅγιος, ὕστερα ἀπό τά κατορθώματα τῆς ἀρετῆς τοῦ· τόν Ἰωάννην ἡγιασμένον τόν ἐκατάλαβε προτοῦ νά γεννηθῆ εἰς τόν κόσμον. Ἀφοῦ οἱ Προφῆται μέ τήν πολλήν τους ἀρετήν ἔγιναν σκεύη δεκτικά τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἔλαβον τῆς προφητείας τό χάρισμα, τότε ὁ κόσμος ἐκατάλαβε, πώς ἦσαν Προφῆται· τόν Ἰωάννην ὁ κόσμος τόν ἐγνώρισε Προφήτην, εἰς καιρόν ὅπου ἦτο βρέφος ἀγέννητον· ἐσκίρτησε μέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς μητρός του, ἐπροσκύνησε τόν Δεσπότην τῶν ἁπάντων, καί μετεδόθη ἡ χάρις ὅπου αὐτός ἔλαβε καί εἰς τήν Ἐλισάβετ. «Καί ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ», καί ἤρχισε μέ μεγάλην φωνήν νά κηρύττη ἐκεῖνα, ὅπου ὁ Ἰωάννης, διότι εἶναι ἀγέννητος, δέν ἠμπορεῖ νά εἴπη. «Καί ἀνεφώνησε φωνή μεγάλη καί εἶπεν: εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου· καί πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθη ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;» Μητέρα Θεοῦ ὀνομάζει τήν Παρθένον, ὡσάν νά ἤξευρε ποῖον βαστάζει εἰς τήν κοιλίαν Της, καί ὡσάν νά ἔβλεπε, πώς τό βρέφος, ὅπου ἔχει εἰς τήν μήτραν Της, εἶναι ὁ σεσαρκωμένος Θεός.
Γίνεται λοιπόν προφήτης ἡ Ἐλισάβετ, καί τοῦτο δόξα εἶναι τοῦ υἱοῦ της τοῦ Βαπτιστοῦ. Εἶχε προστάξει ὁ Θεός τόν Ζαχαρίαν νά ὀνομάση τόν υἱόν του Ἰωάννην «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην»· διά νά παρασταίνη καί τό ὄνομά του τήν τελειότητα τῆς προαιρέσεώς του, διατί Ἰωάννης θέλει νά εἴπη πλήρης χάριτος· ἐπειδή ὅμως κωφός καί ἄλαλος εὐγῆκεν ὁ Ζαχαρίας ἀπό τό θυσιαστήριον, δέν ἠδυνήθη νά φανερώση κανενός τό ὄνομα.
Ἦλθεν ἡ ὥρα ὅπου ἔμελλε νά περιτέμουν τό παιδίον, καί ὅλοι ἀπεφάσισαν νά τό ὀνομάσουν Ζαχαρίαν· ἡ δέ Ἐλισάβετ παρευθύς, μέ τό χάρισμα τῆς προφητείας, ὅπου ἔλαβεν ἀπό τόν Θεόν, ὄχι, τούς λέγει, μή τό ὀνομάσετε Ζαχαρίαν, τό ὄνομά του ἄς εἶναι Ἰωάννης· «Καί ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν οὐχί, ἀλλά κληθήσεται Ἰωάννης».
Θαυμάζουν οἱ περιεστῶτες, διατί κανένας δέν ἦτο εἰς τήν συγγένειάν του, ὅπου νά ὀνομάζεται Ἰωάννης· φιλονεικοῦσιν ἀναμεσόν τους, κάνουν νεύματα εἰς τόν κωφόν καί ἄλαλον πατέρα του νά τούς φανέρωση, πῶς νά ὀνομάσουν τό βρέφος· ἐκατάλαβε ὁ Ζαχαρίας, πώς διά τό ὄνομα εἶναι ἡ φιλονεικία, μέ τά σχήματα τούς γυρεύει πινακίδιον, γράφει ἐπάνω εἰς αὐτό, «Ἰωάννης ἐστί τό ὄνομα αὐτοῦ», καί παρευθύς μόλις τό ἔγραψεν, ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! εὐθύς λύονται τά δεσμά τῆς γλώσσης του, ἀνοίγει τό στόμα του, κινεῖ τά χείλη του, καί εὐλογεῖ τόν Θεόν. «Ἀνεῲχθη δέ τό στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καί ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καί ἐλάλει εὐλογῶν τόν Θεόν»· καί παρευθύς ἄλλο θαῦμα γίνεται· πληροῦται Πνεύματος Ἁγίου ὁ Ζαχαρίας, καί ἀρχίζει μεγαλοφώνως νά προφητεύη διά τόν υἱόν του τάς θαυμαστάς καί μεγάλας προφητείας. «Καί Ζαχαρίας ὁ πατήρ αὐτοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου καί προεφήτευσε».
Ὦ μεγαλεῖα ἀνείκαστα, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός ἐμεγάλυνε τό γενέσιον τοῦ Βαπτιστοῦ! Ὅλοι ὅσοι ἤκουαν καί ἔβλεπαν τόσα θαύματα, ἐξεπλάγησαν ὅλοι καί ἐθαύμασαν. «Καί ἐθαύμασαν πάντες»· ὅλοι εὐθύς ἄρχισαν νά ἀποροῦσι· καί τί νά εἶναι τάχα, ἔλεγαν, τοῦτο τό παιδίον; «Τί ἄρα τό παιδίον τοῦτο ἔσται;» Προφήτης μόνον; Μά δέν ἠκούσθησαν ποτέ τέτοια θαύματα εἰς τήν γέννησιν τῶν Προφητῶν. «Τί ἄρα τό παιδίον τοῦτο ἔσται;» Βασιλεύς μόνον; Μά τά γενέσια τῶν βασιλέων δέν ἔλαβον τόσην δόξαν. «Τί ἄρα τό παιδίον τοῦτο ἔσται;» Δίκαιος μόνον καί Ἅγιος; Μά δέν ἔγιναν τόσα παράδοξα πράγματα, ὅταν ἐγεννήθησαν οἱ ἅγιοι καί οἱ δίκαιοι. Ἀπεφάσισαν τέλος πάντων πώς αὐτός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας, καί ἐφύλαξαν αὐτήν τήν ὑπόληψιν μέσα εἰς τήν καρδίαν των, ἕως ὅτου ὁ Πρόδρομος ἔφθασεν εἰς μέτρον ἡλικίας. «Καί ἔθεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν λέγοντες, τί ἄρα τό παιδίον τοῦτο ἔσται;» ἔπειτα ἐρωτοῦσαν τόν ἴδιον, διά νά ἀκούσουν καί ἀπό τό στόμα του, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας. «Σύ τίς εἶ;» τοῦ ἔλεγαν· εἶπέ μας ποῖος εἶσαι; Ὁ Ἰωάννης τό ἐκατάλαβε, πώς τόν ἐρωτοῦσαν στοχαζόμενοι, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅθεν τούς ἀπεκρίθη: δέν εἶμαι ἐγώ, ὄχι, ὁ Χριστός. «Αὐτός ὠμολόγησε, καί οὐκἠρνήσατο· καί ὠμολόγησεν, ὅτι οὐκ εἰμι ἐγώ ὁ Χριστός». Δέν εἶχαν ὅμως δίκαιον νά στοχασθοῦν, πώς ὁ Ἰωάννης ἦτο ὁ Μεσσίας, ὅπου ἐκαρτεροῦσαν;
Ὁ Ζαχαρίας, ὅταν ἐθυσίαζε μέσα εἰς τό θυσιαστήριον, δέν ἐζήτει τοῦ Θεοῦ νά τοῦ χαρίση υἱόν· ἄν ἐζήτει τοιοῦτον τι, δέν ἤθελεν ἀπιστήσει τόσον πολλά, ὅταν ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε πώς εἰσηκούσθη ἡ δέησίς του, καί θέλει γεννήσει υἱόν ἡ Ἐλισάβετ. Αὐτός ὅταν ἐπρόσφερεν εἰς τόν Θεόν τό θυμίαμα, παρεκάλει διά τήν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ· καί εἰς καιρόν ὅπου αὐτός ἔκανε δέησιν διά τήν σωτηρίαν τοῦ κόσμου, παραστέκεται ὁ Ἄγγελος ἔμπροσθέν του λέγων εἰς αὐτόν:«Εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, κά! ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι»· ὡσάν νά ἦτο ἡ γέννησις τοῦ Ἰωάννου ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Καί ἀπό ἐδῶ λαμβάνω ἀφορμήν νά στοχασθῶ, πώς, διά νά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι Πρόδρομος τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἠθέλησεν ὁ Θεός τό γενέσιόν του νά λάβη ὅμοια προτερήματα μέ ἐκεῖνα, ὅπου εἶχε τό γενέσιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰςτήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Γαβριήλ εὐαγγελίζει εἰς τήν Παρθένον τό χαῖρε· εἰςτήν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὁ Ἄγγελος λέγει εἰς τόν Ζαχαρίαν: «Καίἔσται χαρά σοι καί ἀγαλλίασις». Ὁ Ἄγγελος λέγει εἰς τήν Παρθένον ἐκεῖνος ὅπου μέλλεις νά γεννήσης, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Ὑψίστου· ὁ Ἄγγελος προλέγει τοῦ Ζαχαρίου, ὅτι ὁ υἱός σου θέλει εἶναι μέγας ἐνώπιον Κυρίου. Εἰς τήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ παρθενία καί τόκος, εἰς τήν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στείρωσις καί γῆρας. Ἐκεῖ Ἄγγελοι δοξάζοντες, ἐδῶ ἄνθρωποι θαυμάζοντες. Ἐκεῖ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί, καί κατεβάζουν τόν ἀστέρα· ἐδῶ λύεται ἡ γλώσσα τοῦ πατρός, καί ἐκφωνεῖ τάς προφητείας. Γεννηθείς ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἔπαυσε τοῦ διαβόλου ἡ ἐξουσία· γεννηθείς ὁ Ἰωάννης, ἤρχισε τό κήρυγμα τῆς σωτηρίας. «Δίκαιος ὁ Κύριος, καί δικαιοσύνας ἠγάπησε».
Τόση ἔπρεπε βέβαια νά εἶναι ἡ δόξα τοῦ γενεσίου σου, ὦ Προφήτα καί Πρόδρομε τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· διότι δέν ἐγεννήθη ἄλλος ἄνθρωπος μεγαλύτερος ἀπό λόγου σου εἰς τήν ἀρετήν. Μέ τό ἔνδυμα τῆς καμήλου ἐνδεδυμένον, καί μέ τήν δερματίνην ζώνην ἐζωσμένον, σέ στοχάζονται οἱ ἀσκηταί τοῦ Παραδείσου, καί εὐλαβούμενοι τούς ἀσκητικούς ἀγώνας σου, ὅλοι σοῦ δίδουν τά πρωτεῖα· σέ βλέπουν οἱ μάρτυρες ραντισμένον μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου σου, καί ὅλοι σέ ὑπερυψώνουσιν· ἠξεύρουν οἱ Ἀπόστολοι τό εὐαγγελικόν κήρυγμα, τό ὁποῖον ἐκήρυξες εἰς ὅλα τά περίχωρα τοῦ Ἰορδάνου, καί ὡς μέγαν διδάσκαλον καί πρῶτον Ἀπόστολον σέ νομίζουσι καί σοῦ δίδουν κάθε προτίμησιν· ἐκατάλαβαν οἱ Προφῆται, πώς ἐσύ εἶσαι ἡ σφραγίς ὅλων τῶν προφητειῶν των, ὅθεν πρώτιστον Προφήτην σέ στοχάζονται· οἱ Ἄγγελοι διακρίνουν καλά τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς σου, καί τό ἀξίωμα ὅπου ἔλαβες, νά θέσης τάς χείρας σου ἐπάνω εἰς τήν κορυφήν τοῦ Δεσπότου τῶν ἁπάντων, καί νά τόν βαπτίσης μέσα εἰς τοῦ Ἰορδάνου τά ὕδατα· ὅθεν ὅλα αὐτῶν τά Τάγματα μεγάλον σέβας σοῦ προσφέρουσι, μέ μεγάλας δόξας σέ τιμοῦν.
Βαπτιστά λοιπόν καί Πρόδρομε, λύχνε τοῦ φωτός φαεινότατε, φωνή τοῦ Λόγου μεγαλοφωνοτάτη, δόξα καί καύχημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἄγγελε ἐπίγειε, ἄνθρωπε οὐράνιε, σύ ὡς δίκαιος, ὡς μάρτυς, ὡς Ἀπόστολος, ὡς Προφήτης, ὡς Βαπτιστής, ὅπου εἶσαι, ἔχεις βέβαια μεγάλην τήν παρρησίαν πρός τόν Θεόν· ἔπαρον λοιπόν τάς ἁγίας σου χείρας ὑπέρ ἡμῶν πρός Κύριον· δυσώπησον αὐτόν νά ράνῃ πλουσίαν τήν δρόσον τοῦ ἐλέους του εἰς ἡμᾶς, ὅπου εὐλαβῶς ἑορτάζομεν τό ἔνδοξον καί ὑπέρλαμπρόν σου γενέσιον.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου