ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

10 Aπριλίου -Μεγάλη Παρασκευή πρωί οι ακολουθίες των Μεγάλων και Βασιλικών Ωρών και του Εσπερινού του Μεγάλου Σαββάτου ( Αποκαθήλωσις)

Μεγάλη Παρασκευή , η Σταύρωση του Χριστού ... : Το πρωί αναγινώσκονται οι Μεγάλες και Βασιλικές Ώρες και εν συνεχεία ψάλλεται ο εσπερινός του Μεγάλου Σαββάτου , κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα , κατά νεώτερον έθος, η ''Αποκαθήλωση'' και η απόθεσις του Ιερού Επιταφίου εις το ευπρεπισμένον κουβούκλιον .

 

Ὁ Σταυρὸς

 Πρωτοπρ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Μεγάλης Πέμπτης –μὲ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: τὴν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας– μπαίνουμε στό σκοτάδι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, στήν ἡμέρα δηλαδὴ τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ταφῆς Του. Στήν πρώτη Ἐκκλησία αὐτὴ ἡ ἡμέρα, ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ὀνομαζόταν «Πάσχα τοῦ Σταυροῦ». Πραγματικά, αὐτὴ ἡ ἡμέρα, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς Διάβασης, τοῦ Περάσματος, τοῦ ὁποίου τὸ βαθύτερο νόημα θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ σιγὰ-σιγά, πρῶτα στή θαυμαστὴ ἡσυχία τοῦ Μεγάλου καὶ Εὐλογημένου Σαββάτου καὶ ὕστερα, στή χαρὰ τῆς Ἀναστάσιμης Ἡμέρας.
 Ἂς δοῦμε πρώτα τὶ εἶναι αὐτὸ τὸ Σκοτάδι. Θὰ πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι τὸ σκοτάδι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς δέν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο συμβολικὸ ἢ ἀντικείμενο ἀνάμνησης. Πολὺ συχνά, ὅταν συμμετέχουμε στίς ὄμορφες καὶ κατανυκτικὲς ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς ἡμέρας, νιώθουμε τὴν ἐπιβλητικὴ θλίψη πού τίς διακατέχει, ἀλλὰ ταυτόχρονα βιώνουμε καὶ κάποιο αἴσθημα αὐτοθαυμασμοῦ καὶ αὐτοδικαίωσης.
Πρὶν ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια κάποιοι «κακοὶ» ἄνθρωποι θανάτωσαν τὸν Χριστό. Σήμεραἐμεῖς, οἱ «καλοὶ» Χριστιανοὶ, στολίζουμε πολυτελεῖς Ἐπιταφίους στίς Ἐκκλησίες μας! Δέν εἶναι αὐτὸ τρανὸ σημάδι τῆς «καλοσύνης μας;»… Ναί, ἀλλὰ ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ δέν ἀσχολεῖται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ τὸ παρελθὸν. Δέν εἶναι μία ἁπλὴ ἀνάμνηση γεγονότων, ἀλλὰ εἶναι ἡμέρα πού ἀποκαλύπτεται ἡ Ἁμαρτία καὶ τὸ Κακὸ, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ ν’ ἀναγνωρίσουμε τὴν τραγικὴ πραγματικότητά τους καὶ τή δύναμή τους στόν «κόσμο τοῦτο». Γιατὶ ἡ Ἁμαρτία καὶ τὸ Κακὸ δέν ἑξαφανίστηκαν, ἀλλά ἀντίθετα, ἀποτελοῦν ἀκόμα τὸ βασικὸ νόμο τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς μας.
Ἀλλὰ μήπως καὶ μεῖς, οἱ αὐτοκαλούμενοι Χριστιανοί, συχνὰ δέν ἔχουμε τή λογική τοῦ κακοῦ πού εἶχαν οἱ Ἀρχιερεῖς τῶν Ἑβραίων, ὁ Πόντιος Πιλᾶτος, οἱ Ῥωμαῖοι στρατιῶτες καὶ ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος πού μισοῦσε, βασάνιζε καὶ φόνευε τὸν Χριστό; Ποιά στάση θὰ κρατούσαμε ἄραγε ἂν ζούσαμε στά Ἱεροσόλυμα τὴν ἐποχὴ τοῦ Πιλάτου; Αὐτὴ εἶναι μία ἐρώτηση πού ἀπευθύνεται στόν καθένα μας μέσα ἀπὸ τὶς λέξεις τῶν ὕμνων τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Τούτη ἡ ἡμέρα εἶναι πραγματικὰ ἡ «ἡμέρα τοῦ κόσμου τούτου»  κρίνεται ὁ κόσμος μας, ἀληθινὰ καὶ ὄχι συμβολικά, καὶ καταδικάζεται. Εἶναι μία πραγματικὴ καὶ ὄχι τελετουργικὴ καταδίκη τῆς ζωῆς μας… Εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς φύσης «τοῦ κόσμου τούτου» πού προτίμησε τότε, ἀλλὰ καὶ τώρα συνεχίζει νά προτιμάει, τὸ σκοτάδι ἀντὶ τὸ φῶς, τὸ κακὸ ἀντὶ τὸ καλό, τὸ θάνατο ἀντὶ τή ζωή. Ἔχοντας καταδικάσει τὸν Χριστὸ σὲ θάνατο ὁ «κόσμος τοῦτος» καταδίκασε ταυτόχρονα καὶ τὸν ἑαυτὸ του σὲ θάνατο.
Στό μέτρο πού καὶ ἐμεῖς ἀποδεχόμαστε τὸ πνεῦμα τοῦ «κόσμου τούτου», τὴν ἁμαρτία του, τὴν προδοσία του κατὰ τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε καὶ ἐμεῖς ἐπίσης καταδικασμένοι. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο καὶ φοβερὰ ῥεαλιστικὸ νόημα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς: Μία καταδίκη σὲ θάνατο…  Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἡμέρα, ὁπότε φανερώθηκε καὶ θριάμβευσε τὸ Κακό, εἶναι ἐπίσης καὶ ἡμέρα Λύτρωσης. Ὁ Θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται σωτήριος γιά μᾶς, γίνεται πηγὴ λύτρωσης. Καὶ εἶναι αὐτὸς ὁ Θάνατος σωτήριος γιατὶ εἶναι ἡ πλήρης, ἡ τέλεια καὶ ἡ ὑπέρτατη Θυσία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προσφέρει τὸ Θάνατό Του στόν πατέρα Του• τὸν προσφέρει ἐπίσης καὶ σὲ μᾶς. Στόν πατέρα Του γιατί, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά «πατήσει» (νά καταστρέψει) τὸ θάνατο, νά σώσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ θάνατο. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα: Μέ αὐτὸν ἄνθρωποι νά σωθοῦν ἀπὸ τὸ θάνατο διὰ τοῦ θανάτου. Σὲ μᾶς προσφέρει ὁ Χριστὸς τὸ Θάνατό Του γιατὶ, στήν πραγματικότητα, ὁ Χριστὸς πεθαίνει ἀντὶ γιά μᾶς.
Ὁ θάνατος εἶναι ὁ φυσικὸς καρπὸς τῆς ἁμαρτίας• εἶναι τιμωρία σὰν φυσικὴ συνέπεια τῆς ἀποστασίας. Ὁ ἄνθρωπος διάλεξε νά ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ μὴ ἔχοντας ζωὴ ἀφ’ ἑαυτοῦ του, πεθαίνει. Στόν Χριστὸ δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἑπομένως δέν ὑπάρχει θάνατος. Δέχεται ὅμως νά πεθάνει γιά μᾶς, μόνο καὶ μόνο γιατὶ μᾶς ἀγαπάει. Προσλαμβάνει καὶ μοιράζεται μαζὶ μας τὴν ἀνθρώπινη φύση μέχρι τέλους. Παίρνει ἐπάνω Του τὴν τιμωρία (θάνατος) πού ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει νά πληρώσει, γιατὶ ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει ὁλόκληρη τή φύση μας μαζὶ μὲ τὸ φορτίο τοῦ ἀνθρώπινου ξεπεσμοῦ. Πεθαίνει ὁ Χριστὸς γιατὶ ἔχει οὐσιαστικὰ ταυτίσει τὸν Ἑαυτὸ Του μὲ μᾶς, ἔχει κυριολεκτικὰ ἐπωμιστεῖ τὴν τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ Θάνατός Του, λοιπόν, εἶναι ἡ μεγαλειώδης ἀποκάλυψη τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ἀγάπης Του. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θάνατός Του εἶναι ἀγάπη, εὐσπλαχνία, φιλανθρωπία, ἀλλάζει αὐτόματα ἡ φύση τοῦ θανάτου. Ἀπὸ τιμωρία γίνεται πράξη πού ἀντανακλᾶ ἀγάπη καὶ συγχώρεση, δηλαδὴ ὁ θάνατος γίνεται τὸ τέλος τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τῆς μοναξιᾶς. Ἡ καταδίκη μετατρέπεται σὲ συγγνώμη, σὲ ζωή…
Τελικά, ὁ Θάνατος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι σωτήριος θάνατος ἐπειδὴ ἐκμηδενίζει τὴν πηγὴ τοῦ θανάτου: τὸ Κακό. Ὁ Χριστὸς δέχεται τὸ θάνατο ἀπὸ ἀγάπη γιά τὸν ἀνθρωπο, καὶ προσφέρει τὸν Ἑαυτὸ Του στούς φονευτὲς Του, οἱ ὁποῖοι κερδίζουν φαινομενικὰ τή νίκη. Ὅμως στήν οὐσία αὐτὴ ἡ νίκη εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ καὶ ἀποφασιστικὴ ἧττα τοῦ Κακοῦ.  Γιά νά θριαμβεύσει τὸ Κακὸ θὰ πρέπει νά ἐκμηδενίζεται τὸ Καλὸ καὶ νά ἀποδεικνύεται τὸ Κακὸ σὰν τέλεια ἀλήθεια γιά τή ζωή, νά δυσφημίζεται τὸ Καλὸ καί, μὲ μία λέξη, νά φανερώνει τὸ Κακὸ τὴν ὑπεροχὴ του. Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ ὅσα ἔπαθε ὁ Χριστός, εἶναι ὁ μόνος πού θριαμβεύει. Τὸ Κακὸ δέν ἔχει τὴν παραμικρὴ δύναμη ἐπάνω Του, γιατὶ δέν εἶναι δυνατὸν ὁ Χριστὸς νά δεχτεῖ τὸ Κακὸ σὰν ἀλήθεια. Ἔτσι μὲ τὸν Χριστὸ ἡ ὑποκρισία ἀποκαλύπτει τὸ ἀληθινὸ πρόσωπό της σὰν ὑποκρισία, ὁ φόνος σὰν φόνος, ὁ φόβος σὰν φόβος• καὶ καθὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σιωπηλὰ πορεύεται πρὸς τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ Τέλος, ἡ ἀνθρώπινη τραγωδία φτάνει στήν ἀποκορύφωσή της.
 Ὁ θρίαμβος τοῦ Χριστοῦ, ἡ νίκη Του κατὰ τοῦ Κακοῦ, ἡ δόξα Του γίνονται ὅλο καὶ περισσότερο ἐμφανῆ. Βλέπουμε δὲ σταδιακὰ αὐτὴ τή νίκη νά τὴν ἀναγνωρίζουν, νά τὴν ὁμολογοῦν καὶ νά τὴν διακηρύσσουν πρῶτα ἡ γυναῖκα τοῦ Πιλάτου, ὕστερα ὁ συσταυρωμένος ληστὴς καὶ ὁ κεντηρίωνας. Καὶ καθὼς ὁ Χριστὸς πεθαίνει στό Σταυρό, ἀφοῦ ἀποδέχτηκε ὁλόκληρη τή φρίκη τοῦ θανάτου: τὴν ἀπόλυτη μοναξιὰ («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τὶ μὲ ἐγκατέλιπες;»), δέν ἔμεινε παρὰ νά ἀκουστεῖ ἡ τελευταία ὁμολογία: «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος»… Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὁ Θάνατος, αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀγάπη, ἡ Ὑπακοὴ καὶ ἡ πληρότητα τῆς Ζωῆς πού καταστρέφει ὅ,τι ἔκανε τὸ θάνατο παγκόσμιο μοιραῖο προορισμό. «Καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν, καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη…» (Ματθ. 27, 52). Ἤδη ἀρχίζει νά ἀκτινοβολεῖ ἡ ἀνάσταση…
Αὐτὸ εἶναι τὸ διπλὸ μυστήριο τῆς ἡμέρας αὐτῆς, τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καὶ οἱ ἀκολουθίες μὲ τοὺς ὑπέροχους ὕμνους τὸ ἀποκαλύπτουν καὶ μᾶς καλοῦν νά συμμετέχουμε σ’ αὐτό. Στούς ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς βλέπουμε ἀπὸ τή μιά μεριὰ τή διαρκή ἔμφαση στό πάθος τοῦ Χριστοῦ σὰν τὴν ἁμαρτία τῶν ἁμαρτιῶν, τὸ ἔγκλημα τῶν ἐγκλημάτων. Στόν Ὄρθρο, ποὺ γίνεται τή Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ, διαβάζονται τὰ δώδεκα Εὐαγγέλια τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. (Συνηθίζουμε νά λέμε ἔτσι δώδεκα Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα διαλεγμένα ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης). Τὰ δώδεκα, λοιπόν, αὐτὰ Εὐαγγελικὰ ἀποσπάσματα μᾶς βοηθοῦν νά παρακολουθήσουμε βῆμα μὲ βῆμα ὅλα τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ.
Τή Μεγάλη Παρασκευή τὸ πρωὶ διαβάζονται οἱ Ὧρες στή θέση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἡμέρα τοῦ ἔτους κατὰ τὴν ὁποία δέν τελεῖται Θεία Λειτουργία. Καὶ αὐτὸ ἀκόμα δείχνει πώς τὸ Ἱερὸ Μυστήριο τῆς Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ (ἡ Θεία Εὐχαριστία) δέν ἀνήκει στόν «κόσμο τοῦτο», στόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, τοῦ σκότους καὶ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ εἶναι τὸ Μυστήριο τοῦ «κόσμου πού ἔρχεται». Μετὰ τὶς Ὧρες ἀκολουθεῖ ὁ Ἑσπερινὸς καὶ στό τέλος γίνεται ἡ Ἀποκαθήλωση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸ Σταυρὸ καὶ ὁ ἐνταφιασμὸς Του. Οἱ ὕμνοι, στίς ἀκολουθίες αὐτές, καὶ τὰ ἀναγνώσματα εἶναι γεμάτα ἀπὸ σοβαρὲς κατηγορίες ἐναντίον αὐτῶν πού μὲ τή θέλησή τους καὶ ἐλεύθερα ἀποφάσισαν νά φονεύσουν τὸν Χριστὸ, δικαιολογώντας αὐτὸν τὸ φόνο μὲ τή θρησκεία τους, τὴν ὑπακοὴ στήν πολιτεία τους καὶ γιά λόγους πρακτικοὺς ἢ γιά λόγους ἐπαγγελματικῆς ὑπακοῆς.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ βλέπουμε, στούς ὕμνους τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, τή θυσία τῆς ἀγάπης πού προετοιμάζει τὴν τελικὴ νίκη, νά εἶναι ἐπίσης παροῦσα ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δώδεκα Εὐαγγέλια τοῦ Ὄρθρου (Ἴω. 13, 31-18, 1) ἀρχίζει μὲ τή γεμάτη ἱεροπρεπή ἀναγγελία τοῦ Χριστοῦ: «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ». Στό παρακάτω στιχηρὸ –ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἡμέρας– διαφαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνατολὴ τοῦ φωτός, ζωντανεύει ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ βεβαιότητα ὅτι «μὲ τὸ θάνατο θὰ νικηθεῖ ὁ θάνατος…».
 «Ὅτε ἐν τῷ τάφῳ τῷ κενῷ, ὑπὲρ τοῦ παντὸς κατετέθης, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ παντός, Ἅδης ὁ παγγέλαστος, ἰδὼν σε ἔπτηξεν• οἱ μοχλοὶ συνετρίβησαν, ἐθλάσθησαν πύλαι, μνήματα ἀνοίχθησαν, νεκροὶ ἀνίσταντο. Τότε ὁ Ἀδὰμ εὐχαρίστως, χαίρων ἀνεβόα σοι• Δόξα τῇ συγκαταβάσει σου Φιλάνθρωπε»
 Ὅταν στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἀφοῦ γίνει ἡ ἀποκαθήλωση, βάζουμε στό κέντρο τοῦ ναοῦ τὸν Ἐπιτάφιο μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου στόν τάφο, ὅταν πιὰ ἡ μεγάλη αὐτὴ ἡμέρα βρίσκεται στό τέλος, ξέρουμε ὅτι καὶ ἐμεῖς βρισκόμαστε στό τέλος τῆς μακρᾶς ἱστορίας τῆς σωτηρίας καὶ τῆς λύτρωσης. Ἡ Ἑβδόμη Ἡμέρα, «Ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως», τὸ εὐλογημένο Σάββατο ἔρχεται. Μαζὶ του ἔρχεται ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Ζωηφόρου Τάφου… 







Ὑμνολογικά Μεγάλης Παρασκευῆς

 

«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου σύν Νικοδήμῳ καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν∙ Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὅν πρό μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος ζόφον περιεβάλλετο καί ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο καί διεῤῥήγνυτο ναοῦ τό καταπέτασμα· ἀλλ᾽ ἰδού νῦν βλέπω σε δι᾽ ἐμέ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον. Πῶς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; Ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν ἀκήρατον σῶμα; ἤ ποῖα ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τά πάθη σου, ὑμνολογῶ καί τήν ταφήν σου σύν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε, δόξα σοι».
Ὅταν ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τό Νικόδημο, κατέβασε ἀπό τό ξύλο ἐσένα, πού φορᾶς σάν ἱμάτιο τό φῶς, καί σέ εἶδε νεκρό, γυμνό καί ἄταφο, ἀναλαβών θρῆνο γεμάτο συμπάθεια καί κλαίοντας ἔλεγε: Ἀλίμονο σ᾽ ἐμένα, γλυκύτατε Ἰησοῦ! Πρίν ἀπό λίγο ὁ ἥλιος, βλέποντάς σε νά κρέμεσαι στό σταυρό, ντύθηκε στό σκοτάδι καί ἡ γῆ ἀπό τό φόβο της κλονιζόταν καί σχίστηκε σέ δύο τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ. Ἀλλ᾽ ὅμως τώρα κατανοῶ ὅτι γιά μένα ὑπέστης θάνατο. Πῶς νά σέ κηδεύσω, Θεέ μου; Ἤ πῶς νά σέ τυλίξω σέ σεντόνια; Μέ ποιά τραγούδια θά ψάλλω κατά τήν ἐκφορά σου, εὐσπλαχνικέ Κύριε; Δοξολογῶ τά πάθη σου, ἀπευθύνω ὕμνους στήν ταφή σου μαζί μέ τήν Ἀνάστασή σου, κραυγάζοντας: Κύριε, δόξα σοι.
Συγκλονιστικότατος ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος τοῦ Ἰωσήφ! Τοῦ ἀνθρώπου πού ἦταν τόσο κοντινός στόν Κύριο, τόν ἀγαποῦσε θερμά, καί βουβός παρακολουθοῦσε τό δράμα του, πνιγμένος στόν πόνο καί τά δάκρυα, καί ὁ ὁποῖος, μόνος ἀπό ὅλους τούς μαθητές, ἀψηφώντας τή ζωή καί τό ἀξίωμά του, τόλμησε νά ἐνταφιάσει τό Διδάσκαλο!
Μεγάλη ἀγάπη, μεγάλη ἀφοσίωση, μεγάλη τιμή στόν εὐσχήμονα βουλευτή! Ὁ Θεός τόν σήκωσε πολύ ψηλά, στή δική του εὐπρέπεια καί δόξα!
Ἐσένα Κύριε μου, τοῦ ἔλεγε, πρό ὀλίγου σέ εἶδε ὁ ἥλιος καί ἔκρυψε τό φῶς του γιά τό ἀληθινό σου κατάντημα, ἐνῶ ἡ γῆ συγκλονιζόταν ἀπό τό φόβο της, καί τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε στά δύο. Κατανοῶ ὅμως, Κύριε, ὅτι τό θάνατο ὑπέστης ὄχι ἀπό ἀδυναμία, ἀλλά μέ τή δική σου θέληση, χωρίς κανέναν ἐξαναγκασμό, γιά νά μέ σώσεις ἀπό τό θάνατο. Ἀλήθεια, πῶς νά σέ κηδεύσω, Θεέ μου; Πῶς νά τυλίξω σέ σεντόνι τό σῶμα τοῦ Θεοῦ μου, νά τό ἀγγίξω μέ τά ἀκάθαρτα χέρια μου; Ποιά τραγούδια νά πῶ, ὅταν σέ κηδέψω, εὐσπλαχνικέ Κύριέ μου, πού εἶσαι ἡ μολπή καί τό τραγούδι τῶν Ἀγγέλων; Ναί, θά δοξολογήσω ὅσα ὑπέφερες γιά μένα, τά πάθη σου καί τήν ταφή σου, μαζί μέ τή λαμπροφόρο καί ἔνδοξη Ἀνάστασή σου, βοώντας: Κύριε, δόξα σοι!

 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου