Τροπάριο καί Μακαρισμοί Μεγάλης Πέμπτης
«Ὅτε
οἱ ἔνδοξοι μαθηταί ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ
δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας, ἐσκοτίζετο· καί ἀνόμοις κριταῖς σέ τόν
δίκαιον κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τόν διά ταῦτα ἀγχόνῃ
χρησάμενον· φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν τήν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ
περί πάντας ἀγαθός, Κύριε, δόξα σοι».
Ὅταν
οἱ ἔνδοξοι μαθητές κατά τή διάρκεια τοῦ νιπτήρα λάμβαναν τό φῶς τοῦ
Θεοῦ, τότε ὁ δυσσεβής Ἰούδας, καταληφθείς ἀπό τή φοβερή νόσο τῆς
φιλαργυρίας, γέμιζε ἀπό τό σκοτάδι τῆς παρανομίας. Ἔτσι, σκοτισμένος,
παρέδιδε σέ ἄνομους κριτές (νά δικαστεῖς) ἐσένα, τό δίκαιο Κριτή. Βλέπε,
ἐσύ πού ἀγαπᾶς τά χρήματα, αὐτόν πού γιά χάρη τους, χρησιμοποίησε τήν
ἀγχόνη (κρεμάστηκε)· ἀπόφευγε τήν ἀχόρταγη ψυχή, πού τόλμησε τέτοια
πράγματα στό Διδάσκαλο. Σ᾽ ἐσένα, Κύριε, πού εἶσαι πρός ὅλους ἀγαθός,
δόξα σοι.
Τό πρόσωπο τοῦ Ἰούδα κατέχει
κεντρική θέση στήν ἱστόρηση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ἤδη ἡ ὑμνογραφία τῶν
προηγούμενων ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδας ἀσχολήθηκε ἀρκετά μέ τόν προδότη
μαθητή. Τό τροπάριο ἐπανέρχεται στό ἴδιο θέμα, τόσο περισσότερο ὅσο ἡ
προδοσία ἦταν ἐπί θύραις.
Ἦταν Μεγάλη Πέμπτη.
Τό ἑσπέρας ὁ Χριστός θέλησε μέ τούς μαθητές του νά φάγει τό τελευταῖο
Πάσχα τῆς ζωῆς του, στό ὁποῖο θά συνιστοῦσε τό μυστήριο τῆς θείας
Εὐχαριστίας. Οἱ μαθητές ἦταν ὅλοι συγκεντρωμένοι σέ ὑπερῶο δωμάτιο στά
Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὅλα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ γιά τό πασχάλιο δεῖπνο. Μαζί τους
ἦταν καί ὁ Ἰούδας.
Ἐνῶ ὅμως οἱ ἕντεκα μαθητές στίς
κρίσιμες ἐκεῖνες ὧρες φωτίζονταν ἀπό τήν ἀκτινοβολία τοῦ θείου
Διδασκάλου καί ὁ νοῦς τους ἀνοιγόταν στή Χάρη γιά νά δεχτεῖ τίς
φωταύγειες τοῦ σωστικοῦ μυστηρίου, ὁ Ἰούδας ἦταν παραδομένος στό σκοτάδι
τοῦ αἰώνιου θανάτου. Ἀσυγκίνητος στό θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς του
ἀπουσίαζε ἀπό τήν οὐράνια μυσταγωγία, ἔτρεχε μακριά, πολύ μακριά, ἔφτανε
στά ἔγκατα τοῦ ἅδη, στό ζοφερό σκοτάδι τῆς κολάσεως. Ἦταν κολλημένος
στούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ, πού ἤθελαν νά τόν θανατώσουν, καί σχεδίαζε νά
τούς παραδώσει τόν ἐλευθερωτή τοῦ κόσμου. Μελετοῦσε τήν προδοσία!
Τρομερό τό κατάντημα τοῦ προδότη
μαθητῆ! Ὁ ποιητής τοῦ τροπαρίου ἐπισύρει τήν προσοχή τοῦ ἀνθρώπου·
Βλέπε, λέγει, ἐσύ πού ἀγαπᾶς εἴτε τό πολύτιμο μέταλλο, εἴτε τά χάρτινα
τραπεζογραμμάτια, ἐσύ πού περιορίζεις τήν ψυχή καί τή ζωή σου στά
χρήματα καί κάνεις τά πάντα γιά νά τά ἀποκτήσεις, ὁ ἀνάλγητος δοῦλος τοῦ
μαμωνᾶ, ὁ δεινός φιλάργυρος, βλέπε ἐκεῖνον, πού γιά τήν ἀγάπη τῶν
χρημάτων βρῆκε θάνατο φρικτό καί ἐπώδυνο, κρεμάστηκε σ᾽ ἕνα ἀφιλόξενο
δέντρο! Ἀπόφευγε, φωνάζει, τήν ἀκόρεστη ψυχή, πού γιά τά χρήματα τόλμησε
νά φτάσει στήν προδοσία τοῦ Διδασκάλου!
Ἐμεῖς, Κύριε, ἄφωνοι μπροστά στό
μυστήριο τῆς θείας σου ἀγαθότητας πού περιπτύσσεται ὅλους ἀνεξαίρετα
τούς ἀνθρώπους, τούς καλούς καί τούς κακούς, ὡς σιωπηλοί μπροστά στό
σκοτεινό μυστήριο τοῦ προδότη, πού καπηλεύθηκε τή χάρη σου, σέ
δοξάζουμε!
Κάθισμα
«Ἐξηγόρασας
ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι· τῷ σταυρῷ
προσηλωθείς καί τῇ λόγχῃ κεντηθείς τήν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις·
Σωτήρ ἡμῶν, δόξα σοι».
Μᾶς
ἐξαγόρασες ἀπό τήν κατάρα τοῦ νόμου μέ τό δικό σου τίμιο αἷμα· ἀφοῦ
καρφώθηκες στό σταυρό καί τρυπήθηκες διά τῆς λόγχης, πήγασες ἀθανασία
στούς ἀνθρώπους· Σωτήρα μας, δόξα σοι.
Μέ τό τίμιο αἷμα του ὁ Χριστός μᾶς
ἐλευθέρωσε ἀπό τήν κατάρα τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος τιμωροῦσε αὐστηρά τούς
παραβάτες τῶν ἐντολῶν του, ὅλους δηλαδή τούς ἀνθρώπους πού τόν δέχονταν.
Τό σωτήριο ὅμως πάθος Του χάρισε τήν ἀθανασία στούς ἀνθρώπους. Βέβαια
ὄχι τή φυσική, γιατί ἡ σωματική φύση εἶναι θνητή. Τήν ἀθανασία τοῦ
σώματος θά χαρίσει ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση κατά τή συντέλεια τοῦ κόσμου. Μέ
τήν ἀθανασία ὁ ἄνθρωπος ἐξομοιώνεται πρός τό Θεό, ὁ ὁποῖος τήν ἔχει σάν
φυσική του ἰδιότητα. Γίνεται «χάριτι ἀθάνατος», ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι
«φύσει».
Οἱ Μακαρισμοί
Μετά τήν ἀνάγνωσιν τοῦ ΣΤ’ Εὐαγγελίου (Μάρκ. 15, 16-32)
Στίχ.
«Ἐν τῇ βασιλείᾳ σου μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ
σου. Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν».
Στή
Βασιλεία σου θυμήσου καί μᾶς, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία σου.
Μακάριοι, εἶναι ὅσοι ἔχουν ταπεινό φρόνημα, γιατί σ᾽ αὐτούς ἀνήκει ἡ
Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Στίχ. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται».
Μακάριοι εἶναι ὅσοι πενθοῦν ἐσωτερικά γιά τ᾽ ἁμαρτήματά τους, γιατί αὐτοί θά παρηγορηθοῦν ἀπό τό Θεό.
Στίχ. «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν».
Μακάριοι εἶναι οἱ πράοι, γιατί αὐτοί θά κληρονομήσουν τή γῆ τοῦ Θεοῦ.
«Διά
ξύλου ὁ Ἀδάμ παραδείσου γέγονεν ἄποικος· διά ξύλου δέ σταυροῦ ὁ ληστής
παράδεισον ᾤκησεν· ὁ μέν γάρ γευσάμενος ἐντολήν ἠθέτησε τοῦ ποιήσαντος· ὁ
δέ συσταυρούμενος Θεόν ὡμολόγησε τόν κρυπτόμενον. Μνήσθητι καί ἡμῶν,
Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Διά
τοῦ ξύλου (τοῦ δέντρου πού ἔφερε τόν ἀπαγορευμένο καρπό), ὁ Ἀδάμ
ἐγκατέλειψε (ἐκδιώχτηκε) ἀπό τόν ἐπίγειο Παράδεισο· διά τοῦ ξύλου ὅμως
τοῦ σταυροῦ ὁ ληστής κατοίκησε στόν (οὐράνιο) Παράδεισο· γιατί, ἐκεῖνος
πού γεύτηκε τόν καρπό, ἀθέτησε τήν ἐντολή τοῦ Πλάστη του· ὅμως ὁ
συσταυρωνόμενος ληστής ὁμολόγησε τό Θεό, πού κρυβόταν κάτω ἀπό τή σάρκα
Του. Θυμήσου κι ἐμᾶς, Σωτήρα, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία σου.
Ἐδῶ ἐκτίθεται ἕνας πολύ σημαντικός
ἀντιθετικός παραλληλισμός μεταξύ τοῦ ξύλου τῆς Ἐδέμ καί τοῦ ξύλου τοῦ
σταυροῦ. Ἐκεῖνο ἀπέβη μοιραῖο γιά τούς πρωτόπλαστους. Ὅταν αὐτοί ἅπλωσαν
τά χέρια καί τρύγησαν τόν καρπό του, παρέβηκαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ,
ἐξέπεσαν ἀπό τήν περιωπή τους, ἔγιναν θνητοί καί ἐκδιώχθηκαν ἀπό τόν
Παράδεισο, στόν ὁποῖο ζοῦσαν. Ἀντίθετα ὁ ληστής, πού κρεμόταν στό ξύλο
τοῦ σταυροῦ, μέ τήν ὁμολογία του στή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, τή μετάνοια καί
τήν προσευχή του, ἄνοιξε καί μπῆκε πρῶτος στόν οὐράνιο Παράδεισο, μαζί
μέ τόν Κύριο καί λυτρωτή του. Ἀπό τό ξύλο τῆς Ἐδέμ ἐξεπήγασαν ἡ κατάρα
καί ὁ θάνατος, ἐνῶ ἀπό τό ξύλο τοῦ σταυροῦ ἡ θεία χαρά καί ἡ εὐλογία. Ὁ
Ἀδάμ βρίσκεται στή ρίζα τῆς ἁμαρτίας, ὁ ληστής στή ρίζα τῆς ἐπουράνιας
χαρᾶς καί εὐτυχίας. Θυμήσου κι ἐμᾶς, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία
σου.
Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος
π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Δύο
βασικὰ γεγονότα χαρακτηρίζουν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Πέμπτης: ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς
μαθητές Του καὶ ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα. Τὸ βαθύτερο νόημα καὶ τῶν δύο
αὐτῶν γεγονότων εἶναι ἡ ἀγάπη . Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος εἶναι ἡ ἐσχατολογικὴ
ἀποκάλυψη τῆς σωτηριώδους ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τῆς ἀγάπης
ποὺ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς σωτηρίας. Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ
ἁμαρτία, ὁ θάνατος καὶ ἡ αὐτοκαταστροφὴ ὀφείλονται ἐπίσης στὴν ἀγάπη
·ἀλλὰ σὲ μία ἀγάπη καταστροφική, μία ἀγάπη ποὺ διαιρεῖ, διαλύει καὶ
ὁδηγεῖ ἐκεῖ ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἀγάπη κυριαρχεῖ. Ἀκριβῶς ἐδῶ βρίσκεται τὸ
μυστήριο τούτης τῆς μοναδικῆς ἡμέρας, τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Οἱ ἱερὲς
ἀκολουθίες της, ὅπου τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι, ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη εἶναι
παράξενα ἀναμειγμένα, μᾶς προκαλοῦν σὲ μία ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία
ἐξαρτᾶται ὁ τελικὸς προορισμὸς τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς.
«Πρὸ δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα εἰδώς ὁ
Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα… ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τούς ἐν τῷ κόσμῳ,
εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς…» (Ἰω. 13, 1). Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα τοῦ
μυστικοῦ Δείπνου θὰ πρέπει νὰ τὸν δοῦμε σὰν τέλος τῆς μεγαλειώδους
ἐνέργειας τῆς Θείας Ἀγάπης, ἡ ὁποία ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου
καὶ τώρα ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
«Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶν» (Α΄ Ἰω. 4, 8).
Καὶ τὸ πρῶτο δῶρο τῆς Ἀγάπης ἦταν ἡ ζωὴ . Τὸ νόημα καὶ τὸ περιεχόμενο
τῆς ζωῆς ἦταν ἡ κοινωνία. Γιὰ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ τρώει καὶ νὰ
πίνει, νὰ συμμετέχει στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ἔτσι ὁ κόσμος ἦταν θεία ἀγάπη
ποὺ ἔγινε τροφή, ἔγινε Σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὄντας ζωντανός, δηλαδὴ
συμμετέχοντας στὸν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ ζεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν
Θεό, νὰ βρεῖ νόημα στὸν Θεό, νὰ βρεῖ σ’ Αὐτὸν τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ
τέλος τῆς ζωῆς του. Κοινωνία μὲ τὸν κόσμο – τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ –
ἦταν πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τὴν τροφή του ἀπὸ
τὸν Θεὸ καὶ κάνοντας τὴν σῶμα του καὶ ζωή του, πρόσφερε ὁλόκληρο τὸν
κόσμο στὸν Θεὸ μεταμορφώνοντάς τον σὲ ζωὴ «ἐν Χριστῷ». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεὸ μεταμόρφωσε
αὐτὴ τὴ ζωὴ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς ἦταν ὁ Παράδεισος . Ἡ ζωὴ στὸν
παράδεισο ἦταν, πραγματικά, εὐχαριστιακὴ. Μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν
ἀγάπη του γιὰ τὸν Θεό, ὅλη ἡ δημιουργία ἐπρόκειτο νὰ ἁγιαστεῖ καὶ νὰ
μεταμορφωθεῖ σ’ ἕνα μυστήριο τῆς Θείας Παρουσίας καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ὁ
λειτουργὸς αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.
Μὲ τὴν ἁμαρτία ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔχασε
αὐτὴ τὴν εὐχαριστιακὴ ζωή. Τὴν ἔχασε γιατί ἔπαψε νὰ βλέπει τὸν κόσμο σὰν
μέσο ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό, καὶ τὴ ζωή του σὰν εὐχαριστία, σὰν
λατρεία καὶ εὐγνωμοσύνη… Ἀγάπησε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν
κόσμο γιὰ τὸν κόσμο. Ἔκανε τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο αὐτοσκοπό.
Ἀγάπησε τόσο τὸν ἑαυτό του ὥστε τὸν ἔκανε τὸ κέντρο, τὸ περιεχόμενο καὶ
τὸ τέλος τῆς ὕπαρξής του. Πίστεψε ὅτι ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα του, δηλαδὴ ἡ
ἐξάρτηση τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὸν κόσμο, θὰ μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπὸ
αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος. Ἀλλὰ ὁ κόσμος καὶ
ἡ τροφή, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποχωρίζονται ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ μυστηριακὸ νόημά
τους –σὰν μέσα ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ– ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν
προσλαμβάνονται σὰν δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἱκανοποιοῦν τὴν πείνα καὶ τὴ
δίψα γιὰ τὸν Θεό, παύουν νὰ προσφέρουν κάποια ἱκανοποίηση καὶ κάποιο
πλήρωμα. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πιὰ τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο
καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, παύει νὰ ἱκανοποιεῖται ἡ πείνα καὶ ἡ
δίψα γιατί ὁ κόσμος δὲν ἔχει αὐτοζωή… Ἔτσι τοποθετώντας σ’ αὐτὰ τὴν
ἀγάπη του ὁ ἄνθρωπος ξέκοψε ἀπὸ τὸ μόνο ἀντικείμενο ὅλης τῆς ἀγάπης,
ὅλης τῆς πείνας, ὅλων τῶν ἐπιθυμιῶν. Καὶ πέθανε. Πέθανε γιατί ὁ θάνατος
εἶναι ἡ ἀναπόφευκτη «ἀποσύνθεση» τῆς ζωῆς τῆς ξεκομμένης ἀπὸ τὴ μόνη
πηγὴ καὶ τὸ αὐθεντικὸ περιεχόμενο.
Ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ βρεῖ ζωὴ σ’ αὐτὸν
τὸν κόσμο καὶ στὴν τροφὴ ποὺ τοῦ προσφέρει ὁ κόσμος, βρῆκε τὸ θάνατο. Ἡ
ζωὴ ἔγινε πιὰ κοινωνία μὲ τὸ θάνατο ἀντὶ νὰ μεταμορφώνει τὸν κόσμο μέσα
ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του.
Ὁ ἄνθρωπος ὑποτάχτηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὸν κόσμο, ἔπαψε νὰ εἶναι ὁ
λειτουργός του καὶ ἔγινε ὁ σκλάβος του. Μὲ τὴν ἁμαρτία του ὁλόκληρος ὁ
κόσμος ἔγινε ἕνα ἀπέραντο νεκροταφεῖο ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι
καταδικασμένοι σὲ θάνατο διότι εἶναι «καθήμενοι ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ
θανάτου…» (Μᾶτθ. 4, 16).
Ἂν καὶ ὁ ἄνθρωπος πρόδωσε, ὁ Θεὸς
ὅμως ἔμεινε πιστὸς στὸν ἄνθρωπο, δὲν ἔστριψε τὰ νῶτα του. «Οὐ γὰρ
ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος, ὅ ἐποίησας Ἀγαθέ, οὐδὲ ἐπελάθου
ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διὰ σπλάχνα ἐλέους σου».
(Εὐχὴ ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγ. Βασιλείου). Ἕνα καινούργιο θεϊκὸ
ἔργο ἄρχισε ·τὸ ἔργο τῆς ἀπολύτρωσης καὶ τῆς σωτηρίας. Καὶ ὁλοκληρώθηκε,
τὸ ἔργο αὐτό, μὲ τὸν Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ
ἐπανορθώσει τὸν ἄνθρωπο στὸ «ἀρχαῖο κάλλος» του καὶ νὰ ἐπαναφέρει τὴ ζωὴ
στὸ ἐπίπεδό τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Δημιουργό της, ἔγινε Ἄνθρωπος.
Προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας μὲ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά της: τὴν
πείνα, τὴ δίψα, τὴ λαχτάρα γιὰ ἀγάπη, γιὰ ζωή. Στὸ πρόσωπο τοῦ
ἐνανθρωπίσαντος Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀληθινὴ ζωὴ ἡ ὁποία εἶχε ἀρχικὰ
δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο σὰν πλήρης καὶ τέλεια Εὐχαριστία, σὰν πλήρης καὶ
τέλεια κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἀρνήθηκε τὸν βασικὸ
ἀνθρώπινο πειρασμό: νὰ ζήσει «ἐπ’ ἄρτῳ μόνο». Ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Θεὸς καὶ ἡ
Βασιλεία Του εἶναι ὁ πραγματικὸς ἄρτος, ἡ πραγματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὴ τὴν τέλεια εὐχαριστιακὴ Ζωή, τὴ γεμάτη ἀπὸ τὸν Θεὸ –καὶ κατὰ
συνέπεια θεία καὶ ἀθάνατη ζωὴ– τὴν ἔδωσε σὲ ὅλους τούς πιστούς Του.
Δηλαδὴ οἱ πιστοὶ στὸν Θεὸ βρίσκουν σ’ Αὐτὸν τὸ νόημα καὶ τὸ περιεχόμενο
τῆς ζωῆς τους. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ βαθύτερο, τὸ ὑπέροχο νόημα τοῦ
Μυστικοῦ Δείπνου.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρόσφερε τὸν Ἑαυτό
Του σὰν τὴν ἀληθινή, τὴν οὐσιαστικὴ τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ἡ ζωὴ τοῦ
Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή. Ἔτσι ἡ κίνηση τῆς Θείας Ἀγάπης ποὺ εἶχε
ἀρχίσει στὸν Παράδεισο μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ Θεοῦ «ἀπὸ παντὸς ξύλου ἐν τῷ
Παραδείσω βρώσει φάγη» (γιατί τροφὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου) φτάνει
τώρα στὴν ἀποκορύφωσή της μὲ κεῖνο τὸ θεϊκὸ «λάβετε, φάγετε, τοῦτο ἐστὶ
τὸ σῶμα μου…» (γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου). Ὁ Μυστικὸς
Δεῖπνος, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ,
ἀποκατάσταση τῆς ζωῆς σὰν Εὐχαριστία καὶ Κοινωνία.
Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ὥρα τῆς ἔσχατης Ἀγάπης
εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ ὥρα τῆς ἔσχατης προδοσίας. Ὁ Ἰούδας ἐγκαταλείπει τὸ
φῶς ποὺ πλημμύριζε τὸ «Μέγα Ἀνώγαιον» καὶ μπαίνει στὸ σκοτάδι. «Λαβών
οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν · ἦν δὲ νὺξ» (Ἰω. 13, 30). Γιατί
ἔφυγε; Διότι ἀγαποῦσε, ἀπαντάει τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ αὐτὴ ἡ μοιραία
(θανατηφόρα) ἀγάπη τονίζεται ἐπαναληπτικὰ στοὺς ὕμνους τῆς Μεγάλης
Πέμπτης. «Ὁ τρόπος σου δολιότητος
γέμει, παράνομε Ἰούδα ·νοσῶν γὰρ φιλαργυρίαν, ἐκέρδησας μισανθρωπίαν ·εἰ
γὰρ πλοῦτον ἠγάπας, τί τῷ περὶ πτώχειας διδάσκοντι ἐφοίτας; εἰ δὲ καὶ
ἐφίλεις, ἵνα τί ἐπώλεις τὸν ἀτίμητον;…». Δὲν ἔχει σημασία τὸ γεγονὸς
ὅτι ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰούδα ἦταν ὁ «χρυσός». Ὁ χρυσὸς, τὸ
χρῆμα ἐδῶ ἀντιπροσωπεύει ὅλες τὶς διεστραμμένες καὶ καταστρεπτικὲς
ἀγάπες ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, στὴν
πραγματικότητα ἀγάπη κλεμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ὁ Ἰούδας
εἶναι ὁ κλέφτης. Καὶ ὅταν κάποιος δὲν ἀγαπάει τὸν Θεὸ καὶ γενικὰ ἡ ἀγάπη
του δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀκόμα καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει καὶ
ἐπιθυμεῖ –γιατί εἶναι δημιουργημένος ν’ ἀγαπάει καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ φύση
του– ἀλλὰ ἕνα σκοτεινὸ καὶ αὐτοκαταστροφικὸ πάθος τὸν ὁδηγεῖ στὸ
θάνατο.
Κάθε χρόνο καθὼς γιορτάζουμε τὴ
μεγάλη αὐτὴ ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πέμπτης καὶ βυθιζόμαστε στὸ ἀτέρμονο φῶς της
καὶ στὰ ἀπύθμενα βάθη τῶν νοημάτων τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἡ ἴδια
ἀποφασιστικὴ ἐρώτηση ἀπευθύνεται στὸν καθένα ἀπό μᾶς: ἐγὼ ἀνταποκρίνομαι
στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀποδέχομαι σὰν ζωή μου, ἢ ἀκολουθῶ τὸν
Ἰούδα μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας του;
Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Πέμπτης
περιλαμβάνουν τὸν Ὄρθρο, τὸν Ἑσπερινὸ καὶ ἀκολουθεῖ ἡ Θεία Λειτουργία
τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Παλαιὰ στοὺς Καθεδρικοὺς Ναοὺς τελοῦσαν τὴν
εἰδικὴ ἀκολουθία τοῦ «Νιπτῆρος» μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία. Σήμερα αὐτὸ
γίνεται σὲ ἐλάχιστα μοναστήρια. Ἐνῶ ὁ Διάκονος διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ
Ἐπίσκοπος (ἢ ὁ Ἡγούμενος) πλένει τὰ πόδια δώδεκα ἱερέων (ἢ μοναχῶν),
γεγονὸς ποὺ θυμίζει ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ θεμέλιό τῆς ζωῆς
τῆς Ἐκκλησίας καὶ χαρακτηρίζει ὅλες τὶς σχέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἐπίσης στὶς πρῶτες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες συνηθιζόταν παλαιὰ νὰ γίνεται
τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μύρου τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται
στὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος. Σήμερα ὅμως τὸ Ἅγιο Μύρο ἑτοιμάζεται
μόνο στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως σὲ εἰδικὴ
ἀκολουθία τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Στὴν ἀκολουθία αὐτὴ παίρνουν μέρος ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, oἱ Μητροπολίτες καὶ ὅλος ὁ κλῆρος τοῦ Ἁγίου
Θρόνου. Μὲ τὸ Ἅγιο Χρίσμα ποὺ παίρνουμε μετὰ τὴ βάπτιση μᾶς δεχόμαστε
τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἡ καινούργια ἀγάπη, ποὺ φέρνει ὁ
Χριστὸς στὴ γῆ, μᾶς σφραγίζει τὴν ἡμέρα πού, σὰν νέα μέλη, μπαίνουμε
στὴν Ἐκκλησία .
Στὸν Ὄρθρο τὰ τροπάρια τονίζουν τὸ
θέμα τῆς ἡμέρας ποὺ εἶναι ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ
στὴν «ἀκόρεστη ψυχὴ» τοῦ Ἰούδα. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ τροπάρια μᾶς λέει:
«Ὄτε
οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτήρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ
δυσσεβής φιλαργυρίας νοσήσας ἐσκοτίζετο ·καὶ ἀνόμοις κριταῖς σὲ τὸν
δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνη
χρησάμενον ·φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν, τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ
περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε, δόξα σοι»
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (Λουκᾶ 22,
1-39) εἶναι ἡ ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων ποὺ ἔγιναν σὲ κεῖνο τὸ «ἀνώγαιον
μέγα ἐστρωμένον». Ἀκολουθεῖ ὁ ὡραιότατος κανόνας –γεμάτος μὲ θεολογικὰ
νοήματα– ποίημα Κοσμᾶ Μοναχοῦ: «Τμηθείση τμᾶται, πόντος ἐρυθρός…». Αὐτὸς
μᾶς δίνει τὴν ὤθηση γιὰ αὐτοσυγκέντρωση καὶ σκέψη πάνω στὸ ἐσχατολογικὸ
νόημα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ὁ τελευταῖος Εἱρμὸς τῆς 9ης Ὠδῆς μᾶς καλεῖ
νὰ πάρουμε μέρος στὸ ἀθάνατο τραπέζι ποὺ μὲ δεσποτικὴ φιλοξενία μᾶς
παρέχει ὁ Κύριος:
«Ξενίας
δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης, ἐν ὑπερώῳ τόπῳ, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί,
πιστοί, δεῦτε ἀπολαύσωμεν, ἐπαναβεβηκότα Λόγον, ἐκ τοῦ Λόγου μαθόντες,
ὅν μεγαλύνομεν»
Στὸν Ἑσπερινὸ μετὰ τὸ «Κύριε,
ἐκέκραξα πρὸς σέ…» στὰ ἰδιόμελα τῶν Αἴνων ποὺ ἀκολουθοῦν τονίζεται ἡ
φοβερὴ πνευματικὴ παρακμὴ τοῦ Ἰούδα: Ἡ προδοσία. Ἀντιπροσωπευτικὸ εἶναι
τὸ ἑξῆς στιχηρό:
«Ἰούδας
ὁ δοῦλος καὶ δόλιος, ὁ μαθητὴς καὶ ἐπίβουλος, ὁ φίλος καὶ διάβολος, ἐκ
τῶν ἔργων ἀπεφάνθη. Ἠκολούθει γὰρ τῷ Διδασκάλῳ, καὶ καθ’ ἑαυτὸν ἐμελέτα
τὴν προδοσίαν ·ἔλεγεν ἐν ἐαυτῷ Παραδώσω τοῦτον, καὶ κερδήσω τὰ
συναχθέντα χρήματα ·Ἐπεζήτει δὲ καὶ τὸ μύρον πραθῆναι, καὶ τὸν Ἰησοῦν
δόλῳ κρατηθῆναι ·Ἀπέδωκεν ἀσπασμόν, παρέδωκε τὸν Χριστὸν καὶ ὡς πρόβατον
ἐπὶ σφαγήν, οὕτως ἠκολούθει, ὁ μόνος εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος»
Μετὰ τὴν Εἴσοδο τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου διαβάζονται τρία ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη:
1) Ἔξοδος 19, 10-19.
Ὁ Θεὸς «ἐν γνόφῳ» κατέρχεται στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ὁ Μωυσῆς μὲ τὸ λαὸ
ἐξέρχεται σὲ συνάντησή Του. Αὐτὸ προεικονίζει τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ
στὸν κόσμο καὶ μάλιστα στὴν Εὐχαριστιακὴ συνάντηση.
2) Ἰὼβ 38, 1-23, 42, 1-5. Ὁ
Θεὸς συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἰώβ, καὶ ὁ Ἰὼβ ἀπαντᾶ: «… τὶς δὲ ἀναγγέλλεῖ μοι ἃ
οὐκ ἤδειν, μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἃ οὐκ ἐπιστάμην;» Καὶ αὐτὰ τὰ «μεγάλα
καὶ θαυμαστὰ» ἐκπληρώνονται τώρα σὲ τοῦτο τὸ ὑπέρλαμπρο «Ἀνώγαιον» μὲ τὰ
ὕψιστα Δῶρα: τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
3) Ἠσαΐας 50, 4-11. Οἱ προφητεῖες γιὰ τὰ Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Τὸν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τὰς δὲ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα,
τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων…»
Στὸν Ἀπόστολο διαβάζεται ἀπὸ τὴν Α΄
πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ (11, 23-32) ἡ περιγραφὴ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου
καὶ τὸ νόημα τῆς Θείας Κοινωνίας ὅπως τὰ δίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ
ἀκολουθεῖ, εἶναι τὸ μεγαλύτερο σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ χρόνου, καὶ εἶναι
κομμάτια καὶ ἀπὸ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια. Ἀναφέρει ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ
Μυστικοῦ Δείπνου, τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα, καὶ τῆς σύλληψης τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆς.
Ἀκολουθεῖ ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ
Μεγάλου Βασιλείου, ὅπου ἀντὶ τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου καὶ τοῦ Κοινωνικοῦ
ψάλλεται ὁ ὕμνος ποὺ λέμε πάντα πρὶν ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία:
«Τοῦ
Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνὸν με παράλαβε ·οὐ μὴ
γὰρ τοῖς ἐχθροίς σου τὸ μυστήριον εἴπω, οὐ φίλημα σοὶ δώσω, καθάπερ ὁ
Ἰούδας. Ἀλλ’ ὡς ὁ ληστὴς ὁμολογῶ σοι ·Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν
τὴ Βασιλεία σου».
Ἀπό τό βιβλίο:Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Ἔκδ. Ἀκρίτας
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου