ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ-Ὑμνολογικά
Ἑσπερινός Ἀναστάσεως
«Σήμερον
ὁ ᾅδης στένων βοᾷ· Συνέφερέ μοι, εἰ τόν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα μή
ὑπεδεξάμην· ἐλθών γάρ ἐπ᾽ ἐμέ τό κράτος μου ἔλυσε· πύλας χαλκᾶς
συνέτριψε· ψυχάς, ἅς κατεῖχον τό πρίν, Θεός ὤν ἀνέστησε. Δόξα, Κύριε, τῷ
σταυρῷ σου καί τῇ ἀναστάσει σου».
Σήμερα
ὁ ἅδης, στενάζοντας βοᾶ: Θά ἦταν συμφερότερο γιά μένα, ἄν δέν
ὑποδεχόμουνα τήν ψυχή ἐκείνου, πού γεννήθηκε ἀπό τή Μαρία· διότι, ἐλθών
σέ μένα, κατέλυσε τό κράτος μου· συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες τοῦ
βασιλείου μου· τίς ψυχές, τίς ὁποῖες προηγουμένως κατεῖχα, σάν Θεός
κραταιός ἀνέστησε. Δόξα, Κύριε, στό σταυρό καί τήν Ἀνάστασή σου.
Τό
θρηνολόγημα τοῦ ἅδη εἶναι ἀπελπιστικό. Μιά μέρα ἀναπάντεχα δέχτηκε στό
σκοτεινό ἄντρο του μιά περίεργη ψυχή. Φαινομενικά ἔμοιαζε σάν ὅλες τίς
ἄλλες ἀνθρώπινες ψυχές. Ὅμως δέν ζήτησε νά καταγραφεῖ στά κατάστιχά του,
πληρώνοντας τό φόρο τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως. Ὅταν τήν καλοεῖδε, ἔφριξε!
Εἶδε μέσα της ν᾽ ἀστράφτει ἡ φωτιά τοῦ Θεοῦ. Μαζί της ἑνωμένος ἦταν ὁ
Θεός! Ἄρχισε νά κλαίει γοερά ὁ ἄλλοτε ἀδυσώπητος δυνάστης καί νά φωνάζει
δυνατά: Καλύτερα ἦταν γιά μένα νά μή δεχόμουνα τόν Υἱό τῆς Μαρίας, πού
ἦταν συνάμα καί Υἱός τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅταν τόν δέχτηκα, ἡ δύναμή του
κατέλυσε τό κράτος μου, ἀφάνισε τή δύναμή μου, σώριασε σ᾽ ἐρείπια τό
βασίλειό μου, συντρίβοντας τίς χάλκινες ἀμπάρες του. Τίς ψυχές, πού τόσο
ἐπιμελῶς φύλαγα στά σπλάχνα μου κι ἡδονιζόμουν νά τίς κρατῶ
φυλακισμένες, τίς ἀνέστησε. Τί μοῦ ἀπομένει, πλέον;
Οἱ
πιστοί, μπροστά στό θρηνολόγημα τοῦ ἅδη, μέ γλυκιά χαρά ἀναφωνοῦν. Δόξα,
Κύριε, στό πάθος καί στήν Ἀνάστασή σου, πού ἔγιναν αἰτία συντριβῆς τοῦ
βασιλείου τοῦ θανάτου!
Στίχ. «Αἰνεῖτε τόν Κύριον, πάντα τά ἔθνη, ἐπαινέσατε αὐτόν, πάντες οἱ λαοί».
Αἰνεῖτε τόν Κύριο ὅλα τά ἔθνη, ὑμνήσατε αὐτόν ὅλοι οἱ λαοί.
«Σήμερον
ὁ ᾅδης στένων βοᾷ· Κατελύθη μου ἡ ἐξουσία· ἐδεξάμην θνητόν ὥσπερ ἕνα
τῶν θανόντων· τοῦτον δέ κατέχειν ὅλως οὐκ ἰσχύω, ἀλλ᾽ ἀπολῶ μετά τούτου
ὧν ἐβασίλευον· ἐγώ εἶχον τούς νεκρούς ἀπ᾽ αἰῶνος, ἀλλά οὗτος ἰδού πάντας
ἐγείρει. Δόξα, Κύριε, τῷ σταυρῷ σου καί τῇ ἀναστάσει σου».
Σήμερα
ὁ ἅδης στενάζοντας βοᾶ: Ἡ ἐξουσία μου καταλύθηκε· δέχτηκα μέσα μου
θνητόν σάν ἕναν ἀπ᾽ αὐτούς πού πεθαίνουν· αὐτόν ὅμως δέν ἔχω διόλου τή
δύναμη νά κρατήσω, ἀλλά μαζί του θά χάσω κι αὐτούς πάνω στούς ὁποίους
βασίλευα· ἐγώ εἶχα στήν ἐξουσία μου τούς νεκρούς, πού πέθαιναν ἀπό τήν
ἀρχή, ἀλλά νά, αὐτός ἀνασταίνει τούς πάντες. Δόξα, Κύριε, στό σταυρό καί
τήν Ἀνάστασή σου.
Τό
πικρό θρηνολόγημα τοῦ ἅδη συνεχίζεται. Κλαίει ὁ ψευτοκολοσσός τῆς
ἀδικίας στά συντρίμματα τῆς ἐξουσίας του. Τί ἔπαθα, ἀλήθεια; μονολογεῖ·
δέχτηκα μέσα μου ἕνα φαινομενικά κοινό θνητό. Ὅμως δέν ἔχω τή δύναμη νά
τόν κρατήσω. Εἶναι πολύ ἰσχυρότερός μου. Εἶναι ἄνθρωπος μέ τό Θεό μαζί!
Φοβᾶμαι ὅτι ὄχι μόνο αὐτόν θά χάσω, ἀλλά μαζί του θά χάσω καί ὅλους τούς
ἄλλους, πού ὥς τώρα ἀνενόχλητα κρατοῦσα. Ἐγώ τούς φύλαγα ἐπιμελῶς στό
σκοτεινό ἄντρο μου· καί ἔρχεται αὐτός νά τούς ἐλευθερώσει. Ἡ συντριβή
μου εἶναι πλήρης καί τελειωτική. Χάθηκα στό μυστήριο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ
καί τῆς Παρθένου!
Στά ἐρείπια τοῦ ἅδη ἀνθοῦν ὁ σταυρός καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Αὐτή δοξάζουν πανηγυρικά τά εὐσεβή μέλη τῆς Ἐκκλησίας!
Στίχ. «ὅτι ἐκραταιώθη τό ἔλεος αὐτοῦ ἐφ᾽ ἡμᾶς, καί ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μένει εἰς τόν αἰῶνα».
Διότι τό ἔλεος αὐτοῦ ἔγινε κραταιό σέ μᾶς καί ἡ ἀξιοπιστία τοῦ Κυρίου μένει παντοτινά.
«Σήμερον
ὁ ᾅδης στένων βοᾷ· Κατεπόθη μου τό κράτος· ὁ ποιμήν ἐσταυρώθη καί τόν
Ἀδάμ ἀνέστησεν· ὧν περ ἐβασίλευον ἐστέρημαι, καί οὕς κατέπιον ἰσχύσας,
πάντας ἐξήμεσα· ἐκένωσε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς· οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου
τό κράτος. Δόξα, Κύριε, τῷ σταυρῷ σου καί τῇ ἀναστάσει σου».
Σήμερα
ὁ ἅδης στενάζοντας βοᾶ: Ἀφανίστηκε τό κράτος μου· ὁ ποιμένας (ὁ
Χριστός) σταυρώθηκε καί ἀνέστησε τόν Ἀδάμ· στερήθηκα τούς ὑπηκόους μου·
καί ὅσους μπόρεσα ὥς τώρα νά καταπιῶ, ὅλους τούς ἀπέβαλα. Ἄδειασε τούς
τάφους ὁ σταυρωθείς Θεάνθρωπος. Δέν ἔχει πλέον ἰσχύ ἡ ἐξουσία τοῦ
θανάτου. Δόξα, Κύριε, στό σταυρό καί τήν Ἀνάστασή σου.
Θρηνολογώντας
ὁ ἅδης, κηρύσσει ἄθελά του τίς μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστης. Τό κράτος
μου ἀφανίστηκε μέ τήν ἐπίσκεψη τοῦ παράδοξου νεκροῦ. Ὁ ποιμένας ὁ καλός
σταυρώθηκε, καί τό παραπλανηθέν πρόβατο, ὁ Ἀδάμ, ἀναστήθηκε· ἐγώ ἔχω
ὁριστικά στερηθεῖ τούς ὑπηκόους μου καί ὅσους μπόρεσα ὥς τώρα νά
καταπιῶ, ὅλους τούς ἀπέβαλα. Ὁ Υἱός τῆς Παρθένου μέ ἀνακάτεψε καί τό
στομάχι μου δέν μπόρεσε νά κρατήσει τό μακάβριο περιεχόμενό του. Τό
πιοτό τῆς ἀθανασίας ἦταν πολύ πικρό γιά μένα. Ἀπέβαλα ὅλες τίς
κατεχόμενες ψυχές. Ἄδειασε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ
θάνατος δέν ἰσχύει πιά. Παρέλυσαν τά δεσμά του, μέ τά ὁποῖα τύλιγε τό
γένος τῶν θνητῶν. Ἡ ἀθανασία νίκησε τή νέκρωση, ἡ ἀφθαρσία τή φθορά!
Δόξα, Κύριε, στό σταυρό καί τήν Ἀνάστασή σου!
«Τήν
σήμερον μυστικῶς ὁ μέγας Μωϋσῆς προδιετυποῦτο λέγων· Καί εὐλόγησεν ὁ
Θεός τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην. Τοῦτο γάρ ἐστι τό εὐλογημένον Σάββατον·
αὕτη ἐστίν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων
αὐτοῦ ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, διά τῆς κατά τόν θάνατον οἰκονομίας τῇ
σαρκί σαββατίσας· καί εἰς ὅ ἦν πάλιν ἐπανελθών διά τῆς ἀναστάσεως,
ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωήν τήν αἰώνιον ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
Ὁ
μέγας Μωυσῆς προδιατύπωνε μυστικῶς τή σημερινή ἡμέρα, λέγοντας: Καί ὁ
Θεός εὐλόγησε τήν ἡμέρα τήν ἑβδόμη· διότι αὐτή εἶναι τό εὐλογημένο (ἀπό
τό Θεό) Σάββατο· αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως, κατά τήν ὁποία
ξεκουράστηκε ἀπό ὅλα τά ἔργα του ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, σαββατίσας
(ἀναπαυθείς) διά τοῦ θανάτου τῆς σαρκός του, σύμφωνα μέ τήν οἰκονομία
τοῦ Θεοῦ· καί διά τῆς Ἀναστάσεώς του ἐλθών καί πάλι σ᾽ ἐκεῖνο πού ἦταν
προηγουμένως, μᾶς χάρισε τήν αἰώνια ζωή, ὡς μόνος ἀγαθός καί
φιλάνθρωπος.
Τήν
ταφή τοῦ Κυρίου προδιατύπωσε μυστικά ὁ μέγας προφήτης Μωυσῆς, μέ ὅσα
ἔγραψε γιά τό πρῶτο σάββατο, τήν ἡμέρα τήν ἑβδόμη, μετά τό πέρας τῆς
δημιουργίας: «Καί εὐλόγησε ὁ Θεός τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην καί ἡγίασεν
αὐτήν».
Αὐτά
ὁ ὑμνογράφος τά ἐφαρμόζει στόν ἐνταφιασμό τοῦ Κυρίου. Αὐτό εἶναι τό
εὐλογημένο Σάββατο, ἀναφωνεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναπαύσεως, κατά
τήν ὁποία ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ περάτωσε τό ἔργο τῆς
λυτρωτικῆς θείας οἰκονομίας, ξεκουράστηκε σωματικῶς στόν τάφο, μετά τό
πάθος καί τό θάνατό του. Παραβάλλεται, λοιπόν, ἡ πρώτη κατάπαυση τοῦ
δημιουργοῦ Θεοῦ, πρός τή δεύτερη κατάπαυση τοῦ λυτρωτῆ Θεοῦ. Ἄλλη
κατάπαυση δέν ὑπάρχει.
Ἡ
ἀποκατάσταση τῆς δημιουργίας εἶναι ὁριστική καί ἀμετάκλητη. Τήν τρίτη
ἡμέρα ἀπό τῆς ταφῆς του ὁ Χριστός, καί ἀφοῦ ἔχει προηγουμένως νικήσει
ὁλοσχερῶς τόν ἅδη, θ᾽ ἀναστηθεῖ ἐκ τῶν νεκρῶν, δοξασμένος καί ἄφθαρτος,
ἀφοῦ ἀποβάλει τά σημάδια τῆς κατά σάρκα οἰκονομίας, τά ἀδιάβλητα πάθη
καί τή φθαρτότητα γενικά τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Θά ἐπανέλθει λοιπόν στήν
πρό τῆς θείας οἰκονομίας κατάσταση, στούς μακάριους κόλπους τῆς Τριάδας,
κομίζοντας ὅμως μαζί του καί τήν ἀνθρώπινη φύση του, ἀπό τήν ὁποία
οὐδέποτε θά ἀποχωριστεῖ.
Αὐτό
εἶναι τό μέγα θαῦμα τῆς λυτρώσεως: Ἡ αἰώνια ἐγκαθίδρυση τοῦ ἀνθρώπου
στήν Τριάδα, χωρίς τοῦτο νά σημαίνει αὔξηση τῶν ὑποστάσεων τῆς Τριαδικῆς
Θεότητας. Δέ θά γίνουν δηλαδή τέσσερις οἱ ὑποστάσεις. Ἡ ἀνθρώπινη φύση
θά εἶναι ἑνωμένη μέ τή θεότητα τοῦ Λόγου καί τίποτα περισσότερο.
«ὅτι καὶ
Χριστός ἅπαξ περὶ ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπὲρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς
προσαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθεὶς μὲν σαρκί, ζωοποιηθείς δὲ πνεύματι· ἐν ᾧ
καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν» (Α´ Πέτρ. γ´ 18-19).
Κατά τό
῞Αγιο καί Μέγα Σάββατο, ἡ ᾿Εκκλησία μνημονεύει τήν εἰς ῞ᾼδου κάθοδον τοῦ
Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῞Οτι δηλαδή, κατά τίς τρεῖς ἡμέρες μετά τόν
θάνατό Του καί μέχρι τῆς ἀναστάσεώς Του, ὁ Κύριος κατῆλθε στόν ῞ᾼδη,
στόν τόπο, ὅπου εὑρίσκονταν φυλακισμένες οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων, κήρυξε
καί, στή συνέχεια, μέ θεϊκή ἐξουσία ἀνέστησε καί ἐλευθέρωσε τίς ψυχές
καί κυριολεκτικά «ἐκένωσε» τά ταμεῖα τοῦ ζοφεροῦ αὐτοῦ τόπου.
1. ῾Η
προσδοκία τοῦ διαβόλου ἦταν, ὅτι τελικά θά μποροῦσε νά κρατήσει ἕνα
μέρος τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν ἐξουσία του. Αὐτός ἦταν ὁ ῞ᾼδης.
῾Ο ῞ᾼδης δέν εἶναι τόπος, ἀλλά τρόπος ζωῆς τῶν πνευμάτων. Εἶναι δέ ὡς
τρόπος καί κατάστασις ζωῆς ἀντίθετος τοῦ Παραδείσου. ᾿Εάν στόν Παράδεισο
ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐτυχισμένος ἐπειδή ζεῖ μέ τόν Θεό, στόν ῞ᾼδη ζεῖ
δυστυχισμένος ἐπειδή ζεῖ μέ τούς διαβόλους. Στόν ῞ᾼδη κατέρχονταν ὅλοι
οἱ ζῶντες. ᾿Εκεῖ δέν μποροῦσαν νά αἰνοῦν πιά τόν Θεό, νά ἐλπίζουν στήν
δικαιοσύνη Του, στήν πιστότητά Του. Πρόκειται γιά μία ὁλοκληρωτική
ἐγκατάλειψι.
Σ᾿ αὐτόν
τόν τραγικό χῶρο τῆς δυστυχίας καὶ ἀπελπισίας, κατέβηκε ὁ Χριστός γιά νά
ἐλευθερώσει τούς αἰωνίους αἰχμαλώτους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονταν ἐκεῖ παρά
τήν θέλησί τους. Αὐτό δέ ἀποτελοῦσε τήν δύναμι καί τήν χαρά τοῦ
διαβόλου, ὅτι εἶχε τήν δύναμι, μποροῦσε, νά ἐμποδίσει τούς δικαίους νά
ζήσουν μέ τόν Θεό. Αὐτή τήν ἀδικία ἐπισημαίνει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος ὅταν
γράφει· «᾿Αλλ᾿ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωσέως καὶ ἐπὶ τοὺς
μὴ ἁμαρτήσαντας» (Ρωμ. ε´ 14).
῾Ο ῞ᾼδης δέν
ταυτίζεται μέ τήν κόλασι. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός κατέβηκε στόν ῞ᾼδη, ὁ
καταδικασμένος πηγαίνει στήν κόλασι. Οἱ θύρες τοῦ ῞ᾼδη, ὅπου κατέβηκε ὁ
᾿Ιησοῦς Χριστός, ἄνοιξαν, γιά νά μπορέσουν νά διαφύγουν οἱ αἰχμάλωτοί
του, ἐνῶ, ὅταν ὁ κολασμένος κατεβαίνει στήν κόλασι, ἡ πόρτα της κλείνει
πίσω του αἰωνίως καί δέν θά ἀνοίξει ποτέ.
῾Ο ῞ᾼδης καί
ἡ κόλασις εἶναι τό βασίλειο τοῦ θανάτου καί, χωρίς τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό,
δέν θά ὑπῆρχε στόν κόσμο παρά μιά μόνο κόλασις καί ἕνας μόνο θάνατος, ὁ
θάνατος μέ τήν ἀπεριόριστη δύναμί του. ᾿Εάν ὑπάρχει «δεύτερος θάνατος»
(᾿Αποκ. κα´ 8), ξεχωριστός ἀπό τόν πρῶτο, εἶναι ἐπειδή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός
συνέτριψε μέ τό θάνατό Του «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿
ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς
τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (῾Εβρ. β´ 14-15).
Τήν κάθοδο
τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στόν ῞ᾼδη ἑορτάζει καί πανηγυρίζει ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ
Χριστοῦ κατά τό ῞Αγιο καί Μέγα Σάββατο. «Τοῦτό ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον
Σάββατον». ῾Η θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας μας φωτίζει ἐπαρκῶς τό θέμα αὐτό,
τό ὁποῖο ἀφορᾶ ὅλους μας.
2. ῾Η
κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν ῞ᾼδη εἶναι ἕνα ἄρθρο πίστεως, καί εἶναι
πράγματι ἕνα βέβαιο δεδομένο τῆς Καινῆς Διαθήκης. ῾Ο χριστολογικός
κανόνας τοῦ ῎Ορθρου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου εἶναι ὕμνος, τραγούδι γιὰ τόν
νεκρωμένο Θεό. ᾿Εάν «ὁ Θεὸς ἀνέστησε τὸν ᾿Ιησοῦν λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ
θανάτου» (Πράξ. β´ 24), εἶναι ἐπειδή τόν βύθισε ἀρχικά στόν ῞ᾼδη, ἀλλά
χωρίς ποτέ νά τόν ἐγκαταλείψει ἐκεῖ (πρβλ. Πράξ. β´ 31). ᾿Εάν ὁ Χριστός,
στό μυστήριο τῆς ᾿Αναλήψεως, «ἀνέβη ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν», εἶναι
ἐπειδή «κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς». ῎Επρεπε νά γίνει
αὐτή ἡ φοβερή κάθοδος, γιά νά μπορέσει ὁ Χριστός νά «πληρώσῃ τὰ πάντα»
καί νά βασιλεύσει ὡς Κύριος στό Σύμπαν (πρβλ. ᾿Εφεσ. δ´ 6).
῾Η
χριστιανική πίστις ὁμολογεῖ, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι Κύριος στόν
οὐρανό μετά τήν ἀνάβασί Του ἀπό τούς νεκρούς (Ρωμ. ι´ 6-10). «῞Ινα σου
τῆς δόξης, τὰ πάντα πληρώσῃς, καταπεφοίτηκας, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς
γῆςϜ », ψάλλουμε τήν λαμπρά καί φωταυγῆ νύκτα τοῦ Μ. Σαββάτου.
Τό τίμημα
τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου γιά τόν ἄνθρωπο ἦταν ἡ ἀφθαρσία καί ἡ καινοποίησι
τῆς φύσεώς του. ῞Οπως ἡ φθορά ὑπῆρξε τό τίμημα τῆς ἁμαρτίας, ὡς νέκρωσις
καί χωρισμός ἀπό τόν Θεό, ἔτσι ἡ ἀνακαίνισις καί ἡ ἀφθαρσία ὑπῆρξαν ὁ
εἰδικός καρπός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. ῾Ο Χριστός μέ τόν θάνατο καί τήν
ταφή Του ἀφαίρεσε τά ράκη τῆς φθορᾶς, τά ὁποῖα εἶχαν στοιβαχθεῖ σ᾿
αὐτήν ἀπό τήν παράβασι τοῦ ᾿Αδάμ καί ἔσβηναν τήν ὀμορφιά της· καί μέ τό
αἷμα Του ἔπλυνε τό πλάσμα Του ἀπό τό μίασμα τῆς ἀρχαίας παρακοῆς,
ἀφάνισε τήν δυσωδία τοῦ θανάτου, τήν ὁποία ἀπέπνεε τό πτῶμα τῆς
ἁμαρτίας, ἐκούφισε τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀπό τό βάρος τῆς ἀποστασίας
του καί ἔκαμε ν᾿ ἀστράψει καί πάλι ἡ φύσις, νά ζωντανέψουν οἱ θεοειδεῖς
χαρακτῆρες, νά λάμψει καί πάλι ἡ ἀρχέγονος ὀμορφιά της, ἐνδεδυμένη τήν
ἄφθαρτη δόξα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό
ὑπέρτατο λυτρωτικό ἀγαθό, τήν ἀφθαρσία δηλαδή καὶ τήν ἀθανασία, τό ὁποῖο
κορυφοῦται στήν ἔνδοξη ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, ψάλλει μέ ρίγη ἱερᾶς
συγκινήσεως καί ἀνεκλάλητης χαρᾶς ἡ ᾿Ορθοδοξία.
3. ῾Η
κάθοδος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στόν ῞ᾼδη ὑπῆρξε θεοπρεπής καί ἔνδοξος. ῾Ο
Κύριος πραγματοποίησε δύο καθόδους. Κατῆλθε ἀπό ψηλά ἀπό τόν οὐρανό στήν
γῆ, τό πρῶτον. Καί κατῆλθε μέ ταπείνωσι καί πτωχεία. Δεύτερον, κατῆλθε
ἀπό τήν γῆ στά βασίλεια τοῦ ῞ᾼδη. ᾿Εκεῖ ὅμως κατέβηκε παντοκρατορικά, μέ
ὅλη τήν «ἄστεκτη» δυναστεία Του, ἐξουσιαστικῶς. Τόν εἶδαν οἱ δαίμονες
καί τρόμαξαν. Τόν εἶδαν οἱ δίκαιοι καί ἀναπήδησαν μέ χαρά καί ἀγαλλίασι.
῾Ο ἅγιος
᾿Επιφάνιος, ᾿Επίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, στόν θεολογικώτατο λόγο
του «Τῶ ἁγίῳ καί μεγάλῳ Σαββάτῳ» περιγράφει αὐτόν τόν θεοπρεπέστατο
τρόπο τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στόν ῞Αδη· «Χθὲς
(ἐννοεῖ τήν Μεγ. Παρασκευή) συνέβαινον τὰ τῆς οἰκονομίας, σήμερον τὰ
τῆς ἐξουσίας. Χθὲς τὰ τῆς ἀσθενείας, σήμερον τὰ τῆς αὐθεντίας. Χθὲς τὰ
τῆς ἀνθρωπότητος, σήμερον τὰ τῆς θεότητος ἐνδείκνυται. Χθὲς ἐρραπίζετο,
σήμερον τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος τὸ τοῦ ῞ᾼδου ραπίζει οἰκητήριον. Χθὲς
ἐδεσμεῖτο, σήμερον ἀλύτοις δεσμοῖς καταδεσμεῖ τὸν τύραννον. Χθὲς
κατεδικάζετο, σήμερον τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν χαρίζεται. Χθὲς
ὑπουργοὶ τοῦ Πιλάτου αὐτῷ ἐνέπαιζον, σήμερον οἱ πυλωροὶ τοῦ ῞ᾼδου
ἰδόντες αὐτὸν ἔφριξαν… ῾Ο χθὲς τοίνυν οἰκονομικῶς τὰς λεγεῶνας τῶν
᾿Αγγέλων παραιτούμενος· σήμερον θεοπρεπῶς ὁμοῦ τε καὶ πολεμικῶς, καὶ
δεσποτικῶς κάτεισι κάτω τοῦ ῞ᾼδου καὶ θανάτου. ῾Ως γοῦν τὰ παντόθυρα,
καὶ ἀνήλια, καὶ ἀνέσπερα τοῦ ῞ᾼδου δεσμωτήρια καὶ οἰκητήρια ἡ θεόδημος
τοῦ Δεσπότου κατέλαβεν αἰγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριήλ
ἀρχιστράτηγος καὶ βοᾶ τό ῎Αρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν. Καὶ ἐπάρθητε
πύλαι αἰώνιοι.῞Αμα αἱ ἀγγελικαί δυνάμεις ἐβόησαν, ἅμα αἱ πύλαι
ἐπάρθησαν, καὶ αἱ ἁλύσεις ἐλύθησαν, ἅμα οἱ μοχλοὶ κατεκλάσθησαν, ἅμα τὰ
κλεῖθρα ἐξέπεσαν, ἅμα τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου ἐδονήθησαν, ἅμα αἱ
ἐνάντιαι δυνάμεις εἰς φυγὴν ἐτράπησαν, ἔφριξαν, ἐσαλεύθησαν,
κατεπλάγησαν, ἐταράχθησαν, ἠλλοιώθησαν, ἐθροήθησαν, ἔστησαν ὁμοῦ καὶ
ἐξέστησαν, ἠπόρησαν ὁμοῦ καὶ ἐτρόμαξανϜ ᾿Εκεῖ γὰρ τότε διέκοψε Χριστός
ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν» (ΒΕΠΕΣ 77, σελ. 151 & ἑξῆς, ἐκδ.
᾿Αποστολικῆς Διακονίας).
«᾿Εδεήθημεν
Θεοῦ σαρκουμένου καί νεκρουμένου», θεολογεῖ ἡ ποικίλη μοῦσα τῆς δικῆς
μας αὐλῆς, τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, γιά νά
μπορέσουμε νά ζήσουμε. Αὐτός μᾶς ζύμωσε μέ τήν θεότητά Του, μᾶς ἐνέδυσε
τήν θεία εὐπρέπεια, μᾶς λάμπρυνε μέ τήν τριαδική δόξα Του, μᾶς χάρισε
τήν ἀνάστασι καί τήν ζωή.
«῾Ως
ζωηφόρος, ὡς Παραδείσου ὡραιότερος ὄντως καὶ παστάδος πάσης βασιλικῆς,
ἀναδέδεικται λαμπρότερος Χριστὲ ὁ τάφος σου, ἡ πηγὴ τῆς ἡμῶν
ἀναστάσεως».
Ὁ Ὕμνος τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων
Θεέ τοῦ κόσμου καί τῶν προγόνων μας. ῎Ας εἶναι γιά πάντα δοξασμένο τό ὄνομά Σου.
᾿Εσύ, εἶσαι δίκαιος σέ ὅλα. ῞Ολες οἱ ἐνέργειες κι οἱ ἀποφάσεις Σου εἶναι βασισμένες ἄσειστα στήν ἀλήθεια.
῾Ο τρόπος πού ἐπεμβαίνεις στή ζωή μας, εἶναι γεμᾶτος καθαρότητα, εὐθύτητα κι ἀγάπη.
῞Ο,τι κι ἄν ἔχεις ἐπιτρέψει νά μᾶς συμβεῖ, ὅλα εἶναι ἀπόλυτα ἄδολα κι ἀληθινά.
᾿Ακόμα
κι ὅσα ἐπέτρεψες νά ἐπιβληθοῦν σέ μᾶς ὡς τιμωρίες καί τήν ἅγια πόλη τῶν
προγόνων μας, στήν ῾Ιερουσαλήμ, ἀκόμα κι αὐτά ὅλα, ἔγιναν ἐξαιτίας τῆς
ἁμαρτίας μας.
῾Αμαρτήσαμε
Κύριε, ἀνομήσαμε, φύγαμε μακριά Σου. ῞Ολη ἡ ζωή μας εἶναι βουτηγμένη
στήν ἁμαρτία. Παραβήκαμε τίς ἐντολές Σου, τίς βγάλαμε ἀπό τό νοῦ καί τήν
καρδιά μας.
Δέν
ἐφαρμόσαμε τίποτα ἀπό ὅσα μᾶς ἔχεις ὑποδείξει, ὥστε, ἀκολουθώντας τα, νά
μπορέσουμε, νά ζήσουμε εἰρηνικά κι εὐτυχισμένα. Δίκαια λοιπόν εἶναι,
ὅσα ἐπέτρεψες νά μᾶς συμβοῦν στό παρελθόν κι ὅσα μᾶς βρίσκουν τώρα.
Πολύ
σωστή ἡ ἀπόφασή Σου, νά ἐπιτρέψεις νά πέσουμε σέ χέρια ἄνομων, ἐχθρῶν
τῆς πίστης μας, στήν ἐξουσία τόσο ἄδικου καί αἱμοβόρου βασιλιά. Σέ αὐτόν
πού ἀποδείχθηκε σκληρότερος ἀπό ὅλους, ὅσους μέχρι σήμερα ἔχουν
βασιλέψει πάνω στή γῆ μας.
Πῶς
νά τολμήσουμε νά ἀνοίξουμε τό στόμα μας ἐνώπιόν Σου; Ντροπιασθήκαμε καί
καταεξευτελισθήκαμε οἱ ταπεινοί δοῦλοι Σου, ἐμεῖς πού, παρόλα ὅσα μᾶς
ἔχουν βρεῖ, δέν παύουμε νά Σέ εὐλαβούμαστε καί νά Σέ ἀγαποῦμε.
Μήν
μᾶς ἐγκαταλείψεις ὁλοκληρωτικά καί ἀτιμασθεῖ ἔτσι τό ἅγιο ῎Ονομά Σου.
Μήν ἀκυρώσεις τώρα τήν παλιά Σου ὑπόσχεση, γιά πατρική μέριμνα καί
ἀδιάκοπη προστασία τῶν παιδιῶν Σου. Τό ἔλεός Σου μήν πάρεις ἄσπλαχνα,
μακριά ἀπό μᾶς τούς τόσο βασανισμένους καί φτωχούς. Ναί Κύριε! Εἰσάκουσέ
μας, γιά χάρη τοῦ ᾿Αβραάμ, τοῦ ἀγαπημένου Σου, τοῦ ᾿Ισαάκ τοῦ δούλου
Σου καί τοῦ ᾿Ισραήλ (᾿Ιακώβ) τοῦ ἐκλεκτοῦ παιδιοῦ Σου.
᾿Εσύ
ὁ ῎Ιδιος, Κύριε ὑποσχέθηκες στούς προγόνους μας, νά πληθύνεις τούς
ἀπογόνους τους πιότερο ἀπό τά ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ. Θά τούς ἅπλωνες,
ἔχεις πεῖ, πιότερο ἀπό τήν ἀμμουδιά τῆς χιλιόκοκκης κι ἀπέραντης
ἀκρογιαλιᾶς. Σήμερα ὅμως Κύριε, ταπεινωθήκαμε ὁλοκληρωτικά. Λιγόστεψε τό
ἔθνος μας, ὅσο κανένα ἄλλο πάνω στή γῆ. Κι αἰτία γιά ὅλα αὐτά εἶναι οἱ
ἁμαρτίες μας.
Χαθήκαμε
πιά. ῎Ελλειψε ἀπό τό ἔθνος μας ἄρχοντας καί προφήτης ἤ κάποιος πού νά
εἶναι δάσκαλος, ὁδηγός καί προστάτης μας. Θυσίες δέν γίνονται πιά κι
οὔτε ὁλοκαυτώματα προσφέρουμε. Θυμίαμα δέν καίει στούς βωμούς ριγμένο
ἀπό χέρι εὐλαβικό.
Ναός καί ἱερό ἐδῶ δέν βρίσκονται, γιά νά προσφέρουμε θυσία καί νά δεχθοῦμε τό πλούσιο ἔλεός Σου.
Δέξου τώρα τήν προσευχή μας, ὅπως θά δεχόσουν τή θυσία τῶν ταύρων καί τῶν κριαριῶν ἤ χίλιων τόσων ἀρνιῶν καλοθρεμένων.
῎Ας
λογιστεῖ ἀπό μᾶς τοῦτο πού μᾶς συμβαίνει, ὡς θυσία. Κι ἄς γίνει ἀφορμή
νά βροῦμε ἔλεος, γιατί ποτέ δέν καταισχύνεται, ὅποιος σέ Σένα ἔχει
στηρίξει τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα του.
῞Ο,τι κακό κι ἄν μᾶς συνέβηκε δέν μᾶς ἀλλάζει τή σχέση μας καί τήν ἀγάπη μας σ’ Ἐσένα. ᾿
Εμεῖς
θά συνεχίζουμε νά Σέ λατρεύουμε καί νά Σέ ἐμπιστευόμαστε, μέ ὅλη τήν
καρδιά μας. Τό μόνο, πού τώρα καί πάντα θά ἀποζητοῦμε, εἶναι νά
ἀξιωθοῦμε νά ἀτενίσουμε τό ῞Αγιο Πρόσωπό Σου.
Σπλαχνίσου
μας καί μήν προδώσεις τίς ἐλπίδες πού στηρίξαμε στήν πλούσια ἐπιείκειά
Σου καί στό ἄπειρό Σου ἔλεος. ᾿Ελευθέρωσέ μας θαυματουργικά καί κάνε
ἔτσι νά δοξασθεῖ τό ῎Ονομά Σου, Κύριε!
῎Ετσι,
θά καταντροπιασθοῦν, ὅσοι κακομεταχειρίζονται τούς δούλους Σου κι ἄδοξα
θά ξεπέσουν ἀπό τή δυναστεία τους, χάνοντας ὁλοκληρωτικά τή δύναμή
τους. Τότε θά μάθουν ἐμπειρικά ὅσοι μᾶς πολεμοῦν, ὅτι ᾿Εσύ εἶσαι ὁ Μόνος
ἔνδοξος Θεός καί Κύριος, σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη».
***
«Δοξασμένος εἶσαι Κύριε, Θεέ τῶν πατέρων μας!
᾿Εσένα μόνον, παντοτινά ἀξίζει νά ὑμνοῦν καί νά δοξολογοῦν.
Εὐλογημένο νά εἶναι τό πανάγιο καί πάντιμο ῎Ονομά Σου!
Αὐτό ἀξίζει νά ὑμνοῦν καί νά δοξολογοῦν παντοτινά! ᾿
Εσύ εἶσαι δοξασμένος στόν ἅγιο ναό, πού γιά τή δική Σου δοξολογία ἔχει ἀνυψωθεῖ!
Δοξασμένος εἶσαι ᾿Εσύ, πού βρίσκεσαι ἐπάνω καί ἐπιβλέπεις τίς ἀβύσσους, ᾿
Εσύ πού κάθεσαι σέ θρόνο χερουβικό!
Δοξασμένος εἶσαι πάνω στό θρόνο τῆς βασιλείας Σου!
Δοξασμένος εἶσαι στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ! ᾿
Αξιοΰμνητος καί χιλιοδοξασμένος νά εἶσαι παντοτινά.
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα ἐσεῖς τά δικά Του δημιουργήματα!
῾Υμνεῖστε καί χιλιοδοξάστε Τον παντοτινά.
Δοξάστε τόν Κύριο οἱ οὐρανοί!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλοι ἐσεῖς οἱ ῎Αγγελοί Του!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα τά νερά, πού εἴσαστε πάνω ἀπό τόν οὐρανό!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλες οἱ δυνάμεις!
Δοξάστε τόν Κύριο ἥλιε καί σύ φεγγάρι!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα τά ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ!
Δοξᾶστε τόν Κύριο ἐσεῖς βροχή καί δροσιά!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλοι οἱ ἄνεμοι!
Δοξάστε τόν Κύριο, ἐσεῖς φωτιά καί λάβα!
Δοξάστε τόν Κύριο, ἐσεῖς τό κρῦο καί ὁ καύσωνας!
Δοξάστε τόν Κύριο ἐσεῖς ἡ πάχνη καί οἱ χιονονιφάδες!
Δοξάστε τόν Κύριο νύχτες καί ἡμέρες!
Δοξάστε τόν Κύριο ἐσεῖς τό φῶς καί τό σκοτάδι!
Δοξάστε τόν Κύριο ψύχος καί παγετῶνες!
Δοξάστε τόν Κύριο χιόνια καί ὁμίχλη!
Δοξάστε τόν Κύριο σύννεφα καί ἀστραπές!
Δόξασε γῆ τόν Κύριο!
Δοξάστε τόν Κύριο ὄρη καί βουνά!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα ὅσα φυτρώνετε πάνω στή γῆ!
Δοξάστε τόν Κύριο ποτάμια καί θάλασσες!
Δοξάστε τόν Κύριο πηγές!
Δοξάστε τόν Κύριο κήτη καί ὅλα τά ψάρια πού κολυμπᾶτε στά νερά!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα τά θηρία καί τά κτήνη!
Δοξάστε τόν Κύριο ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι!
Δοξᾶστε τόν Κύριο ὁ λαός τοῦ ᾿Ισραήλ!
Δοξάστε τόν Κύριο ἐσεῖς οἱ ἱερεῖς Του!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλοι οἱ δοῦλοι Του!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλα ἐσεῖς, τά ἀφιωμένα καί πιστά παιδιά Του!
Δοξάστε τόν Κύριο ὅλοι ἐσεῖς οἱ εὐσεβεῖς καί ταπεινοί!
Δοξάστε τό Κύριο ἐσεῖς, ᾿Ανανία, ᾿Αζαρία καί Μισαήλ!
Γιατί Αὐτός μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν ῞Αδη.
Αὐτός μᾶς ἐσωσε ἀπό τό θάνατο μᾶς ἔσωσε.
Αὐτός μᾶς γλίτωσε μέσα ἀπό τοῦ καμινιοῦ τήν λάβα, μᾶς λύτρωσε ἀπό τή φωτιά.
Δοξάστε εὐχαριστώντας τόν Κύριο,
γιατί Αὐτός εἶναι ὁ Μόνος ἀγαθός καί αἰώνιο εἶναι τῆς ἀγάπης Του τό ἔλεος.
Δοξάστε τόν Κύριο, τόν Μόνο Ἀληθινό Θεό, ὅλοι ἐσεῖς οἱ εὐσεβεῖς!
Δοξάστε, ὑμνεῖστε καί εὐχαριστεῖστε Τον, γιατί τῆς ἀγάπης Του, εἶναι αἰώνιο τό ἔλεος».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου