ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

26 Ιουνίου μνήμη του Οσίου πατρός ημών Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη

Βίος Οσίου Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη

Από το ιστολόγιο xristianos.gr





Ακολουθεί την μοναχική οδό
Ο Όσιος πατέρας μας Δαβίδ, ο επίγειος Άγγελος και επουράνιος άνθρωπος, γεννήθηκε και ανατράφηκε στην λαμπρή και μεγάλη πόλη της Θεσσαλονίκης. Από μικρός σήκωσε τον 
Σταυρό με πλημμυρισμένη την καρδιά του από θείο έρωτα. Περιφρόνησε κάθε σωματική ανάπαυση, εγκατέλειψε φίλους και συγγενείς, τιμή και πρόσκαιρη δόξα. Εκάρη λοιπόν 
Μοναχός και έμεινε στο Μοναστήρι των Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου που ονομάζεται των Κουκουλιατών. Σε αυτό ησύχαζε, αγωνιζόταν υπεράνθρωπα και τηρούσε με 
κάθε επιμέλεια όλες τις αρετές. Περισσότερο μάλιστα από όλες τις αρετές ασκείτο στην εγκράτεια και στην ταπείνωση, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο χορτασμός της κοιλίας διώχνει 
την αγρυπνία και την σωφροσύνη και η κενοδοξία πάλι εξαφανίζει τελείως όλες τις αρετές. Γι αυτό φρόντιζε να αποκτήσει σαν συνετός που ήταν την ταπεινοφροσύνη.
Διαβάζοντας ο Όσιος μέρα και νύκτα τις θειες Γραφές, θαύμαζε τις αρετές των Αγίων, των προ του νόμου, και μετά τον νόμο, πώς τους δόξασε ο Θεός, διότι υπάκουγαν στις 
εντολές Του και τον ευχαριστούσαν όπως έπρεπε.

Ασκητεύει πάνω στην αμυγδαλιά
Μια μέρα λοιπόν κατανύχθηκε πολύ η καρδιά του. Έτσι αφού ανέβηκε σε μια αμυγδαλιά, που βρισκόταν στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας, έμεινε πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου, 
στο οποίο έκανε όπως μπόρεσε ένα μικρό κρεβάτι. Εκεί ασκήτευε καρτερικά με θαυμάσια υπομονή, βασανιζόμενος από τους ανέμους, τις βροχές και τα χιόνια, καταφλεγόμενος 
από το κάψιμο του ηλίου το καλοκαίρι, θλιβόμενος φοβερά και από άλλες στενοχώριες. της καρτερίας και της θαυμάσιας πολυάθλου και καθημερινής υπομονής του Μάρτυρος! 
Και πώς υπέφερε ο αείμνηστος τόση κακοπάθεια; Οι άλλοι στυλίτες είχαν και λίγη σταθερότητα, διότι οι στύλοι ήσαν κτιστοί, και έμεναν ακίνητοι. Και πάλι, όταν κοιμώντουσαν ή 
έκαναν κάποια άλλη αναγκαία εργασία, ήσαν ακίνητοι. Αλλά αυτός ο αδαμάντινος κινείτο πάντοτε πάνω στο κλαδί του δένδρου, χωρίς να έχει ποτέ άνεση, βασανιζόμενος από τις 
βροχές και τους ανέμους και θλιβόμενος φοβερά από το χιόνι.
Επειδή το μεν δένδρο κάνει άνθη και καρπό που φθείρονται σε ανθρώπινη τέρψη και απόλαυση, ο δε Όσιος ευχαριστούσε κάθε στιγμή τον Αγαθό Θεό με καρπούς θεωρίας και 
πράξεως, υμνολογώντας και δοξάζοντας ασταμάτητα Αυτόν.

Οι μαθητές του τον παρακαλούν να κατέβει από την αμυγδαλιά
Είχε ο Όσιος και μερικούς μαθητές, οι οποίοι ήσαν εξαιρετικά ευλαβείς και φιλόχριστοι, και οι οποίοι κοπίαζαν αγωνιζόμενοι μαζί του. Πολλές φορές τον παρακαλούσαν, να κατέβει 
από το δένδρο, να του κτίσουν κελί, όπως του άρεσε, ήσυχο, για να τους ποιμαίνη για την σωτηρία τους. Αλλά αυτός τους έλεγε. «Ἀδελφοί καί τέκνα μου, ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός 
καί ἀνάξιος ἄνθρωπος. Ἄλλα ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ καλός βοσκός πού προσφέρει τήν ψυχή Τοῦ ὑπέρ τῶν προβάτων (Ἰωάν. 1,11), Αὐτός νά σᾶς φυλάη ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ 
δαίμονα, καί νά σᾶς ἀξιώση, ὡς Ὑπεράγαθος, τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του. Διότι ἐγώ, ζῆ Κύριος ὁ Θεός μου, Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δέν κατεβαίνω ἀπό αὐτό τό 
δένδρο, μέχρι νά περάσουν τρία χρόνια καί πάλι μέ τήν δική Του ἐντολή. Διότι χωρίς νά εἶναι θέλημά Του, δέν κατεβαίνω καθόλου ἀπό ἐδῶ». Οι μαθητές του όταν είδαν ότι δεν 
άλλαζε γνώμη, δεν τον ενόχλησαν πάλι.



Άγγελος Κυρίου τον επισκέπτεται
Όταν λοιπόν τελείωσαν τα τρία χρόνια, φάνηκε σε αυτόν Άγιος Άγγελος και του είπε: Δαβίδ, άκουσε ο Κύριος την προσευχή σου, και σου δίνει την χάρη που πολλές φορές 
ζήτησες, να είσαι ταπεινός και μετριόφρων, να τον φοβάσαι και να τον λατρεύεις με την ευλάβεια που αρμόζει. Κατέβα λοιπόν από το δένδρο και ησύχασε στο κελί, ευλογώντας 
τον Θεό, μέχρι να τελειώσεις και άλλη οικονομία και τότε θα βρεις ανάπαυση από τους σωματικούς κόπους και ψυχική παρηγοριά. Όση ώρα του μιλούσε ο Άγγελος, άκουγε με 
φόβο και τρόμο. Έπειτα, όταν χάθηκε ο Άγγελος, ο Όσιος, ευχαρίστησε τον Κύριο, και είπε: «Εὐλογητός ὁ Θεός, ὁ ὅποιος δέχθηκε τήν προσευχή μου καί μέ ἐλέησε».
Τότε κάλεσε τους μαθητές του και τους φανέρωσε την οπτασία. Τους είπε μάλιστα να ετοιμάσουν και το κελί σύμφωνα με την δεσποτική εντολή. Εκείνοι με μεγάλη φροντίδα 
έκαναν όπως τους είπε, ειδοποίησαν και τον αγιότατο Αρχιεπίσκοπο Δωρόθεο, ο οποίος πήρε χαρούμενος τους ευλαβέστατους κληρικούς και αφού ανέβηκε στον Όσιο τον 
ασπάστηκε και τον κατέβασαν από το δένδρο με πολλή ευλάβεια. Αφού λειτούργησαν τον έβαλαν στο κελί του, και έκαναν μεγάλο πανηγύρι.
Έτσι αυτοί ενώ επέστρεψαν χαρούμενοι, ο Όσιος έμεινε ησυχάζοντας στο κελί, δοξάζοντας όπως και πριν ασταμάτητα τον Κύριο, ο οποίος τόση Χάρη του χάρισε, ώστε δαιμόνια 
έδιωχνε, τυφλούς φώτιζε και κάθε άλλη αγιάτρευτη αρρώστια γιάτρευε, επικαλούμενος τον Χριστό.

Όλους τους γιάτρευε
Οι Θεσσαλονικείς, τον είχαν όλοι σε μεγάλη ευλάβεια και τον τιμούσαν σαν θειο Άγγελο. Όποιος είχε κάποια ασθένεια πήγαινε σε αυτόν και μόλις άγγιζε με το δεξί του χέρι τον 
άρρωστο έφευγε αμέσως και σκόρπιζε κάθε αρρώστια, όπως διαλύεται το σκοτάδι από το φως. Πολλά λοιπόν και θαυμάσια αφού έκανε, δοξάσθηκε πολύ από τους ανθρώπους 
και όλοι τον σεβόντουσαν.

Όλοι ψηφίζουν τον Όσιο να τους εκπροσωπήσει στον Βασιλέα
Μετά από πολλά χρόνια απέθανε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Δωρόθεος, και την θέση του έλαβε άλλος επίσης ενάρετος, του οποίου το όνομα ήταν Αριστείδης. Όμως τον 
καιρό εκείνο γινόντουσαν στην Θεσσαλία από τους βαρβάρους, μεγάλες ζημιές και πολλή αναταραχή. Ο έπαρχος του Ιλλυρικού έγραψε στον Μητροπολίτη, να πάει στον βασιλέα, 
ή να στείλει κάποιον ενάρετο άνθρωπο να τον παρακαλέσει να ψηφίσει έπαρχο στην Θεσσαλονίκη εξ αιτίας των προβλημάτων που δημιουργούσαν οι βάρβαροι διότι δεν υπήρχε 
στην Θεσσαλονίκη έπαρχος αλλά μόνον τοποτηρητής, και υπαγόντουσαν στον έπαρχο Σιρμίου. Όταν λοιπόν διάβασε ο αγιότατος Αριστείδης, ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, 
την επιστολή του έπαρχου μπροστά στους κληρικούς και τους άρχοντες της πόλεως, τους είπε να ψηφίσουν κάποιον κατάλληλο και λόγιο άνθρωπο για να τον στείλουν στον 
βασιλέα για την υπόθεση αυτή. Τότε όλοι οι συγκεντρωμένοι στην Εκκλησία της πόλεως συμφώνησαν και είπαν να στείλουν τον Όσιο Δαβίδ, για να τον σεβασθεί ο ευσεβέστατος 
βασιλεύς ως ενάρετο και Άγιο άνθρωπο, και να δεχτεί την παράκλησή τους. Αυτό έγινε κατά οικονομία της θείας Προνοίας, για να εκπληρωθεί η πρόβλεψη του Αγγέλου, ο οποίος 
είπε στον Όσιο να κατέβει από το δένδρο, για να κάνει και άλλη οικονομία και τότε να απέλθει προς Κύριο.
Αφού πήρε λοιπόν ο Αρχιερέας τους πιο ευλαβείς από τους Κληρικούς και λαϊκούς πήγαν στον Όσιο και του ανήγγειλαν την υπόθεση και τον παρακαλούσαν να πάει στον 
αυτοκράτορα για το ως άνω ζήτημα. Ο Όσιος στην αρχή προφασίσθηκε ότι δεν μπορούσε να πάει επειδή ήταν γέροντας, έπειτα βλέποντας, ότι όλοι τον πίεζαν να πάει δέχθηκε 
για να μη γίνει και παρήκοος του Αρχιερέως και όλων των φιλοχρίστων πολιτών που τον παρακαλούσαν.

Ο Όσιος τους προλέγει για την επιτυχία καθώς και για το τέλος του.
Αφού ο Όσιος θυμήθηκε και του Αγγέλου την πρόβλεψη, λέγει προς τον Αρχιεπίσκοπο: «Ἄς γίνη, Δέσποτα Ἅγιε, τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Πλήν ὅμως νά γνωρίζετε, ὅτι ὁ μέν 
βασιλεύς μέ τίς εὐχές σας θά μοῦ χαρίση ὅσα τοῦ ζητήσω, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, ἀλλά τόν Δαβίδ δέν θά τόν ξαναδῆτε πλέον ζωντανό, γιά νά συνομιλήσουμε. Διότι 
ἐπιστρέφοντας ἀπό τά βασίλεια πρός ἐσᾶς, ὅταν θά βρίσκωμαι ἀκόμη σέ ἀπόσταση 126 σταδίων ἀπό αὐτό τό ταπεινό κελλί μου, τότε θά ὕπαγω πρός τόν Δεσπότη μου». 
Ο Αρχιερεύς, νομίζοντας ότι έλεγε αυτά ως πρόφαση, για να μη τον αναγκάσουν, τον συμβούλεψε πάλι και του είπε: Μιμήσου, πάτερ μου, τον ποιμένα μας και Διδάσκαλο Χριστό, 
ο οποίος θανατώθηκε για μάς ως άνθρωπος και απέθανε. Απέθανε λοιπόν και συ για τον λαό σου, για να σε ευχαριστήσουν οι άνθρωποι και από τον Δεσπότη Χριστό να λάβεις 
δόξα και άπειρο έπαινο, σαν μιμητής του πάθους Του.
Τότε βγαίνοντας από το κελί ο τρισμακάριος, όλοι τον προσκύνησαν, διότι η μορφή του ήταν ένα θαυμαστό θέαμα, οι τρίχες της κεφαλής του έφθαναν ως την ζώνη του, τα γένια 
του μέχρι τα πόδια του, το σεβάσμιο πρόσωπο του ήταν ωραίο σαν του Αβραάμ, ώστε οποίος τον έβλεπε τον θαύμαζε. Αφού λοιπόν πήρε δύο από τους μαθητές του, τον 
Θεόδωρο και τον Δημήτριο, άνδρες ευλαβείς και ενάρετους, όχι μόνον στην ψυχή αλλά όμοιοι του και στην μορφή του σώματος, κατέβηκαν στον λιμάνι της πόλεως, και αφού 
μπήκαν στο πλοίο αναχώρησαν. Όταν έφτασαν στο Βυζάντιο, ακούστηκε η φήμη του Οσίου σε όλη την πόλη.



Τον υποδέχονται με μεγάλες τιμές
Το καιρό εκείνο Αυτοκράτορας ήταν ο ευσεβής Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε. Η βασίλισσα Θεοδώρα έστειλε εκπροσώπους της και τον υποδέχθηκε με πολλή ευλάβεια. Όταν 
είδε το λαμπρό εκείνο και αγγελόμορφο πρόσωπο με τέτοια λευκά μαλλιά, θαύμασε, τον προσκύνησε με πολλή ταπείνωση και του ζήτησε την ευχή του και την ευλογία του. 
Πράγματι ο Όσιος, ευχήθηκε για τον βασιλέα, για αυτήν και για όλη την πόλη. Η ευσεβής βασίλισσα τον δεξιώθηκε με τόση μεγάλη χαρά και με τόση περιποίηση που δεν 
μπορούμε να σας διηγηθούμε με ακρίβεια πόσο λαμπρή υποδοχή του έκανε η αείμνηστη, διότι νόμιζε ότι Άγγελο Κυρίου δέχθηκε και όχι άνθρωπο. Όταν επέστρεψε ο βασιλεύς, 
του ανέφερε για τον Όσιο και του είπε: «Ὁ Πανάγαθος Θεός μᾶς εὐσπλαχνίστηκε Δέσποτα καί ἔστειλε στό κράτος σου σήμερα τόν Ἄγγελό του, ὁ ὅποιος ἦλθε ἀπό τήν 
Θεσσαλονίκη καί μοῦ φάνηκε ὅτι εἶδα στά ἀλήθεια τόν Ἀβραάμ».

Ο βασιλεύς δέχθηκε αυτά που του ζήτησε ο Όσιος
Την άλλη μέρα το πρωί έδωσε εντολή ο βασιλεύς, όταν συγκεντρώθηκε όλη η Σύγκλητος, να έλθει ο Όσιος, με τους μαθητές του. Εκεί ο Όσιος έβαλε στα χέρια του αναμμένα 
κάρβουνα και θυμίαμα και θύμιασε τον βασιλέα και όλη την Σύγκλητο χωρίς καθόλου να βλάπτουν από την φωτιά τα χέρια του, αν και πέρασε περισσότερο από μία ώρα μέχρις 
ότου να θυμιάσει όλον τον λαό. Αυτό το θαυμάσιο, όταν το είδαν, θαύμασαν όλοι. Κατόπιν σηκώθηκε από τον θρόνο του ο βασιλεύς, τον υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά και πολλή 
ευλάβεια, και αφού άκουσε τις αναφορές του Μητροπολίτη του, τα δέχθηκε όλα ο ευσεβής και φιλόχριστος βασιλεύς, ψηφίζοντας την μεταφορά της έδρας του έπαρχου από το 
Σίρμιο στην Θεσσαλονίκη. Και όχι μόνον όσα έγραφαν τα γράμματα εκπλήρωσε, αλλά και όσα ζήτησε ο ίδιος ο Όσιος με μεγάλη προθυμία εξετέλεσε και τα υπέγραψε κατά την 
τάξη με ερυθρά γράμματα, τα οποία με τα ίδια του τα χέρια έδωσε στον Όσιο και του λέγει: Εύχου, «τίμιε Πάτερ, δί’ ἐμέ». Μετά τον προέπεμψε με μεγάλη τιμή όπως έπρεπε.

Το τέλος του Οσίου
Ο Όσιος εξεπλήρωσε την αποστολή του και έπλευσε προς την Θεσσαλονίκη, αλλά δεν έφθασε στην πόλη, όπως προφήτευε. Όταν έφθασε στην περιοχή του Φάρου, είπε προς 
τους μαθητές του: Τέκνα μου, ο καιρός του τέλους μου έφθασε, να ενταφιάσετε το λείψανο μου στο Μοναστήρι όπου διέμενα. Να φροντίζετε την ψυχή σας, για να βρείτε αιώνια 
ανάπαυση. Αυτά και άλλα ψυχωφελή λόγια αφού τους είπε, έφθασαν στο ακρωτήριο, που ονομάζεται Έμβολος. Από εκεί φαινόταν το Μοναστήρι του, το οποίον αφού κοίταξε 
έκανε την προσευχή του, ασπάστηκε τους μαθητές του και παρέδωσε ο τρισευτυχισμένος την ψυχή του στον Θεό.
Όταν κοιμήθηκε ο Όσιος, φυσούσε ισχυρός άνεμος, και ενώ μέχρι τότε έπλεαν με μεγάλη ταχύτητα, το πλοίο, ώ του θαύματος, σταμάτησε για πολλή ώρα παρά τον δυνατό άνεμο 
χωρίς να κουνηθεί καθόλου. Ήλθε μάλιστα και απερίγραπτος ευωδία θυμιαμάτων και φωνές από τον αέρα υπακουγόντουσαν, οι οποίες υμνούσαν μελωδικά τον Κύριο. Αφού 
πέρασε αρκετή ώρα σταμάτησαν οι φωνές.
Τότε και το πλοίο ξεκίνησε, αλλά δεν πήγε όμως στο λιμάνι όπως ήταν η συνήθεια αλλά έπιασε λιμάνι προς το δυτικό μέρος της πόλεως.
Τότε όταν άκουσαν την κοίμηση και τον ερχομό του Οσίου, βγήκε όλη η πόλη με τον Αρχιεπίσκοπο, και βαστάζοντες με πολλή ευλάβεια το άγιο λείψανο ήλθαν στο Μοναστήρι και 
του έκαναν θήκη με τετράγωνα ξύλα, στην οποίαν τον έβαλαν και με τιμή τον ενταφίασαν. Έπειτα μετέφεραν την έδρα του Έπαρχου στην Θεσσαλονίκη σύμφωνα με την βασιλική 
διαταγή. Τον Όσιο εόρταζαν κάθε χρόνο στο Μοναστήρι.

Δεν επέτρεψε να πάρουν από το άγιο λείψανο του
Όταν πέρασαν 150 χρόνια ήταν εκεί Ηγούμενος ένας ενάρετος άνθρωπος, που το όνομά του ήταν Δημήτριος, ο οποίος είχε πολλή ευλάβεια στον Όσιο. Επειδή όμως είχε μεγάλη 
επιθυμία να πάρει μέρος από το άγιο λείψανο για να το έχει ως ευλογία, έβαλε ανθρώπους και έσκαβαν τον τάφο.
Αμέσως όμως έσκασε η πλάκα στα τέσσερα και τότε κατάλαβε ότι ο Άγιος δεν ήθελε, και άφησε την προσπάθεια.
Ο μαθητής του Ηγουμένου αυτού, του οποίου το όνομα ήταν Σέργιος, ο οποίος έγινε και εκείνος Ηγούμενος, και ύστερα, επειδή ήταν πολύ ενάρετος, έγινε και Αρχιεπίσκοπος 
Θεσσαλονίκης τιμούσε πολύ τον Όσιο. Έχοντας προς αυτόν πολλή ευλάβεια, τον παρακαλούσε πολλές φορές στην προσευχή του να τον συγχωρέσει και να του επιτρέψει να 
πάρει λίγο από το άγιο λείψανο του. Πράγματι πήρε πληροφορία από τον Θεό, ότι συμφώνησε ο Όσιος και άνοιξε τον τάφο. Βγήκε τότε θαυμάσια ευωδία και βλέποντας ακόμη 
το λείψανο σώο και ακέραιο, δεν τόλμησε να πάρει από αυτό μέρος, παρά μόνο λίγες τρίχες από την κεφαλή του και από τα γένια, τα οποία φύλαγε με ακρίβεια και τα 
ασπαζόντουσαν την ημέρα της εορτής του οι φιλόχριστοι. Η εορτή της κοιμήσεώς του τελείται στις 26 Ιουνίου, χαρμόσυνα κάθε χρόνο, ευφημούντες τον Όσιο προς δόξα του 
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. 



Στίχος
Δαβίδ συνήφθης τῷ πάλαι, Δαβίδ νέε, Ἄλλον Γολιάθ, σαρκικά κτείνας πάθη. Ἕκτη ἐξεπέρησε πύλας βίου εἰκάδι Δαβίδ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον
Τή ἀγάπη τοῦ Λόγου, Πάτερ, πτερούμενος, ἐπί τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικήν βιοτήν, καί ἐξήνεγκας ἠμίν καρπούς τῆς χάριτος, ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, 
ἐκβοῶμεν σοί πιστῶς, Δαβίδ Ὅσιων ἀκρότης μή διαλίπης πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ'.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· 
ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Δαυῒδ τὸ πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις,
χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.

Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τούς ἀσφαλεῖς
Ὡς μίμητην τῶν οὐρανίων τάξεων, καί ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἐπαξίως μακαρίζομεν, σέ ὤ Δαβίδ θεομακάριστε, τόν βίον γάρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, 
καί θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καί ἠμίν μετάδος, Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τή Ἐδέμ, ἐστῶς ὑπέρ φύσιν, ἐπί δένδρου, Πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἠδίστους, ζωῆς τῆς μακαρίας, δί’ ὧν ἀεί εὐφραίνεις, τούς σέ γεραίροντας.







KAI ΟΛΙΓΑ ΕΚ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

῾Η ἀρχαιότερη γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὸν ὅσιο Δαυὶδ περιέχε­ται στὴν συλλογὴ ἱστοριῶν περὶ τῶν μοναχῶν τῆς ᾿Ανατολῆς, γνωστὴ ὡς Λειμών, τοῦ ᾿Ιωάννου Μόσχου. Στὸ περίφημο αὐτὸ ἔργο τῆς ἀσκητικῆς γραμματείας, ἔχουν συγ­κεντρωθεῖ ἀ­ξιοσημείωτες διηγήσεις ποὺ ἄκουσαν κατὰ τὴν ἐπίσκεψή τους στὰ μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου, ὁ ᾿Ιωάν­νης Μό­σχος μαζὶ μὲ τὸ Σωφρόνιο Σοφιστή, μετέπειτα πατριάρ­χη ῾Ιεροσολύμων, στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτο­ρος Τιβερίου (578-582). Στὴν ᾿Αλεξάνδρεια, μεταξὺ τῶν ἄλλων μοναστηριῶν, ἐπισκέφθηκαν στὸ Λιθαζό­μενο τὸ μοναστήρι τοῦ Θεσσαλονικέ­ως ἀββᾆ Παλλαδίου. Αὐτὸς τοὺς μίλησε γιὰ δύο διακεκριμέ­νους μοναχοὺς ἀπὸ τὴν Μεσοπο­ταμία, τοὺς Δαυὶδ καὶ ᾿Αδολ­ά, οἱ ὁποῖοι ἀσκήτευαν ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσα­λονίκη, τὴν ἐπο­χὴ ποὺ ὁ Παλλάδιος βρι­σκόταν ἐκεῖ. 

Περισσότερες πληροφορίες περιέχονται στὸν ἐκτενῆ Βίο τοῦ ῾Οσίου, ἔργο ἀνωνύμου συγγραφέως, ὁ ὁποῖος συνετάγη στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τὰ ἔτη 715-720 καὶ τὸν ὁποῖο ἐξ­έδωσε ἀρχικὰ ὁ Rose τὸ 1887 ἀπὸ ἕνα χειρό­γρα­φο, καὶ τὸ 1979 διορθωμένο, βάσει ἁγιορειτικῶν κωδί­κων, ὁ ἀρχιμ. Ε. Δεληδῆμος. ῾Ο Βίος μπορεῖ νὰ μὴ διαθέτει τὴν ἀρχαιότητα τῆς μαρτυρίας τοῦ ἀββᾆ Παλλαδίου, εἶναι ὅμως σοβαρότατη πη­γή, διότι καταγράφει ὅλες τὶς λεπτο­μέρειες ποὺ διασώ­ζονταν προφορικὰ στὴ μονὴ ὅπου ὁ ῞Ο­σιος ἀσκήτευσε καὶ τάφηκε. 

῾Υπάρχουν ἐπίσης καὶ δύο σύντομες περιγραφὲς τῆς ἀ­σκήσεως τοῦ ῾Οσίου στὸ Συναξάριο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Κων­σταντινουπόλεως καὶ στὸ Μηνολόγιο τοῦ αὐτοκράτο­ρος Βασι­λείου. Τὰ κείμενα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἀντιπροσωπευ­τικοὺς τύ­πους ὁμάδος συγγενῶν συναξαρίων τοῦ Ι¢ ἢ τοῦ τέλους τοῦ Θ¢ αἰῶνος, τὰ ὁποῖα, ὅπως φαίνεται, ἔχουν βασισθεῖ σὲ κά­ποιον ἄλλο Βίο (Β), ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπωλε­σθεῖ ἢ τουλάχι­στον δὲν ἔχει βρεθεῖ ἀκόμη. Συγκριτικὰ μὲ τὸ γνωστὸ Βίο ὑ­πάρ­χουν κάποια ἐπιπλέον στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ εἶναι δευτε­ρεύουσας σημασίας, ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸν ὑπάρχοντα Βίο. Κατὰ τὸν Latyšev ὁ ἀπωλεσθεὶς Βίος (Β) πρέπει νὰ γράφηκε πρὸ τοῦ Θ¢ αἰ. καὶ νὰ χρη­σίμευσε ὡς πηγὴ στὸν ὅσιο ᾿Ιωσὴφ τὸν ῾Υμνογράφο (816-886) γιὰ τὴ σύνταξη τῆς ᾿Ακολουθίας τοῦ ῾Οσίου, μετὰ τὸ 850. ῾Ο Loenertz ὅμως πιστεύει, ὅτι ὁ ᾿Ιωσὴφ στηρίχθη­κε μόνο στὸ γνωστὸ Βίο καὶ ὁ ἀπωλεσθεὶς Βίος (Β) πρέπει νὰ γράφηκε ἀργότερα, βασι­ζόμενος στὶς γνωστὲς πηγές, δηλ. τὰ ἀποσπάσματα τοῦ Λει­μῶνος, τὸν ἐκτενῆ Βίο καὶ τὴν ᾿Ακολουθία τοῦ ᾿Ιω­σὴφ τοῦ ῾Υμνογράφου. ᾿Απὸ τὸν τελευταῖο Βίο (Β) προφανῶς ἀντλοῦν τὸ ᾿Εγκώ­μιον εἰς τὸν ὅσιον Δαυὶδ ποὺ ἐξέδωσε ὁ Β. Λα­ούρ­δας τὸ 1970, καθὼς καὶ τὸ ᾿Εγκώμιον εἰς τὸν ἐν ἁ­γίοις πα­τέρα ἡμῶν Δαυὶδ τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ τοῦ Μακαρίου Μα­κρῆ, τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Latyšev (1912) ἀποδίδοντάς το ἐσφαλ­μένα στὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β¢ Παλαιολόγο. 

Καὶ στὰ δύο ἐγκώμια περιλαμβάνονται κοινὰ στοι­χεῖα, τὰ ὁποῖα, ἐνῶ λείπουν ἀπὸ τὸν γνωστὸ Βίο, ὑπάρ­χουν στὰ δύο Συναξάρια· ἐπιπλέον παρατηροῦνται πλα­τυασμοὶ καὶ ὁμοιότροπες ἐξηγήσεις στὰ αὐτὰ σημεῖα, πρᾆγ­μα ποὺ δὲν παρατηρεῖται στὸ γνωστὸ Βίο. Τὸ 1656 ὁ ᾿Αγάπιος Λάν­δος ὁ Κρὴς περιέλαβε στὴν Καλοκαιρινή του μία ἐλεύθερη ἁπλο­ελληνικὴ ἀπόδοση τοῦ Βίου. 

῾Ο ἀνώνυμος βιογράφος δὲν διασώζει λεπτομέρειες ἀπὸ τὸ παρελθὸν τοῦ ῾Οσίου· ἔτσι ἀγνοοῦνται τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γέννηση καὶ τὴ δράση του πρὶν τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Θεσσαλονίκη, καθὼς καὶ οἱ λόγοι ποὺ τὸν ἔφεραν στὴ μεγα­­λόπολη αὐτή. 

῾Ο Θεσσαλονικεὺς ὅμως ἀββᾆς Παλλάδιος πληροφό­ρη­σε τὸν ᾿Ιωάννη Μόσχο ὅτι ὁ Δαυὶδ ἦταν “τῷ γένει Μεσο­ποταμη­νός” καὶ ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη “μετὰ τοῦ ἀββᾆ Δαυὶδ ἦλθεν καὶ ἄλλος μοναχὸς ὀνόματι ᾿Αδολᾆς καὶ αὐτὸς Μεσο­ποταμη­νός”, δίχως κανένα ἄλλο προσδιορισμὸ τοπικὸ ἢ χρο­νικό. Μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ “Μεσοποταμηνός” ὑπο­δηλώνε­ται μᾆλλον ἡ βόρεια Μεσοποταμία, ἡ ὁποία καὶ δι­οικητικὰ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου εἶχε διαι­ρεθεῖ σὲ Μεσοποταμία καὶ ᾿Οσροηνὴ καὶ εἶχε ἀναπτυχθεῖ σὲ ἀκμά­ζον μοναστικὸ κέντρο. 

Γιὰ τὰ χρονικὰ πλαίσια μποροῦμε νὰ φθάσουμε σὲ κάποιες ἀποδεκτὲς ἀπαντήσεις, συνδυάζοντας τὶς ἐσωτερικὲς πληροφορίες. ῍Αν ἡ κοίμησή του, σύμφωνα μὲ τὶς ἐσωτε­ρι­κὲς ἐνδείξεις, συνέβη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 535 καὶ 541 καὶ κατὰ τὸν Παλλάδιο “ὁ Δαυὶδ ἐποίησεν ἐν τῷ ἐγκλειστη­ρίῳ περὶ τὰ ἑ­βδομήκοντα ἔτη”, ἀπὸ τότε δηλ. ποὺ εἰσῆλθε στὴ μονὴ ἀρκε­τὰ νέος, τὸ 465-470, τότε μποροῦμε νὰ εἰκάσουμε τὴ γέννη­ση τοῦ ῾Οσίου περὶ τὸ 450. 

᾿Εκεῖνο ὅμως ποὺ δὲν ἐπιβεβαιώνεται μὲ κανένα τρόπο, εἶ­ναι οἱ λόγοι ποὺ ὤθησαν τὸν Δαυὶδ καὶ τὸν ᾿Αδολᾆ νὰ μεταναστεύσουν ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία στὴ Θεσσαλονίκη. ῾Η πιθανότητα νὰ ἦρθε ὁ Δαυὶδ στὴ Θεσσαλονίκη ἀποσκο­πώ­ν­τας στὸ νὰ ἀσκητεύσει -ὅπως θέλει νὰ τὸν παρουσιά­σει ἕνα μεταγενέστερο ἐγκώμιο, τοῦ ΙΔ¢ αἰ., λέγοντας ὅτι “ἀπολεξά­μενος τῶν τότε κοινοβίων τὸ μᾆλλον ἠκριβωμέ­νον... ἐν τοῖς τούτῳ δεῖν ἔγνω τῆς οὐρανίου πολιτείας ποιή­σασθαι τὴν ἀρ­­χὴν”- φαίνεται ἀρκετὰ παρακινδυνευμένη, ἀρκεῖ νὰ παρα­βάλ­­λει κανεὶς τὶς κλιματολογικὲς ἀνέσεις ποὺ προσφέρει τὸ περι­βάλλον τῆς Μεσοποταμίας μὲ τὸ ἀντί­στοιχο ἠπειρωτικὸ κλῖμα τῆς Θεσσαλονίκης, σὲ ἕναν ἀσκη­τή. ῎Ισως, γιὰ ἄγνω­στους λό­γους, νὰ βρέθηκε στὴ Θεσσα­λονίκη καὶ ἐκεῖ ὡρί­μα­σε ἡ ἀπό­φαση νὰ στραφεῖ στὸ μονή­ρη βίο. 

Κατὰ τὸν βιογράφο του ὁ ῞Οσιος εἰσῆλθε ἀρχικὰ στὴ μο­νὴ “τῶν ἁγίων μαρτύρων Θεοδώρου καὶ Μερκουρίου ἐπι­λεγομένη Κουκουλλιατῶν”, τῆς ὁποίας ἡ τοποθεσία προσ­διορίζεται “ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τεί­χους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν ᾿Απροΐτων”. Τὸ προσω­νύμιο “Κουκουλ­λιατῶν” ἢ “Κουκουλλατῶν” δηλώνει τοὺς μο­ναχοὺς ποὺ ἔφε­ραν κουκούλιο, ἴσως κατὰ ἰδιάζοντα τρόπο, ἂν κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὶς σωζόμενες ἀπεικονίσεις τοῦ ῾Οσίου, δηλ. ριγμένο στοὺς ὤμους. 

῾Η θέση τῆς μονῆς πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ βο­ρειο­ανα­το­λικὰ τῆς ᾿Ακροπόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἀναγνωρίζεται τὸ τοπωνύ­μιο “Κῆπος τοῦ Προβατᾆ”. ῾Η ὀνομασία “μονα­στή­ρι­ον τῶν ᾿Απροΐτων” μᾆλλον ἔδωσε τὸ ὄνομα καὶ στὸ ὁμώνυ­μο παρα­πόρτιο, ἡ ὁποία τελικὰ ὑπο­χώρησε καὶ ἐπι­κράτησε νὰ ὀνο­μάζεται πρὸς τιμὴ τοῦ ῾Οσί­ου, ἀφοῦ ἔζησε καὶ τά­φη­κε ἐκεῖ, λαμβάνοντας κατ᾿ ἐπέκτα­ση τὸ ὄνομά του καὶ ὅλη ἡ πε­ριοχή. 

Θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι τὸ σημερινὸ “πα­ρεκ­κλήσιο τοῦ ὁσίου Δαυίδ” δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν ἀρ­χαία ἐκείνη μονή, ἀλλὰ εἶναι τὸ ὑπολειφθὲν τμῆμα τοῦ καθ­ολικοῦ τῆς μονῆς τοῦ προ­φήτου Ζαχαρία, γνωστῆς ὡς “μο­νῆς τοῦ Λατόμου”, τὸ ὁποῖο ἀφιερώθηκε στὴν μνήμη τοῦ ὁσίου Δαυίδ μόνο μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ μάλιστα τὸ 1921. 

Τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾆς Δια­θήκης, ἰδιαιτέρως τοῦ προφήτου καὶ βασιλέως Δαυίδ, ὁ ὁποῖ­ος “τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παι­δεία καὶ σύνεσις” ὤθησαν τὸν ῞Οσιο νὰ ἀποφασίσει: “... δεῖ κἀμὲ τριετῆ χρόνον καθίσαι ἐν τῷ δένδρῳ τούτῳ, ὅπως ὁ κύ­ριός μου ᾿Ιησοῦς ἀποκαλύψῃ μοι καὶ ἐπίδῃ ἐπὶ τὴν ταπείνω­σίν μου, καὶ δώσῃ μοι σύνεσιν καὶ ταπείνωσιν τοῦ δουλεύειν αὐτῷ ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ”. Πράγματι, “ἐκα­θέσθη ἐπὶ τῷ δέν­δρῳ ὃ ἦν ἐγγύθεν κατὰ τὸ δεξιὸν μέρος τῆς ἐκκλησίας ἱστά­μενον, ὄνομα τούτῳ ἀμυγδαλέα” καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ πιὸ ἀπο­φασιστικὰ συνέχισε τὴν ἄσκησή του. Στὸ τέλος τῆς τρι­ετίας ἐμφανίσθηκε ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὸν διαβεβαίωσε ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ παράκλησή του καὶ ἡ δοκιμασία του ὡς δεν­δρίτη ἀσκητῆ ἔληξε· “κά­τελθε ἀπὸ τοῦ φυτοῦ οὗ καθέζη καὶ ποίησον σεαυτῷ κελ­λίον, καὶ ἔση ἐν αὐτῷ αἰνῶν καὶ εὐλογῶν τὸν Θεόν”. ῾Ο ῞Οσιος κοι­νοποίησε τὴν ὀπτασία αὐτὴ στοὺς μαθητές του, ζητώντας τὴ βοήθειά τους γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ κελλιοῦ. ῾Η εἴδηση γρήγορα ἔφθασε στὸν ἀρχι­επίσκοπο τῆς Θεσσα­λονίκης Δω­ρόθεο καὶ σὲ ὅλη τὴν πόλη. 

Γιὰ τὸν τόπο ὅπου βρισκόταν τὸ κελλί, τὸ “ἐγκλει­στή­ριο” τοῦ ῾Οσίου, δὲν λέγει τίποτε ὁ βιογράφος του. ῾Η ἔλλει­ψη αὐτὴ ὅμως συμπληρώνεται ἀπὸ τὶς πληροφορίες τοῦ ἀββᾆ Παλλαδίου, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ὁ ῞Οσιος “ἔξωθεν τοῦ τείχους τῆς πόλεως καὶ ὡς ἀπὸ σταδίων τριῶν ἔγκλει­στος ἦν”, δηλ. ἐκτὸς τῶν τειχῶν καὶ μᾆλλον πρὸς τὰ βό­ρεια, σὲ ἀπόσταση μικρότερη ἀπὸ ἑξακόσια μέτρα. Τὸ διά­στημα ἐγ­κλεισμοῦ του ἐκεῖ προσδιορίζεται μόνον ἀπὸ τὸν Βίο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι εἰσῆλθε ὅταν ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Δωρό­­θεος καὶ ἐξῆλθε στὰ χρόνια τοῦ διαδόχου του ᾿Αριστείδου. 

Πότε ἀνῆλθε στὸ θρόνο ὁ Δωρόθεος δὲν εἶναι γνω­στό. Θὰ πρέπει πάντως νὰ ἀναζητήσουμε τὸ χρόνο αὐτὸ στὸ ἐνδιάμεσο διάστημα μετὰ τὸ 497, διότι μέχρι τότε κατεῖχε τὴν ἕδρα τῆς Θεσσαλονίκης ὁ ᾿Ανδρέας, καὶ πρὸ τοῦ 515, διότι τὸ Μάρτιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους ἔφθασε στὴ Ρώμη ἐπιστο­λὴ τοῦ Θεσσαλονίκης Δωροθέου πρὸς τὸν νεοεκλε­γέντα πάπα ᾿Ορμίσ­­δα γιὰ τὴ διευθέτηση τοῦ ᾿Ακακιανοῦ σχίσματος (PL 63, 371-372). Οἱ σχέσεις αὐτές, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονί­κης καὶ πάπα Ρώμης, ὀφείλονται στὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ἐπο­χὴ αὐτὴ ἡ ᾿Εκκλησία τῆς Θεσσαλο­νίκης καὶ ὅλο τὸ ἀνατο­λι­κὸ ᾿Ιλλυρι­κὸ ὑπαγόταν διοικητικὰ στὸ θρόνο τῆς Ρώμης καὶ ὁ ἀρχιεπί­σκοπός της ἦταν βικά­ριος τοῦ πάπα καὶ εἶχε ἄμεση ἀναφορὰ σ᾿ αὐτόν. Οἱ δια­πραγματεύσεις δὲν ἀπέδωσαν καὶ προκλήθη­καν μάλιστα σο­βαρότατα ἐπεισόδια καὶ ταραχὲς στὴ Θεσσα­λονίκη σὲ βά­ρος τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ πάπα, μὲ ἄμε­σο ἀπο­τέλεσμα νὰ ζητήσει ὁ πάπας τὴν καθαίρεση τοῦ Δω­ροθέου· ὅλα αὐτὰ ἀπετέλεσαν τὸ ἀντικείμενο νέας ἀλληλο­γραφίας τῶν δύο ἀνδρῶν τὸ 520 (PL 63, 499-500). ῾Ο Δω­ρόθεος πάντως ἀπε­βίωσε ὡς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ πρεσβύτερος ᾿Αριστείδης, φυσικὰ μετὰ τὸ 520. 

Γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ᾿Ιου­στι­νιανὸς μὲ τὴν Νεαρὰ 11, τοῦ ἔτους 535, ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσα­λονίκης τὶς βόρειες ἐπαρχίες τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ καὶ ἀνύψωσε τὴν ἰδιαίτε­ρή του πατρίδα σὲ ἀρχιεπισκοπή, ὑπὸ τὸν τίτλο τῆς Νέας ᾿Ιουστινιανῆς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ ᾿Α­ρι­στείδης, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἀποδέχθηκε τὴ μετα­βολή, προσ­πά­θησε ὅμως νὰ περισώσει τὴν πολιτικὴ σημα­σία τῆς πό­λεως, μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ ὑπάρχου τοῦ ᾿Ιλλυ­ρικοῦ ἀπὸ τὴν Πρώτη ᾿Ιουστινιανὴ στὴ Θεσσαλο­νίκη. ᾿Ενῶ ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως δὲν μείωνε τὴν ἀξία τῆς Θεσ­σαλονίκης, ἡ μετάθεση τῆς ἕδρας τῆς ὑπαρχίας (Praefectura) συνιστοῦσε σοβαρὸ ὑποβιβασμὸ τῆς πόλεως. Τὸ αἴτημα λοιπὸν τῶν Θεσσαλονικέων, καθὼς καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὑπάρχου Δο­μνίκου, ἦταν ἡ ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας στὴ Θεσσαλονίκη, ἰδέα ποὺ ἐνστερνίσθηκε μὲ ἐν­θουσιασμὸ ὁ ἀρχι­επίσκοπος ᾿Αριστείδης. 

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ζητήθηκε ἡ βοήθεια τοῦ ὁσίου Δαυὶδ γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ αἰτήματος στὸν ᾿Ιουστινιανό, διότι ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὅπως ὁ Βίος ἐξηγεῖ, δὲν μποροῦσε “καταλι­πεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον” καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταν­τινούπο­λη, μᾆλλον ὅμως, ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται, διότι ὑπῆρχαν κάποια προβλήματα στὶς σχέσεις τῶν δύο ἀνδρῶν. ᾿Εκτὸς τῶν ἄλλων ὅμως, ἡ προτίμηση τοῦ ὁσίου Δαυὶδ δείχνει τὴ βαρύτητα, ἀλλὰ καὶ τὶς δυσχέρειες ποὺ προβλε­πόταν ὅτι θὰ συναντοῦσε ἕνα παρόμοιο αἴτημα στὸν ᾿Ιου­στινιανό, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχε τιμήσει τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη ᾿Ιουστινιανή, μὲ τὶς ἕδρες τῆς νέας ἀρχιεπισκοπῆς καὶ τῆς ὑπαρχίας. 

Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἐγκλεισμοῦ ὁ ῞Οσιος ἐμφανί­σθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ φῶς τοῦ ἥλιου· ἡ μορφή του εἶχε ἀλλάξει, “ἦν γὰρ αὐξηθεῖσα ἡ κόμη τῆς ἁγίας αὐτοῦ κεφαλῆς ὡς φθάνειν μέχρι τῆς ὀσφύος αὐτοῦ, καὶ ὁ πώγων αὐτοῦ μέχρι τῶν ποδῶν αὐτοῦ, τὸ δὲ ἅγιον αὐτοῦ πρόσω­πον καθάπερ ἡλιακὰς ἀκτῖνας ἀπέπεμπεν”. Συνοδευόμενος ἀπὸ δύο μαθητές του, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Δημήτριο, ἀπέ­πλευσε πρὸς τὴ Βασιλεύουσα. ῾Η φήμη ὅμως τοῦ ῾Οσίου εἶχε προ­τρέξει· ἔτσι, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὅλη ἡ πόλη τὸν ὑποδέ­χθηκε· “εὐθέως κατάδηλον ἐγένετο εἰς πᾆσαν τὴν πό­λιν περὶ τοῦ ὁσί­ου Δαυίδ”, καὶ μάλιστα “γνοῦσα ἡ θεοφι­λεστάτη Θεο­δώρα στέλλει κουβικουλαρίους καὶ εἰσδέχεται αὐτόν, κατ᾿ ἰ­δίαν ἑτοι­μάσασα δωμάτιον ἄξιον τοῦ ἁγίου”. ῾Η ὑποδοχή του ἀπὸ τὴ Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ ᾿Ιουστι­νια­νοῦ, καθὼς καὶ οἱ τιμὲς καὶ ὁ σεβασμός της πρὸς τὸ πρό­σωπο τοῦ ῾Οσίου, προκάλεσαν τὸ θαυμασμὸ ὅλων τῶν παρισταμένων. 

῾Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια· ἔτσι ὅταν ἐπέστρε­ψε ὁ ᾿Ιουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε σὲ ἐπίσημες ὑπο­χρεώ­σεις, φρόντισε νὰ προκαταλάβει τὴ γνώμη του θετικὰ ὑπὲρ τοῦ ὁσίου Δαυίδ, μὲ ἀποτέλεσμα “ὁ οὖν βασιλεὺς τῇ ἑξῆς σι­λέντι­ον ποιησάμενος ἐκέλευσε τὸν ὅσιον εἰσελθεῖν ἐπὶ πάσης τῆς συγκλήτου”. ῾Ο ῞Οσιος παρουσιάσθηκε στὴ σύγκλητο κατὰ τρόπο θεαματικό, “ἀνθρακιὰν αἰτησάμενος· καὶ δεξάμενος αὐ­τὴν εἰς τὰς ἁγίας αὐτοῦ χείρας, εἰσήει θυ­μιῶν τόν τε βα­σιλέα καὶ πᾆσαν τὴν θεοφιλῆ μετὰ τῶν δύο αὐτοῦ μαθητῶν, μηδόλως ἐκθλιβείσης τῆς ἁγίας αὐτοῦ σαρ­κὸς ἐν τῷ κατ­έχειν εἰς τὰς ἁγίας αὐτοῦ χείρας τὸ πῦρ”. Τὸ παράστημα τοῦ ῾Οσί­ου καθὼς καὶ τὸ προφανὲς θαῦμα, ἐπέ­βαλε σὲ ὅλους κλίμα δέους καὶ κατανύξεως, ὥστε “δεξάμε­νος ὁ θεοφιλέ­στα­τος βα­σιλεὺς τὰς ἀναφορὰς ἐκ τῶν ἁγίων αὐτοῦ χειρῶν καὶ καταμα­θὼν αὐτὰς διὰ ποῖον αἴτημα ἐσκύλη ὁ ὅσιος Δαυίδ, εἰς πάντα πρόθυμος ὑπήκουσεν τῷ ὁσίῳ καὶ ὅσα ἀπὸ στό­ματος ᾐτήσατο παρέσχεν αὐτῷ μετὰ πάσης σπουδῆς”. 

῾Η ἀποστολὴ τοῦ ῾Οσίου δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει καλύ­τερη ἔκβαση, διότι “καὶ γεναμένων τῶν σακρῶν μετὰ πολλῆς σπου­δῆς καὶ ἐπιμελείας, δι᾿ ὀλίγων ἡμερῶν ἀπέλυ­σεν αὐτὸν μετὰ χαρᾆς πολλῆς, δοὺς αὐτῷ τὰς κελεύσεις αὐτοχείρως”. Κομί­ζοντας τὰ ἀγαθὰ νέα ὁ ῞Οσιος ἀπέπλευσε γιὰ τὴ Θεσ­σα­λο­νίκη, τὴν ὁποία ὅμως ἔμελλε μόνον ἀπὸ μακρυὰ νὰ ξαναδεῖ, διότι μόλις τὸ πλοῖο παρέκαμψε τὸ ἀκρωτήριο “ὃ ἔχει τὴν ἐπωνυ­μίαν ὁ ῎Εμβολος, καὶ ἅμα τῷ θεάσασθαι αὐτὸν τὸ ἅγιον μοναστήριον ἔνθα ὤκει... ἀπέδωκε τὸ πνεῦ­μα τῷ Κυρίῳ”. 

῾Η εἴδηση τῆς ἀφίξεως τοῦ λειψάνου πλέον τοῦ ῾Οσίου κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες αὐτές, συγκλόνισε ὁλόκληρη τὴν πό­λη. Τὸ σκήνωμα τοῦ ὁσίου Δαυὶδ ἀρχικὰ κατατέθηκε στὸν τόπο, ὅπου εἶχαν ἀποτεθεῖ παλαιότερα τὰ σώματα τῶν μαρ­τύρων τῆς ἐποχῆς τοῦ Μαξιμιανοῦ Γαλερίου, Θεο­δούλου καὶ ᾿Αγαθό­ποδος (βλ. λῆμμα), στὰ δυτικὰ τοῦ λιμανιοῦ. ῾Ο ἀρχι­επί­σκοπος τῆς πόλεως ᾿Αριστείδης “οὐ μετρίως ἐθλί­βη” καὶ ὅρι­σε πάνδημη κηδεία. Τὸ λείψανο τοῦ ῾Οσίου ἐν­ταφιάσθηκε στὴ μονή του, τῶν ᾿Απροΐτων, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του. 

Χρονικὰ ἡ κοίμηση τοῦ ῾Οσίου πρέπει νὰ προσδιο­ρι­σθεῖ μετὰ τὴ δημοσίευση τοῦ διατάγματος ἐπαναφορᾆς τῆς ἕδρας τῆς ὑπαρχίας στὴ Θεσσαλονίκη. ῾Υπάρχει μία σοβαρὴ ἔνδειξη ὅτι ἤδη ἀπὸ τὸ 541 ὁ ὕπαρχος ἕδρευε πάλι στὴ Θεσ­σαλονίκη· συνεπῶς ἡ κοίμηση τοῦ ῾Οσίου πρέπει νὰ ἀναζητη­θεῖ στὸ παραπάνω διάστημα, δηλ. μεταξὺ τῶν ἐτῶν 535-541. 

῾Ο Βίος τοῦ ῾Οσίου διασώζει ἀρκετά σημεῖα, τὰ ὁποῖα τέλεσε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του: “το­σαύτη δὲ χάρις ἐδό­θη, ἀγαπητοί, τῷ ὁσίῳ Δαυὶδ ὥστε καὶ δαίμο­νας ἐξ­ελαύ­νειν καὶ νοσοῦσιν ὑγείαν παρέχειν, ἐπικα­λούμενον τὸν Κύ­ρι­ον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν”. 

῾Εκατὸν πενήντα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ῾Οσί­ου, περὶ τὸ 685-690, ἔγινε μία προσπάθεια γιὰ τὴ διάνοιξη τοῦ τάφου, ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν ᾿Απροΐτων Δημή­τρι­ος “ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου”. Μόλις ὅμως ξεκίνησε ἡ ἐργα­σία αὐτή, ἡ πλάκα ποὺ κάλυπτε τὸν τάφο ἔσπασε καὶ αὐτὸ θεωρήθηκε ὡς φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ ῾Αγίου νὰ μὴ θιγεῖ. Τὸ λείψανο παρέμεινε στὴν ἀρχική του θέση μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν σταυρο­φοριῶν. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς λατι­νικῆς κυριαρχίας τοῦ μομ­φερρατικοῦ οἴκου στὴ Θεσσαλο­νίκη (1204-1222), τὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν ᾿Ιταλία καὶ τὸ 1236 ἀπαντᾆται στὴν Πα­βία, ἀπ᾿ ὅπου μεταφέρ­θηκε στὸ Μιλάνο τὸ 1967. 

Τελικά, μὲ ἐνέργειες τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπο­λί­του Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος Β¢, τὸ σεπτὸ λεί­ψανο τοῦ ὁ­σίου Δαυὶδ μεταφέρθηκε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατα­τέθηκε στὴ βασιλικὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου στὶς 16 Σε­πτεμ­βρίου 1978. Μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν παραπάνω ἑορτα­σμῶν ἐκ­δόθηκε ἀπὸ τὴν ῾Ι. Μονὴ ἁγίας Θεοδώρας τῆς ῾Ι. Μητρο­πό­λεως Θεσ­σαλονίκης μία νέα πλήρης “᾿Α­σματικὴ ᾿Ακολου­θία τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡ­μῶν Δαβὶδ τοῦ ἐν Θεσσα­λονίκῃ” ἀπὸ τὸν μακαριστὸ γέ­ροντα Γεράσιμο Μικραγιαν­νανίτη (Θεσσαλο­νίκη 1978). 



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βίος: Μόσχος, ᾿Ιω., Λειμών, PG 87, 3, 2920-2924 καὶ γαλλικὴ μετάφραση, Rouët de Journel, M. J., Le prè spirituel, [Sources Chretiennes 12], Paris 1946. Rose, V., Leben des heiligen David von Thessalonike, Berlin 1887. Δεληδῆμος, Ε.-Ε., ῾Ο ὅσιος Δαυὶδ ὁ ἐν Θεσσαλον­ίκῃ, Θεσ­σαλονίκη 1979, σσ. 3-38. ᾿Αγά­πι­ος μοναχός, Βίβλος καλουμένη Καλοκαιρινή, ἐν ᾗ εἰσὶ γε­γραμ­μέ­νοι μερικοὶ Βίοι ἁγίων τινῶν οἱ ὡραιότεροι τοῦ καλοκαι­ρίου, ᾿Εν Βενετίᾳ 1851, σσ. 118-123 (α¢ ἔκδοση 1656, β¢ 1694). 

Βίος (Β): Delehaye, Ç., Synaxarium Ecclesiae Constantinopo­li­tanae Propylaeum ad AASS Novembris, Bruxellis 1902, στ. 771-772. Μηνολόγιον Βασιλείου, PG 117, 512-513. Latyšev, V., “Περὶ τοῦ Βί­ου τοῦ ὁσίου Δαυὶδ τοῦ ἐν Θεσσα­λονίκῃ”, Πρα­κτικὰ τῆς ἐν ᾿Οδησσῷ αὐτοκρατορικῆς ῾Εταιρείας ῾Ιστορίας καὶ ᾿Αρ­χαιοτήτων 30 (1912) 236-251 (ρωσσικά). Λαούρδας, Β., “᾿Ανέκδο­το ἐγκώμιον εἰς τὸν ὅσιον Δαυίδ”, Μακεδονικὰ 10 (1970) 243-255. 

᾿Ακολουθία: ᾿Ιωσὴφ τοῦ ῾Υμνογράφου, PG 105, 1133. Papa­georgiou, P. N., "Zum Leben des heiligen David von Thessalonike", BZ 2 (1893) 287-290. Uspenskij, Th., “Παραβολὴ στὸ χειρόγρα­φο τοῦ Rose”, Χρονικὰ τῆς ῾Ιστορικο-Φιλολογικῆς ῾Εταιρείας τοῦ Πανε­πιστημίου Novorossiya 4, Βυζαντινὸ τμῆμα, ᾿Οδησσός 1894, σσ. 81-83 (ρωσσικά). Kurtz, E., "Compte-rendu du travail d’Uspenskij", ΒΖ 4 (1895) 621-622. Παπαγεωργίου, Π. Ν., “Νέον χειρόγραφον τοῦ Βίου τοῦ ὁσίου Δαυὶδ τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ”, Βυ­ζαντὶς 2 (1911) 231-234. Vasiliev, A.-A., "Life of David of Thes­salonica", Traditio 4 (1946) 115-147. Loenertz, R.-J., "Saint David de Thessalonique: sa vie, son culte, ses reliques, ses images", REB 11 (1953) 205-223. Laurent, V., DHGE 14, στ. 121-122. BHG, 1144 -1144d. ΘΗΕ 4, στ. 876-877. Χρήστου, Π. Κ., Πατρολογία, τ. Ε, σσ. 473-479. Ξυγγόπουλος, ᾿Α., “᾿Ανάγλυφο τοῦ ὁσίου Δαυίδ”, Μακεδονικὰ 2 (1941-1952) 160-165. Τσιγαρίδας, Ε., Οἱ τοιχο­γραφίες τῆς μονῆς Λατόμου Θεσ­σαλο­νί­κης καὶ ἡ Βυζαντινὴ ζωγρα­φικὴ τοῦ 12ου αἰ., Θεσ­σαλονίκη 1986, σσ. 11-23. Χαρα­λαμπίδης, Κ., Οἱ Δενδρίτες στὴν προχριστιανικὴ καὶ χρι­στια­νι­κὴ ἱστορικοφιλολογικὴ παράδοση καὶ εἰ­κονογραφία, Θεσσαλονί­κη 1986, σσ. 90-95. ῾Ο ἴδιος, “῾Η τοιχο­γραφία τοῦ ὁσίου Δαβὶδ τοῦ δενδρίτη στὸ ναὸ τοῦ Προφήτη ᾿Ηλία Θεσσαλονίκης”, Σερραϊκὰ ᾿Ανά­λεκτα 2 (1993-1994) 53-56. Halkin, F., Novum Auctarium BHG, [SH 65], Bruxelles 1984, ἀρ. 492y, 493d, 493m. Fontes graeci histo­riae bul­garicae, τ. ΙΙΙ, Sofia 1960, σσ. 22-23. Lexicon der christli­chen Ico­nographie, ἔκδ. E. Kirscbaum, W. Bra­unfels, τ. 6, σ. 37ἑ. Moutso­poulos, N., "Monasteries outside the Walls of Thessaloniki du­ring the Period of Slav Raids", Cyrillome­thodianum 11 (1987) [=Μου­­­τσόπουλος, Ν., ῎Αρθρα καὶ Μελετήματα, [ΑΒ 51], Θεσσαλονί­κη 1990, σσ. 1113-1116]. Παντελεήμων Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ῾Η ἐπανα­κο­μιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Δαυὶδ εἰς τὴν Θεσσα­λονίκην (17 ᾿Ιου­λίου 1978), Θεσσαλονίκη 1979. Bazo­che, P., "David, eremita a Tessa­lonica, santo", BS IV (1964) 515-516. ᾿Ανώνυμος, "Vita di San Davide eremita", Simposio Cristiano, Mila­no 1994, σσ. 195-207. 


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου