Κατά το τυπικόν τα αυριανά αναγνώσματα , Απόστολος και Ευαγγέλιον , είναι των τιμωμένων Αγίων Αποστόλων.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον (ιϚ´ 13‐19).
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη
Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθη‐
τὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρω‐
ποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; Οἱ δὲ εἶπον·
Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠ‐
λίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν.
Λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι;
Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χρι‐
στὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Καὶ ἀποκρι‐
θεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων
Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ
σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀ‐
γὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύ‐
τῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν,
καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Καὶ
δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρα‐
νῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδε‐
μένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ
τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς .
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Οταν δε ήλθεν ο Ιησούς εις τα μέρη της Καισαρείας, την οποίαν είχε επεκτείνει και εξωραΐσει ο Ηρώδης ο Φιλιππος, ερώτησε τους μαθητάς του λέγων· “τι λένε οι άνθρωποι, ότι είμαι εγώ, ο υιός του ανθρώπου;”
Εκείνοι δε είπαν· “άλλοι μεν λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι δε ο Ηλίας, και άλλοι ότι είσαι ο Ιερεμίας η ένας από τους προφήτας”.
Λεγει εις αυτούς· “σεις όμως οι μαθηταί μου ποίος λέτε, ότι είμαι;”
Απεκρίθη δε ο Σιμων ο Πετρος και είπε· “Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του αιωνίου, που έχει ζωήν και δίδει ζωήν”.
Και ο Ιησούς απήντησε και του είπε· “μακάριος είσαι, Σιμων υιέ του Ιωνά, διότι την ομολογίαν, που έκαμες, δεν σου την εφανέρωσε αίμα και σαρξ, δηλαδή κάποιος άνθρωπος, αλλά ο Πατήρ μου ο επουράνιος.
Και εγώ δε σου λέγω τούτο· ότι συ είσαι Πετρος και επάνω εις αυτήν την πέτραν της ομολογίας σου θα οικοδομήσω ασάλευτον την Εκκλησίαν μου, και πύλαι Αδου (δηλαδή όλαι αι κακαί δυνάμστου πονηρού διαβόλου και των διεστραμμένων ανθρώπων), δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα κατορθώσουν τίποτε εναντίον της.
Και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, θα σου δώσω δηλαδή την εξουσίαν, ώστε όποιο αμάρτημα δεν θα συγχωρήσης συ εις την γην, θα είναι ασυγχώρητον και στους ουρανούς· και αμάρτημα το οποίον συ θα συγχωρήσης επάνω εις την γην, θα είναι συγχωρημένον στους ουρανούς”.
Βίος Αγίων Πέτρου και Παύλου των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων
Από το ιστολόγιο -forum xristianos.gr
Ο Απόστολος Πέτρος εγεννήθηκε στη μικρή πόλη Βηθσαϊδά κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αλιέως με τον αδελφό του Ανδρέα, κληθέντα και αυτόν στο αποστολικό αξίωμα,
και με τους υιούς του Ζεβεδαίου Ιάκωβο και Ιωάννη, γενόμενους επίσης Αποστόλους.
Το όνομά του απαντά στην Καινή Διαθήκη υπό τέσσερις τύπους:
α) Συμεών (εκ του Sim Un, σημιτικού τύπου).
β) Σίμων (κοινότερος τύπος, εξελληνισμένη σύντμηση του προηγούμενου).
γ) Κηφάς (από το αραμαϊκό Kepha, που σημαίνει πέτρα).
δ) Πέτρος (παράφραση της προηγούμενης αραμαϊκής επωνυμίας, η οποία εδόθηκε στο Σίμωνα από τον Χριστό).
Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης η Ιωνάς. Οι γονείς του ανήκαν στους λιγοστούς πιστούς ευσεβείς Ιουδαίους της εποχής τους, οι οποίοι επερίμεναν εναγώνια τον Μεσσία και τη μεσσιανική εποχή κατά
την οποία θα ετερματίζετο η κακοδαιμονία της ανθρωπότητος.
Από το γεγονός ότι ο Πέτρος είχε την πεθερά του, την οποία εθεράπευσε ο Κύριος, στην Καπερναούμ, προκύπτει ότι ήταν έγγαμος. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα το όνομα της συζύγου του, καλουμένης
Ιωάννας υπό των Ανατολικών και Περπετούης υπό των Δυτικών. Ούτε είναι γνωστό αν η σύζυγός του εζούσε ακόμη, όταν ο Απόστολος Πέτρος εκλήθηκε στο αποστολικό αξίωμα.
Ο Πέτρος και ο Ιωάννης καλούνται «αγράμματοι και ιδιώται» από τα μέλη του Συνεδρίου, σημείο ότι δεν είχαν φοιτήσει στις λόγιες ραββινικές σχολές. Είχαν όμως μαθητεύσει στον Τίμιο Πρόδρομο. Τούτο
είναι βέβαιο για τους υιούς του Ζεβεδαίου και για τον Ανδρέα, πιθανώς δε και για τον Σίμωνα Πέτρο.
Η κλήση του Πέτρου στο αποστολικό έργο έγινε βαθμιαίως. Όταν τον επαρουσίασε ο αδελφός του Ανδρέας στον Κύριο, με τους λόγους «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», έλαβε την επωνυμία Κηφάς. Ήταν παρών
κατά το θαύμα στην Κανά και εγκαταστάθηκε μετά με τον Κύριο στην Καπερναούμ. Εκλήθηκε οριστικά μετά την πρώτη θαυμαστή αλιεία, γενόμενος έτσι «αλιεύς ανθρώπων».
Ο ενθουσιώδης και ευσεβής Πέτρος επέταξε τα δίχτυα από τους πρώτους και ακολούθησε τον Κύριο πιστά. Λόγω του δυναμικού χαρακτήρος του και της ιδιαίτερης αφοσιώσεώς του στον Κύριο αξιώθηκε να
έχει εξαιρετική θέση μεταξύ των Αποστόλων και να ομιλεί συχνά εκ μέρους αυτών. Ομολόγησε πρώτος ότι ο Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο Κύριος εξετίμησε αυτή την ομολογία και τον
διαβεβαίωσε πως επάνω σε αυτή την ομολογία πίστεως, που έγινε κατ’ αποκάλυψιν Θεού Πατρός, «οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν».
Κατά την εβδομάδα των παθών και μετά την Ανάσταση ο Πέτρος αποτελεί κεντρικό πρόσωπο στα Ευαγγέλια. Έτσι στο Μυστικό Δείπνο αρνείται προς στιγμήν τη νίψη των ποδών του από τον Κύριο, αγωνιά
κατόπιν να μάθει ποιός είναι ο προδότης, διαμαρτύρεται, διότι στην προς τον Κύριο ερώτησή του «Κύριε, που υπάγεις;», έλαβε από Αυτόν την απάντηση «όπου εγώ υπάγω ου δύνασαί μοι νυν
ακολουθήσαι», και τέλος υπόσχεται στον Κύριο ότι θα θυσιάσει την ψυχή του για Εκείνον και δεν θα σκανδαλισθεί από το επερχόμενο Πάθος Του. Κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά ο Ιησούς στην μετά του
Πέτρου στιχομυθία του είπε σε αυτόν τα εξής χαρακτηριστικά: «Σίμων, Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του συνιάσαι ως τον σίτον. Εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου. Και συ ποτε
επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου». Πράγματι δε, δεν εξέλιπε η πίστη του Πέτρου, αν και αρνήθηκε τον Διδάσκαλο τρεις φορές στην αυλή του αρχιερέως. Ένεκα της υπέρ αυτού δεήσεως του Κυρίου,
ήλθε στον εαυτό του, μετανόησε και έκλαψε πικρά για την πράξη του και αξιώθηκε πρώτος αυτός από τους Αποστόλους να διαπιστώσει το γεγονός της Αναστάσεως και πρώτος να δει τον Αναστάντα Κύριο.
Αξιώθηκε να δει από τους πρώτους το κενό μνημείο και να διαπιστώσει την Ανάσταση του Χριστού. Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Το φλογερό του κήρυγμα την ημέρα της
Πεντηκοστής έκανε να πιστέψουν τρεις χιλιάδες ψυχές, και να βαπτισθούν. Η ιεραποστολική δράση του υπήρξε θαυμαστή και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Από εκεί ενεργούσε κατά καιρούς περιοδείες επισκεπτόμενος τις πλησιόχωρες Εκκλησίες. Ο Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του αναφέρει, ότι κατά τις δύο ανόδους του στα Ιεροσόλυμα συναντήθηκε
εκεί με τον Πέτρο, τον οποίο ονομάζει και Απόστολο των «εκ περιτομής» και μας πληροφορεί ότι ετιμάτο μαζί με τον Αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Ιωάννη ως «στύλος» της Εκκλησίας.
Σε μία περιοδεία του ο Πέτρος, περί της οποίας μας ομιλούν οι Πράξεις, επισκέφθηκε τη Λύδδα και αφού εθεράπευσε τον παραλυτικό Αινέα, ήλθε στην Ιόππη, όπου ανέστησε την Ταβιθά η Δορκάδα. Από
εκεί δε, με θεία επιταγή, επορεύθηκε στην Καισάρεια, στην οποία εκατήχησε και εβάπτισε τον εθνικό Κορνήλιο μαζί με την οικογένειά του. Όταν έμαθαν το γεγονός αυτό οι «εκ περιτομής» της Εκκλησίας
Ιεροσολύμων εκατηγόρησαν τον Πέτρο. Ο Απόστολος εξέθεσε με λεπτομέρεια πως ο Θεός δι’ οράματος «υπέδειξεν μηδένα κοινόν η ακάθαρτον λέγειν άνθρωπον» και έκλεισε την απολογία του εκείνη ως
εξής: «Ει ουν την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν πιστεύσασιν επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εγώ δε τις ήμην δυνατός κωλύσαι τον Θεόν;».
Ο Ηρώδης Αγρίππας Α’, επιθυμώντας να ευχαριστήσει τους Ιουδαίους συνέλαβε τον Πέτρο κατά τις εορτές του Πάσχα του 42 η 44 μ.Χ. και τον έκλεισε στη φυλακή για να τον φονεύσει μετά από λίγο. Αλλ’
Άγγελος Κυρίου ελευθέρωσε κατά τη νύχτα το δέσμιο και από στρατιώτες φρουρούμενο Πέτρο, ο οποίος, αφού επισκέφθηκε τους συγκεντρωμένους και προσευχόμενους υπέρ αυτού αδελφούς στην οικία
της Μαρίας, μητέρας του Μάρκου, ανήγγειλε σε αυτούς τη σωτηρία του από τον Άγγελο και «εξελθών επορεύθη εις έτερον τόπον».
Για τελευταία φορά ομιλούν οι Πράξεις περί του Πέτρου κατά την Αποστολική Σύνοδο (48/49 μ.Χ.), στην οποία μαζί με τον Παύλο και τον Αδελφόθεο Ιάκωβο διεδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο. Ο Παύλος στην
προς Γαλάτας Επιστολή του μας ομιλεί για μία συνάντηση, την οποία είχε με τον Πέτρο στην Αντιόχεια, κατά την οποία τον ήλεγξε για την επιδειχθείσα έλλειψη θάρρους και παραχώρηση υπέρ των
ιουδαϊζόντων και σε βάρος των εξ εθνών Χριστιανών.
Για τη μετά ταύτα ζωή και δράση του Πέτρου στερούμεθα σαφείς ιστορικές μαρτυρίες. Ο Ωριγένης και ο Ευσέβιος, προφανώς από τον πρόλογο της Α’ Καθολικής Επιστολής Πέτρου, συμπέραναν ότι αυτός
εκήρυξε στους Ιουδαίους της Διασποράς, στον Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, Ασία και Βιθυνία. Ορισμένοι δέχονται και την αποστολική δράση του Πέτρου στην Κόρινθο.
Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές. Από αυτές, η μεν πρώτη απευθυνόταν στους Χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας, η δε δεύτερη σε
όλους τους Χριστιανούς. Μέσα από αυτές προσπαθεί να στηρίξει τους πιστούς στις θλίψεις που υφίστανται εξ αιτίας της πίστεώς τους στον Ιησού Χριστό.
Υπάρχει βέβαια και η παράδοση των Ρωμαιοκαθολικών περί μεταβάσεως του Πέτρου στη Ρώμη μετά την απελευθέρωσή του από τον Άγγελο η την Αποστολική Σύνοδο, της οποίας διετέλεσε επί
εικοσιπενταετία Επίσκοπος. Την παράδοση αυτή πολλοί Ορθόδοξοι μελετητές την αμφισβητούν, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τις λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις» και την
απόκρυφη φιλολογία. Αναμφίβολα όμως ο Πέτρος συνδέεται με την Εκκλησία της Ρώμης, αφού έδρασε και έμαρτύρησε σε αυτήν.
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση ο Πέτρος ίδρυσε την τοπική Εκκλησία της Ρώμης. Εκήρυττε νυχθημερόν στη μεγάλη πόλη και κατόρθωσε να μεταστρέψει πλήθος κατοίκων στο Χριστιανισμό. Την ίδια
εποχή ευρισκόταν στη Ρώμη και ο διαβόητος Σίμων ο μάγος, γνωστός από τις Πράξεις των Αποστόλων. Εκεί με τις διάφορες μαγγανείες και τα μαγικά κόλπα προκαλούσε τον θαυμασμό του πλήθους και γι’
αυτό απέκτησε πολλούς οπαδούς. Όμως ευρήκε μπροστά του τον αληθινό άνθρωπο του Θεού, τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος με σειρά θαυμάτων ξεσκέπασε τον απατεώνα μάγο, τον απέδειξε ως
συνεργό των δαιμόνων και εφανέρωσε την ανίκητη δύναμη του αληθινού Θεού.
Ο Άγιος Ειρηναίος γράφει: «Του Πέτρου και Παύλου εν Ρώμη ευαγγελιζομένων και θεμελιούντων την Εκκλησίαν».
Ο Ωριγένης: «Ος και επί τέλει εν Ρώμη γενόμενος ανεσκολοπίσθη κατά κεφαλής ούτως αυτός αξίωσας». Τέλος ο πρεσβύτερος Γάιος (169 μ.Χ.) γράφει στον προς Πρόκλο διάλογό του: «Εγώ δε τα τρόπαια
(μνημεία, σκηνώματα) των αποστόλων έχω δείξαι. Εάν γαρ θελήσης απελθείν επί τον Βατικανόν η επί την οδόν την Ωστίαν, ευρήσεις τα τρόπαια των ταύτην ιδρυσαμένων την Εκκλησίαν».
Κατά την παράδοση, λοιπόν, ο Πέτρος άθλησε στη Ρώμη κατά το διωγμό του αυτοκράτορος Νέρωνος (64/67 μ.Χ.). Λίγο πριν τον συλλάβουν έκρινε σκόπιμο να φύγει κρυφά από την πόλη, για να γλιτώσει.
Καθώς εβάδιζε βιαστικά την περίφημη Αππία οδό είδε μπροστά του τον Κύριο, ο Οποίος τον ερώτησε: «Quo Vadis?», δηλαδή «που πηγαίνεις;». Τότε ο ένθερμος Απόστολος κατάλαβε πως η φυγή του αυτή
ισοδυναμούσε με νέα άρνηση του Χριστού. Γι’ αυτό με δάκρυα στα μάτια εγύρισε πίσω και συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε σταυρικό θάνατο. Όταν οδηγήθηκε στο μαρτύριο παρακάλεσε τους δημίους του
να τον σταυρώσουν ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω, διότι, όπως είπε, δεν εθεωρούσε τον εαυτό του άξιο να σταυρωθεί σαν τον ηγαπημένο Δάσκαλο και Θεό του! Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή
στον Χριστό, το δε αγιασμένο λείψανό του το περιμάζεψαν οι πιστοί και το έθαψαν στο Βατικανό λόφο.
Ο τάφος του ήταν απλός και πτωσικός. Εσκέπασαν το τίμιο λείψανό του με χώμα και μετά με πλάκες από κεραμίδι σε σχήμα αμφικλινές. Έτσι έθαπταν τότε τους πολλούς, τους πτωχούς στη Ρώμη. Το μνήμα
του Πέτρου το ήξερε καλά η Εκκλησία της Ρώμης, γι’ αυτό και ο Επίσκοπός της Ανίκητος (155 – 166 μ.Χ.), περί το 160 μ.Χ., ετοποθέτησε μία μαρμάρινη πλάκα, επάνω από την οποία εστήριξε σε δύο
κιονίσκους μία τράπεζα με μικρή κόγχη και υποτυπώδες αέτωμα. Γύρω της συνήρχοντο για προσευχή λίγοι Χριστιανοί, ενώ στον ιερό τόπο της ταφής του Πέτρου συνάγονταν πολλοί προσκυνητές στο πρώτο
ήμισυ του 3ου αιώνος μ.Χ.
Ο Απόστολος Παύλος η ηρωικότερη αποστολική μορφή της πρώτης Χριστιανικής περιόδου, υπήρξε ο κατ’ εξοχήν Απόστολος των Εθνών, ο μοναδικός διδάσκαλος και ο σπουδαιότερος παιδαγωγός της
Οικουμένης, ο εκκλησιαστικός αγωνιστής καυ φυτουργός της Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας εκφράζονται με το μεγαλύτερο θαυμασμό και εξυμνούν με τα καλύτερα λόγια την προσωπικότητά του, το
καταπληκτικό ιεραποστολικό έργο του και τη μοναδική διδασκαλία του.
Μάλιστα ο κυριότερος ερμηνευτής του, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκ των κορυφαίων πατέρων της Εκκλησίας, εύστοχα τον χαρακτηρίζει ως «τον πρώτον μετά τον Ένα» και συνιστά «μη θαυμάζειν
μόνον αλλά και μιμείσθαι το αρχέτυπον τούτο της αρετής». Άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, έφερε το αληθινό φως της θεογνωσίας, το φως του Ευαγγελίου από την Ανατολή στη Δύση.
Ο Απόστολος Παύλος εγεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, μεταξύ των ετών 5 – 15 μ.Χ., από Ιουδαίους γονείς της φυλής Βενιαμίν, η οποία μαζί με τη φυλή του Ιούδα θεωρούνται οι μόνες καθαρές φυλές.
Κατείχε τη ρωμαίκή υπηκοότητα από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ρωμαίος πολίτης, δικαίωμα το οποίο απέκτησε και ο ίδιος και από το οποίο φαίνεται ότι ο κάτοχός του καταγόταν από τα ανώτερα
στρώματα της κοινωνίας της Κιλικίας. Στο εβραϊκό του αρχικό όνομα Σαούλ η Σαύλος, κατά τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να χρησιμοποιούν διπλή ονομασία, προστέθηκε αργότερα
δεύτερο όνομα – και ως Ρωμαίος πια πολίτης – το χρησιμοποιούμενο στις Πράξεις ελληνικό η ρωμαϊκό όνομα Παύλος, ομόηχο του Ιουδαϊκού Σαύλος (Σαύλος – Παύλος). Η δεύτερη ονομασία δεν ήταν
ασυνήθης ενέργεια στις ευκατάστατες και οπωσδήποτε σημαντικές ρωμαϊκές οικογένειες.
Ο Άγιος Ιερώνυμος, έχοντας υπ’ όψιν του κάποια αρχαία παράδοση αναφέρει ότι ο Παύλος καταγόταν από τα Γίσχαλα η Κίσχαλα (Gischala) της Γαλιλαίας της Παλαιστίνης, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος,
ενδεχομένως, από τους προγόνους του καταγόταν από τα Κίσχαλα.
Κατά την όγδοη ημέρα από της γεννήσεώς του ο Παύλος περιτμήθηκε, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και νομοταγείς, αν και ήταν ελληνιστές, όπως και ο ίδιος ο Παύλος ήταν
ελληνιστής της διασποράς.
Στην Ταρσό, όπου επέρασε τα παιδικά του χρόνια, οι γονείς του εφρόντισαν να αποκτήσει την καλύτερη και αρτιότερη ελληνική μόρφωση, όπως άλλωστε αυτό αποδεικνύεται και από τις Επιστολές του. Εκεί
έμαθε την ελληνική γλώσσα και εδιδάχθηκε γενικότερα την ελληνική σκέψη και τον τρόπο ζωής.
Στην πόλη αυτή η Ιουδαϊκή παροικία διατηρούσε τα ήθη και έθιμά της και την κοινωνική ζωή της γύρω από τη Συναγωγή που ήταν το πνευματικό κέντρο. Η Συναγωγή αποτελούσε, επίσης, το κέντρο της
λατρείας της θρησκείας, της προσευχής και της διδαχής του λόγου και του Νόμου του Θεού. Γαλουχημένος ο Παύλος μέσα σε αυτό το περιβάλλον ευσεβείας άκουσε για το σεβασμό στους Πατριάρχες και
τους Προφήτες και εδιδάχθηκε για την τήρηση του Νόμου με ζήλο. Μεγαλωμένος σ’ ένα τέτοιο αυστηρό θρησκευτικό ιουδαϊκό περιβάλλον ο Παύλος απέκτησε βαθιά συνείδηση της μεγάλης σημασίας που
είχε η τήρηση του Νόμου για την επιβίωση του λαού του Ισραήλ, αλλά και την ελπίδα απελευθερώσεώς του από τους Ρωμαίους. Έτσι έμαθε τη μητρική του γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα πιο πολύ σε
ιουδαϊκό παρά σε ελληνικό περιβάλλον και η παίδευσή του και η όλη ανατροφή του ήταν αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Άλλωστε η εβραϊκή – αραμαϊκή γλώσσα θα πρέπει να ομιλείτο και στο σπίτι του, γιατί
έτσι εξηγείται και η ευχέρειά του να προσφωνήσει αργότερα τους συγκεντρωμένους στα Ιεροσόλυμα «τη εβραΐδι διαλέκτω».
Ο Απόστολος Παύλος δεν αρκέσθηκε στην παραπάνω ελληνική μόρφωση που απέκτησε στη γενέτειρά του Ταρσό, αλλά επήγε στα Ιεροσόλυμα, για να τη συμπληρώσει με σπουδές του Νόμου κοντά σε
σοφούς ραββίνους της Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσας του Ιουδαϊσμού. Η απόφασή του να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα δείχνει αφ’ ενός τη συντηρητικότητα του θρησκευτικού περιβάλλοντος από το οποίος
προερχόταν και ακόμη την πρόθεσή του να γνωρίσει πληρέστερα και καλύτερα το Νόμο, ως καταγόμενος από τον Ιουδαϊσμό της διασποράς και αφ’ ετέρου την οικονομική δυνατότητα της οικογένειάς του.
Μάλιστα στις Πράξεις αναφέρεται ότι στα Ιεροσόλυμα υπήρχε ανιψιός του Παύλου, υιός της αδελφής του. Φαίνεται ότι ο Παύλος είχε έγγαμη αδελφή εγκατεστημένη στα Ιεροσόλυμα, στην οικία της οποίας
ίσως διέμενε ο ίδιος κατά το διάστημα των εκεί σπουδώνμ του. Και αυτός, ενδεχομένως, να υπήρξε και ένας ακόμη λόγος η ο κύριος λόγος να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα για συμπληρωματικές σπουδές.
Στα Ιεροσόλυμα ο Παύλος σπούδασε παρά τους πόδας του συνετού φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιήλ (πρεσβυτέρου εγγονού του Χιλλέλ), ο οποίος ήταν «τίμιος παντί τω λαώ» και, κατά το Ταλμούδ, ήταν
γνώστης της ελληνικής φιλολογίας και ενεθάρρυνε τις ελληνικές σπουδές. Από αυτόν το φαρισαίο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ο Παύλος εδιδάχθηκε, όσο λίγοι, την ιουδαϊκή θεολογία και έτσι το ύφος του, η
θεολογική μέθοδος και η χρήση της Γραφής τον εμφανίζουν ραββίνο της πιο αυστηρής και καθαρής μορφής· ενωρίς εντάχθηκε στην τάξη των Φαρισαίων, αν βέβαια δεν ανήκε σ’ αυτήν από τους γονείς του,
και έγινε ζηλωτής και βαθύς γνώστης όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά των πιο σπουδαίων και σημαντικών ζητημάτων του Νόμου. Έτσι διέθετε όλα τα απαραίτητα εφόδια ενός άριστα καταρτισμένου
νομοδιδασκάλου και επιδέξιου χειριστού της ραββινικής διαλεκτικής. Στα Ιεροσόλυμα εκτός από τις παραπάνω σπουδές του έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού που τον εβοήθησε αργότερα, ασκώντας την,
να συντηρείται και να μην επιβαρύνει τους πιστούς των Εκκλησιών στις οποίες εκήρυττε: «και δια το ομότεχνον είναι έμενε παρ’ αυτοίς και ηργάζετο». Η εκμάθηση τέχνης αποτελούσε συνήθεια των
Ιουδαίων λογίων και μάλιστα των ραββίνων αλλά και υποχρέωσή τους για να εξασφαλίζουν τη συντήρησή τους.
Ο Παύλος διακρινόταν για το ζήλο στο έργο του, την αγαθότητα των προθέσεών τουκαί τις φυσικές ικανότητες, αλλά και την ευρύτητα του πνεύματος, την ανησυχία και δυναμικότητά του, προσόντα τα οποία
ανέμεναν στην κατάλληλη στιγμή να αξιοποιηθούν. Αυτή η εμπνευσμένη και δυναμική προσωπικότητα έγινε τελικά το όργανο της θείας Χάριτος και εχρησιμοποιήθηκε για την πραγματοποίηση του θείου
σχεδίου. Άλλωστε μέσα στο στάδιο της θείας βουλής τόσο οι ανθρώπινες ικανότητες όσο και γενικότερα ο ανθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στην πορεία της ιστορίας της ανθρωπότητας και
καθοδηγούνται στην επίτευξη του σκοπού της σωτηρίας του κόσμου και των ανθρώπων. Η Χάρη του Θεού δεν άφησε την ικανή αυτή προσωπικότητα να συνεχίσει να στρέφεται εναντίον των πιστών του
Ευαγγελίου.
Μαρτυρίες ότι ο Παύλος εγνώρισε κατ’ άνθρωπον τον Κύριο δεν έχουμε, εκτός από κάποιο υπαινιγμό του ιδίου: «ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν». Φαίνεται όμως ότι
επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα μετά το 30 μ.Χ.
Κατά το μαρτυρικό θάνατο του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου «νεανίας» ακόμη εφύλαγε τα ρούχα που απέθεσαν στα πόδια του εκείνοι που ελιθοβόλησαν τον Πρωτομάρτυρα: «και οι μάρτυρες απέθεντο τα ιμάτια
αυτών παρά τους πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου».
Με το όραμα της Δαμασκού, κατά υπερφυσικό και μοναδικό τρόπο, ο Χριστός τον εκάλεσε στο έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Η εμφάνιση όμως αυτή δεν ήταν μία υποκειμενική αντίληψη του Παύλου,
αλλά ένα γεγονός αντικειμενικό και ιστορικό, καθώς συνάγεται τούτο και από τη σημασία που του αποδίδει ο ίδιος ο Παύλος. Τον ξεχωρίζει από τις άλλες αποκαλύψεις και οπτασίες, που κατά καιρούς είχαν
γίνει σ’ αυτόν ακόμη και από την αρπαγή του μέχρι του τρίτου ουρανού για την οποία, όπως ομολογεί, δεν ήταν βέβαιος αν ήταν σωματική η όχι. Αντιθέτως, για την εμφάνιση του Ιησού στο όραμα της
Δαμασκού είναι απόλυτα βέβαιος ότι υπήρξε σωματική, και μάλιστα την συναριθμεί με τις λοιπές εμφανίσεις του Κυρίου, που έγιναν στους Αποστόλους κατά τις 40 ημέρες πριν από την Ανάληψή Του και την
προβάλλει, βεβαιώνοντας έτσι ότι και αυτός είδε τον Κύριο.
Συγκεκριμένα, στις Πράξεις αναφέρεται ότι, ενώ ο Παύλος επορεύετο από την Ιερουσαλήμ στη Δαμασκό, για να συλλάβει άνδρες και γυναίκες Χριστιανούς και να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ,
ξαφνικά άστραψε ένα φως από τον ουρανό και ο Παύλος έπεσε καταγής και άκουσε μία φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;». Και ο Παύλος ερώτησε: «Ποιός είσαι Κύριε;». Και ο Κύριος
του απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις. Όμως σήκω τώρα και πήγαινε στην πόλη, όπου εκεί θα σου πουν τι πρέπει να κάνεις». «Οι άνδρες που τον συνόδευαν έμειναν
κατάπληκτοι, γιατί ενώ άκουγαν τη φωνή δεν έβλεπαν κανένα». Μόνο ο Παύλος είδε τον Κύριο, ενώ οι συνοδοί του αντελήφθηκαν ότι κάτι το έκτακτο συνέβη. Έτσι το γεγονός της θείας εμφανίσεως και
φωνής είναι και αντικειμενικά μαρτυρημένο.
Τελικά, σύμφωνα με τις οδηγίες, οδήγησαν τον Παύλο στη Δαμασκό και εκεί για τρεις ημέρες έμεινε τυφλός, χωρίς να φάει και να πιεί τίποτε. Στη Δαμασκό τον επισκέφθηκε κάποιος μαθητής ονόματι Ανανίας,
ο οποίος παρά τις επιφυλάξεις που είχε για τον Παύλο, λόγω της φήμης του ως διώκτου των Χριστιανών, και υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου: «Πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοι εστιν ούτος του
βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών... εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν», έθεσε τα χέρια του επάνω στον Σαύλο και του είπε: «Αδελφέ, ο Κύριος που σου
φανερώθηκε στο δρόμο, με έστειλε για να ξαναβρείς το φως σου και να φωτισθείς από το Άγιο Πνεύμα». Αμέσως εκαθάρισαν τα μάτια του, ξαναβρήκε το φως, εσηκώθηκε, εβαπτίσθηκε και, αφού έφαγε,
ενδυναμώθηκε.
Εκεί εδέχθηκε την κατήχηση της διδασκαλίας του Χριστού και ασφαλώς αναθεώρησε καθ’ ολοκληρίαν τη φαρισαϊκή ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης και την όλη συγκρότησή του, σύμφωνα πλέον με τη νέα
εντολή που έλαβε από τον Κύριο. Στη συνέχεια μετέβη στην Αραβική έρημο, στο βασίλειο των Ναβαταίων, νότια της Δαμασκού, παρ’ ότι τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στις Πράξεις, προκειμένου πιθανόν να
αποφύγει τους διώκτες του και αργότερα ξαναγύρισε στη Δαμασκό, όπου άρχισε το κηρυκτικό έργο του για μία τριετία: «αλλ’ απήλθον εις Αραβίαν και πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν».
Στη Δαμασκό έμεινε μερικές ημέρες με τους Μαθητές του Χριστού και εκήρυττε στις Συναγωγές ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, γεγονός που προκάλεσε την κατάπληξη σε όλους όσοι τον άκουαν και
απορούντες έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που κατεδίωκε στην Ιερουσαλήμ όσους πίστευαν στον Ιησού και γι’ αυτό το σκοπό δεν έχει έλθει εδώ για να τους συλλάβει και να τους οδηγήσει δεμένους
στους Αρχιερείς;».
Αντίθετα ο Παύλος ενισχυόταν πιο πολύ και προκαλούσε σύγχυση στους Ιουδαίους της Δαμασκού με το κήρυγμά του, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Ύστερα από μερικές ημέρες οι Ιουδαίοι κατέληξαν τελικά
στην απόφαση να τον θανατώσουν και γι’ αυτό παραφύλαγαν τις πύλες εξόδου ημέρα και νύκτα. Η εχθρότητα και η απόφαση αυτή των Ιουδαίων, την οποία επληροφορήθηκε, ανάγκασαν τον Παύλο να
εγκαταλείψει τη Δαμασκό.
Εναντίον του Παύλου υποχρεώθηκε να κινηθεί και ο βασιλιάς των Ναβαταίων, ύστερα από καταγγελίες των Ιουδαίων της Δαμασκού. Φεύγοντας από τη Δαμασκό ο Παύλος κατέφυγε στην Ιερουσαλήμ
(37 – 38 μ.Χ.), για να γνωρίσει τους Αποστόλους και τον Πέτρο, κοντά στους οποίους παρέμεινε δεκαπέντε ημέρες και στο διάστημα αυτό δεν είδε κανέναν άλλον από τους Αποστόλους παρά μόνο τον
Ιάκωβο «τον αδελφόν του Κυρίου», όπως λέγει ο ίδιος, και παρ’ ότι προσπαθούσε να προσκολληθεί στους Μαθητές, εκείνοι ήσαν επιφυλακτικοί μαζί του, επειδή τον εφοβούνταν ως διώκτη τους. Τελικά,
όπως αναφέρεται στις Πράξεις, τον παρέλαβε ο Βαρνάβας, ο οποίος τον οδήγησε στους άλλους Αποστόλους και διηγήθηκε το θαύμα της μεταστροφής του, «πως εν τη οδώ είδε τον Κύριο», ο Κύριος
ελάλησε σ’ αυτόν και πως είχε τώρα την παρρησία να κηρύττει τον Ιησού. Έτσι έγινε δεκτός και άρχισε να συναναστρέφεται τους Μαθητές και να κηρύττει με θάρρος τον Ιησού. Και εδώ όμως οι ελληνόφωνοι
Εβραίοι – ελληνιστές επεδίωξαν να τον θανατώσουν. Αλλά μόλις το επληροφορήθηκαν οι αδελφοί, τον οδήγησαν στην Καισάρεια και από εκεί τον εφυγάδευσαν στην πατρίδα του την Ταρσό. Στις Πράξεις
αναφέρεται ότι ο Κύριος εμφανισθείς «εν εκστάσει» του είπε: «Σπεύσον και έξελθε εν τάχει εξ Ιερουσαλήμ διότι ου παραδέξονταί σου την μαρτυρίαν περί εμού». Προηγουμένως, όπως μας πληροφορεί ο
ίδιος, «ήλθε στα μέρη της Συρίας και Κιλικίας» κηρύττοντας το λόγο του Θεού. Γι’ αυτή όμως την κηρυκτική του δραστηριότητα στα μέρη αυτά, που πρέπει να ήταν σημαντική, δεν έχουμε κάποιες
πληροφορίες ούτε και από τον ίδιο, εκτός από φήμες που είχαν οι άλλες Εκκλησίες, οι οποίες και εδόξασαν τον Θεό γι’ αυτό.
Στην γενέτειρά του Ταρσό τον ανεζήτησε αργότερα ο Βαρνάβας και τον μετέφερε στην Αντιόχεια, για να συνεχίσουν εκεί το έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου και να ενισχύσουν τους εκεί αδελφούς. Στην
Αντιόχεια ως γνωστόν, ονομάσθηκαν οι μαθητές του Χριστού για πρώτη φορά «Χριστιανοί». Από την Αντιόχεια εταξίδεψαν και πάλι στα Ιεροσόλυμα (43 – 44 μ.Χ.), για να μεταφέρουν βοηθήματα της
Εκκλησίας της Αντιοχείας, στους πτωχούς αδελφούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, που υπέφεραν από την πείνα επί Κλαυδίου Καίσαρος. Και αφού εξεπλήρωσαν την αποστολή τους, επέστρεψαν πάλι
στην Αντιόχεια παίρνοντας μαζί τους και τον Ιωάννη, τον επονομαζόμενο Μάρκο.
Από την Αντιόχεια άρχισε η Α’ Αποστολική περιοδεία (44 – 45 μ.Χ. η 47 – 48 μ.Χ.) κατά τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο: καθώς προσεύχονταν σε κάποια λειτουργική σύναξη μερικοί προφήτες και διδάσκαλοι
μαζί με τους Βαρνάβα και Παύλο, και μετά από κάποια χαρισματική αποκάλυψη, το Άγιο Πνεύμα είπε να ξεχωρίσουν τους Βαρνάβα και Παύλο για το έργο για το οποίο τους είχε καλέσει.
Για την πρώτη Αποστολική περιοδεία μας πληροφορούν οι Πράξεις. Αρχηγός της αποστολής αυτής ήταν ο Βαρνάβας και αυτή περιελάμβανε τη Σελεύκεια, ολόκληρη την Κύπρο, την Πέργη της Παμφυλίας, την
Αντιόχεια της Πισιδίας και τις πόλεις της Λυκαονίας μέχρι το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη.
Στην Αντιόχεια ο Παύλος πρότεινε στον Βαρνάβα να αρχίσουν τη Β’ Αποστολική περιοδεία (τέλος 48 μ.Χ. – αρχές 52 μ.Χ. η 48/49 – 51/52 μ.Χ.) και να επισκεφθούν ξανά τις Εκκλησίες που είχαν ιδρύσει κατά
την πρώτη περιοδεία τους και να στηρίξουν τους πιστούς των Εκκλησιών αυτών. Ο μεν Βαρνάβας, παίρνοντας μαζί του τον Ιωάννη – Μάρκο, επήγε στην Κύπρο, ο δε Παύλος επήρε για συνοδό του τον Σίλα
και με τη Χάρη του Θεού περιόδευσαν τη Συρία και Κιλικία, στηρίζοντας τους πιστούς των Εκκλησιών των περιοχών αυτών. Από εκεί έφθασαν στις πόλεις Δέρβη και Λύστρα, απ’ όπου ο Παύλος παρέλαβε
μαζί του τον Τιμόθεο, τον οποίο περιέτεμε για τους Ιουδαίους, επειδή ήταν ελληνιστής, και συνέχισαν την περιοδεία τους. Κατόπιν διέσχισαν τη Φρυγία και τη Γαλατική χώρα, όπου όμως παρέμειναν
αναγκαστικά λόγω ασθενείας του Παύλου και έτσι εκήρυξε και εκεί το λόγο του Θεού με επιτυχία. Με υπόδειξη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τους οδηγούσε σ’ όλη την πορεία, πορεύθηκαν βορειοδυτικά και
κατέληξαν στην Τρωάδα.
Ευρισκόμενοι στην Τρωάδα και ενώ πιθανόν διαλογιζόταν ο Παύλος αν έπρεπε να περάσει στην αντίπερα ακτή, για να κηρύξει το λόγο του Θεού, δηλαδή στη Μακεδονία και Ελλάδα, σε ευρωπαϊκό πια
έδαφος, το Πνεύμα το Άγιο τον καθοδήγησε και πάλι. Εμφανίσθηκε κάποιος άνδρας Μακεδόνας κατ’ όναρ «παρακαλών αυτόν και λέγων διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν». Το όραμα αυτό ο Παύλος το
εθεώρησε ως θεία κλήση για να κηρύξει το λόγο του Θεού και σε ευρωπαϊκό έδαφος και γι’ αυτό ανεχώρησε από την Τρωάδα, συνοδευόμενος από τον Σίλα και Τιμόθεο στους οποίους προστέθηκε και ο
ιατρός Λουκάς, και μέσω Σαμοθράκης την επομένη έφθασαν στη Νεάπολη και από εκεί στους Φιλίππους, όπου εκήρυξαν το λόγο του Θεού έχοντας καλά αποτελέσματα, αφού προσείλκυσαν πολλούς
Χριστιανούς. «Εξήλθομεν έξω της πόλεως παρά τον ποταμόν, ου ενομίζετο προσευχή είναι» και εκεί συνάντησαν τις σεβόμενες τον Θεό γυναίκες προς τις οποίες ο Παύλος ομίλησε με αποτέλεσμα μία από
αυτές, η πορφυρόπωλις Λυδία, να δεχθεί το φωτισμό του Κυρίου, να βαπτισθεί μαζί με όλη την οικογένειά της και με επίμονες παρακλήσεις να πείσει τους Αποστόλους να μείνουν στο σπίτι της. Εκεί ο
Παύλος εθεράπευσε τη μαντευομένη παιδίσκη, που απέδιδε πολλά κέρδη στους κυρίους της, οι οποίοι και κατήγγειλαν το γεγονός στις αρχές, με επακόλουθο τη σύλληψη του Παύλου και των συνοδών του,
με την κατηγορία ότι διαταράσσουν την πόλη, κηρύττοντας ιδέες και ήθη ξένα στους Ρωμαίους. Αποτέλεσμα της δίκης ήταν να καταδικασθούν σε σκληρούς ραβδισμούς και σε εγκλεισμό στη φυλακή.
Αλλά οι προσευχές και οι δοξολογίες των φυλακισμένων καθώς και ένας ισχυρός σεισμός είχαν ως συνέπεια να ανοίξουν οι πόρτες του δεσμωτηρίου και να λυθούν τα δεσμά των φυλακισμένων. Τούτο
ανησύχησε το δεσμοφύλακα, ο οποίος αποπειράθηκε να σκοτωθεί, επειδή ενόμισε ότι οι φυλακισμένοι εδραπέτευσαν, αλλ’ η παρέμβαση του Παύλου όχι μόνο του έσωσε τη ζωή, αλλά τον εκατήχησε και
εβάπτισε αυτόν και όλη την οίκογένειά του. Στη συνέχεια οι στρατηγοί της πόλεως διέταξαν την απελευθέρωση των Αποστόλων, αλλά επειδή ο Παύλος επικαλέσθηκε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτου, που
είχε, ήλθαν οι ίδιοι και τους παρεκάλεσαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Πράγματι ο Παύλος και η συνοδεία του, αφού συνάντησαν τους λίγους πιστούς στην οικία της Λυδίας και ευχαρίστησαν τον Θεό,
ανεχώρησαν μέσω Αμφιπόλεως και Απολλωνίας για τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια. Την πρώτη Εκκλησία της Θεσσαλονίκης απετέλεσαν αρχικά μερικοί μεν Ιουδαίοι, περισσότεροι δε από τους
«σεβομένους» Έλληνες και κυρίως πολλές γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξεως της πόλεως «γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι». Η παράδοση διέσωσε μεταξύ των πρώτων Χριστιανών της
Θεσσαλονίκης μερικά ονόματα, όπως ο Ιάσων, ο Αρίσταρχος, ο Σεκούνδος, ο Γάιος, Θεσσαλονικείς συνεργάτες του Παύλου.
Το κήρυγμα του Παύλου στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν χωρίς δυσκολίες και αντιδράσεις. Όπως συνέβη στους Φιλίππους, όπου κατηγορήθηκαν ο Παύλος και οι συνοδοί του ενώπιον του δήμου και των
στρατηγών ως ταραχοποιοί και ως διδάσκοντες για θεωρίες που αντιβαίνουν τα ρωμαϊκά ήθη, έτσι και τώρα στη Θεσσαλονίκη η επιτυχία του κηρύγματος του Παύλου ενόχλησε τους Ιουδαίους που δεν
επίστεψαν, γιατί έβλεπαν ότι σημαντικός αριθμός Θεσσαλονικέων Ιουδαίων προσχωρούσε στη νέα πίστη και εγίνονταν Χριστιανοί και γι’ αυτό έπρεπε να αντιδράσουν με κάθε τρόπο. Ο πιο αποτελεσματικός
τρόπος ήταν να εξουδετερώσουν τον Παύλο και τους συνοδούς του χρησιμοποιώντας τη βαρύτερη κατηγορία. Επεχείρησαν δηλαδή να τους εμφανίσουν ότι στρέφονται εναντίον των ρωμαϊκών αρχών και
τους απέδωσαν τις κατηγορίες της εσχάτης προδωσίας και της στάσεως εναντίον των αρχών του κράτους. Προς τούτο «προσλαμβανόμενοι των αγοραίων άνδρας τινάς πονηρούς και οχλοποιήσαντες
εθορύβουν την πόλιν» προεκάλεσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις και ταραχές με αποτέλεσμα να αναστατώσουν την πόλη. Αναζήτησαν τον Παύλο και τους συνεργάτες του, για να τους οδηγήσουν ενώπιον των
αρχών της πόλεως. Όμως οι Χριστιανοί, άγρυπνοι και ανήσυχοι, παρακολουθούσαν τιν κινήσεις των αντιτιθέμενων Ιουδαίων και των αρχών και έλαβαν έγκαιρα τα μέτρα τους για τη διάσωση των Αποστόλων.
Γι’ αυτό και οι διώκτες του, αφού δεν ευρήκαν τον Παύλο και τους συνοδούς του, κατευθύνθηκαν στη συνέχεια στο σπίτι του Ιάσονος, για τον οποίο είχαν πληροφορηθεί ότι τους είχε προσφέρει φιλοξενία και εργασία.
Αλλ’ επειδή η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι σοβαρή και πολύ κρίσιμη για τον Παύλο και τους συνοδούς του, γι’ αυτό «οι αδελφοί ευθέως δια νυκτός εξέπεμψαν τον Παύλον και Σίλαν εις Βέροιαν»
συνοδευομένους από μια ομάδα Χριστιανών Θεσσαλονικέων για την ασφαλέστερη πορεία τους μέχρι τη Βέροια και την εγκατάστασή τους σε γνωστό και ασφαλές περιβάλλον.
Στο ολιγόχρονο διάστημα της παραμονής των Αποστόλων στη Βέροια, ο Παύλος με τους συνοδούς του επήγαν στη Συναγωγή των Ιουδαίων, όπου καυ συνέχισαν εκεί το κήρυγμά τους. Και στη Βέροια
ακολουθήθηκε η ίδια τακτική που είχε εφαρμοσθεί στους Φιλίππους και στη Θεσσαλονίκη· προεκάλεσαν και εκεί ταραχές «σαλεύοντες και ταράσσοντες τους όχλους» και τους εξήγειραν εναντίον των
Αποστόλων, οπότε αναγκάσθηκαν οι Βεροιείς, για να διασώσουν τον Παύλο, να τον φυγαδεύσουν, οδηγώντας τον σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ίσως στη Μεθώνη, και από εκεί ανεχώρησε για την Αθήνα.
Φεύγοντας από τη Μεθώνη δια θαλάσσης ο Παύλος έφθασε στην Αθήνα και κατά τη συνήθη τακτική του επικοινώνησε με τους ολίγους Ιουδαίους στη Συναγωγή καθώς και με τους προσηλύτους της πόλεως.
Στην αγορά της πόλεως, στην οποία συνήθιζαν τότε να συχνάζουν οι διάφοροι φιλόσοφοι και διδάσκαλοι, συνάντησε μερικούς απ’ αυτούς και συζήτησε μαζί τους το μήνυμα του Χριστού για τη σωτηρία των
ανθρώπων και τη λύτρωση του κόσμου. Φαίνεται ότι αυτοί αρχικά ευρήκαν ενδιαφέρουσα τη συζήτηση με τον Παύλο και του εζήτησαν να αναπτύξει τη διδασκαλία του ενώπιον του Αρείου Πάγου, που ήταν
και ο υπεύθυνος για τα θρησκευτικά θέματα και τα ήθη της πόλεως. Πράγματι, ο Παύλος, παίρνοντας ως βάση τη λατρεία των Ελλήνων προς τον Άγνωστο Θεό και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις επικρατούσες
τότε ιδέες των Στωικών δεχομένων, όπως αναφέρεται στις Πράξεις, ότι: «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», κατ’ αρχήν έλεγξε την πλάνη τους για τη λατρεία των ειδώλων και έπειτα τους ομίλησε για
τον αληθινό και ζώντα Θεό, τον Λυτρωτή Ιησού, ο οποίος απεστάλη από τον Θεό να κηρύξει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Αυτόν τον Ιησού, ο οποίος αναστήθηκε εκ νεκρών, όρισε ο Θεός να κρίνει όλους
τους ανθρώπους, ζώντες και νεκρούς, οι οποίοι θα αναστηθούν κατά την ημέρα εκείνη της κρίσεως όλης της οικουμένης και ανάλογα με τα έργα τους θα τύχουν αιώνιας ζωής η κολάσεως.
Αλλά το κήρηγμα αυτό του Παύλου για την ανάσταση των νεκρών και τη μέλλουσα κρίση προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Αθηναίων και άλλοι τον ειρωνεύθηκαν απροκάλυπτα και άλλοι του είπαν μάλλον
αδιάφορα ότι: «θα σε ακούσουμε άλλη φορά». Γι’ αυτό και το κήρυγμά του είχε πολύ πτωχά αποτελέσματα· από τους Αθηναίους επίστευσαν πολύ λίγοι, μεταξύ των οποίων ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μία
γυναίκα ονόματι Δάμαρις.
Στενοχωρημένος ο Παύλος εγκατέλειψε την Αθήνα, αφού το κήρυγμά του δεν είχε την επιτυχία των άλλων πόλεων που είχε επισκεφθεί πριν, και έφθασε στην Κόρινθο. Ευρήκε εκεί ένα ζευγάρι Ιουδαίους,
τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, που μόλις είχαν έλθει από την Ιταλία αφού ο Κλαύδιος έδιωξε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη και, επειδή ήταν και αυτοί ομότεχνοι, έμεινε στο σπίτι τους. Και στην Κόρινθο ο
Παύλος άρχισε το κήρυγμά του από τη Συναγωγή, όπως συνήθιζε πάντα, με απλά όμως λόγια αυτή τη φορά και χωρίς τις φιλοσοφικές εκείνες ιδέες που ανέπτυξε στους Αθηναίους. Τους μίλησε μόνο για τον
«Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον». Επειδή όμως και εδώ οι Ιουδαίοι αντέδρασαν στο κήρυγμα του Παύλου και δεν θέλησαν να αποδεχθούν το περιεχόμενό του, ο Παύλος εστράφηκε προς τους
εθνικούς, «και μεταβάς εκείθεν ήλθεν εις την οικίαν τινός ονόματι Τιτίου Ιούστου, σεβομένου τον Θεόν, ου η οικία ην συνομορούσα τη συναγωγή», από τους οποίους επίστεψαν πολλοί και εβαπτίσθησαν·
μεταξύ αυτών δε ήταν και ο αρχισυναγωγός Κρίσπος και όλοι οι οικείοι του. Μάλιστα ο Κύριος απεκάλυψε στον Παύλο «δι’ οράματος εν νυκτί... μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης, διότι εγώ ειμι μετά σου,
και ουδείς επιθήσεταί σοι του κακώσαί τε, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη». Γι’ αυτό και παρέμεινε στην Κόρινθο «ενιαυτόν και μήνας εξ» διδάσκοντας στους Κορινθίους το λόγο του Θεού και
βοηθούμενος στο έργο του από τους Τιμόθεο και Σίλα, που επέστρεψαν εν τω μεταξύ από τη Βέροια, φέρνοντες ευχάριστα νέα για τη στερέωση της πίστεως των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης και Βεροίας.
Αυτά τα νέα έδωσαν την ευκαιρία στον Παύλο να γράψει τις δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές του. Το κήρυγμα τουν Παύλου στην Κόρινθο είχε καρποφόρα αποτελέσματα, πράγμα που προκάλεσε την
αγανάκτηση των Ιουδαίων, οι οποίοι τον κατηγόρησαν στο Ρωμαίο ανθύπατο Γαλλίωνα. Ο Γαλλίων όμως μη επιθυμών να αναμιχθεί σε ζητήματα «περί λόγου και ονομάτων και νόμου», τους έδιωξε.
Ύστερα από μερικές ακόμα ημέρες παραμονής του στην Κόρινθο ο Παύλος ανεχώρησε μαζί με τους συνοδούς του Ακύλα και Πρίσκιλλα για τη Συρία, με πρώτο σταθμό την Έφεσο, στην οποία έμεινε λίγο
χρόνο, παρά τις παρακλήσεις των πιστών της να μείνει περισσότερο κοντά τους. Από την Έφεσο έφθασε στην Καισάρεια και κατέληξε στην Αντιόχεια, αφού προηγουμένως ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ να
χαιρετήσει την εκεί κοινότητα των πιστών.
Στην Έφεσο, όταν έφθασε ο Παύλος, κατά την Τρίτη αποστολική περιοδεία (άνοιξη 52 – άνοιξη 57 μ.Χ.), άρχισε το κήρυγμα του λόγου του Θεού και της ενισχύσεως των πιστών, καταδεικνύοντας τη θεία
προέλευση και αλήθεια της διδασκαλίας του ακόμη και με τα θαύματα που επιτελούσε, θεραπεύοντας ασθενείς και δαιμονιζομένους.
Ο Απόστολος Παύλος τελικά ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα συνοδευόμενος από μερικούς μαθητές από την Καισάρεια. Οι Ιουδαίοι, που φαίνεται ότι επερίμεναν τον Παύλο, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και
μόλις κατόρθωσε να διασωθεί από βέβαιο θάνατο από το Ρωμαίο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία. Αυτός τον παρέπεμψε με συνοδεία και σχετική επιστολή στο Ρωμαίο Διοικητή της Καισαρείας Φήλικα, ο οποίος τον
εκράτησε φυλακισμένο δύο χρόνια (57 – 59). Τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Φήστος και οι Ιουδαίοι εζήτησαν τότε απ’ αυτόν να τους παραδώσει τον Παύλο, για να τον δικάσουν αυτοί στα Ιεροσόλυμα. Βλέποντας
ο Παύλος ότι αντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο, έκανε χρήση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτου και εζήτησε να δικασθεί από τον Καίσαρα, πράγμα που έγινε δεκτό.
Στη Ρώμη ο Απόστολος Παύλος έμεινε μία ολόκληρη διετία (60 – 62 μ.Χ. η 59 – 61 μ.Χ.) φυλακισμένος σε ιδιαίτερη ενοικιασμένη οικία, όπου μπορούσε να δέχεται όλους όσοι ήθελαν να τον επισκεφθούν, να
κηρύττει το λόγο του Θεού και να διδάσκει για τον Ιησού Χριστό με παρρησία και χωρίς μεγάλα εμπόδια. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στη Ρώμη ο Παύλος έγραψε την προς Εφεσίους Επιστολή
καθώς και τις λεγόμενες Επιστολές αιχμαλωσίας.
Για την παραπέρα πορεία και δραστηριότητα του Παύλου, την τέταρτη αποστολική περιοδεία (62 – 65 μ.Χ. η 61 – 64 μ.Χ.), οι πληροφορίες είναι πενιχρές και έμμεσες και δεν συμφωνούν απόλυτα. Από τις
σποραδικές αναφορές και τους υπαινιγμούς των Πράξεων, από κάποιες ειδήσεις της αρχαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως όπως του Κλήμεντος Ρώμης, του Μορατορίου Κανόνος, του Ευσεβείου
Καισαρείας, του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου, του Αγίου Ιερωνύμου και από τις μαρτυρίες των Ποιμαντικών Επιστολών, συνάγεται ότι ο Παύλος μετά την
απαλλαγή του από τη δίκη στη Ρώμη, εταξίδεψε «μέχρις εσχάτων της Δύσεως». Τούτο κατά τη μαρτυρία του Κλήμεντος Ρώμης σημαίνει, κατά την εκτίμηση μερικών, μέχρι την Ισπανία. Σύμφωνα με τις
Ποιμαντικές Επιστολές, κατά την Δ’ Αποστολική περιοδεία ο Παύλος επισκέφθηκε την Έφεσο, τη Μακεδονία, την Κρήτη, τη Νικόπολη, την Τρωάδα, τη Μίλητο και την Κόρινθο, πιθανόν και τις Εκκλησίες των
Κολοσσών, Ιεραπόλεως, Λαοδικείας, εκπληρώνοντας παλαιά υπόσχεσή του προς τον Φιλήμωνα και τους Κολοσσαείς, για να γνωρίσει και προσωπικά τους πιστούς των Εκκλησιών αυτών που δεν είχε
συναντήσει μέχρι τότε.
Η σύλληψη και μεταφορά του Παύλου στη Ρώμη έγινε μεταξύ της ανοίξεως και του θέρους του 65 μ.Χ. Οι συνθήκες της δεύτερης αυτής φυλακίσεώς του ήσαν οπωσδήποτε διαφορετικές από την πρώτη. Είχε
ασφαλώς ολιγότερες ελευθερίες για να τον επισκέπτονται οι φίλοι του, όπως ο Ονησιφόρος, ο Εύβουλος και Πούδης, ο Λίνος και η Κλαυδία και άλλοι, και οι συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκάς, Τυχικός.
Φαίνεται ότι κατά το διάστημα της φυλακίσεώς του αυτής έγραψε τη Β’ προς Τιμόθεον Επιστολή, η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού μετά από τη φυλάκισή του αυτή οδηγήθηκε στο μαρτυρικό
θάνατό του.
Ο ακριβής χρόνος του θανάτου του Παύλου δεν είναι γνωστός, ελλείψει συγκεκριμένων πληροφοριών, τις οποίες όμως αναπληρώνει η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, η οποία συνδέει το μαρτυρικό
θάνατο του Παύλου με το μαρτυρικό θάνατο του Πέτρου και αναφέρει σχετικά μόνο ότι οι δύο Απόστολοι εμαρτύρησαν κατά το διωγμό του Νέρωνος, χωρίς να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο του μαρτυρίου
τους. Εξ άλλου ο χαρακτηρισμός της 29ης Ιουνίου ως «γενεθλίου» ημέρας τους δεν δηλώνει την ημέρα του μαρτυρίου τους, αλλά την καθιέρωση του κοινού εορτασμού της μνήμης τους, το 258 μ.Χ., ίσως
λόγω της ανακομιδής των λειψάνων τους. Το πιθανότερο είναι ο Παύλος να εμαρτύρησε στα τέλη περίπου του έτους της συλλήψεώς του, το 65 μ.Χ. η το αργότερο στις αρχές του 66 μ.Χ. Τον εξετέλεσαν με
ξίφος κοντά στην «περιοχή του Λικινίου», παρά την Οστία οδό, σε τόπο ονομαζόμενο «Σωτήριο Νερό», που σήμερα είναι γνωστός ως Μονή των «Τριών Πηγών». Εκεί κοντά και τον ενταφίασαν. Στον τόπο
της Ταφής ο Ανίκητος του ανήγειρε «νεκρικό τρόπαιο», που πιθανόν περικλειόταν σε κάποιο μεγαλύτερο κτίσμα.
Ένας από τους σκληρότερους χριστιανομάχους αυτοκράτορες ήταν ο Πόπλιος Λικίνιος Ουαλεριανός (253 – 259 μ.Χ.). Όταν ανέλαβε την εξουσία, εμεθόδευσε συστηματικώτερα τους διωγμούς. Εστράφηκε
κατά του κλήρου, της λατρείας, της περιουσίας και των κοιμητηρίων της Εκκλησίας. Τα μέτρα του εφαρμόσθηκαν περί το 257 μ.Χ. με πραγματική αγριότητα. Θανατώνει τους Επισκόπους, κατεδαφίζει ναούς,
δημεύει περιουσίες, απαγορεύει τις συνάξεις στους τόπους ταφής των Χριστιανών. Ο διάδοχος του μαρτυρήσαντος, το 257 μ.Χ., Επισκόπου Ρώμης Στεφάνου, Έλληνας Επίσκοπος
Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), για να προλάβει σκύλευση των τάφων των δύο Αποστόλων, κάνει κρυφά την ανακομιδή των αγίων λειψάνων τους από τα μνημεία – τρόπαιά τους, πιθανώς στις 29 Ιανουαρίου του
258 μ.Χ., και τα μεταφέρει στο κοιμητήριο που είναι σήμερα γνωστό ως Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού. Έτσι η ημερομηνία αυτή διατηρήθηκε ως σήμερα κοινού εορτασμού των Αποστόλων Πέτρου και
Παύλου, όχι πλέον σε ανάμνηση της καταθέσεως των τιμίων λειψάνων, η οποία είχε λησμονηθεί από το λαό, αλλ’ ως γενέθλιος ημέρα, δηλαδή ως εορτή του μαρτυρίου τους.
Μετά το 260 μ.Χ., ο νέος αυτοκράτορας Γαληνός (259 – 268 μ.Χ.) ήταν περισσότερο επιεικής. Εσταμάτησε τις απάνθρωπες σκληρότητες και επέστρεψε τους ναούς και τα κοιμητήρια. Η λατρεία αναπτύσεται
στο νέο τόπο ταφής των Αποστόλων. Επάνω από την Κατακόμβη του ιδρύεται το αρχαιότερο Μαρτύριο της Ρώμης. Έτσι, στις αρχές του 4ου αιώνος μ.Χ., η εορτή των Πρωτοκορυφαίων τιμάται στη Ρώμη σε
τρεις τόπους. Στο Βατικανό ο Πέτρος, στην οδό της Ωστίας ο Παύλος και οι δύο μαζί στις Κατακόμβες.
Όταν η Εκκλησία απέκτησε τα πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ο Επίσκοπος Ρώμης Σιλβέστρος (315 – 335 μ.Χ.) εξασφάλισε την υποστήριξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου για την ανοικοδόμηση
Μαρτυρίων στους τόπους αθλήσεως και αρχικής ταφής των Αποστόλων. Τα εγκαίνια των πρώτων κτισμάτων γύρω από τους τάφους των Αποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στο Βατικανό και στην οδό προς
την Ωστία στις 18 Νοεμβρίου του 324 μ.Χ. με τη μετακομιδή των λειψάνων τους από την Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού στους τόπους αρχικής ταφής. Μόνο οι Τίμιες Κάρες των Αποστόλων εκρατήθηκαν
στον καθεδρικό ναό του Επισκόπου της Ρώμης, το ναό του Σωτήρος Χριστού του Λατερανού, σημερινό Άγιο Ιωάννη. Εκεί παραμένουν μέχρι σήμερα, επάνω από την κεντρική Αγία Τράπεζα, μέσα σε
κιβώρια.
Η Κωνσταντίνεια βασιλική του Βατικανού, παρά τις πολλές επισκευές λόγω των καταστροφών που τις προξένησαν οι βαρβαρικές επιδρομές του 5ου και 6ου αιώνος μ.Χ., παρέμεινε δώδεκα αιώνες κέντρο
προσκυνηματικής ευσεβείας. Ήταν πεντάκλιτη βασιλική, με 90 μέτρα μήκος και 65 μέτρα πλάτος. Η Αναγέννηση κατέστρεψε τον πάνσεπτο αυτό ναό και στη θέση του έκτισε τον αχανή και βαρύ σημερινό
Άγιο Πέτρο (1626). Στην οδό προς την Ωστία ιδρύθηκε αρχικά μικρή τρίκλιτη βασιλική, την οποία επεξέτειναν το 386 μ.Χ. οι αυτοκράτορες Ουαλεντιανός Β’, Θεοδόσιος και Αρκάδιος σε πεντάκλιτη και την
εγκαινίασε, το 390 μ.Χ., ο Πάπας Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Η βασιλική διατηρήθηκε σχεδόν ακέραια μέχρι τον Ιούλιο του 1823, που εκάηκε από μεγάλη πυρκαγιά, αλλά αναστηλώθηκε με πιστότητα στο
αρχαίο της κάλλος.
Ο τάφος του Αποστόλου Παύλου καλύπτεται με μία μεγαλογράμματη λατινική επιγραφή του 4ου αιώνος μ.Χ., που γράφει: «Στον Παύλο, Απόστολο Μάρτυρα».
Σταύρωσις εἷλε κήρυκα Χριστοῦ Πέτρον, Τομὴ δὲ Παῦλον, τὸν τεμόντα τὴν πλάνην. Τλῆ ἐνάτῃ Σταυρὸν Πέτρος εἰκάδ' ἄορ δέ γε Παῦλος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Τὴν κλῆσιν δεξάμενος, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πρωτόθρονος πέφηνας, τῶν Ἀποστόλων αὐτοῦ, καὶ πέτρα τῆς πίστεως· ὅθεν ὡς τῶν ἀρρήτων, κοινωνὸς καὶ αὐτόπτης,
πᾶσιν εὐηγγελίσω, σωτηρίας τὸν λόγον· διό σε μεγαλύνομεν, Πέτρε Ἀπόστολε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κανόνα πίστεως
Ἐθνῶν σε κήρυκα καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, Ἀθηναίων διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν,
τὸ σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος καὶ Ἀπόστολος μέγιστος, καὶ σαγηνευτὴς ἐθνῶν θεῖος, ἐν τῷ λόγῳ τῆς χάριτος, ἐδείχθης ὡς πλήρης ὢς φωτός, Ἀπόστολε Παῦλε ἀληθῶς·
τὸν γὰρ ἄγνωστον κηρύττεις ἡμῖν Θεόν, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.
Ἕτερον. Ἦχος δ’
.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ
μέγα ἔλεος.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ
μέγα ἔλεος.
Ἕτερον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Θεῖοι κήρυκες, τῆς εὐσεβείας, κρήνη δίκρουνος, θεογνωσίας, καὶ δογμάτων οὐρανίων ἀκφάντορες, Πέτρε καὶ Παῦλε σαφῶς ἀνεδείχθητε, ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων
Πρωτόθρονοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, σωτήριον ἡμῖν ἔλλαμψιν, καὶ λύτρωσιν παθῶν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου
Ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων πρωτόθρονος, καὶ μαθητὴς τοῦ Σωτῆρος θερμότατος, ἀπαύστως δυσώπει τὸν Κύριον, λυτροῦσθαι ἡμᾶς πάσης θλίψεως, Ἀπόστολε Πέτρε
πανεύφημε.
πανεύφημε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἀποστόλων πρόκριτος, καὶ κορυφαῖος ἐδείχθης, προσκληθεὶς Ἀπόστολε, παρὰ Χριστοῦ οὐρανόθεν· ἔνθεν δή, τὴν οἰκουμένην πᾶσαν διῆλθες, ἅπαντας, καταφωτίζων
πρὸς θείαν πίστιν· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Παῦλε, Ἐκκλησιῶν ὁ φωστήρ.
Ἕτερον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον
Τοὺς ἀσφαλεῖς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Ἀποστόλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ
ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.
Ἕτερον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἀποστόλων πρόκριτοι, καὶ κορυφαῖοι ὀφθέντες, οὐρανοὶ ὡς ἔμψυχοι, δόξαν Θεοῦ διηγοῦνται, Πέτρος μέν, ὁ τῆς ἀγάπης τοῦ Λόγου πλήρης, Πεῦλος δέ, ὡς ἐκλογῆς
Χριστοῦ σκεῦος θεῖον, καὶ ἀμφότεροι αἰτοῦνται, πᾶσι δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις κορυφαῖε μύστα Χριστοῦ, Ἀπόστολε Πέτρε, Ἀποστόλων ἡ καλλονή· χαίροις οἰκονόμε, τῶν δωρεῶν τῶν θείων, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, ἡμῶν θερμότατος.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ καλλονή, καὶ ἐθνῶν ὁ κῆρυξ, καὶ διδάσκαλος καὶ φωστήρ· χαίροις Ἐκκλησίας, ὑφηγητὴς ἁπάσης, καὶ μέγας λαμπαδοῦχος, Παῦλε Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Πέτρε θεῖον ἅρμα Χερουβικόν, οὐράνιε Παῦλε, ὄχημά τε Σεραφικόν, ἡ πύρινος γλῶσσα, τοῦ Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με τῆς γεέννης, ἀπολυτρώσασθε.
Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ
ΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ .
Από το ιστολόγιο ΄΄ ΕΚ ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΄΄ του σεβαστού π . Τιμοθέου Ηλιάκη , λίαν ευλαβουμένου τους εν λόγω Αγίους , τον οποίον ευχαριστούμε εκ βάθους καρδίας .
Ἱστορικοθεολογική Εἰσαγωγή – Κατάλογοι
Κατά τόν Καθηγητή Δημ. Τσάμη, «ὁ ὅρος Νεομάρτυρας χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, γιά νά ἀντιδιαστείλει τούς Μάρτυρες τῆς περιόδου αὐτῆς πρός τούς Μάρτυρες τῶν πρώτων αἰώνων. Σήμερα ὅμως ἀποδίδεται σ’ ὅσους μαρτύρησαν ἐν Χριστῶ ἀπό τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου μέχρι τήν ἐποχή μας» (Δημ. Τσάμη, «Ἁγιολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας», σελ. 108).
Ὁ πρῶτος βιογράφος τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁριοθετεῖ τήν ἐμφάνισή τους μετά τήν Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως (1453).
«Νεομάρτυρες – γράφει ὁ Καθηγητής Χρ. Κρικώνης - ἀπό 200 καί πλέον ἐτῶν, ἐπεκράτησε νά ὀνομάζονται ἐκεῖνοι πού ἀπέθνησκαν ἀπό τά μαρτύρια τῶν Τούρκων, ἐπειδή ὁμολογοῦσαν τήν πίστη τους στόν Χριστό καί δέν ἐδέχοντο νά ἀλλαξοπιστήσουν» (Χρ. Κρικώνη, «Ὁ Χριστοκεντρικός χαρακτήρας τοῦ μαρτυρίου τῶν Νεομαρτύρων», ΙΒ’ Συνέδριο Πατερικῆς Θεολογίας 1993, βλ. Πρακτικά, σελ. 69).
Ὅμως, «πρέπει νά σημειώσουμε - γράφει ὁ Καθηγητής Π. Β. Πάσχος - ὅτι ὁ περιορισμός τῶν Νεομαρτύρων στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας κρίνεται ὁλοένα καί πιό ἀκατάλληλος καί λιγότερο ὀρθός, μιά πού ἀδικεῖ τούς Μάρτυρες τῶν ἀμέσως προηγουμένων αἰώνων (ιβ’ – ιδ’), οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν γιά τούς ἴδιους λόγους καί ὑπό τόν αὐτό διώκτη, κατακτητή καί δήμιο. Γιά ἱστορικούς καί καθαρά ἐπιστημονικούς λόγους, στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρέπει νά θεωροῦνται ὡς Νεομάρτυρες ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοί πού - στά ὑστεροβυζαντινά καί μεταβυζαντινά χρόνια – βασανίστηκαν γιά νά ἐξωμώσουν κι ἀφοῦ ὑπέστησαν τά πάνδεινα ἀπό τούς βαρβάρους Μουσουλμάνους, ὁμολόγησαν τήν καλήν ὁμολογίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί προτίμησαν τόν αἱμάτινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου» (Π. Β. Πάσχου, «Ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ - Εἰσαγωγή στήν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», σελ. 109 - 110).
Τό ἴδιο τονίζει καί ὁ Καθηγητής Χρ. Κρικώνης. «Ἐπειδή μαρτύρια καί ἐξισλαμισμοί – γράφει – εἶχαν παρατηρηθῆ ἀπό τοῦ 12ου καί 13ου αἰ. καί εἶχαν τόν αὐτόν φορέα, δηλαδή τόν Τοῦρκο κατακτητή καί τά αὐτά αἴτια, ἤτοι τόν θρησκευτικό φανατισμό, τήν μισαλλοδοξία, τόν σωβινισμό καί τήν ἀπληστία τῶν Τούρκων, γι’ αὐτό στόν Ἑλληνορθόδοξο χῶρο Νεομάρτυρα εἶναι ὀρθότερα νά ὀνομάζομε κάθε ὁμολογητή τῆς πίστεως εἰς τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο ἀπό τούς Τούρκους, ὄχι μόνο κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἀπό τῆς Ἁλώσεως τῆς ΚΠόλεως τοῦ 1453, ἀλλά ἀπό τόν 12ο αἰ. καί ἐντεῦθεν» (Χρ. Κρικώνη αὐτ. σελ. 69).
Στούς Νεομάρτυρες αὐτούς, τούς πρίν τήν Ἅλωση τῆς ΚΠόλεως, περιλαμβάνονται μεταξύ ἄλλων οἱ Νεομάρτυρες Ἰωάννης τῆς Σουτσεάβας Μολδαβίας (+ 1292), Παρθένα ἡ Ἐδεσσαία (+ 1375), Γεώργιος τῆς Σόφιας (+ 1437, ὁ ἐπιλεγόμενος «Παλαιός») καί σέ παλαιότερη ἐποχή οἱ Νεομάρτυρες Ἀρτσίλ Β’ Βασιλεύς τῆς Γεωργίας (+ 744), Ἠλίας τῆς Δαμασκοῦ (+ 779), Χριστόφορος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Σάββα Ἱεροσολύ-μων (+ 797) καί Ἄβδ - Ἄλ - Μασίχ τοῦ Σινᾶ (8ος αἰ.).
Ὁμάδες Νεομαρτύρων
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες μποροῦν νά διακριθοῦν σέ τέσσερεις βασικές ὁμάδες:
Στήν πρώτη ἀνήκουν οἱ Μουσουλμάνοι πού δέχθηκαν τόν Χριστιανισμό καί σύμφωνα μέ τόν Ἰσλαμικό νόμο θανατώθηκαν (λ. χ. οἱ 23 Ὀθωμανοί πού ἐκχριστιανίσθηκαν στά Θυάτειρα καί θανατώθηκαν τό 1682 στήν ΚΠολη καί οἱ Νεομάρτυρες Ἰωάννης ἀπό τήν Κόνιτσα, Ἀχμέτ ὁ Κάλφας καί Κωνσταντίνος ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν).
Στή δεύτερη περιλαμβάνονται ὅσοι θανατώθηκαν μέ ἀφορμή κάποια πολιτική - ἀπελευθερωτική ἐξέγερση - ἐπανάσταση (π.χ. ὁ Ἱερομάρτυρας Σεραφείμ ἀρχιεπ. Φαναρίου πού μαρτύρησε κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ Μητροπ. Λαρίσης Διονυσίου Φιλοσόφου καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ε’ Πατριάρχης ΚΠόλεως κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821).
Στήν τρίτη περιλαμβάνονται οἱ λεγόμενοι αὐτόκλητοι Μάρτυρες, αὐτοί δηλαδή πού φλεγόμενοι ἀπό τόν πόθο τοῦ ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρίου, προκάλεσαν τούς Ὀθωμανούς καί τήν πίστι τους καί γι’ αὐτό θανατώθηκαν.
Στήν τέταρτη, τέλος, ὁμάδα περιλαμβάνονται Νεομάρτυρες πού προηγουμένως, γιά διαφόρους λόγους, εἶχαν ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί προέκριναν τήν δημόσια μαρτυρία - ὁμολογία τῆς Χριστιανικῆς πίστεως γιά τήν ἀποκαταστασή τους, μέ ἀποτέλεσμα τόν θάνατό τους.
Ἡ τιμή τῶν Νεομαρτύρων
«Οἱ Νεομάρτυρες - γράφει ὁ π. Γ. Μεταλληνός - ἦταν μόνιμο στήριγμα τῶν ὑποδούλων, κυρίως μετά τό μαρτύριό τους. Γιατί ἀναγνωρίζονταν ἀμέσως ὡς Ἅγιοι καί πρίν ἀπό τήν ἐπίσημη ἀπό τό Πατριαρχεῖο ἀνακήρυξή τους» (π. Γ. Μεταλληνοῦ, «Τουρκοκρατία – Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία», σελ. 101).
Ὁ λόγιος Μανουήλ Γεδεών, ἀναφερόμενος στούς Νεομάρτυρες γράφει: «Οἱ τῶν κάτω χρόνων (μετά τήν Ἅλωσιν) Ἕλληνες, αὐτόπται γενόμενοι τῆς ὑπέρ Χριστοῦ ἀθλήσεως Ὀρθοδόξου τινός - Ἕλληνος ἤ Βουλγάρου ἤ Τούρκου, ἀνδρός ἤ γυναικός – κατέταττον αὐτόν εἰς τό Ἑορτολόγιον, γεραίροντας τήν ἄθλησιν ἐν ὠδαῖς ἱεραῖς καί ὕμνοις καί ποτέ καί ναόν εἰς αὐτόν ἐγείροντες» (Μ. Γεδεών, «Ἁγιοποιήσεις…», σελ. 70).
Ὅμως ἡ τιμή τῶν Νεομαρτύρων ὡς Ἁγίων συνάντησε καί ἀντιδράσεις. Σέ κάποιες περιπτώσεις οἱ πρώην ἀρνησίθρησκοι καί οἱ αὐτόκλητοι ἀντιμετωπίσθηκαν «μέ πολύ σκεπτικισμό ἤ μέ ἐπιτιμητική εἰρωνία» (Δημ. Τσάμης). «Μερικοί δέν τούς θεωροῦσαν Μάρτυρες - γράφει ὁ Π. Β. Πάσχος - ἐπειδή προηγουμένως εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει».
Ὅμως παρά τίς ὅποιες ἀντιδράσεις ἡ Ἐκκλησία θεωροῦσε τούς Νεομάρτυρες Ἁγίους Της καί σάν Ἁγίους τούς τιμοῦσε. Οἱ Ἅγιοι Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί Ἀθανάσιος ὁ Πάριος στά ἔργα τους ἐκφράζουν αὐτή τήν θέση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος μάλιστα ἔγραψε καί εἰδική πραγματεία στήν ὁποία ὑποστηρίζει, «ὅτι οἱ νέοι Μάρτυρες εἰσιν Ἅγιοι καί πρέπει νά τιμῶνται ὡς τοιοῦτοι ἄνευ κανονικῆς διαγνώσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας».
«Ἡ θέση αὐτή - συνεχίζει ὁ π. Γ. Μεταλληνός - πού βρίσκει ἔρεισμα στήν Ὀρθόδοξη παράδοση, διευκόλυνε καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού δέν μποροῦσε πάντα νά προχωρεῖ στήν ἐπίσημη ἀναγνώριση τῶν Νεομαρτύρων, χωρίς νά προκαλεῖ τήν Πύλη» (π. Γ. Μεταλληνοῦ αὐτ. σελ. 101).
Ὁ Ὀνούφριος Ἰβηρίτης, βιογράφος τῶν τεσσάρων Ὁσιομαρτύρων τῆς Ἰβηριτικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου, γράφει ἀναφερόμενος στίς ἀντιδράσεις αὐτές: «Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν ἀπό αὐτήν τήν ἀρχαιότητά Της, ἐδέχθη καί δέχεται πάντας τούς δι’ οἱανδήποτε αἰτίαν ἀρνηθέντας τήν εἰς Χριστόν πίστιν, εἶτα μετανοήσαντας καί ὁμολογήσαντας αὐτήν ἐνώπιον τυράννων καί ἀποθανόντας ὑπέρ αὐτῆς, ὡς Μάρτυρας τιμῶσα αὐτούς καί μέ ἐτησίους ἑορτάς δοξάζουσα καί μέ ἐπινικίους ὕμνους γεραίρουσα αὐτούς» (μ. Ὀνουφρίου Ἰβηρίτου, «Ἀκολουθία καί μαρτύρια τῶν ἁγίων ἐνδόξων τεσσάρων νέων Ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου, Ἰγνατίου, Ἀκακίου καί Ὀνουφρίου…», 1862, σελ.
Στίς ἀντιδράσεις αὐτές, μεταγενέστερη χρονικά, θά μποροῦσε νά ἐνταχθεῖ καί ἡ θέση τοῦ Μανουήλ Γεδεών (παρά τά προηγουμένως γραφέντα ἀπό τόν ἴδιο), ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται σέ «δῆθεν μαρτυρήσαντες», «μοναχικό φανατισμό» καί «παράφρονες νέους» (Μ. Γεδεών αὐτ. σελ. 27, 38 καί 125). Σχετικά μέ τίς θέσεις αὐτές τοῦ Μ. Γεδεών ὁ Καθηγητής Π. Β. Πάσχος σημειώνει, ὅτι «ἡ ἀνάπτυξη τῆς Νεομαρτυρικῆς φιλολογίας…ἴσως φέρει στήν ἐπιφάνεια καί ἄλλες ἀνεξερεύνητες πηγές, ἰδίως ἀπό τίς βιβλιοθήκες τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους… καί θά βοηθήσει νά ἐξαλειφθοῦν ὁριστικά οἱ κάποιες ἐπιφυλάξεις ὡς πρός τήν ἀξία καί τήν σκοπιμότητα τῶν Νεομαρτύρων, ἰδίως στήν πνευματική περιοχή τοῦ Ἄθω» (Π. Β. Πάσχου αὐτ. σελ. 116).
Σημασία τῆς θυσίας τῶν Νεομαρτύρων
Ἡ θυσία τῶν Νεομαρτύρων (καί Μαρτύρων γενικά), ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ἱεραποστολή τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς ἐκτός Αὐτῆς, ἀλλά καί μέ τήν ποιμαντική Της πρός τά μέλη Της. «Ἡνίκα ἄν τις τῶν Ἁγίων ἐπί μαρτύριον κληθῆ - γράφει ὁ Ἱππόλυτος – καί μεγαλεῖα τινα ὑπό Θεοῦ εἰς αὐτόν γεννηθῆ, εὐθέως πάντες ἰδόντες θαυμάζουσιν…, πολλοί δέ δι’ αὐτῶν πιστεύσαντες, ὡσαύτως καί αὐτοί Μάρτυρες Θεοῦ γίνονται» (ΒΕΠΕΣ 6, 55).
Τό ἴδιο βεβαιώνει καί ὁ ἅγ. Ἰουστῖνος. «Κεφαλοτομούμενοι καί σταυρούμενοι καί θηρίοις παραβαλλόμενοι καί δεσμοῖς καί πυρί καί πάσαις ταῖς ἄλλαις βασάνοις, ὅτι οὐκ ἀφιστάμεθα τῆς ὁμολογίας δῆλον ἐστιν. Ἀλλ’ ὥσπερ ἄν τοιαῦτά τινα γίνηται, τοσούτῳ μᾶλλον ἄλλοι πλείονες πιστοί καί θεοσεβεῖς διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ γίνονται» (Διάλογος 110, PG 6, 729 C).
Ἀκόμη, τό αἷμα τῶν Μαρτύρων θεωρεῖ ὁ Τερτυλλιανός σάν αἰτία τῆς καρποφορίας τῆς Ἐκκλησίας (Epist. 3, Apol. 50).
Ἡ θυσία τῶν Νεομαρτύρων ἔχει ἄμεση σχέση καί μέ τό θέμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ τῶν Χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. «Ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μ. Ἀσίας - γράφει ὁ Κ. Ἄμαντος - βαθμηδόν ἐχάθη, εξισλαμίσθη, πλήν ὀλίγων τμημάτων…Ὁ ἐξισλαμισμός ἔγινε βαθμηδόν, δέν ἔγινε ταχέως. Περί πολλῶν περιφερειῶν ἔχομεν πληροφορίας ὅτι ἦσαν Χριστιανικαί, καθ’ ὡρισμένην ἐποχήν καί ἔπειτα βαθμηδόν ἔγιναν Μουσουλμανικαί» (Κ. Ἀμάντου, «Σχέσεις Ἑλλήνων καί Τούρκων», Α’ 1955, σελ. 191).
«Ὁ Χριστιανός πού γινόταν Μωαμεθανός - γράφει ὁ Καθηγητής Δημ. Τσάμης - ἀποκτοῦσε αὐτόματα ὁρισμένα σπουδαῖα προνόμια, π.χ. ἀπαλλαγή ἀπό φορολογίες, προώθηση στά ἀνώτατα ἀξιώματα, ἀξιόλογα οἰκονομικά ὠφέλη, ἀθώωση ἀπό Τουρκικά δικαστήρια γιά ὁποιαδήποτε κατηγορία βαρυνόταν πρίν ἀλλαξοπιστήσει, κοινωνική ἀναγνώριση, κ. ἄ.» (Δημ. Τσάμη αὐτ. σελ. 111).
Κατόπιν τούτου, «τό μόνο τεῖχος καί ἡ μόνη δύναμη, πού μποροῦσε νά σταματήσει τό ἀκατάσχετο κῦμα τοῦ ἀφελληνισμοῦ καί τοῦ ἐξισλαμισμοῦ, ἦταν οἱ Νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν τό ἡρωϊκό πρότυπο γιά ὅλους τούς Ἑλληνοθοδόξους: Νά μήν ὑποκύπτουν καί νά μήν ἐξωμοτοῦν, ὅταν ὑφίστανται πιέσεις καί μαρτύρια» (Π. Β. Πάσχου αὐτ. σελ. 111).
«Στήν ἀντίσταση τοῦ Γένους - γράφει ὁ π. Γ. Μεταλληνός – περιλαμβάνονται καί οἱ Νεομάρτυρες. Αὐτοί προέβαλλαν τήν συνεπέστερη γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἀποτελεσματικότερη ἀντίσταση στόν κατακτητή, χωρίς μάλιστα θυσίες ἄλλων, παρά μόνο τοῦ ἑαυτοῦ τους. Οἱ Μάρτυρες τοῦ ὑπόδουλου Γένους ξαναζωντάνευσαν μέσα στή δουλεία τήν ἀρχαία Χριστιανική παράδοση τοῦ μαρτυρίου… Εἶναι οἱ συνεχιστές τῆς παράδοσης τῶν ἀρχαίων Μαρτύρων. Ἡ ὁμολογία τους ἀποσκοποῦσε στήν ἀπόρριψη τοῦ κατακτητή καί τήν ἄμεση ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπεροχῆς τῆς δικῆς τους πίστεως» (π. Γ. Μεταλληνοῦ αὐτ. σελ. 99 – 100).
«Θά μποροῦσε κανείς νά ἱσχυριστεῖ μέ βεβαιότητα – γράφει ὁ Δημ. Τσάμης - ὅτι ἕνας ἀπό τούς πιο βασικούς λόγους τῆς προετοιμασίας τῶν Νεομαρτύρων ἀπό τούς πνευματικούς τους, γιά νά προσέλθουν θεληματικά καί ὑπομείνουν μέ γενναιότητα τό μαρτύριο, ἦταν νά τονωθοῦν τά θρησκευτικά αἰσθήματα τοῦ πιστοῦ λαοῦ καί νά ἐνισχυθεῖ ἡ ἐμμονή του στήν Ὀρθοδοξία. Ἀναμφίβολα τό πιό ἐντυπωσιακό καί ἀποτελεσματικό ὅπλο πού διέθετε ἡ Ἐκκλησία, γιά νά ἀντικρούσει καί πολεμίσει τόν κίνδυνο ἀπό τόν ἐξισλαμισμό, ἦταν τό μαρτύριο τῶν πιστῶν παιδιῶν Της» (Δημ. Τσάμη αὐτ. σελ. 119).
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες ἐμφανίζονται σέ μία περίοδο κατά τήν ὁποία, «ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔλειψεν – κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη - ἡ πίστις ἠσθένησεν, ἡ ελπίς ὁλιγόστευσε, ἡ ἀρετή ἐξέλιπε καί ἡ κακία ἐπερίσσευσεν, ὁ νόμος ἠπράκτησε καί τό Εὐαγγέλιον ἔμεινεν ἀργόν, ἡ ἀνομία ἐπληθύνθη, ἡ δέ ἀγάπη ἐψύγη, κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου, «διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24, 12). (Ἁγ. Νκοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τούς Ἁγίους Νεομάρτυρας τούς μετά τήν Ἅλωσιν τῆς ΚΠόλεως μαρτυρήσαντας»).
Ὁ ἴδιος Ἱερός Πατέρας χαρακτηρίζει τούς Νεομάρτυρες, «ἀνακαινισμόν ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγχον δέ καί καταισχύνην τῶν ἑτεροδόξων, παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς ὅλους τούς Ὀρθοδόξους καί παρακίνησιν εἰς τό νά μιμηθοῦν διά τοῦ ἔργου τό μαρτυρικόν τους τέλος ὅλοι οἱ Χριστιανοί, οἱ κατά περίστασιν εἰς τό μαρτύριον ἀναγκαζόμενοι» (ἁγ. Νικοδήμου αὐτ.).
«Εἶναι ἕνα θαῦμα παρόμοιον – συνεχίζει - ὡσάν νά βλέπη τις εἰς τήν καρδίαν τοῦ χειμῶνος ἐαρινά ἄνθη καί τριαντάφυλλα, μέσα εἰς τήν βαθυτάτην νύκτα ἡμέραν καί ἥλιον, μέσα εἰς τό ψηλαφητόν σκότος φῶτα λαμπρότατα, ἐν τῶ καιρῶ τῆς αἰχμαλωσίας νά βλέπει ἐλευθερίαν καί ἐν τῶ καιρῶ τῆς τωρινῆς ἀσθενείας ὑπεφυσικήν δύναμιν» (ἁγ. Νικοδήμου αὐτ.).
Ἀριθμός τῶν Νεομαρτύρων
Ὁ Καθηγητής Δημ. Τσάμης δέχεται, ὅτι «ὁ ἀριθμός τῶν Νεομαρτύρων παραμένει ἀπροσδιόριστος καί πρέπει νά εἶναι πολύ μεγάλος… Δέν γνωρίζουμε ἀκριβῶς τόν ἀριθμό τῶν Νεομαρτύρων καί αὐτό ὀφείλεται στίς ἰδιάζουσες συνθῆκες τρομοκρατίας πού ἐπικρατοῦσαν τότε, στήν ἔλλεψη ἐλέυθερης ἐπικοινωνίας καί στόν δισταγμό τῆς Ἐκκλησίας νά ἀνακηρύξει ἐπίσημα τούς Νεομάρτυρες ὡς Ἁγίους, γιά νά μήν ἐρεθίσει τούς Τούρκους» (Δημ. Τσάμη αὐτ. σελ. 108 - 109).
Ὁ λόγιος Καισάριος Δαπόντες σημειώνει, ὅτι «εἶναι ὑπέρ τούς χιλίους καί περισσότεροι» (Καισαρίου Δαπόντε, «Κατάλογος ἱστορικός… (1700 – 1784)», ἔκδοση Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. 3, 1872, σελ. 134).
Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος γράφει, ὅτι «οὐκ ἔστι πόλις καί τόπος ὅπου τόν Ὀρθοδόξων ἡμῶν οὐ προχέονται ὑπέρ τῆς εὐσεβείας τά αἵματα» (ἀρχιεπ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Οἱ Νεομάρτυρες», σελ. 16).
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης - ἀφοῦ ἀριθμεῖ τούς μέχρι τήν ἐποχή του Νεομάρτυρες - γράφει, ὅτι «οὗτοι μερίς βραχεῖά ἐστι τοῦ τῶν νεοφανῶν Ἁγίων παρ’ ἡμῖν» (Εὐγ. Βουλγάρεως, «Ἐπιστολή πρός Πέτρον τόν Κλαίρκιον…», σελ. 31).
Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό «Νέον Μαρτυρολόγιον» ἀριθμεῖ 94 Νεομάρτυρες, ὁ ἱστορικός Κων. Σάθας στόν «Κατάλογο τῶν ἀπό τῆς Ἁλώσεως τῆς ΚΠόλεως μέχρι τοῦ 1811 ἔτους ὑπέρ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως μαρτυρησάντων» ἀριθμεῖ 101 (παραδεχόμενος, ὅτι ὁ κατάλογός του δέν εἶναι πλήρης), ὁ ἀρχιεπ. Χρυσ. Παπαδόπουλος 126 καί ὁ Ἰω. Περαντώνης στό «Λεξικόν Νεομαρτύρων» 162.
Ὁ κατάλογος τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων ἔχει αὐξηθεῖ ἀπό νεώτερες μελέτες καί δημοσιεύσεις (ὅπως τοῦ μ. Μωϋσέως Ἁγιορείτου στούς «Ἁγίους τοῦ Ἁγίου Ὄρους» καί τοῦ Ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου στό «Νέο Συναξαριστή»).
Μόνο στή Θεσσαλονίκη κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 μαρτύρησαν 164 Νεομάρτυρες (Ἰω. Μαμαλάκη, «Δοσιθέου Κωνσταμονίτου, Νέον ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καί Ὁσιομαρτύρων», Περιοδικό Γρηγόριος Παλαμᾶς 46/1963, σελ. 332 ἑ.)
Στόν κατάλογο πού δημοσιεύεται στή συνέχεια δέν περιλαμβάνονται οἱ Νεομάρτυρες τοῦ ἀθεϊστικοῦ διωγμοῦ στήν τέως Σοβιετική Ἕνωση (1917 – 1989), οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ μετριοπαθεῖς ὑπολογισμούς ἀνέρχονται στά 20.000.000! καθώς καί οἱ Νεομάρτυρες τῆς γενοκτονίας τῶν Ὀρθοδόξων Σέρβων ἀπό τούς Παπικούς Κροάτες, πρίν καί κατά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οἱ ὁποῖοι ἀνέρχονται στίς 800.000! (Γιά τούς Ρώσους Νεομάρτυρες βλ. σχετική δημοσίευση στό ἡμέτερο «Ρωσικό Ἁγιολόγιο», σελ. 95 – 103).
Συναξαριστές Νεομαρτύρων
Ἡ πλέον σημαντική πηγή γιά τούς Νεομάρτυρες εἶναι τό «Νέον Μαρτυρολόγιον» τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τό ὁποῖο ἐκδόθηκε τό 1799. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος διασώζει καί τούς συγγραφεῖς τῶν ἐπωνύμως διασωθέντων μαρτυρίων Νεομαρτύρων. Πρόκειται γιά τόν Πρωτοπαπᾶ τοῦ Ναυπλίου Νικόλαο Μαλαξό, τόν Ἱερέα Πέτρο τῆς Σόφιας, τόν Ἱερομόναχο Ἰωακείμ τόν Πάριο, τόν παπα - Ἰωνᾶ τόν Καυσοκαλυβίτη, τόν Θεοφάνη τῆς Θεσσαλονίκης καί τούς Νικ. Κύρκο, Γεώργιο Κορέσσιο, Μελέτιο Συρίγο καί Ἰω. Καρυοφίλλη.
Πλέον τῶν ὅσων συγγραφέων ἀσχολήθηκαν γενικῶς μέ τήν Ἁγιολογία, εἰδικῶς μέ τούς Νεομάρτυρες ἔχουν ἀσχοληθεῖ οἱ Κων. Δουκάκης, Δοσίθεος Κωνσταμονίτης, Μητροπ. Μυτιλήνης Ἰάκωβος Κλεόμβροτος, Γεώργιος Σωτηρίου, Ἰωάννης Ἀναστασίου, Ἰ. Μ. Περαντώνης, Σ. Γ. Παπαδοπούλος, Μιχαήλ Τρίτος, Δημ. Τσάμης, Ἀπόστολος Γλαβίνας, Ἀρχιμ. Νεκτ. Δρόσος, Ἀρχιμ. Γερβάσιος Ραπτόπουλος, μ. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Σ. Ἰ. Μπαλατσούκας, κ.ἄ.
Την β΄ Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων, δηλαδή η γ΄ Ματθαίου, τιμούμε τους Άγιους Νεομάρτυρες που μαρτύρησαν μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 μ.Χ.
Η Σύναξη των Αγίων Νεομαρτύρων είναι μη θεσπισθείσα αλλά κατ’ έθος τελούμενη. |
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως. Νέοι Μάρτυρες, παλαιάν πλάνην, καταστρέψαντες, ὕψωσαν πίστιν, τῶν ᾽Ορθοδόξων, καί στερρῶς ἠγωνίσθησαν τήν γάρ ἀνόμων θρησκείαν ἐλέγξαντες, ἐν παρρησίᾳ Χριστόν ἀνεκήρυξαν, Θεόν τέλειον. Καί νῦν ἀπαύστως πρεσβεύουσι, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος. Κοντάκιον Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. Ἀγάλλου μυστικῶς, ἡ Χριστοῦ ᾽Εκκλησία, ὁρῶσα σούς υἱούς, Νεομάρτυρας κύκλῳ, τραπέζης σου καί βήματος, ἱσταμένους ἐν κόνεσιν, ὡς νεόφυτα, τῶν ἐλαιῶν καί τῷ Κτίστῃ ἀνακραύγαζε· σύ τῶν Μαρτύρων ὑπάρχεις, Χριστέ τό στερέωμα. Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον. Τῶν λειψάνων αἱ θεῖαι ὑμῶν σοροί, ἰατρεῖα ὑπάρχουσι θαυμαστά· ἀπόδειξις ἔμψυχος, τῆς ὀρθῆς ἡμῶν πίστεως· καί θησαυροί παντοίων, θαυμάτων κοσμόπλουτοι· κροκοβαφῆ καί ἄσηπτα, πυξία τοῦ πνεύματος· τῶν ἐπουρανίων, ἀρωμάτων φιάλαι, νικῶσαι κιννάμωμον, μύρον νάρδον καί κάλαμον, καί τῆς γῆς τά ἀρώματα· πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, ἡμῖν τοῖς πόθῳ τιμῶσιν, ὑμᾶς Νεομάρτυρες. |
ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
(κατά ἑορτολογική σειρά)
(κατά ἑορτολογική σειρά)
Ἰανουάριος
1η ΠΕΤΡΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Τριπόλεως (+ 1776, Ὀδεμήσιο Μ. Ἀσίας).
2α ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Ἴβηρας (+ 1770, Μυτιλήνη).
4η ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ἱερομάρτυρας, ὁ Χιλανδαρινός (+ 1818, Χίος).
5η ΡΩΜΑΝΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τοῦ Καρπενησίου (+ 1694, ΚΠολη).
6η ΡΩΜΑΝΟΣ Ἱερομάρτυρας, τῆς Λακεδαιμονίας (+ 1695, ΚΠολη).
7η ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ἀττάλειας (+ 1700, ΚΠολη).
16η ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ἱερομάρτυρας, ὁ Χιλανδαρινός (+ 1771, Βουλγαρία).
17η ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῶν Ἰωαννίνων (+ 1838, Ἰωάννινα).
20η ΖΑΧΑΡΙΑΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ἄρτας (+ 1720, Πάτρα).
25η ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Βελλᾶς (+ 1720, ΚΠολη).
27η ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομάρτυρας, τοῦ Γαλατᾶ ΚΠόλεως (+ 1784, Γαλατᾶς).
29η ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Χίου (+ 1802, ΚΠολη).
30η ΘΕΟΔΩΡΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Μυτιλήνης (+ 1784, Μυτιλήνη).
31η ΗΛΙΑΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἀρδούνης (+ 1685, Καλαμάτα).
Φεβρουάριος
1η ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Νεομάρτυρας, τοῦ Ναυπλίου (+ 1655, Ναύπλιο).
2α ΙΟΡΔΑΝΗΣ Νεομάρτυρας, τῆς Τραπεζούντας (+ 1650/1651, ΚΠολη).
ΓΑΒΡΙΗΛ Ὁσιομάρτυρας, τῆς Προικονήσου (+ 1676, ΚΠολη).
3η ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ καί ΝΙΚΟΛΑΟΣ, Νεομάρτυρες, τῶν Σπετσῶν (+ 1822, Χίος).
4η ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Καρεώτης (+ 1516, Θεσσαλονίκη).
ΙΩΣΗΦ Νεομάρτυρας, ὁ Χαλπελῆς (+ 1686, Χαλέπι Συρίας).
5η ΑΝΤΩΝΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῶν Ἀθηνῶν (+ 1774, ΚΠολη).
11η ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Σέρβος (+ 1515, Σόφια).
12η ΧΡΗΣΤΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ κηπουρός (+ 1748, ΚΠολη).
14η ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. ὁ Κορίνθιος (+ 1554, ΚΠολη).
ΔΑΜΙΑΝΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τῶν Ἀγράφων (+ 1568, Λάρισα).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Μυτιλήνης (+ 1693, ΚΠολη).
15η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, ὁ Κουλακιώτης (+ 1776, Θεσσαλονίκη).
16η ΡΩΜΑΝΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τοῦ Καρπενησίου (+ 1694, ΚΠολη).
17η ΜΙΧΑΗΛ Νεομάρτυρας, ὁ Μαυροειδής (+ 1493, Ἀδριανούπολη).
ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ Νεομ. τοῦ Μοναστηρίου (+ 1727, Μοναστήριο).
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Βυζάντιος (+ 1795, Μυτιλήνη).
19η ΦΙΛΟΘΕΗ Ὁσιομάρτυρας, ἡ Ἀθηναία (+ 1589, Ἀθήνα).
23η ΛΑΖΑΡΟΣ Ἱερομάρτυρας ὁ Πελοποννήσιος (16ος – 17ος αἰ. Τρίπολις).
26η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας ὁ κάλφας (+ 1575, ΚΠολη).
28η ΚΥΡΑΝΝΑ Νεομάρτυρας τῆς Θεσσαλονίκης (+ 1751, Θεσσαλονίκη).
Μάρτιος
5η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, ὁ Βούλγαρος (+ 1784, ΚΠολη).
ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ἱερομ. Ἐπίσκοπος Διδυμοτείχου (+ 1805, Διδυμότειχο).
8η ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ραψάνης Λαρίσης (+ 1818, Τύρναβος).
9η ΧΡΗΣΤΟΣ καί ΠΑΝΑΓΟΣ Νεομάρτυρες, τῆς Γαστούνης Πελοποννήσου
(+ 1716, Γαστούνη).
15η ΜΑΝΟΥΗΛ Νεομάρτυρας, τῶν Σφακίων (+ 1792, Χίος).
17η ΓΑΒΡΙΗΛ Ἱερομάρτυρας τοῦ Mtsiri Γεωργίας(+ 1802).
19η ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Τορναρᾶς (+ 1564).
20η ΜΥΡΩΝ Νεομάρτυρας, τοῦ Ἡρακλείου (+ 1793, Ἡράκλειο).
21η ΜΙΧΑΗΛ Νεομάρτυρας τῶν Ἀγράφων (+ 1544, Θεσσαλονίκη).
22α ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιορείτης (+ 1814, ΚΠολη).
23η ΛΟΥΚΑΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1802, Μυτιλήνη).
24η ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ἱερομάρτυρας, Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 1657, ΚΠολη).
30η ΖΑΧΑΡΙΑΣ Ἱερομάρτυρας, Ἐπίσκοπος Κορίνθου (+ 1614, Κόρινθος).
15η ΜΑΝΟΥΗΛ Νεομάρτυρας, τῶν Σφακίων (+ 1792, Χίος).
17η ΓΑΒΡΙΗΛ Ἱερομάρτυρας τοῦ Mtsiri Γεωργίας(+ 1802).
19η ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Τορναρᾶς (+ 1564).
20η ΜΥΡΩΝ Νεομάρτυρας, τοῦ Ἡρακλείου (+ 1793, Ἡράκλειο).
21η ΜΙΧΑΗΛ Νεομάρτυρας τῶν Ἀγράφων (+ 1544, Θεσσαλονίκη).
22α ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιορείτης (+ 1814, ΚΠολη).
23η ΛΟΥΚΑΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1802, Μυτιλήνη).
24η ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ἱερομάρτυρας, Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 1657, ΚΠολη).
30η ΖΑΧΑΡΙΑΣ Ἱερομάρτυρας, Ἐπίσκοπος Κορίνθου (+ 1614, Κόρινθος).
Ἀπρίλιος
3η ΠΑΥΛΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Ρῶσος (+ 1683, ΚΠολη).
4η ΝΙΚΗΤΑΣ Ἱερομ. ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1808, Σέρρες).
5η ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Νέας Ἐφέσσου (+ 1801, Νέα Ἔφεσσος).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Νεομ. ὁ Πελοποννήσιος (+ 1820, Ἱεροσόλυμα).
8η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, ὁ ναύκληρος (+ 1669, Κῶς).
9η ΡΑΦΑΗΛ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ καί ΕΙΡΗΝΗ Νεομάρτυρες (+ 1463, Θέρμη).
6η ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Διονυσιάτης (+ 1818, ΚΠολη).
10η ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ 6.000 τῆς Γεωργίας (+ 1615, Γκαρέτζα).
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ 150 τῆς Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης (+ 1680).
ΔΗΜΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ἀδριανουπόλεως (+ 1763, Σμύρνη).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε’ Ἱερομ. Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 1821, ΚΠολη).
13η ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Πελοποννήσιος (+ 1803, Τρίπολη).
14η ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ξενοφωντινός (+ 1821, ΚΠολη).
16η ΜΙΧΑΗΛ Νεομάρτυρας, ὁ Βουρλιώτης (+ 1772, Σμύρνη).
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Ὁσιομ. ὁ Διονυσιάτης (+ 1818, Ἀδριανούπολη).
18η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, τῶν Ἰωαννίνων (+ 1526, ΚΠολη).
ΙΩΑΝΝΗΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Κουλικᾶς (+ 1564).
ΤΟΥΝΟΜ Νεομάρτυρας, ὁ Ἐμίρης (+ 1580, Ἱεροσόλυμα 1580).
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΣΤ’ Ἱερομάρτυρας, Πατριάρχης ΚΠόλεως (+ 1821, Ἀδριανούπολη).
19η ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἐσφιγμενίτης (+ 1819, Σμύρνη).
23η ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. ὁ Κύπριος (+ 1752, Πτολεμαΐδα Αἰγύπτου).
ΛΑΖΑΡΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Βούλγαρος (+ 1802, Πέργαμος).
24η ΔΟΥΚΑΣ Νεομάρτυρας, τῆς Μυτιλήνης (+ 1564, ΚΠολη).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. τῆς Μαγνησίας Μ. Ἀσίας (+ 1796, Μαγνησία).
28η ΣΤΑΝΚΟ Νεομ. ὁ βοσκός (+ 1712, Νίκσιτς Μαυροβουνίου).
30η ΑΡΓΥΡΗ Νεομάρτυρας, τῆς Προύσσας (+ 1721/1725, ΚΠολη).
Μάϊος
1η ΕΥΘΥΜΙΟΣ, ΙΓΝΑΤΙΟΣ καί ΑΚΑΚΙΟΣ Ὁσιομάρτυρες, οἱ Ἁγιορεῖτες (+ 1814/1815).
3η ΑΧΜΕΤ Νεομάρτυρας, τῆς ΚΠόλεως (+ 1682, ΚΠολη).
4η ΔΩΡΟΘΕΟΣ Ἱερομ. ὁ Πρώϊος, Μητροπ. Ἀδριανουπόλεως (+ 1821, ΚΠολη).
7η ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ρῶσος (+ 1730, Φιλαδέλφεια).
11η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, ὁ Βλάχος (+ 1662, ΚΠολη).
ΑΡΓΥΡΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ἐπανομῆς (Θεσσαλονίκη + 1806).
12η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, ὁ Βλάχος (+ 1662).
13η ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἰβηρίτης (+ 1628).
ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ Ἱερομ. ὁ Ἰβηρίτης (+ 1913, Μάλγαρα;).
ΓΑΒΡΙΗΛ καί ΑΡΚΑΔΙΟΣ Ἱερομάρτυρες, οἱ Ἰβηρίτες (+ 1922, Κυδωνίες).
14η ΜΑΡΚΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Κρήτης (+ 1643, Σμύρνη).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, ὁ Βούλγαρος (+ 1802).
16η ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομάρτυρας, τοῦ Μετσόβου (+ 1617, Τρίκαλα).
22α ΠΑΥΛΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1818, Τρίπολη).
26η ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Θεσσαλονίκης (+ 1794, Σμύρνη).
28η ΖΑΧΑΡΙΑΣ Ἱερομάρτυρας, τῆς Προύσσας (+ 1802, Προύσσα).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Πελοποννήσιος (+ 1794, Τρίπολις).
29η ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ἱερομάρτυρας, Ἐπίσκοπος Βρχάτς Σερβίας (+ 1594).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, τῆς Θεσσαλονίκης (+ 1802, Σμύρνη).
Ἰούνιος
1η ΔΟΔΟΣ τοῦ Γκαρεντζύ, ΣΙΩ ὁ Νέος, ΔΑΒΙΔ, ΓΑΒΡΙΗΛ καί ΠΑΥΛΟΣ
οἱ Γεωργιανοί (+ 1696 – 1700).
3η ΙΩΣΗΦ Ἱερομ. Μητροπ. Θεσσαλονίκης (+ 1821, ΚΠολη).
2α ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Φιλαδελφείας (+ 1657, Φιλαδέλφεια).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Νεομ. ὁ ἀπό Ἀγαρηνῶν (+ 1819, Κυδωνίες).
5η ΜΑΡΚΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Σμύρνης (+ 1801, Χίος).
8η ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ὁσιομ. τῆς ΚΠόλεως (+ 1588, ΚΠολη).
10η ΣΑΒΒΑΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Κωνσταμονίτης (+ 1824, Θεσσαλονίκη).
12η ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ Ἱερομ. ὁ Κωνσταμονίτης (+ 1821, Θεσσαλονίκη).
ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Κωνσταμονίτης (+ 1822;).
ΣΥΝΕΣΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Κωνσταμονίτης (+ 1824, Θεσσαλονίκη).
ΠΑΥΛΟΣ Ὁσιομ. ὁ Κωνσταμονίτης (+ 1824, Θεσσαλονίκη).
21η ΝΙΚΗΤΑΣ Νεομάρτυρας, τῆς Νισύρου (+ 1792, Χίος).
22α ΝΕΟΦΥΤΟΣ, ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ καί ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ὁσιομάρτυρες, οἱ Βατοπεδινοί
(+ 1822, Ἡράκλειο).
24η ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Νεομάρτυρας, τῆς Καισάρειας (+ 1765, ΚΠολη).
25η ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τῆς Βάρνας (+ 1810, Σμύρνη).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ἀττάλειας (+ 1823, Κρήνη Μ. Ἀσίας).
26η ΔΑΒΙΔ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1813, Θεσσαλονίκη).
24η ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Νεομάρτυρας, τῆς Καισάρειας (+ 1765, ΚΠολη).
25η ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τῆς Βάρνας (+ 1810, Σμύρνη).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ἀττάλειας (+ 1823, Κρήνη Μ. Ἀσίας).
26η ΔΑΒΙΔ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1813, Θεσσαλονίκη).
Ἰούλιος
3η ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Καρπενησιώτης (+ 1812, ΚΠολη).
5η ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Ἱερομάρτυρας, τῶν Ἀγράφων (+ 1679, ΚΠολη).
ΧΡΗΣΤΟΣ Νεομάρτυρας τῆς Πρεβέζης (+ 1668, Κῶς).
6η ΙΩΑΝΝΗΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Σέρβος (+ 1462, Γιεζεβίτσα Σερβίας).
ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιορείτης (+ 1566, Θεσσαλονίκη).*
8η ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ἱερομάρτυρας, τῶν Ἰωαννίνων (+ 1743, ΚΠολη).
9η ΜΙΧΑΗΛ Νεομάρτυρας ὁ Πακνανᾶς (+ 1771, Ἀθήνα).
ΜΕΘΟΔΙΟΣ Ἱερομάρτυρας. τοῦ Ἀμαρίου Κρήτης (+ 1793, Λάμπη).
11η ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1722, Ἐλβασάν).
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1820, Βουρλᾶ).
20η ΣΑΛΩΜΗ Νεομάρτυρας, ἡ Γεωργιανή (18ος αἰ. Γεωργία).
24η ΘΕΟΦΙΛΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ζακύνθου (+ 1635, Χίος).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Κίου Βιθυνίας (+ 1670, ΚΠολη).
28η ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Νεομ. τῆς Κασσάνδρας (+ 1777, Θεσσαλονίκη).
31η ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Βατοπεδινός (+ 1822, Ἡράκλειο).**
*Τιμᾶται ἐπίσης καί τήν 13η Ἰουλίου.
**Τιμᾶται ἐπίσης καί τήν 10η Ὀκτωβρίου.
Αὔγουστος
3η Μνήμη τῶν 9 ἀδελφῶν Χερκχεουλίζδ, τῶν ἀδελφῶν καί τῆς μητέρας τους καί τῶν
9.000 Γεωργιανῶν πού φονεύθηκαν στή Μάχη τῆς Μαραβδᾶ Γεωργίας (+ 1625).
8η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ζαγορᾶς (+ 1680, ΚΠολη).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Νεομ. τῆς Στρώμνιτσας (+ 1794, Θεσσαλονίκη).
14η ΣΥΜΕΩΝ Νεομάρτυρας, τῆς Τραπεζούντας (+ 1653, ΚΠολη).
16η ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Μετεωρίτης (+ 1551).
ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Μαγνησίας (+ 1680, ΚΠολη).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Μαγνησίας (+ 1686, ΚΠολη).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μπρινκοβεάνου, Ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας, οἱ υἱοί
του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ΡΑΔΟΣ καί ΣΤΕΦΑΝΟΣ καί ὁ
Οἰκονόμος του ΙΩΑΝΝΗΣ, Νεομάρτυρες (+ 1714).
17η ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τῆς Σαμαρῖνας (+ 1808).
18η ΑΓΑΠΙΟΣ Ἱερομάρτυρας, ὁ Ἁγιοταφίτης (+ 1752, Θεσσαλονίκη).
24η ΚΟΣΜΑΣ Ἱερομάρτυρας, ὁ Αἰτωλός (+ 1779, Καλικόντασι).
8η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ζαγορᾶς (+ 1680, ΚΠολη).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Νεομ. τῆς Στρώμνιτσας (+ 1794, Θεσσαλονίκη).
14η ΣΥΜΕΩΝ Νεομάρτυρας, τῆς Τραπεζούντας (+ 1653, ΚΠολη).
16η ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Μετεωρίτης (+ 1551).
ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Μαγνησίας (+ 1680, ΚΠολη).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Μαγνησίας (+ 1686, ΚΠολη).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μπρινκοβεάνου, Ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας, οἱ υἱοί
του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ΡΑΔΟΣ καί ΣΤΕΦΑΝΟΣ καί ὁ
Οἰκονόμος του ΙΩΑΝΝΗΣ, Νεομάρτυρες (+ 1714).
17η ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, τῆς Σαμαρῖνας (+ 1808).
18η ΑΓΑΠΙΟΣ Ἱερομάρτυρας, ὁ Ἁγιοταφίτης (+ 1752, Θεσσαλονίκη).
24η ΚΟΣΜΑΣ Ἱερομάρτυρας, ὁ Αἰτωλός (+ 1779, Καλικόντασι).
Σεπτέμβριος
1η ΑΓΓΕΛΗΣ Νεομάρτυρας, ὁ Χρυσοχόος (+ 1680, ΚΠολη).
ΧΑΪΔΩ Νεομάρτυρας, τοῦ Στανοῦ Χαλκιδικῆς (19ος αἰ.).
3η ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Λευκωσίας (+ 1794, Ν. Ἔφεσος).
4η ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ἱερομάρτυρας τῆς Μ. Κιζιλτασκόγκ Κριμαίας (+ 1867).
8η ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Κουλακιώτης (+ 1774, Θεσσαλονίκη).
13η ΚΑΤΕΒΑΝ Μεγαλομάρτυρας, Βασίλισσα τῆς Γεωργίας (+ 1624).
14η ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιορείτης (+ 1527, Θεσσαλονίκη).
15η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, τῆς Κρήτης (+ 1811, Ν. Ἔφεσος).
18η. ΜΠΙΖΙΝΙ, ΕΛΙΖΑΜΠΑΡ καί ΣΑΛΒΙ Νεομάρτυρες, οἱ αὐτάδελφοι
(Γεωργία + 1661).
20η ΙΛΑΡΙΩΝ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1804, ΚΠολη).
23η ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Παντοπώλης (+ 1672, ΚΠολη).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, τῆς Κονίτσης (+ 1814, Ἀγρίνιο).
27η ΑΝΘΙΜΟΣ Ἱερομάρτυρας, Μητροπ. Οὐγγροβλαχίας (+ 1716).
ΑΚΥΛΙΝΑ Νεομάρτυρας, ἡ Ζαγκλιβερινή (+ 1764, Ζαγκλιβέρι).
29η ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ τῶν Στροφάδων (+ 1530).
Ὀκτώβριος
2α ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Φιλαδελφείας (+ 1794, Καρατζασοῦ).
6η ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1590, Προύσα).
8η ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἰβηροσκητιώτης (+ 1814, ΚΠολη).
13η ΧΡΥΣΗ Νεομάρτυρας, τῶν Μογλενῶν (+ 1795).
18η ΓΑΒΡΙΗΛ καί ΚΥΡΜΙΔΩΛΗΣ Νεομάρτυρες, τῆς Αἰγύπτου (+ 1522, Κάϊρο).
21η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, ὁ Μονεμβασιώτης (+ 1773, Λάρισα).
26η ΙΩΑΣΑΦ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιορείτης (+ 1516).
28η ΑΓΓΕΛΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ καί ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομάρτυρες,
τοῦ Ρεθύμνου (+ 1824, Ρέθυμνο).
29η ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἐσφιγμενίτης (+ 1820, Ἀδριανούπολη).
30η ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιορείτης (+ 1628, Θεσσαλονίκη).
31η ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Χίου (+ 1754, Χίος).
Μνήμη τῶν 100.000 Ὀρθοδόξων Γεωργιανῶν, τῶν σφαγιασθέντων
κατά τήν κατάληψη τῆς Τιφλίδος ἀπό τόν Τζελαλεντίν.
Νοέμβριος
1η ΙΑΚΩΒΟΣ , ΙΑΚΩΒΟΣ Διάκονος καί ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ὁσιομάρτυρες,
οἱ Ἁγιορείτες (+ 1519, Ἀδριανούπολη).
ΕΛΕΝΗ Νεομάρτυρας, τῆς Σινώπης (18ος αἰ.).
3η ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ἱερομ. ὁ Νεαπολίτης (+ 1797, Νεάπολις Μ. Ἀσίας).
12η ΣΑΒΒΑΣ Νεομάρτυρας, ὁ Νιγδελῆς (+ 1796, ΚΠολη).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς ΚΠόλεως (+ 1732).
13η ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Λαυρεώτης (+ 1681, ΚΠολη).
14η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Ὑδραῖος (+ 1800, Ρόδος).
18η ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Ἠπείρου (+ 1750).
26η ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομάρτυρας, τῆς Χίου (+ 1807, Κυδωνίες).
Δεκέμβριος
3η ΓΑΒΡΙΗΛ Ἱερομάρτυρας, Μητροπ. Προύσσας (+ 1659, Προύσα).
ΚΟΣΜΑΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἁγιαννανίτης (+ 1760, ΚΠολη).
ΑΓΓΕΛΗΣ Νεομάρτυρας, τοῦ Ἄργους (+ 1813, Χίος).
4η ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ἱερομάρτυρας, Ἐπίσκοπος Φαναρίου (+ 1601, Τρίκαλα).
6η ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Καραμάνος (+ 1657, Σμύρνη).
10η ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Βατοπεδινός (+ 1822, Ἡράκλειο).*
13η ΓΑΒΡΙΗΛ Ἱερομάρτυρας, Πατριάρχης Σερβίας (+ 1659, Προῦσα).
17η ΠΑΪΣΙΟΣ καί ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ὁσιομ. οἱ Σέρβοι (+ 1814, Βελιγράδι).
20η ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομάρτυρας, τῆς Θάσου (+ 1652, ΚΠολη).
24η ΑΧΜΕΤ Νεομάρτυρας, τῆς ΚΠολεως (+ 1682, ΚΠολη).
26η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Νεομάρτυρας, ὁ Ρῶσος (+ 1742, ΚΠολη).
30η ΓΕΔΕΩΝ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Καρακαλλινός (+ 1818, Βελεστῖνο).
*Τιμᾶται καί τήν 31η Ἰουλίου.
Νεομάρτυρες ἐκτός Μηνολογίου
ΠΑΪΣΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Κολλυβᾶς (+ 1773, Ἅγιο Ὄρος, Σύναξις Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ἱερομάρτυρας, τῆς Πάτμου (+ 1805) Β’ Κυριακή Ματθαίου, κατά τήν Σύναξη τῶν Ἁγίων τῆς Πάτμου.
ΙΩΣΗΦ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Διονυσιάτης (+ 1819). Γ’ Κυριακή Ματθαίου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΣ Ἱερομ. καί οἱ σύν αὐτῶ 16 Λαωρεώτες (+ 1820, Θεσσαλονίκη), Μνήμη Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ὁσιομ. ὁ Κολλυβᾶς (Ἅγιο Ὄρος 1773, Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ τρεῖς Ξενοφωντινοί (+ 1821, ΚΠολη), Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
ΑΚΑΚΙΟΣ Ἱερομάρτυρας καί οἱ σύν αὐτῶ τῆς Μονῆς Παντοκράτορος (+ 1822), Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
ΖΑΦΕΙΡΙΟΣ Νεομάρτυρας (+ 1821/1822, Θεσσαλονίκη), Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ Ὁσιομάρτυρας ὁ Προσκυνητής καί οἱ σύν αὐτῶ (+ 1824, Θεσσαλονίκη), Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ὁσιομάρτυρας τῆς Λήμνου (+ 1846, Λῆμνος), Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
ΑΝΩΝΥΜΟΣ Νεομάρτυρας τῆς Κρήτης (+ 1811, Ἀλεξάνδρεια), Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.
ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ὁσιομάρτυρας, ὁ Ἀμοργιανός (+ 1558, Πάτμος), α’ Κυριακή μετά τήν 10η Ἰουλίου).
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ καί ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Νεομάρτυρες τῶν Πατρῶν (+ 1821, Πάτραι), Τρίτη τῆς Διακαινησίμου.
ΡΑΦΑΗΛ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΕΙΡΗΝΗ καί οἱ σύν αὐτοῖς Νεομάρτυρες τῆς Θέρμης Λέσβου (+ 1463, Θέρμη), Τρίτη τῆς Διακαινησίμου.
Οἱ 3 Νεομάρτυρες τῆς Πελοποννήσου (+ 1786, Ἀγρίνιο), ἄνεϋ ἡμερομηνίας μνήμης.
ΔΑΥΪΔ Ἱερομάρτυρας τῆς Ταυρικῆς (Καφφᾶς + 1770), ἄνεϋ ἡμερομηνίας μνήμης.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ Κυριακή πρό της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
(κατά ἀλφαβητική σειρά)
ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιορείτης (Θεσσαλονίκη 1628, 30η Ὀκτωβρίου).
ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ὁσιομ. ὁ Σέρβος (Βελιγράδι 1814, 17η Δεκεμβρίου).
ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ Νεομ. τοῦ Μοναστηρίου (Μοναστήρι 1727, 17η Φεβρουαρίου).
ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἐσφιγμενίτης (Σμύρνη 1819, 19η Ἀπριλίου).
ΑΓΑΠΙΟΣ Ἱερομάρτυρας, ὁ Ἁγιοταφίτης (Θεσσαλονίκη 1752, 18η Αὐγούστου).
ΑΓΓΕΛΗΣ Νεομ. ὁ Χρυσοχόος (ΚΠολη 1680, 1η Σεπτεμβρίου).
ΑΓΓΕΛΗΣ Νεομ. τοῦ Ἄργους (Χίος 1813, 3η Δεκεμβρίου).
ΑΓΓΕΛΗΣ Νεομ. τοῦ Ρεθύμνου (Ρέθυμνο 1824, 28η Ὀκτωβρίου).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἰβηρίτης (+ 1628, 13η Μαΐου).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ἱερομ. τῆς Ἀττάλειας (Μουδανιά 1653, 29η Ὀκτωβρίου).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Νεομ. τῆς Κίου (ΚΠολη 1670, 24η Ἰουλίου).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Νεομ. τῆς Ἀττάλειας (ΚΠολη 1700, 7η Ἰανουαρίου).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Νεομ. ὁ Κουλακιώτης (Θεσσαλονίκη 1774, 8η Σεπτεμβρίου).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ὁσιομ. τῆς Λήμνου (Λῆμνος 1846, Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
ΑΚΑΚΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἰβηροσκητιώτης (Θεσσαλονίκη 1816, 1η Μαΐου).
ΑΚΑΚΙΟΣ Ὁσιομ. καί οἱ σύν αὐτῶ τῆς Μονῆς Παντοκράτορος (+ 1822, Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
ΑΚΥΛΙΝΑ Νεομ. τοῦ Ζαγκλιβερίου (Θεσσαλονίκη 1764, 27η Σεπτεμβρίου).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Νεομ. τῆς Θεσσαλονίκης (Σμύρνη 1794, 26η Μαΐου).
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Βατοπεδινός (+ 1822, 22α Ἰουνίου).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Νεομ. τῶν Πατρῶν (Πάτραι 1821, Τρίτη τῆς Διακαινησίμου).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Νεομ. τοῦ Ναυπλίου (Ναύπλιο 1655, 1η Φεβρουαρίου).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ἱερομ. τῶν Ἰωαννίνων (ΚΠολη 1743, 8η Ἰουλίου).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Νεομ. τῆς Παραμυθιᾶς (Παραμυθιᾶ 1750, 18η Νοεμβρίου).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Νεομ. τῆς Ἀγκύρας (Ἄγκυρα 1777).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Νεομ. τῆς Βουλγαρίας (Θεσσαλονίκη 1794, 8η Αὐγούστου).
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Νεομ. τῆς Μυτιλήνης (Κασαμπᾶς Μ.Ἀσίας 1819, 11η Αὐγούστου).
ΑΝΔΡΕΑΣ Νεομ. τῆς Χίου (ΚΠολη 1465, 29η Μαΐου).
ΑΝΘΙΜΟΣ Ἱερομ. Μητροπολίτης Οὐγγροβλαχίας (+ 1716, 27η Σεπτεμβρίου).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Καρεώτης (Θεσσαλονίκη 1516, 4η Φεβρουαρίου).
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Νεομ. τῶν Ἀθηνῶν (ΚΠολη 1774, 5η Φεβρουαρίου).
ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ τῶν Στροφάδων (+ 1530, 29η Σεπτεμβρίου).
ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΤΡΕΙΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ τῆς Πελοποννήσου (Ἀγρίνιο 1786).
ΑΝΩΝΥΜΟΣ Νεομάρτυρας τῆς Κρήτης (Ἀλεξάνδρεια 1811, Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων).
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Νεομ. τῆς Μαγνησίας (ΚΠολη 1686, 16η Αὐγούστου).
ΑΡΓΥΡΗ Νεομ. τῆς Προύσας (ΚΠολη 1721 ἤ 1725, 11η Ἀπριλίου).
ΑΡΓΥΡΙΟΣ Νεομ. τῆς Ἐπανομῆς (Θεσσαλονίκη 1806, 11η Μαΐου).
ΑΡΚΑΔΙΟΣ Ἱερομ. ὁ Ἰβηρίτης (Κυδωνίες 1922, 13η Μαΐου).
ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ Νεομ. τῆς Βελλᾶς (ΚΠολη 1720, 25η Ἰανουαρίου).
ΑΧΜΕΤ Νεομ. ὁ κάλφας (ΚΠολη 1682, 3η Μαΐου).
ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ Ἱερομ. ὁ Κωνσταμονίτης (Θεσσαλονίκη 1821, 12η Ἰουνίου).
ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ Ὁσιομ. Βησσαρίων τῆς Μονῆ Γκαρεντζύ (Γεωργία 1851, 12η Αὐγούστου).
ΓΑΒΡΙΗΛ Νεομ. τῆς Αἰγύπτου (Κάϊρο 1522, 18η Ὀκτωβρίου).
ΓΑΒΡΙΗΛ Ἱερομ. Μητροπολίτης Προύσας (Προύσα 1659, 3η Δεκεμβρίου).
ΓΑΒΡΙΗΛ Ἱερομ. Πατριάρχης Πεκκίου (Προύσα 1659, 13η Δεκεμβρίου).
ΓΑΒΡΙΗΛ Ὁσιομ. τῆς Προικονήσου (ΚΠολη 1676, 2α Φεβρουαρίου).
ΓΑΒΡΙΗΛ Ὁσιομ. ὁ Γεωργιανός (Γεωργία 17ος αἰ., 1η Ἰουνίου).
ΓΑΒΡΙΗΛ Ἱερομ. τοῦ Mtsiri Γεωργίας (+ 1802, 17η Μαρτίου).
ΓΑΒΡΙΗΛ Ἱερομ. ὁ Ἰβηρίτης (Κυδωνίες 1922, 13η Μαΐου).
ΓΕΔΕΩΝ Ὁσιομ. ὁ Καρακαλλινός (Βελεστῖνο 1818, 30η Δεκεμβρίου).
ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Διονυσιάτης (ΚΠολη 1818, 6η Ἀπριλίου).
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ὁσιομ. τοῦ Καρπενησίου (ΚΠολη 1812, 3η Ἰουλίου).
ΓΕΡΜΑΝΟΣ Ὁσιομ. ὁ Προσκυνητής καί οἱ σύν αὐτῶ (Θεσσαλονίκη 1824, Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ Ὁσιομ. τῆς Μονῆς Γκαρεντζύ (Γεωργία 1851, 12η Αὐγούστου).
ΓΕΡΜΑΝΟΣ Ὁσιομ. τῆς Μονῆς Γκαρεντζύ (Γεωργία 1851, 12η Αὐγούστου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. ὁ Σέρβος (Σόφια 1515, 11η Φεβρουαρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τῆς Μυτιλήνης (ΚΠολη 1693, 14η Φεβρουαρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. ὁ Κύπριος (Πτολεμαϊδα Αἰγύπτου 1752, 23η Ἀπριλίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. ὁ Ἴβηρας (Μυτιλήνη 1770, 2α Ἰανουαρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τῆς Φιλαδελφείας (Καρατζασοῦ 1794, 2α Ὀκτωβρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ἱερομ. τῆς Νεαπόλεως (Μαλακωτῆ 1797, 3η Νοεμβρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τῆς Νέας Ἐφέσου (Νέα Ἔφεσος 1801, 5η Ἀπριλίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τῆς Χίου (Κυδωνίες 1807, 26η Νοεμβρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τῆς Ραψάνης Λαρίσης (Τύρναβος 1818, 8η Μαρτίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τῆς Ἀττάλειας (Κρήνη 1823, 25η Ἰουνίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τοῦ Ρεθύμνου (Ρέθυμνο 1824, 28η Ὀκτωβρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τῆς Σαμοθράκης (Μάκρη Θράκης 1836, 6η Ἀπριλίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τῆς Σαμοθράκης, ὁ Νέος (Μάκρη Θράκης 1836, 6η Ἀπριλίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τῶν Ἰωαννίνων (Ἰωαννίνα 1838, 17η Ἰανουαρίου).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νεομ. τοῦ Ἀλικιανοῦ (Χανιά 1867, 7η Φεβρουαρίου).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε’ Ἱερομ. Πατριάρχης ΚΠόλεως (ΚΠολη 1821, 10η Ἀπριλίου).
ΔΑΥΪΔ Ὁσιομ. ὁ Γεωργιανός (Γεωργία 17ος αἰ., 1η Ἰουνίου).
ΔΑΥΪΔ Ἱερομ. τῆς Ταυρικῆς (Καφφᾶς + 1770).
ΔΑΥΪΔ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιαννανίτης (Θεσσαλονίκη 1813, 26η Ἰουνίου).
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ὁσιομ. ὁ Λαυρεώτης (ΚΠολη 1681, 13η Νοεμβρίου).
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ Ἱερομ. ὁ Χιλανδαρινός (Βουλγαρία 1771, 16η Ἰανουαρίου).
ΔΑΜΙΑΝΟΣ Ὁσιομ. τῶν Ἀγράφων (Λάρισα 1568, 14η Φεβρουαρίου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομ. ὁ Τορναρᾶς (+ 1564, 19η Μαρτίου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομ. τῆς Φιλαδελφείας (Φιλαδέλφια 1657, 2α Ἰουνίου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομ. τοῦ Γαλατᾶ ΚΠόλεως (Γαλατᾶς 1784, 27η Ἰανουαρίου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομ. τῆς Χίου (ΚΠολη 1802, 29η Ἰανουαρίου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομ. ὁ Πελοποννήσιος (Τρίπολη 1803, 14η Ἀπριλίου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομ. τῆς Μυτιλήνης (Κασαμπᾶς 1819, 11η Αὐγούστου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ὁσιομ. Σαμαρίνας (Ἰωάννινα 1808, 18η Αὐγούστου).
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Νεομ. ὁ Πελοποννήσιος (Τρίπολη 1794, 28η Μαΐου).
ΔΗΜΟΣ Νεομ. τῆς Ἀδριανουπόλεως (Σμύρνη 1763, + 10η Ἀπριλίου).
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιορείτης (Ἀδριανούπολη 1519, 1η Νοεμβρίου).
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Βατοπεδινός (+ 1822, 31η Ἰουλίου καί 10η Ὀκτωβρίου).
ΔΟΔΟΣ Ὁσιομ. τοῦ Γκαρεντζύ Γεωργίας (Γεωργία 17ος αἰ., 1η Ἰουνίου).
ΔΩΡΟΘΕΟΣ Ἱερομ. ὁ Πρώϊος, Μητροπ. Ἀδριανουπόλεως (ΚΠολη 1821, 4η Μαΐου).
ΔΟΥΚΑΣ Νεομ. τῆς Μυτιλήνης (ΚΠολη 1564, 24η Ἀπριλίου).
ΕΙΡΗΝΗ Νεομ. τῆς Θέρμης Λέσβου (Θέρμη 1463, Τρίτη τῆς Διακαινησίμου).
ΕΛΕΝΗ Νεομ. τῆς Σινώπης (18ος αἰ., 1η Νοεμβρίου).
ΕΛΙΖΑΜΠΑΡ Νεομ. ὁ Γεωργιανός (Γεωργία 1661, 18η Σεπτεμβρίου).
ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ Ἱερομ. ὁ Ἰβηρίτης (Μάλγαρα; 1913, 13η Μαΐου).
ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιορείτης (ΚΠολη 1814, 22α Μαρτίου).
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Νεομ. τῆς Ταυρικῆς (Καφφᾶς 1759, 10η Μαΐου).
ΖΑΦΕΙΡΙΟΣ Νεομ. (Θεσ/νίκη 1821/1822, Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
ΖΑΧΑΡΙΑΣ Ἱερομ. Ἐπίσκοπος Κορίνθου (Κόρινθος 1684, 30η Μαρτίου).
ΖΑΧΑΡΙΑΣ Νεομ. τῆς Ἄρτας (Πάτρα 1782, 20η Ἰανουαρίου).
ΖΑΧΑΡΙΑΣ Ἱερομ. τῆς Προύσας (Προύσα 1802, 28η Μαΐου).
ΗΛΙΑΣ Ὁσιομ. ὁ Ἀρδούνης (Καλαμάτα 1685, 31η Ἰανουαρίου).
ΗΛΙΑΣ Νεομ. τῆς Τραπεζοῦντος (Τραπεζοῦντα 1749, 27η Φεβρουαρίου).
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ἱερομ. Ἐπίσκοπος Βρχάτς Σερβίας (+ 1594, 29η Μαΐου).
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Νεομ. τῶν Δαρδανελλίων (+ 1690, 2α Αὐγούστου).
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Νεομ. τῆς Μυτιλήνης (Μυτιλήνη 1784, 30η Ἰανουαρίου).
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Νεομ. ὁ Βυζάντιος (Μυτιλήνη 1795, 17η Φεβρουαρίου).
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Νεομ. τῆς Σαμοθράκης (Μάκρη Ἔβρου 1836, 6η Ἀπριλίου).
ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ὁσιομ. τῆς ΚΠόλεως (ΚΠολη 1588, 8η Ἰουνίου).
ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ὁσιομ. ὁ Κολλυβᾶς (Ἅγιο Ὄρος 1773, Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Νεομ. τῆς Ζακύνθου (+ 1635, 24η Ἰουλίου).
ΙΑΚΩΒΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιορείτης (Ἀδριανούπολη 1519, 1η Νοεμβρίου).
ΙΑΚΩΒΟΣ Ἱερομ. ὁ Διάκονος (Ἀδριανούπολη 1519, 1η Νοεμβρίου).
ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἰβηρσκητιώτης (+ 1814, 8η Ὀκτωβρίου).
ΙΛΑΡΙΩΝ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιαννανίτης (ΚΠολη 1804, 20η Σεπτεμβρίου).
ΙΟΡΔΑΝΗΣ Νεομ. τῆς Τραπεζοῦντας (ΚΠολη 1650, 2α Φεβρουαρίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Ὁσιομ.ὁ Σέρβος (Γιεζεβίτσα 1462, 6η Ἰουλίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. τῆς Τραπεζοῦντας (Ἀσπρόκαστρο 1492, 12η Ἰουνίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. τῶν Ἰωαννίνων (ΚΠολη 1526, 18η Ἀπριλίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Ὁσιομ. ὁ Κουλικᾶς (+ 1564, 18η Ἀπριλίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. ὁ κάλφας (ΚΠολη 1575, 26η Φεβρουαρίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. τῆς Θάσου (ΚΠολη 1652, 20η Δεκεμβρίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. ὁ Βλάχος (ΚΠολη 1662, 12η Μαΐου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. ὁ Ναύκληρος (Κῶς 1669, 8η Ἀπριλίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. τῆς Μονεμβάσιας (Λάρισα 1773, 21η Ὀκτωβρίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. ὁ Κουλακιώτης (Θεσσαλονίκη 1776, 15η Φεβρουαρίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. ὁ Βούλγαρος (ΚΠολη 1784, 5η Μαρτίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. ὁ Βούλγαρος (+ 1802, 14η Μαΐου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. τῆς Θεσσαλονίκης (Σμύρνη 1802, 29η Μαΐου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. τῶν Σφακίων (Ν. Ἔφεσος 1811, 15η Σεπτεμβρίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. τῆς Κονίτσης (Ἀγρίνιο 1814, 23η Σεπτεμβρίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. τῶν Σπετσῶν (Χίος 1822, 3η Φεβρουαρίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. τῆς Σαμοθράκης (Μάκρη Ἔβρου 1835, 6η Ἀπριλίου).
ΙΩΑΝΝΗΣ Νεομ. Οἰκονόμος τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (ΚΠολη 1714, 16η Αὐγούστου).
ΙΩΑΣΑΦ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιορείτης (+ 1516, 26η Ὀκτωβρίου).
ΙΩΣΗΦ Νεομ. ὁ Χαλεπλῆς (Χαλέπι Συρίας 1686, 4η Φεβρουαρίου).
ΙΩΣΗΦ Ὁσιομ. ὁ Διονυσιάτης (ΚΠολη 1819, Γ’ Κυριακή Ματθαίου).
ΙΩΣΗΦ Ἱερομ. Μητροπ. Θεσσαλονίκης (ΚΠολη 1821, 3η Ἰουνίου).
ΚΑΤΕΒΑΝ Μεγαλομ. Βασίλισσα τῆς Γεωργίας (+ 1624, 13η Σεπτεμβρίου).
ΚΟΣΜΑΣ Ὁσιομ.ὁ Ἁγιαννανίτης (ΚΠολη 1760, 3η Δεκεμβρίου).
ΚΟΣΜΑΣ Ἱερομ. ὁ Αἰτωλός (Καλικόντασι Β. Ἠπείρου 1779, 24η Αὐγούστου).
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Ἱερομ. τῶν Ἀγράφων (ΚΠολη 1679, 5η Ἰουλίου).
ΚΥΡΑΝΝΑ Νεομ. τῆς Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 1751, 28η Φεβρουαρίου).
ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιορείτης (Θεσσαλονίκη 1566, 6η καί 13η Ἰουλίου).
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΣΤ’ Ἱερομ. Πατριάρχης ΚΠόλεως (Ἀδριανούπολη 1921, 18η Ἀπριλίου).
ΚΥΡΜΙΔΩΛΗΣ Νεομ. τῆς Αἰγύπτου (Κάϊρο 1522, 18η Ὀκτωβρίου).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΣ Ἱερομ. καί οἱ σύν αὐτῶ 16 Λαυρεώτες (Θεσσαλονίκη 1820, Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ἱερομ. ὁ Ρῶσος (ΚΠολη 1743, 26η Δεκεμβρίου).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Νεομ. ὁ Ὑδραῖος (Ρόδος 1800, 14η Νοεμβρίου).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Νεομ. ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν (Κυδωνίες 1819, 2α Ἰουνίου).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Νεομ. Μπρινκοβεάνου, Ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας (ΚΠολη 1714, 16η Αὐγούστου).
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Νεομ. υἱός Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (ΚΠολη 1714, 16η Αὐγούστου).
ΛΑΖΑΡΟΣ Ἱερομ. ὁ Πελοποννήσιος (Τρίπολη 16ος – 17ος αἰ. 23η Φεβρουαρίου).
ΛΑΖΑΡΟΣ Νεομ. ὁ Βούλγαρος (Πέργαμος 1802, 23η Ἀπριλίου).
ΛΟΥΚΑΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιαννανίτης (Μυτιλήνη 1802, 23η Μαρτίου).
ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιορείτης (Θεσσαλονίκη 1527, 14η Σεπτεμβρίου).
ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιαννανίτης (Προύσα 1590, 6η Ὀκτωβρίου).
ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Βατοπεδινός (+ 1822, 22α Ἰουνίου).
ΜΑΛΑΧΙΑΣ Ὁσιομ. τῆς Ρόδου (Ἱεροσόλυμα 1500, 29η Σεπτεμβρίου).
ΜΑΝΟΥΗΛ Νεομ. τῶν Σφακίων (Χίος 1792, 15η Μαρτίου).
ΜΑΝΟΥΗΛ Νεομ. τοῦ Ρεθύμνου (Ρέθυμνο 1824, 28η Ὀκτωβρίου).
ΜΑΝΟΥΗΛ Νεομ. τῆς Σαμοθράκης (Μάκρη Θράκης 1836, 6η Ἀπριλίου).
ΜΑΡΙΑ Νεομ. τῆς Κρήτης (Κρήτη 1826, 1η Μαΐου).
ΜΑΡΚΟΣ Νεομ. τῆς Κρήτης (Σμύρνη 1643, 14η Μαΐου).
ΜΑΡΚΟΣ Νεομ. τῆς Σμύρνης (Χίος 1801, 5η Ἰουνίου).
ΜΑΤΘΑΙΟΣ Νεομ. υἱός Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (ΚΠολη 1714, 16η Αὐγούστου).
ΜΕΘΟΔΙΟΣ Ἱερομ. τοῦ Ἀμαρίου Κρήτης (Λάμπη 1793, 9η Ἰουλίου).
ΜΙΧΑΗΛ Νεομ. ὁ Μαυροειδῆς (Ἀδριανούπολη 1493, 17η Φεβρουαρίου).
ΜΙΧΑΗΛ Νεομ. τῶν Ἀγράφων (Θεσσαλονίκη 1544, 21η Μαρτίου).
ΜΙΧΑΗΛ Νεομ. ὁ Πακνανᾶς (Ἀθήνα 1771, 9η Ἰουλίου).
ΜΙΧΑΗΛ Νεομ. ὁ Βουρλιώτης (Σμύρνη 1772, 16η Ἀπριλίου).
ΜΙΧΑΗΛ Νεομ. τῆς Σαμοθράκης (Μάκρη Θράκης 1835, 6η Ἀπριλίου).
ΜΠΙΖΙΝΙ Νεομ. ὁ Γεωργιανός (Γεωργία 1661, 18η Σεπτεμβρίου).
ΜΥΡΩΝ Νεομ. τοῦ Ἡρακλείου (Ἡράκλειο 1793, 20η Μαρτίου).
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιαννανίτης (Βουρλᾶ 1820, 11η Ἰουνίου).
ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ 9 ἀδελφοί Χερκχεουλίδ, οἱ ἀδελφοί καί ἡ μητέρα τους καί τῶν 9.000 Γεωργιανῶν πού φονεύθηκαν στή Μάχη τῆς Μαραβδᾶ (Γεωργία 1625, 3η Αὐγούστου).
ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ 100.000 Ὀρθοδόξων Γεωργιανῶν, σφαγιασθέντες κατά τήν κατάληψη τῆς Τιφλίδος ἀπό τόν Τζελαλεντίν (31η Ὀκτωβρίου).
ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἀμοργιανός (Πάτμος 1558, α’ Κυριακή μετά τήν 10η Ἰουλίου).
ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ὁσιομ. ὁ Βατοπεδινός (+ 1822, 22α Ἰουνίου).
ΝΙΚΗΤΑΣ Νεομ. τῆς Νισύρου (Χίος 1792, 21η Ἰουνίου).
ΝΙΚΗΤΑΣ Ἱερομ. ὁ Ἁγιαννανίτης (Σέρρες 1808, 4η Ἀπριλίου).
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ἱερομ. (Καφφᾶς Ταυρικῆς 1730, 12η Μαρτίου).
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ὁσιομ. τῶν Μετεώρων (+ 1551, 16η Αὐγούστου).
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιαννανίτης (Ἐλβασάν 1722, 11η Ἰουλίου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ἱερομ. τῆς Θέρμης Λέσβου (Θέρμη 1463, Τρίτη τῆς Διακαινησίμου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. ὁ Κορίνθιος (ΚΠολη 1554, 14η Φεβρουαρίου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. τοῦ Μετσόβου (Τρίκαλα 1617, 16η Μαΐου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. ὁ Καραμάνος (Σμύρνη 1657, 19η Μαρτίου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. ὁ Παντοπώλης (ΚΠολη 1672, 23η Σεπτεμβρίου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. τῆς ΚΠόλεως (ΚΠολη 1732, 12η Νοεμβρίου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. τῆς Χίου (Χίος 1754, 31η Ὀκτωβρίου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. τῆς Μαγνησίας Μ. Ἀσίας (Μαγνησία 1796, 24η Ἀπριλίου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. τῶν Σπετσῶν (Χίος 1822, 3η Φεβρουαρίου).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομ. τοῦ Ρεθύμνου (Ρέθυμνο 1824, 28η Ὀκτωβρίου).
ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ἱερομ. ὁ Χιλανδαρινός (Χίος 1818, 4η Ἰανουαρίου).
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ 6.000 τῆς Γεωργίας (Γκαρέτζα 1615, 10η Ἀπριλίου).
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ 150 τῆς Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης (Νταοῦ Πεντέλης 1680, 10η Ἀπριλίου).
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ 3 τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος (ΚΠολη 1821, Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
ΠΑΪΣΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Κολλυβᾶς (Ἅγιο Ὄρος 1773, Σύναξη Ἁγιορειτῶν Πατέρων).
ΠΑΙΣΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Σέρβος (Βελιγράδι 1814, 17η Δεκεμβρίου).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Νεομ. τῆς Καισαρείας (ΚΠολη 1765, 24η Ἰουνίου).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Νεομ. ὁ Πελοποννήσιος (Ἱεροσόλυμα 1820, 5η Ἀπριλίου).
ΠΑΝΑΓΟΣ Νεομ. τῆς Γαστούνης Πελοποννήσου (Γαστούνη 1716, 9η Μαρτίου).
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ Νεομ. τῆς Τραπεζοῦντος (Τραπεζοῦντα 1659, 1η Μαρτίου).
ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ἱερομ. Πατριάρχης ΚΠόλεως (ΚΠολη 1657, 24η Μαρτίου).
ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ἱερομ. ἐπ. Διδυμοτείχου (Διδυμότειχο 1805, 5η Μαρτίου).
ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ἱερομ. τῆς Πάτμου (+ 1805, Β΄ Κυριακή Ματθαίου).
ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ Ἱερομ. τῆς Μονῆς Κιζιλτασκόγκ Κριμαίας (+1867, 4η Σεπτεμβρίου).
ΠΑΥΛΟΣ Νεομ. ὁ Ρῶσος (ΚΠολη 1683, 3η Ἀπριλίου).
ΠΑΥΛΟΣ Ὁσιομ. ὁ Γεωργιανός (Γεωργία 17ος αἰ. 1η Ἰουνίου).
ΠΑΥΛΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἁγιαννανίτης (Τρίπολη 1818, 22α Μαΐου).
ΠΑΥΛΟΣ Ὁσιομ. ὁ Κωνσταμονίτης (Θεσσαλονίκη 1824, 12η Ἰουνίου).
ΠΑΧΩΜΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ρῶσος (Φιλαδέλφεια 1730, 7η Μαΐου).
ΠΕΤΡΟΣ Ἱερομ. (Τραπεζοῦντα 1478 – 1481).
ΠΕΤΡΟΣ Νεομ. τῆς Τριπόλεως (Ὀδεμήσιο Μ. Ἀσίας 1776, 1η Ἰανουαρίου).
ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ Νεομ. τῆς Λευκωσίας (Ν. Ἔφεσος 1794, 3η Σεπτεμβρίου).
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ὁσιομ. τῆς Βάρνας (Σμύρνη 1810, 25η Ἰουνίου).
ΡΑΔΟΣ Νεομ. υἱός Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (ΚΠολη 1714, 16η Αὐγούστου).
ΡΑΦΑΗΛ Ἱερομ. τῆς Θέρμης Λέσβου (Θέρμη 1463, Τρίτη τῆς Διακαινησίμου).
ΡΩΜΑΝΟΣ Ὁσιομ. τοῦ Καρπενησίου (ΚΠολη 1694, 5η Ἰανουαρίου).
ΡΩΜΑΝΟΣ Ἱερομ. τῆς Λακεδαιμονίας (ΚΠολη 1695, 6η Ἰανουαρίου).
ΣΑΒΒΑΣ Νεομ. τοῦ Νιγδίου Μ. Ἀσίας (ΚΠολη 1726, 12η Νοεμβρίου).
ΣΑΒΒΑΣ Ὁσιομ. ὁ Κωνσταμονίτης (Θεσσαλονίκη 1824, 10η Ἰουνίου).
ΣΑΛΒΙ Νεομ. ὁ Γεωργιανός (Γεωργία 1661, 18η Σεπτεμβρίου).
ΣΑΛΩΜΗ Νεομ. ἡ Γεωργιανή (Γεωργία 18ος αἰ., 20η Ἰουλίου).
ΣΕΡΑΠΙΩΝ Ὁσιομ. τῆς Μονῆς Γκαρεντζύ (Γεωργία 1851, 12η Αὐγούστου).
ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ἱερομ. Ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου (Τρίκαλα 1601, 4η Δεκεμβρίου).
ΣΙΜΩΝ Ὁσιομ. τῆς Μονῆς Γκαρεντζύ (Γεωργία 1851, 12η Αὐγούστου).
ΣΙΩ Ὁσιομ. ὁ Νέος, (Γεωργία 17ος αἰ. 1η Ἰουνίου).
ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Νεομ. τῆς Δημητριάδος (ΚΠολη 1680, 16η Αὐγούστου).
ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ Νεομ. τῶν Σπετσῶν (Χίος 1822, 3η Φεβρουαρίου).
ΣΤΑΝΚΟ Νεομ. ὁ βοσκός (Νίκσιτς Μαυροβουνίου 1712, 28η Ἀπριλίου).
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Νεομ. υἱός Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (ΚΠολη 1714, 16η Αὐγούστου).
ΣΥΜΕΩΝ Νεομ. τῆς Τραπεζοῦντος (ΚΠολη 1653, 14η Αὐγούστου).
ΣΥΝΕΣΙΟΣ Ὁσιομ. ὁ Κωνσταμονίτης (Θεσσαλονίκη 1824, 12η Ἰουνίου).
ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ἐσφιγμενίτης (Ἀδριανούπολη 1820, 29η Ὀκτωβρίου).
ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ὁσιομ. ὁ Κωνσταμονίτης (+ 1822;, 12η Ἰουνίου).
ΤΟΥΝΟΜ Νεομ. ὁ Ἐμίρης (Ἱεροσόλυμα 1580, 18η Ἀπριλίου).
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Νεομ. τῆς Ζαγορᾶς Πηλίου (ΚΠολη 1680, 8η Αὐγούστου).
ΦΙΛΟΘΕΗ Ὁσιομ. ἡ Ἀθηναῖα (Ἀθήνα 1589, 19η Φεβρουαρίου).
ΧΑΙΔΩ Νεομ. τοῦ Στανοῦ Χαλκιδικῆς (19ος αἰ. 1η Σεπτεμβρίου).
ΧΡΗΣΤΟΣ Νεομ. τῆς Πρεβέζης (Κῶς 1668, 5η Αὐγούστου).
ΧΡΗΣΤΟΣ Νεομ. τῆς Γαστούνης Πελοποννήσου (Γαστούνη 1716, 9η Μαρτίου).
ΧΡΗΣΤΟΣ Νεομ. ὁ Κηπουρός (ΚΠολη 1748, 12η Φεβρουαρίου).
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Νεομ. τῆς Κασσάνδρας (Θεσσαλονίκη 1777, 28η Ἰουλίου).
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Νεομ. τῶν Πατρῶν (Πάτραι 1821, Τρίτη τῆς Διακαινησίμου).
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Ὁσιομ. ὁ Διονυσιάτης (Ἀδριανούπολη 1818, 16η Ἀπριλίου).
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ Ὁσιομ. ὁ Ξενοφωντινός (ΚΠολη 1821, 10η Ἀπριλίου).
ΧΡΥΣΗ Νεομ. τῶν Μογλενῶν (Μογλενᾶ 1795, 13η Ὀκτωβρίου).
ΧΟΤΖΑ ΑΜΙΡΗΣ Νεομ. (Ἱεροσόλυμα 1614).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου