Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης
Η καταγωγή και η μόρφωση του
Ο άγιος Ισίδωρος, ο χαρακτηριζόμενος ως Πηλουσιώτης, γεννήθηκε κατά το 350 μ.Χ. στο Πηλούσιο της Αιγύπτου από γονείς ευγενείς και θεοφιλείς. Εξαιτίας της ευγενικής καταγωγής του, αλλά και του πλούτου των γονέων του ο άγιος κατόρθωσε να αποκτήσει κατά την παιδική και νεανική ηλικία του μία πάρα πολύ μεγάλη μόρφωση, που δεν αναφερόταν μονάχα στην εγκύκλια παιδεία, αλλά και στη θεολογία. Στην απόκτηση της θεολογικής παιδείας άλλωστε βοήθησαν τον άγιο κατά τη νεότητά του δύο παράγοντες, η ακατάπαυστη μελέτη των θείων Γραφών από τη μία πλευρά και η παρακολούθηση των μαθημάτων της Κατηχητικής Σχολής της Αλεξάνδρειας από την άλλη. Περισσότερο από κάθε τι όμως βοήθησε κατά την εποχή αυτή τον άγιο η γνωριμία του με τον Ιερό Χρυσόστομο, τον οποίο θαύμασε και αγάπησε από την πρώτη στιγμή τόσο πολύ, ώστε να εκφράζεται πάντοτε για εκείνον με τον πιο μεγάλο θαυμασμό, που μπορούσε να έχει ένας μαθητής για το διδάσκαλο του.
Κατηχητής και διδάσκαλος της Εκκλησίας
Παρουσιαζόταν όχι μονάχα στα έργα του σπουδαίος, αλλά και στα λόγια του διδακτικός. Γι' αυτό, μετά το τέλος των σπουδών του, ανέλαβε το έργο του Κατηχητού και Διδασκάλου στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Σαν κατηχητής και διδάσκαλος ο άγιος έδειξε ευθύς εξαρχής ένα «κατά Θεόν» ζήλο πάρα πολύ μεγάλο, γιατί πίστευε στο έργο της Κατήχησης, που στην πραγματικότητα δεν εγκατέλειψε μέχρι το τέλος της ζωής του ποτέ. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως «ρήτωρ», εφόσον ασκούσε πιθανότατα και το επάγγελμα του ρητοροδιδασκάλου κατά το χρόνο της άσκησης του κατηχητικού έργου του. Συνάντησε όμως και πολλές δυσκολίες, που τον εξανάγκασαν να προσευχηθεί και να μελετήσει περισσότερο, καλλιεργώντας με τον τρόπο αυτό τον εαυτό του βαθύτερα και ανεβαίνοντας καθημερινά στα ύψη των θεοποιών αρετών.
Η αναχώρηση του αγίου από τον κόσμο και η καταφυγή του στο παρακείμενο προς το Πηλούσιο όρος
Φαίνεται, ότι το δύσκολο έργο της κατήχησης και του κηρύγματος κούρασε κάποτε τον άγιο, που ένιωθε την ανάγκη μεγαλυτέρου στηρίγματος. Την κούρασή του αυτήν άλλωστε ομολογεί και ο ίδιος ο άγιος σε μία από τις επιστολές του, στην οποία αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ούτως ημείς κατηχούντες κεκμήκαμεν». Γι' αυτό, όταν έφθασε σε μία ηλικία ωριμότερη, έκρινε ως συμφερότερο για την ψυχή του το «Χριστώ ζήσαι», ώστε να ασκήσει, τρεπόμενος «προς τον μονήρη βίον», προς τον οποίο απέκλινε από παιδί, «την αληθή φιλοσοφίαν», ως «όντως σοφός». Σαν τόπο άσκησής του και διαβίωσης, στον οποίο ο άγιος κατέφυγε «εξ έτι νέου», για να ανεβεί στην υψηλότατη της φιλοσοφίας κορυφή και να σώσει την ψυχή του, διάλεξε το μοναστήρι που βρισκόταν στο Πηλούσιο όρος, κτισμένο επάνω σε λόφο. Στο μοναστήρι εκείνο έζησε στην αρχή με αυστηρότατη άσκηση και εγκράτεια, έχοντας σαν πρότυπο και ύπογραμμό του τον άγιο 'Ιωαννη το Βαπτιστή. Τόσο πολύ, λέπτυνε με τους κόπους τη σάρκα του και τόσο πολύ καταπλούτισε την ψυχή του με τις θείες διδασκαλίες, ώστε να ζήσει στην πραγματικότητα αγγελική ζωή επάνω στη γη, και έτσι να καταστεί ζωντανό παράδειγμα της μοναχικής ζωής, και γενικότερα της ένθεης, πολιτείας για όλους. Μαζί με την αυστηρότατη άσκηση μάλιστα έκανε ταυτόχρονα και τέλεια υπακοή στο γέροντα εκείνο στον οποίο τον παρέδωσε ευθύς εξαρχής ο ηγούμενος. Γι' αυτό πρόκοψε, όπως ήταν επόμενο, σε σύντομο χρονικό διάστημα πάρα πολύ, ώστε να γίνει διαβόητος για τη σοφία και την ενάρετη ζωή του όχι μονάχα στους μοναχούς της περιοχής, αλλά και στους ανθρώπους του κόσμου, που κάθε τόσο επισκέπτονταν το μοναστήρι του για την πνευματική τους οικοδομή. Για τη δική του οικοδομή άλλωστε ο άγιος δεν περιοριζόταν μονάχα στις άσκήσεις, που καθόριζαν στο μοναστήρι του, αλλά κατέφευγε κάθε τόσο και στην έρημο, όπως συνηθιζόταν στην εποχή τους, για αυστηρότερη άσκηση. Για το λόγο αυτό παρουσιάζεται στις επιστολές του άλλοτε ως κοινοβιάτης και άλλοτε ως αναχωρητής η «ερημίτης».
Η χειροτονία του σε Πρεσβύτερο και η πρώτη δράση στην Αλεξάνδρεια
Ύστερα από άρκετά χρόνια ασκητικής ζωής όμως, κατά τα οποία όλοι θεωρούσαν τον αγιο ως αυθεντία στην ερμηνεία δύσκολων χωρίων της αγίας Γραφής, οι συμμοναστές του ζήτησαν τη χειροτονία του σε Πρεσβύτερο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της μονής. Η χειροτονία του αγίου, εγινε πιθανότατα από την επίσκοπο του Πηλουσίου Αμμώνιο, που ήταν φίλος του, η ίσως και από τον ίδιο το Μ. Αθανάσιο, που τον συγκατέλεξε στον Ιερό κλήρο της Αλεξάνδρειας, παρά τους αρχικούς δισταγμούς και τις αντιρρήσεις του.Μετά τη χειροτονία του ο άγιος άρχισε να εργάζεται συστηματικά μεταχειριζόμενος κυρίως δύο ειδών πνευματικά όπλα. Για όσους, δηλαδή, ήταν πλησίον του μεταχειριζόταν τον προφορικό λόγο, με τον οποίο τους βοηθούσε, ώστε να πράττουν «τα δέοντα». Για όλους τους άλλους όμως, που βρίσκονταν μακρυά του, μεταχειριζόταν τις επιστολές, που ημέρα και νύκτα έγραφε ακατάπαυστα. Ένα μονάχα δεν παρέλειπε να δείχνει σε όλες τις εκδηλώσεις και τις επιστολές του, «το κηδεμονικόν ομού και φιλόθεον», δηλαδή τη δικαιοσύνη και ταυτόχρονα την αγάπη, που συντελούσαν, ώστε να συμπεριφέρεται σαν πατέρας πνευματικός των πιστών και ταυτόχρονα αρχηγέτης τους στον καλό αγώνα.
Η εκδίωξη του από την Αλεξάνδρεια από τον πατριάρχη Θεόφιλο
Ενώ όμως ο άγιος εργαζόταν κατά τρόπο υποδειγματικό ως πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, παραδίδοντας τον εαυτό του «πόνοις και ίδρώσιν» για τη σωτηρία των αδελφών, σε κάποια στιγμή ο πατριάρχης Θεόφιλος, που διαδέχθηκε το 373 το Μ. Αθανάσιο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, φθόνησε κατά σατανική παρακίνηση, την αρετή του αγίου και στράφηκε, χωρίς κανένα λόγο, εναντίον του. Μη μπορώντας ο Θεόφιλος να κρύψει την απέχθεια, που είχε βάλει ο σατανάς στην καρδιά του εναντίον του αγίου, άρχισε να εκδηλώνει το φθόνο του, αποστρατευόμενος σε κάθε καλό και κοινωφελές έργο, που εκείνος προσπαθούσε με μύριους τρόπους να πραγματοποιήσει. Στην τροπή των πραγμάτων εκείνη όμως «ο θαυμαστός τω όντι Ισίδωρος» δε θέλησε να έλθει σε προστριβές και φιλονικίες με τον επίσκοπο του, αλλά αποφάσισε να ξαναγυρίσει στο όρος που μόναζε. Δε θέλησε να αυξήσει το κρίμα του Θεοφίλου, αλλά να γίνει μιμητής του πράου και ταπεινού Χριστού, μεταβάλλοντας τον πειρασμό του εκείνο σε εφόρμηση τελειότερης ζωής.
Η χαρισματική ζωή και δράση του αγίου στο μοναστήρι της μετάνοιας του και η ανάδειξη του σε ηγούμενο
Στο μοναστήρι της μετάνοιας του ο άγιος ζούσε ειρηνικά, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε τον εαυτό του ακατάπαυστα με τις προσευχές, τις μελέτες και τις ασκήσεις τις πνευματικές ώστε να γίνεται για όλους «κανών και στάθμη αρετής». Η μεγάλη άσκηση και η ταπείνωση του αγίου συνετέλεσαν, ώστε να στολισθεί με τα μεγάλα χαρίσματα της διάκρισης των πνευμάτων, της διδασκαλίας του θείου λόγου, της ερμηνείας της Αγίας Γραφής και προπάντων της θεολογίας και της αγάπης. Τα χαρίσματα ακριβώς αυτά και γενικότερα η ευαγγελική απλότητα της ζωής και των τρόπων και η άδολη εξυπηρετικότητά του έφερναν, όπως ήταν επόμενο, πάρα πολλούς ανθρώπους κοντά του, ενώ ταυτόχρονα ζεσταίνονταν κοντά στον άγιο και έφευγαν πάντοτε ωφελημένοι και οι μοναχοί της μονής. Για το λόγο αυτό ο ηγούμενος ανέθεσε στον άγιο όχι μονάχα την καθοδήγηση των δόκιμων μοναχών, αλλά και την εξομολόγηση των τελειότερων. Με τον τρόπο αυτό το πνευματικό επίπεδο του μοναστηριού τους ανυψώθηκε, όπως επίσης και το κύρος του αγίου, στον οποίο κατέφευγαν πλέον όχι μονάχα οι λαϊκοί από τα γύρω μέρη, αλλά και πολλοί μοναχοί και πρεσβύτεροι από μακρινές περιοχές, για να εκθέσουν στον άγιο τα προβλήματά τους, αναζητώντας τη λύση τους. Εξαιτίας της δράσης του αυτής όμως και γενικότερα του κύρους, που είχε αποκτήσει, πολλοί ερευνητές υποθέτουν ότι αργότερα έγινε και ηγούμενος της μονής εκείνης.
Ο έλεγχος ισχυρών εκκλησιαστικών ανδρών από τον άγιο
Λόγω της τεράστιας θεολογικής του κατάρτισης, απέκτησε μεγάλο κύρος και φήμη, ώστε να θεωρείται μοναδικός στις ερμηνείες περίπλοκων γραφικών χωρίων. Κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Έφεσο το έτος 431 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408 - 450 μ.Χ.), ο Άγιος αναφαίνεται με μεγάλη υπόληψη και σπουδαίο κύρος στην Εκκλησία. Έλεγχε με παρρησία τους αμαρτάνοντες, φώτιζε τους πάντες με τον θείο του λόγο, νουθετούσε τους άρχοντες, υπεστήριζε τους κλονιζόμενους και ήταν η «μούσα της ημετέρας αυλής», όπως αποκαλούσε αυτόν ο ιερός Φώτιος (Επιστολή 2, 44). Συνέγραψε αρκετές πραγματείες, ως και πλήθος επιστολών, από τις οποίες σώζονται 2.012, με τις οποίες νουθετούσε, συμβούλευε και συγχρόνως εξηγούσε τις θείες και σωτήριες Γραφές.
Η κοίμηση του αγίου
Ζώντας κατά τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω ο άγιος έφθασε σε βαθιά γεράματα, χωρίς να σταματήσει όμως ούτε στιγμή την πνευματική εργασία του. Κατά τον τρόπο αυτό όλοι οι μοναχοί και γενικότερα οι κληρικοί θεωρούσαν τον άγιο ως «κανόνα» και «στάθμη» της αρετής και ταυτόχρονα της πνευματικής δράσης. Κατά τα τελευταία έτη της ζωής του όμως ο άγιος υπέφερε από μία ασθένεια βαριά, για την οποία έκανε στις επιστολές του πολλές φορές λόγο.Από την ασθένεια αυτή που χαρακτηρίζεται από το βιογράφο του ως «βραχεία», ο άγιος έπαιρνε αφορμή, ώστε να ευχαριστεί το Θεό και ταυτόχρονα να παρακαλεί να τον πάρει κοντά Του. Με τον τρόπο αυτό έφθασε μέχρι και τις τελευταίες της ζωής του στιγμές, κατά τις οποίες είχαν συγκεντρωθεί πολλοί, για να του συμπαρασταθούν και να εκζητήσουν τις ευχές του στην αρχή και για να τον προπέμψουν κατόπιν, ψάλλοντας τους εξόδιους ύμνους. Οι τελευταίες του στιγμές ήταν ειρηνικές και αλησμόνητες. Όλοι εκείνοι, που παρευρέθηκαν στην κοίμηση του, ασπάσθηκαν το τίμιο λείψανο του με συγκίνηση και στη συνέχεια το εναπέθεσαν «μετά πολλής δορυφορίας τε και τιμής», με ύμνους εξόδιους, στη γη εκείνη, που για έναν αιώνα περίπου είχε διαποτίσει με τα δάκρυα και τους Ιδρώτες του, στις 4 Φεβρουαρίου του 440 μ.Χ.. Μετά το θάνατο του μάλιστα ο Ισίδωρος τιμήθηκε πολύ σύντομα ως άγιος όχι μονάχα στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, εφόσον το άγιο λείψανο του έγινε «πηγή θαυμάτων τοις προσιούσι πιστών». Τα θαύματα ακριβώς αυτά ήταν η αψευδής απόδειξη της αγιοσύνης του. Γι' αυτό δίκαια η Εκκλησία τον κατέταξε στο χορό των αγίων της, γιορτάζοντας τη μνήμη του στις 4 Φεβρουαρίου ημερομηνία της οσιακής κοιμήσεως του.
Στίχος
Πηλουσιῶτα, χαῖρε, πολλὰ μοι, τὸν πηλὸν ἐκδύς, καὶ χαρᾶς τυχὼν ξένης. Ἐν δ' lσίδωρον ἔθεντο τετάρτῃ σήματι λυγρῷ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Σοφίᾳ κοσμούμενος, παντοδαπεῖ εὐκλεῶς, τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Ἰσίδωρε Ὅσιε· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, σεαυτὸν ἐκκαθάρας, πράξει καὶ θεωρίᾳ, διαλάμπεις ἐν κόσμῳ· δι’ ὧν μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἰσίδωρε τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιο. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐωσφόρον ἄλλον σε ἡ Ἐκκλησία, εὑραμένη ἔνδοξε, ταῖς τῶν σῶν λόγων ἀστραπαῖς, λαμπρυνομένη κραυγάζει σοι· χαίροις παμμάκαρ θεόφρον Ἰσίδωρε.
Μεγαλυνάριον
Ἔρωτι σοφίας διαπρεπής, ἀποδεδειγμένος, καταλάμπεις πᾶσαν τὴν γῆν, ἐκ τοῦ Πηλουσίου, τῶν λόγων τὰς ἀκτῖνας, ὥσπερ πυρσὸς ἐκπέμπων, Πάτερ Ἰσίδωρε.
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ Ο συγκεράσας την εν Χριστώ άσκηση με τη ζωντανή θεολογία σοφός διδάσκαλος και πνευματικός καθοδηγητής της Αιγύπτου
Από το ιστολόγιο του ιερού ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλλιμασιάς , της Ι.Μ.Χίου , Ψαρρών και Οινουσσών
Ανάμεσα
στους φωτεινούς ασκητές, διαπρεπείς πατέρες και πολύτιμους
εκκλησιαστικούς συγγραφείς εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος στις 4
Φεβρουαρίου τόσο από την Ανατολική όσο και από τη Δυτική Εκκλησία Άγιος
Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ο «ἱερατικῆς καί ἀσκητικῆς πολιτείας κανών» κατἀ τον Μέγα Φώτιο, ο «ἀγγελικόν ἄντικρυς μετελθών βίον» κατά τον ιστορικό Ευάγριο.
Ο
Άγιος Ισίδωρος, ο οποίος αναδείχθηκε στύλος και εδραίωμα της Εκκλησίας,
γεννήθηκε γύρω στο 350 μ.Χ. στο Πηλούσιο της Αιγύπτου, το οποίο
βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο του δέλτα του Νείλου, κοντά στη
σημερινή κωμόπολη Τινέχ και το Πορτ Σάιντ. Μάλιστα η ερειπωμένη πλέον
σήμερα πόλη του Πηλουσίου του έδωσε και την προσωνυμία«Πηλουσιώτης».
Οι ευσεβείς, ενάρετοι και πλούσιοι γονείς του διέκριναν από πολύ νωρίς
τη φιλομάθειά του και επιμελήθηκαν την υψηλή μόρφωση και την εξαιρετική
ανατροφή του. Γύρω στο 370 μ.Χ. ο Άγιος Ισίδωρος πήγε στην περιώνυμη
πόλη της Αλεξάνδρειας για να σπουδάσει. Εκεί γνωρίσθηκε με τον Μέγα
Αθανάσιο και φοίτησε στην περίφημη Κατηχητική Σχολή, όπου διευθυντής
ήταν ο Δίδυμος ο Τυφλός, ο οποίος υπήρξε και ο διδάσκαλός του. Σπούδασε
την αρχαία ελληνική γραμματεία, αλλά παράλληλα μελετούσε και τα έργα των
Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, ενώ καθημερινά εντρυφούσε μέσα στα
χωρία της Αγίας Γραφής. Ο Άγιος Ισίδωρος υπήρξε θαυμαστής και υπέρμαχος
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και συστηματικός μελετητής των έργων
του. Παράλληλα ήταν και ένθερμος μιμητής του ύφους και των ιδεών του και
μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε αγωνίσθηκε με θάρρος για την αποκατάσταση
και την επαναγραφή του ονόματος του Ιερού Χρυσοστόμου στα δίπτυχα της
Αλεξανδρινής Εκκλησίας ύστερα από τη διαμάχη και τη σύγκρουση του
Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η
οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκθρόνιση και την εξορία του Ιερού Πατρός. Ο
Μέγας Αθανάσιος διακρίνοντας την αρετή, την ευσέβεια και την ευρεία
θεολογική κατάρτιση του Αγίου Ισιδώρου, τον χειροτόνησε ιερέα. Σε όλη τη
μετέπειτα ιερατική και μοναχική του πορεία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στον
Θεό, έχοντας ως φωτεινό πρότυπό του τον Τίμιο Πρόδρομο και ως μόνιμο
μέλημά του την ανόθευτη διατήρηση της ορθοδόξου πίστεως. Μετά τις
σπουδές και την εις πρεσβύτερον χειροτονία του από τον Μέγα Αθανάσιο
επέστρεψε στη γενέτειρά του, το Πηλούσιο της Αιγύπτου, όπου ανέπτυξε
μεγάλο ιεροκηρυκτικό έργο. Αναδείχθηκε σοφός διδάσκαλος και πνευματικός
καθοδηγητής εκατοντάδων ψυχών, οι οποίες κοντά του έβρισκαν την
παρηγοριά και την ανακούφιση. Απέκτησε κύρος και πνευματική ακτινοβολία
και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί τον θεωρούσαν άνδρα αγιότητος
και απαστράπτουσας αρετής.
Γύρω
στο 400 μ.Χ. αποφάσισε να εγκαταλείψει τα «ἐν τῷ κόσμῳ» και να
αποσυρθεί σε μοναστήρι της περιοχής. Εκεί υποτάχθηκε σ’ έναν γέροντα και
«μόνος πρός μόνον τόν Θεόν γενόμενος» ασκήθηκε στην εγκράτεια, την
ακτημοσύνη, την προσευχή, την υπακοή και την περισυλλογή για να γίνει
σύντομα «τῶν μοναστῶν τό κλέος». Μελετούσε αδιάλειπτα την Αγία
Γραφή, αλλά και τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας και των αρχαίων
Ελλήνων συγγραφέων και έφτασε σε τέτοιο αγιοπνευματικό επίπεδο και σε
τέτοια πνευματική ωριμότητα, ώστε εκατοντάδες πιστοί τον αναζήτησαν και
αφού βρήκαν το μοναστήρι, στο οποίο μόναζε, τον επισκέπτονταν για να
οικοδομηθούν πνευματικά και να βρουν λύση στα προβλήματά τους. Στους
πολυάριθμους επισκέπτες πρόσφερε μαζί με την ψυχική ανάπαυση και
παροιμιώδη φιλοξενία, προέτρεπε δε τους χριστιανούς να είναι φιλόξενοι,
γεγονός που επιβεβαιώνεται και σε επιστολή του, στην οποία επιπλήττει
δριμύτατα όσους δεν προσφέρουν φιλοξενία σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη.
Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης κατέστη με την ασκητική του ζωή και τον
ενάρετο βίο του επόπτης όλων των μοναστηριών και των μοναχών της
περιοχής, αφού με τις συνεχείς νουθεσίες του στήριζε και καθοδηγούσε
πνευματικά τους μοναχούς. Επιπλέον οδήγησε τα μοναστήρια σε τέτοια
πνευματική ακμή και λάμψη, ώστε αναδείχθηκαν φωτεινοί φάροι και ισχυροί
προμαχώνες της ορθοδόξου πίστεως. Το ολοένα και αυξανόμενο πλήθος των
χριστιανών, το οποίο κατέφθανε στο μοναστήρι για να καθοδηγηθεί
πνευματικά, τον ανάγκασε να αποσυρθεί σε ερημική τοποθεσία για να
επιδοθεί με περισσότερη ησυχία στην προσευχή, τη μελέτη και την άσκηση. Η
πνευματική του ωριμότητα με τη συνεχή άσκηση και προσευχή και η
πολυμάθειά του τον ανέβασαν σε τέτοιο υψηλό επίπεδο σοφίας και
διανόησης, ώστε απέκτησε το χάρισμα να ερμηνεύει και τα πιο δύσκολα
χωρία της Αγίας Γραφής, αλλά και να δίνει την απαιτούμενη λύση και
απάντηση σε κάθε απορία και σε κάθε πρόβλημα πιστού, αφού ακόμη και στην
έρημο τον αναζήτησαν εκατοντάδες ταλαιπωρημένες ψυχές. Μάλιστα
αναπτύχθηκε μεταξύ του Αγίου και των χριστιανών μια μοναδική και
αξιομνημόνευτη αλληλογραφία, η οποία επιβεβαιώνεται και από τον μεγάλο
αριθμό των σωζομένων επιστολών του που ανέρχονται σε 2.000 και
διακρίνονται για τη λακωνικότητα, το κομψό ύφος και συχνά τον ποιητικό
τους λόγο. Οι πολυάριθμες αυτές επιστολές, οι οποίες αποτελούν ένα
άριστο θησαυροφυλάκιο συμβουλευτικής σοφίας και πείρας, πραγματεύονται
δογματικά και απολογητικά θέματα, θέματα ερμηνείας της Αγίας Γραφής,
καθώς και θέματα με ηθικοθρησκευτικό περιεχόμενο, απευθύνονται δε σε
διάφορες τάξεις: σε αυτοκράτορες, επισκόπους, ιερείς, μοναχούς,
πλούσιους, φτωχούς και λογίους. Με τον πύρινο λόγο του στις επιστολές
έφτασε ο σοφός και ασκητικός Άγιος Ισίδωρος να επιπλήξει και να ελέγξει
με αυστηρότητα ακόμη και αυτοκράτορες και ισχυρούς εκκλησιαστικούς
άνδρες με σκοπό να τους παροτρύνει να συναισθανθούν τα λάθη τους και να
επανορθώσουν, όπως έγινε με τον Πατριάρχη Θεόφιλο, τον Επίσκοπο
Πηλουσίου Ευσέβιο και τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Στις επιστολές του
απαντούσε πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της ψυχής και με οδηγό την
ανιδιοτελή αγάπη προς τον συνάνθρωπο, τη βαθειά πίστη και τις αρετές της
διάκρισης και της σύνεσης. Παρόλο που ήταν αυστηρός και ανυποχώρητος
στην αμαρτία, την αδικία, την πλάνη και την αίρεση, ήταν ταυτόχρονα
ευαίσθητος, προσιτός και ανθρώπινος.
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον επέδειξε για τον χώρο της Εκκλησίας και τους κληρικούς που
διακονούν σ’ αυτή, αλλά και δεν δίστασε να καυτηριάσει τους φαύλους
κληρικούς της εποχής του, εναντίον των οποίων συνέγραψε ελεγκτικές
επιστολές επιδιώκοντας να τους φέρει σε συναίσθηση. Στηλίτευσε με
αυστηρότητα τα θλιβερά φαινόμενα της σιμωνίας και της φιλαργυρίας στους
κληρικούς όλων των βαθμίδων, φαινόμενα που δυστυχώς ακόμη και σήμερα
τραυματίζουν το σώμα της Εκκλησίας, προσβάλλουν την αποστολή και το έργο
των αξίων κληρικών και σκανδαλίζουν τους πιστούς. Ενδεικτικός είναι ο
μεγάλος αριθμός επιστολών που συνέγραψε ο Άγιος Ισίδωρος για τους
μιαρούς, φιλάργυρους, εγωιστές, φλύαρους, πονηρούς, ματαιόδοξους,
σιμωνιακούς και απερίσκεπτους κληρικούς, οι οποίοι μόλυναν με τον βίο
και τη συμπεριφορά τους το Ιερό Θυσιαστήριο, όπως ο Ζώσιμος, ο Μάρων και
ο Μαρτινιανός, ενώ δεν παραλείπει να στιγματίσει και τους υποψήφιους
επισκόπους που προσπαθούν να ανέλθουν στον επισκοπικό θρόνο με
ανεντιμότητα, διαπράττοντας το φοβερό αμάρτημα της σιμωνίας. Μέσα από
τις επιστολές του παρουσιάζει την ιεροσύνη ως θείο αξίωμα και ως ουράνιο
αγαθό, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη φύση για
να υπηρετεί την πρώτη και να μεταβάλλει προς το ανώτερο τη δεύτερη.
Επιπλέον ο υποψήφιος κληρικός πρέπει να έχει ασκηθεί στην υπακοή, την
εγκράτεια και την υπομονή και να έχει επιδοθεί ο ίδιος σε πνευματικό
αγώνα για να είναι κεκοσμημένος με αρετές και έτσι να μπορέσει ορθά να
καθοδηγήσει τις ανθρώπινες ψυχές. Σε μια επιστολή του ο Άγιος αναφέρει
τα ακόλουθα για τον ιερέα: «Ἅπτει λύχνον ὁ Θεός Ἱερέα καί τίθησιν
αὐτόν ἐπί τήν λυχνίαν τῆς ἑαυτοῦ φωτοφόρου καθέδρας, ἴνα ἐξαστράπτῃ
φωτισμόν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ δογμάτων καὶ πράξεων», ενώ για τους ανάξιους κληρικούς, τους οποίους αποκαλεί «επιδρομείς»,
αναφέρει ότι όταν κάποιος νόθος και ανάξιος εισέλθει με τη βία στο
αξίωμα της ιεροσύνης, τότε ο στολισμός του ιερατικού αξιώματος
μεταβάλλεται σε απρέπεια. Παράλληλα υπογραμμίζει ότι το να σφάλει και να
αμαρτάνει κάποιος λαϊκός είναι φοβερό, το να σφάλει όμως ιερωμένος
είναι φοβερότερο, ενώ θεωρεί αναγκαίο το μέτρο σε όλα, ακόμη και στην
τροφή, την κατοικία, την ενδυμασία, τη φωνή και το βάδισμα. Έτσι είναι
ανούσιο να νηστεύει κανείς από τη μια και να πλουτίζει από την άλλη. Με
αυστηρότητα αντιμετώπιζε ο Άγιος Ισίδωρος και αυτούς που φλέγονται από
την επιθυμία να γίνουν επίσκοποι χωρίς να έχουν τη συναίσθηση της
βαρύτατης πνευματικής αποστολής τους, αλλά και των πολλαπλών υποχρεώσεων
και των πολυεύθυνων καθηκόντων του επισκοπικού αξιώματος απέναντι στον
λαό που καλούνται να διαποιμάνουν.
Εκτός από τις πολυάριθμες επιστολές ο Άγιος Ισίδωρος έγραψε και δύο θαυμάσιες πραγματείες, η μία με τίτλο: «Λόγος πρός Ἕλληνας», στην οποία υπερασπίζεται τη Θεία Πρόνοια εναντίον εκείνων που την αρνούνται και η δεύτερη με τίτλο «Περί τοῦ μὴ εἶναι εἱμαρμένην», στην οποία αποδεικνύει την ανυπαρξία της μοίρας. Ο πάνσοφος και πανόλβιος Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ο «γράμμασι τῆς θείας σοφίας καί τῆς ἔξω ἐξησκημένος»επιδόθηκε
με ιδιαίτερο ζήλο και στην καταπολέμηση των αιρέσεων, όπως της αίρεσης
του Νεστορίου. Μάλιστα ζήτησε μέσω επιστολής του από τον αυτοκράτορα
Θεοδόσιο Β΄ να συμμετάσχει ο ίδιος στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου
το 431 μ.Χ., ενώ από τον Άγιο Κύριλλο Πατριάρχη Αλεξανδρείας ζήτησε να
μετριάσει το μένος του εναντίον του αιρεσιάρχου. Στους λόγους του ο
Άγιος Ισίδωρος προβάλλει πάντοτε τη μεγάλη σπουδαιότητα της Αγίας Γραφής
και τη διδασκαλία των Μεγάλων Πατέρων και κυρίως του Αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, τον οποίο θεωρεί «τῶν ἐν Βυζαντίῳ καί πάσης Ἐκκλησίας ὀφθαλμόν», ενώ θεωρεί την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού ως «τό μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας».
Κάποια στιγμή έφθασε όμως και η ώρα που ο δικαιοκρίτης Κύριος της ζωής
και του θανάτου τον κάλεσε κοντά Του. Έτσι στις 4 Φεβρουαρίου του 437
μ.Χ. και έχοντας επιστρέψει στο αγαπημένο του μοναστήρι, εγκατέλειψε την
επίγεια ζωή για να παραμείνει στη συνείδηση των χριστιανών της Ανατολής
και της Δύσης ως ένας ταπεινός, σοφός, ενάρετος και πολυγραφότατος
εργάτης του Ευαγγελίου του Χριστού.
Η
απαστράπτουσα αρετή, ο ασκητικός του βίος και το πολύπλευρο έργο του
οδήγησαν και στη διάδοση της τιμής του με την ανέγερση ιερών ναών επ’
ονόματί του. Αξιομνημόνευτος είναι ο ευρισκόμενος στη νοτιοδυτική πλαγιά
του ιστορικού λόφου του Λυκαβηττού των Αθηνών γραφικός και κατανυκτικός
ναός του Αγίου Ισιδώρου, όπου το Ιερό του Βήμα βρίσκεται μέσα σε
σπήλαιο. Ο ιστορικός αυτός ναός των Αθηνών, ο οποίος ανακαινίσθηκε εκ
βάθρων το 1931 και ήταν γνωστός στους παλαιούς Αθηναίους ως «Άγιος Σιδερέας»,
φέρει την προσωνυμία «Άγιοι Ισίδωροι», αφού σε τρεις φορητές εικόνες
του ναού συναπεικονίζονται ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο Άγιος
Ισίδωρος ο εν Χίω. Γι’ αυτό και ο ναός πανηγυρίζει τόσο στις 4
Φεβρουαρίου επί τη μνήμη του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου όσο και στις
14 Μαΐου επί τη μνήμη του Αγίου Ισιδώρου του εν Χίω. Στις δύο ετήσιες
πανηγύρεις του ναού τελούνται οι ιερές ακολουθίες προς τιμήν των δύο
εορταζομένων Αγίων, ενώ λιτανεύεται με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξη η
παλαιά εφέστια εικόνα των Αγίων Ισιδώρων. Επίσης στο παρακείμενο από
τον ναό των Αγίων Ισιδώρων σωζόμενο σπήλαιο του Αγίου Αριστείδου
τελείται κατ’ έτος στις 13 Σεπτεμβρίου πανήγυρη επί τη μνήμη του ενδόξου
Αθηναίου φιλοσόφου, απολογητού και μάρτυρος του 2ου μ.Χ. αιώνα, ο
οποίος σύμφωνα με τον αείμνηστο φιλίστορα Αθηναίο ζωγράφο Αριστείδη
Περιστέρη προσερχόταν στο σπήλαιο για να προσευχηθεί και να ενισχυθεί
πνευματικά στον αγώνα του υπέρ της υπεράσπισης των διωκομένων
χριστιανών. Επ’ ονόματι του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου τιμάται και ο
ναός του Β΄ Κοιμητηρίου Αθηνών στην περιοχή των Άνω Πατησίων, ο οποίος
ανεγέρθηκε επί των ημερών του Δημάρχου Αθηναίων Αριστείδου Σκληρού εις
μνήμην του πατρός του Ισιδώρου.
Ιδιαίτερη
τιμή απολαμβάνει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης στο παραδοσιακό χωριό
της Άνω Κορακιάνας στο καταπράσινο και ευλογημένο νησί της Κέρκυρας,
όπου σε μια θαυμάσια εξοχική τοποθεσία με πανοραμική θέα βρίσκεται από
τον 17ο αιώνα ένα γραφικό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο. Ο ιστορικός
αυτός ναός κτίσθηκε σύμφωνα με το ευρεθέν χειρόγραφο το έτος 1640 από
τον ευσεβή γαιοκτήμονα της περιοχής Θεόφιλο Προσαλένδη και έχει μεγάλη
θαυματουργική φήμη, αφού άπειρα είναι τα θαύματα που έχει τελέσει ο
Άγιος Ισίδωρος με τη χάρη του Θεού και έχουν καταγραφεί τόσο στην
προφορική παράδοση της περιοχής όσο και σε παλαιές χειρόγραφες φυλλάδες.
Είναι ενδεικτικό ότι σε φυλασσόμενη στον ναό εικόνα του Αγίου, η οποία
ιστορήθηκε το 1950 και λιτανεύεται από το 1990 την τελευταία Κυριακή του
Αυγούστου, απεικονίζονται δύο από τα επιτελεσθέντα θαύματα του Αγίου
Ισιδώρου, η διάσωση του Ευσταθίου Μεταλληνού το 1875 και η διάσωση του
γιου του Επαμεινώνδα από το χωριό Άφρα το 1925. Τα πολυάριθμα θαύματα
του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στο χωριό Άνω Κορακιάνα της Κέρκυρας
οδήγησαν στην καθιέρωση εκκλησιαστικής πανηγύρεως προς τιμήν του
θαυματουργού Αγίου την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου με την αθρόα
συμμετοχή του λαού, κατά την οποία λιτανεύεται και η ιερά και
θαυματουργή εικόνα του τιμωμένου Αγίου. Γι’ αυτό τον λόγο και εποιήθη το
1993 από τον Ελλογιμώτατο κ. Χαραλάμπη Μπούσια ιερά ακολουθία, η οποία
εξυμνεί τα θαύματα του Αγίου στην Άνω Κορακιάνα της Κέρκυρας και η οποία
ενεκρίθη το 1996 από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο ίδιος
χαρισματικός υμνογράφος έχει ποιήσει Παρακλητικό Κανόνα,
Χαιρετιστηρίους Οίκους και Εγκώμια προς τιμήν του Αγίου.
Ο
Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης τιμάται με ιδιαίτερη ευλάβεια και τιμή και
στον ομώνυμο ιερό ναό στον Κάβο Σίδερο της Κρήτης, ο οποίος είναι το
ανατολικότερο σημείο της μεγαλονήσου και βρίσκεται σε απόσταση 32
χιλιομέτρων από τη Σητεία. Ο ναός διαθέτει και κελιά, αφού αποτελούσε
παλαιά μονή, βρίσκεται δε σε μια άνυδρη περιοχή άγριας φυσικής ομορφιάς.
Σήμερα ο ναός του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στον Κάβο Σίδερο
αποτελεί μετόχιο της εντυπωσιακής για τον φρουριακό της χαρακτήρα και
ιστορικής Ιεράς Μονής Παναγίας Ακρωτηριανής Τοπλού, δέχεται δε
πολυάριθμους πιστούς κατά την ετήσια πανήγυρή του στις 4 Φεβρουαρίου,
όπου τους δίδεται η ευκαιρία να γευθούν παραδοσιακό κρητικό φαγητό, αλλά
και να μαζέψουν τις περίφημες αγριοαγκινάρες που αφθονούν στην
περιοχή.
Ναός
του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου υπάρχει και στην περιοχή Εψιμιά της
Ιεράς Νήσου Πάτμου, ο οποίος ανεγέρθηκε με δαπάνη του αοιδίμου Επισκόπου
Τράλλεων κυρού Ισιδώρου Κρικρή του Πατμίου (1938-2007), του και
διατελέσαντος Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου
κατά τα έτη 1975-1982 και 1986-1997. Ο αοίδιμος κτίτωρ του ναού της
Πάτμου και ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου Ισίδωρος Κρικρής
ενταφιάσθηκε σύμφωνα με την πατμιακή εκκλησιαστική τάξη στον νάρθηκα του
ναού του ομωνύμου και προστάτου του αγίου, του Αγίου Ισιδώρου του
Πηλουσιώτου, τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε και είχε ως φωτεινό πρότυπο σε
όλη τη διάρκεια της ιερατικής και αρχιερατικής του διακονίας.
Ο
Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης έρχεται στη σημερινή αλλοπρόσαλλη και
εγωκεντρική εποχή να μας διδάξει, να μας αφυπνίσει και να μας
παραδειγματίσει, αφού ήταν αυτός που συγκέρασε την εν Χριστώ άσκηση με
τη ζωντανή θεολογία, διδάσκοντας τους πιστούς να έχουν σωφροσύνη,
ανδρεία, ημερότητα, δικαιοσύνη και προ πάντων αγάπη, η οποία είναι ο
θησαυρός όλων των αρετών. Μόνο με την αρετή, την προσευχή και την πίστη
θα μπορέσει ο χριστιανός σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αγίου να κερδίσει
τα ουράνια αγαθά και να γίνει ευάρεστος στον Θεό, Τον οποίο ο θεοφόρος
ασκητής και σοφός διδάσκαλος από το Πηλούσιο της Αιγύπτου Άγιος Ισίδωρος
χαρακτηρίζει ως υπέρτατο Ον και ως αΐδιο, παντοδύναμο, αγαθό, δίκαιο,
μακρόθυμο, φιλάνθρωπο, αναμάρτητο, αναλλοίωτο και δημιουργό των πάντων.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
*
Δημητρακοπούλου Σοφοκλέους Γ., Ισιδώρου Πηλουσιώτη Επιστολές, Έκδοσις
Συλλόγου Διακονίας και Αποπερατώσεως Ιερού Ναού Αγίων Ισιδώρων
Λυκαβηττού, Αθήνα 1998
* Ενισλείδου Χρήστου Μ., Οι Άγιοι Ισίδωροι του Λυκαβηττού Αθηνών, Έκδοσις Α΄, Αθήναι 1952
*
Θύμη Κωνσταντίνου Π., Βίος του Οσίου πατρός ημών Ισιδώρου του
Πηλουσιώτου, Ιστορικόν του εν Κορακιάνα Ιερού Ναού και Θαύματα από την
Τοπική μας Παράδοση, Κέρκυρα 1996
* Μηλίτση Γεωργίου Θ., Διδασκάλου, Ο Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, Τρίκαλα 2006
* Φούσκα Κωνσταντίνου Μ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, Αθήνα 1994
* Ψιλάκη Νίκου, Βυζαντινές Εκκλησίες και Μοναστήρια της Κρήτης, Εκδόσεις Καρμάνωρ, Ηράκλειο Κρήτης χ.χ.
Εικόνες
1. Φορητή
εικόνα του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου από τον ομώνυμο Ιερό Ναό στο
χωριό Άνω Κορακιάνα Κερκύρας. Στην εικόνα, η οποία ιστορήθηκε το 1950
και λιτανεύεται την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου, απεικονίζονται ο
ναός του Αγίου και δύο από τα επιτελεσθέντα θαύματά του.
2. Ο
Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης αναδείχθηκε πολύτιμος εκκλησιαστικός
συγγραφέας και διδάσκαλος της επιστολικής γραμματείας. Μέχρι σήμερα
έχουν διασωθεί και μελετηθεί 2000 επιστολές του διαπρεπούς και σοφού
αυτού Πατρός της Εκκλησίας μας.
3. Φορητή εικόνα του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στον ομώνυμο Ιερό Ναό της Άνω Κορακιάνας Κερκύρας.
4. Οι
Άγιοι Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και Ισίδωρος ο Μάρτυς ο εν Χίω. Φορητή
εικόνα στον επ’ ονόματι των δύο Αγίων ομώνυμο Ιερό Ναό του ιστορικού
λόφου του Λυκαβηττού των Αθηνών. Ο ναός είναι γνωστός σήμερα με την
προσωνυμία «Άγιοι Ισίδωροι».
5. Τοιχογραφία του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου σε παρεκκλήσιο της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων.
6. Ο
Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης αναδείχθηκε πνευματικός καθοδηγητής
εκατοντάδων ψυχών. Εικονογραφική παράσταση του Αγίου από παλαιά φορητή
εικόνα στον Ιερό Ναό Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, όπου συναπεικονίζεται
και ο Άγιος Ισίδωρος ο εν Χίω.
7. Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης αναδείχθηκε «των μοναστών το κλέος» και άνδρας απαστράπτουσας αρετής και αγιότητος. (proskynitis.blogspot.gr)
8. Ο
Ιερός Ναός των Αγίων Ισιδώρων στον ιστορικό λόφο του Λυκαβηττού των
Αθηνών τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου και του
Αγίου Ισιδώρου του εν Χίω. Ο ναός ήταν γνωστός στους παλαιούς Αθηναίους
ως «Άγιος Σιδερέας». (lycabettous.blogspot.gr)
9. Άποψη από το εσωτερικό του Ιερού Ναού των Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού. (lycabettous.blogspot.gr)
10. Ο
ιστορικός Ιερός Ναός του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στην Άνω
Κορακιάνα Κερκύρας. Ανεγέρθηκε το 1640 και έχει μεγάλη θαυματουργική
φήμη.
11. Η
περιοχή Κάβο Σίδερο της Κρήτης εντυπωσιάζει τον επισκέπτη με την άγρια
ομορφιά της. Η ονομασία της περιοχής προέρχεται από τον Ιερό Ναό του
Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, ο οποίος αποτελούσε τον 15ο αιώνα
ομώνυμη ιερά μονή. Σήμερα ο ναός αποτελεί μετόχιο της Ιεράς Μονής
Παναγίας Ακρωτηριανής Τοπλού. (www.cretanbeaches.com)
12. Πανοραμική
άποψη του Κάβο Σίδερο με τον Ιερό Ναό του Αγίου Ισιδώρου του
Πηλουσιώτου. Η περιοχή αποτελεί το ανατολικότερο άκρο της Κρήτης.
13. Ο
Ιερός Ναός του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στον Κάβο Σίδερο της
Ανατολικής Κρήτης. Εκατοντάδες πιστοί προσέρχονται κάθε χρόνο στις 4
Φεβρουαρίου για να τιμήσουν τον θεοφόρο ασκητή και σοφό διδάσκαλο από το
Πηλούσιο της Αιγύπτου.
14. Στιγμιότυπο
από την ετήσια πανήγυρη του Ιερού Ναού Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου
στον Κάβο Σίδερο της Κρήτης. Προεξάρχει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Σητείας και Ιεραπύτνης κ. Ευγένιος. (www.anatolh.com)
________________________________________
Πρώτη δημοσίευση: syndesmosklchi.blogspot.gr Σύνδεσμος Κληρικών Χίου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου