Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής (Ματθ.στ΄14-21) της Τυρινής
Εἶπεν
ὁ Κύριος· ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ
ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ
παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Ὅταν δὲ
νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ
πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ
τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ
πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ
ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς,
ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ
κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε
βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου
γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
Απόδοση στη νεοελληνική
Εἶπε
ο Κύριος· Ἐὰν συγχωρέσετε εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὅ,τι κακὸ ἔχουν κάνει, θὰ
συγχωρήσῃ καὶ σᾶς ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος. Ἐὰν ὅμως δὲν συγχωρῆτε τοὺς
ἀνθρώπους, τότε οὔτε καὶ ὁ Πατέρας σας θὰ συγχωρήσῃ τὰ παραπτώματά σας.
Ὅταν νηστεύετε μὴν γίνεσθε σκυθρωποὶ ὅπως οἱ ὑποκριταί, οἱ ὅποίοι
παραμορφώνουν τὰ πρόσωπά τους, διὰ νὰ τοὺς ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι
νηστεύουν. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἔχουν λάβει τὴν ἀνταμοιβή τους. Σὺ ὅμως
ὅταν νηστεύῃς, ἄλειψε τὸ κεφάλι σου καὶ πλύνε τὸ πρόσωπόν σου, διὰ νὰ
μὴν ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι νηστεύεις ἀλλὰ μόνον ὁ Πατέρας σου, ποὺ εἶναι
ἐκεῖ παρὼν κρυφά, καὶ ὁ Πατέρας σου, ποὺ βλέπει τὶ γίνεται εἰς τὰ κρυφά,
θὰ σὲ ἀνταμείψῃ εἰς τὰ φανερά. Μὴ θησαυρίζετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας
θησαυροὺς εἰς τὴν γῆν, ὅπου ὁ σκόρος καὶ ἡ σαπίλα τοὺς καταστρέφουν καὶ
ὅπου οἱ κλέπται κάνουν διάρρηξιν καὶ τοὺς κλέβουν, ἀλλὰ θησαυρίζετε διὰ
τὸν ἑαυτό σας θησαυροὺς εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου οὔτε σκόρος οὔτε σαπίλα
τοὺς καταστρέφει καὶ ὅπου κλέπται δὲν κάνουν διάρρηξιν καὶ κλέβουν·
Διότι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σου.
Ὁ θρῆνος τοῦ Ἀδάμ
Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη
Ὁ
Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα
τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι, μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό
ἁμάρτημά του, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρά καί
ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς
του. Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: «Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου
Θεό». Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, ὅσο γιά τήν
ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό.
Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος. Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο.
Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε:
Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ;
Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς.
Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου. Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα».
Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ.
Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του.
Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη.
Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη.
Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε:
«Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό».
Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του.
Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ:
«Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης».
Ὤ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα:
«Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου».
Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ:
«Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου.
Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα.
Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν.
Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά,
Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια.
Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα.
Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά
θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα
Γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».
Διωγμένος ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ ἀνάβλυζε πηγές ἀπό δάκρυα ἀπό τήν πληγωμένη του καρδιά. Τό ἴδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τόν Κύριο θρηνεῖ γι᾽ Αὐτόν καί λέει:
«Ποῦ εἶσαι, Κύριε;
Γιατί κρύβεις τό πρόσωπό Σου;
Πολύν καιρό τώρα δέν βλέπει τό Φῶς Σου ἡ ψυχή μου καί
Σ᾽ ἀποζητᾶ θλιμμένη.
Ποῦ εἶναι ὁ Κύριός μου;
Γιατί δέν Τόν βλέπω στήν ψυχή μου;
Τί Τόν ἐμποδίζει νά κατοικεῖ ἐντός μου;
Δέν ὑπάρχει μέσα μου, λοιπόν, ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς.
Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἄπειρη καί ἀνερμήνευτη».
Πορευόταν πάνω στή γῆ ὁ Ἀδάμ καί δάκρυζε ἀπό τό σφίξιμο τῆς καρδιᾶς καί μέ τό νοῦ συλλογιζόταν ἀδιάκοπα τό Θεό. Κι ὅταν τό ταλαιπωρημένο του σῶμα δέν εἶχε πιά δάκρυα, τότε φλογιζόταν γιά τό Θεό τό πνεῦμα του, γιατί δέν μποροῦσε νά λησμονήση τόν Παράδεισο καί τήν ὡραιότητά του. Ἀγαποῦσε ὅμως ὅλο καί πιό πολύ τό Θεό ἡ ψυχή τοῦ Ἀδάμ καί συνεχῶς ὁρμοῦσε μέ τή δύναμη αὐτῆς τῆς ἀγάπης πρός Αὐτόν.
Ψάλλε μας, Ἀδάμ, τοῦ Κυρίου τό ἄσμα, γιά νά χαρῆ ἡ καρδιά μου γιά τόν Κύριο καί νά σηκωθῆ νά Τόν ὑμνήση καί νά Τόν δοξολογήση, ὅπως Τόν δοξάζουν στούς οὐρανούς τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν.
Τραγούδησέ μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, τήν ὠδή τοῦ Κυρίου, γιά νά τήν ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ὑψώσουν ὅλα τά παιδιά σου τό νοῦ τους στό Θεό καί νά αἰσθανθοῦν τήν γλυκύτητα τοῦ οὐράνιου ὕμνου, ξεχνώντας τίς θλίψεις τῆς γῆς.
Πές μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, μίλησε στά παιδιά σου γιά τόν Κύριο. Ἡ ψυχή σου ἐγνώριζε τόν Θεό, ἐγνώριζε καί τή γλυκύτητα καί τήν ἀγαλλίαση τῆς Ἐδέμ, καί τώρα κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τή δόξα τοῦ Κυρίου.
Πές μας, πῶς δοξάζεται ὁ Κύριός μας γιά τά πάθη Του καί πῶς ψάλλονται οἱ ὠδές στούς οὐρανούς καί πόσο γλυκειές εἶναι αὐτές οἱ ὠδές πού τραγουδιοῦνται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Μίλα μας γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου καί πόσο σπλαγχνικός εἶναι.
Μίλησέ μας καί γιά τήν ἁγία Θεοτόκο. Πῶς μεγαλύνεται στούς οὐρανούς καί μέ ποιούς ὕμνους τήν μακαρίζουν.
Πές μας πῶς ἀγάλλονται ἐκεῖ οἱ Ἅγιοι καί πῶς τούς καταυγάζει ἡ χάρη· πῶς ἀγαποῦν τόν Κύριο καί μέ ποιάν ἅγια ταπείνωση παρουσιάζονται μπροστά στό θρόνο Του.
Παρηγόρησε, Ἀδάμ, καί χαροποίησε τίς θλιμμένες μας ψυχές.
Διηγήσου μας, τί βλέπεις στούς οὐρανούς;
Δέν ἀποκρίνεσαι; Γιατί αὐτή ἡ σιγή;
Νά, θλίβεται ὅλη ἡ γῆ.
Ἤ ἀπό τή Θεία ἀγάπη δέν μπορεῖς οὔτε κἄν νά μᾶς θυμηθῆς;
Ἤ βλέπεις τή Θεομήτορα στή δόξα της καί δέν μπορεῖς νά ἀποχωριστῆς ἀπ᾽ αὐτή τήν οὐράνια ὀπτασία; Καί γι᾽ αὐτό ἀφήνεις τά θλιμμένα παιδιά σου χωρίς λόγια στοργῆς, γιά νά ξεχάσωμε τά δεινά τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας;
Ἀδάμ, πατέρα μας, δέν ἀποκρίνεσαι;
Ἐσύ βλέπεις τή θλίψη τῶν γυιῶν σου στή γῆ.
Γιατί τάχα αὐτή ἡ σιωπή;
Ὁ Ἀδάμ λέγει:
«Ἀφῆστε με στήν εἰρήνη, ἀγαπητά μου παιδιά. Δέν μπορῶ ν᾽ ἀποχωριστῶ ἀπό τή θέα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή μου λαβώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί σκιρτᾶ μέ τήν ἀγαθότητά Του. Ὅσοι ζοῦν στό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Δεσπότη δέν μποροῦν νά θυμηθοῦν τά γήϊνα».
‒ Ἀδάμ, πατέρα μας, μᾶς ἐγκατέλειψες, τά ὀρφανά παιδιά σου, ἐνῶ βυθιζόμαστε στήν ἄβυσσο τῶν δεινῶν τῆς γῆς; Πές μας, τουλάχιστον, πῶς μποροῦμε νά εὐαρεστήσωμε στό Θεό;
Ἄκουσε τά παιδιά σου, πού εἶναι σκορπισμένα σ᾽ ὅλη τή γῆ. Ὁ νοῦς τους εἶναι συγχυσμένος καί δέν μπορεῖ νά συλλάβη τό Θεῖο, καί πολλοί ἀποστάτησαν ἀπό τό Θεό καί ζώντας στό σκοτάδι πορεύονται στίς ἀβύσσους τοῦ ἅδη.
‒ Μή διακόπτετε τήν ἔκστασή μου. Βλέπω τή Θεομήτορα δοξασμένη καί δέν μπορῶ ν᾽ ἀποσπάσω τό νοῦ μου ἀπό τή θεϊκή τούτη θεωρία καί νά σᾶς μιλήσω.
Βλέπω καί τούς ἅγιους Προφῆτες καί Ἀποστόλους κι ἐκπλήττομαι πῶς μοιάζουν ὅλοι τους μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Περπατῶ στήν Ἐδέμ καί, νά, παντοῦ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, γιατί Αὐτός ζῆ μέσα μου καί μ᾽ ἔκανε ὅμοιο μέ τόν Ἑαυτό Του.
Ἔτσι δοξάζει ὁ Κύριος τόν ἄνθρωπο.
‒ Μίλησέ μας, Ἀδάμ· εἴμαστε παιδιά σου κι ὑποφέρουμε στή γῆ.
Πές μας, πῶς μποροῦμε νά κληρονομήσωμε τόν παράδεισο, γιά νά βλέπωμε κι ἐμεῖς, ὅπως καί σύ, τή δόξα τοῦ Κυρίου; Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν γιά τόν Κύριο, ἐνῶ σύ χαίρεσαι καί ἀγάλλεσαι στούς οὐρανούς μέ τή θεία δόξα.
Σέ ἱκετεύομε, παρηγόρησέ μας.
‒ Γιατί φωνάζετε πρός ἐμένα, παιδιά μου; Ὁ Κύριος σᾶς ἀγαπᾶ καί σᾶς ἔδωσε σωτήριες ἐντολές. Τηρήσατε τίς ἐντολές καί ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, κι ἔτσι θά βρῆτε τήν ἀνάπαυση κοντά στό Θεό.
Μετανοεῖτε κάθε ὥρα γιά τά παραπτώματά σας, γιά νά ἀξιωθῆτε νά συναντήσετε τό Χριστό. Ὁ Κύριος εἶπε:
«Ἀγαπῶ ὅσους μέ ἀγαποῦν καί θά δοξάσω ὅσους μέ δοξάζουν».
‒ Ὤ Ἀδάμ, πρέσβευε γιά μᾶς, τά παιδιά σου. Ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη πόνο ἀπό τίς πολλές μας θλίψεις.
‒ Ἀδάμ, πατέρα μας, σύ κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τόν Κύριο νά κάθεται δοξασμένος στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Ἐσύ βλέπεις τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλους τούς Ἁγίους. Ἐσύ ἀκοῦς τά οὐράνια ἄσματα καί ἡ γλυκύτητά τους ἀπορροφᾶ τήν ψυχή σου. Ἐμεῖς ὅμως λαχταροῦμε γιά τό Θεό ἀκατάπαυστα, σκυθρωποί καί στερημένοι τή χάρη.
Τραγούδησέ μας κάτι ἀπό τίς ὠδές πού ἀκοῦς στούς οὐρανούς, γιά νά τ᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ξυπνήσουν ὅλοι ἀπό τό θανατερό λήθαργο.
‒ «Μή μέ κουράζετε, παιδιά μου. Ὁ καιρός τῶν δικῶν μου θλίψεων πέρασε. Ἡ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ τρυφή τοῦ Παραδείσου μ᾽ ἐμποδίζουν νά γυρίσω τήν προσοχή μου στή γῆ. Ἀλλά καί πάλι θά σᾶς πῶ:
Σᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος καί ζήσετε κι ἐσεῖς μέ ἀγάπη. Νά πείθεσθε στούς προϊσταμένους σας, νά ταπεινώνετε τίς καρδιές σας, καί τότε θά κατοικήση μέσα σας Πνεῦμα Θεοῦ. Αὐτό ἔρχεται ἤρεμα καί δίνει εἰρήνη στήν ψυχή καί μαρτυρεῖ γιά τή σωτηρία της χωρίς λόγια.
Ψάλλετε ὕμνους στό Θεό μέ ἀγάπη καί πνευματική ταπείνωση, γιατί ὁ Κύριος χαίρετε μ᾽ αὐτό.
‒ Ὤ Ἀδάμ, ἐμεῖς ψάλλομε, ἀλλά δέν ἔχουμε μέσα μας οὔτε ἀγάπη οὔτε ταπείνωση.
‒ Μετανοεῖτε καί προσεύχεσθε. Κι ἐγώ μετανοοῦσα γιά πολύν καιρό καί στενοχωριόμουν, γιατί πρόσβαλα τό Θεό καί γιατί μέ τά δικά μου ἁμαρτήματα χάθηκε ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Τά δάκρυά μου χύνονταν στό πρόσωπό μου καί πότιζαν τό στῆθος μου κι ἔπεφταν στή γῆ· κι ὅλη ἡ ἔρημος ἄκουγε τούς στεναγμούς μου.
Ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά ἐννοήσετε τό βάθος τῆς θλίψεώς μου, οὔτε πῶς ὀδυρόμουν γιά τό Θεό καί τόν Παράδεισο. Στόν Παράδεισο ἤμουν καταχαρούμενος. Μέ εὔφραινε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἤμουν ἀπαλλαγμένος ἀπό παθήματα. Ὅταν ὅμως διώχτηκα ἀπό τόν Παράδεισο, τότε ζῶα καί πουλιά, πού μ᾽ ἀγαποῦσαν προηγουμένως, ἄρχισαν νά μέ φοβοῦνται καί νά μ᾽ ἀποφεύγουν· οἱ κακοί λογισμοί σπάραζαν τήν καρδιά μου· κρύο καί πείνα μέ βασάνιζαν· ὁ ἥλιος μ᾽ ἔκαιγε καί μ᾽ ἔδερναν οἱ ἄνεμοι· μέ κατάβρεχαν οἱ βροχές καί μέ καταπονοῦσαν οἱ ἀρρώστιες καί τά ὑπόλοιπα δεινά τῆς γῆς. Ἐγώ ὅμως τά ὑπέφερα ὅλα μέ ἀκλόνητη ἐλπίδα στό Θεό.
Καί ἐσεῖς, παιδιά μου, ὑπομείνετε τούς πόνους τῆς μετάνοιας· ἀγαπᾶτε τίς θλίψεις, ἀποξηραίνετε τά σώματά σας μέ ἄσκηση καί ἐγκράτεια, ταπεινῶστε τόν ἑαυτό σας κι ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς, γιά νά κατοικήση μέσα σας τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τότε θά γνωρίσετε καί θά βρῆτε τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Μήν ταράζετε ὅμως τήν εἰρήνη μου. Ἀπό τή θεία ἀγάπη δέν μπορῶ τώρα νά στραφῶ πρός τή γῆ. Ξέχασα ὅλα τά ἐπίγεια. Ξέχασα ἀκόμα κι αὐτόν τόν Παράδεισο πού ἔχασα, γιατί βλέπω τήν αἰώνια δόξα τοῦ Κυρίου καί τή δόξα τῶν Ἁγίων, πού τό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ τούς κάνει νά λάμπουν κι οἱ ἴδιοι σάν κι Αὐτόν.
‒ Ψάλλε, Ἀδάμ, ψάλλε μας τόν οὐράνιο ὕμνο, γιά ν᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά νοιώση τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ποθοῦμε πολύ ν᾽ ἀκούσωμε αὐτούς τούς γλυκούς ὕμνους, γιατί ψάλλονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὁ Ἀδάμ ἔχασε τόν ἐπίγειο Παράδεισο καί τόν ἀναζητοῦσε μέ θρήνους:
«Παράδεισέ μου, Παράδεισε, θαυμαστέ μου Παράδεισε».
Κι ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη Του στό σταυρό τοῦ χάρισε ἄλλο Παράδεισο, καλύτερον ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχασε, στούς οὐρανούς, ὅπου εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος. Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο.
Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε:
Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ;
Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς.
Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου. Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα».
Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ.
Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του.
Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη.
Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη.
Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε:
«Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό».
Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του.
Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ:
«Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης».
Ὤ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα:
«Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου».
Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ:
«Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου.
Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα.
Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν.
Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά,
Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια.
Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα.
Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά
θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα
Γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».
Διωγμένος ἀπό τόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ ἀνάβλυζε πηγές ἀπό δάκρυα ἀπό τήν πληγωμένη του καρδιά. Τό ἴδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τόν Κύριο θρηνεῖ γι᾽ Αὐτόν καί λέει:
«Ποῦ εἶσαι, Κύριε;
Γιατί κρύβεις τό πρόσωπό Σου;
Πολύν καιρό τώρα δέν βλέπει τό Φῶς Σου ἡ ψυχή μου καί
Σ᾽ ἀποζητᾶ θλιμμένη.
Ποῦ εἶναι ὁ Κύριός μου;
Γιατί δέν Τόν βλέπω στήν ψυχή μου;
Τί Τόν ἐμποδίζει νά κατοικεῖ ἐντός μου;
Δέν ὑπάρχει μέσα μου, λοιπόν, ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς.
Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἄπειρη καί ἀνερμήνευτη».
Πορευόταν πάνω στή γῆ ὁ Ἀδάμ καί δάκρυζε ἀπό τό σφίξιμο τῆς καρδιᾶς καί μέ τό νοῦ συλλογιζόταν ἀδιάκοπα τό Θεό. Κι ὅταν τό ταλαιπωρημένο του σῶμα δέν εἶχε πιά δάκρυα, τότε φλογιζόταν γιά τό Θεό τό πνεῦμα του, γιατί δέν μποροῦσε νά λησμονήση τόν Παράδεισο καί τήν ὡραιότητά του. Ἀγαποῦσε ὅμως ὅλο καί πιό πολύ τό Θεό ἡ ψυχή τοῦ Ἀδάμ καί συνεχῶς ὁρμοῦσε μέ τή δύναμη αὐτῆς τῆς ἀγάπης πρός Αὐτόν.
Ψάλλε μας, Ἀδάμ, τοῦ Κυρίου τό ἄσμα, γιά νά χαρῆ ἡ καρδιά μου γιά τόν Κύριο καί νά σηκωθῆ νά Τόν ὑμνήση καί νά Τόν δοξολογήση, ὅπως Τόν δοξάζουν στούς οὐρανούς τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλες οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν.
Τραγούδησέ μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, τήν ὠδή τοῦ Κυρίου, γιά νά τήν ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ὑψώσουν ὅλα τά παιδιά σου τό νοῦ τους στό Θεό καί νά αἰσθανθοῦν τήν γλυκύτητα τοῦ οὐράνιου ὕμνου, ξεχνώντας τίς θλίψεις τῆς γῆς.
Πές μας, Ἀδάμ, πατέρα μας, μίλησε στά παιδιά σου γιά τόν Κύριο. Ἡ ψυχή σου ἐγνώριζε τόν Θεό, ἐγνώριζε καί τή γλυκύτητα καί τήν ἀγαλλίαση τῆς Ἐδέμ, καί τώρα κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τή δόξα τοῦ Κυρίου.
Πές μας, πῶς δοξάζεται ὁ Κύριός μας γιά τά πάθη Του καί πῶς ψάλλονται οἱ ὠδές στούς οὐρανούς καί πόσο γλυκειές εἶναι αὐτές οἱ ὠδές πού τραγουδιοῦνται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Μίλα μας γιά τή δόξα τοῦ Κυρίου καί πόσο σπλαγχνικός εἶναι.
Μίλησέ μας καί γιά τήν ἁγία Θεοτόκο. Πῶς μεγαλύνεται στούς οὐρανούς καί μέ ποιούς ὕμνους τήν μακαρίζουν.
Πές μας πῶς ἀγάλλονται ἐκεῖ οἱ Ἅγιοι καί πῶς τούς καταυγάζει ἡ χάρη· πῶς ἀγαποῦν τόν Κύριο καί μέ ποιάν ἅγια ταπείνωση παρουσιάζονται μπροστά στό θρόνο Του.
Παρηγόρησε, Ἀδάμ, καί χαροποίησε τίς θλιμμένες μας ψυχές.
Διηγήσου μας, τί βλέπεις στούς οὐρανούς;
Δέν ἀποκρίνεσαι; Γιατί αὐτή ἡ σιγή;
Νά, θλίβεται ὅλη ἡ γῆ.
Ἤ ἀπό τή Θεία ἀγάπη δέν μπορεῖς οὔτε κἄν νά μᾶς θυμηθῆς;
Ἤ βλέπεις τή Θεομήτορα στή δόξα της καί δέν μπορεῖς νά ἀποχωριστῆς ἀπ᾽ αὐτή τήν οὐράνια ὀπτασία; Καί γι᾽ αὐτό ἀφήνεις τά θλιμμένα παιδιά σου χωρίς λόγια στοργῆς, γιά νά ξεχάσωμε τά δεινά τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας;
Ἀδάμ, πατέρα μας, δέν ἀποκρίνεσαι;
Ἐσύ βλέπεις τή θλίψη τῶν γυιῶν σου στή γῆ.
Γιατί τάχα αὐτή ἡ σιωπή;
Ὁ Ἀδάμ λέγει:
«Ἀφῆστε με στήν εἰρήνη, ἀγαπητά μου παιδιά. Δέν μπορῶ ν᾽ ἀποχωριστῶ ἀπό τή θέα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή μου λαβώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί σκιρτᾶ μέ τήν ἀγαθότητά Του. Ὅσοι ζοῦν στό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Δεσπότη δέν μποροῦν νά θυμηθοῦν τά γήϊνα».
‒ Ἀδάμ, πατέρα μας, μᾶς ἐγκατέλειψες, τά ὀρφανά παιδιά σου, ἐνῶ βυθιζόμαστε στήν ἄβυσσο τῶν δεινῶν τῆς γῆς; Πές μας, τουλάχιστον, πῶς μποροῦμε νά εὐαρεστήσωμε στό Θεό;
Ἄκουσε τά παιδιά σου, πού εἶναι σκορπισμένα σ᾽ ὅλη τή γῆ. Ὁ νοῦς τους εἶναι συγχυσμένος καί δέν μπορεῖ νά συλλάβη τό Θεῖο, καί πολλοί ἀποστάτησαν ἀπό τό Θεό καί ζώντας στό σκοτάδι πορεύονται στίς ἀβύσσους τοῦ ἅδη.
‒ Μή διακόπτετε τήν ἔκστασή μου. Βλέπω τή Θεομήτορα δοξασμένη καί δέν μπορῶ ν᾽ ἀποσπάσω τό νοῦ μου ἀπό τή θεϊκή τούτη θεωρία καί νά σᾶς μιλήσω.
Βλέπω καί τούς ἅγιους Προφῆτες καί Ἀποστόλους κι ἐκπλήττομαι πῶς μοιάζουν ὅλοι τους μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Περπατῶ στήν Ἐδέμ καί, νά, παντοῦ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, γιατί Αὐτός ζῆ μέσα μου καί μ᾽ ἔκανε ὅμοιο μέ τόν Ἑαυτό Του.
Ἔτσι δοξάζει ὁ Κύριος τόν ἄνθρωπο.
‒ Μίλησέ μας, Ἀδάμ· εἴμαστε παιδιά σου κι ὑποφέρουμε στή γῆ.
Πές μας, πῶς μποροῦμε νά κληρονομήσωμε τόν παράδεισο, γιά νά βλέπωμε κι ἐμεῖς, ὅπως καί σύ, τή δόξα τοῦ Κυρίου; Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν γιά τόν Κύριο, ἐνῶ σύ χαίρεσαι καί ἀγάλλεσαι στούς οὐρανούς μέ τή θεία δόξα.
Σέ ἱκετεύομε, παρηγόρησέ μας.
‒ Γιατί φωνάζετε πρός ἐμένα, παιδιά μου; Ὁ Κύριος σᾶς ἀγαπᾶ καί σᾶς ἔδωσε σωτήριες ἐντολές. Τηρήσατε τίς ἐντολές καί ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, κι ἔτσι θά βρῆτε τήν ἀνάπαυση κοντά στό Θεό.
Μετανοεῖτε κάθε ὥρα γιά τά παραπτώματά σας, γιά νά ἀξιωθῆτε νά συναντήσετε τό Χριστό. Ὁ Κύριος εἶπε:
«Ἀγαπῶ ὅσους μέ ἀγαποῦν καί θά δοξάσω ὅσους μέ δοξάζουν».
‒ Ὤ Ἀδάμ, πρέσβευε γιά μᾶς, τά παιδιά σου. Ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη πόνο ἀπό τίς πολλές μας θλίψεις.
‒ Ἀδάμ, πατέρα μας, σύ κατοικεῖς στούς οὐρανούς καί βλέπεις τόν Κύριο νά κάθεται δοξασμένος στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Ἐσύ βλέπεις τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ κι ὅλους τούς Ἁγίους. Ἐσύ ἀκοῦς τά οὐράνια ἄσματα καί ἡ γλυκύτητά τους ἀπορροφᾶ τήν ψυχή σου. Ἐμεῖς ὅμως λαχταροῦμε γιά τό Θεό ἀκατάπαυστα, σκυθρωποί καί στερημένοι τή χάρη.
Τραγούδησέ μας κάτι ἀπό τίς ὠδές πού ἀκοῦς στούς οὐρανούς, γιά νά τ᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά ξυπνήσουν ὅλοι ἀπό τό θανατερό λήθαργο.
‒ «Μή μέ κουράζετε, παιδιά μου. Ὁ καιρός τῶν δικῶν μου θλίψεων πέρασε. Ἡ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ τρυφή τοῦ Παραδείσου μ᾽ ἐμποδίζουν νά γυρίσω τήν προσοχή μου στή γῆ. Ἀλλά καί πάλι θά σᾶς πῶ:
Σᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος καί ζήσετε κι ἐσεῖς μέ ἀγάπη. Νά πείθεσθε στούς προϊσταμένους σας, νά ταπεινώνετε τίς καρδιές σας, καί τότε θά κατοικήση μέσα σας Πνεῦμα Θεοῦ. Αὐτό ἔρχεται ἤρεμα καί δίνει εἰρήνη στήν ψυχή καί μαρτυρεῖ γιά τή σωτηρία της χωρίς λόγια.
Ψάλλετε ὕμνους στό Θεό μέ ἀγάπη καί πνευματική ταπείνωση, γιατί ὁ Κύριος χαίρετε μ᾽ αὐτό.
‒ Ὤ Ἀδάμ, ἐμεῖς ψάλλομε, ἀλλά δέν ἔχουμε μέσα μας οὔτε ἀγάπη οὔτε ταπείνωση.
‒ Μετανοεῖτε καί προσεύχεσθε. Κι ἐγώ μετανοοῦσα γιά πολύν καιρό καί στενοχωριόμουν, γιατί πρόσβαλα τό Θεό καί γιατί μέ τά δικά μου ἁμαρτήματα χάθηκε ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς. Τά δάκρυά μου χύνονταν στό πρόσωπό μου καί πότιζαν τό στῆθος μου κι ἔπεφταν στή γῆ· κι ὅλη ἡ ἔρημος ἄκουγε τούς στεναγμούς μου.
Ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά ἐννοήσετε τό βάθος τῆς θλίψεώς μου, οὔτε πῶς ὀδυρόμουν γιά τό Θεό καί τόν Παράδεισο. Στόν Παράδεισο ἤμουν καταχαρούμενος. Μέ εὔφραινε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἤμουν ἀπαλλαγμένος ἀπό παθήματα. Ὅταν ὅμως διώχτηκα ἀπό τόν Παράδεισο, τότε ζῶα καί πουλιά, πού μ᾽ ἀγαποῦσαν προηγουμένως, ἄρχισαν νά μέ φοβοῦνται καί νά μ᾽ ἀποφεύγουν· οἱ κακοί λογισμοί σπάραζαν τήν καρδιά μου· κρύο καί πείνα μέ βασάνιζαν· ὁ ἥλιος μ᾽ ἔκαιγε καί μ᾽ ἔδερναν οἱ ἄνεμοι· μέ κατάβρεχαν οἱ βροχές καί μέ καταπονοῦσαν οἱ ἀρρώστιες καί τά ὑπόλοιπα δεινά τῆς γῆς. Ἐγώ ὅμως τά ὑπέφερα ὅλα μέ ἀκλόνητη ἐλπίδα στό Θεό.
Καί ἐσεῖς, παιδιά μου, ὑπομείνετε τούς πόνους τῆς μετάνοιας· ἀγαπᾶτε τίς θλίψεις, ἀποξηραίνετε τά σώματά σας μέ ἄσκηση καί ἐγκράτεια, ταπεινῶστε τόν ἑαυτό σας κι ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς, γιά νά κατοικήση μέσα σας τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τότε θά γνωρίσετε καί θά βρῆτε τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Μήν ταράζετε ὅμως τήν εἰρήνη μου. Ἀπό τή θεία ἀγάπη δέν μπορῶ τώρα νά στραφῶ πρός τή γῆ. Ξέχασα ὅλα τά ἐπίγεια. Ξέχασα ἀκόμα κι αὐτόν τόν Παράδεισο πού ἔχασα, γιατί βλέπω τήν αἰώνια δόξα τοῦ Κυρίου καί τή δόξα τῶν Ἁγίων, πού τό Φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ τούς κάνει νά λάμπουν κι οἱ ἴδιοι σάν κι Αὐτόν.
‒ Ψάλλε, Ἀδάμ, ψάλλε μας τόν οὐράνιο ὕμνο, γιά ν᾽ ἀκούση ὅλη ἡ γῆ καί νά νοιώση τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ποθοῦμε πολύ ν᾽ ἀκούσωμε αὐτούς τούς γλυκούς ὕμνους, γιατί ψάλλονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὁ Ἀδάμ ἔχασε τόν ἐπίγειο Παράδεισο καί τόν ἀναζητοῦσε μέ θρήνους:
«Παράδεισέ μου, Παράδεισε, θαυμαστέ μου Παράδεισε».
Κι ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη Του στό σταυρό τοῦ χάρισε ἄλλο Παράδεισο, καλύτερον ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχασε, στούς οὐρανούς, ὅπου εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἀρχιμ. Σωφρονίου
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Μνήμη των εν τοις Ευγενίου ευρεθέντων Μαρτύρων
Όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών)
Όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος: Σύντομη βιογραφία και εισαγωγικά σχόλια
Σύντομη βιογραφία: Ο
όσιος πατέρας μας Θαλάσσιος, ο οποίος και πρεσβύτερος έγινε και
ηγούμενος, έζησε επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου Πωγωνάτου, κατά το
έτος 660 μΧ. Ήταν σύγχρονος του αγίου Μαξίμου, ο οποίος και του αφιέρωσε
μία έκθεση με απορίες σε θέματα της Γραφής και τις λύσεις τους. Οι τέσσερις εκατοντάδες κεφαλαίων που φιλοπόνησε ο ίδιος, πήραν θέση εδώ κοντά στ’ άλλα, γιατί προξενούν μεγάλη πνευματική ωφέλεια σ’ όσους τις μελετούν.
Εισαγωγικά σχόλια: Ο όσιος Θαλάσσιος ο αφρικανός έγινε πολύ γνωστός από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος απαντούσε σε θεολογικές απορίες του πρώτου. Ο ίδιος πρεσβύτερος, εξελέγη ηγούμενος και φαίνεται πως είχε θεολογικά και πνευματικά ενδιαφέροντα, αλλά ήταν και αξιόλογος ιερομόναχος στην εποχή του, αφού ο άγιος Μάξιμος γράφει ειδικώς γι’ αυτόν θεολογικές πραγματείες, που διασώθηκαν σε χειρόγραφους κώδικες, απ’ όπου τις ενσωμάτωσαν στη Φιλοκαλία οι συλλέκτες των κειμένων της, άγιοι Μακάριος και Νικόδημος.
Ο όσιος Θαλάσσιος, που ευρίσκετο υπό την πνευματική επίδραση του Ομολογητού Μαξίμου, έγραψε με τη σειρά του, ύστερα από τον δάσκαλό του, σε κάποιο πρεσβύτερο Παύλο, τέσσερις εκατοντάδες κεφαλαίων «περί αγάπης και εγκρατείας και της κατά νουν πολιτείας», όταν ακόμα ήταν ησυχαστής, όπως προκύπτει από την ταπεινόφρονα διατύπωσή του: «κατά το φαινόμενο ησυχαστής, κατά δε την αλήθεια πραγματευτής κενοδοξίας».
Δεν είναι τυχαίο ότι γράφει τέσσερις εκατοντάδες κεφαλαίων. Όπως το περιεχόμενό τους αποτελεί απηχήματα της σοφίας του αγίου Μαξίμου, έτσι μιμείται και τις τέσσερις εκατοντάδες περί αγάπης του ιδίου. Η ιδιοτυπία του οσίου τούτου ηγουμένου στη Λιβύη, συνίσταται στο ότι τα κεφάλαιά του δεν ακολουθούν την έκταση των κεφαλαίων του διδασκάλου του, αλλά είναι βραχύτατα, συνοπτικότατα, αυτοτελή και κυρίως σε αποφθεγματική μορφή.
Επίσης χαρακτηριστικό των κεφαλαίων είναι η ακροστιχίδα τους σε κάθε εκατοντάδα, γεγονός που υποχρεώνει τον συγγραφέα σε ένα περιορισμό της εμπνεύσεώς του, όσο και αν η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει την ακεραιότητα του έργου από ενδεχόμενες νοθεύσεις.
Κέντρο των κεφαλαίων είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, που συνεχώς διαφαίνεται η σκέψη του αγίου Μαξίμου. Ο συγγραφεύς δεν μιμείται δουλικώς, αλλά ενώ ο ίδιος είναι μέτοχος εμπειρικώς των κεφαλαίων, όμως τελεί υπό την επίδραση του Ομολογητού και διαμορφώνει τα νοήματα και τις διατυπώσεις του κατά την προσωπική ιδιοτυπία του. Μονάχα αγιασμένη ψυχή από την άσκηση και τις ελλάμψεις του Παρακλήτου θα μπορούσε να παραγάγει τα θεόσοφα κεφάλαια, που βρίσκονται σε τέλεια αρμονία με τη διδασκαλία όλων των νηπτικών Πατέρων.
Τα κεφάλαια ξυπνάνε ψυχές που είναι σε πνευματικό θάνατο ή ανασταίνουν ψυχές που νεκρώθηκαν από την αμαρτία. Το πλεονέκτημά τους είναι η εμπειρική μέθοδος που, με την πρακτική αγωγή που υποδεικνύουν, οδηγούν με ασφάλεια στη μεταστοιχείωση των ψεκτών παθών σε πάθη άγια και στην κτήση των θείων αρετών, απ’ όπου αρχίζει η άνθιση των καρπών του Αγίου Πνεύματος, αποκορύφωμα των οποίων είναι η θεομίμητη ταπείνωση και η αγία αγάπη.
Ο όσιος Θαλάσσιος ο αφρικανός, χάρη και στον φιλικό σύνδεσμο με τον μεγαλώνυμο Μάξιμο, έγινε ένας απλανής δάσκαλος της πνευματικής ζωής και των νηπτικώς βιούντων μοναχών, αλλά και στοργικός πατέρας όλων των χριστιανών, προς τους οποίους, σαν δούλος ευγνώμων, μεταδίδει το χάρισμα που έλαβε, θεραπεύοντας, σαν ιατρός ψυχών, αληθινός ψυχίατρος, τις αρρωστημένες ψυχές και οδηγώντας τες στον αρχικό προορισμό τους, που είναι η ομοίωσή τους, κατά χάρη, με τον δημιουργό τους, την Αγία Τριάδα, στην Οποία αφιερώνει τα δεκαπέντε τελευταία κεφάλαια της δ’ εκατοντάδος του, φανερώνοντας την ορθόδοξη θεολογική γνώση του.
Σήμερα η εκκλησία μας εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη
και του οσίου Βαραδάτου. Ο όσιος Βαραδάτος ξεχωρίζει μέσα στη χορεία
των οσίων ασκητών της εκκλησίας για την αυστηρή άσκησή του.
Στερήθηκε ολωσδιόλου κάθε άνεση στο βίο του, για την αιώνια ζωή. Ο
Ιησούς Χριστός λέγει στο Ευαγγέλιο: «ος γαρ αν θέλη σώσαι την ψυχήν
αυτού, απολέσει αυτήν», δηλαδή όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του πρέπει
να δώσει τη ζωή του. Αυτό το λόγο ο άγιος Βαραδάτος τον τήρησε κατά
γράμμα. Στον καιρό μας εμείς δεν μπορούμε να μιμηθούμε το παράδειγμα
τέτοιων Αγίων, δεν είναι όμως χωρίς σημασία ότι τους θαυμάζουμε και
τιμάμε τη μνήμη τους. Γινόμαστε κι εμείς, καθώς γράφει ο Μέγας
Βασίλειος, «μάρτυρες τη προαιρέσει»! Θέλουμε δηλαδή κι εμείς, αν θα
μπορούσαμε, να ήμασταν άγιοι, όπως εκείνοι.
Ο άγιος Βαραδάτος ήταν από την Αντιόχεια, μεγάλη και ονομαστή πόλη της εποχής εκείνης, που μετά τους διωγμούς, υπήρξε η χρυσή εποχή της εκκλησίας. Σε νεανική ηλικία διάλεξε τον ασκητικό βίο κι έζησε όλα του τα χρόνια μέσα σε σωματική κακουχία και στέρηση. Έφτιαξε μια ξύλινη καλύβα, που καλά – καλά δεν τον χωρούσε ούτε ξαπλωμένο ούτε όρθιο και δεν τον προστάτευε ούτε από τη βροχή και το κρύο το χειμώνα ούτε από τον ήλιο και τη ζέστη το καλοκαίρι. Πίστευε, και σωστά το πίστευε, ότι όσο περισσότερο στενεύουμε τον φυσικό κόσμο γύρω μας, τόσο πιο πολύ απλώνεται ο ουρανός μέσα μας, και τόσο πιο πολύ βρισκόμαστε κοντά στο Θεό και στο σωστό δρόμο της σωτηρίας μας. Η αλήθεια είναι πως εμείς δεν τις μπορούμε, μα και δεν τις καταλαβαίνουμε τέτοιες πράξεις των Αγίων.
Είναι φυσικό, γιατί θαρρούμε πως τέτοια μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα είναι μόνο ανθρώπινα έργα. Μα είναι αλήθεια πως αυτά είναι κατορθώματα της πίστης του ανθρώπου και της χάρης του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός λέγει στο Ευαγγέλιο ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», δηλαδή χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάμετε τίποτα. Μα πρέπει να το πούμε κι αλλιώτικα, ότι κι ο Θεός χωρίς εμάς δεν μπορεί να μας σώσει. Δεν μπορεί, γιατί δεν το θέλει. Ο Θεός θέλει κι ετοίμασε για να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, μα σώζονται όσοι θέλουν. Ό,τι εμείς έχουμε να εισφέρουμε στο έργο του Θεού για τη σωτηρία μας είναι μόνο η θέλησή μας, να θέλουμε δηλαδή να σωθούμε. Χωρίς αυτή τη θέλησή μας και την πίστη ότι ο Θεός θέλει και μπορεί να μας σώσει, δεν γινόμαστε άγιοι ούτε σωζόμαστε.
Έτσι πρέπει να πιστεύουμε κι έτσι να βλέπουμε την άθληση των αγίων Μαρτύρων και την άσκηση των οσίων Ασκητών. Και να τους παρακαλούμε να πρεσβεύουν στο Χριστό, για να μας δίνει πίστη και καλή θέληση. Η πίστη κι η καλή θέληση είναι η δύναμη των αγίων, με την οποία τραβούν επάνω τους τη χάρη του Θεού. Πίστη και καλή θέληση χρειάζεται και σε μας για να έχουμε τις πρεσβείες των αγίων και τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό εορτάζουμε και τιμάμε τη μνήμη των αγίων, γιατί είναι οι προστάτες και ευεργέτες μας. Και γι’ αυτό Ορθοδοξία, μαζί με τα άλλα, θα πει τιμή προς τους αγίους του Θεού. Όλη η χώρα μας, που είναι χώρα Ορθόδοξη, είναι γεμάτη εκκλησίες, στα νησιά και στις μεγάλες στεριές, αφιερωμένες σ’ όλους τους αγίους.
Είναι λοιπόν μέσα στην ορθόδοξη πίστη και παράδοση ότι εδώ στον τόπο μας βάλθηκαν οι χριστιανοί να χτίσουν την εκκλησία του αγίου Βαραδάτου και να αρχίσουν να εορτάζουν πάλι πανηγυρικά τη μνήμη του. Δεν μπορούμε να μην εκτιμήσουμε και επαινέσουμε την προσπάθεια αυτή των λίγων Κουβουκλιωτών της Κοζάνης. Μ’ αυτή την ευσέβεια οι Έλληνες της Μικρασίας και του Πόντου, φορτωμένοι τις εικόνες και τα ιερά σκεύη των εκκλησιών τους, ήλθαν εδώ και ξανάχτισαν τη ζωή τους. Όλα τα ονόματα των πόλεων και των χωριών, όλα τα ήθη και τα έθιμα του λαού, όλος ο ελληνικός και χριστιανικός πολιτισμός πολλών αιώνων, όλα μεταφυτεύτηκαν από τη Μικρασία και τον Πόντο και ξαναζούν εδώ.
Σε απόσταση δεκαπέντε χιλιόμετρα στα δυτικά της Προύσας ήταν η κωμόπολη Κουβούκλια. Στα δυτικά πάλι της κωμόπολης και σε μικρή απόσταση, επάνω στο δρόμο προς το Δάνσαρι, βρισκόταν η εκκλησία και το προσκύνημα του άη Βαραδά. Όσοι Κουβουκλιώτες ήλθαν στην Κοζάνη, εγκαταστάθηκαν στο μικρό και ομώνυμο συνοικισμό Κουβούκλια, στη μέση του δρόμου από το χωριό Μεσσιανή προς το χωριό Ροδίτη. Αυτοί οι λίγοι άνθρωποι, με τον ενθουσιασμό της πίστης και της ευσέβειας και με την συνδρομή και των άλλων Κουβουκλιατών που είναι στην Ελλάδα και όλων των χριστιανών, έκτισαν την εκκλησία του αγίου Βαραδάτου στις όχθες της λίμνης του Αλιάκμονα, κοντά στη μεγάλη γέφυρα. Ευχόμαστε ο Θεός, με την πρεσβεία του αγίου Βαραδάτου, να ευλογεί το έργο τους, τα σπίτια τους, τη ζωή τους. Αμήν.
Από το βιβλίο:
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Λ. ΨΑΡΙΑΝΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΕΡΒΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΜΨΥΧΟΙ
(Εξαπλά β’)
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΑ
Εισαγωγικά σχόλια: Ο όσιος Θαλάσσιος ο αφρικανός έγινε πολύ γνωστός από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος απαντούσε σε θεολογικές απορίες του πρώτου. Ο ίδιος πρεσβύτερος, εξελέγη ηγούμενος και φαίνεται πως είχε θεολογικά και πνευματικά ενδιαφέροντα, αλλά ήταν και αξιόλογος ιερομόναχος στην εποχή του, αφού ο άγιος Μάξιμος γράφει ειδικώς γι’ αυτόν θεολογικές πραγματείες, που διασώθηκαν σε χειρόγραφους κώδικες, απ’ όπου τις ενσωμάτωσαν στη Φιλοκαλία οι συλλέκτες των κειμένων της, άγιοι Μακάριος και Νικόδημος.
Ο όσιος Θαλάσσιος, που ευρίσκετο υπό την πνευματική επίδραση του Ομολογητού Μαξίμου, έγραψε με τη σειρά του, ύστερα από τον δάσκαλό του, σε κάποιο πρεσβύτερο Παύλο, τέσσερις εκατοντάδες κεφαλαίων «περί αγάπης και εγκρατείας και της κατά νουν πολιτείας», όταν ακόμα ήταν ησυχαστής, όπως προκύπτει από την ταπεινόφρονα διατύπωσή του: «κατά το φαινόμενο ησυχαστής, κατά δε την αλήθεια πραγματευτής κενοδοξίας».
Δεν είναι τυχαίο ότι γράφει τέσσερις εκατοντάδες κεφαλαίων. Όπως το περιεχόμενό τους αποτελεί απηχήματα της σοφίας του αγίου Μαξίμου, έτσι μιμείται και τις τέσσερις εκατοντάδες περί αγάπης του ιδίου. Η ιδιοτυπία του οσίου τούτου ηγουμένου στη Λιβύη, συνίσταται στο ότι τα κεφάλαιά του δεν ακολουθούν την έκταση των κεφαλαίων του διδασκάλου του, αλλά είναι βραχύτατα, συνοπτικότατα, αυτοτελή και κυρίως σε αποφθεγματική μορφή.
Επίσης χαρακτηριστικό των κεφαλαίων είναι η ακροστιχίδα τους σε κάθε εκατοντάδα, γεγονός που υποχρεώνει τον συγγραφέα σε ένα περιορισμό της εμπνεύσεώς του, όσο και αν η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει την ακεραιότητα του έργου από ενδεχόμενες νοθεύσεις.
Κέντρο των κεφαλαίων είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, που συνεχώς διαφαίνεται η σκέψη του αγίου Μαξίμου. Ο συγγραφεύς δεν μιμείται δουλικώς, αλλά ενώ ο ίδιος είναι μέτοχος εμπειρικώς των κεφαλαίων, όμως τελεί υπό την επίδραση του Ομολογητού και διαμορφώνει τα νοήματα και τις διατυπώσεις του κατά την προσωπική ιδιοτυπία του. Μονάχα αγιασμένη ψυχή από την άσκηση και τις ελλάμψεις του Παρακλήτου θα μπορούσε να παραγάγει τα θεόσοφα κεφάλαια, που βρίσκονται σε τέλεια αρμονία με τη διδασκαλία όλων των νηπτικών Πατέρων.
Τα κεφάλαια ξυπνάνε ψυχές που είναι σε πνευματικό θάνατο ή ανασταίνουν ψυχές που νεκρώθηκαν από την αμαρτία. Το πλεονέκτημά τους είναι η εμπειρική μέθοδος που, με την πρακτική αγωγή που υποδεικνύουν, οδηγούν με ασφάλεια στη μεταστοιχείωση των ψεκτών παθών σε πάθη άγια και στην κτήση των θείων αρετών, απ’ όπου αρχίζει η άνθιση των καρπών του Αγίου Πνεύματος, αποκορύφωμα των οποίων είναι η θεομίμητη ταπείνωση και η αγία αγάπη.
Ο όσιος Θαλάσσιος ο αφρικανός, χάρη και στον φιλικό σύνδεσμο με τον μεγαλώνυμο Μάξιμο, έγινε ένας απλανής δάσκαλος της πνευματικής ζωής και των νηπτικώς βιούντων μοναχών, αλλά και στοργικός πατέρας όλων των χριστιανών, προς τους οποίους, σαν δούλος ευγνώμων, μεταδίδει το χάρισμα που έλαβε, θεραπεύοντας, σαν ιατρός ψυχών, αληθινός ψυχίατρος, τις αρρωστημένες ψυχές και οδηγώντας τες στον αρχικό προορισμό τους, που είναι η ομοίωσή τους, κατά χάρη, με τον δημιουργό τους, την Αγία Τριάδα, στην Οποία αφιερώνει τα δεκαπέντε τελευταία κεφάλαια της δ’ εκατοντάδος του, φανερώνοντας την ορθόδοξη θεολογική γνώση του.
ΟΣΙΟΣ ΒΑΡΑΔΑΤΟΣ
Ο άγιος Βαραδάτος ήταν από την Αντιόχεια, μεγάλη και ονομαστή πόλη της εποχής εκείνης, που μετά τους διωγμούς, υπήρξε η χρυσή εποχή της εκκλησίας. Σε νεανική ηλικία διάλεξε τον ασκητικό βίο κι έζησε όλα του τα χρόνια μέσα σε σωματική κακουχία και στέρηση. Έφτιαξε μια ξύλινη καλύβα, που καλά – καλά δεν τον χωρούσε ούτε ξαπλωμένο ούτε όρθιο και δεν τον προστάτευε ούτε από τη βροχή και το κρύο το χειμώνα ούτε από τον ήλιο και τη ζέστη το καλοκαίρι. Πίστευε, και σωστά το πίστευε, ότι όσο περισσότερο στενεύουμε τον φυσικό κόσμο γύρω μας, τόσο πιο πολύ απλώνεται ο ουρανός μέσα μας, και τόσο πιο πολύ βρισκόμαστε κοντά στο Θεό και στο σωστό δρόμο της σωτηρίας μας. Η αλήθεια είναι πως εμείς δεν τις μπορούμε, μα και δεν τις καταλαβαίνουμε τέτοιες πράξεις των Αγίων.
Είναι φυσικό, γιατί θαρρούμε πως τέτοια μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα είναι μόνο ανθρώπινα έργα. Μα είναι αλήθεια πως αυτά είναι κατορθώματα της πίστης του ανθρώπου και της χάρης του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός λέγει στο Ευαγγέλιο ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», δηλαδή χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάμετε τίποτα. Μα πρέπει να το πούμε κι αλλιώτικα, ότι κι ο Θεός χωρίς εμάς δεν μπορεί να μας σώσει. Δεν μπορεί, γιατί δεν το θέλει. Ο Θεός θέλει κι ετοίμασε για να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, μα σώζονται όσοι θέλουν. Ό,τι εμείς έχουμε να εισφέρουμε στο έργο του Θεού για τη σωτηρία μας είναι μόνο η θέλησή μας, να θέλουμε δηλαδή να σωθούμε. Χωρίς αυτή τη θέλησή μας και την πίστη ότι ο Θεός θέλει και μπορεί να μας σώσει, δεν γινόμαστε άγιοι ούτε σωζόμαστε.
Έτσι πρέπει να πιστεύουμε κι έτσι να βλέπουμε την άθληση των αγίων Μαρτύρων και την άσκηση των οσίων Ασκητών. Και να τους παρακαλούμε να πρεσβεύουν στο Χριστό, για να μας δίνει πίστη και καλή θέληση. Η πίστη κι η καλή θέληση είναι η δύναμη των αγίων, με την οποία τραβούν επάνω τους τη χάρη του Θεού. Πίστη και καλή θέληση χρειάζεται και σε μας για να έχουμε τις πρεσβείες των αγίων και τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτό εορτάζουμε και τιμάμε τη μνήμη των αγίων, γιατί είναι οι προστάτες και ευεργέτες μας. Και γι’ αυτό Ορθοδοξία, μαζί με τα άλλα, θα πει τιμή προς τους αγίους του Θεού. Όλη η χώρα μας, που είναι χώρα Ορθόδοξη, είναι γεμάτη εκκλησίες, στα νησιά και στις μεγάλες στεριές, αφιερωμένες σ’ όλους τους αγίους.
Είναι λοιπόν μέσα στην ορθόδοξη πίστη και παράδοση ότι εδώ στον τόπο μας βάλθηκαν οι χριστιανοί να χτίσουν την εκκλησία του αγίου Βαραδάτου και να αρχίσουν να εορτάζουν πάλι πανηγυρικά τη μνήμη του. Δεν μπορούμε να μην εκτιμήσουμε και επαινέσουμε την προσπάθεια αυτή των λίγων Κουβουκλιωτών της Κοζάνης. Μ’ αυτή την ευσέβεια οι Έλληνες της Μικρασίας και του Πόντου, φορτωμένοι τις εικόνες και τα ιερά σκεύη των εκκλησιών τους, ήλθαν εδώ και ξανάχτισαν τη ζωή τους. Όλα τα ονόματα των πόλεων και των χωριών, όλα τα ήθη και τα έθιμα του λαού, όλος ο ελληνικός και χριστιανικός πολιτισμός πολλών αιώνων, όλα μεταφυτεύτηκαν από τη Μικρασία και τον Πόντο και ξαναζούν εδώ.
Σε απόσταση δεκαπέντε χιλιόμετρα στα δυτικά της Προύσας ήταν η κωμόπολη Κουβούκλια. Στα δυτικά πάλι της κωμόπολης και σε μικρή απόσταση, επάνω στο δρόμο προς το Δάνσαρι, βρισκόταν η εκκλησία και το προσκύνημα του άη Βαραδά. Όσοι Κουβουκλιώτες ήλθαν στην Κοζάνη, εγκαταστάθηκαν στο μικρό και ομώνυμο συνοικισμό Κουβούκλια, στη μέση του δρόμου από το χωριό Μεσσιανή προς το χωριό Ροδίτη. Αυτοί οι λίγοι άνθρωποι, με τον ενθουσιασμό της πίστης και της ευσέβειας και με την συνδρομή και των άλλων Κουβουκλιατών που είναι στην Ελλάδα και όλων των χριστιανών, έκτισαν την εκκλησία του αγίου Βαραδάτου στις όχθες της λίμνης του Αλιάκμονα, κοντά στη μεγάλη γέφυρα. Ευχόμαστε ο Θεός, με την πρεσβεία του αγίου Βαραδάτου, να ευλογεί το έργο τους, τα σπίτια τους, τη ζωή τους. Αμήν.
Από το βιβλίο:
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Λ. ΨΑΡΙΑΝΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΕΡΒΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΜΨΥΧΟΙ
(Εξαπλά β’)
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΑ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου