ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

15 Nοεμβρίου , Κυριακή Η΄Λουκά ( Καλού Σαμαρείτου ) και μνήμη των Αγίων Γουρία , Σαμωνά και Αβίβου και του Οσίου Παϊσίου του Βελιτσκόφσκυ , αναμορφωτού του Ρωσικού μοναχισμού


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Η' Λουκᾶ (Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου)


ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 25 - 37
25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. 


25 Και ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος εσηκώθηκε και με τον σκοπόν να πειράξη τον Χριστόν και να αποδείξη εις αυτόν ότι δεν γνωρίζει τον νόμον του είπε· “διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιωνίαν ζωήν;” 26 Ο Κυριος δε του είπε· “στον νόμον τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμον;” 27 Ο νομικός δε αποκριθείς είπε· “στον νόμον είναι γραμμένον, να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την δύναμιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευατός σου, ο νους, η καρδία, η θέλησις, η δραστηριότης σου, το πνεύμα και το σώμα, να πλημμυρίζουν από την αγάπην προς τον Θεόν). Να αγαπάς δε και τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. 28 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πολύ ορθά απήντησες· έτσι να κάνης και θα κληρονομήσης την αιώνιον ζωήν”. 29 Εντροπιασμένος ο νομικός διότι εφάνηκε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτημα πολύ γνωστόν ηρώτησεν τον Χριστόν, ηθέλησε να δικαιολογηθή και είπε προς τον Ιησούν· “και ποιός είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον ευατόν μου;” 30 Επήρε δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε την παραβολήν· “Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε εις τα χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού του επήραν τα χρήματα, τον εγύμνωσαν, τον επλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένον. 31 Κατά σύμπτωσιν ένας ιερεύς κατέβαινε στον δρόμον εκείνον και, μολονότι είδε τον τραυματίαν, τον επροσπέρασε, χωρίς να του δώση καμμίαν βοήθειαν. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευΐτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, επλησίασε τον πληγωμένον, τον είδε, αλλά τον επροσπέρασε ασυγκίνητος. 33 Ενας όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμον εκείνον, ήλθε στο μέρος, όπου κατέκειτο μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθηκε. 34 Επλησίασε κοντά του, έδεσε με προσοχήν πολλήν τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασεν στο ζώον του, τον επήγε εις κάποιο πανδοχείον και τον επεριποιήθηκε ο ίδιος. 35 Την άλλην δε ημέρα εβγήκεν από το δωμάτιον του τραυματίου, όπου είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχον και του είπε· Περιποιήσου τον, με όσην επιμέλειαν ημπορείς. Και ο,τι εξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέψω από την πατρίδα μου, θα σου το πληρώσω σαν προσωπικόν μου χρέος. 36 Λοιπόν, ηρώτησε τότε ο Κυριος τον νομοδιδάσκαλον, ποιός από τους τρεις αυτούς νομίζεις, ότι εφάνηκε πραγματικός πλησίον και αδελφός δια τον άνθρωπον αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών;” 37 Εκείνος δε είπε· “αυτός που έκαμε πράξιν ευσπλαγχνίας και αγάπης προς εκείνον”. Είπε λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν. (Κανε το καλόν με αγάπην προς όλους, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Σαμαρείται είτε φίλοι είτε εχθροί”).



    Ρωτοῦν πολλοί: ­Γιατί νὰ ὑπάρχει τόση ­δυστυχία στὸν κόσμο; Για­τί ἀφήνει ὁ Θεὸς ἀθῶα παιδιὰ νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν ­πείνα καὶ τὶς ἀρρώστιες;... Εὔλογα ἀκούγονται τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ κάπο­τε φθάνουν στὸ ­ση­­μεῖο νὰ θέτουν σὲ ἀ­μ­φισβήτηση τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Ὡστόσο ὁ Κύριος μὲ τὴν Παρα­βο­λὴ ποὺ μᾶς δίδαξε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ρίχνει τὸ φῶς τῆς ἀγάπης Του ποὺ δίνει ἀπάντηση σὲ κά­θε παρόμοιο ἐρώτημα καὶ ἀμφιβολία.
    Ἦταν κάποιος νομοδιδάσκαλος ποὺ πλησίασε τὸν Κύριο καὶ Τὸν ρώτησε τί πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀπάντηση στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Πράγματι δὲν ἦταν δύσκολο γιὰ τὸν μελετητὴ τοῦ Νόμου νὰ καταλάβει ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε νὰ κάνει ἦταν νὰ ἀγαπᾶ ὁλοκληρωτικὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του. Προχώρησε ὅμως ὁ νομοδιδάσκαλος κι ἔθεσε νέο ἐρώτημα: «Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;»· ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ πλησίον μου;...
    Τότε βρῆκε ἀφορμὴ ὁ Κύριος νὰ διηγηθεῖ τὴ θαυμάσια Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. 


    Κάποτε, εἶπε, ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἱεριχώ.
Στὸ δρόμο ὅμως ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν. Αὐτοὶ τοῦ ἐπιτέθηκαν, πῆραν ὅ,τι εἶχε πάνω του, ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε, καί, ἀφοῦ τὸν τραυμάτισαν ἄσχημα, τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο κι ἔφυγαν. 
    Κατὰ σύμπτωση πέρασε ἀργότερα ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο ἕνας ­Ἰουδαῖος ἱε­­ρέας, ὁ ὁποῖος τὸν εἶδε ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔ­­­δωσε σημασία. ­Παρομοίως κι ἕνας λευ­ίτης, ἄνθρωπος δηλαδὴ ποὺ διακονοῦ­σε στὸ ναό, ἂν καὶ ­πέρασε ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο καὶ εἶδε ἀπὸ κοντὰ τὸν τραυματία, τὸν ­προσπέρασε ­ἀδιάφορα: «ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ­ἀντι­παρῆλ­θε». 
    Τί κρίμα! Ὥστε λοιπὸν κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ δείξει λίγη συμπόνια στὸ συνάνθρωπο; Ἦταν τόσο ­δύσκολο νὰ σταματήσουν γιὰ λίγο, νὰ μιλήσουν στὸν πληγωμένο διαβάτη, νὰ τοῦ πλύνουν τὶς πληγές, νὰ τοῦ δώσουν λίγο θάρ­ρος καὶ ἐνίσχυση;... Ἄνθρωποι αὐ­τοὶ ποὺ διακονοῦσαν καθημερινὰ στὶς θυσίες πρὸς τὸν Θεό, δὲν μποροῦ­σαν νὰ θυσιάσουν ἔστω κάτι μικρὸ καὶ γιὰ τὸν συνάνθρωπο;... Ποιὸς περίμεναν νὰ ἔρθει νὰ βοηθήσει; 
    Γιατί ὅμως νὰ κατακρίνουμε τοὺς ἀν­θρώπους ἐκείνους; Μήπως ­κάποτε δὲν φερόμαστε κι ἐμεῖς μὲ παρόμοια ἀδιαφορία καὶ ἀσπλαχνία;... 
    Ἄραγε δείχνουμε ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς μοναχικοὺς ­γέροντες, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς πολύτεκνους, τοὺς ἄστεγους, τοὺς ­μετανάστες ἢ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας στὶς χῶρες τοῦ λεγόμενου τρίτου κόσμου ποὺ στεροῦνται ἀκόμη καὶ τὰ αὐτονόητα γιὰ μᾶς; 
    Βέβαια εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀγάπη ἀ­­παιτεῖ θυσίες καὶ κόπο. Αὐτὸ ἀξίζει ὅ­­­μως. Τὸ εὔκολο εἶναι νὰ ­ρίξουμε τὴν πέ­­τρα τοῦ ἀναθέματος στοὺς ἄλλους. Ἤ, ἀκόμη χειρότερα, στὸ Θεὸ ὁ Ὁ­­­ποῖος τάχα δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν. Καὶ ὅ­μως Ἐκεῖ­νος ὄχι μόνο ἐνδιαφέρεται ἀλλὰ δείχνει ἄπειρο ἔλεος καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄν­θρωπο. Αὐτὸ μᾶς δείχνει ἡ συνέχεια τῆς Παραβολῆς.
    Κάποια στιγμὴ πέρασε ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο κι ἕνας κάτοικος τῆς ­Σαμάρειας, ἕνας Σαμαρείτης. Αὐτὸς ὅμως δὲν φέρθηκε ὅπως οἱ ἄλλοι περαστικοί. Εἶδε τὸν τραυματισμένο ἄνθρωπο καὶ πόνε­σε πολύ. Τὸν πλησίασε, ἔπλυνε τὶς πληγές του καὶ τὶς ἄλειψε μὲ λάδι καὶ κρα­­σὶ καί, ἀφοῦ ἔδεσε τὰ ­τραύματα, ἀνέβα­­σε τὸν τραυματία στὸ ζῶο του καὶ τὸν μετέφερε σὲ κοντινὸ πανδοχεῖο, ὅ­­­που τὸν περιποιήθηκε μὲ περισσὴ ἐ­­­πιμέλεια. Διανυκτέρευσε μαζί του, καὶ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, πρὶν συνεχίσει τὸν δρόμο του, πλήρωσε καλὰ τὸν ­ξενοδόχο ἀναθέτοντάς του τὴ φροντίδα τοῦ ταλαιπωρημένου ἐκείνου ἀνθρώπου. Μά­λι­στα τοῦ ἔδωσε παραγγελία νὰ κάνει ὅ,τι καλύτερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἐκεῖνος ἀνελάμβανε κατὰ τὴν ἐπιστροφή του νὰ τοῦ πληρώσει μὲ τὸ παραπάνω τὴ δαπάνη καὶ τὸν κόπο του.
    Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ Σαμαρείτης αὐ­τὸς στάθηκε ἀληθινὰ «πλησίον» στὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε πέσει θύμα τῶν ληστῶν. Αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπέδειξε ὁ Κύριος καὶ στὸ νομοδιδάσκαλο δίνον­τας τέλος στὴ συζήτηση μὲ τὴν προτροπὴ νὰ τὸν μιμηθεῖ: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».
    Στὴν πραγματικότητα ὅποιος μιμεῖ­ται τὸν καλὸ Σαμαρείτη μιμεῖται τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τῆς Παραβολῆς, ὁ Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἦλθε στὴ γῆ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἔβλεπε καταπληγωμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ἔμεινε ἀδιάφορος ὁ Θεὸς στὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία τοῦ κόσμου. Ἔ­­στειλε τὸν Μονογενή Του Υἱὸ γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς πληγές μας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει πάλι ζωὴ κι ἐλπίδα. 
    Μᾶς ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο, ποὺ εἶ­­­ναι ἡ Ἐκκλησία Του, κι ἐκεῖ ­ἀνέθεσε στοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους νὰ μᾶς φροντίζουν μὲ τὴ διδαχὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἱερουργία τῶν ­ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ μᾶς ­μεταγγίζουν ­ἁγιασμό, χάρη καὶ δύναμη. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ζοῦμε τὴν ἀγάπη στὸ πρόσω­πο τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη ἀπάντηση στὰ ἀδιέξοδα τοῦ ἀν­­θρώπου. Ἡ μυστικὴ δύναμη ποὺ μπο­­ρεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν κόσμο καὶ νὰ κάνει τὴ γῆ μας πρόγευση τοῦ Παραδείσου!


Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος οι Ομολογητές



Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος οι Ομολογητές
Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος οι Ομολογητές

Ξιφος τελειοί Σαμωνάν και Γουρίαν, Και φλοξ Άβιβον, οις χαρά φλοξ και ξίφος. Πυρ πέμπτη δεκάτη, Άβιβον πέφνε, χαλκός ετάρους. Βιογραφία Ο Γουρίας και ο Σαμωνάς, αγωνιζόμενοι τον Ιερό αγώνα της χριστιανικής πίστης, συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα Αντωνίνο, κατά το διωγμό επί Διοκλητιανού. Και αφού υπέστησαν με θαυμαστή υπομονή πολλά βάσανα, αποκεφαλίσθηκαν. Ο Άβιβος έζησε λίγα χρόνια αργότερα και ήταν από ένα χωριό της Έδεσσας που ονομαζόταν Αποθελσαία. Τότε βασιλιάς ήταν ο Λικίνιος, ο γνωστός αντίπαλος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Άβιβος, λοιπόν, προχειρίσθηκε Ιεροδιάκονος και διακρινόταν για τη μεγάλη ευσέβεια του και τον πολύ ζήλο για το υπούργημά του. Ιδιαίτερα, όμως, διακρινόταν για τη θερμή αγάπη του στο Ιερό κήρυγμα, τηρώντας το θεόπνευστο λόγο της Αγίας Γραφής, που λέει: «Κήρυξαν τον λόγον, επιστήθι ευκαίρως ακαίρως, έλεγξαν, επιτίμησαν, παρακάλεσαν, εν πάση μακροθυμία και διδαχή». Κήρυξε, δηλαδή, το λόγο του Θεού, στάσου επιτηρητής και καθοδηγός στους ακροατές σου, όχι μόνο σε κατάλληλες περιστάσεις, αλλά και σ’ εκείνες που φαίνονται ακατάλληλες περιστάσεις, έλεγξε, επίπληξε, παρηγόρησε με κάθε μακροθυμία και με κάθε μέθοδο διδασκαλίας. Ο ηγεμόνας Λυσανίας, όταν είδε τον Άβιβο να προσελκύει πολλούς ειδωλολάτρες με το θερμό του κήρυγμα, τον συνέλαβε και αφού τον κρέμασε σε στυλό και τον έσχισε με σιδερένια νύχια, έπειτα τον οδήγησε έξω από την πόλη, όπου τον έριξε μέσα στη φωτιά, και έτσι ο Άβιβος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό.
 Απολυτίκιον 
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε. Tριάδος ισάριθμοι της Υπερθέου, σαφώς Γουρίας και Άβιβος και Σαμωνάς ο κλεινός, ένθεοι υπάρχοντες ταύτην τοις ασεβέσιν ωμολόγησαν άμα άθλων την τρικυμίαν αβλαβώς διελθόντες· και νυν ημάς κυβερνώσιν όρμον προς άκλυστον.
 Κοντάκιον
Ήχος β’. Τα άνω ζητών. Εξ ύψους σοφοί, την χάριν κομισάμενοι, των εν πειρασμοίς, προΐστασθε πανεύφημοι· διο κόρην Άγιοι, εκ θανάτου πικρού ερρύσασθε· υμείς γαρ όντως υπάρχετε, Εδέσσης η δόξα, και του κόσμου χαρά.
 Κάθισμα
Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ. Τριάδος της σεπτής, καταγγέλλοντες πίστιν, πολύθεον Σοφοί, των ειδώλων απάτην, ανδρείως καθείλετε, ως της πίστεως πρόμαχοι, κόρην ζώσαν δε, κατακλεισθείσαν εν τάφω, διεσώσατε, θανατηφόρου κινδύνου, υμάς μακαρίζουσαν. Ο Οίκος Της του εχθρού δουλείας με ρύσαι, Ιησού ζωοδότα, ταις των σων αθλητών εντεύξεσι δυσωπούμενος, όπως αδούλωτον κεκτημένος, των παθών την ψυχήν και το σώμα, ανευφημώ την αυτών οξυτάτην βοήθειαν· προφθάσαντες γαρ, του θανάτου ερρύσαντο κράζουσαν την κόρην, ην περ παρέθετο εκβοώσα η μήτηρ τοις μάρτυσιν· Υμείς όντως υπάρχετε, Εδέσσης η δόξα, και του κόσμου χαρά.

Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος οι Ομολογητές
Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος οι Ομολογητές



Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος οι Ομολογητές
Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος οι Ομολογητές
Άγιος Γουρίας
Άγιος Γουρίας
 Πηγή: saint.gr 



Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794) 

ο αναμορφωτής της πνευματικότητος του εν Ρωσία μοναχισμού



ag-paissios-velitskofskiΓεννήθηκε το 1722 στην Πολτάβα της Ουκρανίας, ο κατά κόσμον Πέτρος, από πατέρα ιερέα και μητέρα πού αργότερα έγινε μοναχή. Δεκαπέντε ετών μετέβη στη μονή Λιοΰμπεσκ και κατόπιν στη Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Πνευματικό οδηγό είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή νηπτικών έργων. Το 1742, ύστερα άπό διωγμούς Ουνιτών στην πατρίδα του, μετέβη στη Βλαχία και μόνασε εκεί επί τετραετία, λαμβάνοντας τ΄ όνομα Πλάτων. Το 1746 αναχώρησε για το πολυπόθητο Άγιον Όρος. Ασκήθηκε στην Καψάλα, όπου εκάρη μοναχός από τον Γέροντα του Βασίλειο με το όνομα Παΐσιος. Το 1758 χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς και απέκτησε δωδεκαμελή συνοδεία. Κατόπιν πήγε με τη συνοδεία του στο Κελλί του Προφήτου Ηλιού, το όποιο μετέτρεψε σε σκήτη, πού ανήκει στη μονή Παντοκράτορος. 360220-000Απέκτησε περί τους πενήντα καλούς μαθητές, για τους οποίους συνέταξε τυπικό κατά την αγιορείτικη τάξη, και άρχισε τις μεταφράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας στα σλαβικά, όπως Ισαάκ του Σύρου και Γρηγορίου του Σιναΐτου, διδάσκοντας σε όλους την ευχή του Ιησού. Το τελευταίο εξάμηνο της αγιορείτικης ζωής του το διήλθε στην Ιερά μονή Σίμωνος Πέτρας (1762). Μετά από δεκαεπτά χρόνων παραμονή στον ιερό Άθωνα, ο όσιος Παΐσιος επέστρεψε το 1763 στη Μολδαβία παίρνοντας μαζί του αρκετούς μοναχούς. Εγκαταστάθηκε στη μονή Δραγκομίρνα και απέκτησε πολλούς μαθητές Ρώσους, Ρουμάνους και Βουλγάρους. Τους δίδασκε καθη μερινά στη γλώσσα τους να τηρούν πενία, υπακοή, ταπεινοφροσύνη, σιωπή και να εντρυφούν στη μελέτη των νηπτικών πατέρων. Έγινε ηγούμενος της αρχαίας μονής του Νεάμτς, την οποία κατέστησε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με τις μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων και ασκητών και τη ζωή της ευχής του Ιησού. Αξιοσημείωτη είναι ή μετάφραση της Φιλοκαλίας (1793). Τη φήμη του αγίου Γέροντος Παϊσίου ακούγοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θέλησε να γίνει μαθητής του, μα εμποδίσθηκε από διάφορες συμπτώσεις κι επέστρεψε στο Άγιον Όρος. Στη μονή Νεάμτς ανεπαύθη ειρηνικά στις 15 Νοεμβρίου 1794 ο μεγάλος στάρετς, για το έργο του οποίου μιλούν πολλοί με δικαιολογημένο θαυμασμό. Υπήρξε αναζωογονητής του μοναχισμού στη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πολυάριθμοι και αξιόλογοι μαθητές του έγιναν, μετά την κοίμηση του, κήρυκες των διδαχών του. Οι μονές Δραγομίρνα, Σέκου και Νεάμτς ήταν τα κέντρα της λαμπρής ασκητικοφιλολογικής κινήσεως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όπου οι μαθητές του, με τη νηπτική τους εργασία και τ΄ ανεπτυγμένα φιλολογικά τους κριτήρια, μόχθησαν για την πνευματική ανύψωση της Μολδαβίας. Το πνεύμα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων μετέφερε ο όσιος Παΐσιος στα Βαλκάνια και τη Ρωσία. Τιμάται ιδιαίτερα από τους Ρώσους και τους Ρουμάνους. Η επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του έγινε από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1988 και από το Πατριαρχείο Ρουμανίας το 1992. Την πρώτη βιογραφία του έγραψε το 1817 ο μαθητής του μοναχός Μητροφάνης, πού στηρίχθηκε στην αυτοβιογραφία του οσίου Παϊσίου και στις προσωπικές αναμνήσεις του. Ακολούθησαν αρκετές άλλες, πού κυκλοφόρησαν ευρύτατα στα ρουμανικά και ρωσικά και μεταφράσθηκαν στα ελληνικά. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Νοεμβρίου. Πηγές: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ-agioritikesmnimes.blogspot.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου