ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

24 Νοεμβρίου μνήμη του Αγίου ιερομάρτυρος Κλήμεντος , επισκόπου Ρώμης και του εν Αγίοις πατρός ημών Κλήμεντος , αρχιεπισκόπου Αχρίδος

Άγιος  Ιερομάρτυς Κλήμης επίσκοπος Ρώμης



Ο άγιος Κλήμης τελεί την Θεία Λειτουργία. Τοιχογραφία του 11ου αιώνα στην βασιλική του αγίου στην Ρώμη.

Ο μακάριος πατήρ ημών Κλήμης έζησε στη Ρώμη επί Δομητιανού και των διαδόχων του, Νέρβα και Τραϊανού (μεταξύ 81 και 117). Σύμφωνα με ορισμένους καταγόταν από πριγκιπική οικογένεια και φέρεται ως μαθητής των Αποστόλων <1> και του ιδίου του αγίου Πέτρου: «Το κήρυγμά τους αντηχούσε στα αυτιά του, ή παράδοση τους ήταν ακόμη μπροστά στα μάτια του», έγραψε γι’ αυτόν ο άγιος Ειρηναίος <2>. Αφού έδωσε δείγματα του ευαγγελικού του ζήλου χειροτονήθηκε επίσκοπος Ρώμης (περί το 91), μετά τον άγιο Λίνο και τον άγιο Ανέγκλητο <3>. Υποστηρίζεται από κάποιους ότι υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης. Αλλά δεν υπάρχει πραγματική αντίφαση, διότι την εποχή εκείνη το επισκοπικό αξίωμα δεν διακρινόταν ευκρινώς από εκείνο του πρεσβυτέρου και ο Λίνος, ο Ανέγκλητος και ο Κλήμης, οι τρεις σπουδαιότεροι τότε μαθητές των Αποστόλων στην Εκκλησία της Ρώμης, θα μπορούσαν να αναλαμβάνουν διαδοχικώς ή εκ περιτροπής το λειτούργημα αυτό.
Ο άγιος Κλήμης στο κήρυγμά του ακολουθούσε πιστά το πρότυπο του κορυφαίου των Αποστόλων, αγίου Πέτρου. Ταπεινόφρων και πράος, εμβριθής γνώστης των Αγίων Γραφών όπως και των ελληνικών γραμμάτων, ήξερε να πείθει τους Εβραίους και τους εθνικούς μιλώντας τους για το άπειρο έλεος του Θεού και για την επαγγελία της αιωνίου Βασιλείας σε όσους θα ασπάζονταν με πίστη και ελπίδα την οδό της μετανοίας. Είναι συγγραφέας μιας περιώνυμης Επιστολής προς την Εκκλησία της Κορίνθου που άλλοτε ήταν ενταγμένη στον Κανόνα των Αγίων Γραφών και όπου προτρέπει ορισμένα νέα μέλη της κοινότητας εκείνης, τα οποία είχαν εξεγερθεί κατά των πρεσβυτέρων τους, να διαφυλάξουν την ενότητα των μελών του Σώματος του Χριστού, σεβόμενα την ιεραρχία που είχαν θεσπίσει οι Απόστολοι. Αποδίδονται επίσης σε αυτόν και άλλα κείμενα: οι Αποστολικοί Κανόνες, οι Διαταγαί των Αποστόλων και μία δεύτερη Προς Κορινθίους Επιστολή” έργα τα οποία άσκησαν μεγάλη επίδραση στην αρχαία Εκκλησία, αλλά είναι αμφίβολο αν προέρχονται από τη γραφίδα του <4>.
Ο άγιος Κλήμης κατάφερε να μεταστρέψει με το κήρυγμά του τη Θεοδώρα, σύζυγο του επάρχου Σισινίου, στενού φίλου του αυτοκράτορα Νέρβα. Μάλιστα οδήγησε και τον ίδιο τον Σισίνιο στο άγιο Βάπτισμα, αφού τον θεράπευσε θαυματουργικώς από την τύφλωση που του προκάλεσε η ασέβειά του. Ο διοικητής Πούπλιος, βλέποντας όλα αυτά και διαπιστώνοντας τις προόδους του χριστιανισμού μεταξύ των εθνικών, τον εξόρισε, κατόπιν διαταγής του αυτοκράτορα Τραϊανού, στην Ταυρική Χερσόνησο (Κριμαία), τόπο αφιλόξενο, στις ανατολικές εσχατιές της αυτοκρατορίας. Ο άγιος επίσκοπος βρήκε εκεί δύο χιλιάδες χριστιανούς καταδικασμένους σε καταναγκαστικά έργα στα λατομεία μαρμάρου. Τους παρηγορούσε στις θλίψεις τους με την υπόσχεση των αιωνίων αγαθών και έκανε για χάρη τους να αναβλύσει νερό μέσα στην έρημο. Ακόμη κι εκεί, ο λόγος του μετέστρεφε τις ειδωλολατρικές ψυχές στην αλήθεια και αναφέρεται ότι μέσα σε ένα χρόνο έκτισε εβδομήντα πέντε ναούς. Ο αυτοκράτορας όμως έστειλε μετά από λίγο εκεί ένα σκληρό διοικητή για νά θέσει τέρμα στους μαζικούς εκχριστιανισμούς. Τούτος επιτέθηκε πρώτα στον άγιο Κλήμη και αφού έβαλε να τον βασανίσουν, διέταξε να του δέσουν μία άγκυρα γύρω στον λαιμό και να τον ρίξουν στη Μαύρη Θάλασσα σε μέρος που να μην μπορούν οι πιστοί να βρουν το σώμα του για να το τιμήσουν (περί το 97).
Ο Θεός ωστόσο δεν άφησε το πνευματικό ποίμνιο του αγίου εντελώς ορφανό. Ενωτίσθηκε τις ικεσίες του και έκανε να τραβηχθεί θαυματουργικώς η θάλασσα, έτσι ώστε οι χριστιανοί να μπορέσουν να βρουν το σώμα του αγίου που βρισκόταν στον βυθό, τριακόσια μέτρα και περισσότερο από την ακτή. Έκτοτε κάθε χρόνο, την ημέρα της εορτής του αγίου, η θάλασσα αποτραβιόταν με τον ίδιο τρόπο, ώστε να μπορεί κανείς να πάει να προσκυνήσει το τίμιο λείψανο.
Πολλά χρόνια μετά, το 860, ο απόστολος των Σλάβων, άγιος Κύριλλος [11 Μαΐου], στάλθηκε από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, άγιο Φώτιο [6 Φεβρ.], στη Χερσόνησο για να βαπτίσει τους σλαβικούς πληθυσμούς. Αυτός βρήκε τότε το λείψανο του αγίου Κλήμεντος και έφερε ένα τμήμα του στη Βασιλεύουσα. Αργότερα του ανατέθηκε να μεταφέρει τα λείψανα αυτά στον πάπα Αδριανό Β’, στη Ρώμη. Ο δεσμός αυτός που δημιουργήθηκε με έναν από τους πρώτους επισκόπους της Ρώμης θα αποδειχθεί μεγίστης σημασίας για τη ρωσική ευσέβεια και θα επιτρέψει το βαθύτερο ρίζωμά της στην αποστολική παράδοση.
Σημειώσεις
1. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τον συνεργάτη του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος αναφέρεται στην Προς Φιλιππησίους Επιστολή 4, 3.
2. Κατά αιρέσεων, 3, 3.
3. Βλ. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησ. Ιστορία, Γ’, 15.
4. Η εν Τρούλλω Σύνοδος (692), Κανών 2, απέρριψε τις Αποστολικές Διαταγές, αλλά επικύρωσε τους 35 Αποστολικούς Κανόνες, που αποτελούν μέρος του Η΄βιβλίου των Διαταγών.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τρίτος – Νοέμβριος, σελ. 259-261)


Ο Άγιος Κλήμης ο θαυματουργός, Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος

Αντάξιος μαθητής των δύο πανσέπτων Άγιων ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου, των γνωστών ως φωτιστών των Σλαύων, υπήρξεν ο Άγιος Κλήμης ο θαυματουργός, Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και λαμπρότατος ποιμένας και διδάσκαλος της ευρύτερης περιοχής της Μοισίας[1], του οποίου η μνήμη τιμάται την 25ην Νοεμβρίου από όλους τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου.
Ακολουθώντας τα άγια βήματα των διδασκάλων του, εβάδισε στα ίχνη τους, έχοντας ως πρότυπον τον βίον τους, αλλά και της υπολοίπου σεπτής χορείας των μαθητών τους, γι΄ αυτό και με ποικίλα χαρίσματα εδοξάσθη από τον Κύριο και εφάμιλλος των αγγέλων ανεδείχθη, το δε όνομά του βίβλος ουράνια φέρει εγγεγραμμένο, σύμφωνα με τον ιερόν βιογράφον του.
Ενδεδυμένος την αρχιερατικήν στολήν παρέστη -όπως ο Παύλος- ενώπιον βασιλέων αλλόπιστων εθνών προκινδυνεύοντας και υπερμαχώντας της πίστεως του Αναστάντος Κυρίου, προβάλλοντας και επιδεικνύοντας ενστασιν «αθλητικήν».
Με το κήρυγμα του Ευαγγελίου και με το θείον βάπτισμα υπέδειξε τον δρόμον της ευσέβειας και εκάθαρε τα έθνη της Μοισίας από τις πλάνες και την απάτη του Σατανά, επαναφέροντας τους πλανωμένους στην οδόν, την όντως ευθείαν.
Δεν πτοήθηκε ούτε από την θρασύτητα των αγνωμόνων αρχόντων, ούτε ο φθόνος βέβηλων ιερέων έκαμψαν την παρρησίαν του, την οποίαν υπέρ των θείων δογμάτων επέδειξε.
Για τον λόγον αυτόν κατέστη μέγας, προπύργιον και αδιάσειστον έρεισμα για τους πιστούς. Ενώ με την αθλησή του τον «Βελίαρ» κατατρόπωσε και από την διά βίου μελέτην των θείων Γραφών, ωσάν μέλισσα συνέλεξε τον γλυκασμόν των αρετών, φθάνοντας στην ακρώρειαν -την κορυφήν- της αγιότητος.
Γι΄ αυτό και μόνη η επίκλησή του την ταρασσομένην καρδίαν των πιστών από τις ποικίλες δυσχέρειες του βίου την ιλαρύνει και με την γαλήνη των πρεσβειών του παύει τον τάραχόν της.
Έτσι η τιμία μυροθήκη των λειψάνων του υπερέβαλε την παλαιάν κολυμβήθραν του Σιλωάμ, αφού εκείνη μόνον έναν, μία φορά το χρόνο, όταν εταράσσετο το ύδωρ, εθεράπευε, ενώ αυτή ακατάπαυστα θεραπεύει, τα πλήθη τα πολλά, που τον επικαλούνται, από δυσίατα πάθη
Από την αφθονώτατη πηγή ιαμάτων, που έγινε η αγία λάρνακά του, οι ειλικρινώς προστρέχοντες απαλλάσσονται από την ψυχοφθόρον ενέδραν της δαιμονικής φάλαγγας, ανακουφίζοντας από τα άλγη του σώματος και με τις ευσπρόσδεκτες προς τον Κύριον ικεσίες του ο Άγιος, τους παρέχει μία ακαταμάχητη συμμαχία, ώστε να λυτρώνονται από τις ποικίλες του βίου περιστάσεις.
Ο δε σεπτός Ναός του κατέστη ιατρείον άμισθον και αδαπάνητον, καταφύγιον των μετανοούντων, όρμος γαληνότατος, πύργος αδιάρρηκτος και λιμάνι υπήνεμο, όπως διαφαίνεται από την ιεράν υμνολογίαν του.
Ο Άγιος Κλήμης φθάνοντας σε βαθύ γήρας, αρχιερεύς ήδη της περιοχής της Αχρίδος, και εξαντλώντας τον εαυτό του σε κόπους και πόνους και αγώνας αθλητικούς όλην του την σωματικήν δύναμιν, είχε πάντα μαζί του τον Άγιο Ναούμ, ο οποίος ποτέ του δεν εξεμάκρυνεν από τον λόγον του, αλλά τον εβοηθούσε και υπηρετούσε μέχρι της μακαρίας τελευτής του, όπως παλαιά ο Ααρών, τον Μωϋσή!.
«Κλήμης το κλήμα της αληθούς αμπέλου,
έσταξε νέκταρ θεογνωσίας τη κτίσει.
Θέσκελος εισέπτη Κλήμης πόλον είκάδι πέμπτη».
Δηλαδή ο Άγιος Κλήμης, το κλήμα της αληθινής Αμπέλου -που είναι ο Χριστός- έσταξε στην κτίση όλη, στους πιστούς, το νέκταρ της θεογνωσίας, της αληθινής πίστης του Ναζωραίου. Και συνεχίζει -ο ιερός βιογράφος του- ο Κλήμης ο θεσπέσιος εισήλθε στο ουράνιο στερέωμα την εικοστήν πέμπτην -του Μηνός Νοεμβρίου- δηλαδή η αγία ψυχή του συνάντησε τον πλάστην της.
Συγγραφέας του βίου και της πολιτείας του υπήρξεν ο αγιώτατος και αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος της πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας, κυρός Θεοφύλακτος, ο οποίος εχρημάτισε και μαΐστωρ των ρητόρων της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Άγιος Κλήμης υπήρξεν ένας εκ των αγίων επταρίθμων, συναθλούμενος και συγκακουχούμένος, οι οποίοι άγιοι περιερχόμενοι τα τότε «λιθοκάρδια» αυτά έθνη, θέλοντες να μεταφράσουν τις θείες Γραφές στην γλώσσα του κάθε Έθνους της περιοχής, υπέβαλαν τους εαυτούς τους σε νηστείαν πολλήν, επίπονον προσευχήν και της ψυχής κάκωσιν και συντριβήν και ταπείνωσιν. Γι΄ αυτό και ο Θεός τους έδωσε το ποθούμενον, αφού πάντα είναι πλησίον σε όσους τον επικαλούνται «εν πνεύματι αληθείας» πολλώ δε μάλλον σ΄ αυτούς τους αγίους, οι οποίοι άναψαν τον λύχνον των θείων Γραφών σε έναν τόπο αυχμηρόν πνευματικά, και αφιλόξενον.
Μεταξύ των εγκρίτων και αρίστων της ομάδος των αγίων επταρίθμων, οι οποίοι άρδευαν από την πνευματικήν πηγήν της διδασκαλίας τους, ήταν και οι δύο κατά σάρκα αδελφοί, Γοράσδος και Αγγελάριος, οι οποίοι με την οσμήν της γνώσης τους την χώραν των Βουλγάρων πλημμύρισαν.
Όλη αυτή η ομάδα των αγίων επταρίθμων επισκέφθηκαν στην Ρώμη τον τότε πάπα Αδριανόν -ευρισκόμεθα στον 9ον μΧ αιώνα, προ του οριστικού Σχίσματος των Εκκλησιών, που επήλθε το 1054 μ.Χ. Εκείνος ήτο περιχαρής, γιατί προ πολλού είχε καταπλαγεί από την «βροντήν» της φήμης τους και διακαώς ποθούσε να δει και την «αστραπήν» της Χάριτος, που τους επεσκίαζε. Εκείνος μελέτησε μαζί τους τις Γραφές μετεφρασμένες στην γλώσσα τους, τις προσήγαγε στην Αγία Τράπεζα, στο ιερόν θυσιαστήριο προς εξαγιασμόν υποδεικνύοντάς τους, ότι με τέτοιες θυσίες ευαρεστείται ο Θεός. Και όσους πιστούς με εγχώριαν παιδείαν και με σεμνότητα βίου κεκοσμημένους, υπέδειξαν στον Αρχιερέα της Ρώμης, τους εχειροτόνησε πρεσβυτέρους, διακόνους και υποδιακόνους, ώστε με την επιστροφήν τους να διδάξουν τα έθνη τους. Τον Μεθόδιον, φωτιστήν των Σλαύων, εχειροθέτησε Επίσκοπον Μοραβίας[2] της Παννονίας[3], κατ΄ αυτόν τον τρόπον τιμώντας τον με αυτό το αξίωμα, μάλλον δε την Επισκοπήν ετίμησε δι΄ αυτού, όπως χαρακτηριστικά ο ιερός βιογράφος του αναφέρει.
Ο Γοράσδος γνωρίζοντας και την ελληνικήν γλώσσαν, εμπλούτισε την εγχώριαν γλώσσα του με όρους πατερικούς και απέβη διαπρεπής ρήτωρ και κύριος του άμβωνος. Με τον αδελφόν του Αγγελάριον, τον Άγιον Κλήμη και τους λοιπούς αγίους· τις αιρέσεις του Ευνομίου και Βορνίχου κατετρόπωσαν και το Ορθόδοξον Δόγμα της Αγίας Τριάδος εδραίωσαν, εφυλακίσθηκαν, προπηλακίσθηκαν εδιώχθησαν, αλλά με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος ενίκησαν και αγίασαν.
Σημειώσεις:
  1. Μοισία: αρχαίον όνομα της μεταξύ του Αίμου και του Δουνάβεως χώρας
  2. Όνομα μεγάλης χώρας της περιοχής της Τσεχοσλοβακίας.
  3. Όνομα αρχαίας χώρας, αντιστοιχούσης προς την νοτίως του Δουνάβεως περιοχήν της σημερινής Ουγγαρίας.
Πηγή: Ημερολόγιον του έτους 2010, έκδοσις Ιεραποστολικού Συλλόγου «Φίλοι της Ιεράς Μητροπόλεως Βερατίου – Αλβανίας».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου