Βίος και πολιτεία του Αγίου πατρός Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού
Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως γεννήθηκε την Τρίτη 1 Οκτωβρίου του 1846
στην Σηλυβρία της Τουρκοκρατούμενης Θράκης, από ευσεβείς και φτωχούς
γονείς -τους Δήμο (Δημοσθένη) και Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά. Ο πατέρας
του καταγόταν από τα Ιωάννινα, ναυτικός στο επάγγελμα, και η μητέρα του
καταγόταν από την Σηλυβρία. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας και
είχε πέντε ή έξη αδέρφια: τον Δημήτριο, τον Γρηγόριο, τη Σμαράγδα, τη
Σεβαστή, τη Μαριώρα και τον Χαραλάμπη (το όνομα και η ύπαρξη του οποίου
εμφανίζονται στην διαθήκη του Αγίου, ενώ κάποιες πηγές τον θέλουν να
αντικατέστησε τον Άγιο ως διδάσκαλος στο χωριό Λιθί της Χίου). Κατά την
βάπτιση του δε, του δόθηκε το όνομα Αναστάσιος.
Τα πρώτα γράμματα μαζί με χριστιανικές διδαχές τα έλαβε από την μητέρα
του. Στη Σηλυβρία τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο. Ήταν ένα
ευφυέστατο παιδί με πολύ καλή μνήμη, που έδειξε την διδασκαλική και
θεολογική του κλίση από πολύ νωρίς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι
σε ηλικία μόλις επτά ετών, έραβε φύλλα χαρτιού μεταξύ τους με σκοπό να
φτιάξει βιβλία για να γράψει σε αυτά τα λόγια του Θεού, όπως ο ίδιος
είπε στην μητέρα του.
Κατόπιν μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε στην αρχή σε
καπνοπωλείο, τόσο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του όσο και
για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκείνο τον καιρό άρχισε
να μελετά και να συλλέγει ρητά και αποφθέγματα Αγίων Πατέρων και
κλασικών φιλοσόφων, τα οποία αποτέλεσαν το δίτομο βιβλίο «Ιερών και
φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα», που εξέδωσε το 1895. Τα συγκέντρωνε όχι
μόνο για δική του χρήση αλλά και για να μπορέσει να τα μεταφέρει στους
συνανθρώπους του και να τους ωφελήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής
της πλευράς του χαρακτήρα του είναι ότι έγραφε κάποια από αυτά τα
γνωμικά στις χάρτινες καπνοσακούλες του καπνοπωλείου, ώστε να τα
διαβάσουν και να ωφεληθούν όσοι τις χρησιμοποιούσαν. Η πρακτική αυτή δε,
έλυνε και το πρόβλημα της δημοσίευσης τους από εκείνον, ελλείψει
χρηματικών πόρων.
Πριν ακόμα συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του, προσελήφθη ως
παιδονόμος στο, εν Κωνσταντινούπολη, σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου
Τάφου (διευθυντής του σχολείου αυτού ήταν ο θείος του -από την πλευρά
της μητέρας του- Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης) όπου συνέχισε τις σπουδές
του, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν διδάσκοντας τις μικρότερες τάξεις. Την
ίδια περίοδο έλαβε χώρα και το πρώτο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου. Ενώ
βρισκόταν σε ιστιοφόρο και ταξίδευε για να πάει από την Κωνσταντινούπολη
στην ιδιαίτερη πατρίδα του -για να εορτάσει μαζί με την οικογένεια του
τα Χριστούγεννα- έπιασε μεγάλη τρικυμία. Με την παραίνεση και τις
προσευχές όμως του Αγίου, το πλοίο κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του
και έτσι γλύτωσαν την ζωή τους οι συνεπιβάτες του και φυσικά ο ίδιος.
Μετά την Κωνσταντινούπολη ήρθε η σειρά της Χίου να φιλοξενήσει τον
«Άγιο του 20ου αιώνα». Στην αρχή εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό
Λιθί, ενώ παράλληλα κήρυττε σε Ιερούς ναούς της περιοχής. Μετά την
πάροδο επτά ετών, εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην «Νέα Μονή», της Χίου,
σε ηλικία 27 ετών. Τρία χρόνια αργότερα έγινε μοναχός (στις 7 Νοεμβρίου
1876) και έλαβε το όνομα Λάζαρος, ενώ άρχισε να εργάζεται ως γραμματέας
του μοναστηριού. Λίγους μήνες αργότερα (στις 15 Ιανουαρίου 1877)
χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατά
την χειροτονία του, ήταν που έλαβε το όνομα Νεκτάριος. Το ίδιο έτος
(1877) έφυγε από την Νέα Μονή με άδεια και πήγε στην Αθήνα για να
συνεχίσει τις σπουδές του. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι τα
έξοδα των σπουδών του αυτών, κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη -ο Ιωάννης και ο
Δημοσθένης Χωρέμης. Στο νησί της Χίου επέστρεψε μετά από τρία έτη,
έχοντας στις αποσκευές του το πτυχίο του Γυμνασίου.
Στα τέλη Σεπτέμβρη του 1882 μετέβη στην Αλεξάνδρεια όπου παρουσιάστηκε
στον Πατριάρχη Σωφρόνιο και του εξέθεσε την επιθυμία του να συνεχίσει
τις σπουδές του, δίνοντας του και μια συστατική επιστολή από τον
Ηγούμενο της Νέας Μονής, Νικηφόρο. Ο Σωφρόνιος όντως τον βοήθησε
(αναλαμβάνοντας το Πατριαρχείο τα ένα μέρος από τα έξοδα των σπουδών, τα
υπόλοιπα τα κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη) θέτοντας του όμως ως όρο μετά το
πέρας των σπουδών του, να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και να εργαστεί
για το Πατριαρχείο.Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος, πήρε για άλλη μια φορά τον
δρόμο για την Αθήνα όπου γράφτηκε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, από την
οποία αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα. Στην Θεολογική Σχολή διδάχθηκε:
Δογματική, Ηθική, Παλαιά Διαθήκη, Εβραϊκά, Καινή Διαθήκη, Ποιμαντική,
Πατρολογία, Χριστιανική Αρχαιολογία, Κατηχητική, Συμβολική και Ιστορία
Δογμάτων. Την περίοδο των σπουδών του υπηρέτησε ως διάκονος στους ναούς:
της Αγίας Ειρήνης (Αιόλου), της Παντάνασσας (Μοναστηράκι) και στου
Αγίου Νικολάου (Πευκάκια).
Ήταν τέλη του 1885 ή αρχές του 1886 όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια
έχοντας τελειώσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή Αθηνών. Φτάνοντας
εκεί ανέλαβε αμέσως καθήκοντα ιεροκήρυκα. Στις 23 Μαρτίου του 1886
χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στον Ναό του Αγίου Σάββα από τον Πατριάρχη
Αλεξανδρείας, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ανήλθε στο αξίωμα του
Αρχιμανδρίτη. Εργάστηκε ως γραμματέας του Πατριαρχείου και κατόπιν ως
Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο. Τον Ιανουάριο του 1889 ο Πατριάρχης
Σωφρόνιος, αναγνωρίζοντας την αξία του Αγίου και βλέποντας την αγάπη με
την οποία τον περιέβαλαν οι πιστοί, τον χειροτόνησε Μητροπολίτη
Πενταπόλεως. Ο Άγιος ασκούσε τα καθήκοντα του με ζήλο και υποδειγματικό
τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ποίμνιο του να τον αγαπά όλο και
περισσότερο, ενώ -στον αντίποδα- κάποιοι στο Πατριαρχικό περιβάλλον
άρχισαν να τον συκοφαντούν -ζήλευαν την αγάπη που του είχαν οι
χριστιανοί αλλά και το μεγαλείο του χαρακτήρα του.
Οι συκοφάντες έριξαν τους σπόρους τους, κι εκείνοι βρήκαν γόνιμο έδαφος
στον υπερήλικο Πατριάρχη και φύτρωσαν. Αποτέλεσμα; Να αφαιρεθούν από
τον Άγιο Νεκτάριο τα αξιώματα του, και να του επιτραπεί μόνο να διαμένει
στο δωμάτιο του, χωρίς να μπορεί να κινείται στην περιοχή του Καΐρου
και στις γύρω κωμοπόλεις. Οι συκοφάντες όμως δεν έμειναν ικανοποιημένοι.
Συνέχισαν το βδελυρό τους έργο και έτσι, στις 11 Ιουλίου του 1890
εξεδόθη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας «απολυτήριο», με το οποίο
υποχρέωναν τον Άγιο να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, παρόλο που εκείνος είχε
συμμορφωθεί απόλυτα και χωρίς διαμαρτυρίες στις εντολές του Σωφρόνιου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το «απολυτήριο» δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες
της Εκκλησίας -δεν είχε γίνει εκκλησιαστική δίκη- αλλά και δεν του
καταβλήθηκαν οι μισθοί που του χρωστούσε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας από
την μέρα που χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως έως και την ημέρα
που τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από την Αίγυπτο.
Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος πήρε για τρίτη φορά τον δρόμο για την Αθήνα. Οι
συκοφάντες είχαν πετύχει το στόχο τους.Από την στιγμή που έφτασε στην
ελληνική πρωτεύουσα, άρχισε να αναζητά κάποια θέση που θα του επέτρεπε
να προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες του στους ανθρώπους. Μετά από ένα χρόνο
-δύσκολο λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης- διορίστηκε από την
Εκκλησία της Ελλάδος ιεροκήρυκας Ευβοίας, στις 15 Φεβρουαρίου του 1891.
Κοντά στους εκεί χριστιανούς έμεινε δυόμιση χρόνια, έως τον Αύγουστο
του 1893, όπου μετατέθηκε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Στην νέα του
θέση παρέμεινε μόλις μισό χρόνο.
Το ήθος του, ο εξαίσιος χαρακτήρας του, η ευσέβεια του, αλλά και οι
πράξεις του, έκαναν το ποίμνιο του να τον αγαπά σαν πατέρα και την φήμη
του να εξαπλώνεται συνεχώς. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στα αρμόδια "αυτιά",
στην Αθήνα, αποφασίστηκε ο Άγιος Νεκτάριος να διοριστεί διευθυντής της
Ριζαρείου σχολής, πράγμα που έγινε τον Μάρτιο του 1894. Στην διεύθυνση
της Ριζαρείου παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτών των
ετών έδωσε νέα πνοή στο ίδρυμα και βοήθησε στην εκπαίδευση και την
ανάδειξη πλήθους κληρικών και επιστημόνων. Παράλληλα συνέχισε -με
μεγαλύτερη μάλιστα ένταση- το συγγραφικό του έργο. Μια ασχολία που τον
συνόδευε από τα νεανικά του χρόνια και που χάρισε σε εμάς πνευματικούς
θησαυρούς γεννημένους στο μυαλό και την ψυχή του Αγίου Νεκταρίου.Τις
περισσότερες ώρες της ημέρας εργαζόταν για τις ανάγκες της σχολής και
τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του τον μοίραζε στην προσευχή, στην μελέτη,
στην συγγραφή και στην αγαπημένη του ασχολία: την φροντίδα λουλουδιών
και δέντρων. Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών της σχολής, το
καλοκαίρι του 1898, ο Άγιος Νεκτάριος επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου και
περιόδευσε στις εκεί μονές για σχεδόν δύο μήνες. Στο διάστημα αυτό
μελέτησε εκτενώς τα χειρόγραφα στις βιβλιοθήκες των μονών, προς
αναζήτηση υλικού για τις επιστημονικές εργασίες του.
Παράλληλα με τα καθήκοντα του διευθυντού της Ριζαρείου, αναλαμβάνει και
φιλανθρωπική δράση συνδράμοντας όσους είχαν ανάγκη σε πνευματικό και
υλικό επίπεδο. Η έντονη σωματική και πνευματική δράση εκείνων των ετών,
έδρασε αρνητικά την υγεία του Αγίου, ο οποίος αρρώσταινε όλο και πιο
συχνά. Τότε ήταν που στο μυαλό του γεννήθηκε η ιδέα της επιστροφής στον
μοναστικό βίο και ζήτησε από την Νέα Μονή Χίου το απολυτήριο του, ώστε
να μπορέσει να μονάσει όπου ήθελε. Το εν λόγω απολυτήριο εστάλη από την
Νέα Μονή στον Άγιο Νεκτάριο στις 24 Νοεμβρίου του 1900. Όταν κάποια
στιγμή ο Άγιος γνωρίστηκε με την Χρυσάνθη Στρογγυλού (μετέπειτα Ηγουμένη
Ξένη), μια τυφλή και ευσεβή γυναίκα, μπήκε το πρώτο λιθαράκι για την
δημιουργία της μονής στην Αίγινα. Η Χρυσάνθη μαζί με μερικές ακόμα
γυναίκες επιθυμούσαν να μονάσουν και αναζητούσαν ένα πνευματικό οδηγό,
τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου. Με παραίνεση του
άρχισαν να αναζητούν τόπο για την δημιουργία ενός μοναστηριού, και
τελικά κατέληξαν σε μια ερειπωμένη μονή -αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και
διαλυμένη από το 1834 με διάταγμα των Βαυαρών- στην Αίγινα. Όταν
επισκέφθηκε και ο Άγιος τον τόπο εκείνο, αποφασίστηκε να επισκευαστούν
τα παλαιά κτήρια της μονής και να ξανατεθεί το μοναστήρι σε λειτουργία.
Οι εργασίες για τον σκοπό αυτό ξεκίνησαν το 1904, η δε μονή θα ήταν
αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Ο Άγιος από την Αθήνα -ήταν ακόμα
διευθυντής στην Ριζάρειο- καθοδηγούσε τις μοναχές και όποτε έβρισκε
χρόνο επισκεπτόταν την μονή στην οποία έμελλε να περάσει τα τελευταία
χρόνια της ζωής του.
Μετά από τέσσερα χρόνια, έχοντας πλέον αποφασίσει να αποσυρθεί στο
μοναστήρι της Αίγινας και να ασχοληθεί με την οργάνωση του και την
πνευματική καθοδήγηση των καλογριών που το στελέχωναν, υπέβαλε την
παραίτηση του στο διοικητικό συμβούλιο της Ριζαρείου στις 7 Φεβρουαρίου
του 1908. Η παραίτηση έγινε δεκτή από το συμβούλιο, το οποίο τον
συνταξιοδότησε -ως ελάχιστη αναγνώριση του έργου του- με το σημαντικό
για την εποχή ποσό, των 250 δραχμών το μήνα. Στη μονή εγκαταστάθηκε μετά
το Πάσχα του ιδίου έτους, μιας και παρέμεινε στην θέση του διευθυντή
της Ριζαρείου μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης. Με δικά του έξοδα έκτισε
μια μικτή οικία, πλησίον αλλά εκτός της μονής, στην οποία θα κατοικούσε.
Αξιοσημείωτο είναι ότι έλαβε ενεργά μέρος στο κτίσιμο, κουβαλώντας χώμα
ή λάσπη και σκάβοντας, βοηθώντας τους τεχνίτες. Ποτέ, σε όλη του τη
ζωή, δεν θεώρησε κάποια εργασία ανάξια του. Πάντα έκανε ότι περνούσε από
το χέρι του, με ιδιαίτερη χαρά, ζήλο και ταπεινοφροσύνη!
Μια υπόθεση στην οποία αφιέρωσε κόπο και χρόνο ήταν αυτή της επίσημης
αναγνώρισης της Μονής από την Εκκλησία της Ελλάδος. Αναγνώριση που
τελικά επιτεύχθηκε τέσσερα χρόνια μετά την κοίμηση του, και ανακοινώθηκε
στις μοναχές με επιστολή του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, στις 15 Μαΐου
του 1924.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Άγιος Νεκτάριος έπασχε από χρόνια
προστατίτιδα, η οποία του δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Τελικά
συμφώνησε στις συστάσεις των γιατρών και ήρθε στην Αθήνα στο Αρεταίειο
νοσοκομείο. Εκεί νοσηλεύτηκε -στον 2ο θάλαμο του 2ου ορόφου (ήταν
θάλαμος Γ θέσης: απορίας)- για δύο σχεδόν μήνες. Στο πλευρό του, καθ'
όλη την διάρκεια της νοσηλείας του, ήταν συνεχώς -και εναλλάσσονταν σε
βάρδιες- οι μοναχές Ευφημία και Αγαπία. Τελικά γύρω στα μεσάνυχτα της
8ης προς 9ης Νοεμβρίου του 1920 ανεχώρησε για τους Ουρανούς, σε ηλικία
74 ετών.
Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στην Αίγινα και από το λιμάνι μέχρι
την Μονή το μετέφεραν στα χέρια τους οι πιστοί. Όλο το νησί θρηνούσε μα
περισσότερο απ' όλους οι μοναχές που έχασαν τον Πατέρα και Οδηγό τους.
Το ιερό του σκήνωμα ήδη είχε αρχίσει να αναδίδει ευωδία. Η ταφή του,
έγινε στο προαύλιο της Μονής δίπλα στο αγαπημένο του πεύκο.Όταν μετά από
έξη μήνες άνοιξαν το μνήμα για να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα
-δωρεά της Ριζαρείου- το σκήνωμα του εξακολουθούσε να ευωδιάζει χωρίς να
παρουσιάζει το παραμικρό σημάδι αλλοίωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα το
μνήμα ξανανοίχτηκε και το ιερό σκήνωμα του εξακολουθούσε να παραμένει
άφθαρτο και ευωδιάζον. Το ίδιο συνέβη και τρία χρόνια μετά την κοίμηση
του. Συνολικά το σκήνωμα του παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για είκοσι
ολόκληρα χρόνια!
Τριάντα δύο χρόνια, δε, μετά την κοίμηση του έγινε η ανακομιδή των
λειψάνων του, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953, από τον Μητροπολίτη
Προκόπιο.Η επίσημη αναγνώριση του, ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας,
έγινε το 1961 με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Τότε καθορίστηκε και η 9η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτής του
Αγίου Νεκταρίου.
Οσία Θεόκτιστη
Η ΕΚ ΛΕΣΒΟΥ- Η ΕΝ ΠΑΡΩ ΑΣΚΗΣΑΣΑ
Η
Οσία Θεοκτίστη η Λεσβία, είναι η δεύτερη πολιούχος του νησιού της
Πάρου μετά την Παναγία, μαζί με τους μετέπειτα δυο προστάτες του νησιού:
τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο και τον Άγιο Αρσένιο κατατάχθηκαν πολλούς
αιώνες αργότερα στη σεπτή χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας.
Η
οσία Θεοκτίστη γεννήθηκε στην αρχαία πόλη της Λέσβου Μήθυμνα, τον
σημερινό Μόλυβο τον Θ’ αιώνα. Από πολύ μικρή έχασε τους γονείς της και
οι συγγενείς της την παρέδωσαν, σ’ ένα παρθενώνα, σ’ ένα γυναικείο
μοναστήρι. Εκεί οι μοναχές την ανέθρεψαν και όταν μεγάλωσε έγινε
μοναχή.Σε μια επιδρομή τους στη Λέσβο, Άραβες σηρακινοί πειρατές από τη
Κρήτη, αιχμαλώτισαν μαζί με άλλες κοπέλες τη μοναχή Θεοκτίστη.
Μετά
από αυτή την επιδρομή οι πειρατές κατευθύνθηκαν με τα πλοία τους προς
την βόρεια Αφρική για να πουλήσουν το έμψυχο φορτίο τους στα
σκλαβοπάζαρα. Στο μακρύ τους ταξίδι πέρασαν από τη Πάρο και προσάραξαν
στο λιμανάκι της Νάουσας. Εκεί έβγαλαν τις αιχμάλωτες για να συνέλθουν
από τη ναύτια και να υπολογίσουν τι άξιζε η καθεμία τους σε χρήμα. Η
οσία προφασίστηκε κάποια φυσική της ανάγκη και κατάφερε να ξεφύγει στο
πυκνό τότε δάσος του νησιού.Οι πειρατές μόλις κατάλαβαν ότι τους ξέφυγε
άρχισαν να ερευνούν όλη τη γύρω περιοχή χωρίς αποτέλεσμα. Η οσία έτρεχε
χωρίς σταματημό. Μετά από ώρα σταμάτησε σε ένα ύψωμα ,που φαίνοταν
καθάρα το λιμάνι και είδε το πλοίο με τους πειρατές να φεύγει . Εκείνη
τη στιγμή η οσία έπεσε στα γόνατα και δόξαζε το Θεό για τη σωτηρία της.
Έτσι περιπλανώμενη η οσία βρέθηκε στο μεγάλο ναό της Παναγίας που
αργότερα ονομάσθηκε Εκατονταπυλιανή. Εκείνη την εποχή το νησί ήταν
έρημο, διότι οι κάτοικοι έφευγαν για να γλυτώσουν από τις πειρατικές
επιδρομές .
Η
αγία Θεοκτίστη έζησε περί τα 35 χρόνια μέσα στο ναό της Θεοτόκου ,γυμνή
και ανυπόδητη, έχοντας ως τροφή άγρια χόρτα και αγίασμα που αναβλύζει
ακόμα και σήμερα κάτω από την αγία τράπεζα του ναού. Κάποτε ήρθαν στην
Πάρο, κυνηγοί από την Εύβοια για να κυνηγήσουν στο δάσος του
νησιού. Ένας από τους κυνηγούς, που ήταν θεοσεβής πέρασε από τον ναό
για να προσκηνύσει.Την ώρα που μπήκε στο ναό ο κυνηγός αιφνιδιάστηκε
,γιατί είδε μια μυστηριώδη γυναικεία παρουσία . Εκείνη του ζήτησε να της
ρίξει κάποιο ένδυμα για να καλυφθεί.Ο κυνηγός έπεσε στα γόνατα της και
την παρακάλεσε να τον ευλογήσει γιατί ήξερε οτί σίγουρα πρόκειται για
αγία. Εκείνη του είπε ότι η θεϊκή βούληση τον έφερε κοντά της και του
ζήτησε την επόμενη φορά που θα έρθει ξανά στο νησί για κυνήγι να της
φέρει αγία κοινωνία για να μεταλάβει γιατί ένιωθε ότι πλησίαζε το τέλος
της.
‘Ετσι
και έγινε, την επόμενη φορά που ήρθε ο κυνηγός στο νησί , της πήγε θεία
κοινωνία για να μεταλάβει και έπειτα έφυγε για να πάει να κυνηγίσει.
Στην επιστροφή του από το κυνήγι και πριν αναχωρίσει για την Εύβοια ο
κυνηγός πέρασε από τον ναό για να αποχαιρετίσει την αγία., την βρήκε
όμως νεκρή. Αιφνιδιασμένος ο κυνηγός πήρε το σώμα της και το έθαψε μέσα
στο ναό της Παναγίας Εκατονταπυλιανής.
Ο εορτασμός την μνήμης της γίνεται στην 9η Νοεμβρίου και στην Πάρο είναι ημέρα επίσημης αργίας για το νησί.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Μηθύμνης τόν γόνον καί θεῖον βλάστημα καί Παρίων τό κλέος καί τό ἐντρύφημα, Θεοκτίστην τήν Ἁγίαν εὐφημήσωμεν. Χαίροις βοῶντες πρός Αὐτήν, καλλιπάρθενε ἀμνάς καί Νύμφη τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὧ καί πρεσβεύεις ἀδιαλείπτως τοῦ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Κωνσταντίνος Μαύρης
Φοιτητής Θεολογίας Αθηνών
21 Οκτωβρίου 2013
Φώτης Κόντογλου - Ὁ Ροβινσώνας τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁσία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
«Μέγα
τὸ κατόρθωμα τοῦ σοῦ βίου, Μῆτερ, ἀληθῶς. Ἐκπλήττεις γὰρ τῶν πιστῶν
πάσαν ἀκοὴν τοῖς σοῖς ἀριστεύμασιν. Ὅτι ὡς ἄγγελος ἐπὶ γῆς... Ὁσία,
ἐβίωσας καὶ ἀγγέλοις καθωμοίωσαι».
«Δίκαιος
ὥσπερ λέων πέποιθε», λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν. Κι᾿ ἀληθινά, ὅλοι οἱ ἅγιοι
σταθήκανε σὰν λιοντάρια στὴν πίστη τους, ὄχι μοναχὰ τὰ παλληκάρια, ἀλλὰ
καὶ τὰ ἄκακα γεροντάκια κ᾿ οἱ γυναῖκες, ποὺ εἶναι ἀπὸ φυσικὸ τοὺς
φοβιτσιάρες.
Ἡ
χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι ἡρωική. Ὅποιος ἔχει πίστη δὲν φοβᾶται τίποτα,
παρεκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ παλληκαριά, ποὺ ἔχουνε ὅσοι ἀγωνίζουνται γιὰ τὰ
πράγματα τούτου τοῦ κόσμου, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὴν ἀφοβία καὶ
στὴν καρτερία ποὺ δείξανε οἱ ἅγιοι, ὄχι μοναχὰ οἱ μάρτυρες, ἀλλὰ κ᾿ οἱ
ὅσιοι κ᾿ οἱ ἱεράρχες. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀντρείους του κόσμου μπορεῖ νὰ
ἀντέξη στὴν καταφρόνεση; Ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ ὑπομένη τὶς ἄδικες
κατηγόριες; Ποιὸς γυρίζει τὸ πρόσωπό του κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο μέρος γιὰ νὰ
τὸν χτυπήσουν, χωρὶς νὰ ἀντισταθῆ; Ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη ν᾿ ἀγαπᾶ τοὺς
ὀχτρούς του καὶ νὰ παρακαλῆ γι᾿ αὐτούς;
Μὰ
καὶ στὰ σωματικά, ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀρνηθῆ τὸν κόσμο καὶ νὰ πάγη
νὰ ζήση στὴν ἐρημιὰ σὰν τὸ ἀγρίμι, χωρὶς καμμιὰ παρηγοριά, δίχως νὰ
βλέπη ἴσκιον ἀνθρώπου, καὶ νὰ θρέφεται μὲ ἄγρια χορτάρια, ἔχοντας γιὰ
σπίτι κανένα σκοτεινὸ καὶ ὑγρὸ σπήλαιο;
Ναί,
ἡ πίστη κάνει σὰν ἀτσάλι καὶ τὴν πιὸ τρυφερὴ καρδιά. γιὰ τοῦτο ἔγραφε
κι᾿ ὁ θεόγλωσσος Παῦλος «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ
δυνάμεως» (Τιμόθ. Β´, α´, 7).
Ἀνάμεσα
στοὺς ἅγιους, εἶναι κάποιοι ποὺ ἡ γενναιότητά τους κι᾿ ὁ σκληρὸς τρόπος
τῆς ζωῆς τοὺς ξεπερνᾶ τόσο πολὺ τὸ σύνορο ποὺ φτάνει ἡ ἀντοχὴ τῆς
ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ φαίνουνται ἀπίστευτα στὸν ἄπιστο, ἐνῶ ὁ πιστὸς
δακρύζει διαβάζοντας τὸ βίο τους καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ δίνει τέτοια
δύναμη σὲ κείνους ποὺ ἀρνηθήκανε τὰ πάντα γιὰ τὄνομά του. Μιὰ τέτοια
ἀδάμαστη ψυχὴ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ στάθηκε ἡ ἁγία Θεοκτίστη ἡ
Λεσβία.
Αὐτὴ
ἡ ἁγία γεννήθηκε στὴ φημισμένη Μήθυμνα, ποὺ σήμερα λέγεται Μόλυβος, μιὰ
μικρὴ πολιτεία ποὺ βρίσκεται στὰ βορινά της Μυτιλήνης, ἀντίκρυ στὸν
κάβο-Μπαμπὰ τῆς Ἀνατολῆς. Στὴ Μήθυμνα γεννηθήκανε στὰ ἀρχαῖα χρόνια
πολλοὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, κι᾿ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς κι᾿ ὁ Ἀρίωνας, ὁ
μεγάλος μουσικός, ποὺ τὸν παριστάνανε καβαλλικεμένον σ᾿ ἕνα δελφίνι, μὲ
τὴ λύρα στὰ χέρια, θέλοντας νὰ δείξουνε πὼς μάγευε καὶ τὰ ζῶα μὲ τὴν
τέχνη του.
Λοιπόν,
κ᾿ ἡ ἁγία Θεοκτίστη εἶχε πατρίδα τὴ Μήθυμνα. Ἀλλὰ ἀσκήτεψε καὶ
κοιμήθηκε στὴν Πάρο, καὶ τὸ λείψανό της βρίσκεται στὴν Ἰκαριά. Κ᾿ οἱ
πατριῶτες τῆς τὸ εἴχανε καημὸ νὰ μὴν ἔχουνε αὐτοὶ τὸ ἅγιο λείψανό της,
καὶ δὲν πάψανε νὰ ἐνεργοῦνε, ὡς ποὺ σήμερα ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθούσανε, καὶ
ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ λείψανο τῆς ἁγίας θὰ δοθῆ στοὺς Μηθυμναίους, μὲ τὴν
ἄδεια τοῦ μητροπολίτου Σάμου σεβ. Εἰρηναίου, καὶ θὰ θησαυρισθῆ σὲ μία
ἐκκλησία ποὺ θὰ χτίσουνε στὴ μνήμη της.
Ἡ ἁγία Θεοκτίστη γεννήθηκε πρὶν ἀπὸ χίλια ἑκατὸ χρόνια, τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε βασιλιὰς στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Λέοντας ὁ Σοφός.
Ὅπως
εἶναι συνηθισμένο σὲ τέτοιες ψυχές, ποὺ ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς
Ἰωάννης δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ αἷμα κι᾿ ἀπὸ θέλημα ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ
Θεό, ἡ ἁγία Θεοκτίστη ἀπὸ μικρὴ ἔτρεχε στὴν ἐκκλησία νὰ ξεδιψάση σὰν
ζαρκάδι διψασμένο, ὡς ποὺ πεθάνανε οἱ γονιοί της καὶ κείνη πῆγε σ᾿ ἕνα
μοναστήρι κ᾿ ἔγινε μοναχή, στὸ ἄνθος τῆς νιότης της. Μὰ κι᾿ ἀπὸ τὸ
μοναστήρι ἔτρεχε νὰ βοηθήση ὅπου ὑπῆρχε δυστυχισμένος, ἄρρωστος, φτωχὸς
κι᾿ ἀπροστάτευτος ἄνθρωπος.
Μιὰ χρόνια πεθύμησε νὰ δὴ τὴ μεγαλύτερη ἀδελφή της καὶ κατέβηκε στὴ Μήθυμνα ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸ Πάσχα.
Κεῖνον
τὸν καιρὸ ρημάζανε τὰ νησιὰ καὶ τ᾿ ἀκρογιάλια τῆς Ἀνατολῆς οἱ
μπαρμπερίνοι κουρσάροι. Εἶχε φανερωθῆ τότες ἕνας ἀράπης Νίσσυρης, ἄγριο
σκυλόψαρο, ποὺ γύριζε παντοῦ μὲ τὰ καράβια του, κι᾿ ὅπου ξεμπαρκάριζε
δὲν ἄφηνε πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα. Ἅρπαζε, ξέσκιζε, σκότωνε, ἀτίμαζε τὶς
γυναῖκες, σκλάβωνε τοὺς ἄντρες, ἀλλαξοπιστοῦσε τοὺς χριστιανούς.
Πῆγε
λοιπὸν κι᾿ ἄραξε σὲ μία ἔρημη θαλασσοβραχιά, βορινὰ ἀπὸ τὴ Μήθυμνα,
δίχως νὰ τὸν πάρουνε εἴδηση, μπῆκε μὲ τ᾿ ἀραπομάνι τοῦ στὸ χωριὸ τὴ
νύχτα, τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι κοιμόντανε, καὶ μέσα σὲ λίγο τὸ διαγούμισε, δὲν
ἄφησε ἄψαχτο σπίτι, σκότωσε, ἀτίμασε, καὶ τοὺς ζωντανούς, ἄντρες καὶ
γυναῖκες, τοὺς πῆρε σκλάβους γιὰ νὰ τοὺς πουλήση. Ἀνάμεσα στοὺς σκλάβους
ἤτανε κ᾿ ἡ Θεοκτίστη, δεκαοχτὼ χρονῶν κορίτσι.
Κάνανε
πανιά, κ᾿ ἐπειδὴ εἴχανε πρύμο τὸ βοριά, τραβήξανε καὶ πήγανε στὴν Πάρο,
ποὺ ἤτανε ὁλότελα ἔρημη κ᾿ εἶχε ρουμανιάσει, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν εἴχανε
κάνει λημέρι οἱ πειράτες.
Ἡ
Θεοκτίστη, μαζεμένη σὲ μία γωνιὰ μέσα στ᾿ ἀμπάρι, ἤτανε σκεπασμένη μὲ τὸ
ράσο τῆς κ᾿ ἔλεγε μέσα της τὴν προσευχή της, τὸ ψαλτήρι, τὴ δέηση τοῦ
Ἰωνᾶ ποὺ τὸν κατάπιε τὸ θεριόψαρο, τὴν προσευχὴ τῶν Τριῶν Παίδων μέσα
στὸ καμίνι, τὴν προσευχὴ τοῦ Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων.
Εἴπαμε
πὼς ἡ Πάρος ἤτανε ἔρημη καὶ ρουμανιασμένη, καὶ δὲν φαινότανε ἀπάνω τῆς
μηδὲ ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο. Τὸ μεγάλο χωριό, ἡ Παροικιά, εἶχε γίνει ἕνας
σωρὸς ἀπὸ πέτρες, κι᾿ ἀνάμεσά τους εἴχανε θεριέψει τὰ ἀγριοχόρταρα καὶ
τ᾿ ἀγριόδεντρα. Ὁ ἀγέρας φυσοῦσε καὶ χοχλακοῦσε τὸ πέλαγο, ἔρημο καὶ
κεῖνο τῆς ἀνεμάλλιαζε τὰ δέντρα καὶ τὰ χορτάρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν
φαινότανε πουθενά. Μοναχὰ τὴ νύχτα ἀκουγόντανε τὰ τσακάλια ποὺ
οὐρλιάζανε καὶ τὰ φίδια ποὺ σφυρίζανε.
Ἐκεῖ
στὴν Παροικιὰ ὑπῆρχε μία μεγάλη καὶ φημισμένη ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας,
χτισμένη κοντὰ στὴ θάλασσα. Σώζεται ὡς τὰ σήμερα καὶ τὴ λένε
Ἐκατονταπυλιανή, χτίριο ἀπὸ τὰ πιὸ ἀρχαία κι᾿ ἀπὸ τὰ πιὸ σπουδαία της
Χριστιανοσύνης.
Κατὰ
τὸν καιρὸ ποὺ ἔγινε τούτη ἡ ἱστορία, αὐτὴ ἡ ἐκκλησιὰ εἶχε ρημάξει, καὶ
τὰ μάρμαρα κειτόντανε σπασμένα ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. Ὁ γύρω τόπος ἤτανε
δασωμένος, καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐκκλησιὰ εἴχανε φυτρώσει βάτα,
σκοῖνοι, πουρνάρια καὶ τσουκνίδες.
Οἱ
μπαρμπερίνοι ἀράξανε τὰ καράβια τοὺς στὸ λιμάνι, ποὺ εἶναι σίγουρο ἀπὸ
κάθε καιρό, βγήκανε ἔξω, βγάλανε ἔξω καὶ τοὺς σκλάβους, κι᾿ αὐτοὶ
σκορπίσανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ψάχνοντας ὅπως πάντα.
Τότε
ἡ Θεοκτίστη, σιγὰ-σιγά, δίχως νὰ τὴν καταλάβουνε, ξεμάκρυνε, καὶ χώθηκε
στὰ πυκνὰ δέντρα, καὶ τρύπωσε ὅσο μπόρεσε πιὸ βαθιά. Ἄκουσε τοὺς
κουρσάρους νὰ φωνάζουνε, μὰ αὐτὴ εἶχε χωθῆ σὲ μία τρύπα καὶ δὲν
ἀνάσαινε, τρέμοντας ἀπὸ τὸ φόβο της.
Ὁ Θεὸς τὴν προστάτεψε, κ᾿ οἱ κουρσάροι, ἀφοῦ ψάξανε λίγο, κάνανε πανιὰ καὶ φύγανε.
Σὰν
εἶδε ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ δέντρα τὰ καράβια νὰ πιάνουνε τὸ πέλαγο, γονάτισε
καὶ φχαρίστησε τὸ Θεό. Δὲν φοβήθηκε τίποτα, δὲν ἔβαλε μὲ τὸ νοῦ της πὼς
ἤτανε ὁλομόναχη ἀπάνω σὲ κεῖνο τὸ ἀγριονήσι, τί θάτρωγε, τί θάπινε, τί
θὰ ντυνότανε! Τὰ ροῦχα τῆς ἤτανε ξεσκισμένα ἀπὸ τὰ παλιούρια, τὰ πόδια
καὶ τὰ χέρια τῆς ματωμένα ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια. Μὰ αὐτὴ δόξαζε τὸν Κύριο ποὺ
γλύτωσε τὴν ψυχή της. Τὸ κορμί της δὲν τὸ συλλογιζότανε ὁλότελα, κ᾿
ἔλεγε μέσα της τὰ λόγια τοῦ Δαυΐδ: «Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιὰς
θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι Σὺ Κύριε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ».
Ἐβγῆκε
λίγο στὸ ξέφωτο, καὶ πῆγε κοντὰ στὴν ἀκροθαλασσιά. Ὁ ἀγέρας φυσοῦσε καὶ
τὰ δέντρα βογκούσανε. Ἡ θάλασσα βούιζε, τὸ πέλαγο ἄφριζε, μαβὶ κι᾿
ἀπέραντο. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε πουθενά. Μοναχὰ οἱ γλάροι φωνάζανε
ἀπὸ πάνω της, σὰν νὰ ἀπορούσανε βλέποντας τὴν. Κατάλαβε πὼς ἤτανε
ὁλομόναχη σὲ κείνη τὴν ἔρημο, ζωσμένη ἀπὸ τὰ ἀτελείωτα νερά. Γονάτισε
στὸν ἄμμο κ᾿ ἔκανε τὴν προσευχή της. Παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὴν
προστατέψη, καὶ τὸν φχαρίστησε γιατὶ τὴν ἔρριξε σὲ κεῖνο τὸ ρημονήσι,
ἀντὶ νὰ παραπονεθῆ, ὅπως θὰ κάναμε ἐμεῖς. Ἐκείνη σκέφθηκε πὼς ἡ
ἀνεξιχνίαστη σοφία τοῦ Θεοῦ τὴν ἐπήγε σὲ κεῖνο τὸ μέρος γιὰ νὰ τὴ σώσῃ
ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Γιατὶ εἶχε φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι της
ἐπειδὴ πεθύμησε νὰ δῇ τὴν ἀδελφή της, ἐνῶ εἶχε ἀρνηθῆ τὸν κόσμο γιὰ
Ἐκεῖνον ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα τοῦ
περισσότερο ἀπὸ μένα, δὲν εἶναι ἄξιός μου». Ἡ φύση μας δένει σφιχτὰ μὲ
τὰ δεσμά της. Λοιπόν, ἴσως ἡ ἀγάπη τῆς ἀδελφῆς της νὰ τὴν παραπλανοῦσε.
Ἴσως ὁ φυσικὸς δεσμὸς τῆς σάρκας νὰ χαλάρωνε στὴν ψυχὴ τῆς τὸν
πνευματικὸ δεσμὸ μὲ τὸν Χριστό. Γι᾿ αὐτό, Ἐκεῖνος ποὺ οἰκονομᾶ τὰ πάντα
γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ πλάσματός του, τὴν παράδωσε στοὺς κουρσάρους, γιὰ νὰ
τὴ φέρουνε στὴν ἔρημο ποὺ τὴν ἅγιασε, ὅπως ἅγιασε τὸν Ἀντώνιο καὶ τοὺς
ἄλλους ἀσκητάδες.
Τριανταπέντε
χρόνια περάσανε ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ἀπόμεινε ὁλομόναχη ἡ Θεοκτίστη στὸ
ρημονήσι τῆς Πάρου, χωρὶς νὰ μάθη κανεὶς τί ἀπόγινε, ζοῦσε ἢ πέθανε. Μὰ
καὶ κανένας δὲν ἤξερε πὼς βρισκότανε ζωντανὸς ἄνθρωπος ἀπάνω σὲ κεῖνο τὸ
ξεχασμένο νησί. Φαίνεται πὼς κ᾿ οἱ κουρσάροι δὲν ξαναπήγανε, γιατὶ
εἴχανε καλύτερες φωλιὲς ποὺ τρυπώνανε, σὲ ἄλλα νησιά, καὶ βρίσκανε
καλύτερες βίγλες γιὰ νὰ παραφυλάγουνε τὰ καράβια ποὺ περνούσανε
κοντύτερα στὴν Ἀνατολή.
Στὰ
τριανταπέντε χρόνια, ἔτυχε νὰ στείλη ἀπὸ τὴν Πόλη ὁ βασιλιὰς Λέοντας
καράβια μὲ στρατὸ γιὰ νὰ πολεμήση τοὺς Ἄραβες ποὺ βαστούσανε τὴν Κρήτη,
κι᾿ ἀπὸ κεῖ κουρσεύανε πολιτεῖες καὶ χωριά, ὅπως εἴδαμε πὼς ἔκανε ὁ
Νίσσυρης στὴ Μήθυμνα. Ἀρχηγὸς ἀπάνω στὰ καράβια διορίστηκε ἕνας καλὸς
πολεμιστής, Ἡμέριος τὄνομά του. Ἀνάμεσα στὴ συνοδεία του βρέθηκε κι᾿ ὁ
Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, σπουδασμένος συμβουλάτορας τοῦ βασιλέα, ποὺ εἶχε
γράψει πολλοὺς βίους τῶν ἁγίων.
Σὰν
νὰ ἤτανε ἀπὸ θεϊκὴ οἰκονομία καὶ βρέθηκε μέσα σὲ κεῖνα τὰ καράβια ὁ
Συμεών, γιὰ νὰ γράψη τὸν παράδοξο βίο τῆς ἁγίας Θεοκτίστης. Γιατί, σὰν
φτάξανε κοντὰ στὴ Νιό, ὁ καιρὸς φουρτούνιασε, καὶ στενευτήκανε νὰ
ποδίσουνε στὴν Πάρο. Καὶ σὰν βγήκανε στὴ στεριά, πήγανε νὰ προσκυνήσουνε
τὴ φημισμένη ἐκκλησιὰ τῆς Ἐκατοπυλιανῆς, ποὺ τὴν εἴχανε ἀκουστά τους.
Ἐκεῖ ποὺ βλέπανε τὰ χαλάσματα κι᾿ ἀπορούσανε σὲ τί κατάσταση εἶχε
καταντήσει ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο χτίριο, εἴδανε ἄξαφνα νἄρχεται κατὰ τὸ
μέρος τοὺς ἕνας καλόγερος, σκελετωμένος, κίτρινος καὶ ξυπόλητος, μ᾿ ἕνα
ράσο ἀπὸ γιδότριχα. Αὐτὸς δὲν θέλησε νὰ τοὺς πῆ πὼς βρέθηκε σὲ κεῖνο τὸ
μέρος, μοναχὰ τοὺς εἶπε, σὰν τὸν ρωτήσανε, πὼς τὸ μαρμαρένιο κιβώριο ποὺ
σκέπαζε τὴν ἁγία Τράπεζα τὸ εἴχανε σπάσει οἱ κουρσάροι τοῦ Νίσσυρη,
θέλοντας νὰ τὸ πάρουνε γιὰ νὰ τὸ πάνε στὴν Κρήτη. Καὶ πὼς δὲν μπορέσανε
νὰ τὸ κλέψουνε, καὶ πὼς φεύγοντας ἀπὸ τὴν Πάρο τὸ καράβι τοῦ Νίσσυρη
τσακίστηκε στ᾿ ἀκρωτήρι τῆς Εὔβοιας τὸ λεγόμενο Ξυλοφάγος (τὸν σημερινὸ
Κάβο-Ντόρο), καὶ πνίγηκε κεῖνος ὁ χριστιανομάχος Νίσσυρης μαζὶ μὲ τοὺς
ληστοσυντρόφους του.
Τοὺς
εἶπε κι᾿ ἄλλα πολλὰ ὁ γέροντας, μάλιστα τοὺς εἶπε πὼς θὰ φτάνανε στὴν
Κρήτη τὴν Τρίτη καὶ πὼς θὰ νικήσουνε τοὺς Ἄραβες, καθὼς κι᾿ ἄλλα
περιστατικά, ποὺ γινήκανε ὅπως τὰ προεῖπε.
Τοὺς εἶπε ἀκόμα καὶ τούτη τὴν ἱστορία, ποὺ τὴν ἔγραψε ὁ Συμεών, σὰν γύρισε στὴν Πόλη:
«Πρὶν
ἀπὸ λίγα χρόνια, εἶπε, ἤρθανε στὴν Πάρο κάποιοι κυνηγοὶ ἀπὸ τὸν Εὔριπο
(Εὔβοια) γιὰ νὰ κυνηγήσουνε ἐλάφια κι᾿ ἄλλα ἀγρίμια, κ᾿ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς
μου εἶπε τούτη τὴ γλυκύτατη ἱστορία: Μιὰ μέρα, μοῦ εἶπε, ἦρθα σ᾿ αὐτὸ τὸ
νησὶ μὲ κάποιους συντρόφους γιὰ νὰ κυνηγήσουμε, ὅπως τώρα. Ἐγὼ χώρισα
ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πῆγα νὰ προσκυνήσω στὴν ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας.
Μπαίνοντας μέσα, εἶδα μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο λίγα λουμπινάρια, δηλαδὴ
λούπινα, ποὺ κάνει πολλὰ τοῦτος ὁ τόπος. Εἶπα μέσα μου μήπως βρίσκεται
στὸ νησὶ κανένας ἅγιος ἀσκητής, καὶ κοίταξα στὅνα καὶ στἄλλο μέρος τῆς
ἐκκλησιᾶς.
Ἐκεῖ
ποὺ κοίταζα, βλέπω στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἁγίας Τράπεζας ἕνα κομμάτι ψιλὸ
πανὶ σὰν τὴν τσίπα τῆς ἀράχνης, ποὺ τὸ σάλευε ὁ ἀγέρας, καὶ θέλησα νὰ
πάγω κοντύτερα γιὰ νὰ δῶ καλὰ τί ἤτανε. Μὰ ἄκουσα μία φωνὴ ποὺ μοὖλεγε:
«Στάσου, ἄνθρωπε, μὴν πλησιάσης, γιατὶ εἶμαι μία γυναίκα γυμνή, καὶ
ντρέπουμαι». Ἐγὼ ἀπὸ τὸ φόβο μου θέλησα νὰ φύγω, γιατὶ τὰ μαλλιὰ τῆς
κεφαλῆς μου σηκωθήκανε σὰν τ᾿ ἀγκάθια, κ᾿ ἔτρεμα ἀπὸ τὸ φόβο μου.
Μὰ
στάθηκα, καὶ σὰν ἦρθα λίγο στὰ συγκαλά μου, τὴ ρώτησα ποιὰ ἤτανε κι᾿ ἀπὸ
ποῦ; Κ᾿ ἐκείνη μοῦ εἶπε: «Ρίξε μου, σὲ παρακαλῶ, κανένα ροῦχο νὰ
σκεπαστῶ, κ᾿ ἔπειτα θὰ σοῦ πῶ ὅ,τι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μάθης». Τότε τῆς
ἔριξα τὸ πανωφόρι μου, κι᾿ ἀφοῦ τὸ φόρεσε, πρῶτα ἔκανε τὸ σταυρό της
καὶ τὴν προσευχή της, γιὰ νὰ μὴ νομίσω πὼς εἶναι κανένα φάντασμα, κ᾿
ὕστερα ἦρθε κοντά μου. Ἐγὼ σὰν εἶδα ἕνα τέτοιο θέαμα, ἔφριξα. Γιατὶ
ἔβλεπα μὲν πὼς ἤτανε γυναίκα, ἀλλὰ δὲν ἔμοιαζε μὲ ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν
εἶχε ἀπάνω της σάρκα ὁλότελα, παρὰ μοναχὰ τὸ πετσὶ μὲ τὰ κόκκαλα, κι᾿
αὐτὸ μαῦρο κι᾿ ἄσκημο. Οἱ τρίχες τῶν μαλλιῶν της ἤτανε κάτασπρες, καὶ τὸ
πρόσωπό της ἀλλαγμένο, δίχως ὕλη ὁλότελα, σὰν ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο. Κι᾿
ἀπὸ τὸν πολὺ τὸ φόβο μου ἔπεσα χάμω προύμυτος, καὶ τὴν παρακαλοῦσα νὰ μὲ
βλογήση. Καὶ κείνη σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια της κ᾿ ἔκανε
προσευχὴ μυστικά, κ᾿ ὕστερα μοῦ εἶπε: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἐλεήση, ἄνθρωπε τοῦ
Θεοῦ, ποὺ Ἐκεῖνος σὲ ὡδήγησε σὲ μένα τὴν τιποτένια, γιὰ νὰ σοῦ ἱστορήσω
τὴ ζωή μου.
Μάθε
λοιπὸν πὼς εἶμαι ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Μυτιλήνης λεγόμενο Μήθυμνα,
καλογραῖα τὴν τάξη, Θεοκτίστη τὸ ὄνομα. Καὶ τὸν καιρὸ ποὺ ἤμουνα μικρή,
τελευτήσανε οἱ γονιοί μου. Τότε ἐγὼ ἐπῆγα σ᾿ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι καὶ
κουρεύθηκα μοναχή. Καὶ σὰν ἤμουνα δεκαοχτὼ χρονῶν, εἶχα πάει τὸ Πάσχα
στὸ χωριό μου γιὰ νὰ δῶ μία ἀδελφὴ ποὺ εἶχα παντρεμένη. Καὶ τὴν ἴδια
νύχτα ἤρθανε οἱ Ἄραβες ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ σκλαβώσανε ὅλους τους χωριανούς
μου, καὶ μαζί τους κ᾿ ἐμένα. Καὶ βάζοντάς μας στὰ καράβια τους, φύγαμε
ἀπὸ κεῖ καὶ φτάξαμε σὲ τοῦτο τὸ νησί. Σὰν ἀράξαμε, ὁ ἀρχηγὸς τοὺς ὁ
Νίσσυρης πρόσταξε νὰ μᾶς βγάλουνε ἔξω, γιὰ νὰ λογαριάση πόσα ἀξίζαμε.
Ἐγὼ τότε ἔκανα πὼς δίψασα καὶ πὼς πῆγα νὰ πιῶ, κι᾿ ἀφοῦ ξεμάκρυνα ἀπὸ
τοὺς ἄλλους, ἐμπῆκα στὸ δάσος καὶ περπάτησα μὲ τόση βία, ποὺ καταξέσκισα
τὰ πόδια μου ἀπὸ τὶς πέτρες κι᾿ ἀπὸ τὰ ξύλα. Στὸ τέλος, ἔπεσα χάμω σὰν
πεθαμένη, μὴν μπορώντας νὰ σταθῶ ὄρθια ἀπὸ τοὺς πόνους. Τὸ πρωί, εἶδα
τοὺς Σαρακηνοὺς νὰ φεύγουν, κι᾿ ἀπὸ τὴ χαρά μου ξέχασα τοὺς πόνους.
Εἶναι
τώρα τριανταπέντε χρόνια καὶ περισσότερο ποὺ κατοικῶ ἐδῶ, κι᾿ ἡ τροφή
μου κατὰ πρῶτο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κ᾿ ἡ βοήθεια τῆς Παναγίας Θεοτόκου, καὶ
κατὰ δεύτερο τὰ λουμπινάρια καὶ τὰ χόρτα. Κ᾿ ἐπειδὴ ξεσκισθήκανε τὰ
ροῦχα μου καὶ λιώσανε, μὲ ντύνει καὶ μὲ σκεπάζει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ
κυβερνᾶ καὶ κρατᾶ τὰ πάντα».
Ἀφοῦ
εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια ἡ ἁγία, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ ἡσύχασε λίγο. Ὕστερα,
μοῦ εἶπε πάλι: «Ὅσα ἔπαθα ὡς τὰ σήμερα, σοῦ τὰ διηγήθηκα μὲ βραχυλογία,
ἄνθρωπε. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνης τούτη τὴ χάρη, γιὰ τὸν Κύριο.
Ξεύρω πὼς θἄρθης κι᾿ ἄλλη φορὰ μὲ τοὺς συντρόφους σου γιὰ νὰ κυνηγήσετε.
Λοιπόν, σὰν ξανἄρθετε, πὲς σὲ κανέναν ἱερέα νὰ μοῦ φέρη μία μερίδα ἀπὸ
τὸ δεσποτικὸ Σῶμα γιὰ νὰ κοινωνήσω, καὶ μὴν πῆς σὲ κανέναν ἄλλον τίποτα
γιὰ μένα».
Ἀφοῦ
εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή της, κ᾿ ἐγὼ τῆς ἔδωσα ὑπόσχεση
νὰ κάνω ὅσα μου παράγγειλε. Ὕστερα, τῆς ἔκανα μετάνοια, κ᾿ ἔφυγα.
Σὲ
λίγον καιρό, ἤρθαμε πάλι ἐδῶ, ὅπως εἶχε πῆ ἡ ἁγία, καὶ τῆς ἐφέραμε τὰ
ἅγια Μυστήρια. Ἀλλὰ δὲν τὴ βρήκαμε, ἢ γιατὶ εἶχε πάει σὲ κανένα ἄλλο
μέρος τοῦ νησιοῦ, ἢ γιατὶ κρύφθηκε ἐπειδὴ ἤτανε κι᾿ ἄλλοι μαζί μου, καὶ
δὲν ἤθελε νὰ τὴ δοῦνε. Σὰν φύγανε ὅμως οἱ ἄλλοι συντρόφοι μου γιὰ νὰ
κυνηγήσουνε, βλέπω τὴν ἁγία μπροστά μου, φορεμένη τὸ ροῦχο ποὺ τῆς εἶχα
δώσει. Σὰν εἶδε τὰ ἅγια Μυστήρια ποὺ βαστοῦσα, ἔπιασε κ᾿ ἔκλαιγε ἀπὸ τὴ
χαρά της. Καὶ σὰν κοινώνησε, εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην Σου,
Δέσποτα, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου. Τώρα ποὺ ἔλαβα τὴν
ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἂς πάγω ὅπου προστάξει ἡ παντοδυναμία Σου».
Αὐτὰ
εἶπε, κι ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ κράτησε ὑψωμένα πολλὴ ὥρα,
ἔκανε τὴν προσευχὴ τῆς νοερά. Κ᾿ ἐγὼ ἀφοῦ ἐπῆρα τὴν εὐχή της, ἔφυγα.
Καθίσαμε
στὸ νησὶ λίγες μέρες καὶ κάναμε καλὸ κυνήγι. Καὶ πρὶν νὰ φύγουμε,
γύρισα πάλι στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ πάρω τὴν εὐλογία τῆς ἁγίας Θεοκτίστης,
γιὰ βοήθειά μου στὸ ταξίδι μας. Ἀλλά, μπαίνοντας μέσα στὴ ρεπιασμένη
ἐκκλησιά, τὴν εἶδα νὰ κείτεται νεκρή, στὸν τόπο ποὺ τὴν εἶχα βρῆ
πρωτύτερα, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, καὶ τυλιγμένη μὲ τὸ φόρεμα ποὺ τῆς
εἶχα δώσει.
Τότε
ἔπεσα καταγῆς, κλαίγοντας καὶ καταφιλώντας ἐκεῖνο τ᾿ ἁγιασμένο καὶ
παρθενικὸ καὶ ἄσπιλο λείψανο. Ἔπειτα βγῆκα ἔξω καὶ φώναξα τοὺς
συντρόφους μου, κι᾿ ἀφοῦ ἀνάψαμε κεριὰ καὶ λιβάνια καὶ ψάλλαμε τὴ
νεκρώσιμη ἀκολουθία, τὴ θάψαμε στὸν ἴδιο τόπο ποὺ τὴ βρήκαμε».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου