Κυριακή Ζ. Λουκά – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, περί της αναστάσεως της θυγατρός του Ιαείρου και της θεραπείας της αιμορροούσης.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Ζ΄ Λουκά (Λουκ. η΄ 41–56)
Τῷ
καιρῷ εκείνω, ἦλθεν προς τον Ιησούν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς
ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ
παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν
αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ
ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα,
ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς
θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ,
καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ
ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ·
ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ
ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μου τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν
ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ
προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον
παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει,
θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ
λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ
θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ
λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν
οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν
πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν.
Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων
αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας
τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα
αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ
ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ
γεγονός.
Απόδοση στη νεοελληνική
Τον
καιρό εκείνο, ἦλθε προς τον Ιησού κάποιος, ὀνομαζόμενος Ἰάειρος, ὁ
ὁποῖος ἦτο ἀρχισυνάγωγος, καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν
παρακαλοῦσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ σπίτι του, διότι εἶχε μιὰ μοναχοκόρη, ἡλικίας
περίπου δώδεκα ἐτῶν, ποὺ ἦτο ἑτοιμοθάνατη. Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε, ὁ
κόσμος τὸν συνέθλιβε. Κάποια γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγίαν δώδεκα
χρόνια καὶ εἶχε ἐξοδέψει ὅλην τὴν περιουσίαν της σὲ γιατροὺς καὶ δὲν
μπόρεσε νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ κανένα, ἦλθε κοντά του ἀπὸ πίσω, ἄγγιξε τὴν
ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του καὶ ἀμέσως ἐσταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Καὶ ὁ
Ἰησοῦς εἶπε· ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι τὸ ἠρνοῦντο, εἶπε ὁ Πέτρος
καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του· Διδάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ ἔχει περικυκλωμένον καὶ
σὲ συνθλίβει καὶ σὺ λές, ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε· κάποιος μὲ
ἄγγιξε, διότι αἰσθάνθηκα ὅτι ἐβγῆκε δύναμις ἀπὸ ἐμένα. Ὅταν εἶδε ἡ
γυναῖκα ὄτι δὲν διέφυγε τὴν προσοχήν, ἦλθε μὲ τρόμον, ἔπεσε στὰ πόδια
του, καὶ τοῦ εἶπε μπροστὰ σ’ ὅλον τὸν κόσμο τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν
τὸν ἄγγιξε καὶ πῶς ἀμέσως ἐθεραπεύθηκε. Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε· Ἔχε θάρρος,
κόρη μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε εἰς εἰρήνην. Ἐνῷ ἀκόμη μιλοῦσε,
ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ λέγει· Ἡ
θυγατέρα σου πέθανε, μὴν ἐνοχλῇς πλέον τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ὅταν
τὸ ἄκουσε, τοῦ εἶπε· μὴ φοβᾶσαι· μόνον πίστευε καὶ θὰ γίνῃ καλά. Ὅταν
ἔφθασε εἰς τὸ σπίτι, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ μπῇ μαζί του, παρὰ εἰς
τὸν Πέτρον, τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ
καὶ εἰς τὴν μητέρα. Ἔκλαιγαν δὲ ὅλοι καὶ τὴν θρηνολογοῦσαν. Αὐτὸς δὲ
εἶπε· μὴν κλαῖτε· δὲν ἐπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται. Καὶ τὸν εἰρωνεύοντο, διότι
ἤξεραν ὅτι εἶχε πεθάνει. Ἀλλ’ αὐτὸς ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ
χέρι της καὶ ἐφώναξε· κορίτσι, σήκω ἐπάνω. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα της,
ἐσηκώθηκε ἀμέσως, καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ. Οἱ γονεῖς
της ἐξεπλάγησαν, αὐτὸς δὲ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ ποῦν σὲ κανένα τί
συνέβη.
Ομιλία του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, περί της αναστάσεως της θυγατρός του Ιαείρου, και περί της αιμορροούσης.
Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς.
Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά.
Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω.
Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην.
Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα. Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς.
Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι.
Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του. Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει.
Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων.
Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών.
«Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν;
Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια.
Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως.
Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν απαλλαγώ;
Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη.
Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους.
Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν; Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον;
Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος.
Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν.
Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας. Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως.
Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον».
Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε».
Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια.
Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της.
Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες. Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλίτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε.
Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή. Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό.
Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν.
Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει).
Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, εττλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».
Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός;
Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει».
Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος.
Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν.
Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου. Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των.
Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός.
Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού.
Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο.
Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο.
Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.
Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μένε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην.
Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος.
Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τι θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως;
Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;».
Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους.
Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί.
Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τι περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος.
Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο.
Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.
Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται;
Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι.
Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας;
Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο;
Και τι θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τι θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού.
Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν.
Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς;
Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει.
Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος.
Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα.
Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως.
Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις; Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν;
Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του.
Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν.
Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει.
Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία.
Τι περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα.
Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον.
Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί.
Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών».
Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή.
Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί.
Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν.
Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε.
Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 353 και εξής.
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.
Στη Σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και όλων των Επουρανίων Δυνάμεων
Ακολουθούν μεικά εόρτια ανθολογήματα
, παρμένα από το ιστολόγιο ''ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ '' του κ.Χαραλάμπους
Τσαβδαρίδη , τον οποίο ευχαριστούμε εκ βαθέων
Λόγος εις τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ.(Aγ.Νικοδήμου του Αγιορείτη)
Αν ίσως,
αγαπητοί μου Πατέρες και αδελφοί, ήθελε δοθή εις έμέ τον ταπεινόν το
χάρισμα τούτο, το να αποκτήσω δηλαδή μίαν γλώσσαν από έκείνας όπου
έχουσιν οι Άγγελοι, ως λέγει ό του Χριστού Απόστολος Παύλος, εάν τάς
γλώσσας των Αγγέλων λαλώ, βέβαιον και ακόλουθο ήταν ότι με την άγγελικήν
αυτήν γλώσσαν ήθελε δυνηθώ να εγκωμιάσω κατ’ αξία τον Μιχαήλ και τον
Γαβριήλ, τους Αρχαγγέλους του Κυρίου• διότι φυσικώ τω τρόπω, κάθε όμοιον
με το όμοιον πάλιν δύναται να επαινεθή και εις τους άλλους να
παρασταθή. Ανίσως και είχα μίαν από τάς πύρινους και άΰλους έκείνας
γλώσσας όπου εδόθησαν εις τους ιερούς και θείους Αποστόλους, πρεπόντως
ήθελε λαλήσω τα υπερφυσικά εγκώμια των πύρινων και άύλων Αρχιστρατήγων.
Άνίσως —καν το ελάχιστον— ήθελε έχω καθαρισμένη την γλώσσαν μου, ωσάν ό
Ησαΐας από την Σεραφική εκείνη λαβίδα, ήταν έλπίς ότι ήθελε ειπώ κάποιον
τι άξιον της των Ταξιαρχών μεγαλοπρέπειας. Άλλ’ επειδή είμαι στερημένος
όλων τούτων των καλών και γλώσσαν έχω όχι άγγελικήν, άλλ’ ανθρώπινη όχι
πύρινη, αλλά πήλινη όχι άυλον, άλλα υλική όχι καθαράν, άλλ’ ακάθαρτον
και προς τούτοις όχι ρητορική και ευμέθοδον, άλλ’ αμαθή και αμέθοδο —τι
πρέπει να προσμένητε; Το
να ακούσητε δηλαδή ολίγα τινά και ευτελή περί των ιερών Αρχαγγέλων.
Αφήνων λοιπόν εις ένα μέρος το να εξετάσω οποία είναι ή φύσις των
Αρχαγγέλων και πότε δημιουργήθησαν, και πώς και πού και τίνι τρόπω
νοούσι, και πώς μεταβαίνουσιν από τόπου εις τόπον, και τα άλλα
αγγλοπρεπή αυτών ιδιώματα, περί των οποίων οι Θεολόγοι διδάσκουσι, και
μάλιστα ή φιλάγγελος και μεγαλόδοξος γλώσσα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου,
θέλω αποδείξει μόνον εις το παρόν εγκώμιο ότι ό θείος Μιχαήλ και ό ιερός
Γαβριήλ εστάθησαν οι εξαίρετοι ύπηρέται των εξαίρετων ενεργειών και
έργων του Παντοδυνάμου Θεού• και προσέχετε δια να το καταλάβητε.
Δύο είναι κατά
τους Θεολόγους αί κυριώτεραι ενέργειαι και τα εξαίρετα προσόντα και
ιδιώματα του αγίου Θεού: το εν ή δικαιοσύνη, ήτις και απονομία και
κρίσης ονομάζεται, και το άλλο ή Αγαθότης, ήτις και χρηστότης και
ευσπλαχνία και έλεος ονομάζεται• περί ων λέγει ό Δαβίδ• έλεον και κρίσιν
ασομαί σοι Κύριε. Με την δικαιοσύνην ό Θεός κρίνει και παιδεύει τους
ανθρώπους, όταν αμαρτάνωσι και δεν φυλάττωσι τάς eντολάς του και με την
αγαθότητα πάλιν τους ελεεί και ευσπλαγχνίζεται.
Τώρα ό
Αρχάγγελος Μιχαήλ έρχεται να είναι ό εξαίρετος Άγγελος της του Θεού
δικαιοσύνης, διότι αυτόν βλέπομεν να μεταχειρίζηται υπηρέτη εις το να
παιδεύη μεν και να σωφρονίζη τους κακούς, να φυλάττη δε και να
υπερασπίζηται τους καλούς• καθώς τούτο είναι φανερό και από πολλά άλλα
μέρη της θείας Γραφής και μάλιστα από τον θάνατον μεν όπου έδωκεν ό
Μιχαήλ εις τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, διαφύλαξιν δε και ζωήν εις τα
πρωτότοκα των Εβραίων.
Ό δε Αρχάγγελος
Γαβριήλ φαίνεται να είναι ό εξαίρετος Άγγελος της αγαθότητας και
ευσπλαχνίας του Θεού, διότι αυτόν βλέπομεν να μεταχειρίζηται υπηρέτη,
όταν έχη να κάμη εις τινας καμμιάν εξαίρετων εύσπλαγχνίαν και έλεος•
καθώς και τούτο ομοίως είναι φανερό και από άλλα πολλά, μάλιστα δε από
τα αγαθά ευαγγέλια οπού έφερε εις τον κόσμον ό Γαβριήλ, του μεγάλου
ελέους της ελεύσεως του Χριστού.
Τρία είναι τα
εξαίρετα και μεγαλύτερα έργα οπού έκαμε ό Θεός: πρώτον ή δημιουργία του
νοητού κόσμου, δεύτερον ή δημιουργία του αισθητού κόσμου και τρίτον ή
ένσαρκος οικονομία του Θεού Λόγου. Και εις τα τρία ταύτα πρώτους και
εξαίρετους υπηρέτας μεταχειρίζεται τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ.
Δημιουργεί
πρώτον ό Θεός τον νοητό κόσμο εκ του μη όντος εις το είναι, ήτοι τον
εμπύρινον λεγόμενον ουρανόν, και τον γεμίζει, ωσάν από τόσα λαμπρότατα
άστρα, από τα μυριάριθμα πλήθη των άυλον Αγγέλων, τον στολίζει από τάς
τρεις τριαδικάς Ιεραρχίας: των Θρόνων, Χερουβείμ και Σεραφείμ• των
Κυριοτήτων, Δυνάμεων και Εξουσιών των Άρχων, Αρχαγγέλων και Αγγέλων και
επάνω εις όλα ταύτα τα εννέα τάγματα κατασταίνει πρώτους ηγεμόνας και
διδασκάλους τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ. Και τίνι τρόπω; Ακούσατε:
Ό Μιχαήλ, με το
να εστάθη ευγνωμονέστατος δούλος του Θεού Παντοκράτορας, έκαμε νοητό
πόλεμον εις τον Ούρανόν με τον αποστάτη διάβολο και τους αγγέλους του,
όταν υπερηφανεύθηκαν κατά του Θεού του ζώντος και εκρήμνισεν αυτούς εις
τα καταχθόνια της γης, καθώς είναι γεγραμμένον εις την Ιεράν Αποκάλυψιν:
Και έγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ ό Μιχαήλ και οι Άγγελοι αυτόν
πολέμησαν μετά του δράκοντας… και εβλήδη ό δράκων ό μέγας, ό όφις ό
αρχαίος, ό καλούμενος διάβολος και ό σατανάς, ό πλανών την οικουμένη
όλην, εβλήθη εις την γήν, και οί άγγελοι αυτού μετ’ αυτού εβλήθησαν.
Όθεν δια την μεγάλην ανδραγαθία ταυτην όπου έκαμε κατεστάθη πρώτος επάνω
εις όλα τα εννέα τάγματα των Αγγέλων και τους δίδαξε να φυλάττουν προς
τον Θεόν ευγνωμοσύνη, υπακοή, ταπείνωσιν και διαμονή μετ’ αυτού
παντοτινή και αχώριστο.
Ό δε Γαβριήλ,
με το να ενεπιστεύθη μόνος από όλους τους άλλους Αγγέλους το μυστήριον
της ενσάρκου οικονομίας, καθώς λέγει ό θείος Χρυσόστομος —συν αύτω δε
και οί εις τον Ευαγγελισμό μελωδοί σοι μόνω θαρρών το μυστήριον και
έγινε ό πρώτος και εξαίρετος τούτου υπηρέτης από την αρχήν έως τέλους,
κατεστάθη και ό πρώτος ηγεμών και διδάσκαλος όλων των αγγελικών
ταγμάτων, έως και αυτών των ανωτάτων Χερουβείμ και Σεραφείμ, και τους
δίδαξε όλους τους απόκρυφους λόγους και γνώσεις οπού μέσα εις το βάθος
του μυστηρίου τούτου σκεπάζονται. Και αν ό Παύλος λέγει ότι δια της
Εκκλησίας εγνωρίσθη ταίς Αρχαίς και ταίς Εξουσίαις ή πολυποίκιλος σοφία
του Θεού, τούτο πρέπει να νοήται ότι έγινε δια μεσιτείας του θείου
Γαβριήλ, ό οποίος καθώς έμαθε αμέσως παρ’ αυτού του σαρκωθέντος Λόγου
και του τούτω συνόντος Αγίου Πνεύματος την πολυποίκιλο ταυτην σοφία
—ήτις είναι κατά τον Νύσσης Γρηγόριο το να νικήση ό Θεός τα εναντία με
τα εναντία: την ύπερηφάνειαν με την ταπείνωσιν, την δόξαν με την
άτιμίαν, την δύναμιν με την άσθένειαν, την σοφία με την μωρίαν— και ούτω
μετέδωκε την πολυποίκιλο ταυτην σοφία και εις όλας τάς τάξεις των
Αγγέλων χωρίς να φθονήση, λέγων εις αύτάς εκείνο του Σολομώντος: αδόλως
έμαθαν, αφθόνως μεταδίδωμι.
Ότι δε ό
Γαβριήλ εστάθη πρώτος εις όλα τα εννέα τάγματα και εκ τούτου είναι
φανερό: Είναι κοινή δόξα της Εκκλησίας και μάλιστα και του Άββά Ισαάκ
ότι από τον Χριστόν λαμβάνουσι κάθε φωτισμό όλαι αϊ τάξεις των Αγγέλων,
αναβαίνοντας κατά Παύλον υπεράνω πάσης Αρχής και Εξουσίας και Δυνάμεως
και παντός ονόματος εν τω μέλλοντι αίώνι ονομαζόμενου. Ομοίως είναι
κοινή δόξα ότι από την Θεοτόκο, ανωτέρα ούσα των Σεραφείμ ασυγκρίτως,
πάσαι φωτίζονται αϊ Αγγελικέ τάξεις, ως μάλιστα τούτο λέγει ό
Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (λόγω πρώτο εις τα ΕΙΣΟΔΙΑ και λόγω εις την
Κοίμησιν). Επειδή δε πλησιέστερος του Χριστού και της Θεοτόκου άλλος δεν
είναι από τον Γαβριήλ, λοιπόν δι` αυτού φωτίζονται πασαι αί των Αγγέλων
τάξεις. Ει γαρ και ό θείος Διονύσιος λέγει ότι πρώτη τάξις είναι ή των
Θρόνων και ογδόη ή των Αρχαγγέλων, αλλά τούτο νοείται προ της
ενανθρωπήσεως• μετά την ενανθρώπισιν γαρ ανεστράφη ή τάξις κατά τον
άγιον Ισαάκ και οι πρώτοι έγιναν έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι.
Και
τοιουτοτρόπως και οι δύο ομού Αρχάγγελοι, ό Μιχαήλ και ό Γαβριήλ, με το
ιερόν αυτό και τελειοποιόν μάθημα της αγίας ταπεινώσεως όπου παρέδωκαν
εις όλους τους Αγγέλους, τους τελείωσαν και τους έκαμαν να είναι όχι
μόνον δυσκίνητοι εις το κακόν, καθώς ήταν προτήτερα κατά τον Θεολόγο
Γρηγόριο , αλλά και πάντη ακίνητοι εις την κακίαν και άτρεπτοι, ως λέγει
ό μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος και ό ιερός Νικήτας και ό σχολιαστής
Γρηγορίου του Θεολόγου .
Δημιουργεί
δεύτερον ό Θεός εις εξ ημέρας τον αισθητόν τούτον κόσμον, στολίζει τον
ούρανόν με τα πολυποίκιλα άστρα και τους φωστήρας, καλλωπίζει την γήν με
τα διάφορα φυτά και ζώα, γεμίζει τον αέρα από τα γλυκύτατα των πετεινών
κελαδήματα, τελευταίον δημιουργεί τον άνθρωπον και τον βάλλει εις τον
Παράδεισον και τον διορίζει να φύλαξη την παρά πάντων εγνωσμένη θείαν
του εντολή. Άλλ’ ό άνθρωπος —οίμοι!— γίνεται παραβάτης της εντολής και
εξορίζεται από τον Παράδεισον της τρυφής εις ταύτην την πολύδακρυν γήν.
Καί εδώ πάλιν μεταχειρίζεται ό Θεός τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ
εξαίρετους ύπηρέτας της προνοίας και κρίσεως όπου έδειξε εις τον
άνθρωπον εν διαστήματι πέντε και ήμισυ χιλιάδων χρόνων. Δια τούτο ό μεν
θείος Μιχαήλ, ευθύς οπού εξωρίσθη ό Αδάμ, συμπόνεσε την συμφορά του και
τον δίδαξε —ως άπειρον έτι όντα— πώς να γεωργή την γήν, πώς να σπείρη,
πώς να θερίζη και απλώς πώς να κυβερνά την πολύμοχθο του ζωήν από τροφήν
έως ενδύματα, καθώς είναι γνώμη τινών ιεροδιδασκάλων της Εκκλησίας.
Αυτός ό ίδιος Μιχαήλ δεν έλειπε από το να προνοείται και να διαφυλάττει
όλους τους προ Νόμου Προπάτορας: τον Σήθ, τον Ένώς, τον Ενώχ, τον Νώε,
τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και τους δώδεκα Πατριάρχες• τώρα μεν
οδηγών αυτούς εις την έπίγνωσιν του μόνου αληθινού θεού, τώρα δε
παιδεύων και τιμωρών όλους εκείνους οπού ήθελε του εναντιωθούν. Αυτός
έστάθη ό παιδαγωγός και δημαγωγός όλου του Ισραηλιτικού λαού
προπορευόμενος και συμπορευόμενος με αυτόν, νικών τα αλλόφυλα έθνη όπου
τον πολεμούν και οδηγών αυτούς εις την γήν της επαγγελίας.
Και εδώ είναι
άξιον να θαυμάσωμεν την μεγαλειότητα του θείου Μιχαήλ. Διότι, τα μεν
έθνη τα διεμοιράσθησαν οι Άγγελοι και επεστάτει ένας εις ένα έθνος και
άλλος εις άλλο, τον δε Ισραηλιτικό λαόν δεν επήρε Άγγελος εις την μερίδα
του, άλλ’ αυτός ό ίδιος ό Θεός, καθώς λέγει ό Μωυσής εις την ωδή:
Έστησε όρια εθνών κατά αριθμόν Αγγέλων Θεού, και εγεννήθη μερίς Κυρίου
λαός αυτόν Ιακώβ. Και όμως αυτός ό Θεός λέγει πολλαίς φοραίς εις τον
Μωϋσή ότι αντί εαυτού θέλει δώσει επιστάτη εις τον Ισραήλ τον Άγγελόν
του, ήτοι τον θείον Μιχαήλ, καθώς ερμηνεύουσιν οι διδάσκαλοι. Διό και ό
Αρεοπαγίτης Διονύσιος λέγει ότι ή θεολογία άρχοντα του Ιουδαίων λάου τον
Μιχαήλ ονομάζει. Βλέπετε προνόμια; Βλέπετε πώς ό Μιχαήλ έστάθη ό
αόρατος μεσίτης και διάκονος δια μέσου του οποίου έδωκεν ό Θεός τον
Νόμον εις τον Μωϋσή εν τω ορει τω Σινά; Διότι, αν ό νόμος εδόθη δια των
άλλων Αγγέλων, ως λέγει ό Παύλος: ει ό δι’ Αγγέλων λαληθείς λόγος και
πάλιν: τι ούν ό νόμος;.., διαταγής δι’ Αγγέλων εν χειρι μεσίτου , πόσο
μάλλον εδόθη δια του Αρχαγγέλου αυτών Μιχαήλ;
Ό δε θειος
Γαβριήλ δεν έλειπε και αυτός τώρα μεν να ευαγγελίζηται τα χαροποιά
μηνύματα της γεννήσεως πολλών στείρων προ νόμου και μετά τον νόμον, τώρα
δε να σαφηνίζη εις τους Προφήτας τάς αποκαλύψεις και οράματα όπου
εβλεπον και δια τούτων πάντων να τους οδηγή εις την πίστιν του
ελευσομένου Μεσσία• καθώς και ονομαστί φέρεται ό Γαβριήλ εις την θείαν
Γραφήν ότι συνέστησε φανερότατα εις τον Προφήτη Δανιήλ όχι μόνον πώς
έχει να γεννηθεί και να σταυρωθεί ό Χριστός, αλλά και εις πόσους χρόνους
έχουν ταύτα να γίνουν.
Και οί δύο ομού
Αρχάγγελοι φαίνονται φανερά ενωμένοι εις την προφητεία του Δανιήλ την
αναγνωσθείσαν άφ’ εσπέρας, έχουσα ούτως: Ό Δανιήλ νήστευσε είκοσι μίαν
ημέρας εις την Βαβυλώνα και παρακαλεί τον Θεόν δια να ελευθέρωση τους
Εβραίους από την αιχμαλωσία των Περσών και Βαβυλωνίων. Ό Αρχάγγελος
Γαβριήλ πρόσφερε του Δανιήλ την δέησιν έμπροσθεν τον Θεού. Ό δε Άγγελος
όπου ήταν άρχων εις εκείνα τα έθνη αντεστέκετο και μπόδιζε την ελευθερία
των Εβραίων —όχι με κακόν σκοπό, αλλά διότι πολλοί από τους
ειδωλολάτρες συναναστρεφόμενοι με τους Εβραίους πίστευαν εις τον αληθή
Θεόν, καθώς ερμηνεύει ό Ιερώνυμος• ίσως δε μπόδιζε και διότι δεν
απεκαλύφθη θεόθεν ή των Εβραίων ελευθερία— άλλ’ ό άρχων Μιχαήλ ήλθε και
βοήθησε εις τον Γαβριήλ και ούτω δια των δύο Αγγέλων ηλευθερώθησαν οί
Ιουδαίοι.
Τέλος πάντων
ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, οτε έμελλε να έλθη εις τον κόσμον ό Υιός του
Θεού δια να τελείωση το μέγα και εξαίρετων έργον της σωτηρίας των
ανθρώπων. Και εδώ πάλιν εξαίρετους ύπηρέτας του μεταχειρίζεται τους δύο
Αρχαγγέλους• με ταύτην όμως την διαφοράν: ότι ό Γαβριήλ γίνεται πρώτος
και Ο Μιχαήλ δεύτερος• διότι έπρεπε ό Γαβριήλ, όστις δήλοι «Θεός και
άνθρωπος» κατά τον άγιον Πρόκλον, να γίνη και πρώτος λειτουργός του
Θεανθρώπου Λόγου. Όθεν αυτός ό θεοειδέστατος Γαβριήλ μόνος αποκαλύπτεται
το μυστήριον τούτο, ως είπωμεν. Αυτός και αποστέλλεται προς την
Παντοβασίλισσαν και Αειπάρθενο Μαριάμ και της φέρει τα της χαράς
ευαγγέλια, λέγων εις αυτήν τον κοσμοσωτήριο ασπασμό, το Χαίρε
Κεχαριτωμένη, ό Κύριος μετά σου. Αυτός ό ίδιος Γαβριήλ ευαγγελίζεται εις
τους ποιμένας τα χαρμόσυνα γενέθλια του σαρκωθέντος Δεσπότου, οδηγεί
δι’ αστέρος τους μάγους, μηνύει κατ’ όναρ εις τον Ιωσήφ να καταβή εις
Αίγυπτο ν και εκείθεν πάλιν να άναβή εις γήν Ισραήλ, ευαγγελίζεται εις
τάς Μυροφόρους την Ανάστασιν του Σωτήρος και εν τη Ανάληψη καταβάς
προλέγει εις τους Αποστόλους την δευτέραν έλευσιν του αναληφθέντος
Χριστου.
Ομοίως και ό
θείος Μιχαήλ θέλουσιν τίνες ότι αυτός να ήταν ό Άγγελος όπου ενίσχυσε
και δυνάμωσε τον Ιησούν αγωνιώντα δια το πάθος, ως λέγει ό ιερός Λουκάς:
ήλθε άπ’ ουρανού Άγγελος ενισχύων αυτόν, συμπεραίνοντας τούτο από την
ονομασία του, επειδή Μιχαήλ θέλει να ειπεί «δύναμις Θεού»• δύναμις δε
και ισχύς είναι το αυτό. Αυτός συν τω Γαβριήλ ευηγγέλισε την Άνάστασιν
εις τάς Μυροφόρους, ως λέγει ό Δαμασκηνός Ιωάννης εις τον των Αρχαγγέλων
κανόνα. Αυτός συν τω Γαβριήλ προείπε εις τους Μαθητάς την ελευσιν
Χριστού του αναληφθέντος. Αυτός λέγουσι να λύτρωσε τον Απόστολο Πέτρο
από την φυλακήν και επέταξε τον Ηρώδη και έγινε σκωληκόβρωτος. Είδετε
τώρα πώς ό Μιχαήλ και ό Γαβριήλ έστάθησαν οί δύο εξαίρετοι ύπηρέται των
εξαίρετων ενεργειών και έργων του Θεού, καθώς ήταν ή πρότασίς μας;
Και λοιπόν ό
Μιχαήλ και ό Γαβριήλ είναι οί δύο φωτεινότατοι οφθαλμοί του παντεπόπτου
Θεού με τους οποίους βλέπει και φωτίζει όλον τον ορατόν και αόρατο
κόσμον. Μιχαήλ και Γαβριήλ είναι αϊ δύο κραταιόταται χείρες του
Παντοκράτορας, με τάς οποίας διοικεί όλα τα πάντα, ουράνια και επίγεια.
Μιχαήλ και Γαβριήλ είναι οί δύο ταχύτατοι και μυριόπτεροι πόδες του
πανταχού παρόντος Κυρίου, με τους οποίους περιέρχεται και εμπεριπατεί
όχι μόνον την οικουμένη όλην, άλλ’ έως και αύτάς τάς άϋλους ψυχάς των
ανθρώπων, έως και αύτάς τάς σκοτεινοτάτας αβύσσους. Δια τούτο εις μίαν
στιγμήν βλέπεις αυτούς να εύρίσκωνται εις το ένα άκρον του κόσμου και
εις την άλλην στιγμήν να εύρίσκωνται εις το άλλο άκρον, τώρα να
θαυματουργούσιν εις την στεριά και τώρα να αρπάζωσιν από τα βάθη της
αβύσσου τους καταβυθισθέντας.
Μιχαήλ, Ο
Άγγελος του θείου φόβου• Γαβριήλ, ό Άγγελος της θείας χαράς. Μιχαήλ, ή
παιδευτική δεξιά του Δικαίου• Γαβριήλ, ή ελεημονητική δεξιά του
Φιλάνθρωπου. Μιχαήλ, ό επί των δυνάμεων Γαβριήλ, ό εξ απορρήτων. Μιχαήλ,
το βλοσυρό όμμα του Κριτου• Γαβριήλ, το ήμερων βλέμμα του Προνοητού.
Μιχαήλ, αί φοβεραι φωναί και βρονταί και αστραπαί καί σάλπιγγες της
καταβάσεως του Θεού εν τω Όρει Σινά Γαβριήλ, αί γαληναί αύραι, οί ήμεροι
ασπασμοί, τα ιλαρά φώτα καί αί αψοφητί επί πόκον ερχόμενε σταγόνες της
καταβάσεως του Θεού Λόγου εις την κοιλίαν της Μαριάμ. Μιχαήλ, ό έξοχος
διάκονος του Παλαιού Νόμου• Γαβριήλ, ό εκλεκτός υπηρέτης της νέας
χάριτος του Ευαγγελίου.
Ό Μιχαήλ είχε
λόγον της εισαγωγικής πράξεως, διότι υπηρετεί εις τον Νόμον, όστις κατά
Παύλον παιδαγωγός γέγονεν ημίν εις Χριστό ό Γαβριήλ είχε λόγον
τελειωτικής θεωρίας, διότι υπηρετήσαν εις το μυστήριον του Χριστού,
όστις ήτο το τέλος του Νόμου καί το συμπέρασμα. Ό Μιχαήλ ήταν αρχή καί ό
Γαβριήλ τέλος. Ό Μιχαήλ προπαιδευτής και ό Γαβριήλ τελειωτής. Ό Μιχαήλ
Άλφα καί ό Γαβριήλ Ωμέγα. Άλλα δεν ήταν ενάντιοι ή ασύμφωνοι αναμεταξύ
των, μη γένοιτο• άλλ’ ως ούτε πράξης είναι χωρίς την θεωρίαν ούτε ή
θεωρία χωρίς την πράξιν κατά τους Πατέρας, τοιουτοτρόπως ούτε ό Μιχαήλ
είναι χωρίς τον Γαβριήλ ούτε ό Γαβριήλ χωρίς τον Μιχαήλ. Καθώς ό Νόμος
περιέχεται εν τω Ευαγγελία καί το Εύαγγέλιον εν τω Νόμω, τοιουτοτρόπως
εν τω Μιχαήλ ευρίσκεται ό Γαβριήλ καί εν τω Γαβριήλ ευρίσκεται ό Μιχαήλ
καί ένας με τον άλλον είναι ηνωμένοι περισσότερον παρά όπου είναι ή ψυχή
με το σώμα. Δια τούτο, οπού ό Μιχαήλ εκεί καί ό Γαβριήλ καί οπού ό
Γαβριήλ εκεί καί ό Μιχαήλ. Πάντοτε καί πανταχού οί δύο αχώριστοι•
αχώριστοι εις τον Ούρανόν, αχώριστοι εις την Πάλαιαν Διαθήκην, αχώριστοι
εις την Νέαν. Καί εις τάς θαυματουργίας αχώριστοι. Καί αν ό Μιχαήλ
παιδεύη τους κακούς, τους παιδεύει προς σωφρονισμόν, δια να φοβώνται την
δύναμιν καί μεγαλειότητα του Θεού καί μη καταφρονούν αυτήν από την
πολλήν αυτού αγαθότητα. Καί αν ό Γαβριήλ πάλιν τους ευσπλαγχνίζεται,
τούτο το κάμνει, δια να ελπίζουν καί μη έλθουν εις απελπισμό από τον
πολύν φόβον. Καί οί δύο ομού ένα σκοπό έχουν: την σωτηρίαν των ανθρώπων
καί το να πληρώσουν το του Θεού πανάγαθο θέλημα, ως τούτου αγαθοί
Αγαθάγγελοι.
Δεν είναι
ανάμεσα εις τους δύο Αρχαγγέλους κανένας πρώτος, όχι! Διότι ή
υπερβάλλουσα αγάπη οπού έχουν τους αναγκάζει να γίνεται ό εις τον άλλον
δεύτερος. Δεν είναι ανάμεσα εις αυτούς δεύτερος, διότι ή ίση αρχαγγελική
αξία οπού έχουν τους θέλει να είναι ό καθείς πρώτος. Ώστε καί οί δύο
είναι καί οί πρώτοι, καί οί δύο είναι καί οί δεύτεροι. Καί ποίοι άλλοι
είναι οί δύο λαμπρότατοι φωστήρες, με τους οποίους εστόλισεν ό Θεός τον
εμπύρινον ούρανόν του αγγελικού διακόσμου, ίσοι εις το μέγεθος, ίσοι εις
την αξία, ίσοι εις την λαμπρότητα, ίσοι εις την ταχύτητα, παρά οί δύο
Αρχάγγελοι; Ποίοι άλλοι είναι οί δύο ουράνιοι πόλοι, ό αρκτικός και ό
ανταρκτικός, ό βόρειος και ό νότιος, επάνω εις τους οποίους κυκλογυρίζει
ό Θεός το νοητό της Εκκλησίας στερέωμα, παρά οι δύο Αρχάγγελοι; Ποίοι
άλλοι είναι οί δύο εκείνοι περιφανείς στύλοι, τους οποίους Έστησε ό
Σολομών έμπροσθεν του οίκου Κυρίου (και Σολομών εποίησε δύο στύλους
έμπροσθεν του οίκου;), ειμή οί δύο Αρχάγγελοι, τους οποίους Έστησε ό
ειρηνικός «Σολομών» Χριστός έμπροσθεν του άνω καί κάτω κόσμου, δια να
τους βλέπουν όλοι οί εισερχόμενοι καί να θαυμάζουν την μεγαλειότητα των
καί να επικαλώνται την βοήθειάν των; Της οποίας δια να έχομεν πολλήν
χρείαν διώρισεν ή Εκκλησία να τελήται ή Σύναξις των Αρχαγγέλων κάθε
Δευτέραν.
Καί λοιπόν, αν
κατά τους Θεολόγους οί Θρόνοι κρίνωσι, τα Σεραφείμ μας θερμαίνωσι, τα
Χερουβείμ μας σοφίζωσιν, αί Κυριότητες κελεύωσιν, αί Δυνάμεις ενεργώσιν,
αί Εξουσίαι διατηρώσιν, αί Αρχαί εθναρχώσιν, οί Αρχάγγελοι τα της
πίστεως διοικώσι καί οί Άγγελοι λειτουργώσιν, όμως ό Μιχαήλ καί ό
Γαβριήλ ως τούτων πάντων ταξιάρχαι περισσότερον μας κρίνουσι, μας
θερμαίνουσι καί μας σοφίζουσι, περισσότερον μας κελεύουσι, μας ενεργούσι
καί μας διατηρούσι, περισσότερον ενθαρχούσι, διοικούσι την πίστιν καί
μας λειτουργούσι. Καί αν κατά τον αγιον Νικήταν αί ανώτεραι τρεις τάξεις
των Αγγέλων δοξολογούσιν απαύστως την Αγίαν Τριάδα με τον ύμνον Γέλ, Γέ
λ, όπερ δήλοι «ανακυκλισμός» (καί «ανακάλυψης» κατά τον κρυφιομύστην
Διονύσιο) καί αι μέσαι τρεις τάξεις με το Άγιος, Άγιος, Άγιος, καί αί
ύστερε τρεις τάξεις με το Αλληλούια, αλλά της τοιαύτης ακαταπαύστου
δοξολογίας προεξάρχοντες καί συμμελωδοί καί συν-θεολογούντες είναι ό
Μιχαήλ καί ό Γαβριήλ.
Κατά άλήθειαν
απορώ, αδελφοί, καί δεν ήξεύρω τι να ειπώ περί των θαυμαστών Αρχαγγέλων!
Βλέπω εικονισμένο τον θειότατο Μιχαήλ, όλον φοβερόν εις το είδος, όλον
αστραπόμορφο εις την όψιν, όλον αρματωμένο εις τάς χείρας, καί από τον
φόβον μου καθηλούνται κατά τον Προφήτη αϊ σάρκες μου, αφήνω τον κόσμον
καί μελετώ την ώρα όπου έχω να αποθάνω. Βλέπω καί τον θείον Γαβριήλ,
όλον ημερότατων εις το είδος, όλον χαριέστατον εις την θέαν, όλον
γαληνότατον εις όλα τα μέλη, καί παρευθύς λησμονώ τον θάνατον, λησμονώ
τον φόβον, καί όλος ένθους από την χαράν καί την ηδονή γίνομαι.
Στοχάζομαι από το εν μέρος τα φοβερά θαυμάσια του Μιχαήλ, εδώ να θερίζη
με την σπάθη του χιλιάδας ανθρώπων, εκεί να ανασπά ψυχάς αμαρτωλών
ανελεήμονος, καί έμφοβος γίνομαι καί την δικαίαν κρίσιν του Θεού δειλιώ
καί παρ’ ολίγον απογινώσκομαι. Στοχάζομαι από το άλλο μέρος καί τα
κοσμοχαρμόσυνα ευαγγέλια του ωραιότατου Γαβριήλ, καί πληρούμαι όλος από
ελπίδας, καί του Κριτου την φιλανθρωπία εννοώ, καί παρ’ ολίγον ένδον της
βασιλείας των ουρανών γίνομαι. Βλέπω καί τους δύο Αρχαγγέλους ομού, καί
μοί φαίνεται ότι βλέπω τους δύο εκείνους ουρανομήκης στύλους όπου
οδηγούν τους Ισραηλίτες εις την κάτω Ιερουσαλήμ, τον Μιχαήλ ωσάν τον
στύλων του πυρός και τον Γαβριήλ ωσάν τον στύλων της Νεφέλης, οίτινες
οδηγώσι συμφώνως τους Χριστιανούς εις την άνω Ιερουσαλήμ, την επουράνιον
πόλιν.
τι να πολυλογώ,
αδελφοί; Θέλετε να ειπώ περί των Αρχαγγέλων ένα μεγάλον, άλλα αρμόδιο
νόημα; Οι δύο Αρχάγγελοι έχουν εικόνα των δύο φύσεων του Χριστού, της
Θεότητας λέγω και ανθρωπότητας. Ό Μιχαήλ έχει εικόνα της Θεότητας, διότι
έστάθη ταύτης ένδικος υπερασπιστής, και ό Γαβριήλ της ανθρωπότητας,
διότι έστάθη ταύτης υπηρέτης και ευαγγελιστής. Να ειπώ ακόμη και
μεγαλύτερον; Ό Μιχαήλ και ό Γαβριήλ έχουν αναλογία με τον ενυπόστατον
Λόγον του Πατρός και με το Πανάγιον Πνεύμα αυτού. Ό Μιχαήλ ομοιάζει
τρόπον τινά με τον ενυπόστατον Λόγον, διότι καθώς δι’ αυτού ό Πατήρ
διέκρινε και διεχώρισεν όλα τα όντα και απέδωκε εις το καθ’ ένα εκείνο
το είδος και την εικόνα οπού του έπρεπε, ούτω δια του θείου Μιχαήλ,
Αγγέλου όντος της δικαιοσύνης, διέκρινε τους καλούς από τους κακούς,
όσον Αγγέλους τόσον και ανθρώπους, και απέδωκε εις τον καθ’ ένα το
δίκαιον οπού του έπρεπε. Ό δε Γαβριήλ ομοιάζει με το Αγιον Πνεύμα, διότι
καθώς δι’ αυτού ό Πατήρ τελείωσε την πλάσιν του κόσμου, ούτω δια των
ευαγγελίων του Γαβριήλ τελείωσε την του Κόσμου ανάπλασιν. Ω δόξαις! Ώ
λαμπρότητες, ω μεγαλεία των Αρχαγγέλων!
Καί λοιπόν δεν
σε φοβούμεθα, διάβολε• όχι, δεν σε φοβούμεθα. Δεν δειλιάζομεν πλέον τάς
επιβουλάς σου. Δεν βάνομεν εις τον νουν μας τους λυπηρούς λογισμούς οπού
μας προσβάλλεις. Καταφρονούμεν ως βέλη νηπίων τα βέλη και τα τόξα σου.
Εχομεν γαρ, εχομεν βοηθούς και άγρυπνους ημών φύλακας τους δύο μέγιστους
Αρχαγγέλους. Εχομεν τον ηλιόμορφο Μιχαήλ, ό όποιος σε κατεκρήμνισεν από
τους ουρανούς εις τα καταχθόνια• εχομεν τον ιεροπρεπέστατον Γαβριήλ, ό
όποιος με της χαράς του τα ευαγγέλια διέλυσεν ως αράχνην την πρώτη λύπην
και κατάρα όπου προξένησες εις το γένος μας. Έμαθες με την δοκιμήν,
αρχέκακε δράκον, πόσον είσαι ασθενέστατος έμπροσθεν του κραταιοτάτου μας
Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, όταν ωσάν εν κυνάριον ή ζωύφιον σε απεδίωξε από
το νεκρό σώμα του Μωϋσέως, ειπών σοι μόνον επιτίμησε σοι Κύριος. Αυτός
και τώρα ομού με τον συναρχιστράτηγόν του Γαβριήλ θέλει σε επιτιμήσει
και θέλει σε φυγαδεύσει από ημάς, τους επικαλούμενους πάντοτε το όνομα
των δύο τούτων. Όπου δε το όνομα αυτών επικαλεσθεί, εκείθεν διώκεται και
καταργείται ή δύναμίς σου, διότι οΰτως απεφάσισε ό Θεός εις τον Ιώβ, να
περιπαίζησαι ως ένα ουδέν από τους Αγγέλους του, λέγων περί σου ουκ
εστίν όμοιον αντω επί της γης πεποιημένον, εγκαταπαίζεσθαι υπό των
Αγγέλων μου.
Εάν όμως
άγαπώμεν, πατέρες και αδελφοί, να διαμένωσιν αχώριστοι από ημάς οι
Αρχάγγελοι, πρέπει όσον το δυνατόν να άπέχωμεν από κάθε κακίαν, επειδή
λέγει ό μέγας Βασίλειος ότι, καθώς ό καπνός διώκει τάς μέλισσας, ούτω
και ή πολύδακρυς αμαρτία διώκει από ημάς τους αγαθούς αγγέλους. Και ομού
με το όνομα του Μιχαήλ ας ένθυμώμεθα και την ώραν του θανάτου και της
φοβέρας κρίσεως και κολάσεως, ομού δε με το όνομα του Γαβριήλ ας
ένθυμώμεθα και της βασιλείας των ουρανών την χαράν και απόλαυσιν.
Άλλ’ ω
υπερένδοξοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, τα γλυκύτατα παρά πάσιν Άγγέλοις και
άνθρώποις και πράγματα και ονόματα• οί της δικαιοσύνης του Θεού και
αγαθότητας Άγγελοι• οί των εξαίρετων έργων του Θεού ύπηρέται εξαίρετοι•
οί δύο άργυροχρυσοπτέρυγοι αετοί• οί της ζωαρχικής Τριάδος δύο μέγιστοι
Αρχιστράτηγοι- οί με όμμα ακλινές βλέποντες το άκτιστον φως της
τρισηλίου Θεότητας• οί του Βασιλέως των βασιλέων και Κυρίου των κυρίων
δύο αρχισατράπαι και πρώτο σύμβουλοι οί του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού
σωματοφύλακες άμεσοι• ζεύγος αρχαγγελικό και ηγαπημένον δυάς κοσμοπόθητε
και παντοπόθητε• των Αγγέλων απάντων τα αγλαίσματα- των Χριστιανών τα
καυχήματα• κατ’ εξοχήν δε και εξαιρέτως οδηγοί και υπερασπισταί του
Μοναχικού τάγματος των μιμούμενων ως δυνατόν την άγγελικήν υμών
πολιτείαν! Προσδέξασθε το παρόν εφύμνιον οπού σας προσφέρομεν ημείς
άπαντες οί συναθροισθέντες σήμερον προς δοξολογίαν του Παντοκράτορας και
Φιλάνθρωπου Θεού και εις μνήμην της ιεράς Υμών Συνάξεως. Προσδέξασθε ως
δώρον τούτο και σημείον ελάχιστον ευχαριστίας, ανθ’ ων καθ` έκάστην
ημάς τους ευτελείς ευεργετείτε, περιθάλπετε και πολυτρόπως εκ παντός
κακού διασώζετε. Και σας παρακαλούμεν δουλικός να μη λήψη άφ’ ημών ή
πατρική πρόνοια σας, άλλ’ ως συμπαθέστατοι και ευσπλαγχνικώτατοι,
πλησιάζετε πάντοτε εις ημάς και περιτειχίζετε μας, δια να μας γεμίζητε
από θεωρίας αγίας και πνευματικάς εννοίας και δια να φεύγωσιν από ημάς
εξ αίτιας του πλησιασμού σας όλοι οί πονηροί και αισχροί λογισμοί και
απλώς όλοι οί αόρατοι και ορατοί εχθροί οπού μας πειράζουσιν επειδή
τοιαύτας χάριτας προξενείτε, οπού και αν πλησιάστε. Λέγει γαρ ό άγιος
Μάρκος ό ασκητής οΰτως: Όταν οί άγιοι Άγγελοι πλησιάσωσιν ημίν,
πληρούσιν ημάς θεωρίας πνευματικής. Ομοίως και ό Άββάς Ισαάκ• Οτε οί
άγιοι Άγγελοι σε πλησιάσωσι περιτειχίζοντες, πάντες οί πειράζοντες
αποστήσονται. Και επειδή οί θεολογούντες λέγουσι ότι εξ τίνα χαρίζουσιν
οί Άγγελοι εις τους ανθρώπους εν τη παρούση ζωή, μη λείπετε, ω θείοι
Αρχάγγελοι, από του να χαρίζητε ταύτα και σεις εις ημάς, τα όποια είναι
ταύτα: πρώτον, το να διώκετε από τα σώματα και ψυχάς μας όλας έκείνας
τάς βλάβας οπού ημπορούν να μας ακολουθήσουν από έσωθεν και έξωθεν
δεύτερον, το να μας παρακινείτε πάντοτε εις τα καλά, φωτίζοντες τον μεν
νουν μας με τάς θείας εκλάμψεις, γλυκαίνοντες δε την θέλησιν και τάς
καρδίας μας με τάς θείας χάριτας• τρίτον, το να εμποδίζητε από ημάς τάς
ορμάς και επιβουλάς των δαιμόνων τέταρτον, το να προσφέρητε τάς
προσευχάς μας εις τον Θεόν, ως ό Άγγελός Ραφαήλ πρόσφερε την προσευχήν
του Τωβίτ και οι εν τη Αποκαλύψει Άγγελοι τάς προσευχάς των Αγίων
πέμπτον, το να πρεσβευήτε πάντοτε εις τον Θεόν υπέρ ημών και έκτον, να
μας παιδεύητε πατρικώς ενίοτε, όταν ατακτώμεν, όχι δι’ εκδίκησιν, καθώς
μας παιδεύουν οι πονηροί δαίμονες, αλλά δια διόρθωσιν και σωφρονισμόν
και τούτο γαρ χάρις λογίζεται εις ημάς.
Και αύθις
παρακαλούμεν, επακούσατε της δεήσεως ημών, φιλανθρωπότατοι του θεού
Αρχιστράτηγοι, και παύσατε με τάς αέναους πρεσβείας σας την καθ’ ημών
του θεού αγανάκτησιν, πείθοντες τούτον να παράβλεψη ως Πολυέλεος τα
πταίσματα ημών άπαντα, με όσα εν έργω ή εν λόγω ή εν διάνοια αυτόν καθ’
έκάστην παραπικραίνομε. Ναι, αμαρτωλοί είμεθα —το ομολογούμεν— και
παραβάται των αγίων αυτού εντολών, αλλά πλην αυτού Θεόν άλλον ου
γινώσκομεν. Αξιώσατε ημάς, ω Παρθένοι και έφοροι των παρθένων
Αρχάγγελοι, να διαπερνώ-μεν την ζωήν μας εν σωφροσύνη και παρθενία,
καθώς υπεσχέθημεν, όταν φορέσαμε το Αγγελικόν τούτο Σχήμα. Φανείτε
προστάται και άγρυπνοι φύλακες, τόσον ημών, όσον και πάντων των
εορταζόντων την πανάγια σας Σύναξιν. Και εν όσο μεν ευρισκόμεθα εις την
παρούσαν ζωήν, διώκετε άφ’ ημών τα σκάνδαλα, ως είπωμεν, και μηχανάς
πάντων των ορατών και αοράτων εχθρών εν δε τη ώρα του θανάτου
παρασταθείτε εις ημάς τους αμαρτωλούς βοηθοί, ο εις από τα δεξιά και ο
άλλος από τα αριστερά, σκεπάζοντας ημάς με τάς χρυσάς πτέρυγας σας, ίνα
μη δη ή ψυχή μας την ζοφεράν όψιν των πονηρών δαιμόνων. Και ούτω
παραλαβόντες ημάς οδηγήσατε εις τάς αιωνίους και φωτεινός της των
ουρανών βασιλείας σκηνάς, ίνα δοξολογώμεν αεί μεθ’ υμών την μίαν εν
Τριάδι Θεότητα, ή πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των
αιώνων. ΑΜΗΝ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ. ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου