Βίος Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος
Καταγωγή
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, ο ένδοξος μάρτυς αυτός του Χριστού, κατήγετο, από την Αμάσεια της Καππαδοκίας και μάλιστα από το χωριό Χουμιαλιά. Έζησε δε στα χρόνια
του Ρωμαίου χριστιανομάχου αυτοκράτορα Διοκλητιανού, που βασίλευε στη Δύση το 264 - 285 μ.Χ.
Εις το Τάγμα των Τηρώνων
Ο μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων δεν παρουσιαζόταν σαν χριστιανός να ομολογήσει την πίστη στον Αληθινό Θεό, όχι από φόβο για χα μαρτύρια, αλλά γιατί νόμιζε, πως
δεν ήταν ακόμη ενδεδειγμένο από το Θεό να μαρτυρήσει. Θέλησε, λοιπόν να εξακριβώσει, αν ήταν θέλημα Θεού να μαρτυρήσει τότε. Γι αυτό έκαμε το έξης:
Ο Θεόδωρος ήταν νεοσύλλεκτος και υπηρετούσε στο Τάγμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων. Ήταν δε έξυπνος και γενναίος. Το τάγμα αυτό ήταν εκλεκτό και το
στείλανε στην Ανατολή, δια να φυλάξει χα ανατολικά σύνορα χου κράτους. Στο τάγμα των Τηρώνων τοποθέτησαν τον Θεόδωρο, λίγο προτού ξεκινήσουν για την Ανατολή.
Αρχηγός του τάγματος ήτο ένας Βρίγκας ονόματι. Φθάσανε στην πόλη των Ευχαΐτων. Από τα Ευχάϊτα, κατήγετο ο άλλος άγιος Θεόδωρος, ο Στρατηλάτης, που μαρτύρησε και
αυτός λίγο αργότερα το 323 μ.Χ. Κοντά, λοιπόν, στα Ευχάϊτα, πενήντα περίπου χιλιόμετρα ήτανε ένα δάσος. Σ’ αυτό είχε εμφανιστεί ένα φίδι πολύ μεγάλο και ένεκα αυτού
δεν τολμούσε να περάσει κανείς από εκεί. Πολλοί δε από το φόβο τους εγκατέλειψαν τα κτήματα τους, που είχαν εκεί κοντά. Αι! λοιπόν. Ο Άγιος Θεόδωρος, θέλοντας να
δοκιμάσει εάν είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήσει, πήγε καβαλάρης στο δάσος. Έψαξε πολύ να βρει το θηρίο εκείνο, αλλά δεν το Βρήκε. Κουρασμένος τώρα βγήκε στην
άκρη από το δάσος και κοιμήθηκε κάτω από τον ίσκιο ενός δένδρου. Την ώρα εκείνη διάβαινε από εκεί μια πλούσια γυναίκα, που την λέγανε Ευσεβία. Ήταν πονόψυχη.
Γι’ αυτό τον ξύπνησε και του είπε:
—Παλληκάρι μου, αν θέλεις τη ζωή σου, φεύγα από τον καταραμένο αυτόν τόπο. Πως κοιμάσαι ξένοιαστος; Εδώ μέσα έχει κάπου τη φωλιά του το θηρίο.
—Ποιά είσαι συ; ρώτησε την γυναίκα ο Άγιος.
—Εγώ, του αποκρίθηκε, είμαι μια Χριστιανή. Εδώ έχω κτήμα, αλλά θα το αφήσω, διότι πολλούς εδώ τους έφαγε το φίδι αυτό, ο δράκοντας. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, φύγε
και συ, διότι κινδυνεύεις.
—Μη φοβάσαι, της είπε ο Άγιος. Σήμερα θα λήξει η ιστορία αυτή. Ο Χριστός μας θα σας απαλλάξει από τον πειρασμό αυτόν.
Τότε ο Άγιος έκαμε το Σταυρό του, καβαλλίκεψε το άλογό του και μπήκε πάλι μέσα στο δάσος. Εκεί σ’ ένα μέρος άκουσε θόρυβο. Κατευθύνεται προς τα εκεί και βλέπει το
ερπετό να βγαίνει από τη φωλιά του. Ήταν φοβερό και έκαμε ένα σφύριγμα τρομερό. Ο Άγιος κάνει το σταυρό του, ορμά κατ’ επάνω του και το κτυπά στο κεφάλι με το
κοντάρι του. Το θηρίο από τον πόνο σύριξε δυνατά, στριφογύρισε την ούρα του, σφάδασε και ψόφησε. Τότε ο Άγιος βγήκε χαρούμενος από το δάσος, γιατί κατάλαβε,
ότι ήταν θέλημα Θεού να μαρτυρήσει. Διότι, όπως νίκησε τον αισθητό δράκοντα, έτσι θα νικούσε και τον νοητό δράκοντα τον διάβολο. Αφού, λοιπόν, απάλλαξε τον τόπον
εκείνον ο Άγιος, πήγε κατ’ ευθείαν στο τάγμα του.
Αρνείται να θυσιάσει
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο αρχηγός τους Βρίγκας, μαζί με τους στρατιώτες του θέλησε να θυσιάσουν στα είδωλα. Οι άλλοι στρατιώτες πηγαίνανε και θυσιάζανε.
Ο Θεόδωρος όμως έμενε στη σκηνή του. Αυτό ήταν η αιτία να φανερωθεί, ότι ήταν Χριστιανός. Ο Βρίγκας μάζεψε όλο το τάγμα του και ρώτησε τον Άγιο εάν είναι
Χριστιανός. Ο Άγιος τους απάντησε με θάρρος ότι είναι Χριστιανός. Τότε ο αρχηγός τους προσπάθησε να πείσει τον Άγιο να θυσιάσει στα είδωλα ώστε να μην
ρεζιλευτεί και να μην γίνει παραβάτης των Βασιλικών διαταγών. Ο Άγιος όμως του αποκρίθηκε καθαρά:
—Είμαι Χριστιανός και δεν αρνούμαι. Σου το επαναλαμθάνω και πάλιν, ότι Χριστιανός είμαι, τον Χριστό μου προσκυνώ και Αυτού είμαι στρατιώτης.
Ο Βρίγκας σκέφτηκε τότε να του δώσει μία μέρα να το σκεφτεί καλύτερα. Πίστευε με αυτόν τον τρόπο πως θα άλλαζε ο Άγιος και θα θυσίαζε στα είδωλα. Κατόπιν
καλέσανε και εξέτασαν άλλους Χριστιανούς. Ο Θεόδωρος όμως ερχότανε κοντά τους και τους έδινε θάρρος, για να μη αρνηθούν τον Χριστό.
Καίει τον Βωμό της Ρέας
Οι τύραννοι την νύκτα εκείνη τους άλλους Χριστιανούς τους φυλάκισαν. Ο Θεόδωρος όμως πήγε δια νυκτός και έβαλε φωτιά σε ένα ειδωλολατρικό βωμό της θεάς Ρέας.
Και τούτο δια να δείξει και δια των πραγμάτων, ότι αυτός μεν είναι χριστιανός, οι ειδωλολατρικοί δε θεοί, τους οποίους προσκυνούσαν εκείνοι, ήσαν ξύλα αναίσθητα.
O εμπρησμός αυτός έδωσε αφορμή να γίνει μεγάλη σύγχυσης στα Ευχάϊτα. Τον Άγιο όμως, όταν έβαλε τη φωτιά, τον είδε ο υπηρέτης χου βωμού, ονόματι Κρονίδης.
Αυτός, λοιπόν, συνέλαβε τον Άγιο και τον πήγε στον αρχηγό χου τόπου, τον Πόπλιο. Ο Θεόδωρος πήγε ευχαρίστως.
Όταν ο Πόπλιος έμαθε για τον Άγιο, για την πίστη του και για το ότι έκαψε τον ωμό της Ρέας με πολύ θυμό του είπε:
—Ασεβέστατε, αυτή είναι η τιμή που δίδεις στους μεγάλους θεούς; Αντί να θυσιάσεις στο βωμό της μεγάλης Ρέας, συ τον έκαψες; Και πως τόλμησες, ανόητε, και έκαμες
την παρανομία; Δεν φοβήθηκες τα βασιλικά διατάγματα;
—Αρχηγέ Πόπλιε, του είπε με θάρρος ο Άγιος. Ομολογώ, ότι έκαψα τον βωμό της Ρέας, διότι θέλησα να δοκιμάσω, εάν είναι αληθινή θεά. Αλλά είδα, ότι ήταν ξύλο ξερό
και αναίσθητο. Επομένως τέτοια τιμή πρέπει στα είδωλα, αφού μάτια έχουν και δεν βλέπουν, αυτιά και δεν ακούνε, στόμα και δεν μιλούνε. Τι θεοί είναι τα άλαλα ξύλα;
Στη φυλακή με τους Αγγέλους
Ο ηγεμόνας επειδή δεν μπορούσε να πη τίποτε σ’ αυτά, διέταξε και τον έδειραν. Αφού τον έδειραν πολύ, του είπε:
—Για να φανώ επιεικής εγώ, εσύ το πήρες επάνω σου. Αλλά θα σε βάλω στα βάσανα και στις τιμωρίες και τότε θα υποταχθείς και μη θέλοντας στις βασιλικές διαταγές.
—Όπως δεν δέχεσαι συ, του αποκρίθηκε ο Άγιος, τα δικά μου λόγια, έτσι δεν δέχομαι και εγώ τα δικά σου. Οι φοβερισμοί σου δεν με φοβίζουν. Οι απειλές σου τα μικρά
παιδιά φοβίζουν, όχι όμως και μένα, που έχω τη δύναμη χου Χριστού μου. Για μένα αυτά είναι χαρά και αγαλλίασης. Τις τιμωρίες σου δεν τις λογαριάζω, διότι η δύναμις
του Χριστού μου θα τις ελαφρώσει. Ότι θέλεις κάμε μου. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι.
Όταν άκουσε αυτά ο ηγεμόνας, έξω φρενών έγινε και έτριζε τα δόντια του από τα νεύρα του. Διέταξε δε τους υπηρέτες να τον φυλακίσουν και να μην του δώσουν ούτε
νερό, ούτε ψωμί, ούτε τίποτε άλλο ώσπου να πεθάνει. Οι στρατιώτες τον έδεσαν και τον έκλεισαν στη φυλακή. Ο Χριστός όμως, επειδή όλα αυτά χα υπέμεινε, για την
αγάπη Του, δεν τον άφησε, αλλά την ίδια εκείνη νύχτα χου φανερώθηκε και του είπε:
— Χαίρε Θεόδωρε, στρατιώτα μου. Μη στενοχωρείσαι καθόλου, γιατί σε έδειραν για την αγάπη μου. Εγώ, όπως πάντοτε, είμαι μαζί σου. Σε λίγες μέρες θα ‘ρθείς στη
Βασιλεία μου. Πρόσεξε να μη πάρεις τροφή από τα χέρια τους. Η Χάρις μου θα σε τρέφει. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου.
Μετά ταύτα ο Κύριος αναλήφθηκε και ο Άγιος έμεινε πάλι μόνος χου στη φυλακή, χαίροντας και ψάλλοντας. Μαζί του όμως ψέλνανε και Άγγελοι. Απ’ έξω οι φύλακες, που
τους άκουγαν, νομίζανε όχι ήσαν Χριστιανοί στη φυλακή και ψάλλανε μαζί. Είδανε όμως, ότι η φυλακή ήταν κλειστή και σφραγισμένη με τη βασιλική σφραγίδα. Απαραβίαστη.
Κοιτάζανε τότε από την κλειδαρότρυπα και είδανε μέσα πολλούς άνδρες λευκοντυμένους, που ψάλλανε μαζί με τον Άγιο. Τρέχουν τότε αμέσως στον ηγεμόνα και του λένε:
—Μέσα στη φυλακή βρίσκονται πολλοί Χριστιανοί. Δεν ξέρουμε όμως από που μπήκαν.
Όταν το άκουσε αυτό ο Ηγεμόνας, φοβήθηκε. Πήρε μαζί του όλη την φρουρά χου και μετέβη στη φυλακή. Τοποθέτησε γύρω της τους στρατιώτες με την εντολή να
προσέχουν και αν μεν είναι Χριστιανοί να τους συλλάβουν. Αυτός μπήκε μέσα στη φυλακή. Άκουσε μεν πολλούς να ψάλλουν, αλλά δεν έβλεπε κανένα, έκτος από τον
Θεόδωρο, που ήταν δεμένος και ασφαλισμένος στο ξύλο. Φοβήθηκε, βγήκε έξω και έκλεισε τη φυλακή πάλι. Διέταξε όμως να δίνουν εις τον Θεόδωρο κάθε μέρα λίγο
νερό και μια ουγκιά ψωμί, δηλαδή είκοσι πέντε γραμμάρια. Οι φύλακες, σύμφωνα με τη διαταγή, πήγανε την τροφή στον Άγιο. Αυτός όμως δεν την δέχτηκε.
Υποσχέσεις και μαρτύρια
Το πρωί διέταξε ο ηγεμόνας και βγάλανε τον Άγιο από τη φυλακή. Όταν τον πήγανε μπροστά του και αυτός με κολακείες και ψευδολογίες προσπάθησε να πείσει τον Άγιο να
θυσιάσει στα είδωλα. Και ο Άγιος του απάντησε:
—Πόπλιε, μη νομίζεις, όχι με τέτοιες κολακείες και ψευδολογίες θα μου αλλάξεις την πίστη μου. Μάθε το καλά, όχι καν πυρ με κάψει, καν θάλασσα με πνίξει, καν ξίφος με κόψει,
καν θηρία με φάγουν, καν το σώμα μου κατακόψεις σε χίλια δυο κομμάτια, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι και γι’ αυτόν θέλω να τιμωρούμαι.
Ο ηγεμών ακούγοντας αυτά, θαύμασε δια την τόλμη και αποφασιστικότητα του Αγίου. Κατόπιν έδωσε διαταγή να τον κρεμάσουν με το κεφάλι κάτω. Με χέρια δε σιδερένια του
έξυναν το σώμα, ώστε φανήκανε τα πλευρά του. Ο Άγιος υπέμενε καρτερικά τους τρομερούς πόνους, ψάλλοντας το: «Εὐλογήσω τόν Κύριον ἐν παντί καιρῶ, διά παντός ἡ
αἴνεσις αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου».
Ο ηγεμόνας, όταν είδε ότι ούτε με αυτά τα βασανιστήρια κατόρθωσε να του αλλάξει την πίστη, διέταξε να τον ξεκρεμάσουν και του είπε:
—Δεν ντρέπεσαι, άθλιε, να ελπίζεις ακόμη, όχι θα σε σώσει ένας κακοθάνατος, ο Ναζωραίος; Σε εκείνον πιστεύεις, που δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον εαυτόν του;
—Τέτοια ντροπή, ασεβέστατε, μακάρι να την έχω πάντοτε εγώ και όλοι οι Χριστιανοί, του αποκρίθηκε ο Μάρτυς.
Την στιγμή εκείνη έγινε σύγχυσης και αναταραχή από τον λαό και ο Πόπλιος φοβήθηκε μήπως γίνει στάση και λέγει στον Άγιο Θεόδωρο:
—Ας αφήσουμε τα πολλά λόγια και πες μου καθαρά: Θέλεις να θυσιάσεις στους θεούς ή να βασανισθείς ακόμη.
—Ασεβέστατε άνθρωπε, απάντησε ο Μάρτυς, δεν φοβάσαι, το Θεό. Ο Θεός σου έδωσε την εξουσία, και συ με διατάζεις να τον αρνηθώ και να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξύλα.
—Σε αφήνω λίγη ώρα να σκεφθείς, του είπε. Και όταν πέρασε η λίγη αυτή ώρα του λέγει:
—Καλλίτερα θέλεις να είσαι με μας ή με τον Χριστό σου;
—Με τον Χριστό μου ήμην, είμαι και θα είμαι, του απάντησε σταθερά ο Μάρτυς.
Μετά την απάντησι αυτή ο ηγεμών έβγαλε τη θανατική απόφαση.
Στη φωτιά
«Επειδή ο Θεόδωρος αντετάχθη εις τα βασιλικά προστάγματα, αρνήθηκε τους θεούς μας και πιστεύει εις τον Ιησούν, να τον κάψετε, επειδή και αυτός έκαψε τον ναό της θεάς Ρέας».
Παρέλαβαν τότε δεμένο τον Άγιο οι στρατιώτες και τον μετέφεραν εις τον τόπο της εκτελέσεως. Εκεί ο Άγιος έβγαλε την ζώνη, τα ρούχα και τα υποδήματά του. Οι στρατιώτες δια
να μη ταραχθεί και φύγει θέλησαν να τον καρφώσουν στη γη, αλλά ο Μάρτυς τους είπε:
—Αφήστε με ακάρφωτο. Ο Χριστός μου, που μου έδωκε τη δύναμη και υπέμεινα τις άλλες τιμωρίες, θα με δυναμώσει και χώρα να βαστάξω το πυρ. Οι στρατιώτες, πράγματι,
δεν τον καρφώσανε, αλλά απλώς τον έδεσαν. Ο Άγιος είπε τότε την εξής προσευχή:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του Αθανάτου Πατρός, ο οποίος δια την σωτηρία μας ήλθες εις την Γή, Σε ευχαριστώ, διότι με αξίωσες να υποστώ βάσανα και τιμωρίες για
Σένα. Σε δοξολογώ, διότι με αξίωσες να μιμηθώ το πάθος Σου. Σε υμνολογώ, διότι με ενδυνάμωσες να μαρτυρήσω, για την αγάπη Σου. Αξίωσε με της Βασιλείας Σου. Αλλά και
τους στρατιώτες, που βρίσκονται τώρα στη φυλακή για το όνομά Σου, αξίωσέ τους να μαρτυρήσουν και να πεθάνουν για Σένα, όπως εγώ.
Την ώρα δε, που ο Άγιος Θεόδωρος προσευχόταν, ένα Χριστιανός, ονόματι Κλεόβουλος, τον κοίταζε και δάκρυζε. Του λέγει τότε ο Άγιος:
—Κλεόβουλε αδελφέ, σε περιμένω. Έλα.
Συνέχισε δε ο Άγιος την προσευχή του για λίγο ακόμη και κατόπιν πήδησε μέσα στη φωτιά, που έκαιε, δοξάζοντας τον Θεό! Θαύμα εξαίσιο τότε έγινε: Η φλόγα έγινε αψίδα και
περιεκύκλωσε το σώμα του Αγίου, χωρίς να το θίξει καθόλου! Ο Άγιος όμως προσευχόμενος, παρέδωσε την αγία του ψυχή εις χείρας του Θεού. Παρουσιάσθηκε τότε η Ευσεβία.
Αυτή κατόρθωσε, αφού έδωσε αρκετά χρήματα, να πάρει το άγιο λείψανο του και να το ενταφιάσει εις τα Ευχάϊτα. Κάθε δε χρόνο τον εόρταζε και τον είχε βοηθό της σε κάθε
δύσκολη περίσταση της ζωής της. Και όχι μόνον αυτή, αλλά και όλοι οι ασθενείς του τόπου εκείνου τον είχανε γιατρό των ψυχών και των σωμάτων. Εις τα Ευχάϊτα κτίσθηκε
μεγαλοπρεπής Ναός, όπου φυλλάσσετο και το τίμιό του λείψανο. Από τα Ευχάϊτα κατόπιν ξαπλώθηκε η τιμή του Μάρτυρος Θεοδώρου σε δλη τη χριστιανοσύνη. Στην
Κωνσταντινούπολη κτίσθηκαν πολλοί Ναοί εις τιμήν του. Ο σπουδαιότερος ήτο «εν τοις Σφωρακίοις». Και εις τας Αθήνας, εις το κέντρον της πόλεως ύπάρχει περικαλλής
Βυζαντινός Ναός τιμώμενος επ’ ονόματι των «Αγίων Θεοδώρων» του Θεοδώρου του Τήρωνος και του Θεοδώρου του Στρατηλάτου.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων ονομάζεται και «Φανερωτής». Και τούτο, διότι φανερώνει σε όσους τον παρακαλούν με πίστη τα πραγματα, που έχουν χαμένα.
Στίχος
Τήρων, ὁ δηλῶν ἀρτίλεκτον ὁπλίτην, Θεῷ πρόσεισιν, ἀρτίκαυστος ὁπλίτης. Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ πυρὶ Τήρωνα πυρὶ φλεγέθουσιν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β΄.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθείς,
ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Αὐτόμελον
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεὶ θώρακα, ἔνδον λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τὰς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας Πολύαθλε, καὶ στέφει οὐρανίῳ, ἐστέφθης αἰωνίως ὡς ἀήττητος.
Μεγαλυνάριον
Δῶρον πολυτίμητον καὶ τερπνόν, ἀθλήσας προσήχθης, τῷ δοξάσαντί σε λαμπρῶς· ὅθεν ἐδωρήθης, θερμότατος προστάτης, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ, Τήρων Θεόδωρε
.
Βίος Αγίου Νεομάρτυρος Θεδώρου του Βυζαντίου
Μαρτύρησε στη Μυτιλήνη στις 17 Φεβρουαρίου 1795
Ο Άγιος καταγόταν από το Νεοχώρι, προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως . Οι γονείς του , Χατζή Αναστάσιος και Σμαραγδού, φρόντισαν να μάθει από μικρός τα ιερά γράμματα και την τέχνη του ζωγράφου.
Μαζί με τον δάσκαλό του εργαζόταν στο παλάτι του σουλτάνου. Εκεί συναναστρεφόμενος τους Τούρκους , από επιπολαιότητα , απατημένος από τον μαλθακό και τρυφηλό τρόπο ζωής, τη δόξα που δίνει η εξουσία και κυρίως με την παρακίνηση των Τούρκων έγινε μουσουλμάνος . Έζησε τρία χρόνια μέσα στα παλάτια έχοντας την εκτίμηση και την ιδιαίτερη εύνοια των Τούρκων, με υλικές απολαύσεις και με την προοπτική μιας σπουδαίας ανέλιξης στην κρατική διοίκηση.
Συνέβη όμως τότε επιδημία πανούκλας και ,βλέποντας τον θάνατο μπροστά του κάθε μέρα , συναισθάνθηκε το κακό που έπαθε, έκλαψε πικρά , μετανόησε και προσπαθούσε να βρει τρόπο να φύγει.
Μια νύχτα πήδηξε από κάποιο ψηλό κτήριο έξω αλλά άκουσαν κάποιοι Τούρκοι τον κτύπο, τον έπιασαν και τον γύρισαν πίσω. Μια άλλη μέρα παρεκάλεσε ένα Χριστιανό, που πήγαινε συχνά στο παλάτι για δουλειές, να του φέρει μια αλλαξιά ρούχα ναυτικά . Πράγματι του έφερε και κάποια μέρα την ώρα του φαγητού κρύφτηκε και κάνοντας τον σταυρό του άλλαξε τα ρούχα του τα πολυτελή με τα γεμετζίδικα, μουτζούρωσε με κάρβουνα το πρόσωπό του, έδεσε στο κεφάλι του ένα λερωμένο μαντήλι, πήρε μια στάμνα στον ώμο και κάνοντας πάλι τον σταυρό του, βγήκε έξω, χωρίς να τον σταματήσει κανένας.
Πήγε στο σπίτι κάποιας θείας του, όπου έμεινε μερικές ημέρες και χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο.
Στη συνέχεια κατέφυγε στη Χίο με πολλούς κόπους, έξοδα και κινδύνους. Εκεί έγινε δεκτός από τον Άγιο Μακάριο Νοταρά , πρώην Κορίνθου, ο οποίος ησύχαζε στη Χίο. Κοντά του, με τη μελέτη πνευματικών βιβλίων, ιδιαιτέρως δε των μαρτυρίων των Νεομαρτύρων, έφθασε σε τέλεια μετάνοια. Συνειδητοποίησε πόσο σοβαρή ήταν η πτώση του, άρχισε τον πνευματικό αγώνα, εξομολογήθηκε λεπτομερώς και κοινώνησε. Σιγά σιγά του δημιουργήθηκε ο πόθος για το μαρτύριο, ο οποίος μέρα με τη μέρα αυξανόταν μέσα του, ώστε δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
Με την ευλογία του Αγίου Μακαρίου αναχώρησε για την Μυτιλήνη με την συνοδεία του αδελφού με τον οποίο αγωνιζόταν πνευματικά, για να παρουσιαστεί στον δικαστή και να ομολογήσει τον Χριστό. Εκείνη τη νύχτα δοκίμασε ο ευλογημένος Θεόδωρος δεινούς λογισμούς ακαθαρσίας και βλασφημίας .Ο αδελφός τον βοηθούσε στον σκληρό πνευματικό του αγώνα.
Όταν έφθασαν στη Μυτιλήνη μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα κάθισαν να φάνε λίγη τροφή αλλά ο Μάρτυς δεν μπορούσε να φάει από τα πολλά δάκρυα που έχυνε. Ύστερα ετοιμάστηκε να παρουσιαστεί στον δικαστή, έχοντας ντυθεί τούρκικα. Με δάκρυα χωρίστηκαν με τον πνευματικό του αδελφό, τον οποίο παρακάλεσε να παρηγορήσει τους γονείς του.
Την πέμπτη ημέρα της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής παρουσιάστηκε ο Μάρτυς στον δικαστή .
-Πριν από δέκα χρόνια , άρχισε να λέει ,σκοτίστηκε ο νους μου και με κάνατε Τούρκο. Όμως τώρα συνήλθα , συνειδητοποίησα την πτώση μου, το κακό που έπαθα και γι’ αυτό ήρθα να σου το πω και να σου δώσω πίσω την ψεύτικη και βρώμικη θρησκεία που μου έδωσες και να ομολογήσω τη δική μου πίστη, την αληθινή και αγία. Συγχρόνως έβγαλε το κάλυμμα της κεφαλής του, το πέταξε κάτω και το καταπατούσε. Ομοίως και τα πράσινα ρούχα που φορούσε.
Όταν άκουσε και είδε ο δικαστής το θάρρος του αγίου έμεινε απορημένος. Όλοι οι παριστάμενοι τον θεώρησαν τρελλό. Ο άγιος όμως συνέχισε :
-Δεν είμαι τρελλός. Είμαι Χριστιανός, αρνούμαι τη θρησκεία σας. Ό,τι έχεις να μου κάνεις , κάνε το γρήγορα . Είμαι έτοιμος να υπομείνω όσα έχεις να μου κάνεις , με τη δύναμη του Χριστού μου.
Οι παριστάμενοι τότε τον άρπαξαν και δέρνοντάς τον , σπρώχνοντάς τον και κλωτσώντας τον , τον γκρέμισαν κάτω από τη σκάλα. Τον έκλεισαν στη φυλακή με τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο και μια βαριά αλυσίδα στο λαιμό. Άφησαν δε τη φυλακή ανοιχτή, ώστε όποιος ήθελε έμπαινε τον έδερνε ή του έκανε ό,τι άλλο βάσανο νόμιζε. Την άλλη μέρα το μεσημέρι τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν πάλι στο δικαστή .
-Ήρθες στα συγκαλά σου ; τον ρωτούσαν στο δικαστήριο, αρχίζοντας τα ταξίματα και τις κολακείες, με σκοπό τον εξισλαμισμό του .
-Αφήνετε εσείς την πίστη σας να γίνετε Χριστιανοί ;
-Όχι, του αποκρίθηκαν
Πως λοιπόν εγώ να αφήσω την πίστη μου, τη λαμπρή και να έρθω στη δική σας τη σκοτεινή. Γελάστηκα και έγινα Τούρκος, τώρα όμως ήρθα στον εαυτό μου και είμαι Χριστιανός. Αποστρέφομαι την πίστη σας και τον προφήτη σας και όλους σας.
Με κλωτσιές τον έβγαλαν πάλι έξω, τον έκλεισαν στη φυλακή, την οποία άφησαν πάλι ανοιχτή για να μπαίνει όποιος ήθελε να τον βασανίζει. Έτσι άρχισαν να τον δέρνουν με ραβδιά πολλοί συγχρόνως και τον γύριζαν και από την άλλη μεριά του σώματός του να τον δείρουν σα να ήταν ασκί. Ο άγιος τα υπέμενε όλα με πολλή υπομονή , δε φώναζε, παρά μόνο έλεγε : Χριστιανός είμαι. Ύστερα του έσφιξαν τόσο βίαια το κρανίο μ’ ένα σκοινί, ώστε πετάχτηκαν τα μάτια του και μ’ ένα ξύλο του έσφιγγαν το στόμα του και του έβγαλαν αρκετά δόντια. Όταν βαρέθηκαν πια οι βασανιστές και τον άφησαν, ήρθε και τον συνάντησε κάποιος Χριστιανός που εργαζόταν στη φυλακή. Με τον Χριστιανό αυτόν ζήτησε από τον επίσκοπο τη Θεία Κοινωνία και αυτός ο Χριστιανός του την έφερε.
Ήταν τότε κάποιος Γεώργιος από τη Θεσσαλονίκη ,ο οποίος διάβαζε για τους μάρτυρες και επεδίωξε να κλειστεί στη φυλακή κοντά στον άγιο μάρτυρα Θεόδωρο. Ο Χριστιανός αυτός πολύ τον ενίσχυσε με πνευματικούς λόγους , με την υπενθύμιση των μαρτυρίων των παλαιών μαρτύρων.
Στο μεταξύ, μετά από φρικτά μαρτύρια, εκδόθηκε η καταδίκη του εις θάνατον. Για τελευταία φορά τον ρώτησαν αν θα άλλαζε και πάλι την πίστη του και μετά την αρνητική του απάντηση τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Φθάνοντας τον έδειραν τόσο ανελέητα που έμεινε κάτω μισοπεθαμένος. Τον σήκωσαν και τον ρωτούσαν
-Τι είσαι ;
Και ο άγιος τους απαντούσε :
-Χριστιανός είμαι, Θεόδωρος το όνομά μου και Χριστιανός πεθαίνω.
Μόλις τράβηξαν το σκοινί για να τον απαγχονίσουν, κόπηκε το σκοινί και ο άγιος έπεσε κάτω, χτύπησε το γόνατό του κι έτρεχε πολύ αίμα. Τελικά τον απαγχόνισαν. Το άγιο λείψανό του έμεινε κρεμασμένο τρεις ημέρες. Από το γόνατό του και τις τρεις ημέρες έσταζε αίμα. Πήγαιναν οι Χριστιανοί, χωρίς να φοβούνται κι έκοβαν κομμάτια από το πουκάμισό του και το βουτούσαν στο αίμα. Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα αυτό του αγίου.
Μετά τις τρεις ημέρες οι Χριστιανοί, με άδεια του δικαστή, έθαψαν με πολλές τιμές το τίμιο λείψανο του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Νέου στην εκκλησία της Παναγιάς της Χρυσομαλλούσας .
Όταν του έκαναν ανακομιδή βρέθηκε το λείψανό του άφθορο. Σήμερα ευρίσκεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Μυτιλήνης τιμώμενο και προσκυνούμενο από τους Χριστιανούς και θαυματουργεί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου